κατεργάζομαι

Revision as of 13:38, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fut. κατεργάσομαι, later 3sg. -ᾶται PTeb.10.2 (ii B.C.): aor. κατειργασάμην, and (in pass. sense) κατειργάσθην (v. infr.): pf. κατείργασμαι both in act. and pass. sense (v. infr.):—
A effect by labour, achieve, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.24; πᾶν S.El.1022; μόρον… ἐπαλλήλοιν χεροῖν Id.Ant.57; ταῦθ' ἁπινοεῖς Ar.Ec.247; τὰ δυνατά Th.4.65; τὰ πρὸς εὐδαιμονίαν Phld.Rh.2.31 S.; μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε X.Hier.2.2; κατεργάζομαι εἰρήνην τινί And.3.8; ἢν κατεργάσῃ if you do the job, Ar.Eq.933: pf. κατείργασμαι, μέγιστα ἔργα X.Mem. 3.5.11: in pass. sense, to have been effected or achieved, Hdt.1.123, 141, 4.66, E.IT1081, etc.; κατειργασμένη ὠφέλεια Antipho 2.1.4; ἐλθεῖν ἐπὶ κατειργασμένοις Lys.31.9: aor. κατειργάσθην Luc.Herm.5.
b earn, gain by labour, acquire, τὴν ἡγεμονίην Hdt.3.65; πόλει σωτηρίαν E. Heracl.1046; μεγάλα τῇ πόλει Aeschin.3.229; τοῦτο D.45.66; ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα Pl.Grg. 473d: in pass. sense, ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Hdt.7.102.
c abs., achieve one's object, be successful, αὐτὸς ἑωυτῷ Id.5.78; simply, work, ἐν τοῖς ἐργαστηρίοις PTeb.ined. 703.148.
2 c. acc. pers., make an end of, finish, kill, ἑωυτόν Hdt.1.24, cf. E.Hipp.888, etc.; λέοντα βίᾳ S.Tr. 1094.
b overpower, subdue, conquer, Hdt.6.2, Ar.Eq.842, Th.4.85, Isoc.9.59, etc.; τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.100; ποσὶ καὶ στόματι κατεργάζομαι [τινά] attack him, of a horse, Id.5.111: in pass. sense, of land, μακέλλῃ τῇ κατείργασται πέδον is subdued, brought under cultivation, A.Ag. 526; κατεργαζομένη ἡ γῆ Thphr. CP 3.1.3; later trans., cultivate, PTeb.10.2 (ii B.C.), etc.
c prevail upon, κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξην, ὥστεHdt.7.6, cf. X.Mem.2.3.16, Parth.13.1, Plu.Fab.21; κατεργάζομαι τινὰ πειθοῖ Str.10.4.2:—Pass., οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι [ἡ γυνή] could not be prevailed upon, Hdt.9.108.
d c. dupl. acc., do something to one, καλόν τι τὴν πόλιν And.2.17 (but κατεργάζομαι τὴν πόλιν carry on business in the city, SIG899 (Mesambria, iii A.D.)).
II till, cultivate land, PSI6.632.9 (iii B.C.), etc.; work up for use, freq. of food, by chewing or digestion, ὀδόντας ἔχει οἷς κατεργάζεται τὴν τροφήν Arist.HA501b30, cf. Juv.469a31, Spir.482b16, Gal.11.649 (Pass.); κατεργαζόμενον ἔχειν εὔρωστον a strong digestion, Id.17(2).430; κατεργάζομαι τὰ ἐδέσματα Sch. Ar.Eq.714; by grinding (of corn), Longus 3.30, cf. D.H.5.13 (Pass.); by ripening (of fruits), κατειργασμένα ἐπὶ τοῦ δένδρου Gal.11.367; κατεργάζομαι μέλι make honey Hdt.4.194; κατεργάζομαι τὴν κόπρον prepare it, Arist.HA552a24; σίδηρον D.27.10; ξύλα κατειργασμένα Thphr. CP 5.17.2; στίππυον τὸ κατειργαζμένον PCair.Zen.472.9 (iii B.C.); λίθους D.S.1.98.
2 turn bullion into coin, PCair.Zen.21.6 (iii B.C.).
III work at, practise, ἄλλην μελέτην κατεργάζομαι Pl.Ti.88c.
IV κατεργάζομαι ὄρη level mountains, J.AJ 11.3.4 (fr. LXX 1 Es.4.4).

German (Pape)

[Seite 1396] 1) bewirken, fertig machen, vollenden, durchsetzen; πάντα γὰρ κατειργάσω Soph. El. 1011; ἢν ταῦθ' ἁ' πινοεῖς κατεργάσῃ Ar. Eccl. 247; πρήγματα μεγάλα κατεργάσασθαι Her. 5, 24; θαυμαστὰ καὶ πολλὰ κατεργασάμενος Plat. Legg. III, 686 e; μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε, schnell führt ihr es aus, Xen. Hier. 2, 2; Folgde; das perf hat theils active Bdtg, τοὺς μέγιστα ἔργα κατειργασμένους Xen. Hem. 3, 5, 11, wie Pol. 4, 70, 4, ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα ἀδίκως, der sich die Tyrannis auf ungerechte Art verschafft hat, Plat, Gorg. 473 d, theils pass., κατείργασται θυσία, das Opfer ist vollbracht, Eur. I. T. 1081, vgl. Herc. Fur. 151; τάδε οἱ κατέργαστο Her. 1, 123, wie 7, 26; κατειργασμένη ὠφέλεια = ἑτοίμη, Antiph. 2 α 4. Auch τινά τι, anthun, z. B. καλόν τι τὴν πόλιν κατεργάζονται Andoc. 1, 17; ἀνδρὸς μεγάλα τὴν πόλιν κατειργασμένου Aesch. 3, 229. – 2) sich Etwas erarbeiten, erwerben, τάλαντον Ar. Equ. 933, τὴν ἡγεμονίην Her. 3, 65; – verarbeiten, σίδηρον Dem. 27, 10, wie λίθους D. Sic. 1, 98; Plut. Pericl. 12; die Speise verarbeiten, theils von den Zähnen, sie klein machen, Arist. H. A. 2, 5 D. Sic. 3, 35, theils vom Magen, verdauen, Medic.; Getreide, mahlen, D. Hal. 5, 13; auch vom Dreschen, Long. 3, 30. – 3) sich unterwerfen, bezwingen; Διὸς μακέλλῃ κατείργασται πέδον Aesch. Ag. 512, wo es »überwunden u. zerstört sein« bedeutet; Σαρδὼ νῆσον κατεργάσασθαι Her. 6, 2; κατέργαστο τῷ Κύρῳ τὸ ἔθνος, das Volk war von Kyrus unterworfen worden, 1, 123; dem κρατεῖν entsprechend, Thuc. 6, 11, vgl. 33. 86; auch im freundlichen Sinne, gewinnen, wozu vermögen, χρόνῳ δὲ κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξεα, ὥστε ποιέειν ταῦτα Her. 7, 6; εἴ τινα βούλοιο κατεργάσασθαι καλεῖν σε ἐπὶ τὸ δεῖπνον Xen. Mem. 2, 3, 11; ἐκπεῖσαι καὶ κατεργάσασθαι τὸν ἄνθρωπον Plut. Fab. 21; τὴν κόρην Parthen. 13. – 4) tödten; λέοντα βίᾳ Soph. Trach. 1084; Eur. Hipp. 888 I. T. 1173 u. öfter; δράκοντος αἷμα Phoen. 1069; ἑαυτόν Her. 1, 24 u. Sp., wie Hdn. 3, 11, 15. – Den aor. pass. κατεργασθῆναι in passiv. Bdtg, überwunden, gewonnen werden, hat Her. 9, 108; Luc. Hermot. 5.

French (Bailly abrégé)

A. Moy. (f. κατεργάσομαι, ao. κατειργασάμην, pf. κατείργασμαι);
I. exécuter, d'où
1 effectuer, accomplir, achever, acc. : τὰ δυνατά THC faire le possible ; μόρον SOPH donner la mort ; abs. exécuter;
2 se procurer, obtenir : τὴν ἡγεμονίην HDT la prépondérance ; νῆσον HDT soumettre une île ; τινα venir à bout de qqn par la force ou par la persuasion ; abs. parvenir à son but, réussir ; Pass. ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη (ion.) HDT vertu à laquelle on parvient au prix de la sagesse;
3 en mauv. part achever, càd tuer, acc. ; détruire (une ville), raser (le sol);
II. élaborer, travailler : τὴν ὕλην PLUT la matière (pierre, cuivre, etc.);
B. Pass. (ao. κατειργάσθην, pf. κατείργασμαι);
1 être achevé, accompli, effectué;
2 être travaillé;
3 être vaincu ; être soumis par, τινι.
Étymologie: κατά, ἐργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εργάζομαι, med., ook pass.; Ion. plqperf. med.-pass. 3 sing. κατέργαστο bewerkstelligen, tot stand brengen:; κ. τὰ δυνατά het mogelijke bereiken Thuc. 4.65.4; καλόν τι τὴν πόλιν κατεργάζονται zij doen iets goeds voor de stad And. 2.17; ἐλθεῖν ἐπὶ κατειργασμένοις komen als alles klaar is Lys. 31.9; ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται de wet brengt toorn teweeg NT Rom. 4.15; produceren:. μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται bijen produceren veel honing Hdt. 4.194. verkrijgen, verwerven:; ἀρετή... ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη deugd die door wijsheid is bereikt Hdt. 7.102.1; ptc. subst.:; ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα = degene die de tirannie heeft verworven Plat. Grg. 473d; abs. succes hebben. bedwingen, onderwerpen:; μακέλλῃ τῇ κατείργασται πέδον = met de houweel waarmee het land is bewerkt Aeschl. Ag. 526; κ. τὴν Ἑλλάδα Griekenland onderwerpen Hdt. 8.100.1; verleiden:. οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι = zij kon niet verleid worden Hdt. 9.108.1. afmaken, doden:. ἑωυτόν zich doden Hdt. 1.24.4; κ. λέοντα βίᾳ = de leeuw met geweld doden Soph. Tr. 1094.

Russian (Dvoretsky)

κατεργάζομαι: (aor. κατειργασάμην, pf. κατείργασμαι)
1 творить, совершать, исполнять (πρήγματα μεγάλα Her.; τὰ δυνατά Thuc.; πολλοὺς καὶ καλοὺς ἄθλους Plut.; τὸ κακόν NT): μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε Xen. вы замышляете великие дела и быстро исполняете (их); ἐπὶ κατειργασμένοις ἐλθεῖν Lys. явиться, когда (все) уже сделано (другими); μελέτην διανοίᾳ κ. Plat. упражнять (свой) ум;
2 достигать, добиваться, тж. приобретать, получать (τὴν ἡγεμονίην Her.; τὴν τυραννίδα Plat.; ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Her.): πόλει σωτηρίαν κ. Eur. добиться спасения города; κατεργασμένου τούτου Her. когда это было достигнуто;
3 добиваться успеха, достигать благополучия: αὐτὸς ἕκαστος ἑωυτῷ προεθυμέετο κ. Her. каждый из них стал стремиться к собственному благополучию;
4 побеждать, покорять, завоевывать (νῆσον, τὴν Ἑλλάδα Her.): κατέργαστο τῷ Κύρῳ τὸ ἔθνος Her. народ был покорен Киром;
5 поражать, бить (ποσὶ καὶ στόματι πρός τινα Her.);
6 убивать, умерщвлять (ἑαυτόν Her.; λέοντα βίᾳ Soph.): δράκοντος αἷμα κ. Eur. убить дракона;
7 склонять на свою сторону, привлекать к себе (Ξέρξεα Her.): οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι Her. (жену Масиста) оказалось невозможно уговорить;
8 перерабатывать, обрабатывать (τὴν τροφὴν ὀδοῦσιν Arst.; σίδηρον Dem.; λίθους Diod.; τὴν ὕλην Plut.);
9 производить, приготовлять (μέλι πολλὸν μέλισσαι κατεργάζονται Her.);
10 порождать, вызывать (ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται NT);
11 перекапывать, т. е. разорять, разрушать (τῇ μακέλλῃ πέδον Aesch.).

English (Strong)

from κατά and ἐργάζομαι; to work fully, i.e. accomplish; by implication, to finish, fashion: cause, to (deed), perform, work (out).

English (Thayer)

perfect infinitive κατειργάσθαι (L T Tr WH); 1st aorist middle κατειργασαμην, and κατηργασαμην (T Tr.; (T)); 1st aorist passive κατειργασθην, and κατηργασθην (Tdf.); see ἐργάζομαι, at the beginning; a deponent middle verb; (according to Fritzsche, Romans, i., p. 107 the κατά is either intensive (Latin perficere) or descensive (Latin perpetrare));
a. to perform, accomplish, achieve (R. V. often work): τί διά τίνος (the genitive of person), ἅπαντα κατεργασάμενοι having gone through every struggle of the fight, σημεῖα, passive to perpetrate, to work out (Latin efficere), i. e. to do that from which something results; of man: τήν σωτηραν, make every effort to obtain salvation, bring about, result in, L T Tr WH ἐργάζομαι); R G in 20; τί τίνι, κατεργάζεσθαι τινα εἰς τί, to fashion, i. e. render one fit for a thing: Sophocles and Herodotus down; several times in the Sept..)

Greek Monolingual

(AM κατεργάζομαι)
επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ.
δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (με ενεργ. και παθ. σημ.) φέρω εις πέρας, διεξάγω, διεκπεραιώνω, αποτελειώνω, κατορθώνω (α. «μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε», Ξεν. β. «θυσίαν ἐλέγξων, εἰ κατείργασται», Ευρ.)
2. αποκτώ με εργασία, κερδίζω κάτι με κόπο («σθένεΐ τεω κατεργασάμενοι... τὴν ἡγεμονίαν», Ηρόδ.)
3. (με δοτ. χαριστ.) καταβάλλω εργασία για την πρόοδο κάποιου
4. πάπ. εργάζομαι κάπου («ἐν τοῖς ἐργαστηρίοις κατεργάζεσθαι»)
5. έχω ως έργο, επαγγέλλομαι («τὸν δὴ μαθηματικὸν ἤ τινα ἄλλην... μελέτην κατεργαζόμενον», Πλάτ.)
6. φονεύω, θανατώνω (α. «κατεργάσαι ἐμὸν παῑδα», Ευρ. β. «ὑπεδέκετο ἑωυτὸν κατεργάζεσθαι» — δέχθηκε να θανατωθεί, Ηρόδ.)
7. καταβάλλω, κατανικώ, υποτάσσω («καὶ μετὰ ὑμῶν πειρασόμεθα κατεργάζεσθαι αὐτούς», Θουκ.)
8. (για άλογο) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, κακοποιώ κάποιον
9. πείθω κάποιον να κάνει κάτι, τον καταφέρνω («οὑ γὰρ πειθοῖ κατεργάζονται τοὺς ἐρωμένους, ἀλλ' ἁρπαγῇ», Στράβ.)
10. κάνω κάτι σε κάποιον («κατεργάζομαι καλόν τι τὴν πόλιν», Ανδοκ.)
11. καλλιεργώ («κατεργάζεσθαι τοὺς ἀμπελώνας», πάπ.)
12. προπαρασκευάζω με τη μάσηση την τροφή για την πέψη («ὀδόντας ἔχει... οἷς κατεργάζεται τήν τροφήν», Αριστοτ.)
13. (γενικώς) παρασκευάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω κάτι
14. ομαλίζω, ισοπεδώνωκατεργάζομαι ὄρη», Ιώσ.)
15. αλέθω
16. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κατεργαζόμενον
η πέψη, η χώνευση («τὸ κατεργαζόμενον ἔχειν εὔρωστον», Γαλ.).

Greek Monotonic

κατεργάζομαι: μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ -ειργασάμην, και (με Παθ. σημασία) -ειργάσθην· I. 1. α) παρακ. -είργασμαι, μαζί με Ενεργ. και Παθ. σημασία· αποθ.· κατορθώνω με μόχθο, επιτυγχάνω, περατώνω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ομοίως ο παρακ. κατείργασμαι, σε Ξεν.· αλλά με Παθ. σημασία, έχω επιτευχθεί ή ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Ευρ. β) κερδίζω ή αποκτώ με κόπο, διασφαλίζω, τὴν ἡγεμονίαν, σε Ηρόδ.· σωτηρίαν, σε Ευρ.· με Παθ. σημασία, ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατειργασμένη, σε Ηρόδ. γ) απόλ., είμαι επιτυχημένος, στον ίδ. 2. α) με αιτ. προσ., όπως το Λατ. conficre, αποπερατώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, σκοτώνω, στον ίδ., Σοφ., Ευρ. β) υποτάσσω, υποδουλώνω, κατακτώ, σε Ηρόδ., Αριστοφ., Θουκ.· Παθ. παρακ., έχω καταβληθεί, έχω εξουδετερωθεί, σε Θουκ.· κατείργασται πέδον, υποτάχθηκε, έχει καλλιεργηθεί, σε Αισχύλ. γ) επικρατώ πάνω σε, σε Ηρόδ., Ξεν.· Παθ. αόρ. αʹ, οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι, δεν μπορούσε να επικρατήσει πάνω σε, σε Ηρόδ.
II. εργάζομαι, παρασκευάζω προς χρήση, Λατ. concoquere, κ. μέλι, φτιάχνω μέλι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι: ἀόρ. κατειργασάμην, καὶ (ἐπὶ παθ. σημασ.) κατεργάσθην, ἴδε κατωτ.· πρκμ. κατείργασμαι, ἐπί τε ἐνεργ. καὶ παθ. σημασ., ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Μετὰ κόπου ἐκτελῶ, φέρω τι εἰς τέλος, κατορθώνω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 24· πᾶν Σοφ. Ἠλ. 1023· θαυμαστὰ καὶ πολλὰ κατεργασάμενος Πλάτ. Νόμ. 3. 686 Ε· ἀντὶ μανικῶν ἕξεις ἔμφρονας κ. 7. 791 Α· μόρον… ἐπαλλήλοιν χεροῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 57· ταῦθ’ ἁπινοεῖς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 247· τὰ δυνατὰ Θουκ. 4. 64· μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε Ξεν. Ἱέρ. 2. 2· κ. εἰρήνην τινί Ἀνδοκ. 24. 26· ἢν κατεργάσῃ, ἂν κάμῃς τὴν ἐργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 933, πρβλ. Ἐκκλ. 247·― οὕτω πρκμ. κατείργασμαι, τοὺς μέγιστα ἔργα κατειργασμένους Ξεν. Ἀπομν. 3, 5, 11· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημ., ἐκτελοῦμαι, γίνομαι, κατορθοῦμαι, τάδε οἱ κατείργαστο Ἡρόδ. 1. 123, 140., 4. 66., 8. 100· κατείργασται θυσία Εὐρ. Ι. Τ. 1081, κτλ.· κατειργασμένη ὠφέλεια Ἀντιφῶν 115. 15· ἐλθεῖν ἐπὶ κατειργασμένοις, Λατ. re peracta, Λυσ. 189. 32. β) κερδαίνω διὰ κόπου, ἀποκτῶ, την ἡγεμονίην Ἡρόδ. 3. 65· πόλει σωτηρίαν Εὐρ. Ἡρακλ. 1046· τοῦτο Δημ. 1121. 20· τὴν τυραννίδα κατειργάσθαι Πλάτ. Γοργ. 473D· ἐπὶ παθητ. σημασ., ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Ἡρόδ. 7. 102. γ) ἀπολ., ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, εἶμαι ἐπιτυχής, ὁ αὐτ. 5. 78· τοσούτῳ ταῦτα δυσκατεργαστότερα ἐκείνων ὅσῳ περ πλειόνων περὶ ταῦτα πραγματευομένων ἐλάττους οἱ κατεργαζόμενοι γίνονται Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7. 2) μετ’ αἰτ. προσ. ὡς τὸ Λατ. conficere, «ἀποτελειώνω, φονεύω, ἑαυτὸν κατεργάσασθαι Ἡρόδ. 1. 24· κατέργασαι ἐμὸν παῖδα Εὐρ. Ἱππ. 888, κτλ.· λέοντα βίᾳ Σοφ. Τρ. 1094. β) καταβάλλω, ὑποτάσσω, νικῶ, νῆσον κατεργάσασθαι Ἡρόδ. 6. 2., 8. 100, Ἀριστοφ. Ἱππ. 842· κατεργάζεσθαι καὶ κρατεῖν,― τοὺς μὲν κατεργασάμενοι κἂν κατάσχοιμεν, τῶν δ’ εἰ καὶ κρατήσαιμεν Θουκ. 6. 11., 33, 86· ποσὶ καὶ στόματι κ. τινα, προσβάλλω, ἐπὶ ἵππου, Ἡρόδ. 5. 111·― παθ.πρκμ., ἔχω ἡττηθῆ, μακέλλῃ τῇ κατείργασται πέδον, ὑπεδουλώθη, ὑπετάχθη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 526. γ) κερδίζω πρὸς τὸ μέρος μου, ἀποκτῶ τὴν εὔνοιάν τινος, κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξεα, ὥστε… Ἡρόδ. 7. 6· εἰ βούλοιο κατεργάσασθαί τινι… καλεῖν σε ἐπὶ δεῖπνον καὶ τοὺς καλοὺς κἀγαθοὺς προσφιλῶς χρώμενος μάλιστα’ ἂν κατεργάσαιο Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 11 καὶ 16· κ. τινὰ οὐ πειθοῖ, ἀλλ’ ἀρπαγῇ Στράβ. 483·― Παθ. ἀόρ., οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι ἡ γυνή, δὲν ἠδύναντο νὰ πείσωσιν αὐτήν, Ἡρόδ. 9. 108. δ) μετὰ διπλῆς αἰτ., κάμνω τι εἴς τινα, καλόν τι τὴν πόλιν Ἀνδοκ. 21, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 86. 23. ΙΙ. ἐργαζόμενος παρασκευάζω πρὸς χρῆσιν, Λατ. concoquere, οἷον διὰ τῆς μασήσεως, ὀδόντας ἔχει οἷς κ. τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5, πρβλ. π. Ζ. καὶ Θανάτ. 4, 1, π. Πνεύμ. 4, 1, καὶ ἴδε κατεργασία· κ. τὰ ἐδέσματα Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 714· ἢ δι’ ἀλέσεως (τοῦ σίτου), Λόγγος 3. 30· τὸν κατειργασμένον σῖτον Διον. Ἁλ. 5. 13·― οὕτω, κατ. μέλι, παρασκευάζω…, Ἡρόδ. 4. 194· κ. τὴν κόπρον, ἑτοιμάζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 19· ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2· λίθους Διόδ. 1. 98· ἐλέφαντα, σίδηρον κ. Πλουτ. Περ. 12. ΙΙΙ. ἐργάζομαι, ἀσκῶ, ἄλλην μελέτην κ. Πλάτ. Τίμ. 88C. IV. κ. ὄρη, ἰσοπεδώνω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 4· ἀλλά καὶ ὁ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασ., κατεργαζομένη ἡ γῆ καὶ ἀπόλαυσιν πλείω δίδωσι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 3· κατεργαζομένης ὑπὸ τοῦ συμφύτου θερμοῦ καὶ ἀκριβῶς ἐκπαττομένης Γαλην. τόμ. ΙΑ΄, σ. 649, πρβλ. Κόντον ἐν «’Αθηνᾶς» τόμ. Γ΄, 364.

Middle Liddell

fut. άσομαι aor1 -ειργασάμην pass -εργάσθην [perf. -είργασμαι] [-εργάσθην in passive sense [perf. -είργασμαι both in act. and pass. sense
Dep.
I. to effect by labour, to achieve, accomplish, Hdt., Soph., etc.:—so perf. κατείργασμαι, Xen.; but in pass. sense, to be effected or achieved, Hdt., Eur.
b. to earn or gain by labour, to achieve, acquire, τὴν ἡγεμονίην Hdt.; σωτηρίαν Eur.; in pass. sense, ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Hdt.
c. absol. to be successful, Hdt.
2. c. acc. pers., like Lat. conficere, to make an end of, finish, kill, Hdt., Soph., Eur.
b. to overpower, subdue, conquer Hdt., Ar., Thuc.:—perf. pass. to be overcome, Thuc.; κατείργασται πέδον is subdued, brought under cultivation, Aesch.
c. to prevail upon, Hdt., Xen.: —aor1 pass., οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι could not be prevailed upon, Hdt.
II. to work up for use, Lat. concoquere, κ. μέλι to make honey, Hdt.

Chinese

原文音譯:katerg£zomai 卡特-誒而瓜索買
詞類次數:動詞(24)
原文字根:向下-行為
字義溯源:全部地工作,完成,獲得,致使,終歸,有預期的結果,作成,成就,行,生,作,作出,生出,活出,顯出來,作出來,叫人,惹動,發動,培植,隨從;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἐργάζομαι)=去行)組成;其中 (ἐργάζομαι)出自(ἔργον)=行為),而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。這字原意:去作,去行;但重在有預期的結果。如( 腓2:12)所說:‘作成’你們得救的工夫。參讀 (ἀναπληρόω)同義字參讀 (ἑτοιμάζω)同義字
同源字:1) (ἐργάζομαι)去行 2) (κατεργάζομαι)全部地工作
出現次數:總共(22);羅(11);林前(1);林後(6);弗(1);腓(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 行(3) 羅1:27; 羅2:9; 林前5:3;
2) 作的(2) 羅7:17; 羅7:20;
3) 作成(1) 弗6:13;
4) 生出(1) 林後9:11;
5) 顯出來了(1) 林後12:12;
6) 活出(1) 腓2:12;
7) 我⋯作的(1) 羅7:15;
8) 隨從(1) 彼前4:3;
9) 就生出(1) 雅1:3;
10) 就生出了(1) 林後7:11;
11) 培植(1) 林後5:5;
12) 發動(1) 羅7:8;
13) 生(1) 羅5:3;
14) 惹動(1) 羅4:15;
15) (作出)(1) 羅7:13;
16) 作出來(1) 羅7:18;
17) 成就(1) 林後4:17;
18) 作成了(1) 羅15:18;
19) 卻叫人(1) 林後7:10

Lexicon Thucydideum

conficere, exsequi, to finish, accomplish, 1.17.2, 4.65.4, 7.21.2, [vulgo commonly κατεργάσεσθαι]. 8.53.3,
profligare, devincere, to crush completely, conquer, 4.85.2, 6.11.1, 6.33.1, 6.86.3.