σφραγίζω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Ion. σφρηγίζω,
A close with a seal or enclose with a seal, σφραγίζεις λύεις τ' ὀπίσω.. πεύκην(= δέλτον) E.IA38 (anap.); ταβέλλας PHamb. 29.23 (i A.D.); τὸ σιτάριον BGU249.21 (i A.D.):—Med., τὸν θησαυρόν PAmh.2.41.7 (ii B.C.); μόνη δὲ κλῇθρ' ἐγὼ σφραγίζομαι E.Fr.781.10; -ισάμενος τὸν ναὸν ἐκέλευσε σφραγίσαι τῷ τοῦ βασιλέως δακτυλίῳ LXX Bel.14; [τὸ ταμιεῖον] -ισάμενος εἴσω τὸν δακτύλιον διὰ τῆς ὀπῆς ἐρρίπτει D.L.4.59; δεῖγμα σφραγισάσθω let him seal up with his seal a sample (of the corn), PHib.1.39.15 (iii B.C.):—Pass., ἐν ᾧ [δώματι] κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος A.Eu.828; ἐσφράγισται ἐν τοῖς θησαυροῖς μου LXX De.32.34; οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι [τὸ βιβλίον]· ἐσφράγισται γάρ ib.Is.29.11; θυλάκιον ἐσφραγισμένον PCair.Zen.69.6 (iii B.C.); ἐσφραγίσθη γῇ λευκῇ POxy.929.13 (ii/iii A.D.).
2 authenticate a document with a seal, IG9(1).61.78,95 (Daulis, ii B.C.):—Med., ib. 61.41; ἵνα μὴ κυριεύσας (sc. τῆς σφραγῖδος) κοινὴν ἐπιστολὴν κατὰ πάντων γράψας σφραγίσηται αὐτῇ τῇ σφραγῖδι PHib.1.72.19 (iii B.C.); ἐξαποστεῖλαι εἰς Ῥόδον τοῦδε τοῦ ψηφίσματος ἀντίγραφον, σφραγισαμένους τῇ δημοσίᾳ σφραγῖδι IG12(5).833.14 (Tenos, ii B.C.), cf. 835.31, al., 11(4).1065b28 (Delos(?), ii B.C.); τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον LXX Je.39(32).11; τὴν παρὰ τοῦ βασιλέως διὰ τῆς θυρίδος ἐσφραγισμένην.. UPZ53.5 (ii B.C.).
3 certify an object after examination by attaching a seal (cf. Hdt.2.38), μέτροις.. ἐξητασμένοις καὶ ἐσφραγισμένοις ὑπὸ τοῦ οἰκονόμου PRev.Laws 25.10 (iii B.C.); ἐπεθεώρησα μόσχον ἕνα.. καὶ δοκιμάσας ἐσφράγισα ὡς ἔστιν καθαρός Wilcken Chr.89.5 (ii A.D.); cf. σφραγίς II.1.
4 Med., seal an article to show that it is pledged, ἐγγύην σ. Plu.Pomp. 5, Arr.Epict.2.13.7: abs., make an impression with a seal for any purpose, καθάπερ οἱ σφραγιζόμενοι τοῖς δακτυλίοις Arist.Mem.450a32.
II metaph. senses:
1 close up as if with a seal, in Pass., ἐσφραγισμένην ἀκριβῶς οὐλήν a fully closed cicatrix, Gal.12.215:—Med., οὓς.. ἀφθόγγων στομάτων σφρηγίσσατο δεσμῷ, i.e. made them mute, Nonn. D. 26.261.
2 accredit as an envoy, etc., τινα Ev.Jo. 6.27:—Med., ὁ χρίσας ἡμᾶς θεός, καὶ -ισάμενος ἡμᾶς 2 Ep.Cor.1.22.
3 set a seal of approval upon, confirm, AP9.236 (Loll.); σ. ὅτι.. Ev.Jo.3.33:—freq. in Med., σ. ποιητικαῖς φωναῖς S.E.M.1.271; σ. αὐτοῖς τὸν καρπόν assure them of it, Ep.Rom.15.28.
4 generally, mark, ψάμμος.. νῶτον οὐκ ἐσφράγισεν the sand never marked his back, i.e. he never fell in the sand, APl.3.25 (Phil.); δεινοῖς.. σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, of wounded persons, E.IT1372; σφραγιζομένη γελασίνοις marked with dimples, AP5.34 (Rufin.); καμήλους ἐσφραγισμένας εἰς τὸν δεξιὸν μηρὸν νῦ καὶ ἦτα BGU87.12,26 (ii A.D.).
5 set an end or set a limit to, σφραγίσαι ἁμαρτίας Thd.Da. 9.24 (σπανίσαι LXX):—Med., Ῥώμην ἀνερχομένῳ σφράγισαι ἠελίῳ AP 9.297 (Antip.); πάντα δι' ἀλλήλων ὁ πολὺς σφραγίζεται αἰών, i.e. the death of one creature is the birth of another, Archelaus ap.Antig. Mir.89.
German (Pape)
[Seite 1051] ion. σφρηγίζω, 1) siegeln, besiegeln, versiegeln, ἐν ᾡ κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος, Aesch. Eum. 792; γράμματα, Eur. I. A. 38; δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, I. T. 1372; übh. stempeln, bezeichnen, auch mit Wunden, Ritzen u. dgl. – 2) übertr., begränzen, bestimmen, festsetzen.
French (Bailly abrégé)
1 sceller, marquer d'un sceau, acc. ; en gén. déposer une empreinte;
2 marquer d'une empreinte en gén.
Moy. σφραγίζομαι marquer de son sceau, sceller.
Étymologie: σφραγίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφραγίζω, Ion. σφρηγίζω [σφραγίς] ptc. fut. med. σφραγιούμενος Plut. Pomp. 5.2, act. en med. met een zegel sluiten: verzegelen:; σφραγίζεις λύεις τ’ je verzegelt (de brief) en verbreekt het zegel weer Eur. IA 38; med. met dat..; σφραγισάμενος αὐτοῖς τὸν καρπὸν τοῦτον nadat ik de opbrengst verzegeld aan hen ter hand heb gesteld NT Rom. 15.28; uitbr. opsluiten, veilig opbergen: pass.. ἐν ᾧ κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος (kamer) waarin zijn bliksem is opgesloten Aeschl. Eum. 828. met een zegel goedkeuren: bezegelen, med.:; οὐκ ἐγγύην ἔρχομαι σφραγιούμενος ik kom niet om een borgstelling te bezegelen Plut. Pomp. 5.3; overdr. bevestigen, erkennen: ὁ σφραγισάμενος hij (is) degene die op ons zijn zegel heeft gedrukt; met ὅτι-zin. ἐσφράγισεν ὅτι ὁ θεὸς ἀληθής ἐστιν hij bevestigt (daarmee) dat God betrouwbaar is NT Io. 3.33. van een zegel of merkteken voorzien, m. n. iems. eigendom: bestempelen, markeren; overdr. van verwondingen; δεινοῖς … σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι gemarkeerd met vreselijke markeringen Eur. IT 1372; med. bestempelen (als zijn eigendom); alg. markeren:. δεινοῖς δὲ σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι getekend door vreselijke littekens Eur. IT 1372.
Russian (Dvoretsky)
σφρᾱγίζω: тж. med. (fut. σφραγίσω - атт. σφραγιῶ)
1 прилагать печать, снабжать печатью, запечатывать (γράμματα Eur.; med. ἐγγύην Plut.): σφραγίζεσθαι τοῖς δακτυλίοις Arst. запечатывать печатью на перстне; ἐσφραγισμένος Aesch. запечатанный, хранящийся под печатями;
2 скреплять, утверждать (τι Anth.): σφραγίζεσθαί τινι τὸ λεγόμενον Sext. подкреплять чем-л. сказанное;
3 обозначать, метить: σημάντροισιν ἐσφραγισμένος Eur. покрытый ушибами; σφραγιζόμενος γελασίνοις Anth. покрытый ямочками (словно) от улыбок;
4 отмечать печатью (τοῦτον γὰρ ὁ θεὸς ἐσφράγισεν NT).
Spanish
English (Strong)
from σφραγίς; to stamp (with a signet or private mark) for security or preservation (literally or figuratively); by implication, to keep secret, to attest: (set a, set to) seal up, stop.
English (Thayer)
(st); 1st aorist ἐσφραγισα; 1st aorist middle participle σφραγισάμενος; passive, perfect participle ἐσφραγισμενος; 1st aorist ἐσφραγίσθην; (in st gives the form σφραγίσεται de coniectura vel errore (Tdf.; see his note at the passage)); (σφραγίς, which see); the Sept. for חָתַם; to set a seal upon, mark with a seal, to seal;
a. for security: τί, τήν ἄβυσσον, to close it, lest Satan after being cast into it should come out; hence, the addition ἐπάνω αὐτοῦ, over him i. e. Satan, ἐν ᾧ —i. e. δώματι —κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμενος, Aeschylus Eum. 828; middle σφραγίζομαι τήν θύραν, Bel and the Dragon, Theod.).
b. Since things sealed up are concealed (as, the contents of a letter), (σφραγίζω means, tropically, to hide (keep in silence, keep secret: τί, τάς ἁμαρτίας, Theod.; τάς ἀνομίας, τούς λόγους σιγή, Stobaeus, flor. 34,9, p. 215; θαυματα πολλά σοφή σφρηγισσατο σιγή, Norm. paraphr. evang. Ioan. 21,140).
c. in order to mark a person or thing; hence, to set a mark upon by the impress of a seal, to stamp: angels are said σφραγίζειν τινας ἐπί τῶν μετώπων, i. e. with the seal of God (see σφραγίς, c.) to stamp his servants on their foreheads as destined for eternal salvation, and by this means to confirm their hopes, B. D., under the words, Cuttings and Forehead); hence, οἱ εσφραγισμένοι, fourteen times in G L T Tr WH (δεινοισι σημαντροισιν εσφραγισμένοι, Euripides, Iph. Taur. 1372); metaphorically: τινα τῷ πνεύματι and ἐν τῷ πνεύματι, respecting God, who by the gift of the Holy Spirit indicates who are his, passive, τινα, to confirm, authenticate, place beyond doubt (a written document τῷ δακτυλίῳ, ὅτι, τινα, to prove by one's testimony to a person that he is what he professes to be, σφραγισάμενος αὐτοῖς τόν καρπόν τοῦτον, when I shall have confirmed (sealed) to them this fruit (of love), meaning apparently, when I shall have given authoritative assurance that this money was collected for their use, κατασφραγίζω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α σφραγίς, -ίδος]
1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ)
2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α. «του σφράγισαν το μαγαζί γιατί δεν είχε πληρώσει τα γραμμάτια» β. «ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον», ΚΔ)
νεοελλ.
1. συνεκδ. κλείνω κάτι καλά, κλείνω ερμητικά («σφράγισε το μπουκάλι για να μην εξατμιστεί το άρωμα»)
2. φρ. «σφραγίζω τα δόντια»
(για οδοντίατρο) φράζω την οπή τερηδονισμού ενός δοντιού με ειδικό αμάλγαμα προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω φθορά του
μσν.
1. (σχετικά με χειροτονία ή εκλογή) επικυρώνω, επισημοποιώ
2. (σχετικά με ιερατικό αξίωμα) εκλέγω ή αναγορεύω με χειροτονία
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του βαπτίσματος ή και κατά την προσφορά τιμίων δώρων) κάνω το σημείο του σταυρού
2. μτφ. φράζω, βουλλώνω κάτι (α. «οὓς... ἀφθόγγων στομάτων σφρηγίσατο δεσμῷ» — τους κατέστησαν άναυδους, Νόνν.
β. «ἐσφραγισμένην ἀκριβῶς οὐλήν», Γαλ.)
αρχ.
1. επιβεβαιώνω τη γνησιότητα ή την ακρίβεια ενός αντικειμένου με την επίθεση σφραγίδας πάνω σε αυτό μετά από σχετική εξέταση («ἐπεθεώρησα μόσχον ἕνα... καὶ δοκιμάσας ἐσφράγισα ὡς ἔστιν καθαρός», πάπ.)
2. φυλακίζω κάποιον
3. ολοκληρώνω
4. μτφ. α) ορίζω κάποιον ως απεσταλμένο μου («ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει
τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός», ΚΔ)
β) εγκρίνω
γ) θέτω όριο ή τέρμα σε κάτι («σφραγίσαι ἁμαρτίαις», Θεοδοτ.)
δ) σημειώνω κάτι σφραγίζοντάς το («καμήλους ἐσφραγισμένας εἰς τὸν δεξιὸν μηρὸν νῡ καὶ ἦτα», πάπ.)
5. μέσ. σφραγίζομαι
α) (γενικά) βάζω σφραγίδα
β) (ειδικά) επιθέτω σφραγίδα πάνω σε αντικείμενο ως ένδειξη ενεχυριασμού του.
Greek Monotonic
σφρᾱγίζω: Ιων. σφρηγίζω, μέλ. -ίσω, Αττ. -ιῶ,
I. θέτω σφραγίδα, σφραγίζω, σε Ευρ. — Μέσ., σφραγίζω για λογαριασμό μου, αναθέτω σε κάποιον να επιθέσει σφραγίδα για λογαριασμό μου, σε Πλούτ. — Παθ., μτχ. παρακ., ἐσφραγισμένος, αυτός που έχει σφραγιστεί, που κρατείται σφραγισμένος, σε Αισχύλ.
II. θέτω σημείο ή σημάδι σαν να έθετα σφραγίδα, σημαδεύω, σε Ανθ.· δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, λέγεται για τραυματίες, σε Ευρ.
II. μεταφ.,
1. επισφραγίζω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, σε Καινή Διαθήκη, Ανθ. — Μέσ., βεβαιώνω, παρέχω διαβεβαίωση για κάτι, με αιτ. πράγμ., σε Καινή Διαθήκη· περιορίζω, οριοθετώ, σε Ανθ.
2. επιθέτω τη σφραγίδα μου σε κάποιον, πιστοποιώ κάποιον ως πιστό υπηρέτη ή ως απεσταλμένο μου, τινά, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγίζω: Ἰων. σφρηγίζω· μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ. Ὡς καὶ νῦν, σφραγίζω, ἐπιθέτω σφραγῖδα, σημεῖον, γράμματα Εὐρ. Ι. Α. 38· ἐπὶ ἐγγράφων, ἐσφράγισα, ἐσφράγικα (ἢ ἐσφράγισμαι) Συλλ. Ἐπιγρ. 1732. - Μέσ., σφραγίζω δι’ ἐμαυτὸν ἢ σφραγίζω δι’ ἄλλου, σφρ. τοῖς δακτυλίοις Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2265. 26., 2332, κ. ἀλλ., Πλουτ. Πομπ. 5. - Παθ., ἐν ᾧ [δώματι] κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος, τηρεῖται ἐσφραγισμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 828. ΙΙ. βάλλω σημεῖον ὡς διὰ σφραγῖδος, Ἀνθολ. Πλαν. 25· δεινοῖς... σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, ἐπὶ τετρωμένων, Εὐρ. 1. Τ. 1372· σφραγιζόμεναι γελασίνοις, σεσημειωμέναι μὲ κοιλότητας μικράς, Ἀνθ. Π. 5. 35. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπικυρῶ, βεβαιῶ, ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, αὐτόθι 9. 236, Νόνν., κλπ.· ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ θεὸς ἀληθής ἐστιν Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 33· - συχν. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 271· σφρ. τὸν καρπόν τινι, βεβαιῶ τινα περὶ τοῦ καρποῦ, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιε΄, 28· - περιορίζω, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ρώμην ἀνερχομένῳ ἠελίῳ Ἀνθολ. Π. 9. 297, πρβλ. Ἀντίγ. Καρ. 96· - σφρ. τινὰ δεσμῷ ἀφθόγγων στομάτων, καθιστῶ ἄλογον, ἄναυδον, Νόνν. Δ. 26. 261, πρβλ. αὐτόθι 11. 139· σφρ. ἁμαρτίας, λογίζομαί τι ὡς παρελθόν, τελειώνω τι, Θεοδοτ. ἐν Δαν. Θ΄, 24 (σπανίσαι Ἑβδ.). 2) ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου εἴς τινα, ἐπιβεβαιῶ αὐτὸν ὡς ἀπεσταλμένον μου, τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν Εὐαγγ. κ. Ἰω. ϛʹ, 27· - ὅθεν παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐπὶ χειροτονίας, σφραγισθῆναι ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43, 15. 3) σφραγίζω διὰ τοῦ σημείου σταυροῦ, μάλιστα ἐπὶ τοῦ βαπτίσματος, Ἐκκλ.· πιθανῶς ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πρὸς Κορ. Β΄ Ἐπιστ. α΄ 22, πρ. Ἐφεσ. α΄ 13, δ΄ 30, Ἀποκάλ.· - ἴδε Δουκάγγ.
Middle Liddell
σφρᾱγίζω,
I. to seal, Eur.:—Mid. to seal for oneself, have sealed, Plut.: —Pass., perf. part. ἐσφραγισμένος sealed up, kept under seal, Aesch.
II. to mark as with a seal, to mark, Anth.; δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, of wounded persons, Eur.
III. metaph. to set a seal on, confirm, stamp with approval, NTest., Anth.: Mid. to assure of a thing, c. acc. rei, NTest.: to limit, Anth.
2. to seal or accredit as a faithful servant, as a believer, τινά NTest. [from σφρᾱγίς]
Chinese
原文音譯:sfrag⋯zw 士弗拉居索
詞類次數:動詞(26)
原文字根:印 相當於: (חָתַם)
字義溯源:蓋印嚴封,封,封上,封送,蓋印,蓋印封,蓋上印,受印,受印記,證實,承認,證明,印證,阻擋,擋;源自(σφραγίς)*=印記)
出現次數:總共(26);太(1);約(2);羅(1);林後(2);弗(2);啓(18)
譯字彙編:
1) 受了印(12) 啓7:5; 啓7:5; 啓7:5; 啓7:6; 啓7:6; 啓7:6; 啓7:7; 啓7:7; 啓7:7; 啓7:8; 啓7:8; 啓7:8;
2) 蓋印封(1) 啓20:3;
3) 你要封上(1) 啓10:4;
4) 受了⋯印記(1) 弗1:13;
5) 你們原是⋯受了印記(1) 弗4:30;
6) 你⋯封了(1) 啓22:10;
7) 我們⋯蓋了印(1) 啓7:3;
8) 受印的(1) 啓7:4;
9) 所印證的(1) 約6:27;
10) 就蓋上印(1) 約3:33;
11) 封送(1) 羅15:28;
12) (蓋)印了(1) 林後1:22;
13) 受印者(1) 啓7:4;
14) 擋(1) 林後11:10;
15) 封了(1) 太27:66
Léxico de magia
sellar σφράγιζε τὸ στόμα τοῦ σκύφου ἀπὸ ῥύπου θυρῶν Ὀσίρεως sella la boca del cráneo con suciedad de las puertas de Osiris P IV 2128 ποιήσας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλοσιδήρῳ haz unas pastas y séllalas con un anillo enteramente de hierro P IV 2691 καὶ πιττακίσας αὐτὸ (τὸ κωθώνιον) σφράγισον αὐτὸ ἰδίῳ δακτυλίῳ y atando al tazón la tablilla séllala con un anillo particular P IV 2953