αν

From LSJ
Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα)
δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις
παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί μονολεκτικά, αλλά η σημασία του ορίζεται από τη σύνταξή του, της οποίας διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις: Α) σε απλές προτάσεις και στις αποδόσεις σύνθετων προτάσεων
εδώ το αν ανήκει στο ρήμα και δηλώνει ότι η έννοια που υπάρχει σ' αυτό εξαρτάται από κάποιον όρο εκφραζόμενο ή υπονοούμενο
π.χ. ἦλθε
ήλθε
ἦλθεν ἄν
θα είχε έλθει, θα μπορούσε να έλθει (υπό όρους)
ἔλθοι
είθε να έλθει
ἔλθοι ἄν
θα ερχόταν, θα μπορούσε να έλθει (υπό όρους). Ι. με οριστ.: 1. με ιστορικούς χρόνους (πρτ., αόρ. και λιγότερο συχνά με υπερσ.)
α) στην απόδοση υποθετικών προτάσεων, με υπόθεση που υπονοεί τη μη εκπλήρωση παρελθόντος ή παρόντος όρου ή προϋποθέσεως και απόδοση που εκφράζει τί θα γινόταν ή θα είχε γίνει αν ο όρος εκπληρωνόταν ή είχε εκπληρωθεί
και ο μεν πρτ. αναφέρεται σε πράξη επαναλαμβανόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, ο αόρ. μόνο στο παρελθόν, ο δε υπερσ. σε τετελεσμένη πράξη στο παρόν ή το παρελθόν «πολύ ἄν θαυμαστότερον ἧν, εἰ ἐτιμῶντο» (Πλάτ. Πολ. 489α)
«εἰ τότε ταύτην ἔσχε τήν γνώμην, οὐδέν ἄν ὧν νυνί πεποίηκεν ἔπραξεν» (Δημοσθ. 4, 5)
«εἰ ὁ ἀνὴρ ἀπέθανεν, δικαίως ἄν ἐτεθνήκει» (Αντιφών 4, 2, 3)
β) η υπόθεση συχνά εξυπακούεται
«τὸ γάρ ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ οὐκ ἄν ἐτειχίσαντο» (Θουκ. 1, 11)
γ) δίχως εννοούμενη υπόθεση
«ὁ θεασάμενος πᾱς ἄν τις ἀνήρ ἠράσθη δάιος εἶναι» (Αριστοφ. Βάτραχοι 1022)
(ειδ. με το τάχα) «τάχα ἄν δέ καί ἄλλως πως ἐσπλεύσαντες» (ενν. διέβησαν)
δ) το αν συχνά παραλείπεται στην απόδοση μετά από ρ. που εκφράζουν αναγκαιότητα, σκοπιμότητα, δυνατότητα ή πιθανότητα (π.χ. ἔδει, ἐχρήν, εἰκός ἦν κ.ά.) «εἰ μή... ἧσμεν, φόβον παρέσχεν» (Ευρ. Εκάβη 1123)
2. με οριστ. μέλλ., στους επ. συγγραφείς με το κεν και σπάνια με το ἄν, στους αττ. μόνο με το ἄν, για να δηλώσει περιορισμό ή προϋπόθεση
«μαθών δέ τις ἄν ἐρεῑ» (Πίνδ. Νεμ. 7, 68)
«οὐχ ἤκει, οὐδ' ἄν ἤξει δεῡρο» (Πλάτ. Πολ. 615 δ)
II. με υποτ. μόνο στους επ. συγγραφείς και κυρίως στο α' πρόσ., με την ίδια σημ. όπως και με τον μέλλ. οριστ.
«εἰ δέ κε μή δώῃσιν, ἐγώ δέ κεν αὐτός ἕλωμαι» III. με ευκτ. (ποτέ μέλλ., σπάνια παρακμ.)
α) στην απόδοση υποθετικών λόγων, στους οποίους η υπόθεση εκφέρεται με ευκτ. και το εἰ, ή άλλη σχετική λέξη, εκφράζει μελλοντικό όρο ή προϋπόθεση
«οὐ πολλή ἄν ἀλογία εἴη, εἰ φοβοῑτο τον θάνατον» (Πλάτ. Φαίδρος 68 β)
στον Όμ. ο ενεστ. και ο αόρ. με το κε ή ἄν χρησιμοποιούνται καμιά φορά όπως ο πρτ. και ο αόρ. οριστ. με το ἄν στους αττ. συγγραφείς, οπότε η υπόθεση εκφέρεται με ευκτ. η κανονική οριστ. «και νύ κεν ἔνθ' ἀπόλοιτο... εἰ μή... νόησε...» (Ε, 5, 311)
β) όταν η υπόθεση είναι στον ενεστ. ή μέλλ., η ευκτ. με το ἄν στην απόδοση παίρνει απλή μελλοντική έννοια
«φρούριον δ' εἰ ποιήσονται, τῆς μέν γῆς βλάπτοιεν ἄν τι μέρος» (Θουκ. 1, 142)
γ) με εννοούμενη υπόθεση
«οὐδ' ἄν δικαίως ἐς κακόν πέσοιμί τι» (Σοφ. Αντιγ. 240)
στον Όμ. καμιά φορά με αναφορά στο παρελθόν «Τυδεΐδην οὐκ ἄν γνοίης ποτέροισι μετείη» (Ε, 85)
δ) δίχως ορισμένη εννοούμενη πρόταση με σημ. δυνατότητας ή ενδεχομένου «ποῑ οὖν τραποίμεθ' ἄν;» (Πλάτ. Ευθύδ. 290 α)
ιδιωμ. αναφέρεται στο παρελθόν «εἴησαν δ' ἄν οὗτοι Κρῆτες» (Ηρόδ.1, 2)
επίσης χρησιμοποιείται για να αμβλύνει ισχυρισμούς δίνοντάς τους μία λιγότερο κατηγορηματική μορφή
«οὐκ ἄν οὖν πάνυ γέ τι σπουδαῑον εἴη ἡ δικαιοσύνη» (Πλάτ. Πολ. 333 ε)
ε) σε ερωτήσεις εκφράζει επιθυμία
«πῶς ἄν θάνοιμι;» (Σοφ. Αίας, 389)
δίχως ερώτηση δηλώνει ήπια διαταγή ή προτροπή «χωροῑς ἄν εἴσω» (Σοφ. Ηλ.1.491)
στ) σε υπόθεση που είναι και απόδοση
«εἴπερ ἄλλῳ τῳ ἀνθρώπων πειθοίμην ἄν, και σοί πείθομαι» (Πλάτ. Πρωτ. 329 β)
ζ) σπάνια παραλείπεται με την ευκτ. στην απόδοση
«ῥεῑα θεός γ' ἐθέλων καί τηλόθεν ἄνδρα σαώσαι» (γ, 231)
IV. με απρμφ. και μτχ. που κείνται αντί της οριστ. ή της ευκτ.
1. το απρμφ. ή η μτχ. του ενεστ. κείται: α) αντί της οριστ. του πρτ.
«οἴεσθε τον πατέρα... οὐκ ἄν φυλάττειν;» (Δημοσθ. 49, 35)
«ἀδυνάτων ἄν ὄντων [ὑμῶν] ἐπιβοηθεῖν» (Θουκ. 1, 73)
β) αντί της ευκτ. του ενεστ. «πόλλ' ἄν ἔχων ἔτερ' εἰπεῖν παραλείπω» (Δημοσθ. 18, 258)
«το ἐθέλειν ἄν ἱέναι ἄκλητος ἐπί δεῑπνον» (Πλάτ. Συμπ. 174 β)
2. το απρμφ. ή η μτχ. του αορ. κείται: α) αντί της οριστ. του αορ.
«ῥᾳδίως ἄν ἀφεθείς» (Ξενοφ. Απομνημ. 4, 4, 4)
«οὐκ ἄν ἡγεῑσθ' αὐτόν κἄν ἐπιδραμεῖν;» (Δημοσθ. 27, 56)
β) αντί της ευκτ. του αορ.
«οὐδ' ἄν κρατῆσαι αὐτούς τῆς γῆς ἡγοῦμαι» (Θουκ. 6, 37)
«ὁρῶν ῥᾳδίως ἄν αὐτό ληφθέν» (Θουκ. 7, 42)
3. το απρμφ. ή η μτχ. πρκμ. κείνται: α) αντί της οριστ. του υπερσ. «πάντα ταῡθ' ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἄν ἐαλωκέναι» (Δημοσθ.19, 312)
β) αντί της ευκτ. του παρακμ.
«οὐκ ἄν ἡγοῦμαι αὐτούς δίκην ἀξίαν δεδωκέναι, εἰ... καταψηφίσαισθε» (Λυσ. 27, 9)
Β) σε εξηρτημένες προτάσεις
Ι. α) στην υποθετική πρόταση υποθετικού λόγου με το εἰ, κανονικά με υποτ.' στην αττ. διάλεκτο το εἰ ἄν συγχωνεύεται σε ἐάν, ἥν ή ἄν ()
ο Όμ. χρησιμοποιεί γενικά το εἰ κεαἴ κε), σπάνια δε το ἤν ή το εἰ δ' ἄν σ' αυτή την περίπτωση η υπόθεση εκφράζει ή μελλοντική κατάσταση (με απόδοση σε μέλλ. χρόνο) ή γενική κατάσταση (με απόδοση επαναλαμβανόμενης πράξης): «εἰ δέ κεν ὥς ἔρξῃς καί τοι πείθωνται Ἀχαιοί, γνώση ἔπειθ' ὅς...» (Β, 364)
«ἤν ἐγγύς ἔλθῃ θάνατος, οὐδείς βούλεται θνῄσκειν» (Ευρ. Άλκ. 671)
β) σε αναφορικές ή χρονικές προτάσεις το ἄν ισοδυναμεί με τον υποθετικό σύνδ. ἄν, συγχωνεύεται δε με τα ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή και γίνεται ὅταν, ὁπόταν, ἐπήν ή ἐπάν και ἐπειδάν
ο Όμ. χρησιμοποιεί τα ὅτε κε, ὀππότε κε, ἐπεί κε, ἐπήν, εὖτ ἄν «ὅταν δή μή σθένω, πεπαύσομαι» (Σοφ. Αντιγ. 91)
γ) σε τελικές προτάσεις που εισάγονται με τα ὡς, ὅπως, ἵνα, ὄφρα, ἔως κ.ά.
«ὄπως ἄν φαίνηται κάλλιστος» (Πλάτ. Συμπ. 198 ε)
II. α) στους επ. συγγραφείς με ευκτ. ή υποτ. «εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο»
β) σπάνια στον πλάγιο λόγο
«ἐπειδάν δοκιμασθείην» (Δημοσθ. 30, 6)
III. σπάνια με το εἰ και οριστ. στην υποθετική πρόταση, μόνο στους επ. συγγραφείς
α) με μέλλ. οριστ. ή με υποτ. «αἵ κεν Ἰλίου πεφιδήσεται» (Ο, 213)
β) με το εἰ και αόρ. οριστ. «εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω γένετο δρόμος» (Ψ, 526)
IV. στη μτγν. Ελληνική, το ἄν με αναφορικές λέξεις συντάσσεται με οριστ. σε όλους τους χρόνους (πρβλ. αοριστολογικό ἄν της νεοελλ.) «ὅπου ἄν εἰσεπορεύετο» (Ευ. Μάρκ. 6, 56)
Γ) με πρτ. ή αόρ. οριστ. στην επαναληπτική καλούμενη σύνταξη, για να εκφράσει ελλειπτικά έναν όρο που πραγματοποιείται όποτε παρουσιαστεί η ευκαιρία
«εἴ τινες ἴδοιεν...; ἀνεθάρσησαν ἄν» (Θουκ. 7, 71)
Δ) Γενικές παρατηρήσεις: Ι. θέση του ἄν α) στην περίπτωση Α, όταν το ἄν δεν συγχωνεύεται με την αναφορική λέξη (όπως στα ἐάν, ὅταν), έπεται αμέσως ή χωρίζεται από αυτήν με μονοσύλλαβα μόρια (όπως μέν, δέ, τέ, γάρ, καί κ.ά.) «εἰ μέν κεν... εἰ δέ κε» (Γ, 281-4)
β) στην απόδοση το ἄν μπορεί να βρίσκεται ή κοντά στο ρήμα, στο οποίο ανήκει (πριν ή μετά από αυτό), ή μετά από κάποια άλλη εμφαντική λέξη (ιδίως ερωτ. ή αρνητ.), ή μετά από κάποιο σπουδαίο επίθ. ή επίρρ.
επίσης μπορεί και να ακολουθεί μετοχή
«λέγοντος ἄν τινος πιστεύσοι οἴεσθε;» (Δημοσθ. 6, 20)
γ) το ἄν συχνά χωρίζεται από το απρμφ. στο οποίο ανήκει, με ρήματα όπως τα δοκῶ, φημί, οἶδα κ.λπ., ούτως ώστε το ἄν φαίνεται σαν να ανήκει στην οριστ. του ενεστ.
«καί νῦν ἡδέως ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι» (Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 8, 7, 25)
δ) το ἄν δεν τίθεται ποτέ στην αρχή κώλου, ούτε στην αρχή προτάσεως μετά από κόμμα
μπορεί όμως να προτάσσεται μετά από παρενθετική πρόταση
«ἀλλ' ὦ μέλ', ἄν μοι σιτίων διπλῶν ἔδει» (Αριστοφ. Ειρ., 137)
II. επανάληψη του ἄν: στην απόδοση το ἄν μπορεί να τεθεί δύο ή και τρεις φορές μετά από το ίδιο ρήμα, είτε για να κάνει ισχυρή τη δύναμή του σε μία μακρά πρόταση, είτε για να δώσει έμφαση σε κάποιες λέξεις
«ὥστ' ἄν, εἰ σθένος λάβοιμι, δηλώσαιμ' ἄν» (Σοφ. Ηλ. 333)
III. παράλειψη του ρήματος: συχνά το ρήμα στο οποίο ανήκει το ἄν παραλείπεται
«τί δ' ἄν δοκεῑ σοι Πρίαμος (ενν. πρᾱξαι), εἰ τάδ' ἤνυσεν;» (Αισχ. Αγαμ. 935)
έτσι, σε φρ. όπως πῶς γάρ ἄν; πῶς οὐκ ἄν, ὥσπερ ἄν εἰ, ὅσον περ ἄν εἰ, κἄν εἰ, το ρήμα πρέπει να εννοηθεί
«ὅποι τις ἄν προσθῇ, κἄν μικράν δύναμιν (ενν. προσθῇ)» (Δημοσθ. 2, 14)
IV. παράλειψη του ἄν: όταν η απόδοση αποτελείται από περισσότερες της μίας προτάσεις που συνδέονται παρατακτικά και εκφέρονται με την ίδια έγκλιση, το άν συνήθως μπαίνει μόνο στην πρώτη και εξυπακούεται στις υπόλοιπες
«οὐδέν ἄν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιεῑ, ἀλλ' ἐπί ταὐτόν ἀμφότεροι ἴοιεν» (Πλάτ. Πολ. 360 γ)
το ίδιο συμβαίνει, όταν η σύνταξη συνεχίζεται σε καινούργια πρόταση (Πλάτ. Πολ. 352 ε)
είναι δε σπάνιο να βρίσκεται το ἄν με το δεύτερο από τα δύο ρ. και να εξυπακούεται στο πρώτο
«τοῦτον ἄν...θαρσοίην ἐγώ καλῶς μέν ἄρχειν, εὖ δ' ἄν ἄρχεσθαι θέλειν» (Σοφ. Αντιγ. 669).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ἄν —όπως και τα κε(ν), κα — είναι εγκλιτικό μόριο. Απαντά στον Όμηρο, στους λυρικούς, στην Ιωνική Αττική και στην Αρκαδική, ενώ στη Λεσβιακή, Θεσσαλική και Κυπριακή χρησιμοποιείται αντ' αυτού το κε και στις δυτικές διαλέκτους και στη Βοιωτική το κα. Στον Όμηρο απαντά τόσο το ἄν όσο και το κε
επειδή όμως η σύνταξη δεν έχει ακόμη παγιωθεί, η ακριβής διαφορά στη χρήση και τη σημασία τους δεν είναι σαφής. Όσον αφορά στην Αρκαδική δεν είμαστε βέβαιοι αν η χρήση του ἄν είναι αρχαία. Η Κυπριακή, που συγγενεύει με την Αρκαδική, χρησιμοποιεί το κε, ενώ στην ίδια την Αρκαδική απαντά τ. εἰκ ἄν. Το κ στο εἰκ ἄν συμβάλλει στην άρση της χασμωδίας και ερμηνεύεται είτε ως υπόλειμμα ενός αρχικού κε, που υποχώρησε βαθμηδόν και υποκαταστάθηκε από το ἄν, είτε ως προϊόν αναλογίας από το οὐ(κ). Κατ' άλλη άποψη το εἰκ ἄν προήλθε με κακό χωρισμό από την ανάγνωση στον τ. εἰκάν της Αρκαδικής που ανάγεται σε αρχ. εἰ κάν (όπου το κάν θα ήταν συνεσταλμένη βαθμίδα του κεν μπροστά από φωνήεν). Η σύνδεση του ἄν με το κε επιτρέπει να αποδεσμευτούμε από την παραδοσιακή ετυμολογία που συνδέει το ἄν με το λατ. an και το γοτθ. an, των οποίων όμως οι λειτουργίες είναι διαφορετικές].
(II)
και εάν (σύνδ.) (Α ἄν και ἐάν) (Α και ἤν, Ν και α πριν από σύμφωνο)
νεοελλ.
1. ως υποθετικός σύνδ. εισάγει υποθετική πρόταση και συντάσσεται με οριστ.
είναι δυνατόν να δηλώνει: α) το πραγματικό «αν υπάρχει θεός, υπάρχει δικαιοσύνη»
β) το αντίθετο του πραγματικού «αν είχες μυαλό, δεν θα τά πάθαινες αυτά»
γ) απλή υπόθεση που αναφέρεται στο παρελθόν «αν συνέβη αυτό, περιττεύει κάθε συζήτηση»
δ) το προσδοκώμενο «αν δεν έρθεις στην εκδρομή, δεν θα σού ξαναμιλήσω»
ε) το αορίστως επαναλαμβανόμενο
«αν δεν φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει» — στ) κατά παράλειψη της αποδόσεως, το αν με πρτ. δηλώνει ευχή
«ω, αν ζούσε ο πατέρας μου!»
2. ως εναντιωματικός, παραχωρητικός ή ενδοτικός σύνδ. με το και «και αν ακόμη μού το έλεγε ο ίδιος, δεν θα το πίστευα»
«αν και δεν μού είπε τίποτα, το μάντεψα»
3. ως απορρηματικό μόριο, εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις και ισοδυναμεί με τα μήπως, άραγε
«θα ήθελα να ξέρω αν όλα αυτά είναι αλήθεια»
4. ως αοριστολογικό μόριο σε συνδυασμό με αναφορικές αντων. ή επιρρ.
«όσο κι αν κλαις, δεν σέ πιστεύω»
5. ως προτασσόμενο βεβαιωτικό μόριο σε πρόταση που συνδέεται με άλλη αντιθετικά με το και
«αν το σπίτι του είναι ωραίο, και το δικό μας δεν πάει πίσω»
αρχ.
υποθετικός σύνδ. αμάρτυρος στους τραγικούς και σπάνιος στις πρώιμες αττ. επιγραφές, συχνός όμως στον Πλάτωνα και τους μεταγενέστερους
για τη σύνταξή του βλ. ἄν (Ι) Β, και ἐάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το αρχ. εἰ ἄν προήλθαν τόσο το ἐάν όσο και (με κράση) το ιων. ἤν (Ιωνική-Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Αριστοφάνης κ.ά.) και το αττικό ἄν (ρήτορες, πεζός λόγος κ.ά.). Ο τ. ἐάν εμφανίζεται και με (ἐᾱν), που είτε προήλθε αναλογικά προς το ἄν είτε από κράση τών ἠ ἄν. Ο σύνδ. ἐάν, που απαντά στις αρχαίες επιγραφές και που (με υποτακτική) σήμαινε «εάν», υπερίσχυσε του συνδ. εἰ στους μετακλασικούς χρόνους, στους δε ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους χρησιμοποιήθηκε αντί του μορίου ἄν. Στη Ν. Ελληνική διατηρεί την αρχαία υποθετική του σημασία «εάν».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. άμποτε(ς)].
(III)
ἅν (Α)
με κράση αντί του ἅ ἄν.