εὔχομαι

English (LSJ)

impf. εὐχόμην (Att. ηὐχόμην) Il.3.275, etc.: fut.
A εὔξομαι Ar.Av. 622 (anap.), etc.: aor. 1 εὐξάμην (Att. ηὐξάμην) Il.8.254, etc.: 2sg. subj. εὔξεαι Od.3.45: (augm. ηὐ- only Att.acc. to Hdn.Gr.2.789, Moer.175): —pray, θεοῖς Il.3.296, Hdt.8.64, Th.3.58, etc.; ἀγάλμασι Heraclit.5; ἀνέμοισι Hdt.7.178; Ἀργείοισι A.Supp.980: c.acc. cogn., εὐχὰς εὔχομαι τοῖς θεοῖς D.19.130; εὐχὰς ὑπέρ τινος πρὸς τοὺς θεοὺς εὔ. Aeschin.3.18; εὔχομαι ἔπος to utter it in prayer, Simon.37.19, Pi.P.3.2, A.Supp.1059 (lyr.); μεγάλα, μέγα εὔχομαι, pray aloud, Il.3.275, Od.17.239; πολλὰ Ποσειδάωνι 3.54: later, c.acc., Ἄρτεμιν εὔχομαι AP9.268 (Antip. Thess.): abs., Il.7.298, A.Ch.465 (lyr.), Ar.Fr.39 D. (lyr.), etc.
2 c. acc. et inf., pray that, Od.15.353, 21.211, Hdt.1.31; of an unrealizable wish (cf. εὐχή 2), Arist.EN1118a32, cf. Macho ap.Ath.8.341d: c. inf. alone, εὔχομαι θάνατον φυγεῖν Il.2.401; τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο ἢ… λαβεῖν; Hdt.1.27; οἶκον ἰδεῖν Pi.P.4.293, etc.; τοῖς θεοῖς c. acc. et inf., Pl.Phd.117c; also εὔχομαι τοὺς θεοὺς δοῦναί μοι pray that the gods may give, Ar.Th.351, X.An.6.1.26; πρὸς τοὺς θεοὺς διδόναι Id.Mem.1.3.2; ταῖς Μούσαις εἰπεῖν Pl.R.545d, etc.; later εὔχομαι ἵνα Aristeas 45, D.H.9.53, Arr.Epict.2.6.12; ὅπως Wien.Stud.44.159.
3 c. acc. obj., pray for, long or wish for, χρυσόν Pi.N.8.37, etc.; εὐχόμενος ἄν τις ταῦτα εὔξαιτο Antipho 6.1; εὔχομαι τινί τι pray for something for a person, S.Ph.1019; κακόν τινι Lys.21.21; also, pray for a thing from... τοῖς θεοῖς πολλὰ ἀγαθὰ ὑπέρ τινος X.Mem.2.2.10; τοῖς θεοῖς πολυκαρπίαν ib.3.14.3; δεινὸν κατά τινος Luc.Abd.32.
II vow or promise to do... c. fut. inf., εὔχομαι ἐξελάαν κύνας Il.8.526; θεοῖσι… ἑκατόμβας ῥέξειν Od.17.50, cf. Il.4.101, Pl.Phd.58b, IG12.108.55, 22.112.6 (iv B.C.): c. aor. inf., εὔχετο πάντ' ἀποδοῦναι claimed (the right) to pay in full, Il.18.499 (unless in signf. 111.3): c. pres.inf., ηὔξω θεοῖς… ἂν ὧδ' ἔρδειν τάδε; A.Ag.933, cf. S.Ph.1032 codd.
2 c. acc. rei, vow a thing, πολλῶν πατησμὸν εἱμάτων A.Ag.963; ἱερεῖον Ar.Av.1619; [λύχνον] περὶ παιδός Call.Epigr.56.3.
3 εὔχομαι κατά τινος of the thing vowed (as though on the altar), εὔχομαι τοῖς θεοῖς κατὰ ἑκατόμβης Plu.Mar.26, cf. 2.294b; κατὰ νικητηρίων D.Ep.1.16.
III profess loudly, boast, vaunt, οὕτω φησὶ καὶ εὔχεται, οὕνεκ' Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει Il.14.366; εὑρεῖν Emp. 2.6: mostly, not of empty boasting, but of something of which one has a right to be proud, ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι Il.6.211, cf. 8.190; πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι 14.113, cf. Pl.Grg.449a: rarely without inf., ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι (sc. εἶναι) Od.14.199; τὸ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται Pi.O.7.23, cf.P. 4.97; πόρτις εὔχεται βοός (sc. εἶναι) A.Supp.314; ἔνθεν εὔχομαι γένος E.Fr.696; but also,
2 boast vainly, brag, εὔχεαι αὔτως Il.11.388: c. inf., εὔ. δῃώσειν S.OC1318.
3 simply, profess or declare, ἱκέτης δέ τοι εὔ. εἶναι Od.5.450; οὔτ' ὦν ἀκοῦσαι οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο Pi.O.6.53; τίς χθὼν εὔχεται ἥδε [εἶναι]; A.R.4.1251; cf. supr.11.1.
IV Pass., ἐμοὶ μετρίως ηὖκται = I have prayed sufficiently, Pl.Phdr.279c: pf.inf., ταῦτα μὲν ηὖχθαι IG22.112.12 (iv B.C.); ἡ πανήγυρις ἡ… εὐχθεῖσα vowed, D.C.48.32: but plpf. (or non-thematic preterite) ηὔγμην in act. sense, S.Tr.610; so εὖκτο Thebaïs Fr.3. (Cf. Skt. óhate 'to (be able to) boast that one is', 'to brag', Avest. aog- 'declare solemnly'.)

French (Bailly abrégé)

impf. ηὐχόμην ou εὐχόμην, f. εὔξομαι, ao. ηὐξάμην ou εὐξάμην, pf. ηὖγμαι, pqp. ηὔγμην ou εὔγμην;
I. former un vœu, un souhait :
1 adresser une prière, un vœu : τοῖς θεοῖς THC aux dieux ; εὔχεσθαι ἔπος ESCHL exprimer un vœu ; εὔχ. θάνατον φυγεῖν IL souhaiter d'échapper à la mort ; εὔχεσθαι τοὺς θεούς ou εὔχεσθαι πρὸς τοὺς θεούς avec l'inf. XÉN prier les dieux de, adresser une prière aux dieux pour que ; τί τινι, souhaiter qch à qqn ; en mauv. part κακόν τινι LYS ou δεινὸν κατά τινος LUC souhaiter du mal à qqn;
2 faire vœu de, promettre : τι, qch ; τί τινι, qch à qqn ; τοῖς θεοῖς κατά τινος, faire vœu aux dieux de leur offrir qch;
3 se flatter de, se glorifier de : πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι IL je me flatte, moi aussi, d'avoir pour père un homme de noble race ; ou sans inf. : ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι OD je me flatte d'être originaire de Crète ; abs. se vanter, parler avec jactance;
4 simpl. affirmer, déclarer, dire;
II. Pass. être prié, être demandé par une prière.
Étymologie: DELG cf. av. aojaite « annoncer solennellement, invoquer », skr. óhate « se vanter, louer ».

German (Pape)

aor. ηὐξάμην und εὐξάμην, perf. ἐμοὶ μετρίως ηὖκται Plat. Phaedr. 279c, wo es pass. Bdtg hat, wie πανήγυρις εὐχθεῖσα DC. 48.32; aktiv. ist plusqpf. ηὔγμην oder εὔγμην Soph. Tr. 607; εὖκτο Theb. bei Schol. Soph. O.C. 1375; die alten Ep. und Lyr. brauchen kein Augment, bei den Att. schwankt die Lesart gewöhnlich, doch scheint es vorherrschend weggelassen;
geloben, bes. den Göttern, für die Erfüllung eines Wunsches etwas feierlich versprechen, nach alter Art die eigentliche Form des Gebets, beten, flehen, θεῷ, zu einem Gotte, Hom. häufig, wie die Folgdn; aber αἵ τέ μοι εὐχόμεναι θεῖον δύσονται ἀγῶνα, für mich betend, Il. 7.298; bes. auch μεγάλ' εὔχεσθαι, laut, inbrünstig beten, Hom. Il. 3.275, Pind., der auch εὔξασθαι ἔπος ἀπὸ γλώσσας vrbdt, P. 3.2; Tragg., εὔχου τὰ κρείσσω συμμάχους εἶναι θεούς Aesch. Spt. 248, und oft, μέτριον ἔπος Suppl. 1045; ἄνδρες εὔχονται γονὰς κατηκόους φύσαντες ἐν δόμοις ἔχειν Soph. Ant. 637; εἰς ὅσον θεοῖς εὐξώμεθα Phil. 1066; – Prosa, Thuc. 3.58; εὐχώμεθα ταῖς μούσαις εἰπεῖν ἡμῖν Plat. Rep. VIII.545d, und oft; καὶ ταῦτ' εὔχονται τοῖς θεοῖς Din. 1.65; εὔχετο πρὸς τοὺς θεοὺς ἁπλῶς τἀγαθὰ διδόναι Xen. Mem. 1.3.2; εὐχὰς εὔχεσθαι πρὸς θεοὺς ὑπέρ τινος Aesch. 3.18; πολυκαρπίαν τοῖς θεοῖς, von den Göttern reiche Ernte erflehen, Xen. Mem. 3.14.3; Cyr. 2.3.1; πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς θεοῖς ὑπέρ τινος, von den Göttern viel Gutes für Jem. erflehen, Mem. 2.2.10; εὔξαντο καὶ ἐπαιάνισαν An. 3.2.9; εὔπλοιαν ὑπέρ τινος, für Jem. eine glückliche Schifffahrt, Plut., der auch μηδὲν παρὰ θεῶν vrbdt, prof. virt. sent. p. 267; auch im bösen Sinne, ὄλοιο· καί σοι πολλάκις τόδ' εὐξάμην Soph. Phil. 1007; μεῖζον αὐτοῖς κακὸν εὐξαίμην Lys. 21.21; δεινὸν εὔχεσθαι κατά τινος, fluchen, Luc. Abdic. 32. – Auffallend Ἄρτεμιν εὐξαμένη Antip.Thess. 38 (IX.268). – Übh. wünschen, Pind. und Folgde; Thuc. 2.48; und sonst in Prosa, πολλὰ ἀγαθὰ αὐτοῖς εὔξονται Plat. Phaedr. 233e, und öfter; ἅπαντας ἅπασι πάντα τἀγαθὰ εὔχεσθαι, Einem alles Gute wünschen, Dem. 25.101; τινὶ κακόν Lys. 21.21; – geloben, mit Zuversicht versprechen, daß man Etwas tun wolle, εὔχομαι ἐξελάαν κύνας Il. 8.526; ἔρδειν τάδε Aesch. Ag. 907, und a. D.; in Prosa nur von Gelübden, die den Göttern getan werden, θυσίας Plat. Legg. X.909e; Ἀπόλλωνι εὔξαντο θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον Phaed. 58b; θύσειν σωτήρια Xen. An. 3.2.9;θεοῖς καθ' ἑκατόμβης Plut. Mar. 26; κατὰ νικητηρίων Dem. ep. 1 E. – Übh. = versichern, εὔχετο πάντ' ἀποδοῦναι, er behauptete, Alles bezahlt zu haben, Il. 18.499; rühmend von sich aussagen, sich rühmen, bei Hom. sehr gew., εὔχομαι εἶναι, πατρὸς ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχεται ἔαμεναι υἱός, ἐπεὶ εὔχομαι εἶναι ἄριστος und ä., gew. nur die bestimmte Aussage, das freudige Bewußtsein ohne den Nebenbegriff des leeren Großprahlens ausdrückend, φησὶ καὶ εὔχεται Il. 14.366; ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι, ohne inf., ich leite mein Geschlecht rühmend von Kreta her, Od. 14.199; ποίαν γαῖαν εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν Pind. P. 4.97; δι' ἇς τοι γένος εὔχομεθ' εἶναι γᾶς ἀπὸ τᾶσδ' ἔνοικοι Aesch. Suppl. 351; οἱ δὲ πλησίοι γύαι τόνδ' ἱππότην Κολωνὸν εὔχονται σφίσιν ἀρχηγὸν εἶναι Soph. O.C. 59; δῃώσειν τὸ Θήβης ἄστυ, er prahlt, er werde zerstören, 1320; Hom. εὔχεαι αὔτως, du prahlst vergeblich, Il. 11.388. So noch einzeln in Prosa als Nachahmung des homerischen Sprachgebrauches, wie Plat. sagt ὅ γε εὔχομαι εἶναι, ὡς ἔφη Ὅμηρος, Gorg. 449a; ὁ Μιθριδάτης εὔχετο ἀπόγονος εἶναι τῶν ἑπτὰ Περσῶν ἑνός Pol. 5.43.2; Dion.Hal. 3.11 τοὺς αὐτοὺς προγονους εὐχόμεθα ἑκάτεροι. Für »sich rühmen«, »prahlen« ist in Att. Prosa der eigentliche Ausdruck καυχᾶσθαι; über den doppelten Homerischen Gebrauch von εὔχεσθαι, = καυχᾶσθαι und = »beten« vgl. Scholl. Aristonic. Il. 10.461, 21.183, 501, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147.

Russian (Dvoretsky)

εὔχομαι: (impf. ηὐχόμην и εὐχόμην, fut. εὔξομαι, aor. ηὐξάμην и εὐξάμην, pf. εὖγμαι ppf. ηὔγμην и εὔγμην)
1 (тж. εὔ. εὐχάς Aeschin., Dem.) обращаться с мольбой, молиться (τοῖς θεοῖς Thuc., Dem.; πρὸς τοὺς θεούς Aeschin.): εὐ. τοῖς θεοῖς ἀγαθὰ ὑπέρ τινος Xen. просить у богов счастья для кого-л.; εὐ. θάνατον φυγεῖν Hom. молиться об избавлении от смерти; ἐμοὶ μετρίως ηὖκται Plat. за себя я молился достаточно;
2 культ. давать обет, обещать (ἱερεῖόν τῳ θεῶν Arph.; τῷ Ἀπόλλωνι θεωρίαν ἀπάξειν εἰς Δῆλον Plat.; εὐ. θεοῖς καθ᾽ ἑκατόμβης Plut.);
3 выражать пожелание, (горячо) желать (πολλὰ ἀγαθά τινι Plat.; μεῖζον κακόν τινι Lys.; δεινόν τι κατά τινος Luc.);
4 страстно желать, хотеть (εὔ. καὶ διώκειν τι Arst.);
5 выжидать (ἡμέραν γενέσθαι NT);
6 гордиться, горделиво объявлять (ταύτης γενεῆς εὔ. εἶναι Hom.): ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι Hom. я горд тем, что происхожу с Крита;
7 хвалиться, хвастаться: οὕτω εὔχεται, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι μένει Hom. (Гектор) хвалится потому, что Ахилл бездействует у кораблей;
8 (клятвенно) заявлять, уверять: εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι Hom. он клялся, что вернул все;
9 объявлять: ἱκέτης τοι εὔχομαι εἶναι Hom. я объявляю себя твоим просителем, т. е. я прошу твоей защиты.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχομαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. εὔχεαι, Ἰλ. Λ. 378, κτλ.: παρατ. ηὐχόμην ἢ εὐχ-: μέλλ. εὔξομαι: ἀόρ. ηὐξάμην ἢ εὐξ-. Ἡ αὔξησις οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι. Παρ’ Ἀττικ. ὁ Ἐλμσλ., Δινδ. καὶ ἕτεροι ἑπόμενοι τῷ Μοίριδι γράφουσιν ηὐ-. - Περὶ τῶν Παθ. τύπων ἴδε κατωτ. IV: - Ἀποθ. (συγγενὲς τῷ αὐχέω, καυχάομαι). Προσεύχομαι, ἀναπέμπω εὐχάς, τελῶ εὐχήν, ποιοῦμαι εὐχὴν (τάξιμον), Λατ. precari, vota facere, θεῷ, θεοῖς Ὅμ. καὶ ἄλλοι ποηταί, ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 7. 178., 8. 64 Θουκυδ. 3. 58· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., εὐχ. εὐχὰς τοῖς θεοῖς, κτλ., ἴδε ἐν λ. εὐχή· εὔχ. θεόν, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9. 268· εὔχ. πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ.· εὐχὰς ὑπέρ τινος πρὸς τοὺς θεοὺς εὔχ. Αἰσχίν. 56. 22. εὔχ. ἔπος Σιμωνίδ. 43. 18, Πινδ. Π. 3· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1060: - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, προσεύχομαι ὑπέρ τινος, Ἰλ. Η. 298: - ὁ Ὅμ. ἀρέσκεται νὰ συνάπτῃ τὸ μεγάλα ἢ τὸ πολλὰ τῷ εὔχεσθαι, προσεύχεσθαι μεγαλοφώνως καὶ ἐνθέρμως, ποιεῖν πολλὰς προσευχάς: - ἀπολ. Αἰσχύλ. Χο. 465, Ἱκ. 980. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εὔχομαι ἵνα.., Διὶ δ’ εὔχεται αἰεί... φθίσθαι Ὀδ. Ο. 353, Φ. 211, Ἡρόδ. 1. 31, καὶ Ἀττ.: μετὰ μόνου ἀπαρ., εὐχ. θάνατον φυγεῖν, Ἰλ. Β. 401· τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο, ἢ... λαβεῖν; Ἡρόδ. 1. 25· οἶκον ἰδεῖν Πινδ. Π. 4. 521, κτλ.· ὡσαύτως, εὔχομαι τοὺς θεοὺς δοῦναί μοι, ἱκετεύω νά μοι δώσωσιν οἱ θεοί, Ἀριστοφ. Θεσμ. 351, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26· πρὸς τοὺς θεοὺς διδόναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2· ταῖς Μούσαις εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 545D, κτλ.: - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1512 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι, νῦν δὲ τοῦτ’ εὔχεσθέ μοι, οὗ καιρὸς ἀεὶ ζῆν, τοῦ βίου δὲ λῴονος ὑμᾶς κυρῆσαι), δέον νὰ ἀναγνώσωμεν, οὗ καιρὸς ἐᾷ (ὡς μονοσύλλαβον) ζῆν, ὡς ὁ Δινδ., ἢ οὗ καιρὸς ᾖ ζῆν ὡς ὁ Meineke, ἀλλ’ ἡ γενικῶς παραδεδεγμένη διόρθωσις εἶναι ἡ τοῦ Δινδορφίου, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 3) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., εὔχομαι νὰ ἔχω τι, ἐπιθυμῶ, χρυσὸν εὔχονται, «χρυσὸν εὔχονται κτήσασθαι» (Σχόλ.). Πινδ. Ν. 8. 63, οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., εὐχόμενος τοῦτ’ ἂν εὔξαιτο Ἀντιφῶν 144. 16· εὔχ. τινί τι, εὔχομαι νὰ συμβῇ τι εἴς τινα, ὄλοιο καὶ σοὶ πολλάκις τόδ’ ηὐξάμην Σοφ. Φιλ. 1019· ὡσαύτως, εὔχομαί τινι ὑπέρ τινος, πολλὰ τοῖς θεοῖς εὐχομένη ἀγαθὰ ὑπὲρ σοῦ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 10, πρβλ. 3. 14, 3, Κύρ. 2. 3, 1. II. ὑπισχνοῦμαι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., εὔχομαι ἐλπόμενος Διί.. ἐξελάαν κύνας Ἰλ. Θ 526· θεοῖσι... ἑκατόμβας ῥέξειν Ὀδ. Ρ. 50, πρβλ. Ἰλ. Δ. 101, Πλάτ. Φαίδωνα 58C· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., εὔχετο παντ’ ἀποδοῦναι· Ἰλ. Σ. 499, καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., παρ’ οἷς μετ’ ἀπαρ. ἐνεστῶτος, ηὔξω θεοῖς... ἂν ὧδ’ ἔρδειν τάδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 933, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1033. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, ὡς τὸ Λατ. vovere, «τάζω τι», πολλῶν πατησμὸν εἱμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 963· ἱερεῖον, θυσίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1619, κτλ.· λύχνον περὶ παιδὸς Καλλ. Ἐπιγράμ. 56. 3. 3) τὸ πρᾶγμα ὃ ὑπισχνεῖταί τις ἐν τῇ εὐχῇ, ἐκφέρεται πολλάκις διὰ τῆς προθ. κατά, ὡς εἰ τὸ διὰ τῆς εὐχῆς προσφερόμενον ἦν ἤδη ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, εὐχ. τοῖς θεοῖς κατὰ ἑκατόμβης Πλουτ. Μάρ. 26., 2, 294Β· κατὰ νικητηρίων Δημ. Ἐπιστ. 1, πρβλ. ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 660. III. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ: ὑπισχνοῦμαι νὰ πράξω τι, προκύπτει ἔννοια οἵα ἡ τοῦ αὐχέω, μεγαλοφώνως ὑπισχνοῦμαι, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, ἀλλ’ ὁ μὲν οὕτω φησὶ καὶ εὔχεται, οὕνεκ’ Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει κεχολωμένος ἦτορ Ἰλ. Ξ. 366: - τὸ πλεῖστον οὐχὶ ἐπὶ κενῆς καυχήσεως, ἀλλὰ περὶ πράγματος περὶ οὗ δικαιοῦταί τις νὰ καυχᾶται, ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι Ἰλ. Ζ. 211, πρβλ. Θ. 190· πατρὸς δ’ ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι Ξ. 113, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 449Α· σπανίως ἄνευ ἀπαρεμφ., ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι (ἐξυπ. εἶναι) Ὀδ. Κ. 199· τὸ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται Πινδ. Π. 4. 173· πόρτις εὔχεται βοὸς (ἐξυπ. εἶναι) Αἰσχύλ. Ἱκ. 313, πρβλ. Τ. 536· ἔνθεν εὔχομαι γένος Εὐρ. Ἀποσπ. 697: - ἀλλ’ ὡσαύτως. 2) καυχῶμαι ματαιοφρόνως, μεγαλαυχῶ, εὔχεαι αὔτως, Ἰλ. Λ. 388· μετ’ ἀπαρ., εὔχ. δῃώσειν Σοφ. Ο. Κ. 1318. 3) ἁπλῶς, ὁμολογῶ ἢ διακηρύττω, ἱκέτης δέ τοι εὔχ. εἶναι Ὀδ. Ε. 450, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 88· τίς χθὼν εὔχεται ἥδε εἶναι; τί τόπος ἆρά γε νὰ εἶναι οὗτος; Α’πολλ. Ρόδ. Δ. 1251: - πρβλ. εὐχετάομαι II. IV. ὡς Παθ., ἐμοὶ μετρίως εὖκται, ὑπ’ ἐμοῦ ἐγένετο ἐπαρκὴς δέησις, Πλάτ. Φαῖδρ. 279C· ἡ πανήγυρις ἡ... εὐχθεῖσα, ἡ «ταμμένη», Δίων Κ. 47. 32: - ἀλλ’ ὁ Σοφ. Μεταχειρίζεται ὑπερσ., ηὔγμην μετὰ ἐνεργ. σημασ. ἐν Τρ. 610.

English (Autenrieth)

imp. εὔχεο and εὔχου, ipf. εὐχόμην, aor. εὐξάμην: (1) pray, vow; then solemnly declare and wish; εὔχετο πάντ' ἀποδοῦναι, ‘asseverated,’ Il. 18.499; εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω.. εἴθ' ὣς ἡβώοιμι, Od. 14.463, Il. 14.484; usually, however, of praying to the gods.—(2) avow, avouch oneself, boast; ἡμεῖς τοι πατέρων μέγ' ἀμείνονες εὐχόμεθ εἶναι, Il. 4.405; usually of just pride, but not always, Il. 13.447.

English (Slater)

εὔχομαι (εὔχομαι, -εαι, -εται, -ονται; εὐχοίμαν; εὐχόμενον: impf. εὔχοντο: aor. εὔξατο; εὔξασθαι.)
   a pray followed by various constructions.
   I abs. Χάριτες, κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι (O. 14.5) ]γὰρ εὔχομαι Δ. 1. 15. c. cogn. acc., εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2)
   II c. acc., pray for χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (Wackernagel: καλύψαιμ codd.) (N. 8.37)
   III c. (acc. &) inf., pray, hope that Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι (O. 3.2) εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) (O. 8.86) ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (P. 4.293) εὔχομαι νιν (= Δία) Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (P. 5.124) ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν (sc. σε) (P. 8.67) ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε, i. e. they wished that you were) (P. 9.100) Ζεῦ πάτερ, εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν (N. 9.54) τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς (I. 6.15) ]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ ]θέλοντι δόμεν[ (Pae. 16.3) cf. (N. 8.37)
   IV dat., + acc. & inf. φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 11.
   b avow c. (acc. &) inf. τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο (O. 6.53) “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” (P. 4.97) inf. suppressed, τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται, τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (sc. εἶναι. ἀντὶ τοῦ καυχῶνται. Σ.) (O. 7.23) Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ[ (Pae. 6.64) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι καλλιχόρῳ εὐχόμενον βρισαρμάτοις[ (sc. Θήβαις) Δ. 2. 26.
   c frag. ]ος ευχομ[ P. Oxy. 1792. fr. 39.

Spanish

suplicar

English (Strong)

middle voice of a primary verb; to wish; by implication, to pray to God: pray, will, wish.

English (Thayer)

imperfect ηὐχόμην (εὐχόμην (T Tr, see εὐδοκέω at the beginning (cf. Veitch, under the word; Tdf. Proleg., p. 121)); (1st aorist middle εὐξάμην Tdf., where others read the optative ἐυχαιμην; deponent verb, cf. Winer's Grammar, § 38,7);
1. to pray to God (the Sept. in this sense for הִתְפַּלֵּל and עָתַר): τῷ Θεῷ (as very often in classical Greek from Homer down (cf. Winer's Grammar, 212 (199); Buttmann, 177 (154))), followed by the accusative with an infinitive, πρός τόν Θεόν (Xenophon, mem. 1,3, 2; symp. 4,55; often in the Sept.), followed by the accusative with infinitive ὑπέρ with the genitive of person, for one, L WH text Tr marginal reading προσεύχεσθε (Xenophon, mem. 2,2, 10). (Synonym: see αἰτέω, at the end)
2. to wish: τί, to pray, pray for, in both the preceding passages); ηὐχόμην (on this use of the imperfect cf. Winer's Grammar, 283 (266); Buttmann, § 139,15; (Lightfoot on εἶναι, I could wish to be, προσεύχομαι.)

Greek Monolingual

και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι)
1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι
2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό

Greek Monotonic

εὔχομαι: Επικ. βʹ ενικ. εὔξεαι, παρατ. ηὐχόμην ή εὐ-, μέλ. εὔξομαι, αόρ. αʹ ηὐξάμην ή εὐ-, παρακ. εὖγμαι, υπερσ. ηὔγμην·
I. 1. αποθ., προσεύχομαι, προσφέρω ευχές, εκτελώ το τάμα μου, τάζω, αφιερώνω, Λατ. precari, vota facere, θεῷ ή θεοῖς, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρὸς τοὺς θεούς, σε Ξεν. κ.λπ.· με δοτ. ηθικής, προσεύχομαι για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με απαρ., εύχομαι να, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, εὔχ. τοὺς θεοὺς δοῦναι, τους ικετεύω να μου δώσουν, σε Ξεν.
3. με αιτ. αντ., εύχομαι να έχω κάτι, επιθυμώ ή λαχταρώ, σε Πίνδ., Αττ.· εὔχ. τινί τι, εύχομαι να συμβεί κάτι σε κάποιον, όπως ο Σοφ.
II. 1. τάζω ή υπόσχομαι να κάνω κάτι, με απαρ., σε Όμηρ., Αττ.
2. με αιτ. πράγμ., όπως το Λατ. vovere, τάζω, υπόσχομαι κάτι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
III. 1. διακηρύσσω, υπόσχομαι δημόσια, καυχιέμαι, κομπάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως, λέγεται για κάτι για το οποίο δικαιολογημένα κάποιος είναι περήφανος, για το οποίο καμαρώνει, πατρὸς ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχομαι εἶναι, στο ίδ.
2. απλώς, διακηρύσσω ή δηλώνω, ομολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
IV. ως Παθ., ἐμοὶ μετρίως εὖκται, έχω προσευχηθεί, έχω παρακαλέσει επαρκώς, έχω προσευχηθεί ικανοποιητικά, σε Πλάτ.· αλλά ο Σοφ. χρησιμοποιεί ως υπερσ. το ηὔγμην, με Ενεργ. σημασία.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: 1. proclaim, boast (Il.); 2. promise solemnly (Il.; also e. g. Pl. Ph. 58b); 3. pray (Il.);
Other forms: Aor. εὔξασθαι, pret. εὖκτο (s. below)
Dialectal forms: Myc. euketo (= εὔχεται), declare.
Compounds: often with prefix, ἀπ-, ἐπ-, κατ-, προσ-, συν- a. o.;
Derivatives: εὖχος glory (cf. κλέος), rarely and secondarily fulfilment of a prayer (Il.); εὑχωλή proclamation, boast, vow, prayer (Il.; also Arc. Cypr., Bechtel Dial. 1, 391 aund 447) with εὑχωλιμαῖος bound by a vow (Hdt. 2, 63; cf. Chantraine Formation 49, Mélanges Maspero II 221); εὑχή vow, prayer (κ 526); εὔγματα pl. boasts (χ 249), vow, prayer (Trag., Call.); cf. ῥήματα; πρόσ-ευξις prayer (Orph.). Verbal adj. εὑκτός asked for (Ξ 98 εὑκτά n. pl.), desired (att.); with ἀπ-ευκτός, πολύ-ευκτος (A.); also ἀπ-, πολυ-εύχετος (A., h. Cer. usw.); εὑκταῖος containing a prayer (trag. etc.); εὑκτικός belonging to a prayer, ἡ εὑκτική (ἔγκλισις) = (modus) optativus (hell.); εὑκτήριος belonging to the prayer, -ιον n. house of prayer (Just.); on -τικός: -τήριος Chantraine Formation 13. - Polyinterpretable is the 1. member in Εὑχ-ήνωρ (Ν 663), s. Sommer Nominalkomp. 175. - Lengthened forms of the present-stem εὑχετόωντο, -τάασθαι = εὔχοντο, -εσθαι (Il.); explanation uncertain, s. Leumann Hom. Wörter 182ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 358. - On εὖχος, εὑχή, εὑχωλή etx. s. Porzig Satzinhalte 231f., 235, Chantraine Formation 183, 418f.; also G. Steinkopf Unters. zu d. Geschichte d. Ruhmes bei d. Griech. Diss. Halle 1937, M. Greindl Κλέος, κῦδος, εὖχος, τιμή, φάτις, δόξα. Diss. München 1938.
Origin: IE [Indo-European] [348] *h₁eugʷʰ- speak solemnly
Etymology: εὔχομαι is identical with Av. aoǰaite solemnly proclaim, invoke, Skt. óhate boast, praise, IE *h₁éughetai or *h₁éugʷhetai (with gʷ̯ʰ > χ after υ); an old term of the religious language. Beside it the athematic preterite 3. sg. εὖκτο (Thebaïs Fr. 3) = GAv. aogǝdā, LAv. aoxta; also 1. sg. εὔγμην (S. Tr. 610)?; s. the lit. in Schwyzer 679 n. 6. - Against eugh- or eugʷʰ- in εὔχεται stands in Lat. voveō solemnly promise, implore, Skt. vāghát- the vower, who prays, IE u̯egʷʰ-; semantically diverging or phonetically uncertain are Arm. uzem I will, y-uzem I search, gog say!. - Cf. W.-Hofmann s. voveō.

Middle Liddell

[v. sub fin.]
Dep.:
I. to pray, offer prayers, pay one's vows, make a vow, Lat. precari, vota facere, θεῶι or θεοῖς Hom., etc.; πρὸς τοὺς θεούς Xen., etc.:—c. dat. commodi, to pray for one, Il.
2. c. inf. to pray that, Hom., etc.; also, εὔχ. τοὺς θεοὺς δοῦναι to pray them to give, Xen.
3. c. acc. objecti, to pray for a thing, long or wish for, Pind., Attic; εὔχ. τινί τι to pray for something for a person, as Soph.
II. to vow or promise to do, c. inf., Hom., Attic
2. c. acc. rei, like Lat. vovere, to vow a thing, Aesch., Ar.
III. to profess loudly, to boast, vaunt, Il.; mostly of something of which one has a right to be proud, πατρὸς ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχομαι εἶναι Il.
2. simply to profess or declare, Od.
IV. as a Pass., ἐμοὶ μετρίως εὖκται I have prayed sufficiently, Plat.:—but Soph. uses plup. ηὔγμην in act. sense.

Frisk Etymology German

εὔχομαι: {eúkhomai}
Forms: Aor. εὔξασθαι, Prät. εὖκτο (s. unten)
Grammar: v.
Meaning: 1. laut verkünden, sich rühmen, prahlen (ep. poet. seit Il.); 2. feierlich geloben (ep. poet. seit Il.; auch z. B. Pl. Ph. 58b); 3. flehen, beten (ion. att. seit Il.);
Composita: oft mit Präfix, ἀπ-, ἐπ-, κατ-, προσ-, συν- u. a.; myk. e-u-ke-to (= εὔχεται), erklären.
Derivative: Ableitungen. 1. εὖχος Ruhm (vgl. κλέος), vereinzelt und sekundär Erfüllung eines Gebets, Erhörung (poet., vorw. Il.); 2. εὐχωλή Verkündigung, Jubelruf, das Rühmen, Prahlerei, Gelübde, Gebet (vorw. ep. ion. seit Il.; auch ark. kypr., Bechtel Dial. 1, 391 und 447) mit εὐχωλιμαῖος von einem Gelübde gebunden (Hdt. 2, 63; vgl. Chantraine Formation 49, Mélanges Maspero II 221); 3. εὐχή Gelübde, Gebet (seit κ 526); 4. εὔγματα pl. Prahlereien (χ 249), Gelübde, Gebete (Trag., Kall.); vgl. ῥήματα; 5. πρόσευξις Gebet (Orph.). Verbaladj. εὐκτός rühmlich (Ξ 98 εὐκτά n. pl.), erfleht, erwünscht (att.); dazu ἀπευκτός, πολύευκτος (A. usw.); auch ἀπ-, πολυεύχετος (A., h. Cer. usw.) mit Anschluß an das Präsens; εὐκταῖος ein Gelübde, ein Gebet enthaltend (Trag. usw.); εὐκτικός zum Gelübde, Gebet, Wunsch gehörig, ἡ εὐκτική (ἔγκλισις) = (modus) optativus (hell. u. spät); εὐκτήριος zum Gebet gehörig, -ιον n. Gebetshaus (Just. usw.); zu -τικός: -τήριος Chantraine Formation 13. — Mehrdeutig ist das Vorderglied in Εὐχήνωρ (Ν 663 usw.), s. Sommer Nominalkomp. 175. — Erweiterte Formen des Präsensstammes εὐχετόωντο, -τάασθαι = εὔχοντο, -εσθαι (ep. seit Il.); Erklärung strittig, s. Leumann Hom. Wörter 182ff. mit ausführlicher Behandlung, Chantraine Gramm. hom. 1, 358. — Zu εὖχος, εὐχή, εὐχωλή usw. s. Porzig Satzinhalte 231f., 235, Chantraine Formation 183, 418f.; außerdem G. Steinkopf Unters. zu d. Geschichte d. Ruhmes bei d. Griech. Diss. Halle 1937, M. Greindl Κλέος, κῦδος, εὖχος, τιμή, φάτις, δόξα. Diss. München 1938.
Etymology: Das thematische Wurzelpräsens εὔχομαι ist mit aw. aoǰaite feierlich verkünden, anrufen, aind. óhate sich rühmen, prahlen, loben identisch, idg. *éughetai oder *éughetai (mit gh > χ nach υ); offenbar ein alter Ausdruck der religiösen Sprache. Daneben das athematische Präteritum 3. sg. εὖκτο (Thebaïs Fr. 3) = g. aw. aogədā, j. aw. aoxta; auch 1. sg. εὔγμην (S. Tr. 610)?; s. die Lit. bei Schwyzer 679 A. 6. — Gegenüber eugh- oder eugh- in εὔχεται steht in lat. voveō feierlich versprechen, erflehen, aind. vāghát- der Gelobende, Beter u. a. idg. u̯egh-; semantisch abweichend bzw. lautlich mehrdeutig sind arm. uzem ich will, y-uzem ich suche, gog ‘sage!’. — Ältere und weitere Lit. bei Bq, WP. 1, 110, W.-Hofmann s. voveō.
Page 1,595-596

Chinese

原文音譯:eÜcomai 由何買
詞類次數:動詞(7)
原文字根:好 有 相當於: (נָדַר‎)
字義溯源:願*,願意,望,祈求,代求,祈願,求,盼望,期待。這字有二方面的用意:一是願望,期待;一是祈求,代求。有時很難分辨,到底是願望,還是祈求,也許是祈願(約叄:2)
同源字:1) (εὐχή)願望 2) (εὔχομαι)願,祈求 3) (προσευχή)禱告 4) (προσεύχομαι)向神祈求參讀 (βούλομαι) (ἐκζητέω)同義字
出現次數:總共(7);徒(2);羅(1);林後(2);雅(1);約叄(1)
譯字彙編
1) 我⋯求的(1) 徒26:29;
2) 我們⋯祈求(1) 林後13:7;
3) 我祈願(1) 約叄1:2;
4) 代求(1) 雅5:16;
5) 我也願意(1) 羅9:3;
6) 我們所求的(1) 林後13:9;
7) 期待(1) 徒27:29

Mantoulidis Etymological

(=προσεύχομαι, ἐπιθυμῶ, εὔχομαι). Ἀπό ρίζα ϝαυ- ἤ ϝευ-. Θέμα: ευχ + ομαι = εὔχομαι.
Παράγωγα: εὐχή, εὖχος, εὐχέτης, εὐχετῶμαι (ἐπικ.), εὐκταῖος (=ἀναθηματικός), εὐκτήριος, εὐκτικός, εὐκτός (=ἐπιθυμητός), εὐκτέον, ἀπευκτός, πολύευκτος, ἀπευκταῖον (=τό μή ἐπιθυμητό), εὐχωλή (ποιητ. = προσευχή).

Léxico de magia

suplicar c. ac. ἐπικαλοῦμαι καὶ εὔχομαι τὴν τελετήν, ὦ θεοὶ οὐράνιοι os invoco y suplico la consagración, oh dioses celestiales P XII 216 εὔχεσθε πρεσβίας τῆς δεσποίνης ἡμῶν suplicad la intercesión de Nuestra Señora C 5 38 c. dat. διὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων εὔχομαι τῷ κυρίῳ por medio de los santos mártires suplico al Señor C 16 2 c. dat. y prep. c. gen. εὔχομαι ὑμῖν ... κατὰ τοῦ πατρὸς τῆς θυγατρός os suplico contra el padre de mi hija P XL 1 abs. εὐχόμενος δὲ στέφανον ἔχε δάφνινον τοιοῦτον al hacer la súplica sujeta una corona de laurel de esta manera P II 27 τοὺς δὲ λοιποὺς κλάδους ἄλλους πέντε συνδήσας ἔχε ἐν τῇ χειρὶ τῇ δεξιᾷ εὐχόμενος ata juntas las otras cinco ramas restantes y sosténlas en la mano derecha mientras realizas la súplica P II 29 P II 31 αὐτῷ ἄλειψον καὶ περίμενε εὐχόμενος, ἕως ἡ θυσία ἀποσβῇ úngete en su honor y permanece suplicando hasta que la ofrenda se consuma P II 74 μοι τόδε πρᾶγμα τέλεσσον εὐχομένῳ τε ἐπάκουσον ἐμοί cúmpleme este asunto y escúchame en mis súplicas P IV 2566 P XVIIb 21 εὐχόμενος καὶ κρατῶν <λίθον> ... ὑπὲρ τὸν ἀτμὸν λέγε suplicando y sosteniendo una piedra di sobre el humo P XII 215

Lexicon Thucydideum

vota nuncupare, to pronounce vows, 2.74.3,
item likewise 3.58.5.
optare, to choose, desire, 2.43.1.

Translations

pray

Afrikaans: bid; Albanian: lutem; Arabic: صَلَّى‎, دَعَا‎; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܨܲܠܹܐ‎; Syriac: ܨܠܝ‎; Armenian: աղոթել; Aromanian: angrec, ngrec, auredz, pricad, rog, pãlãcãrsescu, pãrãcãlsescu, ncljin; Azerbaijani: dua etmək; Basque: otoitz egin, otoiztu; Bau Bidayuh: bidoa; Belarusian: малі́цца, памалі́цца; Bengali: প্রার্থনা করা; Bikol Central: pangadyi; Bulgarian: моля се; Burmese: ပူဇော်, ကိုးကွယ်, ရှိခိုး; Catalan: resar, pregar; Cherokee: ᎠᏓᏙᎵᏍᏗᎭ; Chinese Cantonese: 祈禱, 祈祷; Hakka: 祈禱, 祈祷; Mandarin: 祈禱, 祈祷, 禱告, 祷告; Min Nan: 祈禱, 祈祷; Coptic: ϣⲗⲏⲗ; Czech: modlit se; Danish: bede, tilbede; Dutch: bidden; Eastern Bontoc: monlowaro; Elfdalian: biða; Esperanto: preĝi; Estonian: palvetama; Faroese: biðja; Finnish: rukoilla, anoa, pyytää; French: prier; Friulian: preâ; Georgian: ლოცვა; German: beten; Gothic: 𐌱𐌹𐌳𐌾𐌰𐌽, 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽; Greek: προσεύχομαι; Ancient Greek: εὔχομαι; Greenlandic: qinuvoq; Hawaiian: pule; Hebrew: הִתְפַּלֵּל‎; Hindi: प्रार्थना करना; Hungarian: imádkozik; Icelandic: biðja; Ilocano: agkararag; Indonesian: berdoa; Irish: guigh; Old Irish: guidid; Istriot: pragà; Italian: pregare; Japanese: 祈る, 祈祷する, 祈願する, 祭る; Kapampangan: mangadi; Kazakh: дұға оқу, намаз оқу; Khmer: អធិដ្ឋាន; Korean: 빌다, 기도하다; Kurdish Northern Kurdish: diʼa kirin; Kyrgyz: дуба кылуу, намаз окуу; Ladin: prië; Lao: ອະທິຖານ, ສວດ, ສວດມົນ; Latin: oro, precor; Latvian: lūgt; Lithuanian: maldauti; Luxembourgish: bieden; Macedonian: моли се; Malay: berdoa; Maltese: talab; Maori: inoi; Mbyá Guaraní: nhembo'e; Mongolian: мөргөх, залбирах; Navajo: sodilzin; Norman: prier; Northern Kankanay: menlowalo; Northern Sami: rohkadallat; Northern Thai: ᩋᨵᩥᨭᩛᩣ᩠ᨶ; Norwegian Bokmål: be; Nynorsk: be; Old Church Slavonic: молити сѧ; Old East Slavic: молити сѧ; Old English: ġebiddan; Persian: دعا کردن‎, نیایش‎, عبادت کردن‎; Polish: modlić się, pomodlić się; Portuguese: rezar, orar, pregar; Romanian: ruga, închina; Romansch: urar; Russian: молиться, помолиться; Scottish Gaelic: dèan ùrnaigh, guidh; Serbo-Croatian Cyrillic: молити се; Roman: moliti se; Shan: ယွၼ်းသူး, သူးတွင်း; Slovak: modliť sa; Slovene: moliti se; Sorbian Lower Sorbian: bjatowaś, módliś se; Upper Sorbian: modlić so; Southern Kalinga: malluwaru; Spanish: rezar, orar; Swahili: kusali; Swedish: be; Tagalog: manalangin, magdasal; Tai Dam: ꪼꪪ꫁ꪫꪮꪙ, ꪵꪒ꪿ꪎꪷ; Tajik: дуъо кардан, ибодат кардан, дуо хондан; Tamil: வேண்டு; Thai: สวด, อธิษฐาน, สวดมนต์; Tibetan: ཁ་ཏོན, ཁ་ཏོན་བྱེད་པ, ཁ་འདོན་བྱེད་པ, སྨོན་ལམ་འདེབས་པ; Turkish: dua etmek; Turkmen: doga okamak; Ukrainian: молитися, помолитися; Urdu: عبادت کرنا‎; Uzbek: duo qilmoq; Venetian: pregar; Vietnamese: cầu nguyện; Vilamovian: baota; Walloon: priyî; Welsh: gweddïo; Yiddish: בעטן‎, דאַוונען‎; Zazaki: dua kerden