ποτέ: Difference between revisions
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. [[κοτέ]] και δωρ. τ. [[ποκά]] και αιολ. τ. ποτά Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> α) (χρον. και με αρνητική σημ.) [[ούτε]] [[σήμερα]], [[ούτε]] [[αύριο]], [[ούτε]] [[άλλη]] [[μέρα]], σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[ουδέποτε]] («δεν θα τον ξαναδώ [[ποτέ]]»)<br />β) (προκειμένου να δηλωθεί χρονική [[διάρκεια]]) [[μέχρι]] [[τώρα]] («[[είναι]] ο [[χειρότερος]] [[άνθρωπος]] που γνώρισα [[ποτέ]]»)<br />γ) (αορστλ. και σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κάποτε]] («αν [[ποτέ]] ξαναϊδωθούμε»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτέ]] τών ποτών» — σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]<br />θ) «του αγίου Ποτέ»<br />(με ειρωνική σημ.) [[ουδέποτε]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αορστλ. εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάποτε]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]]) μια [[φορά]] και, [[ιδίως]] σε αφηγήσεις, μια [[φορά]] και έναν καιρό («οὕτω ποτ' ἦν μῡς καὶ [[γαλῆ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός χρονικού διαστήματος («οὐκ ἔστ' ἀδελφὸς [[ὅστις]] ἂν βλάστοι [[ποτέ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]] ή το [[μέλλον]] και προκειμένου να δηλωθεί θερμή [[επιθυμία]] ή και [[ανυπομονησία]]) τελοσπάντων, επιτέλους («εὔχεταί ποτε οἶκον [[ἰδεῖν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />II. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. ([[συχνά]] απαντά σε [[συνεκφορά]] με αναφορικά όπως: [[ὅστις]] [[ποτέ]], [[ὅστις]] [[δήποτε]], [[ὅστις]] | |mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. [[κοτέ]] και δωρ. τ. [[ποκά]] και αιολ. τ. ποτά Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> α) (χρον. και με αρνητική σημ.) [[ούτε]] [[σήμερα]], [[ούτε]] [[αύριο]], [[ούτε]] [[άλλη]] [[μέρα]], σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[ουδέποτε]] («δεν θα τον ξαναδώ [[ποτέ]]»)<br />β) (προκειμένου να δηλωθεί χρονική [[διάρκεια]]) [[μέχρι]] [[τώρα]] («[[είναι]] ο [[χειρότερος]] [[άνθρωπος]] που γνώρισα [[ποτέ]]»)<br />γ) (αορστλ. και σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κάποτε]] («αν [[ποτέ]] ξαναϊδωθούμε»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτέ]] τών ποτών» — σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]<br />θ) «του αγίου Ποτέ»<br />(με ειρωνική σημ.) [[ουδέποτε]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αορστλ. εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάποτε]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]]) μια [[φορά]] και, [[ιδίως]] σε αφηγήσεις, μια [[φορά]] και έναν καιρό («οὕτω ποτ' ἦν μῡς καὶ [[γαλῆ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός χρονικού διαστήματος («οὐκ ἔστ' ἀδελφὸς [[ὅστις]] ἂν βλάστοι [[ποτέ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]] ή το [[μέλλον]] και προκειμένου να δηλωθεί θερμή [[επιθυμία]] ή και [[ανυπομονησία]]) τελοσπάντων, επιτέλους («εὔχεταί ποτε οἶκον [[ἰδεῖν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />II. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. ([[συχνά]] απαντά σε [[συνεκφορά]] με αναφορικά όπως: [[ὅστις]] [[ποτέ]], [[ὅστις]] [[δήποτε]], [[ὅστις]] δηποτοῦν</i>, [[ὅποι]] [[ποτέ]], [[ὅπου]] ποτὲ</i> στα οποία προσδίδει αορστλ. σημ.) [[οποιοσδήποτε]], [[οπουδήποτε]]<br /><b>2.</b> πολλές φορές απαντά σε ερωτηματικές φράσεις επιτείνοντας τη [[σημασία]] τους («οὐκ ἐξερεῑς [[ποτέ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[συχνά]] απαντά στην [[αρχή]] προτάσεων, που συνδέονται [[κατά]] [[παράταξη]], [[μαζί]] με τους αντιθετικούς <i>μέν</i>, <i>δέ</i>) [[ποτέ]] μέν</i>... [[ποτέ]] δέ</i><br />[[άλλοτε]] μεν... [[άλλοτε]] δε («ἢ ποτὲ μὲν ἀληθῆ, ποτὲ δὲ ψευδῆ;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το <i>ἀεί</i> προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] του) <i>ἀεί ποτε</i> ή και <i>ἀεί δή ποτε</i><br />[[πάντοτε]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ποτὲ καὶ [[ἄλλοτε]]» — [[άλλοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για τον σχηματισμό του τ. <b>βλ. λ.</b> [[πότε]] και <i>πο</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
German (Pape)
[Seite 688] enclitisch, u. wenn es zu Anfange des Satzes steht, Oxytonon, indefinit. zum Vorigen, irgendeinmal, einst, sowohl auf die Vergangenheit, als auf die Zukunft gehend; τάχ' ἄν ποτε, Il. 1, 205; ἤδη γάρ ποτε, 260; ὅν ποτ' Ἀθήνη θρέψε, 2, 547; ἤδη γὰρ καὶ δεῦρό ποτ' ἤλυθε, 3, 205; ὥς ποτέ τις ἐρέει, so wird man dereinst sprechen, 4, 182; μέλλεν μέν ποτε ἔμμεναι, Od. 1, 232, u. sonst, wie Hes., Pind. u. Tragg.; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε, Aesch. Prom. 68, u. öfter mit dem fut.; πρίν ποτε λέκτρων ἐπιβῆναι, Suppl. 37; u. wie das lat. tandem in der Frage, τί ποτε, πᾶ ποτε u. ä., Prom. 124. 183, wie Soph. O. R. 279 Phil. 222 u. öfter; auch beim imperat., μέθες ποτέ, 805, d och. – Aehnlich in Prosa: ἦν ποτε χρόνος, Plat. Prot. 320 c; εἰ μέλλομέν ποτε καθαρῶς τι εἴσεσθαι, Phaed. 66 d; μόγις οὖν ποτε, endlich einmal, 314 e; u. in der Frage, τί ποτε δύναται, 324 a, τί οὖν δή ποτε καλεῖς, Gorg. 450 b; τί ποτε, Xen. Cyr. 1, 3, 11 u. öfter, An. 3, 5, 13 Mem. 1, 1, 1 u. Sp., ἀεί ποτε, immerdar, Thuc. 1, 13 u. oft. – Ποτὲ μέν – ποτὲ δέ, bald – bald, Plat. Theaet. 170 c. u. Sp, wie Pol. 10, 22, 4; auch π οτὲ μὲν γελῶντες, ἐνίοτε δὲ δακρύοντες, Plat. Phaed. 59 a; ποτὲ μέν – αὖθις δέ, Rep. VIII, 560 a, ἤδη ποτέ, D. Hal. 7, 49 u. a. Sp. Vgl. ὁπότε, πώποτε u. ähnl.
French (Bailly abrégé)
adv. indéf. enclitique;
quelquefois, une fois par hasard, un jour :
I. avec idée de temps indéterminé ἦ σοι γὰρ Αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ ; SOPH le belliqueux Ajax s’opposa-t-il jamais à toi ? càd fut-il jamais ton ennemi ? en ce sens, après les conj. dubitatives εἰ, ἐάν, εἴπερ, etc. ; avec une nég. οὔ ποτε, μή ποτε ATT ; en un mot • οὔποτε, • μήποτε ATT non en un temps quelconque, jamais ; ποτὲ μὲν… ποτὲ δέ, tantôt … tantôt ; ποτὲ μὲν… ἐνίοτε δέ, ποτὲ μὲν… νῦν δέ, m. sign. ; qqf pour marquer l’attente au sens de enfin : τίς ποτε ; ESCHL qui enfin ? ἀεί ποτε THC toujours enfin;
II. avec idée de temps déterminé;
1 en parl. du passé autrefois, jadis : ὅν ποτ’ Ἀθήνη θρέψε IL qu’Athènes nourrit jadis ; οὕτω ποτ’ ἦν μῦς καὶ γαλῆ AR ainsi donc il était une fois un rat et un chat ; avec un prés. hist. τὸν μὲν ξένοι ποτὲ λῃσταὶ φονεύουσι SOPH des brigands étrangers le tuent un jour;
2 en parl. de l’avenir un jour : καί ποτέ τοι παρέσσεται δῶρα IL et un jour tu recevras des présents.
Étymologie: *πός.
English (Autenrieth)
enclitic indef. adv., at some time, once, some day.
English (Slater)
ποτέ
&nnbsp;1 once
a in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.) τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ (O. 13.55) σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν (O. 13.87) ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (P. 9.79) θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς (P. 10.45) καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ (N. 3.38) χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.36) βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε (N. 6.42) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (N. 9.13) καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν (N. 9.18) Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) (I. 4.52) ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος (I. 8.65) καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον (Pae. 6.135) κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.
b within rel. cl. ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας (O. 3.13) (ἔλαφον) ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν (O. 3.29) (αἶνος) ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ (O. 6.13) ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς (O. 7.33) ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.71) τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο (O. 9.9) (ὥρα) ἅ ποτε θάνατον ἆλκε (O. 10.104) ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (O. 13.63) τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον (P. 1.16) οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν (P. 3.5) στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ (P. 3.74) (Πυθῶνι) ἔνθα ποτὲ χρῆσεν (P. 4.4) (ἔπος) Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ (P. 4.10) “(ὄρνις) τόν ποτε δέξατ” (P. 4.20) “(υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” (P. 4.46) τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” (P. 4.53) “ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν” (P. 4.107) “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” (P. 4.152) “τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” (P. 4.161) τά ποτ' ἐν οὔρεσι (P. 6.21) λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο (P. 8.39) Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ (P. 9.5) ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν (P. 9.15) παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε (P. 12.6) σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε (N. 4.25) τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) (N. 4.90) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9) (θεός) ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) (φιάλαισι) ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν (N. 9.52) παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (I. 1.13) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” (I. 6.48) ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.54) “χθόνα τοί ποτε πέμψαν (Pae. 4.42) ]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18. οἶά ποτε Θήβᾳ[ (Pae. 18.8) τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.
c in quasi rel. cl., c. part., simm. τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ (O. 7.30) τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) (P. 4.258) κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.26)
d in subord. cl. ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (P. 2.33) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον (P. 9.112)
e modifying adv. ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν (O. 10.31)
2 ever
a c. neg.
I in princ. cl. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (P. 10.27) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.49) οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν (N. 3.39) οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί (N. 3.41) τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ (N. 7.102) εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (N. 8.35) οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν (I. 2.39) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν (I. 2.44)
II c. inf. οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν (O. 6.51) παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς (O. 9.77) μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον (P. 6.26)
b in subord. indef. cl.
I conditional διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (P. 4.266) “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” (I. 6.42)
II rel. οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν (O. 6.76)
3 referring to fut., some day “φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” (P. 4.14) ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (P. 4.293)
4 fragg. καί ποτε[ (Pae. 6.73) ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων fr. 72.
English (Strong)
from the base of πού and τέ; indefinite adverb, at some time, ever: afore-(any, some-)time(-s), at length (the last), (+ n-)ever, in the old time, in time past, once, when.
English (Thayer)
an enclitic particle, from Homer down;
1. once, i. e. at some time or other, formerly, aforetime;
a. of the Past: Winer's Grammar, § 15,7); ἤδη πότε, now at length, ἤδη πότε, now at length, ever: after a negative, οὐδείς πότε, Buttmann, 202 (175).); οὐ ... πότε, μή πότε (see μήποτε); after οὐ μή with the aorist subjunctive τίς πότε, ὁποῖοί πότε, whatsoever, πότε here formerly, once; cf. Lightfoot ad loc.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α
νεοελλ.
(ως επίρρ.)
1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τον ξαναδώ ποτέ»)
β) (προκειμένου να δηλωθεί χρονική διάρκεια) μέχρι τώρα («είναι ο χειρότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ»)
γ) (αορστλ. και σχετικά με το μέλλον) κάποτε («αν ποτέ ξαναϊδωθούμε»)
2. φρ. α) «ποτέ τών ποτών» — σε καμιά περίπτωση
θ) «του αγίου Ποτέ»
(με ειρωνική σημ.) ουδέποτε
αρχ.
(ως αορστλ. εγκλιτ. μόριο) Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. κάποτε
2. (σχετικά με το παρελθόν) μια φορά και, ιδίως σε αφηγήσεις, μια φορά και έναν καιρό («οὕτω ποτ' ἦν μῡς καὶ γαλῆ», Αριστοφ.)
3. (σχετικά με το μέλλον) κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος («οὐκ ἔστ' ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ», Σοφ.)
4. (σχετικά με το παρελθόν ή το μέλλον και προκειμένου να δηλωθεί θερμή επιθυμία ή και ανυπομονησία) τελοσπάντων, επιτέλους («εὔχεταί ποτε οἶκον ἰδεῖν», Πίνδ.)
II. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. (συχνά απαντά σε συνεκφορά με αναφορικά όπως: ὅστις ποτέ, ὅστις δήποτε, ὅστις δηποτοῦν, ὅποι ποτέ, ὅπου ποτὲ στα οποία προσδίδει αορστλ. σημ.) οποιοσδήποτε, οπουδήποτε
2. πολλές φορές απαντά σε ερωτηματικές φράσεις επιτείνοντας τη σημασία τους («οὐκ ἐξερεῑς ποτέ;», Σοφ.)
3. (συχνά απαντά στην αρχή προτάσεων, που συνδέονται κατά παράταξη, μαζί με τους αντιθετικούς μέν, δέ) ποτέ μέν... ποτέ δέ
άλλοτε μεν... άλλοτε δε («ἢ ποτὲ μὲν ἀληθῆ, ποτὲ δὲ ψευδῆ;», Πλάτ.)
4. (σε συνεκφορά με το ἀεί προκειμένου να επιτείνει τη σημασία του) ἀεί ποτε ή και ἀεί δή ποτε
πάντοτε
5. φρ. «ποτὲ καὶ ἄλλοτε» — άλλοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για τον σχηματισμό του τ. βλ. λ. πότε και πο-].
Russian (Dvoretsky)
ποτέ: ион. κοτέ, дор. ποκά adv. энкл.
1) когда-нибудь, когда-либо, как-нибудь: τάχ᾽ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη Hom. может быть когда-нибудь и последует возмещение; ἦ σοι πολέμιος προύστη ποτέ; Soph. разве (Эант) был когда-л. твоим врагом?; ἡ τότε ποτὲ οὖσα νῆσος Plat. существовавший в те времена остров; ποτὲ μὲν ἀληθῆ, ποτὲ δὲ καὶ ψευδῆ Plat. когда истина, а когда и ложь;
2) (с отрицанием) никогда: ταύτην ποτ᾽ οὐκ ἐσθ᾽ (= ἔσται) ὡς γαμεῖς Soph. на ней ты никогда не женишься;
3) (преимущ. при вопросе или imper.) наконец, в конце концов, же: μέθες ποτέ Soph. пусти же; μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθείς Her. едва, наконец, прийдя в себя; τί ποτ᾽ ἐστὶ τοῦτο; Plat. что же это, в конце концов?;
4) почти, пожалуй, чуть ли не: ἀεὶ δή ποτε Thuc. чуть ли не всегда;
5) когда-то, некогда: ὅν ποτ᾽ Ἀθήνη θρέψε Hom. (Эрехтей), которого некогда взлелеяла Афина; ὃν ἐκσώζει (praes. hist.) ποτέ Eur. (ребенок), которого он однажды спас;
6) (о будущем) когда-либо: ἡνίκ᾽ ἂν κόπος μ᾽ ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. как только утомление меня когда-нибудь покинет;
7) (при pron. и adv. relat.) обобщающее бы - ни: ὅστις δή ποτε Xen. кто бы ни; ὅπου ποτέ Plat. где бы ни.
Middle Liddell
enclit. Particle:
1. at some time or other, at some time, Hom., etc.
2. at any time, ever, Soph., etc.; often after relat. words, ὅστις ποτέ, ὅστις δήποτε, ὅστις δηποτοῦν, v. δήποτε; also after πω, v. πώποτε; and after negatives, when it often becomes one word with the negat., οὔποτε, μήποτε, οὐδέποτε, μηδέποτε.
3. in correl. clauses it stands first, with accent, ποτὲ μέν . . , ποτὲ δέ . . , at one time . . , at another . . , Lat. modo . . , modo . . , Plat.
II. of some unknown point of time,
1. the past, once, erst, Il., Trag.; in telling a story, once upon a time, Ar.
2. the future, at some time, Il., etc.:—with imperat., Lat. tandem aliquando, Soph.
3. in questions, τίς ποτε; Lat. qui tandem? who in the world? Aesch., etc.; v. τίποτε; τίπτε.