παρασκευάζω
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
fut. παρασκευάσω X.Cyr.1.6.18 (but 3sg. παρασκευᾷ Epicur. Nat.14.2, 2pl. παρασκευᾶτε SIG1106.113 (Cos, iv/iii B. C.)): Ion. 3pl. plpf. Pass. παρεσκευάδατο Hdt.7.218, etc.: later sts. παρασκεάζω, as παρεσκεασμένων IPE12.32B12 (Olbia, iii B.C.):—
A get ready, prepare, δεῖπνον Hdt.9.82, Pherecr.172; στρατείαν Th.4.74; ὀθόνια Ar. Ach.1176; πλοῖα Lys.13.26; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11; hold ready, τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not; cf. κατασκευή ΙΙ.
2 provide, procure, contrive, θανάτους τοῖς πέλας Antipho 1.28; τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49; πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl.Smp. 188d, etc.; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28: in bad sense, get up, ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17; v. infr. B. 1.2.
3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg.803e; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh.1387b17, cf. 1380b31: c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to... X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3; π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R. 405c; π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2 (V A. D.); π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a, cf. Ap.39d; π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21; δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13.
4 adapt for a purpose, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα X.Oec. 7.22; V. B. 11.
5 produce, cause, τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα Diocl. Fr.43.
B Med. and Pass.:
I in proper sense of Med., get ready or prepare for oneself, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr.920.
2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf. παρασκευή 1.3); π. τοὺς συκοφάντας And.1.105; ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7; ψευδεῖς λόγους ib.17; μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39: abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2:—so in Act., X.HG1.7.8, Is.8.3; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.
II Med. also abs., prepare oneself, make preparations, τῷ ναυτικῷ… παρασκευασαμένῳ Th. 2.80; παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15; παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35: in pres. and impf. it may be regarded either as Pass. or Med., D.18.19, etc.; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99; π. πρός τι Th.3.69, etc.; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag.353, Ar.Av.227: c. fut. inf., X.Cyr.7.5.12.
2 freq. followed by ὡς with fut. part., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34; π. ὡς ἐλῶν Id.2.162, cf. 9.122; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13; ὡς προσβαλοῦντες ib.8; π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18, cf. Cyr.3.2.8: c. fut. part. without ὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41; also π. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99, cf. Pl. Tht. 183d.
3 in pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, be prepared, κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150; τράπεζαι… παρεσκ. Ar.Ec.839; λῃστρικώτερον π. be equipped in pirate fashion, Th.6.104; παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd. 91b; εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150; παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218; ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11: followed by ὥστε c. inf., παρεσκευάσμεθ' ὥστε κατθανεῖν E.HF1241; παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13: c. inf. only, δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th.440, E.Heracl.691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu.607, etc.: so in aor., ὥστε ἂν… παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh.1388a26.
4 Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.
III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or be provided with a thing, ἀδίκῳ δόξαν δικαιοσύνης παρεσκευας μένῳ Pl.R. 365b; π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr. Char.21.11.
IV in Pass., of things, to be got ready, be prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν Pl.Mx.248a; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.
German (Pape)
[Seite 498] zurecht oder fertig machen, zubereiten; δεῖπνον, Her. 9, 82; τοῦτο τὸ δεῖπνον παρασκευάζεται, 9, 110; ὀθόνια, κηρωτὴν παρασκευάζετε, Ar. Ach. 1176; στρατείαν, Thuc. 4, 74; νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα, 3, 49, wie σιτία τινί, Plat. Rep. II, 369 e; δαψιλῆ τἀναγκαῖα σφίσι, Pol. 1, 18, 5; Sp; – bereiten, verursachen, εὐδαιμονίαν, Plat. Conv. 188 d, δόξαν, Rep. II, 361 a, εὐμάρειαν, Legg. V, 738 d; neben μηχανάομαι, Antiph. 1, 28; τινὰ εὐσεβέστερον, Xen. Mem. 4, 3, 17; τοὺς πολιορκουμένους εὐθαρσεῖς, Pol. 1, 46, 13. – Med. sich zurecht machen, sich rüsten, vorbereiten, θεοὺς προσειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι, Aesch. Ag. 344; u. so c. inf., Ar. Nubb. 607 Her. 1, 71 Thuc. 3, 110 u. A.; u. mit hinzutretendem ὥςτε, Eur. Herc. Fur. 1241; παρεσκευασμένος ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει προσίξομαι, Aesch. Choeph. 1034, versehen damit, vgl. Ag. 1396; παρεσκευάζετο ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας, Her. 7, 25, vgl. 3, 150; ἐς ναυμαχίην, 9, 96. 99; ὡς εἰς μάχην, Xen. An. 1, 8, 1; πρός τι, Thuc. 3, 69, wie Pol. πρὸς τὸ μέλλον, 4, 61, 4; mit ὡς u. part. fut., παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν ἐπὶ τὸν Ἀπρίην, er rüstete sich, schickte sich an gegen den Ap. zu ziehen, Her. 2, 162. 5, 34. 7, 218. 9, 122; Thuc. 4, 8; παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα, Xen. Cyr. 1, 3, 13; auch ohne ὡς, Thuc. 6, 54; Xen. Hell. 4, 1, 41; der auch ἀκινάκην παρεσκευασμένος vrbdt, Cyr. 7, 3, 14; mit folgendem ὅπως ἔσονται, Plat. Gorg. 503 a, wie Thuc. 2, 99; vgl. auch αὑτὸν παρασκευάζειν ὡς ἔσται βέλτιστος, Plat. Apol. 39 d; u. absolut, νῦν δ', ὥσπερ παρεσκεύασαι πορεύου εἰς ἀγρόν, Crat. 440 e; ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, Thuc. 1, 46; vgl. παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 100; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν, Plat. Menex. 248 a; – παρασκευασάμενοι ῥήτορας, anstiftend, Is. 1, 7. – Bei Dem. 27, 2 entspricht sich παρασκευάσασθαι δυναμένους und λέγειν ἱκανούς, auf die mancherlei Machinationen gehend; vgl. αὐτὸς μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται, 29, 27.
French (Bailly abrégé)
f. παρασκευάσω, ao. παρεσκεύασα, pf. παρεσκεύακα;
préparer, apprêter, disposer : τι qch (un repas, des navires, etc.) ; • impers. οἱ Κορίνθιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, ἔπλεον THC lorsque tout fut prêt, les Corinthiens prirent la mer ; avec double rég. : τῇ νηῒ ἄλφιτα καὶ οἶνον THC garnir un navire de provisions de farine et de vin ; τινί τι procurer qch à qqn;
Moy. παρασκευάζομαι;
I. tr. préparer ou disposer pour soi, acc. : τὰ πολέμια THC se préparer à la guerre ; στρατιάν THC préparer une expédition ; ὅπερ πάλαι παρεσκευαζόμην AR ce que je poursuivais depuis longtemps, ce à quoi je songeais depuis longtemps;
II. intr.
1 se préparer, s'apprêter, se disposer, se tenir tout prêt : παρ. οἴκαδε XÉN se préparer pour le retour dans la patrie ; π. ἐς μάχην HDT, ἐς πολιορκίην HDT se préparer pour un combat, pour un siège ; avec un inf. ou un part. : se disposer à faire, être prêt à faire : παρεσκευάζετο προπηλακιῶν αὐτόν THC litt. il se préparait à le couvrir de boue, càd à lui faire affront;
2 préparer en vue de, disposer pour, rendre apte à : παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς φύσιν ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα καὶ ἐπιμελήματα XÉN la divinité a approprié la nature de la femme aux travaux et aux soins de l'intérieur ; εὖ παρεσκευασμένοι καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα XÉN dispos de corps et d'âme ; οὕτω δοκοῦμεν παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι ὑμᾶς εὖ ποιεῖν XÉN il nous semble que nous sommes en mesure de pouvoir vous rendre service ; π. εὐσεβέστερον XÉN rendre qqn plus pieux.
Étymologie: παρά, σκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευάζω [παρασκευή] Ion. perf. παρεσκευάδαται, plqperf. παρεσκευάδατο met acc. voorbereiden, klaarmaken:; Μαρδονίῳ δεῖπνον π. voor Mardonius een maaltijd klaarmaken Hdt. 9.82.2; τὴν ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρεσκεύαζεν hij bereidde de expeditie tegen Thracië voor Thuc. 4.74.1; π. τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα het schip van wijn en meel voorzien Thuc. 3.49.3; regelen, organiseren:; παρασκευασάντων πλοῖα hoewel ze schepen geregeld hadden Lys. 13.26; ἐκείνῳ... δικαστήριον παρασκευάσαντες nadat ze een rechtbank hadden geregeld om hem te berechten Lys. 13.12; παρεσκεύασαν ἀνθρώπους μέλανα ἱμάτια ἔχοντας zij regelden mannen in zwarte kleding Xen. Hell. 1.7.8; pass.:; αἱ τράπεζαι εἰσίν... παρεσκευασμέναι de tafels staan klaar Aristoph. Eccl. 839; ook onpers. pass.:; ἐπειδὴ... παρεσκεύαστο ἀμφοτέροις toen beide partijen klaar waren met hun voorbereidingen Thuc. 4.67.1; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν die man is het best op het leven voorbereid Plat. Menex. 248a; vaak med. ( indir. refl. ):; τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκεύαζεται zo’n tegenstander creëert hij voor zichzelf Aeschl. PV 920; ἐπὶ Θρᾴκης στρατείαν παρασκευαζόμενος terwijl hij zijn expeditie tegen Thracië voorbereidde Thuc. 4.70.1; ongunstig op zijn hand brengen (door omkoperij):. τοὺς συκοφάντας παρασκευάζεσθαι (de steun van) de sycofanten ritselen And. 1.105. gewennen, trainen; met ὡς + inf.:; τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν het leger getraind te hebben om voor geen enkele inspanning terug te deinzen Xen. Hell. 7.5.19; met ὅπως + indic. fut.: ἑαυτὸν π. ὅπως ἔσται ὡς βέλτιστος zichzelf te trainen zo goed mogelijk te zijn Plat. Ap. 39d. maken tot...,... maken, in een... toestand brengen, met dubb. acc.:; σωφρονεστέρους τοὺς συνόντας παρεσκεύαζεν hij maakte zijn vrienden meer bezonnen Xen. Mem. 4.3.18; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ παρασκευάζειν de goden gunstig voor zich stemmen Plat. Lg. 803e; ἐὰν τούς... κριτὰς τοιούτους παρασκευάσῃ ὁ λόγος als het betoog de rechters in een dergelijke stemming heeft gebracht Aristot. Rh. 1387b17; pass.: ἂν αὐτοὶ μὲν παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν als zijzelf in een dergelijke stemming zijn gebracht Aristot. Rh. 1388a27. dir. refl. med. zich voorbereiden:; παρασκευασάμενος μεγάλως na grootse voorbereidingen te hebben getroffen Hdt. 9.15.4; met εἰς + acc., met πρός + acc. op (iets):; παρεσκευάζοντο... πρὸς ταῦτα zij bereidden zich daarop voor Thuc. 3.69.2; met inf., met ὡς + ptc. fut., met ptc. fut., met ὅπως + indic. fut., met ὅπως en conj., met ὥστε en inf. om te:. θεοὺς προσειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι ik bereid mij voor, de goden op de juiste wijze aan te spreken Aeschl. Ag. 353; παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν hij bereidde zich voor om op te trekken Hdt. 2.162.2; παρεσκευάσατο προπηλακιῶν αὐτόν hij trof voorbereidingen om hem door het slijk te halen Thuc. 6.54.4; παρεσκευάζοντο ὅπως... ἐσβαλοῦσιν zij maakten zich gereed om binnen te vallen Thuc. 2.99.1; παρασκευάζεσθαι ὅπως... δόξητε κρείττους αὐτῶν εἶναι ervoor zorgen dat jullie sterker lijken dan zij Xen. An. 5.4.21; παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι zich voorbereiden om zich te verdedigen Xen. An. 7.3.35. perf. voorbereid zijn, gereedstaan:; κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι heel goed voorbereid Hdt. 3.150.1; met inf.: ἀφορμᾶσθαι παρεσκευάσμεθα wij staan gereed om te vertrekken Aristoph. Nub. 607.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευάζω: (ион. 3 л. pl. ppf. pass. παρεσκευάδατο = παρεσκευασμένοι ἦσαν) чаще med.
1 приготовлять, готовить (δεῖπνον Her., NT); med. готовиться (εἴς и πρός τι Xen., Thuc. etc.): αἱ τράπεζαι παρεσκευασμέναι Arph. накрытые столы;
2 заготовлять, запасать (νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Thuc.);
3 снаряжать (στρατείαν Thuc.): ἀκινάκην πάλαι παρεσκευασμένος Xen. заранее вооружившись кинжалом;
4 подготовлять, устраивать, доставлять, обеспечивать (δόξαν, εὐδαιμονίαν, med. τὸν βίον μηδὲν δεῖσθαί τινος Plat.);
5 настраивать, делать (τινὰ εὐσεβέστερον Xen.; τινὰ εὐθαρσῆ Polyb.): π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Plat. как можно больше совершенствовать душевные качества; π. τινὰ ἐπί τινα Isae. настраивать кого-л. против кого-л.; π. τινὶ δικαστήριον Lys. (тенденциозно) подбирать для кого-л. состав судей.
English (Strong)
from παρά and a derivative of σκεῦος; to furnish aside, i.e. get ready: prepare self, be (make) ready.
English (Thayer)
perfect passive παρεσκεύασμαι; future middle παρασκευάσομαι; from Herodotus down; to make ready, prepare: namely, τό δεῖπνον (added in Herodotus 9,82; Athen. 4,15, p. 138), συμπόσιον, Halt. 9,15; to make oneself ready, to prepare oneself (cf. Winer's Grammar, § 38,2a.): εἰς πόλεμον, εἰς μάχην, εἰς ναυμαχιαν, etc., in Xenophon). Perfect passive in middle sense, to have prepared oneself, to be prepared or ready, Matthiae, § 493).
Greek Monolingual
ΝΑ, και παρασκεάζω Α
1. προετοιμάζω
2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο»)
3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω κάποιον ώστε να είναι έτοιμος για κάτι, προετοιμάζω
νεοελλ.
1. φτιάχνω
2. μέσ. παρασκευάζομαι
α) προετοιμάζομαι («παρασκευάζομαι για πόλεμο»)
β) καταρτίζομαι («δεν ήταν αρκετά παρασκευασμένος για τις εξετάσεις»)
αρχ.
1. εξευρίσκω, επινοώ
2. εξασφαλίζω, προμηθεύω
3. κρατώ κάτι έτοιμο
4. διαμορφώνω
5. κάνω κάποιον ικανό να καταλάβει κάτι, τον βάζω στο νόημα
6. συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι
7. προσαρμόζω («παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα», Ξεν.)
8. καθιστώ κάποιον φίλο μου
9. (με κακή σημ.) α) μηχανώμαι, μεθοδεύω («παρασκευάζω θάνατόν τινι», Αντιφ.)
β) προσελκύω προς το μέρος μου, προς την παράταξή μου
γ) σχηματίζω κόμμα, φατρία, κλίκα, μηχανορραφώ
δ) παθ. γίνομαι οπαδός κάποιου με δωροδοκία
10. μέσ. α) (για ρήτορες) πείθω και κατορθώνω να προσεταιριστώ κάποιους ώστε να έλθουν ως μάρτυρες, εξαγοράζοντας και δωροδοκώντας τους ώστε με δόλο ή βία να πετύχω ευνοϊκή απόφαση
β) ετοιμάζω για τον εαυτό μου
γ) ετοιμάζομαι, κάνω ετοιμασίες
δ) (στον παρακμ.) παρεσκεύασμαι
είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος («ληστρικώτερον... παρεσκευασμένους» — έτοιμοι, οπλισμένοι για να ριχθούν στην πειρατεία, Θουκ.)
11. παράγω, προκαλώ, προξενώ («παρασκευάζειν τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα», Διοκλ.)
12. παθ. (για πράγματα ή καταστάσεις) είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος («ὡς παρεσκεύαστο» — όταν έγιναν οι ετοιμασίες, Θουκ.)
13. μέσ. μτφ. απολαμβάνω
14. (μέσ. και παθ.) (κατ' ευφημισμόν) αποπατώ.
Greek Monotonic
παρασκευάζω: μέλ. -άσω — Παθ. παρακ. παρασκεύασμαι, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. παρεσκευάδατο·
Α. I. 1. είμαι έτοιμος, ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.
2. προμηθεύω, εξασφαλίζω, σε Δημ.
3. κάνω ή καθιστώ τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., παρασκευάζω τινὰ εὖ ἔχοντα, παρασκευάζω τινὰ ὅτι βέλτιστον, με απαρ., παρασκευάζω τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον συνηθίζω να μην κάνει κάτι, σε Δημ.· ομοίως, παρασκευάζω ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ.
4. απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. Β. Μέσ. και Παθ.,
I. 1. με την κύρια σημασία της Μέσ., παρασκευάζω ή προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ.
2. στους Ρήτ., προετοιμάζω ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή απόφαση μέσω εξαπάτησης (πρβλ. παρασκευή I. 3)· απόλ.,
I. διοργανώνω φατρία, δολοπλοκώ, σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν.
II. 1. στη Μέσ. απόλ., προετοιμάζω τον εαυτό μου, κάνω προπαρασκευή, σε Ηρόδ., Αττ.
2. παρακ. παρεσκεύασμαι, στην Παθ. κυρίως, είμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· παρεσκευάσθαι τι, προετοιμάζω ένα πράγμα, σε Πλάτ.· απρόσ., ὡςπαρεσκευάσατο, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευάζω: μέλλ. -άσω· Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσ. παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κλ. Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, δεῖπνον Ἡρόδ. 9. 82, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 91· στρατείαν Θουκ. 4. 74· ὀθόνια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1176· πλοῖα Λυσίας 132. 13· ἱππέας, ὅπλα, ναῦς Ξεν. Ἀγησ. 1. 24, κλ.· κρατῶ τι ἔτοιμον, τὴν θύραν Λυσ. 94. 7: - κατασκευάζω κυρίως σημαίνει διευθετῶ καὶ ἑτοιμάζω ὅ,τι ἔχω, τὸ δὲ παρασκευάζω πορίζομαι καὶ ἑτοιμάζω ὅ,τι δὲν ἔχω, πρβλ. παρασκευὴ ΙΙ. 3. 2) προμηθεύω, μηχανῶμαι, τῇ νηὶ οἶνον καὶ ἄλφιτα Θουκ. 3. 49, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 188D, κλ.· π. ὀργάς τινι κατὰ τινος Λυσ. 94, 23· ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἑτοιμάζω, θάνατόν τινι Ἀντιφῶν 114. 26· ἀντίδοσιν ἐπί τινα Δημ. 840. 27· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 3) καθίστημί τινα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, μετὰ μετοχῆς ἢ ἐπιθ., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18., 5. 2, 19 π. τοὺς θεοὺς ἵλεως Πλάτ. Νόμ. 803Ε· τοὺς κριτὰς π. τοιούτους Ἀριστ. Ρητ. 2, 9, 16, πρβλ. 2. 3, 17· μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, συνηθίζω τινὰ νὰ μὴ ποιῇ τι, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 5, 19, Ἱππ. 2. 3· π. τὸν βίον αὐτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Πλάτ. Πολ. 405C· - οὕτω, π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 503Α, πρβλ. 510F, Ἀπολ. 39D· π. τινὸς γνώμην, ὡς ἰτέον εἴη Ξεν. Κύρ. 2. 1, 21. 4) ἐπινοῶ διά τινα σκοπόν, τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 22· ἴδε Β. ΙΙ. 5) ἀπολ., καθιστῶ τινα φίλον μου, Δημ. 501. 21· ἴδε Β. Ι. 2. Β. Μέσ. καὶ παθ.: Ι. ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ τοῦ μέσ., ἑτοιμάζω ἢ παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Ἡρόδ. 7. 25. π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατιὰν Θουκ. 1. 18., 2. 80., 4. 70· ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. ὁ αὐτ. 2. 56· τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, εἰς ἑτοιμασίαν, Δημ. 50. 25· προστιθεμένου ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 920. 2) παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ἑτοιμάζω ἀνθρώπους ὡς μάρτυρας, ὀπαδούς, κτλ., ὥστε νὰ τύχω ἀποφάσεως εὐνοϊκῆς δι’ ἀπάτης ἢ διὰ τῆς βίας (πρβλ. παρασκευὴ Ι. 3)· π. συκοφάντας Ἀνδοκ. 14. 17· ῥήτορας παρασκευασάμενοι Ἰσαῖ. 36. 2· ψευδεῖς λόγους ὁ αὐτ. 37. 5· μάρτυρας ψευδεῖς παρασκευασάμενοι Δημ. 852 ἐν τέλ.· π. τινας, προσελκύω πρὸς τὸ μέρος μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, ὁ αὐτ. 1092. 13· ― ἀπολ., σχηματίζω φατρίαν, πλέκω δόλον, Ἰσαῖ. 79. 7, Δημ. 231. 14, 813. 20· ― οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11. Ἰσαῖ. 69. 1· παρασκευάζω τινὶ δικαστήριον, προετοιμάζω δικαστήριον ἐξ ἐνόρκων φίλων, ὅπως δικάσωσί τινα, Λυσ. 130. 41· πρβλ. παρακελευστός. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως ἀπολ., ἑτοιμάζομαι, κάμνω ἑτοιμασίας, παρασκευασαμένῳ Θουκ. 2. 80· παρασκευασάμενος μεγάλως Ἡρόδ. 9. 15· παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 3, 35· ― κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. δύναται νὰ θεωρηθῇ εἴτε ὡς παθ. εἴτε ὡς μέσ., π. ἔς τι Ἡρόδ. 9. 96, 99· π. πρός τι Θουκ. 3. 69, Ξεν., κλ.· π. στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 353, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 227. 2) συχνάκις ἑπομένου τοῦ ὡς μετὰ μετοχ. μέλλ., παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Ἡρόδ. 5. 34· π. ὡς ἐλῶν ὁ αὐτ. 2. 162, πρβλ. 9. 122· π. ὡς ναυμαχήσοντες (ὅπερ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἐκφέρεται διὰ τοῦ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Θουκ. 4, 13· ὡς προσβαλοῦντες ὁ αὐτ. 4. 8· ὡς ἐπιθησόμενοι ὁ αὐτ. 5. 8, πρβλ. 6. 54· οὕτω, π. ὡς μάχης ἐσομένης Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 2, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 2, 8· ὡσαύτως, π. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Θουκ. 2. 99, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 183D, Ἀπολ. 39Β. 3) ἐν τῷ πρκμ., παρεσκεύασμαι, εἶμαι ἕτοιμος, εἶμαι παρεσκευασμένος, κάρτα εὖ παρεσκευασμένος Ἡρόδ. 3. 150· τράπεζαι ... παρεσκ. Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 839· λῃστρικώτερον παρεσκ. Θουκ. 6. 104· παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 91Β· εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Ξεν. Οἰκ. 5. 13· ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο Ἡρόδ. 3. 150, κτλ.· παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεύμενοι ὁ αὐτ. 7. 218· ταῖς ψυχαῖς παρεσκευασμένους ὡς χεῖρας ξυμμίξοντας Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 11· ἑπομένου τοῦ ὥστε μετ’ ἀπαρ., παρεσκευάσμεθ’ ὥστε κατθανεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1241· παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 13· μετὰ μόνης ἀπαρεμ., δρᾶν παρεσκευασμένος Αἰσχύλ. Θήβ. 440, πρβλ. Ἀγ. 1422, Εὐρ. Ἡρακλ. 691, Ἀριστοφάν. Νεφ. 607, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ ἀορ., ὥστε ἂν ... παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 11. ΙΙΙ. παρασκευάζομαί τι, παρασκευάζω τι δι’ ἐμαυτόν, Πλάτ. Πολ. 365Β· παρεσκ. λαμπρὸν ἱμάτιον Θεοφρ. Χαρακτ. 21. IV. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ὡς παρεσκεύαστο, ὅτε ἔγιναν αἱ ἑτοιμασίαι, Θουκ. 4. 67· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 9. 100, ἀντί, παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, ὁ Βεκκῆρ. προτείνει: παρεσκεύαστο.
Middle Liddell
fut. άσω Pass., perf. παρεσκεύασμαι ionic 3rd pl. plup. παρεσκευάδατο παρασκευή
A. to get ready, prepare, Hdt., Attic
2. to provide, procure, to get up, Dem.
3. to make or render so and so, with a Part. or adj., π. τινὰ εὖ ἔχοντα, π. τινὰ ὅτι βέλτιστον Xen.; c. inf., π. τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν to accustom him not to do, Xen.;—so, π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Plat.
4. absol. to make one's friend, Dem.
B. Mid. and Pass.:
I. in proper sense of Mid., to get ready or prepare for oneself, Hdt., Attic
2. in Oratt. to procure witnesses and partisans, so as to obtain a false verdict (cf. παρασκευή 1. 3):—absol. to form a party, intrigue, Dem.:—so in Act., Xen.
II. in Mid., absol. to prepare oneself, make preparations, Hdt., Attic
2. perf. παρεσκεύασμαι is mostly pass. to be ready, be prepared, Hdt., attic; παρεσκευάσθαι τί to be provided with a thing, Plat.:—impers., ὡς παρεσκεύαστο when preparations had been made, Thuc.
Chinese
原文音譯:paraskeu£zw 爬拉-士求阿索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在旁-器具
字義溯源:儲應,預備,預備妥當,預備好了,準備;由(παρά)*=旁,出於)與(σκεῦος)*=器具,容器)組成
出現次數:總共(4);徒(1);林前(1);林後(2)
譯字彙編:
1) 預備妥當(1) 林後9:3;
2) 就預備好了(1) 林後9:2;
3) 能預備(1) 林前14:8;
4) 預備(1) 徒10:10
Mantoulidis Etymological
(=ἑτοιμάζω). Παρασύνθετο ἀπό τό παρασκευή (=ἑτοιμασία) → παρά + σκευή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκευάζω.