ὅλος

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅλος Medium diacritics: ὅλος Low diacritics: όλος Capitals: ΟΛΟΣ
Transliteration A: hólos Transliteration B: holos Transliteration C: olos Beta Code: o(/los

English (LSJ)

η, ον, Ion. οὖλος, η, ον, as in Hom. (twice, v. infr.), Xenoph. (v. infr.), Parm.8.4, Hp.Acut.14, Carn.13, al. (but ὅλος in Hdt.2.126, 4.64,7.167, 8.113 (cf.
A ἡμιολίας 5.88), Hp.Epid.1.7, Herod.3.18,5.12, 6.7 (but οὖλος 8.56); ὅλως dub. in Thgn.73 codd.):—whole, entire, complete in all its parts, of persons and things, ἄρτος οὖλος a whole loaf, Od.17.343; μηνὶ δ' ἄρ' οὔλῳ in a whole month, 24.118; οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δέ τ' ἀκούει (sc. ὁ θεός) Xenoph.24; ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός, i.e. the full moon, Pi.O.3.19; ὁ ὅλος χρόνος ib.2.30; τρεῖς ὅλους.. ἑκμήνους χρόνους S.OT1136; ἐπ' ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων a whole city, E.Ph.1131; ἐκπιεῖν ὅλον πίθον Id.Cyc.217; ὅλους ἐκ κριβάνου βοῦς Ar.Ach.85; λαβράκιον ὀπτᾶν ὅ. Antiph.222.3, etc.; πόλεις ὅλαι whole, entire cities, Pl.Grg. 512b; ὅλη ἡ πόλις, the city as a whole, Id.R.519e; ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν learn whole poets by heart, Id.Lg.811a: it may either precede the Art. or follow the Subst., τῆς ἡμέρας ὅλης in the course of the whole day, X.An.3.3.11; δι' ὅλης τῆς νυκτός ib.4.2.4; ὅλην τὴν νύκτα or τὴν νύκτα ὅλην, Id.Cyr. 7.5.15, Men.67.2, Pl.Smp. 219c; ὅ. τὸ δέρμα Men.498; ἡ πόλις ὅ. Id.882, etc.: less freq. between Art. and Subst., τὸν ὅ. ἀμφὶ χρόνον Pi. O.2.30; ἡ ὅ. ἀδικία Pl.R. 344c; τὸ ὅλον πρόσωπον Id.Prt.329e; τῇ ὅ. φάλαγγι X.An.4.8.11: joined with εἷς, ἡμέρας.. οὐχ ὅλης μιᾶς S.Ph. 480; εἶδος ἓν ὅλον Pl.Ti.56e; with πᾶς, ὅλην καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν Id.Lg.808a, cf. R.486a; πρὸς τῷ διακινδυνεύειν ὅλος καὶ πᾶς ἦν Plb.3.94.10 (so without πᾶς, οὕτως ἔκφρων ἦν καὶ ὅλος πρὸς τῷ λήμματι καὶ τῷ δωροδοκήματι, ὥστε.. D.19.127); τὸ ὅ. αὐτοῖς ἦν καὶ τὸ πᾶν Ἀπελλῆς Plb.5.26.5.
2 whole, i.e. safe and sound, ὑγιὴς καὶ ὅλος Lys.6.12, cf. Pl. Men.77a.
3 entire, utter, ὅ. ἁμάρτημα an utter blunder, X.HG5.3.7; πλάσμα ὅ. ἐστὶν ἡ διαθήκη utter fiction, D.45.29.
4 neut. as adverb, ὅλον or τὸ ὅλον = wholly, entirely, διαφέρει ὅλον τε καὶ πᾶν Pl.Alc.1.109b; διαφέρει ὅλον καὶ τὸ πᾶν Id.Lg.944c; ὅλῳ καὶ παντί Id.Phd.79e; τῷ ὅ. καὶ παντὶ διοίσει Id.R.527c; τῷ παντὶ καὶ ὅ. Id.Lg.734e; εἰς τὸ ὅ. Id.Plt. 302b: with a Prep., κατὰ ὅλον = on the whole, generally, opp. ἀπολαβὼν μέρος τι, Id.R.392d; so κατὰ ὅλου Id.Men.77a; δι' ὅλου, καθ' ὅλου (v. διόλου, καθόλου); αἱ κράσεις δι' ὅλων Plu.2.1078c, cf. 1078d: in this signf. also without a Prep., τὸ μὲν ὅ. generally speaking, Pl.Phdr. 261a, D.44.11; τὸ δ' ὅ. and in general, in short, PTeb.33.16 (ii B. C.); οὐδὲ Φιλόξενον ὅλ' ἐξ ὅλων εὗρον I have entirely failed to find P., POxy. 936.20 (iii A. D.).
5 = πᾶς, all, ὅλων στρατηγός S.Aj.1105, cf. Men. Pk.225, Nonn. D. 47.482, AP5.216 (Paul. Sil.), 7.679 (Sophronius); ὅλη πόλις every city, LXX 1 Ki.14.23; πρὸ τῶν ὅ. τὸ προσκύνημά σου ποιῶ before all things, PTeb.418.4 (iii A. D.); ἀσπάζομαι.. πάντας τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ ὅ. κατ' ὄνομα PLond.2.404.15 (iv A. D.), cf. PIand. 13.20 (iv A. D.).
II as substantive, τὸ ὅλον = the universe, Pl.Grg. 508a, Ly.214b, etc.; differing from τὸ πᾶν, as implying a definite order, Arist.Metaph.1024a3, cf. Pl.Tht.204a sq. (but as not including void, Placit.2.1.7); also ἡ τῶν ὅ. τάξις X.Cyr.8.7.22.
2 τὰ ὅ. one's all, τὰ ὅ. πεπρακέναι D.18.28; τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι = lose one's all, be utterly ruined, Id.9.64; in full, τοῖς ὅλοις πράγμασιν ἐσφαλμένος Plb. 18.33.1, etc.; τοῖς ὅλοις = ὅλως, altogether, Philipp. ap. D.18.39: with neg., not at all, Phld.Rh.2.135S., Aristid.2.274,304J.; τοῖς ὅ. ἠφάνισαν utterly destroyed it, PRyl.152.14 (i A. D.), cf. Aristid.2.262J.; κινδυνεύει τῷ ὅ. ἐξαρθῆναι there is a risk of its being entirely carried away, PRyl.133.19 (i A. D.).
III Adv. ὅλως (Dor. οὔλως Pempel. ap.Stob.4.25.52) wholly, altogether, ὅ. σοφόν Pl.R. 568a; ἀλγοῦνθ' ὅ. Id.Phlb.36a; ὅλως ψεύδεται he speaks utter falsehood, Isoc.15.31, etc.
2 on the whole, speaking generally, in short, ὅ. δ' οὐδεὶς ἔστιν ὅντιν' οὐ πεφενάκικ' ἐκεῖνος D.2.7, cf. 14,al.; διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅ. τὰς ἐπιθυμίας Pl.R. 437b, cf. Cra.406a; τί οὖν κωλύει πάντα ἀφῃρῆσθαι καὶ ὅ. τὴν πολιτείαν; D.20.3; ὅ. εἰπεῖν Arist.Ph.202b19, etc.
3 freq. with a neg. (first in Thgn.73, s.v.l.), οὐχ ὅ. or ὅλος οὐ = not at all, ὅ. μὴ διαλέγεσθαι X.Mem.1.2.35; ὅ. οὔτ' ἀφελὼν οὔτε προσθείς D.3.35; οὔτ' ἐλεῶν οὔθ' ὅ. ἄνθρωπον ἡγούμενος Id.21.101, cf. 46; οὐδὲ εἷς ὅ. Men.65.9; μὴ ὄντος ὅ. τοῦ Σωκράτους Arist.Cat.13b19; μηδὲ ὅ. εἶναι τοὺς θεούς Luc.Tim.10.
4 actually, really, καλῶς ποιήσεις ἐλθοῦσα.. πρὸς ἡμᾶς ἵνα ὅ. ἴδωμέν σε POxy.1676.31 (iii A. D.); so perhaps in 1 Ep.Cor.5.1. (ὅλ(ϝ)ος from I.-E. *sólwos, cf. Skt. sárvas 'whole', and perhaps Lat. salus, salvus.)

German (Pape)

[Seite 326] ion. u. ep. οὖλος, s. unten (heil, vgl. salvus, solidus), ganz, unversehrt, vollständig; ὅλον στρατόν, Pind. Ol. 11, 45; ὅλον ἂν χρόνον, N. 3, 47; vgl. Ol. 2, 33; ὅλον ἑσπέρας όφθαλμόν, vom Vollmonde, Ol. 3, 20; ἡμέρας τοι μόχθος οὐχ ὅλης μιᾶς, Soph. Phil. 478; ὕπαρχος ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγός, nicht Feldherr über das ganze Heer, Ai. 1084; ἐκπιεῖν ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; ἐπ' ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων, Phoen. 1138; τῆς ἡμέρας ὅλης, den ganzen Tag hindurch, Xen. An. 3, 3, 11; δι' ὅλης τῆς νυκτός, 4, 2, 4; u. so auch bei Plat. neben dem subst. mit dem Artikel, ὅλῳ τῷ ὀνόματι Crat. 393 e, τὸν βίον ὅλον Rep. III, 411 a, τὴν νύκτα ὅλην Conv. 219 c; wenn es einen Gesammtbegriff ausdrücken soll, steht τὴν ὅλην ἀδικίαν ἠδικηκώς, Rep. I, 344 c, πρὸς τὸ ὅλον πρόσωπον, Prot. 329 e; auch ohne Artikel, ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν Legg. VII, 811 a, πόλεις ὅλας σώζει Gorg. 512 b; dem ἥμισυ entgegengesetzt, Conv. 191 b; ὅλην καὶ πᾶσαν οἰκίαν, Legg. VII, 808 a; ὅλος und πᾶς unterschieden Theaet. 204 b; – τὰ ὅλα πράγματα, die Hauptsache, das Ganze, Dem. 1, 3; vgl. Xen. Cyr. 8, 1, 13; ἡ τῶν ὅλων τάξις, 8, 7, 22; κινδυνεύειν τοῖς ὅλοις πράγμασιν, von der höchsten Gefahr, wo Alles auf dem Spiele steht, Pol. 1, 70, 1; so σφάλλεσθαι, 18, 16, 1, ἀγνοεῖν, 18, 19, 6, κρατεῖν τῶν ὅλων, 3, 90, 11 u. öfter; auch τοῖς ὅλοις πρῶτος οὐ τύχην, οὐδ' ἀνάγκην διακοσμήσεως ἀρχήν, ἀλλὰ τὸν νοῦν ἐπέστησε, Plut. Pericl. 5, vom Anaxagoras, dem All, allen Dingen, der ganzen Welt; τὸ ὅλον, das Ganze, Plat. oft. – Adverbial werden ὅλον und τὸ ὅλον gebraucht, im Ganzen, überhaupt, διαφέρει δὲ ὅλον που καὶ τὸ πᾶν, Plat. Legg. XII, 944 c Alc. I, 109 b; καὶ τὸ ὅλον, Xen. Mem. 4, 1, 2; εἰς τὸ ὅλον, Plat. Polit. 302 b; καθ' ὅλον, Rep. III, 392 d; auch καθ' ὅλου, Men. 77 a, ein bei Arist. sehr häufiger Ausdruck, auch als ein Wort geschrieben, s. oben, dem καθ' ἕκαστα, den einzelnen Beziehungen, entgegengstzt; ὅλῳ καὶ παντί, ganz und gar, Plat. Phaed. 79 c u. öfter, auch τῷ ὅλῳ καὶ παντί, Rep. VII, 527 ci Pol. vrbdt oft ὅλος καὶ πᾶς, ganz und gar, εἶναι πρός τινι, 3, 94, 10. 32, 1, 5; τὸ ὅλον αὐτοῖς ἦν καὶ πᾶν Ἀπελλῆς, er war ihr Eins und ihr Alles, 5, 26, 5. – Adv. ὅλως, gänzlich, im Ganzen, überhaupt, Plat. Phaed. 64 e; bes. nach Aufzählungen, wie denique, kurz, διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας, Rep. IV, 437 b; vgl. Dem. Lpt. 3 u. Wolf p. 220; οὐχ ὅλως, ganz und gar nicht, Pol. 20, 5, 10 u. A.; οὐδὲ ὅλως, überall nicht einmal, Ath.

French (Bailly abrégé)

ὅλη, ὅλον;
qui forme un tout, tout entier, entier : ὅληπόλις ouπόλις ὅλη PLAT la cité entière ; τῆς ἡμέρας ὅλης XÉN tout le jour ; δι' ὅλης τῆς νυκτός XÉN toute la nuit ; au plur. οἱ ὅλοι ATT la totalité, tous ; τὰ ὅλα, tout le monde ou l'univers ; περὶ τῶν ὅλων κινδυνεύειν, παραβάλλεσθαι, ἡττᾶσθαι, etc. DÉM être dans le plus grand danger, tout perdre, etc. ; adv. • ὅλον, • τὸ ὅλον, en général, en somme ; • καθ' ὅλον, m. sign. ; • τῷ ὅλῳ καὶ παντί PLAT absolument, complètement ; • δι' ὅλου PLUT m. sign.
Étymologie: p. *ὁλϜός de *σολϜός, cf. lat. solus.

Russian (Dvoretsky)

ὅλος: эп.-ион. οὖλος 3
1 целый, цельный, полный, весь (ἄρτος Hom.; πίθος Eur.; βοῦς Arph.): τρεῖς ὅλους ἑκμήνους χρόνους Soph. три полных полугодия; τῆς ἡμέρας ὅλτης Xen. целый день; δι᾽ ὅλου NT целиком, сплошь; ὅλην τὴν νύκτα или τὴν νύκτα ὅλην Xen., Plat. всю ночь; σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ Plat. всей душой; ὅλη καὶ πᾶσαοἰκία Plat. весь решительно дом; πόλεις ὅλαι Plat. целые города; ὅληπόλις Plat. весь город; τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι Dem. лишиться всего; τὸ ὅλον Plat. целое, мир, вселенная;
2 полный, совершенный, сущий, подлинный (ἁμάρτημα Xen.; πλάσμα Dem.). - см. тж. ὅλον.

Greek (Liddell-Scott)

ὅλος: -η, -ον, Ἰων. οὖλος, -η, -ον, ὥς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁλόκληρος, ἀκέραιος, πλήρης ἐν πᾶσι, Λατ. integer, (καὶ κατωτ. ΙΙ), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, οὖλος ἄρτος, ὁλόκληρος ἄρτος, «ἕνα πλαστό», Ὀδ. Ρ. 343· μηνί δ’ ἄρ’ οὔλῳ, ἐντὸς ἑνὸς ὁλοκλήρου μηνός, Ω 118· οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δὲ τ’ ἀκούει (δηλ. ὁ Κόσμος) Ξενοφάν. 1· ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός, δηλ. ἡ πανσέληνος, Πινδ. Ο. 3. 35· ὅλος χρόνος αὐτόθι 2. 54· τρεῖς ὅλους ... ἐκμήνους χρόνους Σοφ. Ο. Τ. 1136· ἐπ’ ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων, ὁλόκληρον πόλιν, Εὐρ. Φοίν. 1131· ἐκπιεῖν ὅλον πίθον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 217· ὅλους ἐκ κριβάνου βοῦς Ἀριστοφ. Ἀχ. 85· λαβράκιον ὀπτᾶν ὅλον Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 3, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πόλεις ὅλαι, σημαίνει ὁλόκληροι πόλεις, Πλάτ. Γοργ. 512Β ἀντίθετον τῷ ὅλη ἡ πόλις, ἡ ὅλη πόλις, ὁλόκληρος, ὡς ἓν ὅλον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Ε· ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν, ἐκμανθάνειν αὐτοὺς ὁλοκλήρους ἀπὸ στήθους, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811Α· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου δύναται ἢ νὰ προηγῆται τοῦ οὐσιαστ. ἢ νὰ ἕπηται αὐτῷ, τῆς ἡμέρας ὅλης, δι’ ὅλης τῆς ἡμ., Ξεν. Ἀν. 3. 3, 11· δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς αὐτόθι 4. 2, 4· ὅλην τὴν νύκτα ἢ τὴν νύκτα ὅλην ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 15, Πλάτ. Συμπ. 219C· τὸν βίον ὅλον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 411Α· σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ αὐτόθι 518C· ὅλον τὸ δέρμα Μένανδ. ἐν «Φανίῳ» 1· ἡ πόλις ὅλη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 506, κτλ.· ― ἀλλὰ δύναται νὰ παρεμβάλληται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ οὐσιαστ. ἂν τὸ οὐσιαστ. εἶναι ἀφηρημένον, ἡ ὅλη ἀδικία Πλάτ. Πολ. 344C, πρβλ. Πρωτ. 329Ε· ― μετὰ τοῦ εἷς, ἡμέρας ... οὐχ ὅλης μιᾶς Σοφ. Φιλ. 480· εἶδος ἓν ὅλον Πλάτ. Τίμ. 56Ε· μετὰ τοῦ πᾶς, ὅλην καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 808Α, πρβλ. Πολ. 486Α· πρὸς τὸ διακινδυνεύειν ὅλος καὶ πᾶς ἦν Πολύβ. 3. 94, 10· τὸ ὅλον αὐτοῖς καὶ πᾶν ἦν Ἀπελλῆς ὁ αὐτ. 5. 26, 5· ἴδε κατωτ. 3. 2) ὁλόκληρος, ἀκέραιος, δηλ. καλῶς ἔχων, ὑγιής καὶ ὅλος Λυσ. 104. 17, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 77Α. 3) ὁλόκληρος, τέλειος, «σωστὸς», ὅλον ἁμάρτημα, «σωστὸν σφάλμα», Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 7· πλάσμα ὅλον, ὅλως πλαστὸν, Δημ. 1110. 18· ἐπὶ προσώπων, ὅλος εἶναι πρός τι, Λατ. totus in illis, ὁ αὐτ. 380. 14. 4) κατ’ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὅλον ἢ τὸ ὅλον, ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 261Β, κτλ.· ὅλον τε καὶ πᾶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 914C· ὅλῳ καὶ παντὶ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 79Ε, κτλ.· τῷ ὅλῳ καὶ παντὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527C τῷ παντὶ καὶ ὅλῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731Ε· εἰς τὸ ὅλον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302Β. ― μετὰ προθέσ., κατὰ ὅλον, καθόλου, γενικῶς, ἀντίθετον τῷ καθ’ ἕκαστα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 392D, κ. ἀλλ.· οὕτω, κατὰ ὅλου ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 77Α· δι’ ὅλου, καθ’ ὅλου (ἴδε ἐν λέξει διόλου, καθόλου)· αἱ κράσεις δι’ ὅλων Πλούτ. 2. 1078C, πρβλ. D. 5) = πᾶς, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνθ. Π. 5. 217, Νόνν., κλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 440· ― τὸ ὅλων στρατηγὸς ἐν Σοφ. Αἴ. 1105 φαίνεται ὅτι εἶναι συμπάντων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ ὅλον, τὸ σύμπαν, Πλάτ. Γοργ. 508Α, Λυσ. 214Β, κλ.· διαφέρον ἀπὸ τοῦ τὸ πᾶν, ὡς σημαῖνον πλήρη τάξιν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1-4, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 204Α κἑξ. ― οὕτω, τὰ ὅλα Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22. 2) τὰ ὅλα, πᾶν ὅ,τι ἔχει τις, τὰ ὅλα πεπρακέναι Δημ. 231. 27 τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι, σφαλῆναι, κτλ., καταστραφῆναι ἐντελῶς, Δημ. 127. 23, Πολύβ. 18. 16, 1, κτλ.· τοῖς ὅλοις - ὅλως, ἐντελῶς ὁλοκλήρως, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 239. 5. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ὅλως, ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, ὅλως σοφὸν, Πλάτ. Πολ. 568Α· ἀλγοῦνθ’ ὅλως ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 36Α· ὅλως ψεύδεται Ἰσοκρ. 316D, κτλ. 2) καθόλου, καθόλου εἰπεῖν, ἐν ὀλίγοις, ὡς τὸ ἑνὶ λόγῳ, Λατιν. denique, ὅλως δ’ ἔστιν οὐδεὶς ὅντιν’ οὐ πεφενάκικεν ἐκεῖνος Δημ. 20. 5, πρβλ. 22. 2, κ. ἀλλ.· διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Πολ. 437Β, πρβλ. Κρατ. 406Α· τὶ οὖν κωλύει πάντα ἀφῃρῆσθαι καὶ ὅλως τὴν πολιτείαν; Δημ. 458. 2, πρβλ. αὐτόθιὅλως εἰπεῖν Ἀριστ. Φυσ. 3. 3, 7, κτλ. 3) συχνάκις μετ’ ἀρνήσ., οὐχ ὅλως, οὐδόλως, Πλάτ. Φαίδων 64Ε· ὅλως μὴ διαλέγεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35· ὅλως οὔτ’ ἀφελὼν οὔτε προσθεὶς Δημ. 38. 13· οὔτ’ ἐλεῶν οὔθ’ ὅλως ἄνθρωπον ἡγούμενος ὁ αὐτ. 517. 17, πρβλ. 529. 7· οὐδὲ εἷς ὅλως Μένανδρ. ἐν «Ἀρρ.» 1. 9· μὴ ὄντος ὅλως τοῦ Σωκράτους Ἀριστ. Κατηγ. 10. 37· μηδὲ ὅλως εἶναι τοὺς θεοὺς Λουκ. Τίμων 14· ― ἴδε ἀνωτ. Ι. 4. (Ὁ Ἰωνικ. τύπος οὖλος, δηλ. ὄϝλος, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἀρχικὸς τύπος, πρβλ. Σανσκρ. sarv-as (omnis): ὁ Festus ἑρμηνεύει τὸ ἀρχ. Λατ. sollum διὰ τοῦ totum et solidum· ― ἀλλὰ τὰ ὅλος, οὖλος, δὲν σχετίζονται πρὸς τὸ Λατ. salvus, ἴδε ἐν λέξ. οὔλω· καὶ περὶ τῶν ἄλλων σημασιῶν τοῦ οὖλος, ἴδε οὖλος).

English (Slater)

ὅλος (-ῳ, -ον)
   1 whole
   a of time. τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον (O. 2.30) ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (N. 3.49)
   b of extent, number. διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.19) ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν (O. 10.43) ὅλον δίφρον κομίξαις i. e. in one piece (P. 5.50) “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα (Pae. 4.45)
   c dub. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ πτε[ρ]οε[ (ὀλοῷ coni. van Groningen: cf. Alkman, fr. 116 P. M. G.) fr. 1a. 6.

English (Abbott-Smith)

ὅλος, -η, -ον, [in LXX chiefly for כֹּל;]
of persons and things, whole, entire, complete;
1.of indefinite ideas, c. subst. anarth.: Lk 5:5, Ac 11:26 28:30, Tit 1:11; ὅλον ἄνθρωπον (an entire man; v. Field, Notes, 93), Jo 7:23; ὅλη Ἰερουσαλήμ (= πᾶσα Ἰ, Mt 2:3; v. Bl., §47, 9), Ac 21:31.
2.Definite, c. art.;
(a)preceding subst.: Mt 4:23, 24 Lk 8:39, I Co 12:17, al.;
(b)following subst.: Mk 1:33, Lk 9:25, Jo 4:53, Ac 21:30, al.;
(c)between art. and subst., where subst. is an abstract noun (Plat., al.).
3.Attached to adj. or verb: Mt 13:33, Lk 13:21, Jo 9:34, al.; adverbially, δι᾽ ὅλου (MM, xviii), Jo 19:23.

English (Strong)

a primary word; "whole" or "all", i.e. complete (in extent, amount, time or degree), especially (neuter) as noun or adverb: all, altogether, every whit, + throughout, whole.

English (Thayer)

ὅλῃ, ὅλον, the Sept. for כָּל (from Pindar (Homer) down), whole (all): with an anarthrous substantive five (six) times in the N.T., viz. ὅλον ἄνθρωπον, ἐνιαυτόν ὅλον, ὅλῃ Ἱερουσαλήμ, διετίαν ὅλην, ὅλους οἴκους, δἰ ὅλης νυκτός, L T Tr WH). usually placed before a substantive which has the article: ὅλῃ ἡ Γαλιλαία, ὅλῃ ἡ Συρία, καθ' ὅλην τήν πόλιν, ὅλον τό σῶμα, ὅλῃ ἡ ἐκκλησία, L T Tr WH); ὅλην τήν ἡμέραν, ὅλοςνόμος, ἐν ὅλῃ τῇ καρδία σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, Winer's Grammar, 131 (124) note; Buttmann, § 125,6): ἡ πόλις ὅλῃ, ); Krüger, § 50,11,7 makes, viz. that ἡ ὅλῃ πόλις denotes the whole city as opposed to its parts, but that ὅλῃ ἡ πόλις and ἡ πόλις ἡ ὅλῃ denotes the whole city in opposed to other ideas, as the country, the fields, etc., does not hold good at least for the N.T. where even in ἡ πόλις ὅλῃ the city is opposed only to its parts); add the following examples: R G); G L T Tr WH; Xenophon, mem. 2,6, 28). Neuter τοῦτο δέ ὅλον, G L T Tr WH omit ὅλον); δἰ ὅλου, throughout, John 19:23.

Greek Monotonic

ὅλος: Ιων. οὖλος, -η, -ον,
I. 1. ολόκληρος, εντελής, ακέραιος, πλήρης, Λατ. integer, οὖλος ἄρτος, ολόκληρο καρβέλι ψωμί, σε Ομήρ. Οδ.· ὅλην πόλιν, το σύνολο μιας πόλης, η πόλη σαν σύνολο, σε Πλάτ.· με άρθρο μπορεί είτε να προηγείται είτε να ακολουθεί του ουσ., τῆς ἡμέρας ὅλης, καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, δι' ὅλης τῆς νυκτός, καθ' όλο το διάστημα της νύχτας, σε Ξεν. κ.λπ.
2. ακέραιος, σώος και αβλαβής, σε Πλάτ.
3. εντελής, πλήρης, ὅλον ἁμάρτημα, καθολικό σφάλμα, σε Ξεν.· λέγεται για πρόσωπα, ὅλος εἶναι πρός τινι, Λατ. totus in illis, σε Δημ.
4. ουδ. ως επίρρ., ὅλον ή τὸ ὅλον, ολοσχερώς, πλήρως, εντελώς, σε Πλάτ.· ὅλῳ καὶ παντί, στον ίδ. κ.λπ.· τῷ ὅλῳ καὶ παντί, στον ίδ.· συνεπώς, κατὰ ὅλον, συνολικά, γενικά, στον ίδ.· δι' ὅλου, καθ' ὅλου (βλ. διόλου, καθόλου).
II. 1. ως ουσ., τὸ ὅλον, το σύμπαν, σε Πλάτ.
2. τὰ ὅλα, το σύνολο όσων διαθέτει κάποιος, σε Δημ.· τοῖς ὅλοις = ὅλως, συνολικά, Φίλιππ. παρά Δημ.
III. 1. επίρρ. ὅλως, πλήρως, συνολικά, εντελώς, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. συνολικά, μιλώντας γενικά, εν συντομία, με μια λέξη, εν ολίγοις, όπως το ἑνὶ λόγῳ, Λατ. denique, σε Δημ.
3. συχνά με αρνητ. μόριο, οὐχ ὅλως, καθόλου, σε καμία περίπτωση, ουδόλως, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ὅλος, Ionic οὖλος, η, ον
I. whole, entire, complete, Lat. integer, οὖλος ἄρτος a whole loaf, Od.; ὅλην πόλιν a whole city, Eur.; ὅλους βοῦς Ar., etc.;— πόλεις ὅλαι are whole, entire cities, opp. to ὅλη ἡ πόλις, the whole city, the city as a whole, Plat.:—with the Art. it may either precede or follow the Subst., τῆς ἡμέρας ὅλης the whole day, δι' ὅλης τῆς νυκτός through the whole night, Xen., etc.
2. whole, i. e. safe and sound, Plat.
3. entire, utter, ὅλον ἁμάρτημα an utter blunder, Xen.; of a person, ὅλος εἶναι πρός τινι = Lat. totus in illis, Dem.
4. neut. as adv., ὅλον or τὸ ὅλον, wholly, entirely, Plat.; ὅλῳ καὶ παντί Plat., etc.; τῷ ὅλῳ καὶ παντί Plat.;— so, κατὰ ὅλον on the whole, generally, Plat.; δι' ὅλου, καθ' ὅλου (v. sub διόλου, καθόλοὐ.
II. as Subst., τὸ ὅλον the universe, Plat.
2. τὰ ὅλα, one's all, Dem.; τοῖς ὅλοις = ὅλως, altogether, Philipp. ap. Dem.
III. adv. ὅλως, wholly, altogether, Plat., etc.
2. on the whole, speaking generally, in short, in a word, Like ἑνὶ λόγῳ, Lat. denique, Dem.
3. often with a neg., οὐχ ὅλως not at all, Plat., Xen., etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: complete, whole ( ρ 343 a. ω 118), Att., Hdt.), οὖλε voc. salve (ω 402; Schwyzer 723 n. 5).
Other forms: οὖλος (ep. ion.).
Compounds: Often as 1. member, almost only hell. a. late (for παν-, Leumann Hom. Wörter 105), e.g. ὁλό-κληρος (s. κλῆρος), ὁλο-σχερής (s. ἐπισχερώ), ὁλοκόττινος (s. v.).
Derivatives: ὁλό-της, -ητος f. wholeness (Arist.; cf. below), ὁλόομαι to be constituted as a whole with ὅλωσις f. (Dam.), οὑλέω in οὑλείοιεν ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν H. -- Besides ὁλοός = φρόνιμος καὶ ἀγαθός (Suid., H.) with ὁλοεῖται ὑγιαίνει H. -- Uncertain Οὔλιος Ion. surname of Apollon, after Str. 14, 635 a. Suid. as healing god; cf. 3. οὖλος.
Origin: IE [Indo-European] [979] *solu̯o- whole
Etymology: Identical with Skt. sárva-, Av. haurva- unharmed, whole (sárva- second. all, every): IE *sólu̯o-s. With ὁλό-της agree Av. haurva-tāt- and Skt. sarvá-tāt(-i)- f. unharmed-ness, wholeness etc., prob. as independent innovations. Beside it with unexplained a-vowel Lat. salvus sound, save and, with disyll. stem, Osc. σαλαϜς id., Päl. Salavatur Salvator, (not to a disyll. ὁλο(Ϝ)-ός, which does not exist, to which Frisk refers). In vocal. unclear (IE ο or α?) are Toch. A salu whole (beside B solme), Alb. i gjallë alive, lively (Mann Lang. 28, 39). Several more forms, for Greek unimportant, in WP. 2, 510ff., Pok. 979f., W.-Hofmann s. salvus; with rich lit. Details in Ernout-Meillet s. saluus.

Frisk Etymology German

ὅλος: (att., auch Hdt. u.a.),
{hólos}
Forms: οὖλος (ep. ion.)
Meaning: ganz, vollständig (seit ρ 343 u. ω 118), οὖλε Vok. salve (ω 402; Schwyzer 723 A. 5).
Composita : Oft als Vorderglied, fast nur hell. u. sp. (für παν-, Leumann Hom. Wörter 105), z.B. ὁλόκληρος (s. κλῆρος), ὁλοσχερής (s. ἐπισχερώ), ὁλοκόττινος (s. d.).
Derivative: Davon ὁλότης, -ητος f. Ganzheit (Arist. u.a.; vgl. unten), ὁλόομαι als Ganzes eingerichtet werden mit ὅλωσις f. (Dam.), οὐλέω in οὐλείοιεν· ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν H. — Daneben ὁλοός = φρόνιμος καὶ ἀγαθός (Suid., H.) mit ὁλοεῖται· ὑγιαίνει H. — Unsicher Οὔλιος ion. Beiname des Apollon, nach Str. 14, 635 u. Suid. als Heilgott; vgl. 3. οὖλος.
Etymology : Mit aind. sárva-, aw. haurva- unversehrt, ganz (sárva- sekund. all, jeder) uridentisch: idg. *sólu̯o-s. Zu ὁλότης stimmen aw. haurva-tāt- und aind. sarvá-tāt(-i)- f. Unversehrtheit, Ganzheit, wohl als unabhängige Neubildungen. Daneben mit unerklärtem a-Vokal lat. salvus gesund, heil und, mit zweisilbigem Stamm, osk. σαλαϝς ib., päl. Salavatur Salvator, die mit dem ebenfalls zweisilbigen ὁλο(ϝ)-ός zusammenhängen mögen. Im Vokal unklar (idg. ο̆ od. α?) sind toch. A salu ganz (neben B solme), alb. i gjallë im Leben, lebendig (Mann Lang. 28, 39). Eine Fülle weiterer Formen, fürs Griech. ohne Interesse, bei WP. 2, 510ff., Pok. 979f., W.-Hofmann s. salvus; daselbst auch reiche Lit. Wichtige Einzelheiten bei Ernout-Meillet s. saluus.
Page 2,381

Chinese

原文音譯:Óloj 何羅士
詞類次數:形容詞(112)
原文字根:全部 相當於: (כֹּל‎)
字義溯源:整個*,一切,完全,全,盡,遍,遍處,遍地,整,普,普及,四(方),周圍,眾,都,通,終,合,各地,全地,全片,全團,全部,全身,全然,足足。參讀 (ἀμφότεροι)同義字
同源字:1) (καθόλου)全然地 2) (ὁλοκαύτωμα)完全燒盡的祭物 3) (ὁλοκληρία)完整 4) (ὁλόκληρος)完備的 5) (ὅλος)整個 6) (ὁλοτελής)貫徹到底 7) (ὅλως)徹底地
出現次數:總共(111);太(23);可(18);路(17);約(6);徒(20);羅(4);林前(4);林後(1);加(2);腓(1);帖前(1);多(1);來(2);雅(4);約壹(2);啓(5)
譯字彙編
1) 全(60) 太4:23; 太5:29; 太5:30; 太6:22; 太6:23; 太16:26; 太22:37; 太22:37; 太22:37; 太26:13; 太26:59; 太27:27; 可8:36; 可12:30; 可12:30; 可12:30; 可12:30; 可12:33; 可12:33; 可12:33; 可14:9; 可14:55; 可15:1; 可15:16; 可15:33; 路8:39; 路9:25; 路10:27; 路10:27; 路10:27; 路10:27; 路11:34; 路11:36; 約4:53; 徒5:11; 徒7:10; 徒8:37; 徒9:42; 徒10:37; 徒13:6; 徒15:22; 徒18:8; 徒19:27; 徒21:31; 羅16:23; 林前5:6; 林前12:17; 林前14:23; 加5:3; 加5:9; 腓1:13; 帖前4:10; 來3:2; 來3:5; 雅2:10; 雅3:2; 雅3:3; 雅3:6; 約壹5:19; 啓13:3;
2) 遍(9) 太4:24; 太9:26; 太9:31; 太24:14; 可6:55; 路1:65; 路7:17; 路23:44; 羅1:8;
3) 整(5) 太20:6; 路5:5; 徒2:2; 徒11:26; 羅10:21;
4) 普(5) 徒11:28; 約壹2:2; 啓3:10; 啓12:9; 啓16:14;
5) 全然(3) 路11:36; 約7:23; 約9:34;
6) 整個(3) 徒13:49; 多1:11; 啓6:12;
7) 全地(2) 可1:39; 徒7:11;
8) 全身(2) 約13:10; 林前12:17;
9) 通(2) 約11:50; 徒10:22;
10) 合(2) 可1:33; 徒21:30;
11) 一切(2) 可12:44; 路8:43;
12) 四(2) 可1:28; 路4:14;
13) 全團(1) 太13:33;
14) 各地的(1) 徒9:31;
15) 身(1) 太6:23;
16) 足足(1) 徒28:30;
17) 遍處的(1) 林後1:1;
18) 終(1) 羅8:36;
19) 眾(1) 徒2:47;
20) 全片(1) 約19:23;
21) 一切事(1) 太26:56;
22) 一切的(1) 太1:22;
23) 都(1) 路13:21;
24) 遍地(1) 路23:5;
25) 全部(1) 太22:40;
26) 周圍(1) 太14:35

English (Woodhouse)

entire, whole

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀρχικά ἦταν ὅλϝος.
Παράγωγα: ὁλοκαυτῶ, ὁλόκληρος, ὁλοσχερής, ὁλότης, ὁλόχρυσος.

Lexicon Thucydideum

totus, whole, entire, 1.70.7, 3.36.4, 4.69.3,
similiter similarly 7.38.3. 8.50.5.