ὀρέγω
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
Od.17.366, E.Ph.1710 (lyr.), etc.; Ion. and later Prose, Hdt. 2.2, Arist.HA497b27, etc.: impf. A ὤρεγον Pi.P.4.240, App.BC4.126 : fut. ὀρέξω Il.13.327, E.Med.902 : aor. ὤρεξα Il.23.406, Trag. (S.OC846, etc.), and sometimes in Prose, Pl.Phd.117b, X.An.7.3.29:—Med.and Pass., Il.24.506, Th.2.65, etc.: fut. ὀρέξομαι E.Hel.353, Pl.R.486a (ἐπ-): aor. ὠρεξάμην Il.23.99, E.HF16, etc.: rare in Prose, X.Mem.1.2.15; also ὠρέχθην ib.16, Ages.1.4, Smp.8.35, Hp.Ep.17, Epicur.Sent.7, Fr.187, as well as in E. (Hel.1238) (not in Hom.): pf. ὤρεγμαι Hp.Oss.18; redupl. 3pl. ὀρωρέχαται, plpf. -έχατο, Il.16.834, 11.26.—Cf. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι :—reach, stretch, stretch out, χεῖρ' ὀρέγων Od.17.366; εἰς οὐρανόν Il.15.371, Od.9.527; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, in entreaty, 12.257, cf. Plu.Cam.36; μοι . . λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας Il.24.743; πρός τινα Pi. P.4.240, cf. S.OC846, etc.; Ὅμηρον... ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις, to claim him, APl.4.294. 2 reach out, hold out, hand, give, κοτύλην καὶ πύρνον Od.15.312; δέπας Il.24.102; ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ 5.33, cf. 17.453, Hes.Th.433; ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν Il.12.328, cf. S.Ph.1203 (lyr.); ὀ. πλοῦτόν τινι Pi.P.3.110; τέλος ἔμπεδον Id.N.7.58; ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Pl.Phd.117b; later βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοις extend help, POxy.902.11 (v A.D.). II Med. and Pass., 1 abs., stretch oneself out, stretch forth one's hand, Od.21.53; ἀνδρὸς . . ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506 (but χεῖρας ὀρεξαμένου having lent a helping hand, Epigr.Gr.448.4 (Syria)); ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου Hes.Sc.456; ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, χειρὶ σκαιῇ, Il.23.99, Hes.Th.178; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot), Il.4.307; πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ' ὑπὲρ ζυγὸν . . ἔγχεϊ χαλκείῳ 5.851; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they galloped to the fight, 16.834; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i.e. made a stride, 13.20; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν were stretched out towards the neck, 11.26; of fish, rise at the bait, καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Theoc. 21.44; for A.Ag.1111, v. ὄρεγμα 1.1. 2 c. gen., reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.6.466, cf. Od.11.392; in a hostile sense, aim at, assail, hit, τοῦ δ' ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος . . ὦμον hit him first on the shoulder, Il.16.322; ib.314, a gen. pers. must be supplied, ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος; so in 23.805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν; δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος Tyrt.12.12; also of a suppliant, τί χρῆμα θηρῶσ' ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; E.Hel.1238. b metaph., reach after, grasp at, yearn for, γάμων Id.Ion842; τῶν μεγίστων Id.Fr.240; ἀπεόντων Democr.202; ζωῆς Id.205 : freq. in Att. Prose, Antipho 2.2.12, Th.3.42, Pl.R.439b,485d, etc.; ὀ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Th.2.65 : so c. inf., πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν E.HF16; ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Pl. Prt.326a; οὐδέποτε ὠρέχθην τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν Epicur.Fr.187 : also, abs., yearn, desire, πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4; θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν A.R.2.878; ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν Arist.EN1113a12; cf. ὀρεκτός, ὄρεξις. 3 c. acc., σῖτόν τ' ὄρεξαι take food, E.Or.303 (v.l. σίτων); αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι I will put the noose on my neck, Id.Hel.353 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 371] recken, strecken, ausstrecken; χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν, Il. 15, 371, öfter; πάντοσε χεῖρ' ὀρέγων, Od. 17, 366, von dem Bettler, der die Gabe heischend die Hand ausstreckt; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, nach mir, 12, 257; πρὸς ἄνδρα χεῖρας ὤρεγον, Pind. P. 4, 240; ὄρεξον χεῖρας, Soph. O. C. 850, vgl. 1132; öfter Eur. – Daher hinreichen, darreichen; οὐ γάρ μοι θνήσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας, Il. 24, 743; κῦδός τινι, 17, 453 u. öfter; οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τάχος, 23, 406; τῳ εὖχος ὀρέξομεν, 12, 328; αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ, Od. 15, 312; τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ὤρεξε, Pind. N. 7, 58; πλοῦτον, P. 3, 110, u. so gewöhnlich von dem, was die Gottheit verleiht; ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, Soph. Phil. 1188; σῖτον ὀρέξαι, Eur. Or. 303; ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει, Plat. Phaed. 117 b; Folgde, wie Luc. D. D. 5, 4. – Med. sich ausstrecken, seine Hand ausstrecken; ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι, Il. 24, 506; ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, Od. 21, 53; ὠρέξατο χερσί, mit den Händen sich wornach strecken, hinlangen, Il. 23, 99, öfter; Hes. Th. 178; ὀρέξάσθαι ἀπὸ δίφρου, vom Wagen herab langen, reichen, Sc. 456; ἔγχεϊ, sich mit dem Speer ausstrecken, d. i. mit gestreckter Lanze auf den Feind zielen, Il. 5, 851 (vgl. ὀρέξατο δ' αἶψ' ὀλοοῖο Πηλεὺς αἰγανέην Ap. Rh. 2, 828); ποσσὶν ὀρωρέχαται πολε μίζειν, sie strecken sich mit den Füßen, schreiten aus um zu kämpfen, 16, 834; ὀρέξατ' ἰών, er reckte sich aus im Gehen, schritt weit aus, 13, 20; ὀρωρέχατο ποτὶ δειρήν, sie streckten sich nach dem Halse zu vorwärts, 11, 26; – τινός, sich wornach strecken, wornach langen, οὗ παιδὸς ὀρέξατο, er langte nach seinem Kinde, Il. 6, 466; auch nach Einem langen, um ihn zu verwunden, nach ihm trachten, 16, 332; auch c. accus., das, wornach man trachtet, erlangen, treffen, bes. mit Waffen, 16, 314. 23, 805; δούρατος ὠρέξαντο, sie langten nach dem Speere, Ap. Rh. 2, 1112; – ausstrecken, προτείνει δὲ χεῖρ' ἐκ χειρὸς ὀρεγομένα, Aesch. Ag. 1082; ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ, Eur. Hel. 1254; ὀρεχθῆναι γάμων, darnach verlangen, streben, Ion 842, wie Or. 328. – In Prosa, verlangen; c. inf., ὅτι ὀρέγεται πάντα ταῦτ' εἶναι οἷον τὸ ἴσον, Plat. Phaed. 75 a; ὅταν ὀρέγηται τοιοῦτος γενέσθαι, Prot. 326 a; Sp., wie ὀρέγεσθαι τούτων τυχεῖν Luc. D. D. 20, 4; gew. c. gen., τούτου ὀρέγεται καὶ ἐπὶ τοῦτο ὁρμᾷ, Plat. Rep. IV, 439 b; πάσης ἀληθείας, VI, 485 d, öfter; δόξης, Isocr. 1, 2; ἔργων ὀρεχθῆναι, 1, 46; ἐπιτηδευμάτων, dem ἀπέχεσθαι entgegengesetzt, 2, 2, wie Xen. Cyr. 5, 3, 48; Sp., καινῶν ὠρέχθη πραγμάτων, Luc. bis accus. 29; μειζόνων ἐλπίδων, Pol. 1, 8, 5; τῶν πραγμάτων, nach der Herrschaft streben, 5, 104, 7; auch τῆς γῆς, nach dem Lande zu fahren, 16, 5, 8. – Bei Ap. Rh. 2, 878, θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσι, wird es gleich ὀρεχθέω erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέγω: Ὅμ., Εὐρ.: παρατ. ὤρεγον Πινδ. Π. 4. 426, Ἀππ.: μέλλ. ὀρέξω Ἰλ. Ν. 327, Εὐρ.: ἀόρ. ὤρεξα Ἰλ., Τραγ., καὶ ἐνίοτε παρὰ πεζογράφοις, Πλάτ. Φαίδων 117Β, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 29: - Μέσ. καὶ παθητ., Ἰλ. Ω 506, Θουκ., κλ.: μέλλ. ὀρέξομαι Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ὠρεξάμην Ὅμ., Ἡσ., Εὐρ., κλ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 15· ἐν ᾧ ὁ τύπος ὠρέχθην ἀπαντᾷ αὐτόθι 16, Ἀγησ. 1, 4, Συμπ. 8. 35, ὡς καὶ ἐν Εὐρ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρ’ Ὁμήρ.: πρκμ. ὤρεγμαι Ἱππ. 279, μετ’ ἀναδιπλ. γ΄ πληθ. ὀρωρέχαται: ὑπερσ. -έχατο Ἰλ. Π. 834, Λ. 26. - Πρβλ. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι, ὀρεχθέω. (Πρβλ. ὄργυια· Σανσκρ. riǵ, arǵàmi (φθάνω διὰ τῆς χειρός, reach ἀγγλ.), riǵ-us (rectus), râǵ-is (row)· Λατιν. reg-o, e-rigo, por-rigo, rec-tus· Γοτθ. raiht-s (εὐθύς, δίκαιος), raiht-aba (ὀρθῶς), κτλ.) Ἐκτείνω, ἁπλώνω, Λατιν. porrigo, χεῖρ’ ὀρέγων Ὀδ. Ρ. 366, κτλ.· εἰς οὐρανὸν Ἰλ. Ο. 371, Ὀδ. Ι. 527· χεῖρας ἐμοὶ ὀρ., ἐπὶ δεήσεως, Μ. 257· μοι ... λεχέων ἐκ χεῖρας ὀρέξας Ἰλ. Ω. 743· πρός τινα Πινδ. Π. 4. 426, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 846, κτλ.· Ὅμηρον ..., ἐφ’ ᾧ πᾶσαι χεῖρ’ ὀρέγουσι πόλεις, ἀξιοῦσαι αὐτὸν ἑκάστη ἴδιον αὐτῆς, Ἀνθ. Πλαν. 4. 294. 2) δίδωμι, παρέχω, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ Ὀδ. Ο. 312· δέπας Ἰλ. Ω. 102· ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ Ε. 33, πρβλ. Ρ. 453, Ἡσ. Θεογ. 433· ἠέ τῷ εὖχος ὀρέξομεν, ἠέ τις ἡμῖν Ἰλ. Μ. 328, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1202· ὀρ. πλοῦτόν τινι Πινδ. 11. 3. 195· τέλος ἔμπεδον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 85· ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Πλάτ. Φαίδων 117 Β. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., 1) ἀπολ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτείνω τὴν χεῖρά μου, Ὀδ. Φ. 53, (οὕτω, ποτὶ στόμα χεῖρ’ ὀρέγεσθαι, ἔνθα τινὲς γράφουσι χείρ’, ὅ ἐστι χειρί, Ἰλ. Ω. 506)· ὀρέξασθαι ἀπὸ δίφρου, ἐκτείνομαι ὑπεράνω τοῦ δίφρου, ἀκκουμβῶ ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ δίφρου καὶ ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἔξω, τεντώνομαι, Ἡσ. Ἀσπίς Ἡρ. 456 ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, «ἐξέτεινε τὰς ἀγαπητὰς χεῖρας». (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 99, πρβλ. Ἡσ. Θ. 178 (ἴδε κατωτ. 4)· ἔγχει ὀρεξάσθω, ἄς προσβάλῃ διὰ τοῦ δόρατος (ἐκ τοῦ ἅρματος χωρὶς νὰ καταβῇ), Ἰλ. Δ. 307· οὕτω, πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ’ ὑπὲρ ζυγὸν ... ἔγχεῖ χαλκείῳ Ε. 854· ποσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, ἐπὶ ἵππων, ἔσπευδον εἰς τὸν πόλεμον, Π. 834· οὕτως, ὀρέξατ’ ἰών, ἐξέτεινεν ἑαυτὸν πορευόμενος, δηλ. ἔβαινε ταχέως μεγάλοις βήμασιν, Ἰλ. Ν. 20· ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν, ἐξέτεινον τὸν αὐχένα (ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου irasci in cornua, in clipeum assurgere), Λ. 26· - ἐπὶ ἰχθύος, ἔρχομαι πρὸς τὸ δέλεαρ, καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Θεόκρ. 21. 44· - περὶ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1111, ἴδε ἐν λέξ. ὄρεγμα. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνω τὰς χεῖράς μου καὶ λαμβάνω, «πιάνω», οὗ παιδὸς ὀρέξατο, ἐξέτεινε τὰς χεῖρας πρὸς τὸ τέκνον του, Ἰλ. Ζ. 466, πρβλ. Ὀδ. Λ. 392· ὡσαύτως ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, «σκοπεύω», προσβάλλω, κτυπῶ, τοῦ δ’ ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος ... ὦμον, πρῶτος τὸν ἐκτύπησεν εἰς τὸν ὦμον, Ἰλ. Π. 322· οὕτως, αὐτόθι 314, δέον νὰ ὑπονοήσωμεν γεν. προσ., ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος· καὶ Ψ. 805, ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν· οὕτω, δηίων ὀρέγοιτ’ ἐγγύθεν ἱστάμενος Τυρταῖ. 9. 12· - ὡσαύτως ἐπὶ ἱκέτου, τὶ χρῆμα θηρῶσ’ ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; Εὐρ. Ἑλ. 1328. β) μεταφορ., ἐκτείνω τὰς χεῖράς μου προσπαθῶν νὰ λάβω τι, ποθῶ, ἐπιθυμῶ, γάμων ὁ αὐτ. ἐν. Ἴωνι 942 τῶν μεγίστων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 242· συχν. παρ’ Ἀττ. πεζολόγεοις, Ἀντιφῶν 117. 31, Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Πολ. 439Β, 4851), κτλ.· ὀρ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Θουκ. 2. 65· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πόλιν ὠρέξατ’ οἰκεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 16 ὀρ. τοιοῦτος γενέσθαι Πλάτ. Πρωτ. 326Α· ὡσαύτως καὶ ἀπολ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, πάσῃσιν ὀρέξασθαι πραπίδεσσιν Ἐμπεδ. παρὰ Πορφυρ. ἐν Βίῳ Πυθ. 70· θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 878· ὀρεγόμεθα κατὰ βούλευσιν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 3, 19· πρβλ. ὀρεκτός, ὄρεξις, ὀρεχθέω. 3) μετ’ αἰτιατ., ἐκτείνω τὰς χεῖράς μου πρός τι, λαμβάνω τι, σῖτον Εὐρ. Ὀρ. 303· οὕτως, αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι, θὰ βάλω τὸν βρόχον εἰς τὸν λαιμόν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 353. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
French (Bailly abrégé)
impf. ὤρεγον, f. ὀρέξω, ao. ὤρεξα, pf. inus.
Pass. ao. ὠρέχθην, pf. ὤρεγμαι et ὀρώρεγμαι;
1 tendre, étendre : χεῖρα εἰς οὐρανόν IL la main vers le ciel ; πρός τινα ou τινι, tendre les mains vers qqn pour l’implorer;
2 tendre, présenter, offrir, donner : κέρας XÉN ou κύλικα PLAT une coupe ; fig. κῦδος ὀρέξαι τινί IL, OD accorder la gloire à qqn;
Moy. ὀρέγομαι (ao. ὠρεξάμην, plus souv. ὠρέχθην);
1 s’étendre, s’allonger, χερσί, avec les mains, càd chercher à prendre avec les mains : ἔγχει IL s’étendre avec la javeline, tendre la javeline vers, viser l’adversaire en tendant la javeline ; ποσσὶν ὀρωρέχαται (3ᵉ pl. pf.) πολεμίζειν IL ils se sont élancés pour combattre ; ὀρέξατ’ ἰών IL il s’étendit en marchant, càd il marcha du pas allongé d’un dieu;
2 • avec le gén. : s’étendre vers, tendre vers, viser, aspirer à : οὗ παιδὸς ὀρέξατο IL il tendit les mains pour prendre son enfant ; en mauv. part tendre vers qqn, càd chercher à atteindre, à blesser qqn ; fig. ἀληθείας PLAT, δόξης PLUT aspirer à la vérité, à la gloire;
3 • avec l’acc. : atteindre, toucher ; en mauv. part atteindre avec une arme, blesser.
Étymologie: DELG cf. lat. rego.
English (Autenrieth)
part. ὀρέγων, ὀρεγνύς, fut. ὀρέξω, aor. ὤρεξα, mid. pres. inf. ὀρέγεσθαι, aor. ὠρέξατ(ο), ὀρέξατ(ο), perf. 3 pl. ὀρωρέχαται, plup. 3 pl. ὀρωρέχατο: reach, extend, mid., stretch out oneself, or one's own hands, etc., reach for, τινός, sometimes τὶ, Il. 16.314, 322, Il. 23.805; of ‘reaching and giving’ something, Il. 24.102; and metaph., ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ, ‘may bestow,’ Il. 5.33; mid., of trying to hit, ‘lunging’ at one with the spear, Il. 4.307; of horses ‘laying themselves out,’ to exert their speed (perf. and plup.), Il. 16.834; so δράκοντες, ‘outstretched,’ Il. 11.26.
English (Slater)
ὀρέγω
1 stretch out πρὸς δ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα φίλας ὤρεγον χεῖρας (P. 4.240) οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (N. 7.58) met., offer, εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι (P. 3.110)
English (Thayer)
(cf. Latin rego, German recken, strecken, reichen (English reach; Curtius, § 153)); from Homer down; to stretch forth, as χεῖρα, Homer, Iliad 15,371, etc.; present middle (cf. Winer's Grammar, p. 252 (237) note), to stretch oneself out in order to touch or to grasp something, to reach after or desire something: with a genitive of the thing, φιλαργυριας, to give oneself up to the love of money (not quite accurately since φιλαργυριας is itself the ὄρεξις; (cf. Ellicott at the passage)), 1 Timothy 6:10.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὀρέγω: παρατ. ὤρεγον, μέλ. ὀρέξω, αόρ. αʹ ὤρεξα — Μέσ. και Παθ. μέλ. ὀρέξομαι, αόρ. αʹ ὠρεξάμην και ὠρέχθην, παρακ. ὤρεγμαι, αναδιπλ. γʹ πληθ. ὀρωρέχαται, υπερσ. -έχατο·
I. 1. φθάνω με το χέρι, τεντώνω, εκτείνω, Λατ. porrigo, χεῖρ' ὀρέγων, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, προς ικεσία, στο ίδ.
2. απλώνω, εκτείνω το χέρι μου, δίνω, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. Μέσ. και Παθ.
1. απόλ., απλώνομαι, τεντώνομαι προς τα έξω, τεντώνω το χέρι μου προς τα έξω, σε Όμηρ.· ὀρέξασθαι ἀπὸ δίφρου, τεντώνομαι ή στηρίζομαι για να τεντωθώ πάνω από το άρμα, σε Ησίοδ.· ἔγχει ὀρεξάσθω, άφησέ τον να επιτεθεί χτυπώντας με το δόρυ (επάνω στο άρμα, αντί να κατεβεί απ' αυτό), σε Ομήρ. Ιλ.· ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, λέγεται για άλογα, τεντώθηκαν χυμώντας, κάλπασαν προς τη μάχη, στο ίδ.· ὀρέξατ' ἰών, τεντώθηκε καθώς βάδιζε, δηλ. τέντωσε το βήμα του, περπατούσε με μεγάλα βήματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν, τέντωναν τον αυχένα τους (όπως το irasci in cornua, in clipeum assurgere, του Βιργ.), στο ίδ.· λέγεται για ψάρι, έρχομαι, τεντώνομαι προς το δόλωμα, σε Θεόκρ. 2. α) με γεν., τεντώνω τα χέρια μου προς ή για να πιάσω κάτι, αρπάζω, οὗ παιδὸς ὀρέξατο, άπλωσε τα χέρια του προς το παιδί του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με εχθρική σημασία, τοῦ Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος ὦμον, τον χτύπησε πρώτα στον ώμο, στον ίδ.· ομοίως, ἔφθη ὀρεξάμενος σκέλος (ενν. αὐτοῦ), στο ίδ. β) μεταφ., τεντώνομαι για να πιάσω κάτι, αρπάζω, επιθυμώ σφοδρά κάτι, με γεν., σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν, σε Ευρ.
3. με αιτ., αυτοεξυπηρετούμαι, σερβίρομαι, σῖτον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρέγω: (эп. aor. ὄρεξα, pf. pass. ὀρώρεγμαι - эп. 3 л. pl. ὀρωρέχαται; эп. 3 л. pl. ppf. ὀρωρέχατο; adj. verb. ὀρεκτός)
1) протягивать, простирать (χεῖρα εἰς οὐρανόν Hom.): χεῖρας ὀ. τινί Hom. и πρός τινα Pind., Soph., Eur.; простирать руки к кому-л.; ὀρέγεσθαι χερσί Hom. тянуться руками; ποτὶ στόμα χεῖρ᾽ ὀρέγεσθαι Hom. протягивать руку к (чьим-л.) устам (жест мольбы);
2) протягивать, подавать (κοτύλην καὶ πύρνον Hom.; τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Plat.; τινὶ γραμματίδιον Plut.); med. брать себе (σῖτον Eur.): αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξασθαι Eur. надеть себе петлю на шею;
3) даровать, ниспосылать (κῦδός τινι Hom.; πλοῦτον Pind.): ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε Soph. окажите мне одну милость;
4) med. устремляться: ἔγχει ὀ. Hom. выставлять вперед копье; ποσσὶν ὀρέξασθαι πολεμίζειν Hom. (о конях) полететь в бой; τρὶς ὀρέξατ᾽ ἰών Hom. трижды шагнул (Посидон); οὗ παιδὸς ὀρέξατο Ἓκτωρ Hom. к своему ребенку потянулся Гектор;
5) med. (ринувшись), наносить удар, поражать, ранить (πρυμνὸν σκέλος, χρόα καλόν Hom.);
6) med. стремиться, желать (ἀληθείας Plat.; δόξης Plut.; γάμων Eur.): ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Plat. стремиться стать именно таким (человеком).
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to reach out (one's hand), to hand, to stretch oneself out, to stretch out for; on the Hom. use Trümpy Fachausdrücke 118f. Other presentforms : 1. ptc. ὀρεγ-νύς (Α 351, Χ 37), -νύμενος (AP, Mosch.); 2. ὀριγ-νάομαι (Hes. Sc. 190, Herod., Theoc.), with the innovated aor. ὠριγν-ήθην (Antipho Soph., Isoc.), fut. -ήσομαι (D. C.); on ι as stemvowel cf. κίρνημι (s. κεράννυμι w. lit.).
Other forms: Aor. ὀρέξαι, -ασθαι, fut. ὀρέξω, -ομαι (Il.), pf. a. plqu. midd. pl. ὀρωρέχαται, -το (Il.), ὤρεγμαι (Hp.), aor. pass. ὀρεχθῆναι (E., X., Hp. Ep.).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἐπ-.
Derivatives: 1. ὀρεκτός stretched out (Β 543, Str.; see Ammann Μνήμης χάριν 1, 20) desired, longed for (Arist.) with ὀρεκτ-εῖν ἐπι-θυμεῖν, -ιῶν ἐπιθυμῶν H.; ἀν-όρεκτος without desire for, undesired (Arist.; functionally to ὄρεξις) with ἀνορ-εκτέω, -εξία (late). 2. ὄρεγμα n. the stretching out (e.g. of the hand, also of the foot), step, also as measure of length (A., E., Arist., Tab. Heracl.). 3. ὄρεξις f. desire, appetency (Democr., Arist.; Holt Les noms d'action en -σις 126) with ὀρεκτικός inclined, prone to desire (Arist., Arr.), rousing the appetite (Dsc.). 4. ὀρέγ-δην by stretching out (sch., H.). -- On ὄργυια s. v.
Origin: IE [Indo-European] [854] *h₃reǵ- make straight, direct
Etymology: Exept for init. ὀ-, rather because of the o-colour a prefix than in ὀ-κέλλω a prothesis (diff. Schwyzer 411), ὀρέγω agrees as themat. root-present with Lat. regō direct straight, lead, direct, govern and OIr. rigim stretch out; also agree, butß for the vowelquantity, ὀρέξαι to Lat. rēxī and ὀρεκτός to rēctus (ē can be secondary length.), to which also Germ., e.g. Goth. raíhts recht, Av. rāšta- directed, ordened, straight. Genetically independent are the formally agreeing ὄρεγμα, Av. rasman- m. n. line of battle, Lat. reg-i-men n. leadership. Whether there is old connection between the isolately attested ptc. ὀρεγ-νύς, -νύμενος and the Av. adj. raš-nu- straight is uncertain; the present ὀριγ-νάομαι with suffixed nasal is rather far off from the nasalinfixed Skt. r̥-ñ-játi stretches itself, runs. The group presents many forms, presentformations and verbal nouns, which are not useful for the straight and very regular Greek system (on ὀρωρέχαται, -το s. Schwyzer 771). -- WP. 2, 362ff., Pok. 854ff., W.-Hofmann s. regō, w. rich lit.; Ernout-Meillet s. regō with important notes; also Gonda KZ 73, 151 ff. -- (There is no connection with ἀρήγω.)
Middle Liddell
I. to reach, stretch, stretch out, Lat. porrigo, χεῖρ' ὀρέγων Od.; especially in entreaty, Od.
2. to reach out, hold out, hand, give, Hom., Hes., etc.
II. Mid. and Pass.,
1. absol. to stretch oneself out, stretch forth one's hand, Hom.; ὀρέξασθαι ἀπὸ δίφρου to reach or lean over the chariot, Hes.; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot, instead of dismounting), Il.; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they stretched themselves, galloped, to the fight, Il.; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i. e. went at full stride, Il.; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν stretched themselves with the neck (like Virgil's irasci in cornua, in clipeum assurgere), Il.:—of fish, to rise at the bait, Theocr.
2. c. gen. to reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.; also in a hostile sense, τοῦ Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος ὦμον hit him first on the shoulder, Il.; so, ἔφθη ὀρεξάμενος σκέλος (sc. αὐτοῦ) Il.
B. metaph. to reach after, grasp at, yearn for a thing, c. gen., Eur., Thuc., etc.:—c. inf., πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν Eur.
3. c. acc. to help oneself to, σῖτον Eur.
Frisk Etymology German
ὀρέγω: -ομαι
{orégō}
Forms: Aor. ὀρέξαι, -ασθαι, Fut. ὀρέξω, -ομαι (seit Il.), Pf. u. Plqu. Med. pl. ὀρωρέχαται, -το (Il.), ὤρεγμαι (Hp.), Aor. Pass. ὀρεχθῆναι (E., X., Hp. Ep. u.a.),
Grammar: v.
Meaning: ‘(die Hand) hinstrecken, darreichen, sich strecken, zu erreichen suchen’; zum hom. Gebrauch Trümpy Fachausdrücke 118f. Andere Präsensformen : 1. Ptz. ὀρεγνύς (Α 351, Χ 37), -νύμενος (AP, Mosch.); 2. ὀριγνάομαι (Hes. Sc. 190, Herod., Theok. u.a.), wozu die neugebildeten Aor. ὠριγνήθην (Antipho Soph., Isok.), Fut. -ήσομαι (D. C.); zu ι als Stammvokal vgl. κίρνημι (s. κεράννυμι m. Lit.).
Composita : auch m. Präfix, bes. ἐπ-,
Derivative: Ableitungen: 1. ὀρεκτός ausgestreckt (Β 543, Str.; dazu Ammann Μνήμης χάριν 1, 20) erwünscht, ersehnt (Arist.) mit ὀρεκτεῖν· ἐπιθυμεῖν, -ιῶν· ἐπιθυμῶν H.; ἀνόρεκτος ohne Verlangen nach, nicht erwünscht (Arist.; funktionell zu ὄρεξις) mit ἀνορεκτέω, -εξία (sp.). 2. ὄρεγμα n. ‘das Ausstrecken (z.B. der Hand, auch des Fußes), Schritt’, auch als Längenmaß (A. u. E. in lyr., Arist., Tab. Heracl. u. a.). 3. ὄρεξις f. Verlangen, Begierde (Demokr., Arist. u.a.; Holt Les noms d’action en -σις 126) mit ὀρεκτικός zum Verlangen geneigt, hinstrebend (Arist., Arr.), den Appetit weckend (Dsk.). 4. ὀρέγδην durch Ausstrecken (Sch., H.). — Zu ὄργυια s. bes.
Etymology : Bis auf das anl. ὀ-, das wegen der o-Farbe eher Präfix wie in ὀκέλλω als Prothese sein dürfte (anders Schwyzer 411), deckt sich ὀρέγω als themat. Wz.-präsens mit lat. regō geraderichten, lenken, richten, herrschen und air. rigim strecke aus ebenso stimmen, von der Vokalquantität abgesehen, ὀρέξαι zu lat. rēxī und ὀρεκτός zu rēctus (ē kann hier sekundäre Dehnung sein), wozu noch germ., z.B. got. raíhts ‘recht’, aw. rā̆šta- gerichtet, geordnet, gerade; wegen der Produktivität der betreffenden Formkategorien sind indessen die beiden letztgenannten Gleichungen, vielleicht auch ὀρέγω = regō = rigim, auf parallele Neubildungen zurückzuführen. Genetisch unabhängig voneinander sind ebenfalls die formal übereinstimmenden ὄρεγμα, aw. rasman- m. n. Schlachtreihe, lat. reg-i-men n. Leitung. Ob alter Zusammenhang besteht zwischen den vereinzelt belegten Ptz. ὀρεγνύς, -νύμενος und dem aw. Adj. raš-nu- gerecht ist mehr als ungewiß; das Präsens ὀριγνάομαι mit suffigiertem Nasal liegt von dem nasalinfigierten aind. r̥-ñ-játi streckt sich, eilt ziemlich weit ab. Die vorliegende Wortsippe umfaßt eine sehr reiche und bunte Formenreihe mit verschiedenen Präsensbildungen und Verbalnomina, die für die Beurteilung des ausgeglichenen und sehr regelmäßigen griechischen Systems (zu ὀρωρέχαται, -το s. Schwyzer 771) nicht in Frage kommen. — WP. 2, 362ff., Pok. 854ff., W.-Hofmann s. regō, überall m. weiteren Formen und reicher Lit.; Ernout-Meillet s. rĕgō mit sehr wichtigen Bemerkungen; dazu noch Gonda KZ 73, 151 ff. — Vgl. ἀρήγω.
Page 2,412-413
Chinese
原文音譯:Ñršgomai 哦雷哥買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:伸出
字義溯源:伸展雙手*,伸手貪要,貪圖,貪戀,羨慕,想要,伸出,渴望,竭力,意欲;比較: (ὄρος)=山*(從地向空伸展)
同源字:1) (ὀργή)意欲 2) (ὀργίζω)動怒 3) (ὀργίλος)暴燥的 4) (ὀργυιά)噚 5) (ὀρέγω)伸展雙手 6) (ὄρεξις)心思激動 7) (παροργίζω)惹動怒氣 8) (παροργισμός)盛怒
出現次數:總共(3);提前(2);來(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯羡慕(1) 來11:16;
2) 貪圖的(1) 提前6:10;
3) 想要(1) 提前3:1