στῆθος
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
εος, τό,
A breast, of both sexes, being the front part of the θώραξ, divided into two μαστοί (Arist.HA493a12, PA688a13, al.), Hom. and later (cf. στέρνον), especially in Prose, rare (and usually metaph.) in post-Homeric verse; found once in Pi., twice in B., twice in A., never in S. or E. (v. infr. 1, 11); βάλε σ. παρὰ μαζόν Il.4.480; ἔβαλε σ. μεταμάζιον 5.19; κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε 8.326, cf. Pl.Ti. 69e, 79c (pl.), Prt.352a (pl.): in plural, διὰ στήθεσφιν (Ep. gen.) ἔλασσε Il.5.41; στήθεά τ' ἠδ' ἁπαλὴν δειρήν (of Briseis) 19.285; of animals, 11.282, 16.163, al., cf. X.Cyn.4.1, Arist.HA496a9, 15, al., PCair.Zen. 532.7,18 (iii B.C.), BGU469.7 (ii A.D.); σ. φάσσης ἑψημένης Sor.2.41, cf. 1.51: as the seat of the voice and breath, Il.3.221, 9.610, B.5.15, A.Th.563 (lyr.), 865 (anap.); more freq. as the seat of the heart, Il.1.189, Od.1.341, Sapph.2.6, etc.; chest, Hp.Prorrh. 1.70, Ar.Nu.1012, 1017 (both anap.), Th.2.49 (pl.), Diocl.Fr.142, IG42(1).121.100 (pl., Epid., iv B.C.), freq. in Arist. (v. supr.), PEnteux. 79.7 (iii B.C.), PTeb.316.19 (i A.D.), Sor.1.70b, al.; τὰ σ. breasts of a woman, Hp.Mul.2.133.
II metaph., the breast as the seat of feeling and thought, as we use heart, freq. in Hom., but always in plural, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε Il.2.142, al.; θάρσος ἐνὶ σ. ἐνῆκεν 17.570; ἔχει κότον.. ἐν σ. ἑοῖσι 1.83; ἐν γάρ τοι σ. μένος πατρώϊον ἧκα 5.125; νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ σ. ἔχοντες 4.309; μῆτιν ἐνὶ σ. κέκευθε Od. 3.18, cf. Pi.Fr.218, B.10.54: in Prose, εἰπεῖν ἃ ἔφησθα ἐν τῷ σ. ἔχειν Pl.Phdr.236c; πλῆρες τὸ σ. ἔχειν ib.235c.
III = στέρνον III, breastbone, Hp.Art.14.
2 ball of the foot, ib.55,58, cf. Epid.4.1, Ruf.Onom.125; τὸ σαρκῶδες [τοῦ ποδὸς] κάτωθεν στῆθος Arist.HA 494a13; ball of the hand (below the thumb), Ruf.Onom.86; (below the fingers), Gal.14.704; palm, dub. in Hp.Oss.9: cf. προστηθίς.
3 swelling, tumour, ἐν τῷ ἥπατι Aret.CA2.6 (pl.).
IV breastshaped hill or bank, Plb.4.41.3, PMasp.169b47 (vi A.D.), cf. Hsch. (στῆθος has pan-Hellenic η, Sapph., Pi. ll.cc., IG42(1) l.c., Call. Lav.Pall.88, Theoc.2.79, 15.108,135.)
German (Pape)
[Seite 940] τό (ἵστημι, das Emporstehende), 1) die Brust, sowohl bei Männern als bei Frauen; Hom. im sing. u. im pl ur.; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, Il. 4, 480 u. öfter; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, 5, 19; κληῒς ἀπ οέργει αὐχένα τε στῆθός τε, 8, 326; ὄπ αμεγάλην ἐκ στήθεος ἵει, 3, 221; Sitz des θυμός, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρι νεν, 2, 142; auch τόνδε νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔχοντες, 4, 309; Sitz des Muthes, ἐν γάρ τοι στήθεσσι μένος πατρώϊον ἧκα, 5, 125. 513; der Gedanken, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι, 24, 41; μή τί τοι ἄλλο ἐν στήθεσσι κακὸν μελέτω ἔργον τε ἔπος τε, Od. 2, 304; Sitz der Leidenschaften, wie unser »Brust«, Ἥρῃ δ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον, Il. 4, 24. 8, 461, u. so von ἔρος u. κότος. – Ἀπὸ στήθους λέγειν, aus dem Herzen, frisch von der Leber weg reden. – Auch von Tieren, Il. 11, 282. 12, 204. 16, 753. 17, 22. – Aesch. ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων, Spt. 545; οἶμαί σφ' ἐρατῶν ἐκ στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον, 847; – auch in Prosa im cigtl. Sinne, Thuc. 2, 49, Plat. Tim. 69 e Prot. 352 a; στῆθος πελιὸν εἶχε, Dem. 47, 59; von Hunden Xen. Cyn. 4, 1 u. A. – 2) der Ballen an der flachen Hand und der Hackenam Fuße, τὸ σαρκῶδες κάτωθεν, Arist. H. A. 1, 15. – 3) ein brustförmig gerundeter Hügel von abgesetztem Flußsande, eine Sandbank; Pol. 4, 41; Strab.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
poitrine, d'où
1 partie centrale de la poitrine, poitrine de l'homme et de la femme ; poitrail des chevaux, des chiens ; particul. la poitrine comme siège du souffle et de la voix, comme siège du cœur;
2 fig. τὰ στήθη la poitrine comme siège des sentiments, des passions, càd cœur, âme.
Étymologie: R. Στα, se tenir droit, litt. « la partie saillante ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στῆθος -εος, contr. -ους, τό, ep. gen. of dat. στήθεσφι, dat. στήθεσσιν borst borst, soms plur. met sing. bet.:; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον hij trof hem middenin zijn borst Il. 5.19; χερσί … ἄμυσσε στήθεα met haar handen krabde zij haar borst(en) open Il. 19.285; als zetel van het hart; τό με … καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν dat deed me mijn hart in mijn borst bonzen Sapph. 31.6; soms als zetel van de stem en de ademhaling. εἰς ὅ κ’ ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ zolang als de adem in mijn borst standhoudt Il. 9.610. overdr. borst (als zetel van de gevoelens), innerlijk, hart, poët. altijd plur., zelden sing. in proza:. οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν ze stopte de moed van een vlieg in zijn borst Il. 17.570; ἃ ἔφησθα ἐν τῷ στήθει ἔχειν wat je beweerde op het hart te hebben Plat. Phaedr. 236c. geneesk. ook sternum, borstbeen; Hp. Art. 14; ook voor bal van de voet.
Russian (Dvoretsky)
στῆθος: εος τό тж. pl.
1 грудь Hom., Xen.: σ. μεταμάζιον Hom. грудь между сосками, середина груди;
2 перен. грудь, сердце, душа: θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔχειν Hom. иметь отвагу в сердце; πλῆρες τὸ σ. ἔχειν Plat. быть в настроении (в ударе); ἐν τῷ στήθει ἔχειν τι Plat. иметь что-л. на душе;
3 выпуклость, вздутие: τὸ σαρκῶδες (τοῦ ποδὸς) σ. (sc. ἐστίν) Arst. мясистая часть ноги называется икрой;
4 песчаная мель Polyb.
English (Autenrieth)
εος, στήθεσφι: breast; as source of voice and breath, Il. 4.430, Il. 9.610; pl., often fig., as seat of the heart, Il. 14.140, Il. 9.256, Il. 10.95, Il. 1.189; hence of passions, emotions, reason.
English (Slater)
breast ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 6.
English (Strong)
from ἵστημι (as standing prominently); the (entire external) bosom, i.e. chest: breast.
English (Thayer)
στήθους, τό (from ἵστημι; that which stands out, is prominent (Etym. Magn. 727,19 διότι ἕστηκεν ἀσάλευτον)), from Homer down, the breast: κόλπος, 1); τύπτειν εἰς τό στῆθος or τύπτειν τό στῆθος, of mourners (see κόπτω), Luke 23:48.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α
1. το πρόσθιο τμήμα του θώρακα του ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ' άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι
β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. τα στήθη
οι γυναικείοι μαστοί και το τμήμα του θώρακα που βρίσκεται κάτω από αυτούς
3. συνεκδ. ολόκληρος ο θώρακας μαζί με τα όργανα που αυτός περιλαμβάνει («νόσημα στήθους»)
4. το στέρνο
5. μτφ. η έδρα τών αισθημάτων και τών παθών (α. «διαπρεπή οι αθάνατοι / έδωσαν τών ανθρώπων / και ατίμητα δώρα / αγάπην, αρετήν, / εύσπλαχνον στήθος», Κάλβ.
β. «θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὅρινεν», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. «από [ή εκ] στήθους» — από μνήμης, απ' έξω
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τμήμα ενδύματος που καλύπτει τον θώρακα («θέλει λίγο φάρδεμα το στήθος»)
2. οι λευκές σάρκες του στέρνου τών πουλιών
3. ναυτ. α) αμμώδης ή χαλικώδης υποβρύχια έξαρση του βυθού ποταμού ή θάλασσας η οποία μερικές φορές φθάνει σχεδόν μέχρι την επιφάνεια και έχει συνήθως ομαλή και ευρεία επιφάνεια, κν. μπάγκος
β) τριγωνικό ισοσκελές επίρραμμα τετράγωνου ιστίου, κν. σταυρογάζι
γ) ο όγκος τετράγωνου διπλωμένου ιστίου ο οποίος σχηματίζεται στο μέσον της κεραίας
4. φρ. α) «με διαφορά στήθους» — με ελάχιστη διαφορά
β) «προτάσσω τα στήθη μου»
i) αγωνίζομαι ή αμύνομαι για κάτι με σθένος
ii) ριψοκινδυνεύω
γ) «στήθος με στήθος»
i) (για μάχη ή για πάλη ή για άλλο αγώνισμα) εκ του συστάδην, σαν να αγκαλιάζει κανείς τον αντίπαλο
ii) με [ή σε] άμεσο και σκληρό αγώνα
iii) (κατ' επέκτ.) (για προσπάθεια) πάση θυσία, με αποφασιστικότητα
αρχ.
1. η αγκαλιά
2. το τμήμα του ποδιού που προεξέχει προς τα πάνω
3. το σαρκώδες τμήμα της παλάμης του χεριού το οποίο βρίσκεται στις εκφύσεις τών δαχτύλων
4. πιθ. η παλάμη του χεριού
5. οίδημα, πρήξιμο
6. λόφος ή ύψωμα σε στρογγυλό σχήμα από συσσωρευμένη άμμο ή χώμα κοντά σε ποταμό ή σε θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. στῆθος —με δυσερμήνευτο επίθημα -θος— πρέπει να συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. στήνιον
στῆθος (ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. stana- «στήθος γυναίκας», αρμ. stin) και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. στήνιον (< στῆνος) κατά το σχήμα πλῆθος: λατ. plēnus. Η αναγωγή της λ. στήθος στη ρίζα stā του ρ. ἵστημι δεν θεωρείται πιθανή λόγω της εμφάνισης -η- (και όχι -ᾱ-) σε όλες τις διαλέκτους, με εξαίρεση έναν τ. στᾶθος, ο οποίος έχει προέλθει με υστερογενή φωνητική αλλαγή χαρακτηριστική για τη διάλεκτο της Σικυώνας. Ο νεοελλ. τ. στήθι έχει σχηματιστεί από έναν τ. πληθ. στήθη-α κατά το σχήμα μάτια: μάτι (πρβλ. χείλι < χείλη-α < χείλη).
ΠΑΡ. στηθαίο(ν), στηθάρι(ον), στηθιαίος, στηθικός
αρχ.
στηθίας, στηθίδιον, στηθίον, στηθιστήρ, στηθύνιον
μσν.
στηθείον, στήθειος
νεοελλ.
στηθάτος, στηθούρι, στηθούχος, στηθωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στηθόδεσμος
αρχ.
στηθοειδής, στηθοκρουστώ, στηθόκυρτος
αρχ.-μσν.
στηθομελής
μσν.
στηθοδρομώ, στηθοκόρυζα
νεοελλ.
στηθογράφος, στηθοδέρνομαι, στηθοκατάρρους, στηθοκόκαλο, στηθοκοπούμαι, στηθολαλιά, στηθόμετρο, στηθόπανο, στηθόπονος, στηθοσκοπία, στηθοσκόπιο, στηθοσκοπώ, στηθοχτυπιέμαι. (Β' συνθετικό) μεγαλόστηθος, μικρόστηθος
αρχ.
δασύστηθος
νεοελλ.
ανάστηθος, ανοιχτόστηθος, άστηθος, γυμνόστηθος, ξέστηθος, πλατύστηθος].
Greek Monotonic
στῆθος: -εος, τό, στήθος, εμπρόσθιο μέρος του θώρακα, Λατ. pectus, σε Όμηρ., Ξεν.
II. μεταφ., στήθος ως έδρα συναισθημάτων, καρδιά, σε Όμηρ. (πάντοτε στον πληθ., σε Αισχύλ.).
Greek (Liddell-Scott)
στῆθος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.)· - τὸ στῆθος, Λατ. pectus, ὅπερ εἶναι τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ θώρακος διαιρούμενον εἰς τοὺς μαστοὺς (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 2, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 32 κἑξ.)· ὁ Ὅμ. χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γενῶν (ἐν ᾧ λέγει στέρνον μόνον ἐπὶ τοῦ ἄρρενος), βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν Ἰλ. Δ. 400· ἔβαλε στ. μεταμάζιον Ε. 19· κληὶς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Θ. 326· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. pectora, διὰ στήθεσφιν (Ἐπικ. γεν.) ἔλασσεν Ε. 41, Ὀδ. Χ. 93· στήθεά τ’ ἠδ’ ἁπαλὴν δειρὴν (ἐπὶ τῆς Βρισηΐδος), Ἰλ. Τ. 285· ἐπὶ ζῴων, Λ. 282, Μ. 202, κ. ἀλλ., πρβλ. Ξεν. Κυν. 4, 1· - ὡς ἕδρα τῆς φωνῆς καὶ τῆς πνοῆς, Ἰλ. Γ. 221, Ι. 610· ἀλλὰ συνηθέστερον ὡς ἕδρα τῆς καρδίας, Α. 189, Ὀδ. Α. 344, κτλ., πρβλ. Σαπφ. 2. 6· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. μεταφορ., τὸ στῆθος ὡς ἕδρα τῶν αἰσθημάτων, τῶν παθῶν καὶ τῆς διανοίας, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἀλλ’ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν Ἰλ. Β. 142· κτλ.· θάρσος ἐνὶ στ. ἐνῆκεν Ρ. 570· ἔχει κότον ... ἐν στ. ἑοῖσιν Α. 83· ἐν γάρ τοι στ. μένος πατρῴιον ἧκα Ε. 125· νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ στ. ἔχοντες Δ. 309· μῆτιν ἐνὶ στ. κέκευθεν Ὀδ. Γ. 18, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 239· δὶς παρ’ Αἰσχύλ. (λυρ.),. διά, ἐκ στηθέων Θήβ. 563, 865· οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ. ἢ Εὐρ.· παρὰ πεζογράφοις, εἰπεῖν ἃ ἔφησθα ἐν τῷ στήθει ἔχειν Πλάτ. Φαῖδρ. 236C· πλῆρες τὸ στ. ἔχειν αὐτόθι 236C· - παροιμ., ἀπὸ ἢ ἐκ στήθους, «ἀπ’ ἔξω», Βυζ. ΙΙΙ. παρ’ Ἱππ. = στέρνον, τὸ ὀστοῦν τὸ κατὰ τὸ στῆθος, 791Η· ἀλλ’ ὡσαύτως καθόλου, τὸ στῆθος ὡς περικλεῖον τὰ ὄργανα τῆς ἀναπνοῆς, Ω. 5, κτλ. 2) τοῦ ποδὸς τὸ ἄνωθεν προέχον μέρος τὸ πρὸς τὴν κνήμην, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 822, 824, πρβλ. 276. 9, 1120Β· τὸ σαρκῶδες τοῦ ποδὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6· ὡσαύτως προστηθίς. Πολυδ. Β. 198. 3) οἴδημα, «πρήξιμον», ἐν τῷ ἥπατι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6. IV. λόφος ἢ ὕψωμα τὸ σχῆμα μαστοῦ ἔχον, ὕψωμα ἐξ ἄμμου ἢ χώματος παρὰ ποταμὸν ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Λατ. dorsum, Πολύβ. 4. 41, 2, πρβλ. ταινία ΙΙ. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, καθ’ ὅσον ἡ λέξις ὑπονοεῖ σταθερότητα καὶ δύναμιν).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: male or female breast, also as seat of feelings etc. "heart" (Il.), metaph. ball of the hand, foot (medic.), sandbank (Plb. a.o.).
Other forms: Often pl. -εα, -η.
Compounds: Rare compp., e.g. στηθό-δεσμος, -ίς, -ία, -η breast-band (Poll., LXX, hell. pap. a.o.), μεγαλό-, μικρό-στηθος with wide resp. narrow chest (Mnesith. ap. Orib.; only sup.).
Derivatives: 1. Dimin. στηθ-ίον (Alex., Arist. a.o.), -ίδιον (Phryn.), -ύνιον (middl. com., LXX; cf. χελύνιον lip, jawbone etc.). 2. -αῖον breastwork (sch.). 3. also -ίας ὄρνις ποιός H.? 4. -ικός (Arist.), -ιαῖος (inscr. IVp, sch.) belonging to the breast. 5. -ιστήρ m. breast-plate of a horse's harness (gloss.; cf. βραχιονιστήρ a.o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As στῆθος is also Dor. and Aeol. (στα̃θος [Sicyon] with α from η; Thumb-Kieckers Hb. 1, 129), the connection with στῆ-ναι (Curtius 211; cf. Chantraine Form. 421, also Benveniste Origines 200) must be given up. Origin unclear. The similarity with στήνιον στῆθος H. (to Arm. stin, Skt. stána m. female breast a.o.) is hardly accidental. Suppositions on it in WP. 2, 663 and Pok. 990 (for *τῆθος from *θῆ-θος to θῆσθαι with στ- after στήνιον?); by Risch 73 (στήνιον: στῆθος approx. like Lat. plēnus: πλῆθος).
Middle Liddell
στῆθος, ος, εος, τό,
I. the breast, Lat. pectus, Hom., Xen.
II. metaph. the breast as the seat of feeling, the heart, Hom. (always in plural), Aesch.
Frisk Etymology German
στῆθος: {stē̃thos}
Forms: oft pl. -εα, -η
Grammar: n.
Meaning: ‘männliche od. weibliche Brust’, auch auch als Sitz der Gefühle usw. "Herz" (seit Il.), übertr. ‘Hand-, Fußballen’ (Mediz.), Sandbank (Plb. u.a.).
Composita: Ganz vereinzelte Kompp., z.B. στηθόδεσμος, -ίς, -ία, -η ‘Brust- band' (Poll., LXX, hell. Pap. u.a.), μεγαλό-, μικρόστηθος ‘mit breiter bzw. schmaler Brust’ (Mnesith. ap. Orib.; nur Sup.).
Derivative: Davon 1. die Demin. στηθίον (Alex., Arist. u.a.), -ίδιον (Phryn.), -ύνιον (mittl. Kom., LXX u.a.; vgl. χελύνιον Lippe, Kinnbacken). 2. -αῖον Brustwehr (Sch.). 3. auch -ίας· ὄρνις ποιός H.? 4. -ικός (Arist.), -ιαῖος (Inschr. IVp, Sch.) zur Brust gehörig. 5. -ιστήρ m. Brustblatt am Pferdegeschirr (Closs.; vgl. βραχιονιστήρ u.a.). Da στῆθος auch dor. und äol. ist (στα̃θος [Sikyon] mit α aus η; Thumb-Kieckers Hb. 1, 129), ist die Anknüpfung an στῆναι (Curtius 211; vgl. Chantraine Form. 421, auch Benveniste Origines 200) aufzugeben.
Etymology: Herkunft unklar. Die Ähnlichkeit mit στήνιον· στῆθος H. (zu arm. stin, aind. stána m. weibliche Brust u.a.) ist kaum zufällig. Vermutungen darüber bei WP. 2, 663 und Pok. 990 (für *τῆθος aus *θῆθος zu θῆσθαι mit στ- nach στήνιον?); bei Risch 73 (στήνιον: στῆθος etwa wie lat. plēnus : πλῆθος).
Page 2,795
Chinese
原文音譯:stÁqoj 士帖拖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:胸
字義溯源:胸懷,胸,胸膛;源自(ἵστημι)*=站)
出現次數:總共(5);路(2);約(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 胸(3) 路18:13; 路23:48; 啓15:6;
2) 胸膛(2) 約13:25; 約21:20