ἐκεῖ: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκεῖ:''' дор. [[τηνόθι]], [[τηνῶ]] и [[τηνεῖ]] adv.<br /><b class="num">1</b> [[там]] (ἐ. καὶ [[ἐνθάδε]] Plat.; ἐ. καὶ [[ἐνταῦθα]] Arst.): ὁ ἐ. Soph., Plat. etc. находящийся там, тамошний, тот; [[τἀκεῖ]] Plat. те места или тамошние обстоятельства;<br /><b class="num">2</b> [[на том свете]] (ἐ. ἐν Ἃιδου Eur., Plat.): οἰ ἐ. Plat. почившие;<br /><b class="num">3</b> (= [[ἐκεῖσε]]) туда | |elrutext='''ἐκεῖ:''' дор. [[τηνόθι]], [[τηνῶ]] и [[τηνεῖ]] adv.<br /><b class="num">1</b> [[там]] (ἐ. καὶ [[ἐνθάδε]] Plat.; ἐ. καὶ [[ἐνταῦθα]] Arst.): ὁ ἐ. Soph., Plat. etc. находящийся там, тамошний, тот; [[τἀκεῖ]] Plat. те места или тамошние обстоятельства;<br /><b class="num">2</b> [[на том свете]] (ἐ. ἐν Ἃιδου Eur., Plat.): οἰ ἐ. Plat. почившие;<br /><b class="num">3</b> (= [[ἐκεῖσε]]) [[туда]] oph., Her., Thuc., Polyb., Luc.;<br /><b class="num">4</b> (= [[τότε]]) тогда, в то время Soph.: οἱ ἐ. [[εἶχον]] τὸ [[βουλευτήριον]] Dem. которые тогда имели в совете решающее влияние. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:30, 21 March 2024
English (LSJ)
(not in Hom.), Aeol. κῆ Sapph.51: Dor. τηνεῖ (q.v.):—Adv.
A there, in that place, opp. ἐνθάδε, Th.6.83; οἱ ἐ. S.El.685, etc.; τἀκεῖ what is or happens there, events there, E.Fr.578.5, Th.1.90; redundant, οὗ ἦν ἐ. LXX 1 Ki.9.10.
2 freq. as euphemism for ἐν Ἅιδου, in another world, κἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα Ζεὺς ἄλλος A.Supp.230, cf. Ch.359 (lyr.), S.Ant.76; εὐδαιμονοίτην, ἀλλ'ἐ. E.Med.1073; εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ Ar.Ra.82, cf. Pl.Phd. 64a, al.; in full, ἐκεῖ δ' ἐν Ἅιδου E.Hec.418; οἱ ἐ. euphemism for the dead, A.Ch.355 (lyr.), S.OT776, Pl.R. 427b, Isoc.14.61.
3 Philos., in the intelligible world, Plot.1.2.7, 2.4.5, etc.
II with Verbs of motion, for ἐκεῖσε, thither, ἐ. πλέομεν Hdt.7.147; ἐ. ἀπικέσθαι v.l. in Id.9.108; ὁδοῦ τῆς ἐ. S.OC1019; οἱ ἐ. καταπεφευγότες Th.3.71, cf. Plb.5.101.10; βλέψον δὲ κἀκεῖ Men.Epit.103.
III rarely, of time, then, S.Ph.395 (lyr.), D.22.38.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. κεῖ Archil.247, Herod.1.26, Call.Del.195 (var.); eol. κῆ Sapph.141.1, Inc.Lesb.303.2S (dud.)
I adv. de lugar, indic. lejanía
1 allí, allá c. verb. no de mov.:
a) concr. κῆ δ' ἀμβροσίας μὲν κράτηρ ἐκέκρατ' Sapph.l.c., ἐ. κατέφθιτο A.Pers.319, cf. Ch.714, Eu.81, ὡς ηὐδᾶτ' ἐ. S.OT 940, cf. OC 339, Ζεὺς δ' ἔστ' ἐ. ...; ¿es que allí hay un Zeus? E.Ba.467, ἐ. ποτὲ ἐπὶ στρατιᾶς Pl.Smp.220c, cf. Ar.Au.110, ὅρκους δ' ἐ. ... δότε prestaos juramentos allí fuera de la Acrópolis, Ar.Lys.1185, τοὐκεῖ πέλαγος Pl.Ti.25d, cf. D.1.13, 25, ἐ. μὲν γὰρ οὐ γίγνονται, κάτω δέ allí (en la región celeste) no se producen (ciertos fenómenos), aquí abajo, sí Arist.Mete.341a33, ἔθετο ἐ. τὸν ἄνθρωπον LXX Ge.2.8, cf. 11, 12, ἐ. μέλλει ἀριστᾶν LXX Ge.43.25, ἐ. πρὸς τῷ ὄρει Eu.Marc.5.11, cf. PFay.110.13 (I d.C.)
•op. ἐνθάδε: κἀκεῖ κἀνθάδ' ὤν S.Ai.1372, ἐ. που σεμνὸς ἦσθ', οὐκ ἐνθάδε E.Hel.454, cf. Pl.R.451b, op. ἐνταῦθα Arist.Mete.347b31, op. ἔξω: ἔξω μὲν γὰρ ἦν νότος, ἐκεῖ δὲ βορέας fuera soplaba el noto, pero allí (en Acaya) el bóreas Arist.Mete.368b7
•en uso adnom. τὴν ... ἐ. ἀρχήν Th.6.83, sólo c. art. πᾶσι τοῖς ἐ. σέβας motivo de admiración para todos los que estaban allí al relatar una escena pasada, S.El.685, ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος τῶν ἐ. S.OT 776, cf. X.HG 1.6.4, Isoc.14.61, Pl.Ti.20a, PRyl.239.9 (III d.C.), τἀκεῖ κατ' οἴκους πάντ' ἐπίστασθαι καλῶς saber bien todo lo de allí, desde casa el viajero gracias a la escritura, E.Fr.578.5, cf. Th.1.36; op. τοὐνθένδε E.Supp.758
•en correl. con el adv. relat. ὅπου PEleph.1.14 (IV a.C.), Eu.Io.12.26, Plu.2.122d;
b) ref. a lo que está fuera de la realidad tangible: el Hades ἐ. ἐν ᾍδου κείσομαι E.Hec.418, cf. Pl.Smp.192e
•abs., elíptico y euf. allá, en el otro mundo κἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα y allá (e.d. en el Hades) juzga los pecados A.Supp.230, cf. Ch.359, S.Ai.855, Pl.Phd.64a, tb. op. ἐνθάδε S.Ant.76, E.Med.1073, Ar.Ra.82, Pl.R.427b, en uso adnom. τῶν μεγίστων χθονίων ἐκεῖ τυράννων A.Ch.359, sólo c. art. οἱ ἐ. los que están en el otro mundo, los difuntos, IGLNovae 182.18 (imper.)
•ref. a la esfera intelectual en un caso hipotético καλῶς ἐ. ἕξει Pl.Euthd.299b, op. ἐνταῦθα Arist.Metaph.1079a31
•en la esfera trascendente, Plot.1.2.7, 2.4.5.
2 allí, allá, hacia allí, hacia allá c. verb. de mov. o que indica direcc., real o fig. ἐ. πλέομεν Hdt.7.147, cf. 1.209, ἐλθὼν δὲ ἐ. πατέρα ... εὑρήσεις Hdt.1.121, οἱ ἐ. καταπεφευγότες Th.3.71, νῦν δ' ἐ. πέμπει Arr.Epict.3.24.113, βλέψον δὲ κἀκεῖ Men.Epit.144, cf. Eu.Matt.2.22, Ep.Rom.15.24, ἵνα ἐ. πέμπω τὰς ἐπιστολάς PMeyer 20.46 (III d.C.), ἐκδραμεῖν ἐ. πρὸς Φίλιππον PFlor.125.7, cf. 133.9 (ambos III d.C.)
•c. subst. que implica direcc. o mov. ὁδοῦ ... τῆς ἐ. S.OC 1019, ἡ ἐ. διάβασις Plb.5.101.10.
II adv. de tiempo entonces σὲ κἀκεῖ ... ἐπηυδώμαν S.Ph.395, cf. D.22.38, cf. κηνεῖ, κήνουι, κήνω, τηνεῖ
•en aquel caso, en la ocasión πολλὰ καὶ ἐ. ψευσάμενοι habiendo mentido mucho en esa ocasión, IMaced.186.6 (II d.C.).
• Etimología: Formación sobre la partíc. dem. *ke/ki que encontramos en lat. cedo, hic, het. ki-, lituan. šis, etc.
German (Pape)
[Seite 758] dort, daselbst, Tragg. u. in Prosa überall, oft mit der Krasis, κἀκεῖ, Aesch. Ch. 703; Soph. Ai. 842; κἀκεῖ κἀνθάδ' ὤν 1351, wie εἴπερ ἐκεῖ καὶ ἐνθάδε Plat. Rep. V, 451 b; Gegensatz von ἐνταῦθα, Prot. 323 b; τἀκεῖ κἀνθάδε, Alexis Ath. VIII, 354 d; bes. in der Unterwelt, wie Soph. El. 348 Ant. 76; Eur. öfter; ἐκεῖ ἐν Ἅιδου Hec. 418; Plat. Conv. 192 e; οἱ ἐκεῖ, die Verstorbenen Rep. IV, 427 b, wie εἴ τις ἄρα αἴσθησις τοῖς ἐκεῖ περὶ τῶν ἐνθάδε γινομένων Lycurg. 136. Mit dem Artikel, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ Soph. El. 675; τἀκεῖ, das Dortige, das Obige, früher Gesagte, Plat. Phaedr. 250 a u. öfter; auch ἐκεῖ allein, oben, früher in einer Disputation, τὸ ἐκεῖ πέλαγος Tim. 24 c u. ähnl. sonst; ἐκεῖ ἔστι, im Gesetz steht, Is. 6, 47. – Auch bei Verbis der Bewegung, wo man ἐκεῖσε erwartet, wie ὁδοῦ κατάρχειν τῆς ἐκεῖ Soph. O. C. 1023; οἱ ἐκεῖ καταπεφευγότες, eigtl. die dort eine Zuflucht gefunden haben, Thuc. 3, 71; ἐπεὶ δὲ ἐκεῖ τε ἀπίκετο Her. 9, 108; ἡμεῖς ἐκεῖ πλέομεν 7, 147; Sp. – Von der Zeit, damals, Soph. Phil. 394; vgl. Dem. 22, 38.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec idée de lieu là, là même (avec ou sans mouv.) ; chez les Att. euphém. pour ἐν ᾌδου, dans les enfers;
2 avec idée de temps alors.
Étymologie: DELG particule dém. i.-e. *ke-
Russian (Dvoretsky)
ἐκεῖ: дор. τηνόθι, τηνῶ и τηνεῖ adv.
1 там (ἐ. καὶ ἐνθάδε Plat.; ἐ. καὶ ἐνταῦθα Arst.): ὁ ἐ. Soph., Plat. etc. находящийся там, тамошний, тот; τἀκεῖ Plat. те места или тамошние обстоятельства;
2 на том свете (ἐ. ἐν Ἃιδου Eur., Plat.): οἰ ἐ. Plat. почившие;
3 (= ἐκεῖσε) туда oph., Her., Thuc., Polyb., Luc.;
4 (= τότε) тогда, в то время Soph.: οἱ ἐ. εἶχον τὸ βουλευτήριον Dem. которые тогда имели в совете решающее влияние.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκεῖ: Δωρ. τηνεὶ Θεόκρ.: ἐπιρρ. ἐκεῖ, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λατ. illic, συχν. παρ’ Ἀττ., ἀντιτίθεται τῷ ἐνθάδε: - οἱ ἐκεῖ Σοφ. Ἠλ. 685, κτλ.· τἀκεῖ, τὰ ἐκεῖ ὄντα ἢ συμβαίνοντα, Εὐρ. Ἀποσπ. 582, Θουκ. 1. 90. 2) παρὰ Τραγ. ὡς εὐφημισμὸς ἀντὶ τοῦ ἐν Ἅιδου, ἐν τῷ ἄλλῳ κόσμῳ, τἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα Ζεὺς ἄλλος Αἰσχύλ. Ἱκ. 230· πρβλ. Χο. 358, Σοφ. Ἀντ. 76· εὐδαιμονίτην, ἀλλ’ἐκεῖ Εὐρ. Μήδ. 1073· συχν. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι πλῆρες· ἐκεῖ δ’ ἐν Ἅιδου Εὐρ. Ἑκ. 418· προσέτι, οἱ ἐκεῖ, κατ’ εὐφημ. οἱ τεθνεῶτες, οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Χο. 355, Σοφ. Ο. Τ. 776, Πλάτ. Πολ. 427Β, Ἰσοκρ. 308Β, κτλ.· πρβλ. ἐκεῖσε. ΙΙ. μετὰ ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν ἀντὶ τοῦ ἐκεῖσε, ἐκεῖ πλέειν Ἡρόδ. 7. 147· ἐκεῖ ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 9. 108· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1019, Θουκ. 3. 71, κτλ. ΙΙΙ. ὡσαύτως, ἀλλὰ σπανίως ἐπὶ χρόνου = τότε, Σοφ. Φ. 395, Δημ. 605. 10.
English (Strong)
of uncertain affinity; there; by extension, thither: there, thither(-ward), (to) yonder (place).
English (Thayer)
adverb of place, there;
a. properly: ἐκεῖ is not used for ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ followed by ὅταν (at that time ... when etc.), but means in that place whither ye have been banished; cf. Meyer at the passage οἱ ἐκεῖ, namely, ὄντες, standing there, Tr marginal reading αὐτοί ἐκεῖ). It answers to a relative adverb: οὗ τό πνεῦμα, ἐκεῖ ἐλευθερία, ἐκεῖ is added to this verb pleonastically: G T Tr WH (ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον), ὅπου τρέφεται ἐκεῖ); cf. αὐτός after a relative.
b. by a negligent use common also in the classics it stands after verbs of motion for ἐκεῖσε, thither: so after ἀπέρχομαι, μεταβαίνω, ὑπάγω, ἔρχομαι, προπέμπομαι, Lob. ad Phryn., pp. 43f, 128; Hermann on Sophocles Antig. 515; Trachin. 1006; Alexander Buttmann (1873) on Philoct. 481; Winer's Grammar, § 54,7; Buttmann, 71 (62) and 378 (324).
Greek Monolingual
και κει (AM ἐκεῖ)
επίρρ.
1. σ' εκείνη τη θέση, σ' εκείνο το μέρος
2. προς εκείνη την κατεύθυνση
3. χρον. τότε
4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ' έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῖς ἐκεῖ σέβας», Σοφ.
β. «τράβηξε προς τα κει»)
5. με αναφορική πρόταση («καθόμουν εκεί που χωρίζουν οι δυο δρόμοι»)
νεοελλ.
1. (για στάση ή κίνηση) συνεκφέρεται με άλλα μόρια, επιρρήματα ή προθέσεις ώστε να προσδιοριστεί σαφέστερα η έννοια («εκεί ψηλά, κοντά»)
2. με την πρόθ. από δηλώνει προέλευση, από τόπο κίνηση («απ' εκεί βγήκα στο χωριό», «απ' εδώ κι απ' εκεί»)
3. με την πρόθεση κατά δηλώνει την κίνηση σε τόπο («τράβα κατά κει»)
4. «εκεί που»
α) εισάγει χρονικές αναφορικές προτάσεις αφηγηματικά για περασμένο χρόνο («εκεί που μιλούσαμε»)
β) εισάγει εναντιωματικές προτάσεις
ενώ, αν και, αντί να («εκεί που μάς το χρωστούσανε, μάς πήραν και το βόδι»)
5. με ρήματα που σημαίνουν αίσθηση δηλώνει αποδοκιμασία («για ιδές εκεί παλιανθρωπιά»)
6. φρ. «ακούς εκεί» — φράση που προτάσσεται για να δείξει έκπληξη, επίκριση, αγανάκτηση κ.λπ.
7. «ώς εκεί» — ώς αυτό το σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τοπικό επίρρ. εκεί ανάγεται στο ΙΕ δεικτικό μόριο ke- / ki- που απαντά επίσης στα λατ. cě-do, «προχωρώ, βαδίζω» hi-c «εδώ», ci-s «πάνω σε κάτι», χεττ. ki «αυτό», λιθ. ši-s «αυτός». Το μόριο αυτό χρησιμοποιούνταν ως δεικτικό για αντικείμενα κοντινής αποστάσεως και μόνο στην Ελληνική και υπό την επίδραση του (ε)κείνος χρησιμοποιήθηκε για τη δείξη απομακρυσμένων προσώπων ή πραγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προήλθε το τοπικό επίρρ. κει, αρχαία τοπική πτώση του ko- καθώς και το αιολ. κῆ, αρχαία οργανική πτώση. Το αρχικό ε- του τ. εκεί (που απαντά στην αττική διάλεκτο και στον Ηρόδοτο και είναι πιο εύχρηστος από τον τ. κει) πρέπει να ήταν αρχαίο δεικτικό μόριο (πρβλ. εκείνος, εχθές), εμφανίζεται επίσης στα οσκ. e-tanto «τόση», λατ. e-quidem, ρωσ. e-tot «αυτός», αρχ. ινδ. a-sak «εκείνος». Η υπόθεση, τέλος, ότι το εκεί είναι υποχωρητικός σχηματισμός κατά το τε-ενος (δωρ. τήνος) -τεί-δε δεν είναι πειστική].
Greek Monotonic
ἐκεῖ: Δωρ. τηνεί, επίρρ.,
I. 1. εκεί, σε εκείνο το μέρος, Λατ. illic, Αττ.
2. ευφημ. αντί ἐν Ἅιδου, στον άλλο κόσμο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ ἐκεῖ, δηλ. οι νεκροί, στον ίδ.
II. με ρήμ. κίνησης αντί ἐκεῖσε, όπως λέμε εκεί αντί προς τα εκεί, ἐκεῖ πλέειν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: there, to there (Hdt.)
Other forms: κεῖ (Archil., Herod.), κῆ (Sapph.), an old instr. From there (ἐ)κεῖθι, κῆθι id., (ἐ)κεῖθεν from there, (ἐ)κεῖσε
Origin: IE [Indo-European] [609] *(h₁)e-ḱe(i)- there
Etymology: Ending as in πεῖ, πῆ where?, τεῖ-δε, τῆ-δε here etc. (Schwyzer 549f.) and like these prob. an old locative . The basis is a deictic particle, IE *ḱe, *ḱi, seen e.g. in Lat. ce-do, hi-c, ci-s and with pronomin. function in Hitt. ki this, Lith. šì-s this etc. (s. W.-Hofmann s. -ce; s. also τήμερον); the 3rd person deixis must then be a Greek innovation _(cf. on ἐκεῖνος). The initial ἐ- (cf. ἐ-κεῖνος, ἐ-χθές) too is an inherited demonstrative particle: Oskc. e-tanto tanta, Russ. é-tot this, Skt. a-sáu that (s. οὗτος; Pok. 283f.).
Middle Liddell
I. there, in that place, Lat. illic, Attic
2. euphemism for ἐν Ἅιδου, in another world, Aesch., etc.; οἱ ἐκεῖ, i. e. the dead, Aesch.
II. with Verbs of motion, for ἐκεῖσε, as we say there for thither, ἐκεῖ πλέειν Hdt., etc.
Frisk Etymology German
ἐκεῖ: (att., Hdt.),
{ekeĩ}
Forms: κεῖ (Archil., Herod.), κῆ (Sapph.) dort. Davon (ἐ)κεῖθι, κῆθι ib., (ἐ)κεῖθεν von dort, (ἐ)κεῖσε
Meaning: dorthin.
Etymology: Ausgang wie in πεῖ, πῆ ‘wo?’, τεῖδε, τῆδε hier usw. (Schwyzer 549f.) und wie diese somit am ehesten als erstarrter Lokativ bzw. Instrumental aufzufassen. Zugrunde liegt eine deiktische Partikel, idg. *ḱe, *ḱi, die u. a. in lat. cĕ-do, hi-c, ci-s und mit pronominaler Funktion bzw. Flexion in heth. ki dies, lit. šì-s dieser usw. vorliegt (ausführlich WP. 1, 452ff., W.-Hofmann s. -ce, Pok. 609f.; s. auch τήμερον); die jener-Deixis muß dann eine griechische Neuerung sein, vgl. zu ἐκεῖνος. Auch das anlautende ἐ- (vgl. ἐκεῖνος, ἐχθές) ist eine altererbte Demonstrativpartikel: osk. e-tanto tanta, russ. é-tot dieser, aind. a-sáu jener (s. οὗτος; WP. 1, 98f., Pok. 283f.). — Brugmann Grundr.2 2: 2, 323f., dem sich Schwyzer 613 anschließt, erwägt als Alternative, ἐκεῖ als Rückbildung aus ἐκεῖνος nach dem Vorbild *τεενος (dor. τῆνος): τεῖδε zu erklären.
Page 1,475-476
Chinese
原文音譯:™ke‹ 誒咳
詞類次數:副詞(98)
原文字根:出去 是
字義溯源:在那裏*,在該處,在何處,那裏,那邊。這字有兩個意義:
1)住在那裏( 太2:15)
2)往那裏去( 約11:8)
同源字:1) (ἐκεῖ)在那裏 2) (ἐκεῖθεν)由彼處 3) (ἐκεῖνος)那一個 4) (ἐκεῖσε)到彼處 5) (κἀκεῖ)也在該處 6) (κἀκεῖθεν)也從那裏 7) (κἀκεῖνος)那也 8) (ὑπερέκεινα)在那些之上
出現次數:總共(95);太(28);可(11);路(16);約(22);徒(7);羅(1);林後(1);多(1);來(1);雅(3);啓(4)
譯字彙編:
1) 在那裏(64) 太8:12; 太12:45; 太13:42; 太13:50; 太13:58; 太15:29; 太19:2; 太21:17; 太22:13; 太24:28; 太24:51; 太25:30; 太27:36; 太27:47; 太27:55; 太27:61; 太28:7; 可1:38; 可2:6; 可3:1; 可5:11; 可6:5; 可6:10; 可11:5; 可13:21; 可14:15; 可16:7; 路9:4; 路11:26; 路12:18; 路13:28; 路15:13; 路17:21; 路17:23; 路17:37; 路21:2; 路22:12; 路23:33; 約2:12; 約3:22; 約4:6; 約4:40; 約5:5; 約6:3; 約10:40; 約10:42; 約11:31; 約12:2; 約12:9; 約18:2; 約19:42; 徒14:28; 徒16:1; 徒17:14; 徒25:9; 徒25:14; 羅9:26; 多3:12; 來7:8; 雅4:13; 啓2:14; 啓12:6; 啓12:14; 啓21:25;
2) 那裏(26) 太2:13; 太2:15; 太2:22; 太6:21; 太14:23; 太18:20; 太22:11; 可6:33; 路2:6; 路6:6; 路8:32; 路10:6; 路12:34; 約2:1; 約2:6; 約3:23; 約6:22; 約6:24; 約11:8; 約11:15; 約12:26; 約18:3; 徒9:33; 徒19:21; 林後3:17; 雅2:3;
3) 就在何處(1) 雅3:16;
4) 在那裏的(1) 太26:71;
5) 到那邊(1) 太17:20;
6) 在(1) 太5:24;
7) 那邊(1) 太26:36
English (Woodhouse)
at that place, in the underworld, in the under-world, on that side