αἷμα: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἷμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> кровь, pl. потоки крови Hom., Pind., Trag., Xen., Plat., Arst., Plut.: τὸ αἷ. τῶν κοχλίδων Luc. пурпурный сок улиток;<br /><b class="num">2)</b> кровопролитие, убийство: πράκτορες αἵματος Aesch. мстительницы за убийство; αἵματος или αἱμάτων δίκαι Aesch., Plat. обвинение в убийстве; τὸ δυσέριστον αἷ. Soph. кровопролитный раздор; αἷ. и ἐφ᾽ αἵματι φεύγειν Eur., Dem. подвергнуться изгнанию за убийство;<br /><b class="num">3)</b> кровное родство, родня, род (γενεὴ καὶ αἷ. Hom.): εἶναι τῆς γενεῆς или ἐξ αἵματος Hom., ἐν αἵματι Aesch. и ἀφ᾽ αἵματός τινος Soph. принадлежать к чьему-л. роду или быть в кровном родстве с кем-л.; ὁ πρὸς αἵματος Soph. кровный родственник;<br /><b class="num">4)</b> прямой потомок, отпрыск (Περσήϊον αἷ. Theocr.).
|elrutext='''αἷμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[кровь]], pl. [[потоки крови]] Hom., Pind., Trag., Xen., Plat., Arst., Plut.: τὸ αἷμα τῶν κοχλίδων Luc. [[пурпурный сок улиток]];<br /><b class="num">2)</b> [[кровопролитие]], [[убийство]]: πράκτορες αἵματος Aesch. [[мстительницы за убийство]]; αἵματος или αἱμάτων δίκαι Aesch., Plat. [[обвинение в убийстве]]; τὸ δυσέριστον αἷ. Soph. [[кровопролитный раздор]]; αἷ. и ἐφ᾽ αἵματι φεύγειν Eur., Dem. [[подвергнуться изгнанию за убийство]];<br /><b class="num">3)</b> [[кровное родство]], [[родня]], [[род]] (γενεὴ καὶ αἷμα Hom.): εἶναι τῆς γενεῆς или ἐξ αἵματος Hom., ἐν αἵματι Aesch. и ἀφ᾽ αἵματός τινος Soph. принадлежать к чьему-л. роду или быть в кровном родстве с кем-л.; ὁ πρὸς αἵματος Soph. [[кровный родственник]];<br /><b class="num">4)</b> [[прямой потомок]], [[отпрыск]] (Περσήϊον αἷ. Theocr.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 09:59, 13 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἷμα Medium diacritics: αἷμα Low diacritics: αίμα Capitals: ΑΙΜΑ
Transliteration A: haîma Transliteration B: haima Transliteration C: aima Beta Code: ai(=ma

English (LSJ)

ατος, τό, A blood, Il. 1.303, etc.; φόνος αἵματος 16.162; ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El.786: in plural, streams of blood, A.Ag.1293, S.Ant. 121, E.El.1172, Alc.496. 2 of anything like blood, Βακχίου Tim. Fr.7; αἷμα σταφυλῆς LXXSi.39.26, cf. App.Anth.3.166 (Procl.). b dye obtained from ἄγχουσα, alkanet, PHolm.15.25, PLeid.X.99.3. 3 with collat. meaning of spirit, courage, οὐκ ἔχων αἷμα pale, spiritless Aeschin.3.160; τοὺς αἷμα φάσκοντας τὴν ψυχήν Arist.de An. 405b4. II bloodshed, murder, A.Ch.520, S.OT101; ὅμαιμον αἷμα = a kinsman's murder, A.Supp.449; εἴργασται μητρῷον αἷμα E.Or. 285, cf. 406; αἷμα πράττειν ib.1139; αἷμα συγγενὲς κτείνας S.Fr.799.3; αἷμα τραγοκτόνον = shedding of goat's blood, E.Ba.139; ἐφ' αἵματι φεύγειν = to avoid trial for murder by going into exile, SIG58 (Milet., V B.C.), D.21.105; αἷμα συγγενὲς φεύγων E.Supp.148: pl. in this sense, A.Ch.66,650, freq. in E., never in S.; αἵματα σύγγονα = brothers' corpses, E.Ph.1502:—concrete, νεακόνητον αἷμα = keen-edged death, i. e. a sword, S.El.1394 (expl. by μάχαιρα, Hsch.). III blood relationship, kin, αἷμα τε καὶ γένος Od.8.583; αἵματός εἰς ἀγαθοῖο 4.611; οΐ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης Il.19.111; τὸ αἷμα τινος his blood or origin, Pi.N.11.34; αἷμα ἐμφύλιον = incestuous kinship, S.OT1406; τοὺς πρὸς αἵματος Id.Aj.1305, cf. Arist.Pol.1262a11; μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι = akin to her by blood, A.Eu.606, cf. Th.141; ἀφ' αἵματος ὑμετέρου S.OC245. 2 concrete, of a person, ὦ Διὸς… αἷμα IG14.1003.1, cf. 1389 ii4, etc.

Greek (Liddell-Scott)

αἷμα: -ατος, τό, Ὅμ. ὅστις πολλάκις συνάπτει φόνος τε καὶ αἷμα, κτλ., ψυχῆς ἄκρατον αἷμα, Σοφ. Ἠλ. 786· ὡσαύτ. κατὰ πληθ. αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293, Σοφ. Ἀντ. 120, Εὐρ. Ἠλ. 1176, Ἄλκ. 496. 2) ἐπὶ παντὸς ὁμοιάζοντος πρὸς αἷμα, αἷμα σταφυλῆς, Ἑβδ. (Σειρ. λθ΄, 26· (πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 69. 3) μετὰ παραλλήλου σημασίας θάρρους, εὐψυχίας, οὐκ ἔχων αἷμα = ὠχρός, ἄνευ ζωηρότητος, Αἰσχίν. 76. 28· πρβλ. Ἀριστ. περὶ ψυχ. 1. 2. 21: αἷμα φάσκουσί τινες τὴν ψυχήν. ΙΙ αἱματοχυσία, φόνος, Αἰσχύλ. Χο. 520, Σοφ. Ο. Τ. 101· πρβλ. Ἐλμσλ. Βάκχ. 139. ὅμαιμον αἷμα γίγνεται = συγγενοῦς φόνος τελεῖται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 449· εἴργασται μητρῷον αἷμα, Εὐρ. Ὀρ. 284· πρβλ. 406· αἷμα πράττειν, αὐτόθι 1139, ἔτι δὲ καὶ αἷμα κτανεῖν, ὡς ἐὰν τὸ αἷμα ἦτο σύστοιχος αἰτιατ., Σοφ. Ἀποσπ. 153: - ἐφ’ αἵματι φεύγειν, ἐξορία πρὸς ἀποφυγὴν δίκης ἐπὶ φόνῳ Δημ. 548, ἐν τέλ. ὅπερ ἐν Εὐρ. Ἱκ. 148 εἶναι, αἷμα φεύγειν, ἴδε Μυλλ. Εὐμεν. § 50, κἑξ. - Ὁ πληθυντικὸς κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. Παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1302, Χο. 64. 650. - συχνάκις παρ’ Εὐρ., οὐδέποτε παρὰ Σοφ. - αἵματα σύγγονα = ἀδελφῶν πτώματα, Εὐρ. Φοίν. 1503· - ἡ φράσις τοῦ Σοφοκλ. ἐν Ἠλέκτρ. 1394, νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων, παρεπλάνησε τὸν Ἡσύχ. καὶ ἄλλους ἵνα δώσωσιν εἰς τὸ αἷμα καὶ τὴν σημασίαν τῆς μαχαίρας· ἀλλ’ ἴδε τὴν λέξιν νεακόνητος. ΙΙΙ ὡς τὸ Λατ. sanguis, = αἷμα, ἐξ αἵματος συγγένεια, αἷμά τε καὶ γένος, Ὀδ. Θ. 583· αἵματός εἰς ἀγαθοῖο, Δ. 611· οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης, Ἰλ. Τ. 111· τὸ αἷμά τινος, ἡ καταγωγή του, Λατ. stirps, Πινδ. Ν. 11. 44· αἷμ’ ἐμφύλιον, Σοφ. Ο. Τ. 1406· ὁ πρὸς αἵματος = συγγενὴς ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος ἢ φυλῆς, ὁ αὐτ. Αἴ. 1305· πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 7· μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι = συγγενὴς αὐτῆς ἐξ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 606· πρβλ. Θ. 141· ἀφ’ αἵματος, ἐκ τῆς φυλῆς, Σοφ. Ο. Κ. 245. 2) συγκεκρ. ἐπὶ προσώπου, ὦ Διόςαἷμα, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 1· αἷμα σόν, αὐτόθι 722. 8· πρβλ. 1046, 4, καὶ ἀλλ. (ἡ ῥίζα τῆς λέξεως εἶναι ἀμφίβολος).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sang ; τὰ αἵματα flots de sang;
2 sang versé, meurtre ; ἀπόφονον αἷμα EUR sang qui n’aurait pas dû être répandu ; αἷμα γενέθλιον EUR meurtre d’une mère ; αἵματος δίκαι ESCHL accusation de meurtre ; ἐφ’ αἵματι φεύγειν DÉM être banni comme coupable de meurtre ; αἷμα πράττειν EUR faire payer la dette du sang ; αἵματος πράκτορες ESCHL vengeresses qui exigent la rançon du sang;
3 fig. sang, liens du sang, parenté, race : αἵματος εἶς ἀγαθοῖο OD tu es d’un bon sang, d’une bonne race ; ἐξ αἵματος εἶναι IL, ἀφ’ αἵματος εἶναι SOPH, ἐν αἵματι ESCHL être du sang de qqn ; ὁ πρὸς αἵματος SOPH qui est du même sang, parent;
4 âme ; force, courage.
Étymologie: DELG sans étymologie sûre.

English (Autenrieth)

blood, bloodshed, carnage; of relationship, race (γενεὴ καὶ αἷμα), Il. 6.211, Il. 19.105.

English (Slater)

αἷμα (αἷμα, -ατος, αἷμα.)
1 blood
a lit. ]ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
b met., murder, slaughter ἥρως ὅτι ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (I. 7.27)
c met., stock, line, child “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” the children of the fourth generation (P. 4.48) Ζευ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών (πρόγονος τῶν Αἰακιδῶν ὁ Ζεύς. Σ.) (N. 3.65) κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας (N. 6.35) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας (N. 11.34)
d frag. ]αιμαπολ[ fr. 111. 6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1sangre en principio cuando se derrama ἔρρεεν αἷμα κελαινεφὲς ἐξ ὠτειλῆς Il.4.140, cf. 21.119, Od.9.388, Hes.Sc.174, A.Ch.1055, τῶν εἴη μέλαν αἷμα πιεῖν séame dado beber su negra sangre Thgn.349
op. al ἰχώρ de los dioses Il.5.339
sangre de animales, esp. en el sacrificio Il.23.34, τοῦδε σφαγίου ποτὸν ἀψύχοις αἷμα μεθίει A.Fr.273a.5, αἷμα ταύρου Hdt.3.15, cf. Nonn.D.7.168, αἷμα καὶ οἶνον σπένδοντας IG 5(1).1390.1 (Andania I a.C.)
en plu. ríos de sangre A.A.1293, S.Ant.121
fig. ánimo, valor, sangre εἰδὼς ὅτι αἵματός ἐστιν ἡ ἀρετὴ ὠνία sabedor de que el valor se compra con sangre Aeschin.3.160.
2 en especulaciones, considerada como elemento básico de la vida, esp. op. σάρξ: ἐκ τῶν αἷμά τε γέντο καὶ ἄλλης εἴδεα σαρκός Emp.B 98.5, pero en lit. judeocristiana a veces identif. c. la naturaleza humana σὰρξ καὶ αἷμα op. al Padre celestial Eu.Matt.16.17
τὸ κοινὸν (e.d. αἷμα) γῆς καὶ ὕδατος Arist.PA 668b10, αὕτη (ἡ καρδία) γάρ ἐστιν ἀρχὴ ἢ πηγὴ τοῦ αἵματος Arist.PA 666a8, Gal.5.573
para explicar la respiración ὁπόταν μὲν ἀπαΐξῃ τέρεν αἷμα, αἰθὴρ παφλάζων καταΐσσεται Emp.B 100.6, cf. Emp.B 100.22
sobre su división en venosa y arterial διαφόρου ὄντος τοῦ αἵματος Arist.PA 666b29, cf. Gal.5.573, 15.262
como fundamento de otras materias biológicas: de la leche (τὸ αἷμα) πύον ἔπλετο λευκόν Emp.B 68, del semen, Diog.Apoll.B 6, o simplemente τὸ αἷμα τῆς γενέσεως ἡμῶν ὡς ὕλη Gal.5.672
junto c. el semen principio de nacimiento αἷμα καὶ σπέρμα τῆς γενέσεως ἡμῶν εἰσιν ἀρχαί Gal.6.3
en la expresión ἐξ αἵματος trad. de lat. jur. a sanguine o ex sanguine, en el momento de nacer, desde el nacimiento παιδίον ... ὃ ἠγόρασα ἐξ αἵματος ILeukopetra 39.7 (II d.C.), cf. ILeukopetra 103.12 (III d.C.), TC 198.3 (imper.)
como sede de las facultades psicológicas αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιόν ἐστι νόημα la sangre que está alrededor del corazón es el pensamiento de los hombres Emp.B 105.3, πότερον τὸ αἷμά ἐστιν ᾧ φρονοῦμεν Pl.Phd.96b, τρέφεσθαί τε τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ αἵματος Pythag.B 1a.30, τοὺς αἷμα φάσκοντας τὴν ψυχήν Arist.de An.405b4
frec. en textos medic. Hp.Aër.10, Mochl.36
fig. καὶ μὴ τό μευ αἶμα νύκτα κἠμέρην πῖνε no me bebas la sangre día y noche, e.d., no me irrites constantemente Herod.5.7.
II 1sangre como relación de parentesco, consanguinidad, raza, linaje ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι Il.6.211, 20.241, cf. Od.8.583, ἀνδρὸς αἷμα συγγενὲς κτείνας S.Fr.799.3, ἂν αἰσχύνοιμι τοὺς πρὸς αἵματος deshonraría a los de mi linaje S.Ai.1305, cf. Arist.Pol.1262a11, αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας Pi.N.11.34, Περσήιον αἷμα Theoc.24.73, κα[σιγνή] των ἱερὸν αἷμα θεῶν Call.SHell.254.2, cf. Fr.67.7, Del.282, αἷμα Ἐρεχθειδᾶν IG 22.3118.4 (II d.C.), τέκνα ἐκ τοῦ αἵματος μου MAMA 6.225 (Frigia, imper.), αἵματος ἀγνώστοιο ... γένος Nonn.D.46.57, ἐξ αἱμάτων γεννηθῆναι op. ἐκ Θεοῦ nacer del linaje humano op. de Dios, Eu.Io.1.13.
2 de pers. no relacionadas por parentesco sino por una actividad común clase, raza αἷμα ποιμένων Semon.19.
III 1sangre derramada, crimen, asesinato προτέρων αἷμα la muerte de las anteriores víctimas A.A.1338, ὅμαιμον αἷμα A.Supp.449, φεύγων τόδ' αἷμα κοινόν A.Ch.1038, κακῆς γυναικὸς οὕνεχ' αἷμ' ἐπράξαμεν E.Or.1139, φεύγεν τὴν ἐφ' αἵματι φυγήν que sean condenados al destierro por asesinato, Milet 1(6).187.2 (V a.C.), ἐφ' αἵματι φεύγειν D.21.105, παῦε μὲν φυγάς, παῦε δ' αἷμα Philostr.VA 8.7, ὑπὲρ ἀστραγάλων αἷμα ἕν Philostr.Her.23.8, LXX Sap.14.25, Hdn.2.6.14, εἴργασται δ' ἐμοὶ μητρῷον αἷμα he derramado la sangre de mi madre E.Or.285, ἐγχέαντας αὐτῆς τὸ ἀναίτιον αἷμα ἀδίκως ID 2532.1A.6 (Renea II/I a.C.), τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾱς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν Eu.Matt.27.25, τιμὴ αἵματος precio de sangre, recompensa por un crimen, Eu.Matt.27.6, λαβὲ τοὺς χαλκοῦς τοῦ αἵματος UPZ 77.2.9 (II a.C.)
fig. muerte νεακόνητον αἷμα de una espada, S.El.1394, οὔπω μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε no habéis resistido hasta la sangre (e.d. la muerte), Ep.Hebr.12.4, del fin del mundo δι' αἵματος καὶ πυρός Herm.Vis.4.3.3.
2 derramamiento de sangre, sacrificio, sangre expiatoria (el labrador es) ἄπειρος αἵματος op. los sacrificios vegetales, Max.Tyr.24.4
esp. en lit. crist. αἷμα ἀρνίου Apoc.7.14, cf. Ep.Rom.3.25, τοῦτο γάρ ἐστιν τὸ αἷμά μου τῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυννόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν Eu.Matt.26.28.
IV fig., ref. otros líquidos, c. dif. determ. sangre αἷμα βακχίου sangre de Baco, e.e., vino Tim.4.4, αἷμα σταφυλῆς LXX Si.39.26, αἷμα ἐκ τῆς ληνοῦ Apoc.14.20, αἷμα γλυκύ Ach.Tat.2.2.4
de tintes o colorantes PHolm.15.25, PLeid.X.98.3, αἷμα τῶν κοχλίων púrpura Luc.Cat.16, ἄστρων αἷμα rocío Artem.4.22.
V bot. como primer componente de muchos nombres de plantas αἷμα Ἀθηνᾶς = pinillo, pinillo oloroso, hierba artética, Ajuga chamaepitys (L.) Schreb., Ps.Dsc.3.158, Ps.Apul.Herb.26.9, Gloss.3.561, 562
αἷμα Ἄμμωνος = nébeda, hierba gatera, Nepeta cataria L., Ps.Apul.Herb.94.6, Gloss.3.561
αἷμα ἀνθρώπου = artemisa arborescente, ajenjo moruno, Artemisia arborescens L. de Oriente, Ps.Dsc.3.113, Ps.Apul.Herb.10.15, Gloss.3.562
αἷμα Ἀπόλλωνος = camedrio acuático, escordio, Teucrium scordium L., Ps.Dsc.3.111
αἷμα Ἄρεως = lirio de San Antonio, azucena, Lilium candidum L., Ps.Dsc.3.102
tb. verdolaga, Portulaca oleracea L., Ps.Apul.Herb.104.7, Gloss.3.551
αἷμα γαλῆς = doradilla, Ceterach officinarum Willd., Ps.Dsc.3.134, Ps.Apul.Herb.56.13, Gloss.3.561
tb. pata de lobo, menta de lobo, marrubio acuático, Lycopus europaeus L., Ps.Dsc.4.59, Ps.Apul.Herb.66.8, Gloss.3.561, 562
tb. cinoglosa, Cynoglossum creticum Miller, Gloss.3.561
αἷμα Ἑρμοῦ = pata de lobo, cf. supra, Ps.Dsc.4.59
αἷμα Ἡρακλέους = centaura mayor, Centaurea centaurium L., Ps.Dsc.3.6, Ps.Apul.Herb.34.18, Gloss.3.561
tb. centaura menor, Centaurium erythraea centaurium Ps.Dsc.3.7, Ps.Apul.Herb.35.22
αἷμα ἴβεως = zarza, Rubus fruticosus L., Ps.Dsc.4.37, Ps.Apul.Herb.88.31, Gloss.3.561
αἷμα ἰκτῖνος = cohombrillo amargo, pepinillo del diablo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., Ps.Apul.Herb.114.14
αἷμα κροκοδείλου otro n. de ζῳόνυχον un tipo de leóntica, Leontice leontopetalum L., Ps.Dsc.4.133
αἷμα προβάτου (?) narciso Ps.Apul.Herb.55.7
αἷμα ταύρου = marrubio, Marrubium vulgare L. y Marrubium creticum L., Ps.Dsc.3.105, Ps.Apul.Herb.45.29, Gloss.3.561
αἷμα Τιτάνου otro n. de σιδηρῖτις rabo de gato, Sideritis sp., Ps.Dsc.4.33, Ps.Apul.Herb.49.10
tb. zarza cf. supra Ps.Dsc.4.37, Ps.Apul.Herb.88.31, Gloss.3.561
αἷμα Τυφῶνος otro n. de λάπαθον romaza blanca o borracha, Rumex conglomeratus Murray, Ps.Dsc.2.114, Ps.Apul.Herb.13.8 (ap.crít.), Gloss.3.561
αἷμα Ὥρου = apio, Apium graveolens L., Ps.Dsc.3.64, Ps.Apul.Herb.119.6, como n. secreto de diversas piedras o plantas con virtudes mág. αἷμα ὄφεως· αἱματίτης λίθος PMag.12.410, αἷμα Ἄρεως· ἀνδράχνη PMag.12.420, cf. 422.
• Etimología: Hay varias propuestas ninguna de las cuales resulta convincente, quizás la mejor sea la que parte de ἵημι: αἷμα sería ‘herida’, ‘derramamiento de sangre’ y de ahí ‘sangre’.

English (Abbott-Smith)

αἷμα, ατος, τό, [in LXX for דָּם;]
blood.
1.In the ordinary sense: Mk 5:25, Lk 8:43,44 22:44, Jo 19:34, Ac 15:20,29 21:25, Re 8:7,8 11:6 16:3,4,6 19:13.
2.In special senses:
(a)of generation, origin, kinship (cl.): Jo 1:13 (v. MM, VGT, s.v.);
(b)as in OT (AR on Eph, l.c.), in the phrase σάρξ καὶ αἷ. (αἷ. κ. σ.), to indicate human nature as opp. to God and created spirits: Mt 16:17, I Co 15:50, Ga 1:16, Eph 6:12, He 2:14;
(c)of things in colour resembling blood: Ac 2:19,20, Re 6:12 14:18-20.
(d)of bloodshed, a bloody death (cl.): Mt 23:30,35 27:4,6,8,24,25, Lk 11:50,51 13:1, Ac 1:19 5:28 18:6 20:26 22:20, He 12:4, Re 6:10 17:6 18:24 19:2; αἷ. ἐκχέειν (Deiss., LAE, 428; MM, VGT, s.v., αἷ.), Ro 3:15, Re 16:6;
(e)of sacrificial blood, as an expiation: He 9:7,12,13,18-22,25 10:4 11:28 13:11; of the blood of Christ, Mt 26:28, Mk 14:24, Lk 22:20, Jo 6:53,54,56, Ac 20:28, Ro 3:25 5:9, I Co 10:16 11:25,27, Eph 1:7 2:13, Col 1:20, He 9:12,14 10:19,29 12:24 13:20, I Pe 1:2,19, I Jo 1:7 (cf. 5:6,8), Re 1:5 5:9 7:14 12:11. (Cremer, 69 f., 612 f.) †

English (Strong)

of uncertain derivation; blood, literally (of men or animals), figuratively (the juice of grapes) or specially (the atoning blood of Christ); by implication, bloodshed, also kindred: blood.

English (Thayer)

(τος, τό, blood, whether of men or of animals:
1.
a. simply and generally: ῤύσις αἵματος, πηγή αἵματος θρόμβοι αἵματος, L brackets WH reject the passage). So also in passages where the eating of blood (and of bloody flesh) is forbidden, Leviticus, Preliminary Essay § 1); Ruckert, Abendmahl, p. 94.
b. As it was anciently believed that the blood is the seat of the life (σάρξ καί αἷμα (וְדָם בָּשָׂר, a common phrase in rabbinical writers), or in inverse order αἷμα καί σάρξ, denotes man's living body compounded of flesh and blood, Eustathius ad Iliad 6,211 (ii. 104,2) τό δέ αἵματος ἀντί τοῦ σπέρματος φασίν οἱ σαφοὶ, ὡς τοῦ σπέρματος ὕλην τό αἷμα ἔχοντος), the word serves to denote generation and origin (in the classics also): Winer's Grammar, 177 (166)); R G).
d. It is used of those things which by their redness resemble blood: αἷμα σταφυλῆς the juice of the grape ('the blood of grapes,' Achilles Tatius 2:2; reference to this is made in εἰς αἷμα, of the moon, ὡς αἷμα bloodshed or to be shed by violence (very often also in the classics);
a.: Isaiah, whom Pilate had ordered to be massacred while they were sacrificing, so that their blood mingled with the blood (yet cf. Winer's Grammar, 623 (579)) of the victims); αἷμα ἀθοῷν (or δίκαιον Tr marginal reading WH text) the blood of an innocent (or righteous) man viz. to be shed, έ᾿κχειν and ἐκχύνειν αἷμα (דָּם שָׁפַך, to shed blood, slay, Tdf. αἵματα); hence, αἷμα is used for the bloody death itself: μέχρις αἵματος unto blood, i. e., so as to undergo a bloody death, τόν αἴτιον τῆς ... μέχρις αἵματος στάσεως, Heliodorus 7,8); τιμή αἵματος 'price of blood' i. e. price received for murder, ἀγρός αἵματος field bought with the price of blood, χωρίον αἵματος, ἐν αὐτῇ αἵματα (Rec. αἷμα (so L Tr WH)) ὑρέθη, i. e., it was discovered that she was guilty of murders, πόλις αἱμάτων, τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς (namely, ἐλθέτω) let the penalty of the bloodshed fall on us, τό αἷμα ὑμῶν ἐπί τήν κεφαλήν ὑμῶν (namely, ἐλθέτω) let the guilt of your destruction be reckoned to your own account, ἐπάγειν τό αἷμα τίνος ἐπί τινα, to cause the punishment of a murder to be visited upon anyone, ἐκζήτειν τό αἷμα τίνος ἀπό τίνος (פ מִיַד פ דַּם בִּקֵשׁ, ἐκδίκειν τό αἷμα τίνος, of the blood of sacrificial victims having a purifying or expiating power (the blood of Christ (αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κυρίου, τοῦ ἀρνίου, shed on the cross (αἷμα τοῦ σταυροῦ, ἀπολύτρωσις διά τοῦ αἵματος αὐτοῦ; so too in Rec.); ἀγοράζω, 2b.); having expiatory efficacy, federative or covenant sacrifice: τό αἷμα τῆς διαθήκης, the blood by the shedding of which the covenant should be ratified, WH reject this passage) (in both which the meaning Isaiah, 'this cup containing wine, an emblem of blood, is rendered by the shedding of my blood an emblem of the new covenant'), Cicero, pro Sestio 10,24 foedus sanguine meo ictum sanciri, Livy 23,8 sanguine Hannibalis sanciam Romanum foedus. πίνειν τό αἷμα αὐτοῦ (i. e. of Christ), to appropriate the saving results of Christ's death, John, p. 34f.)

Greek Monotonic

αἷμα: -ατος, τό,
I. αίμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., ποτάμια, πλημμύρα αίματος ή αιματοχυσία, σε Τραγ.
II. αιματοχυσία, φόνος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐφ'αἵματι φεύγειν, αποφεύγω δίκη για φόνο επιλέγοντας την εξορία ή εξορίζομαι λόγω φόνου, σε Δημ.· ομοίως και, αἷμα φεύγειν, σε Ευρ.
III. όπως το Λατ. sanguis, συγγένεια εξ αίματος, συγγένεια, σόι, οικογένεια, σε Σοφ., Όμηρ. κ.λπ.· ὁ πρὸς αἵματος, συγγενής εξ αίματος ή φυλής, σε Σοφ.· μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι, συγγενής της εξ αίματος, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

αἷμα: ατος τό
1) кровь, pl. потоки крови Hom., Pind., Trag., Xen., Plat., Arst., Plut.: τὸ αἷμα τῶν κοχλίδων Luc. пурпурный сок улиток;
2) кровопролитие, убийство: πράκτορες αἵματος Aesch. мстительницы за убийство; αἵματος или αἱμάτων δίκαι Aesch., Plat. обвинение в убийстве; τὸ δυσέριστον αἷ. Soph. кровопролитный раздор; αἷ. и ἐφ᾽ αἵματι φεύγειν Eur., Dem. подвергнуться изгнанию за убийство;
3) кровное родство, родня, род (γενεὴ καὶ αἷμα Hom.): εἶναι τῆς γενεῆς или ἐξ αἵματος Hom., ἐν αἵματι Aesch. и ἀφ᾽ αἵματός τινος Soph. принадлежать к чьему-л. роду или быть в кровном родстве с кем-л.; ὁ πρὸς αἵματος Soph. кровный родственник;
4) прямой потомок, отпрыск (Περσήϊον αἷ. Theocr.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: blood (Il.)
Compounds: αἱμακουρίαι offerings of blood to the dead (Pi.); αἱμάλωψ mass of blood (Hp.; s. CEG 6)
Derivatives: αἱμάσσω, -άττω make or be bloody (A.) with αἱμαγμός, αἱμακτός.; αἵμων (E.) (after the compounds). αἱμωδέω s.s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: αἷμα replaces the old word, ἔαρ. The connection with OHG seim virgin honey, from PIE *sei- to drip (Pok. 889) does not explain the Greek a-vocalism; Oehl IF 57, 27. To Skt. iṣ- sap, drink Sommer Lautst. 29ff. Cf. also αἰονάω, ἰχώρ. S. Szemerényi Gnomon 43 (1971) 651.

Middle Liddell


I. blood, Hom., etc.; in plural streams of blood, Trag.
II. bloodshed, murder, Aesch., etc.: —ἐφ' αἵματι φεύγειν to avoid trial for murder by going into exile, Dem.; so, αἷμα φεύγειν Eur.
III. like Lat. sanguis, blood-relationship, kin, Soph., Hom., etc.; ὁ πρὸς αἵματος one of the blood or race, Soph.; μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι akin to her by blood, Aesch. [deriv. uncertain].]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἷμα -ατος, τό
1. bloed; plur. stromen bloed; ook van de vloeistof die de purperslak afscheidt. Luc. 19.16.
2. uitbr.
3. bloedvergieten, moord:; ὅμαιμον αἷμα moord op een bloedverwant Aeschl. Suppl. 449; πράκτορες αἵματος wrekers van de moord Aeschl. Eum. 319; αἷμα γενέθλιον moedermoord Eur. Or. 192; ἐφ ’ αἵματι φεύγειν terecht staan voor moord Dem. 21.105; overdr.. νεακόνητον αἷμα vers gescherpt bloed (van een zwaard dat net is gescherpt om bloed mee te vergieten) Soph. El. 1394.
4. bloedlijn, afkomst, stam, geslacht:; αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν iemands eigen bloed en familie Od. 8.583; αἵματός εἰς ἀγαθοῖο je bent van goede afkomst Od. 4.611; redundant :. οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης die van jouw geslacht zijn (door bloedverwantschap) Il. 19.111; ἐγὼ δὲ μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι; ben ik dan (het kind) van mijn moeder in bloedlijn? Aeschl. Eum. 606; τις ἀφ ’ αἵματος ὑμετέρου iemand van uw eigen bloed Soph. OC 245; τοὺς πρὸς αἵματος mijn bloedverwanten Soph. Ai. 1305; Περσήιον αἷμα het bloed (d.w.z. de nakomeling) van Perseus Theocr. 24.73.

Frisk Etymology German

αἷμα: {haĩma}
Grammar: n.
Meaning: ‘(flüssiges) Blut’, alt und häufig.
Composita : In ähnlicher Verwendung kommen auch Komposita vor wie ἔναιμος, ὕφαιμος.
Derivative: Als denominative Verba sind zu nennen: 1. αἱμάσσω, -άττω ‘blutig machen od. sein’ (ion. att.); davon späte Substantiva: αἱμαγμός, αἵμαξις; außerdem die Adjektiva αἱμακτός, αἱμακτικός; 2. αἱματόω (ion. att.) mit αἱμάτωσις (Gal.); 3. αἱματίζω (A., Arist.). Ferner die Substantiva αἱμάς Blutstrom (S.); αἱμάτιον Demin., auch Name eines Gerichts (Arr., M. Ant., Inschr. Kos, Milet u. a.), αἱματία spartanische Blutsuppe (Poll.). Zahlreiche synonyme Adjektivableitungen, die aus dem Bedürfnis nach expressiven und nicht abgetragenen Ausdrücken entsprossen sind: αἱματόεις blutig (ep. und poet.); αἱματηρός (poet.), auch αἱμηρός (Man.); αἱματώδης (Hp., Th., Arist., hell.), auch αἱμώδης (Luk., vgl. s. αἱμωδέω); αἱματικός (Arist. u. a.), αἱμάτινος (Arist.); αἱμαλέος (AP, Nonnos); αἵμων (E.), αἱμώνιος blutrot (Ath.); αἱματίτης blutähnlich (Hp., Thphr. usw.); αἱματωπός (E.), αἱμωπός (Ph. u. a.).
Etymology : αἷμα hat, wahrscheinlich infolge sprachlicher Tabuvorstellungen, das alte Wort für Blut, ἔαρ, ersetzt. Sichere außergriechische Verwandte fehlen. Seit Fick wird αἷμα oft mit ahd. seim Honigseim verglichen; vgl. auch Loewenthal PBBeitr. 49, 416, Oehl IF 57, 27. Anders Sommer Lautst. 29ff.: zu aind. iṣ- Saft, Trank (ebenso Porzig IF 42, 258 und Havers Sprachtabu 182). Vgl. auch αἰονάω.
Page 1,39

Chinese

原文音譯:aŒma 害馬
詞類次數:名詞(99)
原文字根:血 相當於: (דָּם‎)
字義溯源:血*,天然生命,流血。(一)血,在新約99次的使用中,除了少數幾次外,都是連於基督的死。馬太,馬可,路加:在這三本福音書中,血多數是指生或死而說的。就如彼拉多在眾人面前洗手說,流這義人的血,罪不在我( 太27:24),意思是指這義人的死。同樣,在( 太27:4,25)那兩次所說的血,也是指死說的。至於主設立晚餐時,主用餅和杯來說到他要來的死。然而主在( 太26:28)說,這是我立約的血,為多人流出來,使罪得赦;這裏將血的功效點明出來,把血連於救贖。在( 可14:24)說的與( 太26:28)相似,只是沒有說使罪得赦。( 路22:20)卻指明用血所立的新約,連於( 耶31:31)所說的,神要與以色列家和猶大家另立新約。約翰福音:主耶穌在( 約6:53至 56)所說的話,明顯的有如他在設立晚餐時所說的話。至於( 約1:12,13)所說信他名的人,作神的兒女,這等人不是從血氣生的;這裏的血氣應該是指人的血緣關係。使徒行傳:在十一次的使用中,只有在( 徒20:28)那一次,較有屬靈的含意:神的教會乃是他用自己的血所買(περιποιέω)=買,有救贖的意思)來的。這是指他流血捨命,死而復活,成功了救贖;救贖(περιποιέω))回來的信徒,就是教會。書信中對血有各種稱呼:基督的血( 林前10:16)主的血( 林前11:27)基督的寶血( 彼前1:19)羔羊的血( 啓7:14)他的血( 羅5:9)耶穌的血( 來10:19)( 羅3:25,耶穌的血,原文是:他的血)他用自己的血,只一次進入聖所,就完成了永遠的救贖( 來9:12)。他用自己的血買了我們,使我們歸於神( 啓5:9)。他的血也洗淨我們的我們的良心,使我們事奉永生神( 來9:14)。藉著耶穌的血,我們可以坦然的進入至聖所( 來10:19)。(二)血,另外一種用法:血和肉。血和肉是指我們受造的人,造我們的是神,是靈。所以屬血肉的不能認識主耶穌是基督,是神的兒子( 太16:17)。此外,血肉之體也不能承受神的國( 林前15:50)。我們今天不是與屬血肉的爭戰,乃是對那些在天空的惡靈爭戰( 弗6:12)。(三)血,還有一種用法:象徵性的隱喻。血的顏色是紅的,血紅色是指末期,月亮要變為血( 珥2:31; 徒2:20; 啓6:12)。血也顯明神的審判,如摩西將尼羅河的水變為血,這乃是神對法老的審判( 出7:17);在啓示錄也有這種事例( 啓8:8; 11:6; 16:3,4)。自然,血也是死亡的象徵( 啓16:3; 14:20)
同源字:1) (αἷμα)血 2) (αἱματεκχυσία)流血 3) (αἱμορροέω)血漏
出現次數:總共(97);太(11);可(3);路(8);約(6);徒(11);羅(3);林前(4);加(1);弗(3);西(1);來(21);彼前(2);約壹(4);啓(19)
譯字彙編
1) 血(92) 太16:17; 太23:30; 太23:35; 太23:35; 太23:35; 太26:28; 太27:4; 太27:6; 太27:8; 太27:24; 太27:25; 可5:25; 可5:29; 可14:24; 路8:43; 路8:44; 路11:50; 路11:51; 路11:51; 路13:1; 路22:20; 路22:44; 約1:13; 約6:53; 約6:54; 約6:55; 約6:56; 約19:34; 徒1:19; 徒2:20; 徒5:28; 徒15:20; 徒15:29; 徒18:6; 徒20:26; 徒20:28; 徒21:25; 徒22:20; 羅3:15; 羅3:25; 羅5:9; 林前10:16; 林前11:25; 林前11:27; 林前15:50; 弗1:7; 弗2:13; 弗6:12; 西1:20; 來2:14; 來9:7; 來9:12; 來9:12; 來9:13; 來9:14; 來9:18; 來9:19; 來9:20; 來9:21; 來9:22; 來9:25; 來10:4; 來10:19; 來10:29; 來11:28; 來12:24; 來13:11; 來13:12; 來13:20; 彼前1:19; 約壹1:7; 約壹5:6; 約壹5:6; 約壹5:8; 啓1:5; 啓5:9; 啓6:10; 啓6:12; 啓7:14; 啓8:7; 啓8:8; 啓11:6; 啓12:11; 啓14:20; 啓16:3; 啓16:4; 啓16:6; 啓16:6; 啓17:6; 啓17:6; 啓18:24; 啓19:2;
2) 血的(2) 彼前1:2; 啓19:13;
3) 流血(1) 來12:4;
4) 屬血(1) 加1:16;
5) 有血(1) 徒2:19

Translations

Abai: daaʔ; Abkhaz: ашьа; Acehnese: darah; Adyghe: лъы; Afrikaans: bloed; Aguaruna: numpa; Ahom: 𑜎𑜢𑜤𑜄𑜫; Ainu: ケㇺ, ケミヒ; Aiton: လိုတ်; Akkadian: 𒄷𒄭; Aklanon: dugo'; Albanian: gjak; Aleut: aamaaxs; Ama: nako; Amharic: ደም; Apache Western Apache: dił; Apalaí: munu; Arabic: دِمَاء‎, دَم‎; Egyptian Arabic: دم‎; Aragonese: sangre; Aramaic Classical Syriac: ܕܡܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: דְּמָא‎; Archi: би; Armenian: արյուն; Old Armenian: արիւն; Aromanian: sãndzi, sãndze; Assamese: তেজ; Asturian: sangre; Avar: би; Aymara: wila; Azerbaijani: qan; Bahnar: pham; Balinese: getih; Baluchi: ہون‎; Bambara: jòli; Banda Malay: darah; Banjarese: darah; Bashkir: ҡан; Basque: odol; Belarusian: кроў; Bengali: রক্ত; Borôro: kure; Bouyei: liad; Breton: gwad; Bulgarian: кръв; Burmese: သွေး; Buryat: шуһан; Camarines Norte Agta: digî; Catalan: sang; Cebuano: dugo; Central Atlas Tamazight: ⵉⴷⴰⵎⵎⵏ; Central Huishui Hmong: ntshav; Central Melanau: daak; Central Nahuatl: eztli; Chakma: 𑄣𑄮; Chamicuro: iila; Chavacano: sangre; Chechen: цӏий; Chepang: वयः; Cherokee: ᎩᎦ; Cheyenne: ma'e; Chichewa: magazi, mwazi; Chinese Cantonese: 血; Dungan: ще; Jin: 血; Mandarin: 血; Min Bei: 血; Min Dong: 血; Min Nan: 血; Wu: 血; Xiang: 血; Chukchi: мутԓымуԓ, муԓԓымуԓ; Chuvash: юн; Classical Nahuatl: eztli; Coptic: ⲥⲛⲟϥ; Cornish: goes, goos; Corsican: sangui; Crimean Tatar: qan; Czech: krev; Dalmatian: suang; Danish: blod; Dargwa: хӀи; Dhivehi: ލޭ‎; Dolgan: каан; Dongxiang: chusun; Drung: sheui; Dutch: bloed; Dzongkha: ཁྲག; Eastern Cham: ꨕꨣꩍ; Eastern Huasteca Nahuatl: eztli; Erzya: верь; Esperanto: sango; Estonian: veri; Evenki: сэксэ; Ewe: evu; Extremaduran: sangri; Faroese: blóð; Finnish: veri; Franco-French: sang; Friulian: sanc, sang; Fula: ƴiiƴam; Gagauz: kan; Galician: sangue; Georgian: სისხლი; German: Blut; Middle High German: bluot; Gothic: 𐌱𐌻𐍉𐌸; Greek: αίμα; Ancient Greek: αἷμα, ἔαρ; Greenlandic: aak; Gujarati: રક્ત; Haitian Creole: san; Harari: ደም; Hausa: jini; Hawaiian: koko; Hebrew: דָּם‎; Hiligaynon: dugo; Hindi: ख़ून, रक्त; Hungarian: vér; Icelandic: blóð; Ido: sango; Igbo: obara; Ilocano: dara; Indonesian: darah; Ingush: цӏий; Interlingua: sanguine; Inuktitut: ᐊᐅᒃ; Inupiaq: auk; Irish: fuil; Old Irish: fuil; Istro-Romanian: sănze; Italian: sangue; Itelmen: mɫim; Iu Mien: nziaamv; Ivatan: raya; Japanese: 血, 血液; Jarai: drah; Javanese: ꦒꦼꦠꦶꦃ; Kabardian: лъы; Kabuverdianu: sangi, sange; Kalmyk: цусн; Kannada: ರಕತ; Kapampangan: daya; Karachay-Balkar: къан; Karakalpak: qan; Karok: áax; Kashubian: krew; Kazakh: қан; Khakas: хан; Khanty Northern: вур; Southern: вәр; Khinalug: пӏи; Khmer: ឈាម, លោហិត; Kikuyu: thakame; Komi-Permyak: вир; Korean: 피; Kumyk: къан; Kurdish Central Kurdish: خوێن‎; Northern Kurdish: xûn, xwîn; Kyrgyz: кан; Ladino: sangre, סאנגרי‎; Lao: ເລືອດ; Latgalian: asnis; Latin: sanguis, cruor; Latvian: asinis; Lepcha: ᰟᰧ; Lezgi: иви; Ligurian: sangre; Limbu: ᤔᤠ᤺ᤰᤜᤡ; Lingala: makilá 6; Lithuanian: kraũjas; Livonian: ver, vier; Lolopo: sirnilni; Lombard: sang, sang'u; Low German Dutch Low Saxon: blood; German Low German: Blood, Bloot; Luganda: omusaayi; Luxembourgish: Blutt; Lü: ᦵᦟᦲᧆ; Macedonian: крв; Maguindanao: rugu; Malagasy: ra; Malay: darah; Malayalam: രക്തം, ചോര; Maltese: demm; Manchu: ᠰᡝᠩᡤᡳ; Mansaka: apul; Manx: fuill; Maori: toto; Maranao: dara, rogoq; Marathi: रक्त; Mari Eastern Mari: вӱр; Western Mari: вӹр; Massachusett: musquéheonk; Megleno-Romanian: sǫnzi; Mirandese: sangre; Miyako: アカツ; Mogholi: chosun; Moksha: вер; Mon: ဆီ; Mongolian: цус; Mulam: phɣaːt⁷, phjet⁷; Nanai: сэксэ, сэксэ; Navajo: dił; Neapolitan: sanghe; Nepali: रगत; Newar: हि; Nganasan: кам; Ngarrindjeri: kruwi; Nihali: corṭo; Nogai: кан; Nong Zhuang: lowd; North Frisian: Blör; Northern Sami: varra; Northern Norwegian Bokmål: blod; Nynorsk: blod; Nottoway-Meherrin: gatkum; Nuer: riɛm; Occitan: sang; Ojibwe: miskwi; Okinawan: 血; Old Church Slavonic Cyrillic: крꙑ; Glagolitic: ⰽⱃⱏⰺ; Old East Slavic: кръвь; Old English: blōd; Old Javanese: rah; Old Norse: blóð; Old Occitan: sang; Oriya: ରକ୍ତ; Oromo: dhiiga; Ossetian: тог, туг; Pacoh: aham; Pashto: وينه‎; Persian: خون‎, خین‎; Phoenician: 𐤃𐤌‎; Piedmontese: sangh; Pipil: esti, ezti; Pite Sami: málle; Plautdietsch: Bloot; Polish: krew, jucha, posoka,arba; Portuguese: sangue; Punjabi: ਲਹੂ, ਖ਼ੂਨ, ਰੱਤ; Quechua: yawar; Rajasthani: रगत; Romani: rat; Romanian: sânge; Romansch: sang; Russian: кровь, ю́шка; Rusyn: кровь; Rwanda-Rundi: amaraso; S'gaw Karen: သွံၣ်; Saek: หล้วด; Samoan: toto; Samogitian: kraus; Sanskrit: असृज्; Santali: ᱨᱳᱠᱳᱛ, ᱢᱟᱭᱟᱢ; Sardinian: sàmbani, sàmbeni, sàmbini, sànghini, sànguni, sangu, sàngui; Saterland Frisian: Bloud; Scots: blude, bluid; Scottish Gaelic: fuil; Serbo-Croatian Cyrillic: крв; Roman: krv; Shan: လိူတ်ႈ; Shona: ropa; Shor: қан; Sichuan Yi: ꌦ; Sicilian: sancu, sangu; Sindhi: رت‎; Sinhalese: ලේ, රුධිර; Skolt Sami: võrr; Slavomolisano: krv; Slovak: krv; Slovene: kri; Somali: dhiig; Sorbian Lower Sorbian: kšej; Upper Sorbian: krej; Sotho: madi; Southern Altai: кан; Spanish: sangre, crúor; Sudovian: krauja; Sundanese: getih; Svan: ზისხ; Swahili: damu; Swedish: blod; Sylheti: ꠟꠃ; Tabasaran: ифи; Tagalog: dugo; Tai Tai Tajik: хун; Tamil: குருதி; Tangut: 𗊴; Tatar: кан; Tausug: dugu'; Tboli: lito; Telugu: రక్తం; Ter Sami: varr; Tetum: raan; Thai: เลือด, โลหิต, โรหิต; Tibetan: ཁྲག; Tigrinya: ደም; Tlingit: shé; Tocharian A: ysār; Tocharian B: yasar; Turkish: kan; Turkmen: gan; Tuvan: хан; Tzotzil: chʼichʼelil; Udi: пӏи; Udmurt: вир; Ugaritic: 𐎄𐎎; Ukrainian: кров; Umbundu: osonde; Urdu: خون‎, رکت‎; Uyghur: قان‎; Uzbek: qon; Venetian: sangue; Veps: veri; Vietnamese: máu; Vilamovian: błüt; Volapük: blud; Voro: veri; Votic: veri; Walloon: sonk; Welsh: gwaed; West Frisian: bloed; Western White Hmong: ntshav; Wolof: deret; Xhosa: igazi 5 or 6; Yagnobi: вахн; Yakan: laha'; Yakut: хаан; Yiddish: בלוט‎; Yoruba: ẹ̀jẹ̀; Yucatec Maya: kʼiʼikʼ; Yup'ik: auk; Yámana: sapa; Zazaki: goni, gunî; Zealandic: bloed; Zhuang: lwed; Zulu: igazi