χαρίζομαι
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
German (Pape)
[Seite 1337] fut. -ίσομαι, att. -ιοῦμαι, auch Her. 1, 90, – 1) Einem etwas Angenehmes, Erfreuliches erweisen, Einem Gunst u. Wohlwollen beweisen, sich ihm gefällig beweisen, Einem zu Willen sein, ihm willfahren, τινί; ἄνδρεσσι χαρίζεαι ὑβριστῇσιν Il. 13, 633; μή τέ τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, erweise dich mir nicht durch Lügen willfährig, mache dich mir nicht durch Lügen angenehm, rede mir nicht zu Gefallen die Unwahrheit, Od. 14, 387; οὔ νύ τ' Ὀδυσσεὺς χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων 1, 61, d. i. opferte er nicht reichliche Opfer nach deinem Wunsche, so daß du eine Freude daran hattest? Vgl. Xen. Mem. 4, 3,16, wo es nachher durch ἀρέσκεσθαι erklärt wird; νῦν οἱ τάδ' ἔδωκε χαριζόμενος φιλότητι Αἴολος Od. 10, 43; Hes. Th. 580; Her. oft; ἔρωτι Pind. frg. 236; auch absolut, ἐμβλέπ ουσα χαρίζοιο ἂν καὶ ὅ τι ἂν λέγουσα εὐφραίνοις Xen. Mem. 3, 11, 10; ἐμοί τε χαρίζου ἀποκρινόμενος Plat. Rep. I, 338 a; Ἔρωτι Conv. 188 c; τοῖς ἐρωμένοις Phaedr. 231 c; Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα, dem Kallias zu Gefallen, Prot. 362; χαριεῖσθον ἐμοὶ καὶ τούτοις πᾶσι Euthyd. 275 a; οὐ χαριεῖσθε τούτοις Thuc. 3, 40; δέομαι μὲν χαρίσασθαι, δέομαι δ' ἀντία φάσθαι Aesch. Pers. 686; θυμῷ ματαίῳ μὴ χαρίζεσθαι κενά Soph. El. 323; δειλίᾳ γλώσσῃ χαρίζῃ Eur. Or. 1514; u. so bei den Attikern oft = sich einer Neigung, Leidenschaft hingeben, θυμῷ, ὀργῇ, sich dem Zorn hingeben, überlassen, ἡδοναῖς, Plat. Legg. V, 727 c; γαστρί, σώματος ἡδονῇ, sich dem Bauche, der Völlerei, der Sinnenlust hingeben, Xen. Cyr. 4, 2,39. 3, 2; τῇ ἐπιθυμίᾳ Plat. Rep. VIII, 561 c; θυμῷ Pol. 16, 1,2; χαρίζεσθαι ἀνδρί, vom Weibe gesagt, einem Manne zu Willen sein, sich seiner Liebe hingeben, Ar. Equ. 515, vgl. Eccl. 629. – 2) c. acc. der Sache, willig darbringen, gern und freudig geben, schenken; δῶρα Od. 24, 283; ἄποινα Il. 6, 49. 10, 380. 11, 134; τινί τι, Ar. Equ. 54 Ach. 412 Th. 756 u. öfter. – Eben so mit dem gen., willig, gern von einer Sache geben, mitteilen; ἀλλοτρίων, von fremdem Gute verschenken, von Anderer Vermögen freigebig sein, Od. 17, 452; mehrmals in der Od. ταμίη χαριζομένη παρεόντων, die gern von den vorhandenen Vorräthen mittheilt, hergiebt, 1, 140 u. sonst, über προικὸς χαρίζεσθαι Od. 1, 3, 15 s. προίξ; – τινί, freigebig gegen Einen sein, Xen. Cyr. 2, 4,9. 8, 6,23; τί τινι, Pol. 16, 24, 9 u. a. Sp. – 3) pass., bes. im perf., angenehm, wohlgefällig sein, lieb und wert, erwünscht sein; οὐ γάρ πω πάντεσσι χαριζόμενος τάδ' ἀείδει Od. 8, 538, d. i. es ist nicht Allen angenehm, daß er dies singt; so bes. κεχαρισμένος; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ Hom.; vgl. Hes. Th. 685; δῶρα θεοῖς κεχαρισμένα, den Göttern angenehme, willkommene Gaben, Il. 20, 298, vgl. Od. 16, 148. 19, 397; κεχαρισμένα θεῖναί τινι, Einem Angenehmes erzeigen, Il. 24, 661; eben so mit εἰδέ ναι, Od. 8, 584; κεχαρισμένος ἔλθοι, erwünscht, willkommen, 2, 54; κεχάριστο θυμῷ, sie war ihrem Herzen lieb, 6, 23; τοῖσι Εὐβοέεσσι ἐκεχάριστο, es war den Euböern zu Gefallen geschehen, Her. 8, 5; οὐ βρομίῳ κεχαρισμένα θύρσῳ Eur. Herc. fur. 890; εἴ τι κεχαρισμένον χοιρίδιον οἶσθα παρ' ἐμοῦ γε κατεδηδοκώς Ar. Pax 383; u. in Prosa: ταῦτα οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω Plat. Phaedr. 250 c; πᾶσι κεχαρισμένος ἔσει Soph. 218 a; ἐάν τι αὐτοῖς ἡδὺ μὲν ᾖ καὶ κεχαρισμένον Gorg. 502 b; ἐὰν κεχαρισμένα τις ἐπίστηται τοῖς θεοῖς λέγειν τε καὶ πράττειν Euthyphr. 14 b; λόγον εἰπεῖν κεχαρισμένον Dem. 14, 1; Folgde, wie Pol. 22, 2,6.
French (Bailly abrégé)
f. att. χαριοῦμαι, postér. χαρίσομαι et χαρισθήσομαι, ao. ἐχαρισάμην, postér. ἐχαρίσθην, pf. κεχάρισμαι;
I. être agréable :
1 faire plaisir à τινι, être agréable à qqn ; τινί τι, faire plaisir à qqn en qch, lui accorder la faveur de qch ; δῶρα OD accorder la faveur de présents ; ἄποινα IL payer une rançon ; rar. et poét. avec un gén. de ch. : χαρίζεσθαι ἀλλοτρίων OD litt. « accorder la faveur du bien d'autrui », càd être généreux aux dépens d'autrui ; ταμίη χαριζομένη παρεόντων OD intendante qui donne libéralement de ses provisions ; avec un dat. de pers. et un acc. de pers. : χ. τινά τινι, être agréable à qqn en lui prêtant l'assistance de qqn ; χ. τὸν Ὀκταούιον μητρί PLUT faire tuer Octave pour complaire à sa mère;
2 complaire à, avoir des complaisances pour : γαστρί XÉN complaire à son ventre, càd se laisser aller à la gourmandise ; τῷ σώματι XÉN complaire à son corps, càd s'abandonner à la mollesse ; τῇ ἡδονῇ XÉN s'abandonner au plaisir ; θυμῷ XÉN s'abandonner à la colère;
3 chercher à plaire, avoir le désir d'être agréable : μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο OD et ne cherche pas à m'être agréable par des mensonges ; κενὰς χαρίζῃ χάριτας τούτοισιν ἐμὲ συκοφαντῶν DÉM tu cherches vainement à leur plaire en me calomniant;
II. Pass. être agréable ou cher à, τινι ; particul. au pf. • κεχάρισμαι, être agréable, être cher : κεχάριστο θυμῷ OD elle était chère à son cœur ; τοῖσι Εὐβοεῦσσι ἐκεχάριστο HDT cela avait été agréable aux Eubéens ; part. • κεχαρισμένος, η, ον, agréable ; κεχαρισμένος ἦλθεν OD il fut le bienvenu ; κεχαρισμένα θεῖναί τινι IL ou δρᾶν LUC faire des choses agréables à qqn ; κεχαρισμένα εἰδέναι OD avoir pour qqn des sentiments de bienveillance ; au pf. • κεχάρισμαι, avoir reçu un service, une faveur, un bienfait : πεισθέντες ὡς κεχαρισμένοι φιλοῦσι XÉN ceux qu'on a persuadés vous aiment comme s'ils avaient reçu une faveur;
Cp. κεχαρισμενώτερος.
Étymologie: χάρις.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρίζομαι:
1 быть приятным, делать приятное, угождать Hes., Aesch., Arph.: Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα Plat. я задержался здесь из любезности к Каллию; χ. χάριτάς τινι Dem. всячески угождать кому-л.; ἐμοί τε χαρίζου ἀποκρινόμενος Plat. сделай мне одолжение, ответь; λόγῳ θωπεῦσαι καὶ ἔργῳ χ. Plat. польстить словом и угодить делом; δειλίᾳ γλώσσῃ χ. Eur. льстить из страха;
2 pass. быть приятным, нравиться (πάντεσσι Hom.): ἥ οἱ κεχάριστο θυμῷ Hom. которая была дорога ее сердцу; τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο Her. это пришлось по душе эвбейцам; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ! Hom. о, желанный мой!; ὅς οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι Hom. тот, кто был бы ему по сердцу; κεχαρισμένα ποιεῖν τινι Lys. делать угодное кому-л.;
3 отдаваться, предаваться (ἐρασταῖς Plat.): χ. θυμῷ Soph., Xen. или ὀργῇ Eur. давать волю своему гневу; χ. τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ Plut. подчиняться случайной страсти;
4 уступать, соглашаться, разрешать: χ. τῷ ἵππῳ Xen. давать повод коню; βούλει σοι χαρίσωμαι; Plat. ты хочешь, чтобы я тебе уступил?; χ. τινι (τὸ) ποιεῖν τι Plat., Plut., Luc. разрешать кому-л. делать что-л.;
5 охотно давать, предоставлять, преподносить (τί τινι Hom., Her., Arph., Xen., Luc.): χ. παρεόντων Hom. щедро давать из наличных запасов; χ. τινά τινι Xen. назначать кого-л. в угоду кому-л., но Plut. освобождать или щадить кого-л. из уважения к кому-л.;
6 отпускать, прощать (ἀδικίαν τινί NT).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρίζομαι: μέλλ. -ίσομαι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 1, Καιν. Διαθ., κλπ.· Ἀττ. -ιοῦμαι Θουκ. 3. 40., 8. 65, κλπ.· χαριεῖ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 1. 90· -ἀόρ. ἐχαρισάμην αὐτόθι 91, Ἀττ.· εὐκτ. χαρίσαιτο Ἰλ. Ζ. 49., κ. ἀλλ. - Παθ. τύποι μέλλ. χαρισθήσομαι, ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἐπιστ. πρὸς Φιλήμ. 22· ἀόρ. ἐχαρίσθην, ἐπὶ παθ. σημασίας, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄ 12· - πρκμ. κεχάρισμαι ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, κεχάρισαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1045, -ισται ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 54, προστ. -ίσθω Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 250C· ἀπαρ. -ίσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 10· ὡσαύτως ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ· (χάρις). Ὡς καὶ νῦν, λέγω ἢ πράττω τι εὐάρεστον εἴς τινα, κάμνω χάριν εἴς τινα, ὑποχρεώνω, δεικνύω εὔνοιαν, κάμνω τινὸς τὸ θέλημα, Λατ. gratificari, μετὰ δοτ. προσ., τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., χαριζομένη πόσεϊ ᾧ Ἰλ. Ε. 71, πρβλ. Λ. 22, Ο. 449, Ὀδ. Ν. 265· ἅπαξ παρ’ Ἡσ., ποίησε, χαριζόμενος Διὶ Θεογ. 580· πᾶσιν χαριζοίμην ἂν Ἡρόδ. 9. 130, κλπ· καὶ παρ’ Ἀττ., Θουκ. 3. 10, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 16· Καλλίᾳ χαριζόμενος Πλάτ. Πρωτ. 362Α, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368· - ἀπολ., φέρομαι εὐαρέστως πρός τινα, ζητῶ καὶ ἐπιδιώκω τὴν εὔνοιάν τινος, συναινῶ, συγκατανεύω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀντία φάσθαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 700 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Αἰσχύλῳ)· οἱ ὑπὲρ τὸν καιρὸν χαριζόμενοι Ἀνδοκ. 30. 1· μετὰ συστοίχ. αἰτ., χ. χάριτας Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 1. πρβλ. Ἰσοκρ. 8Ε, Δημ. 306, ἐν τέλει· - ὁ τρόπος ἐκφέρεται διὰ προσδιορισμοῦ κατὰ μετοχήν, χαρίζετο ... ἱερὰ ῥέζων Ὀδ. Α. 61, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 90, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1045, Πλάτ. Πολ. 338Α, 426C, κλπ.· - ἢ συνηθέστερον διὰ δοτ. τρόπου, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζετο, μὴ ζήτει εὔνοιαν ἢ χάριν διὰ ψευδολογιῶν, Ὀδ. Ξ. 387· οὕτω, χαρίζεσθαι φιλότητι Κ. 43, κλπ.· τῷ αὐτῷ, διὰ τοῦ αὐτοῦ τεχνάσματος, Θουκ. 3. 42· λόγῳ θωπεῦσαι καὶ ἔργῳ χ. Πλάτ. Θεαίτ. 173· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τὰ βέλτιστα λέγειν, Δημ. 110. 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 66Α. 2) παρ’ Ἀττ. χαρίζομαι, ἐνδίδω εἰς ἐπιθυμίαν ἢ πάθος, ὡς τὸ Λατ. indulgere, θυμῷ χαρίζεσθαι κενὰ Σοφ. Ἠλ. 331 (τὸ ῥῆμα χαρίζομαι οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ.), πρβλ. Ἀντιφῶντα 127. 22, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 25· ὀργῇ Εὐρ. Ἀποσπ. 31· τῇ γλώσσῃ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1514· τῇ ἐπιθυμίᾳ Πλάτ. Πολ. 561C· τῷ σώματι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 23· τῇ γαστρὶ αὐτόθι 2. 1, 2, Κύρ. Παιδ. 4. 2, 39· τῇ ἡδονῇ αὐτόθι 4, 3, 2. 3) ἐπὶ γυναικός, χ. ἀνδρί, Λατ. copiam sui facere, morigerari (πρβλ. χάρις ΙΙΙ. 2), ἐρᾶν καὶ ἐρῶσι χαρίζεσθαι Πινδ. Ἀποσπ. 236· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 517, Ἐκκλ. 629, Πλάτ. Συμπ. 182Α, ἐν Φαίδρῳ 231C, 256Α, Ξεν., κλπ.· ἐντεῦθεν περὶ τῆς Κωμῳδίας λέγεται: ὀλίγοις χαρίσασθαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 517· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., χ. θήλειαν ἀπόλαυσιν Λουκ. Ἔρωτ. 27. 4) ὑποχωρῶ εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τινὸς ἐν τῇ συζητήσει, τῷ παρέχω πᾶσαν εὐκολίαν, Πλάτ. Μένων 75Β· οὕτω, χ. τῷ ἵππῳ Ξεν. Ἱππ. 10, 12. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., προσφέρω προθύμως, δίδω μετὰ χαρᾶς, δωροῦμαι, «χαρίζω», δῶρα Ὀδ. Ω. 283· ἄποινα Ἰλ. Ζ. 49, Κ. 380· χαρίζεσθαί τινί τι Ἀρχίλ. 6, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστοφ. Ἀχ. 437, Ἱππ. 54, Ξεν., κλπ.· - ὅταν ὡς ἀντικείμενον ὑπάρχῃ ἀπαρέμφατον, συνήθως λαμβάνει τὸ ἄρθρον, χ. τὸ ποθεῖν Πλούτ. 2. 609Α· τὸ ζῆν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 33)· τὸ βλέπειν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 21· ἀλλ’ ἐνίοτε ἄνευ τοῦ ἄρθρου, χάρισαι [αὐτοῖς] μένειν, ἐπίτρεψον εἰς αὐτοὺς νὰ ..., Λουκ. Ἐρωτ. 19, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 237· οὕτως, ἆρ’ ἄν τί μοι χαρίσαιο τοιόνδε, - μή μου καταγελᾶν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 364C. 2) μετὰ γεν. διαιρ., παρέχω ἐλευθέρως ἔκ τινος πράγματος, δωροῦμαι, «χαρίζω» ἐξ αὐτοῦ, χ. ἀλλοτρίων Ὀδ. Ρ. 452· ταμίη ... χαριζομένη παρεόντων, παρέχουσα ἐλευθέρως ἐκ τῶν ὑπαρχόντων πραγμάτων, Α. 140, κλπ.· παντοίων ἀγαθῶν γαστρὶ χαριζόμενοι Θέογν. 1000· γλώσσης μαψιδίοιο χ. παρεοῦσι Θεόκρ. 25. 188· - περὶ τῆς φράσεως προικὸς χαρίζεσθαι, Ὀδ. Ν. 15, ἴδε προΐξ Ι. 1. 3) μετ’ αἰτ. προσώπου, παραδίδω, ἀπολύω τινὰ εἰς ἔνδειξιν εὐνοίας, δηλ. οὐχὶ μετὰ νόμιμον διαδικασίαν, τῇ μητρὶ χ. Ὀκτάβιον Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 11, 16. 4) συγχωρῶ, Λατ. condonare, τὴν ἀδικίαν τινὶ Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. ιβ΄, 13, πρβλ. πρὸς Κολ. β΄, 13· καὶ ἀπολ., Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 7, κλπ. ΙΙΙ. Παθ., εἶμαι εὐάρεστος εἴς τινα, ἀρέσκω, εἶμαι ἀγαπητός, οὔ πω πάντεσσι χαριζόμενος Ὀδ. 8. 538· μάλιστα ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ., κεχάριστο θυμῷ, ἦτο ἀγαπητὸς εἰς αὐτήν, ἠγάπα αὐτὴν ἐγκαρδίως, Ζ. 23· τοῖσι Εὐβοέεσσι ἐκεχάριστο, εἶχε γείνῃ πρὸς εὐαρέστησιν τῶν Εὐβοέων, Ἡρόδ. 8. 5· ταῦτα μὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω Πλάτ. Φαῖδρ. 250C. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οὕτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ. κεχαρισμένος, -η, -ον, ὡς ἐπίθ., εὐάρεστος, εὐπρόσδεκτος, ἀγαπητός, Λατ. gratus, acceptus, ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ Ἰλ. Ε. 243, 826, κλπ., πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 580 δῶρα θεοῖς κεχαρισμένα Ἰλ. Υ. 298, πρβλ. Π. 184, Τ. 397· κεχαρισμένα θεῖναί τινι, πράγματα εὐαρεστοῦντά τινα, Ἰλ. Ω. 661 (οὕτω, κεχ. τινὶ πράσσειν Λυσί. 106. 11)· ἀνὴρ κεχαρισμένα εἰδὼς Ὀδ. Θ. 584· κεχαρισμένος ἦλθεν, εὐπρόσδεκτος, Β. 54, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 87., 3. 119, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 10, Πλάτ., κλπ.· κεχαρισμένα θύρσῳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 889· κεχαρ. χοιρίδιον Ἀριστοφ. Εἰρ. 386· πᾶσι κεχαρισμένος Πλάτ. Σοφ. 218Α· κεχαρισμένα τοῖς θεοῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 14Β. ἐν Φαίδρῳ 273Ε· λόγος κεχ. Δημ. 178. 3· σιτίον ἢ ποτὸν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· ἐν τοῖς μὴ κεχαρισμένοις ... πρὸς τὴν αἴσθησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 4. - Ἐπίρρ., κεχαρισμένως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 248, Πλάτ. Φαῖδρος 273Ε, κλπ. 3) Παρὰ μεταγεν. εὑρίσκομεν συγκρ. κεχαρισμενώτερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 7· ὑπερθ. -ώτατος, Ἀλκίφρων 3. 65. - Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ Τραγ., ἀλλὰ συχνὴ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 442.
English (Autenrieth)
(χάρις), aor. opt. χαρίσαιτο, inf. -ασθαι, pass. perf. part. κεχαρισμένος, plup. κεχάριστο: show favor, gratify, τινί, very often the part., Il. 4.71, Od. 10.43 ; τινὶ ψευδέσι, ‘court favor by lies,’ Od. 14.387; w. acc., ‘bestow graciously’ or ‘abundantly,’ Il. 11.134; also with partitive gen., esp. παρεόντων, ‘giving freely of her store,’ Od. 1.140; perf. and plup. as pass., be dear or pleasing; κεχαρισμένος ἦλθεν, was welcome, Od. 2.54 ; κεχαρισμένα θεῖναι, like χαρίσασθαι, Il. 24.661.
English (Slater)
χᾰρίζομαι indulge c. dat. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2.
English (Strong)
middle voice from χάρις; to grant as a favor, i.e. gratuitously, in kindness, pardon or rescue: deliver, (frankly) forgive, (freely) give, grant.
English (Thayer)
deponent middle; future χαρίσομαι (Lucian,
d. Mark 9,1, for which Greek writers commonly use the Attic χαιουσμαι (cf. WH s Appendix, p. 163 f; Buttmann, 37 (32); Winer's Grammar, § 15, under the word)); perfect κεχάρισμαι; 1st aorist ἐχαρισάμην; 1st aorist passive, ἐχαρίσθην (Buttmann, 52 (46))); future passive, χαρισθήσομαι with a passive significance (χάρις); often in Greek writings from Homer down; to do something pleasant or agreeable (to one), to do a favor to, gratify;
a. universally, to show oneself gracious, kind, benevolent: τίνι, τήν κληρονομίαν and) refer this to c. below).
b. to grant forgiveness, to pardon: Winer's Grammar, § 39,1b. and 3 N. 3); τίνι τήν ἀδικίαν, τά παραπτώματα, to give graciously, give freely, bestow: τίνι τί, to forgive (cf.
b. above), τίνι τινα, graciously to restore one to another who desires his safety (e. g. a captive (R. V. grant)), passive, to preserve for one a person in peril, τινα τίνι, to give up to another one whom he may punish or put to death, R. V. marginal reading)); with the addition of εἰς ἀπώλειαν, Acts 25:16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χάρις
1. κάνω χάρη σε κάποιον, τον ευνοώ (α. «μην του χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.)
2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ' ἀντία φάσθαι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. «περνάει ζωή χαρισάμενη» — ζει άνετα και χαρούμενα
μσν.-αρχ.
1. προσφέρω, δωρίζω («δῶρον ἐχαρίζετο», πάπ.)
2. απαλλάσσω κάποιον από ποινή ή οφειλή, δίνω σε κάποιον χάρη («οὐκ ἔστιν ἔθος Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν», ΚΔ)
αρχ.
1. ενδίδω σε επιθυμία ή σε πάθος («ἴσως δὲ καὶ ποιοῦσιν αὐτὰ τῇ ἡδονῇ χαριζόμενοι», Ξεν.)
2. (για γυναίκα) ενδίδω στον έρωτα ενός άνδρα («ὥστε τινὰς τολμᾶν λέγειν ὡς αἰσχρὸν χαρίζεσθαι ἐρασταῖς», Πλάτ.)
3. υποχωρώ στις απαιτήσεις κάποιου
4. συγχωρώ («χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην», ΚΔ)
5. παθ. είμαι αγαπητός σε κάποιον
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κεχαρισμένος, -η, -ον
προσφιλής, αγαπητός («δῶρα θεοῖς κεχαρισμένα», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
χᾰρίζομαι: μέλ. -ίσομαι, Αττ. -ιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐχαρισάμην — Παθ., μέλ. χαρισθήσομαι και αόρ. αʹ ἐχαρίσθην, με Παθ. σημασία, παρακ. κεχάρισμαι, με Ενεργ. και Παθ. σημασία (χάρις)·
I. 1. λέω ή κάνω κάτι ευχάριστο σε κάποιον, υποχρεώνω, ικανοποιώ, κάνω τη χάρη, δείχνω εύνοια, Λατ. gratificari, με δοτ. προσ., σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., κάνω τον εαυτό μου ευάρεστο, ζητώ εύνοια, συγκατανεύω, σε Αισχύλ., Δημ.· με δοτ. του τρόπου, μή μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, μη ζητάς την εύνοιά μου με ψέμματα, σε Ομήρ. Οδ.· τῷ αὐτῷ, με το ίδιο τέχνασμα, σε Θουκ.
2. σε Αττ., χαρίζομαι ή ενδίδω σε επιθυμία ή πάθος, όπως Λατ. indulgere, θυμῷ, σε Σοφ.· γλώσσῃ, σε Ευρ. κ.λπ.
3. υποχωρώ στις απαιτήσεις του συνομιλητή μου, δηλ. του παρέχω κάθε ευκολία, σε Πλάτ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., προσφέρω με προθυμία, δίνω γενναιόδωρα, προσφέρω με χαρά, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. με γεν. διαιρ., προσφέρω με χαρά μέρος από κάποιο πράγμα, χαρίζομαι ἀλλοτρίων, σε Ομήρ. Οδ.· χαριζομένη παρεόντων, παρέχοντας με χαρά από τα υπάρχοντα πράγματα, στο ίδ.
3. με αιτ. προσ., παραδίδω σα χάρη, δηλ. όχι ακολουθώντας νόμιμη διαδικασία, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
4. συγχωρώ, Λατ. condonare, σε Καινή Διαθήκη
III. Παθ., είμαι ευχάριστος, είμαι αγαπητός, τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο, έγινε προς ευχαρίστηση των Ευβοέων, σε Ηρόδ.· ταῦταμὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω, σε Πλάτ.· επίρρ., κεχαρισμένως, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χάρις
I. to say or do something agreeable to a person, shew him favour or kindness, to oblige, gratify, favour, humour, Lat. gratificari, c. dat. pers., Hom., Hdt., Attic:—absol. to make oneself agreeable, court favour, comply, Aesch., Dem.; c. dat. modi, μή μοι ψεύδεσσι χαρίζεο do not court favour with me by lies, Od.; τῶι αὐτῶι by the same arts, Thuc.
2. in Attic to gratify or indulge a humour or passion, like Lat. indulgere, θυμῶι Soph.; γλώσσηι Eur.; etc.
3. to humour another in argument, i. e. let him have the best of it, Plat.
II. c. acc. rei, to offer willingly, give cheerfully, give freely, Hom., Hdt., Attic
2. c. gen. partit. to give freely of a thing, χ. ἀλλοτρίων Od.; χαριζομένη παρεόντων giving freely of such things as were ready, Od.
3. c. acc. pers. to give up as a favour, i. e. not after lawful trial, NTest., Plut.
4. to forgive, Lat. condonare, NTest.
III. Pass. to be pleasing, agreeable, τοῖσι Εὐβοέεσσι ἐκεχάριστο it was done to please the Euboeans, Hdt.; ταῦτα μὲν οὖν μνήμηι κεχαρίσθω Plat.:—adv. κεχαρισμένως, Ar.
Chinese
原文音譯:car⋯zomai 哈里索買
詞類次數:動詞(23)
原文字根:喜樂(化) 相當於: (יָתַן / נָתַן)
字義溯源:恩待,恩免,開恩,開恩賜給,慷慨,交給,賜給,授與,賜,給,贈,循情,赦免,饒恕,釋放,寬恕;源自(χάρις)=恩典),而 (χάρις)出自(χαίρω)*=歡樂的)。參讀 (ἀναδίδωμι) (ἀναλύω)同義字參讀 (ἄφεσις)比較
出現次數:總共(23);路(3);徒(4);羅(1);林前(1);林後(5);加(1);弗(2);腓(2);西(3);門(1)
譯字彙編:
1) 饒恕了(2) 弗4:32; 西3:13;
2) 饒恕(2) 弗4:32; 西3:13;
3) 賜給了(1) 加3:18;
4) 你們饒恕(1) 林後12:13;
5) 恩待了(1) 腓1:29;
6) 賜(1) 腓2:9;
7) 我⋯赦免了(1) 林後2:10;
8) 將我賜給(1) 門1:22;
9) 而赦免了(1) 西2:13;
10) 赦免的(1) 林後2:10;
11) 你們赦免(1) 林後2:10;
12) 交給(1) 徒25:11;
13) 給(1) 徒3:14;
14) 恩免(1) 路7:43;
15) 他就恩免了(1) 路7:42;
16) 就循情(1) 徒25:16;
17) 已賜給(1) 徒27:24;
18) 赦免(1) 林後2:7;
19) 開恩賜給(1) 林前2:12;
20) 賜給(1) 羅8:32;
21) 開恩(1) 路7:21
Lexicon Thucydideum
gratificari, to gratify, oblige, 1.34.3, 1.128.7. 2.13.1. 2.85.5. 3.37.2, 3.40.4, 3.42.6. 4.20.3, 5.21.2. 8.65.2.