κέρδος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρδος Medium diacritics: κέρδος Low diacritics: κέρδος Capitals: ΚΕΡΔΟΣ
Transliteration A: kérdos Transliteration B: kerdos Transliteration C: kerdos Beta Code: ke/rdos

English (LSJ)

εος, τό,
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225; οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13; κ. νομίσαι τι Th.7.68; ὅτι… Id.3.33; ἤν τι… δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43; ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν… Id.Mon.359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib.364; part., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med.454; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr.747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec.607, 610: pl., gains, profits, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ) κ. S.Ant.326; τὰ κέρδη μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59; τὰ πονηρὰ κέρδη Antiph.270:—κέρδος (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14; ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807.
2 desire of gain, κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54; ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant.222; εἰς τὸ κέρδος λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3: pl., κερδῶν ἄθικτος A.Eu.704; ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκε S.OT388; μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant.1061, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν(= ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu.1202.
3 iron. (cf. κερδαίνω ΙΙ), ἀστεῖόν γε κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων ib.1064.
II in plural, cunning arts, wiles, ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib.515; φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118, cf. 88; ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν 13.299; ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216; κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.)

German (Pape)

[Seite 1424] τό, Gewinn, Vortheil, Nutzen; Il. 10, 224 Od. 16, 311 u. öfter; ἵν οἴκαδε κέρδος ἄρηαι Hes. O. 630; Pind. u. Tragg., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κέρδος Aesch. Prom. 749, κέρδεσιν νικωμένους Ag. 333, Gewinnsucht, wie ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν Soph. Ant. 222, εἰς τὸ κέρδος λῆμ' ἔχων ἀνειμένον Eur. Heracl. 3; – ἵνα τι ἐπισπάσωνται κέρδος Her. 3, 72; ἐν κέρδεἵ ἐποιοῦντο, sie achteten es für Gewinn, 6, 13, wie κέρδος νομίσαι τὸ ἀκινδύνως ἀπελθεῖν Thuc. 7, 68; εἰ κέρδος ἡγοῖο τὸ ἐλέγχεσθαι Plat. Gorg. 487 a, wie Xen. Cyr. 4, 2, 43; ähnl. τί τὸ κέρδος μὴ καταθεῖναι Ar. Eccl. 603; κέρδος ἦν αὐτῷ ἐμὲ διαβάλλειν Lys. 8, 13; Gegensatz ζημία, Plat. Legg. VIII, 835 b, wie Eur. Cycl. 34 u. Xen. Cyr. 2, 2, 12. – Auch = vortheilhafter Anschlag, kluger Plan, Schlauheit, ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od. 13, 298, κέρδεα εἰδώς, sich auf listige Anschläge verstehend, Il. 23, 709, öfter; auch κακὰ κέρδεα βουλεύειν, auf böse Ränke sinnen, Od. 23, 217.

French (Bailly abrégé)

εος ους (τό) :
1 gain, profit, avantage ; τὰ κέρδη gains, profits;
2 amour du gain : ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν SOPH l'amour du gain a souvent perdu les hommes;
3 τὰ κέρδη desseins profitables, sages desseins ; en mauv. part ruse, finesse, dessein artificieux : κέρδεα εἰδέναι IL être fertile en ruses, κέρδεα βουλεύειν OD méditer des projets artificieux, avoir de mauvais desseins.
Étymologie: DELG étym. incert. ; pê v.irl. cerd « art, travail ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρδος -εος, contr -ους, τό voordeel, winst, buitenkans:; μείζων μὲν φόρτος, μεῖζον δ’ ἐπὶ κέρδεϊ κέρδος ἔσσεται hoe groter de lading, hoe groter de winst op winst zal zijn Hes. Op. 644; ἐν κέρδεϊ ποιεῖσθαι ergens voordeel in zien Hdt. 6.13.2; κέρδος νομίζειν als voordeel beschouwen Thuc. 7.68.3; κέρδος εἶναί τινι van voordeel zijn voor iem. Lys. 8.13; iron.:; ἀστεῖον τὸ κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων de stakker heeft een leuke slag geslagen Aristoph. Nub. 1064; plur. winst:. κέρδεα ἄκαιρα onbehoorlijke winst Xen. Cyr. 4.2.45. winstbejag, vaak plur.:; εὖτ’ ἄν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ἀνθρώπων wanneer winstbejag het verstand van de mens misleidt Hes. Op. 323; ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν winstbejag heeft de mens vaak geruïneerd Soph. Ant. 222; sluwheid, slimheid, meestal plur.: ὅς δέ κε κέρδεα εἰδῇ ἐλαύνων ἥσσονας ἵππους maar wie slimheid betracht, wanneer hij minder goede paarden ment Il. 23.322.

Russian (Dvoretsky)

κέρδος: εος τό
1 выгода, польза Hom. etc.: ἐν κέρδεϊ ποιέεσθαι Her. считать важным (что-л.); διὰ τὰ κέρδη Xen. из-за выгоды, ввиду полезности;
2 прибыль (οἴκαδε κ. ἀρέσθαι Hes.): ἐπίσκοπος ὁδαίων κερδέων τε Hom. (купец), думающий о товарах и прибылях;
3 корыстолюбие, страсть к наживе (ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν Soph.; αἰσχροῦ κέρδους χάριν NT);
4 pl. полезные советы, разумные мысли: ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Hom. (возница), который знает, что полезно; κέρδη παραινεῖς Soph. ты даешь благие советы;
5 pl. хитрые замыслы, коварные планы: κέρδεα εἰδώς Hom. (Одиссей), мастер на (всякие) хитрости; κακὰ κέρδεα βουλεύειν Hom. лелеять коварные замыслы.

English (Autenrieth)

εος: gain, profit; shrewd counsel, esp. pl., Il. 23.515 ; κέρδεα ἐπίστασθαι, εἰδέναι, to be ‘versed in cunning arts,’ Il. 23.322 ; νωμᾶν ἐνὶ φρεσί, ‘devise clever counsels,’ Od. 18.216; in bad sense, Od. 2.88, Od. 23.217.

English (Slater)

κέρδος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσιν.) gain κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; (κερδοῖ coni. Huschke) (P. 2.78) ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται (P. 3.54) “ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) κέρδος δὲ φίλτατον ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι (P. 8.13) (σοφοὶ) οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν (N. 7.18) αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κρύπτεται (N. 9.33) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (I. 1.51) pl., μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (locus metr. causa varie corrigitur.) (P. 1.92) κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν (N. 11.47)

English (Strong)

of uncertain affinity; gain (pecuniary or genitive case): gain, lucre.

English (Thayer)

κερδέος (κέρδους), τό, gain, advantage: Aelian v. h. 4,7 τοῖς κακοῖς οὐδέ τό ἀποθανεῖν κέρδος); Homer down.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ κέρδος)
κάθε υλική ή ηθική ωφέλεια από μια πράξη ή ενέργεια, όφελος, πλεονέκτημα, ωφέλημα (α. «επιδιώκει το εύκολο κέρδος» β. «το μαγαζί δεν αφήνει πια κέρδος» γ. «είχα μεγάλο κέρδος από τη συναναστροφή μας» δ. «μήτ' ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, μήτ' ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ωφέλεια που προκύπτει από την πώληση εμπορευμάτων, προϊόντων ή υπηρεσιών, δηλαδή το πλεόνασμα του συνολικού εισοδήματος σε σύγκριση με το ολικό κόστος μέσα σε καθορισμένο χρονικό διάστημα
2. φρ. α) «καθαρό κέρδος» — έσοδο απαλλαγμένο από κάθε επιβάρυνση, δηλ. το κέρδος που προκύπτει αν από το μικτό κέρδος αφαιρεθούν τα γενικά έξοδα διοίκησης ή διαχείρισης, οι αποσβέσεις, οι φόροι εισοδήματος και κάθε άλλο πάγιο έξοδο
β) «μικτό κέρδος» — τα αποτελέσματα εκμετάλλευσης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ πωλήσεων και κόστους πωλήσεων, το κέρδος που προκύπτει αν από τα ακαθάριστα έσοδα μιας επιχείρησης αφαιρεθεί το τεχνικό κόστος παραγωγής
αρχ.
1. επιθυμία και αγάπη για κέρδος, φιλοκέρδεια («ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν» Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ κέρδη και κέρδεα
α) δόλια τεχνάσματα, πανουργίες, απάτες («ὃς δὲ καὶ κέρδεα εἰδῇ», Ομ. Ιλ.)
β. εισοδήματα, πρόσοδοι, ωφέλειες («περιβαλλόμενος ἑαυτῷ κέρδεα», Ηρόδ.)
3. φρ. α) (ειρωνικά) «λαμβάνω κέρδος» — ζημιώνομαι από κάτι που καρπώθηκα
β) «κατὰ κέρδεα βουλεύομαι» — μελετώ πονηριές, σκέπτομαι να προξενήσω βλάβη, ζημία (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ιρλδ. cerd «τέχνη, χειροτεχνία» αλλά και «αγγειοπλάστης» και «ποιητής», καθώς και με το γαλατ. cerdd «ποίηση, τραγούδι», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα kerd- «έντεχνος, επιτήδειος».
ΠΑΡ. κερδαίνω, κερδαλέος, κερδίζω, κερδώος
αρχ.
κερδάριον, κερδεία, κερδείη, κερδεών, κερδητικός, κερδία, κέρδίστος, κερδίων, κερδοσύνη, κερδύφιον, κερδώ, ή
μσν.- νεοελλ.
ρ. κερδώ
νεοελλ.
κερδεύω.
ΣΥΝΘ. κερδοφόρος
αρχ.
κερδέμπορος, κερδογαμώ
μσν.
κερδομίσθιον, κερδοσυλλέκτης
νεοελλ.
κερδομανής, κερδομανία, κερδοσκοπία, κερδοσκοπικός, κερδοσκόπος, κερδοσκοπώ].

Greek Monotonic

κέρδος: -εος, τό,
I. 1. κέρδος, ωφέλεια, πλεονέκτημα, Λατ. lucrum, σε Ομήρ. Οδ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, το lucro apponere του Οράτιου, σε Ηρόδ.· ομοίως, κέρδος ἡγεῖσθαί τι ή νομίζειν τι, σε Ευρ., Θουκ.
2. επιθυμία κέρδους, αγάπη για ωφέλεια, σε Πίνδ., Τραγ.
II. στον πληθ., πανούργα, δόλια τεχνάσματα, απάτες, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κέρδος: -εος, τό, ὡς καὶ νῦν, κέρδος, ὠφέλεια, Λατ. lucrum, Ὀδ. Ψ. 140, καὶ Ἀττ.· συχνάκις σχεδὸν ὡς ἐπίθετ., ἐνόησεν ὅππως κέρδος ἔῃ, πῶς θὰ προήρχετο ὠφέλειά τις, τί θὰ ἦτο τὸ καλλίτερον νὰ γείνῃ, Ἰλ. Κ. 225· οὔ τοι τότε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Ὀδ. Π. 311, κτλ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, τὸ τοῦ Ὁρατίου lucro apponere, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 2. 121, 4., 6. 13· οὕτω, κέρδος νομίζειν τι Θουκ. 3. 33., 7. 68· κ. ἡγεῖσθαι, ἤν τι... δάσωνται Ξεν. Κύρ. 4. 2, 43· κ. λαβεῖν ἔκ τινος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 148· μέγ’ ἐστὶ κ., ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Μονοστίχ. 359· πρὸς τὸ κ. βλέπειν αὐτόθι 364· ― μετὰ μετοχ., πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ Εὐρ. Μήδ. 454· κ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., τί δῆτ’ ἐμοὶ ζῆν κ. Αἰσχύλ. Πρ. 747, πρβλ. Λυσ. 113. 26, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 607, 610· πληθ., κέρδη, ὠφέλειαι, περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· τὰ δειλὰ κ. Σοφ. Ἀντ. 326· τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Θουκ. 4. 59· τὰ πονηρὰ κ. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἀντίθετον τῷ ζημία, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 5. 2) ἐπιθυμία, ἀγάπη τοῦ κέρδους, Πινδ. Π. 3. 95· ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν Σοφ. Ἀντ. 222· εἰς τὸ κέρδ. λῇμ’ ἔχων ἀνειμένον Εὐρ. Ἡρακλ. 3· οὕτως ἐν τῷ πληθ., κερδῶν ἄθικτος Αἰσχύλ. Εὐμ. 683· ἐν τοῖς κέρδεσιν μόνον δέδορκεν Σοφ. Ο. Τ. 388· μὴ’πὶ κέρδεσιν λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1061, πρβλ. 326, Εὐρ. Ἑκ. 1207· οὕτως ἐπὶ προσώπων, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν (= ἡμῶν τῶν σ.), ὑμεῖς, παρ’ ὧν ἡμεῖς οἱ σοφοὶ κερδαίνομεν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1202. 3) ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας (πρβλ. κερδαίνω ΙΙ), ἀστεῖόν γε κ. ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων Ἀριστοφ. Νεφ. 1064. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πανοῦργα, δόλια τεχνάσματα, δόλοι, ἀπάται, πανουργίαι, ὃς δέ κε κέρδεα εἰδῇ Ἰλ. Ψ. 322· κέρδεα εἰδὼς αὐτόθι 709, κτλ.· κέρδεσι, οὔτε τάχει γε Ψ. 515· ἔργα τ’ ἐπίστασθαι κέρδεά θ’ Ὀδ. Β. 118, πρβλ. 85· ἐγὼ δ’ ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Ν. 298· ἐνὶ φρεσὶ κέρδε’ ἐνώμας Σ. 216· κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν, σκέπτονται βλάβην, ζημίαν, Ψ. 217· πρβλ. εὐτράπελος 3.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: gain, profit, desire to gain, cunning, wiles (Il.); in plur. also good advice (Hom.).
Compounds: rarely as 1, member, e. g. κερδο-φόρος bringing gain (Artem.), as 2. member in αἰσχρο-κερδής full lowly desire to gain, greedy (IA).
Derivatives: Diminutives κερδάριον, κερδύφιον (gloss.); κερδοσύνη ruse (Hom., Cleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss -συνη 27), κερδώ f. "the cunning", i. e. the fox (Ar., Babr.); Κέρδων, -ωνος PN (D., Argolis; from here Lat. cerdō ordinary artisan), also Κερδέων surn. of Hermes and Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος bringing gain surn. of Apollon (Thessal., Lyc.; after Λητῳ̃ος), also of Hermes (Plu., Luc.), also from the fox (Babr.); κερδητικός greedy (gloss.). - Further κερδαλέος greedy (Il.) and κερδαίνω, aor. κερδῆναι, -δᾶναι, -δῆσαι gain, have profit (Pi., IA); hardly from an old /n-l/-stem (Schwyzer 484). - Compar. forms κερδίων more profitable (Il.), κέρδιστος the most cunnting (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 84.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579], PGX [probably a word of Pre-Greek origin] *kerd- gain, clever, cunning
Etymology: The only connections outside Greek are a few Celtic words: OIr. cerd (IE. *kerdā) art, handwork, also aerarius, figulus, poeta, Welsh cerdd song. - The doubtful H.-glosse κήρτεα τὰ κέρδη does hardly allow conclusions for the morphology (cf. Schwyzer 512 n. 3). See Bq, and W.-Hofmann s. cerdō; also E. Lewy FS Dornseiff 226f. Sophie Minon conects (RPh. LXXIV (2000) 271 κορδύς πανοῦργος H., which is of course not certain (s.v.). Or do κερδύφιον, κερδώ point to a Pre-Greek word?

Middle Liddell

κέρδος, εος,
I. gain, profit, advantage, Lat. lucrum, Od.; ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, Horace's lucro apponere, Hdt.; so, κέρδος ἡγεῖσθαι or νομίζειν τι Eur., Thuc.
2. desire of gain, love of gain, Find., Trag.
II. in plural cunning arts, wiles, tricks, Hom.

Frisk Etymology German

κέρδος: {kérdos}
Grammar: n.
Meaning: Gewinn, Vorteil, Lohn, Sold, Gewinnsucht (seit Il.); im Plur. auch gute Ratschläge, Listen, Ränke (Hom.).
Composita: Vereinzelt als Vorderglied, z. B. κερδοφόρος gewinnbringend (Artem.), als Hinterglied in αἰσχροκερδής voll schmutziger Gewinnsucht, habgierig (ion. att.) u. a.
Derivative: Ableitungen: Deminutiva κερδάριον, κερδύφιον (Gloss.); κερδοσύνη List (Hom., Kleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss -συνη 27), κερδώ f. "die Listige", d. h. der Fuchs (Ar., Babr. u. a.); Κέρδων, -ωνος PN (D., Argolis; daraus als Appellativum lat. cerdō gemeiner Handwerksmann), auch Κερδέων Bein. des Hermes und Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος gewinnbringend Bein. des Apollon (Thessal., Lyk.; nach Λητῳ̃ος), auch des Hermes (Plu., Luk.), auch auf den Fuchs übertragen (Babr.); κερδητικός gewinnsüchtig (Gloss.). — Ferner κερδαλέος ‘gewinnreich, -süchtig, verschlagen’ (seit Il.) und κερδαίνω, Aor. κερδῆναι, -δᾶναι, -δῆσαι gewinnen, Vorteil ziehen (Pi., ion. att.); ob diese Bildungen zu κέρδος analogisch neugeschaffen wurden oder Ausläufer eines alten Stammwechsels /n:l/(:s) sind (Schwyzer 484 m. Lit.), läßt sich kaum entscheiden; jedenfalls gehört κερδαίνω nicht zu Κέρδων (Schwyzer 724). — Außerdem die primären, zu κέρδος neugebildeten Steigerungsformen κερδίων vorteilhafter (poet. seit Il.), κέρδιστος der listigste (Hom.), der vorteilhafteste (Trag.), vgl. Seiler Steigerungsformen 84.
Etymology: Die einzige brauchbare außergriechische Anknüpfung bieten einige keltische Wörter: air. cerd (idg. *kerdā) Kunst, Handwerk, auch aerarius, figulus, poeta, kymr. cerdd Gesang. — Aus der zweifelhaften H.-glosse κήρτεα· τὰ κέρδη lassen sich schwerlich morphologische Schlüsse (vgl. Schwyzer 512 A. 3) ziehen. Lit. bei Bq, WP. 1, 423, auch W.-Hofmann s. cerdō; dazu E. Lewy Festschrift Dornseiff 226f.
Page 1,829

Chinese

原文音譯:kšrdoj 咳而多士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:獲利
字義溯源:獲利*,賺,利益,有益,益處,貪財
同源字:1) (αἰσχροκερδής)下賤的 2) (αἰσχροκερδῶς)下賤地 3) (ἐπικερδαίνω / κερδαίνω)得利 4) (κέρδος)獲利 參讀 (ἐργασία)同義字
出現次數:總共(3);腓(2);多(1)
譯字彙編
1) 貪⋯財(1) 多1:11;
2) 有益的(1) 腓3:7;
3) 益處(1) 腓1:21

English (Woodhouse)

advantage, benefit, gain, profit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως Ἀπό ρίζα κερ- τοῦ κείρω ἤ ἀπό τό ἔρδω.
Παράγωγα: κερδαίνω, κερδαλέος (=πανοῦργος), κερδαντήρ (=φιλάργυρος), κερδαντός, κερδαντέον, κερδοσύνη (=πανουργία).

Lexicon Thucydideum

lucrmn, gain, profit, 1.5.1, 1.8.3, 2.44.4, 2.65.7. 3.33.3, 3.38.2. 3.43.1. 3.43.14.59.2. 7.57.9. 7.10.1, 7.68.3, 8.50.3. 8.66.2, 8.83.3.

Translations

Arabic: رِبْح‎, مَكْسَب‎, فَائِدَة‎, نَفْع‎; Azerbaijani:ənfəət; Belarusian: прыбытак, карысць, выгада, выгода; Bulgarian: полза, изгода; Chinese Mandarin: 贏利, 赢利, 利潤, 利润, 利益; Czech: zisk, prospěch; Danish: overskud,ortjeneste, profit; Dutch: profijt, winst; Esperanto: profito; Ewe: viɖe; Finnish: tuotto, etu, hyöty; French: profit, gain, bénéfice; Galician: beneficio; German: Gewinn, Profit; Gothic: 𐌲𐌰𐍅𐌰𐌿𐍂𐌺𐌹; Greek: κέρδος, όφελος; Ancient Greek: κέρδος; Hindi: लाभ, फ़ायदा; Hungarian: haszon, profit; Italian: profitto, lucro, profit; Japanese: 利益, 利潤; Korean: 이익(利益); Kurdish Central Kurdish: قازانج‎; Northern Kurdish:ayîde; Latin: lucrum, ructus, quaestus; Macedonian: заработка, добивка, профит; Malay:aedah, keuntungan; Indonesian: keuntungan; Norman: profit; Persian: فایده‎; Polish: zysk; Portuguese: proveito, lucro; Romanian:âștig, profit; Russian: прибыль, выгода, доход, нажива, польза, профит; Scottish Gaelic:ath, prothaid; Sicilian: guadagnu, vadagnu, lucru, binificiu, benefit, prufittu, profit; Slovak: zisk; Spanish: ganancia, beneficio; Swahili: dahili,aida; Swedish: vinst,örtjänst; Tamil: labam; Telugu: లాభము; Thai: กำไร; Tocharian B: kallau; Turkish: kazanç,ayda; Ukrainian: прибуток, вигода, користь; Urdu: فایدہ‎, فائدہ‎; Vietnamese: lợihuận, lời; Zazaki:ayde