δαίω: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " syll." to " syllable") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><i>Act. inus. ; seul. Pass.</i><br /><b>1</b> diviser, partager ; <i>Pass.</i> être divisé : [[διχθά]] OD en deux ; [[δίχα]] πάντα [[δέδασται]] OD <i>ou</i> [[τριχθά]] IL tout est partagé en deux <i>ou</i> en trois;<br /><b>2</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : δαίεται [[ἦτορ]] OD (mon) cœur est déchiré;<br /><i><b>Moy.</b> v.</i> [[δαίομαι]].<br />'''Étymologie:''' R. Δα, diviser.<br /><span class="bld">2</span><i>f. et ao. inus., pf.</i> [[δέδηα]];<br /><b>1</b> allumer : [[πῦρ]], φλόγα, faire briller du feu, une flamme ; δαίειν [[ἐκ]] κόρυθός [[τε]] καὶ ἀσπίδος [[πῦρ]] IL faire jaillir du feu d’un casque et d’un bouclier ; ἔκ τινος δαίειν φλόγα IL faire jaillir de qch une flamme ; <i>Pass.</i> [[πῦρ]] δαίετο IL, ἐδαίετο [[φλόξ]] SOPH le feu, la flamme brillait ; <i>p. anal.</i> [[ὄσσε]] δαίεται OD ses yeux brillent comme du feu ; πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]] IL ses yeux lançaient la flamme ; [[πόλεμος]] [[δέδηε]] IL le feu de la bataille est allumé ; <i>p. anal. en parl. de la voix</i> : [[ὄσσα]] [[δεδήει]] IL la voix de la Renommée se répandait <i>litt.</i> s’allumait comme une traînée de feu;<br /><b>2</b> mettre le feu à, allumer : δαίειν ξύλα allumer du bois ; δαίειν χώραν DÉM dévaster un pays par le feu ; ὁπότ’ ἂν [[Τροίη]] πυρὶ [[δάηται]] IL lorsque Troie serait consumée par le feu.<br />'''Étymologie:''' R. ΔαϜ, allumer, brûler, d’où la | |btext=<span class="bld">1</span><i>Act. inus. ; seul. Pass.</i><br /><b>1</b> diviser, partager ; <i>Pass.</i> être divisé : [[διχθά]] OD en deux ; [[δίχα]] πάντα [[δέδασται]] OD <i>ou</i> [[τριχθά]] IL tout est partagé en deux <i>ou</i> en trois;<br /><b>2</b> <i>avec idée de violence</i> déchirer : δαίεται [[ἦτορ]] OD (mon) cœur est déchiré;<br /><i><b>Moy.</b> v.</i> [[δαίομαι]].<br />'''Étymologie:''' R. Δα, diviser.<br /><span class="bld">2</span><i>f. et ao. inus., pf.</i> [[δέδηα]];<br /><b>1</b> allumer : [[πῦρ]], φλόγα, faire briller du feu, une flamme ; δαίειν [[ἐκ]] κόρυθός [[τε]] καὶ ἀσπίδος [[πῦρ]] IL faire jaillir du feu d’un casque et d’un bouclier ; ἔκ τινος δαίειν φλόγα IL faire jaillir de qch une flamme ; <i>Pass.</i> [[πῦρ]] δαίετο IL, ἐδαίετο [[φλόξ]] SOPH le feu, la flamme brillait ; <i>p. anal.</i> [[ὄσσε]] δαίεται OD ses yeux brillent comme du feu ; πυρὶ [[ὄσσε]] [[δεδήει]] IL ses yeux lançaient la flamme ; [[πόλεμος]] [[δέδηε]] IL le feu de la bataille est allumé ; <i>p. anal. en parl. de la voix</i> : [[ὄσσα]] [[δεδήει]] IL la voix de la Renommée se répandait <i>litt.</i> s’allumait comme une traînée de feu;<br /><b>2</b> mettre le feu à, allumer : δαίειν ξύλα allumer du bois ; δαίειν χώραν DÉM dévaster un pays par le feu ; ὁπότ’ ἂν [[Τροίη]] πυρὶ [[δάηται]] IL lorsque Troie serait consumée par le feu.<br />'''Étymologie:''' R. ΔαϜ, allumer, brûler, d’où la [[syllable]] δαυ- des part. pf. Act. fém. [[δεδαυῖα]] et pf. Pass. masc. [[δεδαυμένος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:43, 31 August 2021
English (LSJ)
(A), Act. only pres. and impf. (but ἔδευσε may be for ἔδαυσε aor. 1, cf. infr. ΙΙ, Berl.Sitzb. 1902.1098): —Pass., pres. and impf., Hom.: aor. 2 subj. A δάηται Il.20.316: also intr. in pf. 2 Act. δέδηα, plpf. δεδήειν (v. infr.); Ep. part. fem. δεδᾰυῖα Nonn.D.6.305: aor. part. δαισθείς E.Heracl.914 (if not from δαίνυμι): also aor. 2 subj. δαβῇ, ἐκδαβῇ, Hsch.: pf. Pass. δέδαυμαι (v. infr. ΙΙ). (Δαϝ-ψω, cf. δε-δαυ-μένος, δαβελός, Skt. dunō óti 'burn'):—poet. Verb, light up, kindle, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ she made fire burn from... Il.5.4, cf. 7; ἐκ δ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα 18.206, cf. 227; so πῦρ καὶ φῶς δ. A.Ch.864 (lyr.); φλόγα Id.Ag.496: metaph., δαῖε δ' ἐν ὀφθαλμοῖς… πόθον A.R.4.1147:—Pass., blaze, burn fiercely, ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο καῖε δὲ νεκρούς Il.21.343; πυρὶ ὄσσε δεδήει blazed with fire, 12.466; ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται blaze like fire, Od.6.132; σεμνῶν ὀργίων ἐδαίετο φλόξ S.Tr.765: mostly metaph. sense, μάχη πόλεμός τε δέδηεν Il.20.18, al., cf. 12.35, 17.253; Ὄσσα δεδήει Rumour spread like wild-fire, 2.93; φιλοφροσύνη δεδήει glowed, Emp.130.2. II burn up, μῆρ' ἐπὶ βωμῶν Epigr.Gr.1035.20 (Pergam.); σάρκας ἔδευσε (sic) πυρί Berl.Sitzb. l.c.; τὰν χώραν δ. Decr.Byz. ap. D.18.90; use cautery, Hp.Haem.2 (very rare in Prose):—Pass., φλογὶ σῶμα δαισθείς E. l.c.; μηρίων δεδαυμένων Semon.30; ἐν ἔρωτι δεδ., prob. in Call.Epigr.50 (cf. δάκνω III).
δαίω (B), A divide:—Act. is not found in this sense (for aor. ἔδαισα v. δαίνυμι) , δαΐζω being used:—Pass., δαίεται ἦτορ my heart is torn, distracted, Od.1.48: Ep. 3pl. pf., Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται ib.23: —more freq. in Med., distribute, κρέα δαίετο 15.140; κρέα πολλὰ δαιόμενος 17.332; πήματα… δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι Pi.P.3.81; cf. δατέομαι. II aor. ἔδαισα, feast, from Hdt. downwards, though formed from δαίω, belongs in sense to δαίνυμι (q. v.):—Med., feast on, [ἀμβροσίην] δαίονται Matro Conv.72. (δαι- also in δαίς, δαίνυμι, etc.: prob. akin to δα- in δατέομαι.)
German (Pape)
[Seite 518] brennen, anzünden; entstanden entweder aus δα'FΩ (das Digamma in ι übergegangen), oder aus δαFίω (das Digamma ausgeworfen); Wurzel auf jeden Fall δαF-; durchaus verschieden also von δαίομαι »theilen«, Wurzel δα –. Das Digamma in δαίω »brennen« bezeugt z. B. die Form δεδαυμένος, μηρίων δεδαυμένων Simonid. (Amorgin.?) in Etym. m. p. 250, 18 und Cram. An. Ox. 1 p. 106, 4 (Bergk L. G. ed. 2 fr 30 p. 587); durch conj. hergestellt δεδαυμένον Callimach. epigr. 53; vgl. Hesych. δεδαυμένον· περιπεφλεγμένον; δάβελος· δαλός, Λάκωνες; Sanskrit. davas, dâvas = calor, ignis, s. Curtius Grundzüge d. Gr. Etym. 1 S. 197; wahrscheinlich sind δαίω »brennen«, αὔω oder αὕω nebst αὐαίνω oder αὑαίνω, εὕω, καίω (καύσω, καF-), dem Ursprunge nach identisch; vgl. λείβω εἴβω, δείλη εἵλη, δαήμων δαίμων αἵμων, δνόφος νέφος γνόφος κνέφας, μέλας μέλαινα μελαινός κελαινός, δᾶ γᾶ γέα γῆ γαῖα αἶα, Verwandt mit δαίω »brennen« auf jeden Fall δαΐς »die Fackel« und δαλός. – Transitiv. werden von δαίω gebraucht praes. und imperfect. activ.: Hom. πῦρ Il. 9, 211 Od. 7, 7; φλόγα Il. 18, 206, wie Aesch. Ag. 496; π ῦρ καὶ φῶς Ch. 864; übertr., δαῖε δ' ἐν όφθαλμοῖς γλυκερὸν πόθον, Verlangen aus den Augen leuchten lassen, Ap. Rh. 4, 1147. – In Prosa Dem. χώραν δαίοντος καὶ δενδροκοπέοντος in dem Psephisma der Byzantier 18, 90. – Intransitiv wird das medium gebraucht nebst perf. und plusquamperf. act. δέδηα ἐδεδήειν, = brennen, in Brand sein, in Flammen stehen, in Flammen gerathen, sich entzünden: Hom. Iliad. 18, 227 ἀκάματον πῦρ δεινὸν ὑπὲρ κεφαλῆς Πηλείωνος δαιόμενον· τὸ δὲ δαῖε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη; vom Blitz Iliad. 8, 75 αὐτὸς δ' ἐξ Ἴδης μεγάλ' ἔκτυπε, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας; neben καίω Odyss. 5, 61 πῦρ μὲν ἐπ' ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ' ὀδμ ὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει δαιομένων; Iliad. 21, 343 Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο θεσπιδαὲς πῦρ. πρῶτα μὲν ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς πολλούς: hier kann δαίετο Homerisch medium statt des activ. sein, Hephästos Subject zu δαίετο. – Soph. Tr. 762 ἐδαίετο φλόξ; λύχνοις ἅμα δαιομένοισιν Theocr. 24, 51. – Übertr., δαίεται ὄσσε, die Augen funkeln, Od. 6, 132. – Δάηται. conjunct. aor . 2. med., in auffallender Verbindung, δάηται δαιομένη, zwei Mal dieselbe Stelle: μή ποτ' ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ, μηδ ὁπότ' ἄν Τροίη μαλερῷ πυρὶ πᾶσα δάηται δαιομένη, δαίωσι δ' ἀρήιοι υἷες Ἀχαιῶν, Iliad. 20, 316. 21, 375. – Perf. u. plusqpft. act., intransitiv, übertr.: πυρὶ δ' ὄσσε δεδήει Iliad. 12, 466; μάχη πόλεμός τε δέδηεν Iliad. 20, 18, die Schlacht ist entbrannt; 35, wohl Tmesis; πάντῃ γάρ σε περὶ στέ φανος πολέμοιο δέδηεν Iliad. 13, 736, wohl Tmesis; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δἔδηεν Iliad. 17, 253; μετὰ δέ σφισιν ὄσσα δεδήει ότρύνουσ' ἰέναι, Διὸς ἄγγελος Iliad 2, 93, vergl. das Deutsche »ein Gerücht verbreitet sich wie ein Lauffeuer«; οἰμωγὴ δὲ δέδηε, hat sich erhoben, flammt auf, Odyss. 20, 853.
Greek (Liddell-Scott)
δαίω: (Α), τὸ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.– Παθ., ἐνεστ. καὶ παρατ. Ὅμ.· ἀόρ. β΄ ὑποτακτ. δάηται Ἰλ. Υ. 316· εἰς τοῦτο ὡσαύτως ἀνήκει πρκμ. β΄ ἐνεργ δέδηα, ὑπερσυντ. δεδήειν (ἴδε κατωτ.)· Ἐπ. μετοχ. θηλ. δεδᾰυῖα Νόνν Δ. 6. 305· - ἀόρ. μετοχ. δαισθεὶς Εὐρ. Ἡρακλ. 914 (ἄλλ. δαϊσθεὶς ἐκ τοῦ δαΐζω, ἀλλ’ ἴδε Ἐλμσλ. ἐν τόπῳ)· παθ. πρκμ. δέδαυμαι (ἴδε κατωτ ΙΙ). (Ἐκ τῆς √ΑΔϜ, ὡς ἡ μετοχ. δεδαυμένος καὶ αἱ Σανσκρ. λέξεις δεικνύουσιν· ἐντεῦθεν δαΐς (δᾳδὸς) καὶ δᾱλός, καὶ ἴσως δαΐς (μάχη), δάϊος (ὅπερ κυρίως ἦτο δάϝιος, κατὰ τὸν Πρισκιανόν)· πρβλ. Σανσκρ. du, dun ômi (uro, torqueo, πρβλ. Ἑλλ. δύη, ὀδύνη)· davas, dâvas (calor).) Λέξις ποιητ., ἀνάπτω, καίω, κάμνω νὰ καίῃ, Λατ. accendo, δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, ἔκαμε νὰ καίῃ πῦρ ἐκ…, Ἰλ. Ε. 4, πρβλ. Ε. 7., Σ 227· ἐκ δ’ αὐτοῦ δαῖε φλόγα Σ. 206, πρβλ. 227· οὕτω, πῦρ δ. Αἰσχύλ. Χο 864, πρβλ. Ἀγ. 496·- καὶ οὕτω, δαῖε δ’ ἐν ὀφθαλμοῖς… πόθον (κοιν. πόθος) Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1147.– Παθ., ἐξάγω φλόγα, φλέγομαι, καίομαι ἀγρίως, ἐν πεδίῳ πῦρ, δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς Ἰλ. Φ. 343· πυρὶ ὄσσε δεδήει, ἐφλέγοντο, ἔλαμπον μὲ πῦρ, Μ. 466· ἐν δὲ οἱ ὄσσε δαίεται, φλέγονται ὡς διὰ πυρός, Ὀδ. Ζ. 132· ἐδαίετο φλὸξ Σοφ. Τρ. 765· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας, πόλεμος, ἔρις, μάχη, ἐνοπὴ δέδηε, πόλεμος (κτλ.) ἐφλέγετο, ἦτο ἐν ἀκμῇ, Ἰλ.· ὄσσα δεδήει, ἡ φήμη ἐξηπλώθη ὡς πῦρ· ὡς ἐν τῇ Λατ. flagrat bellum, flagrat rumor, Ἰλ. Β. 93. ΙΙ. καίω, κατακαίω, Λατ. uro, μηρὰ… ἐπὶ βωμῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32· τὰν χώραν δαίειν Ψήφισμα Βυζ. παρὰ Δημ. 255, ἐν τέλ.· μεταχειρίζομαι καυτήριον (κοιν. δέων) Ἱππ. 891G (ἄλλως δὲν εὑρίσκεται σχεδὸν παρὰ τοῖς πεζοῖς).– Παθ., φλογὶ σῶμα δαισθεὶς Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μηρίων δεδαυμένων Σιμων. Ἰαμβ. 28· ἐν ἔρωτι δεδ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Bentl. ἐν Καλλ. Ἐπιγρ. 52.
French (Bailly abrégé)
1Act. inus. ; seul. Pass.
1 diviser, partager ; Pass. être divisé : διχθά OD en deux ; δίχα πάντα δέδασται OD ou τριχθά IL tout est partagé en deux ou en trois;
2 avec idée de violence déchirer : δαίεται ἦτορ OD (mon) cœur est déchiré;
Moy. v. δαίομαι.
Étymologie: R. Δα, diviser.
2f. et ao. inus., pf. δέδηα;
1 allumer : πῦρ, φλόγα, faire briller du feu, une flamme ; δαίειν ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος πῦρ IL faire jaillir du feu d’un casque et d’un bouclier ; ἔκ τινος δαίειν φλόγα IL faire jaillir de qch une flamme ; Pass. πῦρ δαίετο IL, ἐδαίετο φλόξ SOPH le feu, la flamme brillait ; p. anal. ὄσσε δαίεται OD ses yeux brillent comme du feu ; πυρὶ ὄσσε δεδήει IL ses yeux lançaient la flamme ; πόλεμος δέδηε IL le feu de la bataille est allumé ; p. anal. en parl. de la voix : ὄσσα δεδήει IL la voix de la Renommée se répandait litt. s’allumait comme une traînée de feu;
2 mettre le feu à, allumer : δαίειν ξύλα allumer du bois ; δαίειν χώραν DÉM dévaster un pays par le feu ; ὁπότ’ ἂν Τροίη πυρὶ δάηται IL lorsque Troie serait consumée par le feu.
Étymologie: R. ΔαϜ, allumer, brûler, d’où la syllable δαυ- des part. pf. Act. fém. δεδαυῖα et pf. Pass. masc. δεδαυμένος.
English (Autenrieth)
(1), perf. δέδηα, plup. δεδήειν, mid. aor. subj. δάηται: I. trans. (act. exc. perf.), kindle, set in a blaze; δαῖέ οἱ ἐκ κορυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, the goddess ‘made fire blaze’ from his helmet, etc., Il. 5.5, 7, so pass., Il. 21.376.—II. intrans. (mid. and perf.), blaze, Il. 21.375, Il. 18.227, etc.; met. ὄσσε, πόλεμος, ἔρις, μάχη ἐνοπή τε, Il. 12.35; Ὄσσα, Il. 2.93; οἰμωγή, Od. 20.353.
(2), only pres. and ipf. mid. and pass., and perf. δεδαίαται: divide, mid. distribute, Od. 15.140 and Od. 17.332 ; ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, my heart is ‘rent’ (cf. δαΐζω), Od. 1.48.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. pres. subj. δάηται Il.20.316; aor. ἔδευσε prob. por ἔδ<α>υσε IMEG 62.6 (III a.C.), lacon. v. pas. subj. δαβῇ (por δαϝῇ) Hsch., part. δαισθείς E.Heracl.914; v. pas. perf. part. δεδαυμένος Semon.31, Call.Epigr.49.3; plusperf. δεδήει Il.12.466]
I intr., gener. en v. med. pas.
1 arder en llamas ὁπότ' ἂν Τροίη μαλερῷ πυρὶ πᾶσα δάηται καιομένη Il.20.316, 21.375, οὐχ ἵκετο καπνὸς αἰθέρα δαιομένας εὐρυχόρου Τεγέας Simon.122D., ἁ δέ σε γειναμένα πυρὶ δαίεται E.Tr.825, c. ac. rel. πυρὸς ... φλογὶ σῶμα δαισθείς E.Heracl.914
•c. πῦρ, φλόξ, etc. como suj., arder, flamear, llamear ἀκάματον πῦρ ὑπὲρ κεφαλῆς ... δαιόμενον Il.18.226, δαιόμενον ... σέλας Il.8.75, λάμπετο φλὸξ ... πυρὸς μέγα δαιομένοιο h.Merc.114, σεμνῶν ὀργίων ἐδαίετο φλόξ S.Tr.765, πυρὰ κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων δαίεται E.Rh.136, λύχνου δαιομένου Call.Fr.269, cf. Theoc.24.52, (φλόξ) δαιομένα AP 7.399 (Antiphil.), δαιόμενον πῦρ Opp.C.4.132, πυρὸς μένος ... δαίετο Q.S.6.170
•de la rama de laurel utilizada en la depilación ἡ δέ με Φοίβου τείρει νύμφα φίλη ... δαιομένη AP 14.43
•fig., del resplandor casi sobrenatural de los cuerpos y armas de los guerreros δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ Il.5.4, cf. 7, en un escudo τὰ δ' ἐδαίετο θαυματὰ ἔργα Hes.Sc.165.
2 fig. de pers. arder de pasión, brillar πυρὶ δ' ὄσσε δεδήει Il.12.466, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.132, ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆϊ ... δαίεται ἦτορ pero a mi se me inflama el corazón pensando en Odiseo, Od.1.48, de Dioniso ὃς μετὰ μαινάσιν ὄμμασι δαίεται Ar.Lys.1284, ἐν ἔρωτι δεδαυμένων Call.Epigr.49
•c. gen. δαιόμενος Νύμφης enamorado de la Ninfa Opp.C.2.118, de animales ὣς ὁ περιτρομέων ἀλόχοις μέγα δαίεται ἦτορ Opp.H.4.202
•consumirse, estar destrozado por el dolor ἡ δ' ἔνδοθι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει A.R.3.661.
3 perf. act. c. suj., personif. o no, de actividades humanas, de sign. neg. propagarse, extenderse como el fuego Ὄσσα δεδήει se propaga el Rumor como el fuego, Il.2.93, νῦν ἄγχιστα μάχη πόλεμός τε δέδηε Il.20.18, cf. 12.35, πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηε Il.13.736, οἰμωγὴ δὲ δέδηε Od.20.353, Ὅμαδός τε Φόνος τ' Ἀνδροκτασίη τε δεδήει Hes.Sc.155, αἰεὶ δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ φῦζα δέδηε Opp.H.4.471
•c. sign. posit. resplandecer φιλοφροσύνη τε δεδήει Emp.B 130.
II tr.
1 c. ac. int. πῦρ, φλόγα, etc. prender, encender, inflamar πῦρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖεν μέγα Il.9.211, ἐκ δ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα παμφανόωσαν Il.18.206, δαῖε δέ οἱ πῦρ γρηΰς Od.7.7, ἢ πῦρ καὶ φῶς ... δαίων A.Ch.864, δαίων φλόγα A.A.496, πυρὸς σέλας ὃ ... ἥρωες ... ἔδαιον A.R.4.69, δαίουσα λαμπτῆρος σέλας Trag.Adesp.407, tb. en v. med. Ἥφαιστος ... πρῶτα μὲν ... πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκρούς Il.21.343
•fig. δαῖε δ' ἐν ὀφθαλμοῖς ... πόθον A.R.4.1147.
2 c. ac. de obj. externo, de cosas quemar ξύλα Il.18.347, φιτρούς A.R.3.1209, μῆρα ἐπὶ βωμ[ῶ] ν Orác. en IGR 4.360.32 (Pérgamo II d.C.), βοῦν ... ἐς μέγαρον τετράγυιον ... ῥέξαντες πυρὶ δαίσατ' Orác. en ZPE 1.1967.185.9 (Hierápolis II d.C.), σάρκας IMEG l.c., en v. pas. μηρίων δεδαυμένων Semon.l.c.
•part. subst. plu. víctimas ἀμφὶ δὲ δαιομένοις εὐρὺν χορὸν ἐστήσαντο A.R.2.701
•de lugares devastar por medio del fuego Φιλίππω ... τὰν χώραν δαίοντος Decr. en D.18.90
•medic. cauterizar ἀρχὸν ... δαίων Hp.Haem.2 (var., cf. καίω). • DMic.: da-wa-no, da-wi.
• Etimología: De *δαϝιω < *d°Hu̯2- ‘quemar’; cf. en grado pleno ai. doman ‘incendio’.
v. δαίομαι.
Greek Monolingual
(I)
δαίω (Α)
1.
1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει
2. καίω, κατακαίω
3. καυτηριάζω
II. δαίομαι
απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < δaίFω < δaFγω (με επένθεση) ή < δayyω < δaF- yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από ΙΕ dəzw (ελλ. δάF-), μηδενισμένη βαθμίδα της IE deəz-w- (ελλ. δάF-) «καίω» (πρβλ. αρχ. ινδ. dunόti «καίω»)].
(II)
δαίω (Α)
Ι. 1. διαιρώ, χωρίζω
2. σχίζω, ξεσχίζω, πληγώνω
II. δαίομαι
1. διανέμω, διαμοιράζω
2. τρώγω κάτι, ευχαριστιέμαι τρώγοντας κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα εμφανίζεται συνήθως ως μέσο, δαίομαι
ο ενεργ. τ. δαίω με τη σημ. «διαιρώ, χωρίζω» απαντά σπάνια και αντ' αυτού χρησιμοποιείται το δαΐζω
Το δαίομαι (του οποίου το -ι- έχει διατηρηθεί αναλογικά, πιθ. από τον μέλλ. δαίσω και από λέξεις της ίδιας οικογένειας) συνδέεται με αρχ. ινδ. dayate «διαιρώ, διανέμω, καταστρέφω», dā-ti «κόβω», dya-ti «χωρίζω, μοιράζω», diti- «διανομή, μοίρασμα», που ανάγονται σε αρχική ρίζα dāi- (με μακρόφωνη δίφθογγο), η οποία εμφανίζεται και με τις μορφές dā-, dăi- (dəi-), dĩ. Λαμβάνοντας υπ' όψη τις σημασίες αυτές, είναι πιθ. ότι το ρ. δαίομαι συνδέεται με το δήμος (πρβλ. και δατέομαι, δάπτω)].
Greek Monotonic
δαίω: (Α), Ενεργ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ δάηται· ομοίως επίσης Ενεργ. παρακ. βʹ δέδηα (χρησιμ. ως ενεστ.), υπερσ. δεδήειν (ως παρατ.)· μτχ. αορ. αʹ δαισθείς·
I. ανάβω, πυρπολώ, καταστρέφω, αφανίζω, αναφλέγω, εξάπτω, φλογίζω, Λατ. accendo, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. — Παθ., φλέγω, κατακαίω με αγριότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρὶ ὄσσε δεδήει, φλέγονταν, λαμπάδιαζαν, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., πόλεμος, μάχη δέδηε, ο πόλεμος φούντωνε, βρισκόταν σε ακμή, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄσσα δεδήει, η φήμη εξαπλώθηκε σαν φωτιά, με γοργό ρυθμό, Λατ. flagrat rumor, στο ίδ.·
II. καίω, κατακαίω, φλογίζω, Λατ. uro — Παθ., δαισθείς, σε Ευρ. (√ΔΑϜ, η οποία εμφανίζεται στην μτχ. Παθ. παρακ. δε-δαυμένος, σε Σιμων.).
• δαίω: (Β), διαχωρίζω, διαμοιράζω, διαιρώ· για την Ενεργ., χρησιμ. το δαΐζω — Παθ., δαίεται ἦτορ, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Επικ. παρακ., διχθὰ δεδαίαται, έχουν χωριστεί στα δυο, στο ίδ. — Μέσ., διανέμω, μοιράζω, κρέα, στο ίδ.· ο αόρ. αʹ ἔδαισα, ἐδαισάμην ανήκει στο δαίνυμι· μέλ. δάσομαι, αόρ. αʹ ἐδασάμην στο δατέομαι.
Russian (Dvoretsky)
δαίω: II
1) зажигать (πῦρ Hom.; φλόγα Hom., Aesch.);
2) pass. загораться, гореть (ἐδαίετο φλόξ Soph.; λύχνοι δαιόμενοι Theocr.); перен. загораться, вспыхивать (πόλεμος δέδηε Hom.): πυρὶ ὄσσε δεδήει Hom. (его) глаза сверкали огнем; μετὰ σφίσιν ὄσσα δεδήει Hom. носилась между ними молва; οἰμωγὴ δέδηε Hom. раздался вопль;
3) поджигать, воспламенять (ξύλα Hom.);
4) сжигать, опустошать огнем (χώραν Dem.).
только med.-pass.
1) med. делить, разделять (κτήματα δάσσασθαί τινος, ἄνδιχα πάντα Hom.; τρεῖς μοίρας πάντα τὸν στρατόν Her.);
2) med. распределять, раздавать, оделять (κρέα μνηστῆρσι Hom.; πήματα βροτοῖς Pind.);
3) pass. быть разделяемым или разделенным (διχθά, δίχα и τριχθά Hom.);
4) pass. разрываться (ἀλλά μοι δαίεται ἦτορ Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαίω, aor. alleen conj. med. 3 sing. δάηται; perf. 3 sing. δέδηεν, plqperf. 3 sing. δεδήει met acc. in brand steken, aansteken:; πῦρ δέ... δαῖεν μέγα hij stak een groot vuur aan Il. 9.211; ook med.: Ἥφαιστος... πῦρ δαίετο Hephaestus stak een vuur aan Il. 21.343. intrans. med.-pass., met perf. δέδη- in brand staan, branden:; ὁπότ ’ ἂν Τροίη... πᾶσα δάηται wanneer heel Troje brandt Il. 20.316; overdr. (vurig) stralen:; δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθος... πῦρ vuur straalde van zijn helm Il. 5.4; ὄσσε δαίεται zijn beide ogen schitteren Od. 6.132; perf. overdr. zich (als vuur) verspreiden:. Ὄσσα δεδήει het Gerucht gaat als een lopend vuurtje Il. 2.93; πόλεμος... δέδηε de oorlog is opgelaaid Il. 20.18.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: kindle,
Other forms: intr. perf. δέδηα burn, ptc. δεδαυμένος (Semon. 30 B), δάηται (Υ 316, Φ 375), aor. δαῆναι, ἐκδαβῃ̃ (= -Ϝῃ̃) ἐκκαυθῃ̃. Λάκωνες H. (Il.).
Compounds: Compp. ἀνα- (A.) κατα- (H.). θεσπι-δαές (πῦρ, Μ 177 etc.) flaming godlike (rather to aor. δαῆναι then to δάος?). δᾳδοῦχος holding a torch.
Derivatives: δάος n. (< *δάϜος) torch (Hom.) with δανός < *δαϜεσ-νός good for a torch, dry (ο 322, Ar. Pax 1134 [lyr.]). δαλός m. fire-brand (Il.) < *δαϜελός (= δαβελός δαλός. Λάκωνες H.), δαελός (Sophr.); *δάϜος :* δαϜελ-ός like νέφος : νεφέλ-η; further δαῦλον ἡμίφλεκτον ξύλον H. Demin. δαλίον (Ar.); δαλός also = μελάνουρος ἰχθύς H. (from the light-organs, Strömberg Fischnamen 55f., or because of the black tail?), metaph. burnt out = old man (AP), with hypocoristic gemination δαλλώ ἡ ἀπόπληκτος. οἱ δε την ἔξωρον παρθένον η γυναῖκα καὶ πρεσβυτέραν H. δαΐς (< *δαϜίς), -ίδος, Att. δᾳς, δᾳδός (s. below) f. torch (Il.), from where the demin. δᾳδίον (Ar.), δᾳδίς torch-feast (Luc.), δᾳδινος to the torch, of pine-wood (Gal.), δᾳδώδης resinous (Thphr., Plut.) to δᾳς fire-brand, disease in pines, resin-glut (Thphr.); δᾳδόομαι become afflicted with resin-glut with δᾳδωσις (Thphr.), s. Strömberg Theophrastea 167. δαύακες θυμάλωπες H., cf. Bechtel Dial. 1, 118, Grošelj Živa Ant. 2, 206. δαερόν μέλαν. καὶ τὸ καιόμενον H., perh. also Emp. 90 for δαλερός. δαηρόν θερμόν, καυματηρόν, λαμπρόν, προφανές H. δαηθμόν ἐμπρησμόν H., on the formation s. Chantr. Form. 137f.; Latte with Voß for it δαιθμόν. δαῦκος ὁ θρασύς. καὶ βοτάνη τις Κρητική H., s. s. v. Here also δαΐ in battle < *δαϜ-ί, loc. of a root noun *δαῦς (Schwyzer 578)?.
Origin: IE [Indo-European] [179] *deh₂u- burn
Etymology: As shown by δεδαυμένος, δαίω is from *δαϜ-ι̯ω. From metathesized (cf Kor. ΔιδαίϜων) *δαίϜω originates Att. δᾳς (δαις < *δαιϜ-ις). The perfect δέδηα < *δέ-δαϜ-α resembles Skt. du-dāv-a (gramm.), to which present du-nó-ti burn. Further Skt. forms in Pok. 179f. So IE *d(e)h₂u̯-? Further perhaps OIr. dōim burn, OHG zuscen id.. See δύη; and δήϊος.
Middle Liddell
1 [The Root is !δαϝ, which appears in the perf. pass. part. δεδαυμένος, Semon.] [the perfect and pluperfect forms are commonly used with the present and imperfect meanings.]
I. to light up, make to burn, kindle, Lat. accendo, Il., Aesch.:—Pass. to blaze, burn fiercely, Il.; πυρὶ ὄσσε δεδήει blazed with fire, Od.; metaph., πόλεμος, μάχη δέδηε war blazes forth, Il.; ὄσσα δεδήει the report spread like wild-fire, Lat. flagrat rumor, Il.
II. to burn, burn up, Lat. uro:— Pass., δαισθείς Eur.
2 [see also δαίνυμι, δατέομαι
to divide; for the Act., δαΐζω is used:— Pass., δαίεται ἦτορ Od.; epic 3rd pl. perf., διχθὰ δεδαίαται are divided in two, Od.:—Mid. to distribute, κρέα Od.—The aor1 ἔδαισα, ἐδαισάμην belong to δαίνυμι; fut. δάσομαι, aor1 ἐδασάμην to δατέομαι.
Frisk Etymology German
δαίω: {daíō}
Forms: intr. Perf. δέδηα lodern, brennen, Ptz. δεδαυμένος, Aor. δαῆναι, ἐκδαβῇ (= -ϝῇ)· ἐκκαυθῇ. Λάκωνες H. (poet. seit Il.).
Grammar: v.
Meaning: anzünden,
Composita : Kompp. ἀνα- (A., Ar.) κατα- (H.).
Derivative: Viele Ableitungen. 1. δάος n. (aus *δάϝος) Fackel (Hom., Q. S.) mit δανός aus *δαϝεσνός zur Fackel geeignet, trocken (ο 322, Ar. Pax 1134 [lyr.]). 2. δαλός m. Feuerbrand (poet. seit Il.) aus δαϝελός (= δαβελός· δαλός. Δάκωνες H.), δαελός (Sophr.); δάϝος : δαϝελός wie νέφος : νεφέλη; daneben δαῦλον· ἡμίφλεκτον ξύλον H. Deminutiv δαλίον (Ar.); δαλός auch = μελάνουρος ἰχθύς H. (nach den Leuchtorganen, Strömberg Fischnamen 55f., oder wegen des schwarzen Schwanzes?), metaphorisch ‘ausgebrannter = alter Mann’ (AP), mit hypokoristischer Gemination δαλλώ· ἡ ἀπόπληκτος. οἱ δὲ τὴν ἔξωρον παρθένον ἢ γυναῖκα πρεσβυτέραν ... H. 3. δαΐς (aus *δαϝίς), -ίδος, att. δᾴς, δᾳδός (vgl. unten) f. Fackel (seit Il.), wovon das Deminutivum δᾳδίον (Ar., Hp. usw.), δᾳδίς Fackelfest (Luk.), δᾴδινος zur Fackel gehörig, aus Kienholz (Gal., Aët.), δᾳδώδης harzig (Thphr., Plut.) zu δᾴς ‘Harz(überfülle)’ als N. einer Pflanzenkrankheit (Thphr.); ebenso δᾳδόομαι von Harzüberfülle befallen werden mit δᾴδωσις (Thphr.), s. Strömberg Theophrastea 167. 4. δαύακες· θυμάλωπες H., vgl. Bechtel Dial. 1, 118, Grošelj Živa Ant. 2, 206. 5. δαερόν· μέλαν. καὶ τὸ καιόμενον H., vielleicht auch Emp. 90 für δαλερός. 6. δαηρόν· θερμόν, καυματηρόν, λαμπρόν, προφανές H. 7. δαηθμόν· ἐμπρησμόν H., zur Bildung vgl. Chantraine Formation 137f.; Latte mit Voß dafür δαιθμόν. 8. δαῦκος· ὁ θρασύς. καὶ βοτάνη τις Κρητική H., s. s. v. 9. Hierher wahrscheinlich auch in übertragener Bed. δαΐ im Kampf aus *δαϝί, Lok. von einem Wurzelnomen *δαῦς (Schwyzer 578). — Zu erwähnen auch das Kompositum θεσπιδαές (πῦρ, Μ 177 usw.) göttlich flammend, eher zum Aor. δαῆναι als zu δάος.
Etymology : Wie u. a. aus δεδαυμένος hervorgeht, steht δαίω als Jotpräsens für *δαϝι̯ω; auf das daraus durch Metathese (wie in kor. Διδαίϝων) entstandene *δαίϝω muß att. δᾴς (δαις aus *δαιϝις) zurückgehen. Das Perfekt δέδηα aus *δέδαϝα entspricht bis auf den Reduplikationsvokal aind. du-dāv-a (Gramm.), wozu mit regelmäßiger Schwundstufe das Präsens du-nó-ti brennen, quälen. Weitere aind. Formen bei WP. 1, 767, Pok. 179f. Die Sippe hat zahlreiche Vertreter im Keltischen, z. B. air. dōim sengen, brennen; aus dem Germanischen gehört hierher das schwundstufige sk-Präsens ahd. zuscen brennen. Weitere Verwandte s. δύη; auch δήϊος.
Page 1,342-343