ἀφανής
English (LSJ)
ἀφανές, (φαίνομαι)
A unseen, especially of the nether world, Ταρτάρου πυθμήν Pi.Fr.207, cf. A.Th.860 (lyr.); ἀ. κἀν Ἀΐδα δόμῳ φοιτάσῃς Sapph.68; χάσμα ἀφανές a blind pit, Hdt.6.76; ἡ ἀφανὴς θεός, of Persephone, S.OC1556 (lyr.); ὁ ἀφανὴς πόλος, i.e. the south pole, Arist.Cael.285b21, Mu.394b31 (but ἀφανὴς κόσμος = starless, Vett.Val.6.22).
2 ἀφανὴς γίγνεσθαι, = ἀφανίζεσθαι, disappear, ὑπὸ γῆν Hdt.3.104, cf. E.IT757, Pl.R. 360a; so ἀφανὴς ἦν disappeared, Hdt.7.37, cf. X.An.1.4.7; of soldiers missing after a battle, Th.2.34; runaway, absconded, PGen.5.4(ii A. D.).
b στήλας ἀ. ποιῆσαι obliterate, SIG38.38 (Teos).
3 unnoticed, secret, ἀφανὴς νόος ἀθανἁτων Sol.17; ἀφανὲς νεῦμα a secret sign, Th.1.134; ἀφανὲς χωρίον = out of sight, Id.4.29, cf. ib.67; ἀ. ξιφίδιον = concealed, Id.8.69; δι' ἐπιστολῶν ἀφανῶν secret or invisible writings, Ph.Bel.102.29: c. part., ἀφανεῖς εἶναι ἀπιόντες = depart without being noticed, X.An.4.2.4; ἀφανεῖς που ὄντες ἠδίκουν Th.1.68; μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν he was well known to do... X.Mem.1.1.2.
b uncertain, doubtful, ἀφανεῖς νοῦσοι Hdt.2.84; σὺν ἀφανεῖ λόγῳ on an uncertain charge, S.OT657 (lyr.); ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59; μόρος S.OC1682 (lyr.); ὄνομα E.Tr.1322 (lyr.); ἐλπίς Th.5.103; πρόφασις ἀφανεστάτη λόγῳ Id.1.23; οὐκ ἀ. τεκμήρια X. Ages.6.1; μεθέντας τἀφανῆ, opp. τὸ πρὸς ποσί, S.OT131; ἀφανὴς χάρις a favour from an unknown hand, D.19.240; ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας Hdt.2.23; μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν S.Fr.737; τὰ ἀ. μεριμνᾶν Ar.Fr.672; ὑπὲρ τῶν ἀ. φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Arist.EN1104a13; of what is beyond the evidence of sense,opp. φανερόν, ἁρμονίη ἀ. φανερῆς κρείττων Heraclit.54, cf. Phld.Sign.1, al.; τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου συλλογίζεσθαι Epicur.Nat.14.4; τὸ τῆς τύχης ἀ. οἷ προβήσεται E.Alc.785; τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν Th.2.42; ἐν ἀφανεῖ ἔτι κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀφανεῖ εἶναι, Id.1.42, 3.23; ἐν ἀ. κεκτῆσθαί τι secretly, Pl.Lg. 954e; ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Th.1.51, 4.96, etc.; ἐξ ἀ. A.Fr.57.9, Ar.Ra. 1332: neuter plural as adverb, E.Hipp.1289 (lyr.). Regul.Adv. ἀφανῶς Th. 3.43, etc.: Sup. ἀφανέστατα X.HG5.1.27.
4 of persons and things, unnoticed, obscure, E.Tr.1244; also οὐ γὰρ ἀ. κρινεῖτε τὴν δίκην Th.3.57; ἀφανὴς καὶ ταπεινὴ φύσις D.61.35.
5 ἀφανὴς οὐσία personal property, as money, which can be secreted and made away with (cf. ἀφανίζω 1.7), opp. φανερά (real), as land, Lys.32.4, cf. BCH27.219 (Crete); opp. ἐμφανής, IG12(2).15.8 (Mytil.), SIG554.17; but simply, concealed, ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν Lys.20.23: in lit. sense, ἀφανὴς πλοῦτος Ar. Ec.602; πλοῦτος ἀφανὴς ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Men.128.16.
Spanish (DGE)
(ἀφᾰνής) -ές
• Alolema(s): lesb. ἀφάνης Sapph.55.3
• Morfología: [plu. ac. fem. ἀφανέας SIG 38.38 (Teos V a.C.)]
I c. ref. al sent. de la vista
1 oscuro, negro, imposible de ver Ταρτάρου πυθμένα Pi.Fr.207, πανδόκον εἰς ἀφανῆ del Hades, A.Th.860, ἡ ἀ. θεός Perséfone, S.OC 1556, χάσμα ἀφανές Hdt.6.76, πολιὸν αἰθέρος ἀφανὲς εἴδωλον oscuro fantasma blanquecino hecho del éter E.Ph.1543, ἀφανεῖς ... νεκροί Ach.Tat.5.14.4, cf. Pl.Ti.27b, op. φανηρός: ἡ φλάσις ἡ ἀ. Hp.VC 9, cf. 11, Isoc.1.34, 11.27, ἀστήρ Eudox.Fr.75b, κύκλος Eudox.Fr.74, πόλος Arist.Cael.285b21, Mu.394b31, Eudox.Fr.77, 78
•neutr. subst. la oscuridad ἐν τῷ ἀφανεῖ Th.3.23, ἐξ ἀφανοῦς, ἐκ τοῦ ἀφανοῦς A.Fr.57.9, Ar.Ra.1332, Th.1.51, 4.36, 96, ἐν ἀφανεῖ Numen.27.75
•oculto, escondido, no visible αἱ μῆτραι Hp.Nat.Mul.44, ἀφανὲς ... ἦν διὰ τὴν ἄκραν Th.6.54, ἐξ ἀφανοῦς χωρίου Th.4.29, τὰς ἀρχὰς ... ἀφανεῖς Aen.Tact.18.9, ξιφίδιον ἀφανές Th.8.69, φυλακή Th.4.67, ὁ ... Ἡρακλείδης ἐκποδὼν αὑτὸν ἔσχεν ἀφανῆ Heraclides huyó y se mantuvo escondido Pl.Ep.348b, κεφαλὰς ἀφανεῖς ὑποθεμένους con las cabezas tapadas los locrios para prestar juramento, Plb.12.6.4
•neutr. plu. sup. de la manera más oculta posible ἐνήδρευεν ὡς ἐδύνατο ἀφανέστατα X.HG 5.1.27.
2 de bienes materiales ocultos, e.d., muebles op. φανηρά ‘bienes raíces' ἀ. πλοῦτος Ar.Ec.602, Men.Fr.116.16, θησαυρὸς ἀ. LXX Si.20.30, οὐσία ἀ. dinero y bienes muebles Lys.20.23, 32.4, τὰ μὲν ἐμφανέα op. τὰ δὲ ἀφανέα IG 92(1).4.22 (Etolia III a.C.), cf. IG 12(2).15.8 (Mitilene III a.C.), ICr.1.16.1.8 (Lato III a.C.).
3 de pers. gener. subst. desaparecido οἱ ἀφανεῖς de soldados muertos en la guerra, Th.2.34, ἡ τῶν ἀφ[αν] ῶν γραφή la lista de desaparecidos, PGen.5.4 (II d.C.) en BL 1.157
•esp. c. εἶναι y γίγνεσθαι desaparecer Hdt.3.104, 7.37, E.IT 757, Hel.126, Pl.R.359e, tb. ἀφανοῦς γεγενεμένου τοῦ πα[ρατειχίσ] ματος IEphesos 1521.2 (I d.C.), cf. Plu.2.772c, Ach.Tat.2.28.1, Longus 1.2.1, Hld.7.2.2, PMil.Vogl.263.13 (III d.C.)
•ἀφανῆ ποιεῖν hacer desaparecer σῶμα X.Eph.3.9.8, στήλας ... ἀφανέας ποιῆσαι borrar las inscripciones de las estelas, SIG 38.38 (Teos V a.C.).
II c. rel. a otros sent., de abstr.
1 que está fuera de la percepción de los sentidos, desconocido, imperceptible ἁρμονίη ἀ. Heraclit.B 54, τὸ μὲν εἶναι ἀφανὲς μὴ τυχὸν τοῦ δοκεῖν el ser es desconocido si no coincide con el parecer Gorg.B 26, (λόγος) ὃς σμικροτάτῳ σώματι καὶ ἀφανεστάτῳ θειότατα ἔργα ἀποτελεῖ Gorg.B 11.8, πάντ' ἄπειρα καὶ ἄδηλα καὶ ἀφανῆ Philol.B 11, εἰς ἀφανῆ ὕλην μεταβάλλειν op. εἰς αἰσθητήν Arist.GC 318b21
•de algo imperceptible por el oído ἀναπνοή Hp.Epid.2.6.13, ἐπιτάσεις τε καὶ ἀνέσεις ἀφανεῖς intensificaciones y atenuaciones imperceptibles en mús., Aristox.Harm.15.7, fig. de una pers. hábil para pasar inadvertida cuando roba, Numen.27.75
•neutr. subst. τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου συλλογίζεσθαι Epicur.Fr.[27] 25.15
•desconocido para los demás, secreto νεῦμα ἀφανές gesto o signo secreto Th.1.134, ἔργον ἀφανές maniobra secreta Is.11.48, δι' ἐπιστολῶν ἀφανῶν por medio de un mensaje en clave Ph.Mech.102.29, ἐν ἀφανεῖ κεκτῆσθαι obtener secretamente Pl.Lg.954d
•ἀφανῆ εἶναι pasar inadvertido εἰ μὲν ἀφανεῖς που ὄντες ἠδίκουν τὴν Ἑλλάδα si aún seguían violando los derechos de Grecia pasando inadvertidos Th.1.68, cf. X.An.1.4.7, 4.2.4.
2 desconocido, incierto νόος ἀθανάτων Sol.17, νοῦσοι Hdt.2.84, ἐν ἀφανεῖ τινι μόρῳ en un incierto tránsito (la muerte), S.OC 1682, ὄνομα ... γᾶς E.Tr.1322, μὲ ἐν ἀφανεῖ λόγῳ ζητεῖς ἀπολέσαι buscas perderme con una incierta alegación Antipho 5.59, ἀ. χάρις favor que no se sabe de quién procede D.19.240, ἐλπίδες Th.5.103, ἀφανεστάτη πρόφασις op. ἀληθεστάτη Th.1.23, ἀφανῆ τεκμήρια pruebas poco claras X.Ages.6.1
•neutr. subst. lo incierto ἡ ... Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν μεθέντας ἡμᾶς τἀφανῆ προσήγετο la Esfinge nos forzaba a mirar lo que teníamos ante los pies y a dejar lo incierto S.OT 131, ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας Hdt.2.23, cf. S.Fr.737, Ar.Fr.691, Th.2.42, Hp.VM 1, en plu. οἱ δ' ἔλεγχοι περὶ ἀφανῶν las pruebas son sobre cosas inseguras Is.4.22, ψευδέσι μύθοις ἀλόχου πεισθεὶς ἀφανῆ convencido por las engañosas palabras de tu esposa de cosas que son inciertas E.Hipp.1289
•indeterminado, dudoso σὺν ἀφανεῖ λόγῳ con acusación poco clara S.OT 657, τὸ τῆς τύχης ... ἀφανὲς οἷ προβήσεται E.Alc.785, περὶ τῶν ἀφανῶν καὶ μελλόντων κινδυνεύειν Th.6.9, cf. Arist.EN 1104a13, ἥμισυ (τῆς ψυχῆς) ... οὐκ οἶδ' εἴτ' Ἔρος εἴτ' Ἀΐδης ἥρπασε, πλὴν ἀφανές Call.Epigr.41.2, ἐν ἀφανεῖ κεῖσθαι hallarse en la incertidumbre Th.1.42, τὰ ἀφανέα las (enfermedades) desconocidas Hp.de Arte 11, cf. Flat.1.
III fig., gener. de pers. poco conocido, sin fama, de origen oscuro ἀφάνης κἀν Ἀίδα δόμῳ φοιτάσῃς ignorada también en la mansión de Hades errarás Sapph.55.3, μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν X.Mem.1.1.2, ἀφανεῖς ἂν ὄντες οὐκ ἂν ὑμνηθεῖμεν ἄν si fuéramos desconocidos no hubiéramos sido cantados E.Tr.1244, οὐ γὰρ ἀφανῆ κρινεῖτε τὴν δίκην no vais a juzgar un caso sin resonancia Th.3.57, ἀ. καὶ ταπεινὴν τὴν φύσιν ἔχουσιν D.61.35, cf. X.Eph.4.1.4
•subst. οἱ ἀφανεῖς = los humildes Charito 8.2.1.
IV adv. ἀφανῶς = de manera poco clara, ocultamente μὴ τεχνικῶς ζητεῖτε πολιτεύεσθαι μήδ' ἀ. Isoc.3.52, cf. Th.3.43
•sin ser notado ἐξανίστασθαι Plb.8.14.7.
German (Pape)
[Seite 407] ές, unsicher, dunkel, Τάρταρος Pind. frg. 223; χέρσος Aesch. Spt. 842; θεός Soph. O. C. 1553; μόρος 1679; λόγοι O. R. 657; verborgen, χάσμα Her. 6, 76; heimlich, λόγος ἀφανής, der πρόνοια φανερά entgegengesetzt, Antipho 5, 59, wie οὐσία ἀφ. u. φανερά Lys. 32, 4, nach B. A. 468 ἡ ἐν χρήμασι καὶ σώμασι καὶ σκεύεσι; von einem Orte, dem καταφανής entgegengesetzt, Xen. Cyr. 3, 3, 28, wie dem ἐμφανής Men. Stob. Flor. 16, 13; ἐν ἀφανεῖ κεῖται, es ist noch verborgen, ungewiß, Thuc. 1, 42; τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν, die Unsicherheit des Erfolgs, 2, 42; ἐλπίς, unsichere Hoffnung, 5, 103; unbemerkt, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vermißt, Thuc. 2, 43; verschwunden, fortgegangen, Xen. An. 1, 4, 7; mit partic., ᾤοντο ἀφανεῖς εἶναι ἀπιόντες, sie glaubten unbemerkt fortzugehen, 4, 2, 4; οὐκ ἀφανής εἰμι ποιῶν τι, = φανερός, Mem. 1, 1, 2; ποιῶ τι ἀφανὴς ὤν Thuc. 1, 68. – Adv. ἀφανῶς, auch ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, heimlich, Thuc. 4, 96; ἐν ἀφανεῖ Plat. Legg. XII, 954 d. – Auch unberühmt, unangesehen, Eur. Tr. 1322; Thuc. 3, 57; καὶ ταπεινὴ φύσις Dem. 61, 35; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non apparent, d'où
I. qu'on ne voit pas :
1 invisible : ἡ ἀφανὴς θεός SOPH la déesse invisible (Perséphone);
2 qui n'est pas en vue : ἀφανὲς χωρίον THC place hors de portée de la vue;
3 caché, secret : ἀφανὲς ξιφίδιον THC poignard caché ; ἀφανὲς νεῦμα THC signe secret ; avec un part. μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀφανὴς ἦν XÉN on savait bien qu'il s'occupait de divination ; adv. • ἐν ἀφανεῖ THC dans l'obscurité ou dans le secret ; • ἐκ τοῦ ἀφανοῦς THC en secret;
4 inconnu, obscur : ἀφανὴς νόσος HDT maladie inconnue ou obscure ; ἀφανὴς ἐλπίς THC espérance incertaine ; ἀφανὴς λόγος SOPH assertion sans preuves ; τὸ τῆς τύχης ἀφανές EUR l'incertitude de la fortune;
II. qu'on ne voit plus : ἀφανῆ γίγνεσθαι HDT, EUR devenir invisible, disparaître ; ἀφανὴς ἦν HDT il était disparu ; οἱ ἀφανεῖς THC les soldats disparus (dans une bataille);
Cp. ἀφανέστερος, Sp. ἀφανέστατος.
Étymologie: ἀ, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφᾰνής:
1 невидимый, незримый (Τάρταρος Pind.; θεός Soph.; πόλος Arst.);
2 скрытый, спрятанный (ξιφίδιον Thuc.);
3 тайный, секретный (νεῦμα Thuc.; βούλευμα Plut.): ἐν ἀφανεῖ Thuc., Plat. и ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Thuc. тайно, втайне; μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν Xen. было известно, что он прибегал к колдовству;
4 таинственный, неведомый, неизвестный (νόσος Her.): οὐκ ἀφανῆ κρινεῖτε τὴν δίκην τήνδε Thuc. не думайте, что это осуждение останется неизвестным;
5 смутный, неясный (λόγος Soph.; ἐλπίς Thuc.);
6 исчезнувший, пропавший (ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν ἀ. ἦν Her.; ὄνομα γᾶς ἀφανὲς εἶσιν Eur.): οἱ ἀφανεῖς Thuc. пропавшие без вести;
7 незаметный, безвестный (ἀ. καὶ ταπεινός Dem.);
8 (об имуществе), обращенный в деньги, наличный, (πλοῦτος Arph., Men.): ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσάν Lys. обратить имущество в деньги.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανής: -ές, (φαίνομαι, φανῆναι) μὴ φαινόμενος, ἀόρατος, ἀθέατος, Λατ. caecus, ιδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Τάρταρος Πινδ. Ἀποσπ. 223, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 860· οὕτω, χάσμα ἀφανές, μὴ ὁρώμενον, Ἡρόδ. 6. 76· ἡ ἀφ. θεός, ἐπί τῆς Περσεφόνης, Σοφ. Ο.Κ. 1556· ὁ ἀφ. πόλος, δηλ. ὁ νότιος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 15, π. Κόσμ. 4. 14· περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 4. 67, ἴδε φυλακὴ Ι. 1. 2) ἀφ. γίγνεσθαι, ἀφανίζεσθαι, ἐξαφανίζεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, Εὐρ. Ι. Τ. 757, Πλάτ. Πόλ. 359Ε· οὕτω, ἀφ. ἧν, ἐξηφανίσθη, Ἡρόδ. 7. 37, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7· ἐπί στρατιωτῶν μὴ ἀνευρισκομένων μετὰ τὴν μάχην, Θουκ. 2. 34. 3) ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀκατάληπτος, ἀφ. νόος ἀθανάτων Σόλων 10· ἀφ. νεῦμα, κρυπτόν, μυστικὸν σημειον, Θουκ. 1. 134· ἀφ. χωρίον, ὅ δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ,ὁ αὐτ. 4.29· ἀφ. ξιφίδιον, κεκρυμμένον, ὁ αὐτ. 8.69· μετὰ μετοχ., ἀφ. εἰμι ποιῶν τι, πράττω τι χωρίς νά με ἴδῃ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 4· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀφ. ὤν ποιῶ τι Θουκ. 1. 68· μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀφανὴς ἦν, ἦτο πασίγνωστος ὅτι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2. β) ὁ ἄγνωστος, ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀφ. νόσος Ἡρόδ. 2. 84· σὺν ἀφανεῖ λόγῳ, ἐπί κατηγορίᾳ μὴ φανερᾷ, μὴ βεβαίᾳ, Σοφ. Ο. Τ. 657· ἐν ἀφανεῖ λ. Ἀντιφῶν 136. 18· μόρος Σοφ. Ο. Κ. 1683· ὄνομα Εὐρ. Τρῳ. 1322· ἐλπίς Θουκ.5. 103· πρόφασις ἀφανεστάτῃ λόγῳ ὁ αὐτ. 1. 23· οὐκ ἀφ. τεκμήρια Ξεν. Ἀγησ. 6. 1· μεθέντας τἀφανῆ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τά πρός ποσίν, Σοφ. Ο. Τ. 131, πρβλ. ἑτοῖμος Ι. 2, ἐν τέλει· ἀφ. χάρις, χάρις παρ’ ἀγνώστου προσώπου, Δημ. 416, 4· ἰδίως ἐπί μελλόντων πραγμάτων, τὸ ἀφανές, ἡ ἀβεβαιότης, Ἡρόδ. 2. 23· μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπεῖ Σοφ. Ἀποσπ. 770· τά ἀφανῆ μεριμνᾶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. Ἄδηλ. 61, Meineke· ὑπὲρ τῶν ἀφανῶν φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 6· τό τῆς τύχης ἀφ. Εὐρ. Ἄλκ. 785· τό ἀφ. τοῦ κατορθώσειν Θουκ. 2. 42· ἐν ἀφανεῖ κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀφανεῖ εἶναι ὁ αὐτ. 1.42, κτλ.· ἐν ἀφ. κεκτῆσθαί τι, κρυφίως, μυστικῶς, Πλάτ. Νόμ. 954D· οὕτως, ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Θουκ. 1. 51., 4. 96, κτλ.· καὶ ἐξ ἀφανοῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ἀφανῆ, ὡς ἐπίρρ., Εὐρ. Ἱππ. 1289· καὶ κανονικὸν ἐπίρρ. ἀφανῶς Θουκ. 3. 43, κτλ.· ὑπερθ. ἀφανέστατα Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27. 4) ἐπί προσώπων, ἀπαρατήρητος, ἄσημος, Εὐρ. Τρω. 1244, 1322, Θουκ. 3. 57. 5) ἀφανὴς οὐσία, κινητὴ περιουσία, οἷον χρήματα, τὰ ὁποῖα δύναταί τις νὰ καταστήσῃ ἀφανῆ (πρβλ. ἀφανίζω Ι. 7), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φανερὰ (ἀκίνητος περιουσία), οἷον εἰς κτήματα, Λυσ. Ἀποσπ. 47· ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν, μετατρέψαι αὐτὴν εἰς χρήματα, ὁ αὐτ. 160. 8· οὕτως, ἀφ. πλοῦτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ἀλλ’ ἐν κυριολεκτικῇ σημαασίᾳ πλοῦτος ἀφ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 16.
English (Slater)
ᾰφᾰνής unseen Ταρτάρου ἀφανοῦς (ἀφανέος coni. Bergk) fr. 207.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and φαίνω; non-apparent): that is not manifest.
English (Thayer)
ἀφανές (φαίνω), not manifest, hidden: Aeschylus and) Herodotus down.) (Cf. δῆλος, and Schmidt, chapter 130.)
Greek Monolingual
-ές (AM ἀφανής, -ές)
1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος
2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος
αρχ.
1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη
2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός
3. άγνωστος, αβέβαιος, αμφίβολος, ασαφής
4. δραπέτης, λιποτάκτης
5. ανεξιχνίαστος, ακατάληπτος
6. το ουδ. ως ουσ. ἀφανές
αβεβαιότητα, αμφιβολία, ασάφεια
7. φρ. α) «ἀφανής θεός» — η Περσεφόνη
β) «ἀφανὴς οὐσία» — η περιουσία την οποία μπορεί να αποκρύψει ο κάτοχός της, όπως π.χ. η χρηματική
γ) «ἀφανὴς πόλος» >
ο Νότιος Πόλος
δ) «ἀφανὴς χάρις», χάρη που προήλθε από άγνωοτο πρόσωπο
ε) «ἐν ἀφανεῖ» — κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φανής < φαν-, εφάνην, φαίνομαι (πρβλ. αρτιφανής, αυτοφανής)].
Greek Monotonic
ἀφᾰνής: -ές (φαίνομαι)·
1. αόρατος, αφανής, αθέατος, λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ.· χάσμα ἀφανές, χάσμα που δεν φαίνεται, σε Ηρόδ.· ἡ ἀφανὴς θεός, λέγεται για την Περσεφόνη, σε Σοφ.
2. ἀφᾰνὴς γίγνεσθαι = ἀφανίζεσθαι, εξαφανίζομαι, είμαι χαμένος, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες που χάνονται μετά τη μάχη, σε Θουκ.· πρβλ. ἀφανίζω.
3. αφανής, απαρατήρητος, μυστικός, σε Σόλωνα, Θουκ.· με μτχ., ἀφανής εἰμι ποιῶν τι, κάνω κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, σε Ξεν.
4. άγνωστος, αβέβαιος, άσημος, κρυφός, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για μελλοντικά γεγονότα, τὸ ἀφανές, αβεβαιότητα, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀφανῶς, σε Θουκ.· ομοίως, ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, ως επίρρ., στον ίδ.· και ουδ. πληθ. ἀφανῆ, σε Ευρ.
5. λέγεται για πρόσωπα, απαρατήρητος, άσημος, στον ίδ., Θουκ.
6. ἀφανὴς οὐσία, κινητή περιουσία, όπως τα χρήματα που μπορεί κάποιος να μην τα εμφανίζει, αντίθ. προς το φανερά (ακίνητη), όπως η γη, σε Ρήτ.
Middle Liddell
[φαίνομαι]
1. unseen, invisible, viewless, of the nether world, Aesch.: χάσμα ἀφ. a blind pit, Hdt.; ἡ ἀφ. θεός, of Proserpine, Soph.
2. ἀφ. γίγνεσθαι = ἀφανίζεσθαι, to disappear, be missing, Hdt., Eur.:— of soldiers missing after a battle, Thuc.: cf. ἀφανίζω.
3. unseen, unnoticed, secret, Solon, Thuc.: —c. part., ἀφ. εἰμι ποιῶν τι I do it without being noticed, Xen.
4. unknown, uncertain, obscure, Hdt., Attic: of future events, τὸ ἀφανές uncertainty, Hdt.:—adv. ἀφανῶς, Thuc.; so ἐκ τοῦ ἀφανοῦς as adv., Thuc.; and neut. pl. ἀφανῆ, Eur.
5. of persons, unnoticed, obscure, Eur., Thuc.
6. ἀφανὴς οὐσία personal property, as money, which can be made away with, opp. to φανερά (real), as land, Oratt.
Chinese
原文音譯:¢fan»j 阿-法尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-顯出(的)
字義溯源:不顯然的,看不見的,隱藏的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φαίνω)=發光)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=顯示)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 不顯然的(1) 來4:13
English (Woodhouse)
clandestine, disappeared, doubtful, gone, inglorious, mysterious, obscure, problematical, secret, uncertain, undiscoverable, vanished, not clear, not understood
Mantoulidis Etymological
(=ἀόρατος). Ἀπό τό α στερητ. + φανῆναι τοῦ φαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἀφανής: ἀφάνεια, ἀφανίζω, ἀφάνισις, ἀφανισμός, ἀφανιστής.
Léxico de magia
-ές invisible de la divinidad suprema δεῦρό μοι, ὁ αὐτογεννήτωρ θεέ, ... ἀ. ven a mí, el dios autoengendrado, invisible SM 65 34
Lexicon Thucydideum
qui nusquam apparet, who appears nowhere, 2.34.3, —
obscurus, occultus, abditus, obscure, hidden, concealed, 1.134.1, 4.29.3, 6.54.4, 8.69.4, 8.105.2,
SUP. 1.23.4,
ex occulto, from a hiding place, 1.51.2, 4.36.2, 4.96.5,
in obscuro, in the dark, 3.23.4,
Transl. translate 1.68.3, 3.57.1, —
incertus, uncertain, 3.45.5, 5.103.2, 5.113.1, 6.9.3,
incerta custodia, uncertain guard, 4.67.3,
incertus eventus, uncertain outcome, 2.42.4, 4.63.1, 8.92.11,
in incerto, in uncertainty, 1.42.2, 1.138.3, 7.75.4.
Translations
invisible
Afrikaans: onsigbaar; Arabic: غَيْر مَرْئِيّ; Armenian: անտեսանելի, աննշմարելի; Asturian: invisible; Belarusian: нябачны; Bengali: অদৃশ্য; Breton: diwel; Bulgarian: невидим; Catalan: invisible; Chinese Mandarin: 無形, 无形, 隱形, 隐形; Czech: neviditelný; Danish: usynlig; Dutch: onzichtbaar; Esperanto: nevidebla; Faroese: ósjónligur; Finnish: näkymätön; French: invisible; Galician: invisible; Georgian: უჩინარი, უხილავი; German: unsichtbar; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍃𐌰𐌹𐍈𐌰𐌽𐍃; Greek: αόρατος, άφαντος, αναίσθητος, ακατανόητος; Ancient Greek: ἀπρόσοπτος, ἀλαός, ἄφαντος, ἄγνωστος, ἄφραστος, ἀδερκής, ἀΐζηλος, ἀνόρατος, ἀϊδής, ἀσυμφανής, ἄϊστος, ἄποπτος, αὐΐδετος, ἀείδελος, ἀόρατος, ἀφεγγής, ἀθεώρητος, ἀθέατος, ἀθήητος, ἀπροόρατος, ἀίδηλος, ἄδηλος, ἀειδής, ἀσαφής, ἀδρακής, ἀπροτίοπτος, άσκοπος, ἄσπρος; Haitian Creole: envizib; Hebrew: בלתי-נראה; Hindi: अदृश्य; Hungarian: láthatatlan; Icelandic: ósýnilegur; Italian: invisibile, dietro le quinte; Japanese: 目に見えない, 不可視の, 無形の, 透明な; Kazakh: көрінбейтін; Korean: 보이지 않; Kyrgyz: көрүнбөс; Latin: invisus, invisibilis; Latvian: neredzams, neredzama; Lithuanian: neregimas, neregima, nematomas, nematoma; Macedonian: невидлив; Malay: halimunan; Marathi: अदृश्य; Nepali: अदृश्य; Norwegian: usynlig; Occitan: invisible; Old English: unġesewenlīċ; Plautdietsch: onsechtboa; Polish: niewidoczny, niewidzialny; Portuguese: invisível; Romanian: invizibil; Russian: невидимый, незримый; Sanskrit: अदृष्ट; Serbo-Croatian Cyrillic: невѝдљив; Roman: nevìdljiv; Spanish: invisible; Swahili: -si-onekana; Swedish: osynlig; Tagalog: ditahaw, alimuos; Telugu: అగోచరము, అదృశ్య; Thai: ล่องหน; Turkish: görünmez; Ukrainian: невидимий; Vietnamese: vô hình, tàng hình, ẩn hình
unseen
Bulgarian: невидим, незабележим; Danish: uset; Dutch: ongezien; Georgian: უნახავი, უხილავი, არნახული, შეუმჩნეველი; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍃𐌰𐌹𐍈𐌰𐌽𐍃; Greek: αόρατος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀφανής, ἄφαντος, ἀϊδνός, ἄθεος; Hindi: अदृश्य, अलख; Irish: gan fheiceáil; Latin: invisus; Maori: whakapeke, koropuku; Norwegian Bokmål: usett; Nynorsk: usett; Russian: невидимый, незримый, незамеченный; Sanskrit: अदृष्ट; Turkish: görünmez
blind
'Are'are: 'uru; Albanian: i verbër; Arabic: أَعْمَى, عَمْيَاء, كَفِيف; Egyptian Arabic: أعمى; Archi: бецду; Armenian: կույր; Aromanian: orbu; Asturian: ciegu; Avar: бецав; Azerbaijani: kor; Baluchi: کور; Bashkir: һуҡыр; Basque: itsu; Belarusian: сляпы; Bengali: অন্ধ; Bikol Central: buta; Breton: dall; Buginese: wuta; Bulgarian: сляп; Burmese: ကန်း; Buryat: һохор; Catalan: cec, orb; Cebuano: buta; Chamicuro: manatsa; Chavacano: ciego; Chechen: бӏаьрзе; Cherokee: ᏗᎨᏫ; Chinese Cantonese: 盲, 失明; Dungan: ха, хазы; Hakka: 瞎目; Mandarin: 盲, 盲目, 失明, 瞎, 瞽; Min Nan: 青盲, 失明; Chuvash: суккӑр, куҫсӑр; Cornish: dall; Crimean Tatar: soqur, kör; Czech: slepý; Dalmatian: vuarb, uarb; Danish: blind; Dutch: blind; Elfdalian: blind; Esperanto: blinda; Estonian: pime; Faroese: blindur; Finnish: sokea; Franco-Provençal: avoglo; French: aveugle, mal-voyant, mal-voyante; Friulian: vuarb; Gagauz: köör, görmäz, gözsüz; Galician: cego, invidente; Georgian: ბრმა, უსინათლო; German: blind; Gothic: 𐌱𐌻𐌹𐌽𐌳𐍃; Greek: τυφλός, αόμματος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄγληνος, ἄδερκτος, ἀθέατος, ἀθήητος, ἀλαός, ἀλαωπός, ἀλαώψ, ἀμαυρός, ἀνόμματος, ἀπόμματος, ἀφανής, ἀφώτιστος, διεφθαρμένος τὰ ὄμματα, λιπαυγής, λιποβλέφαρος, λιπόγληνος, λιποφεγγής, ὀμματοστερής, παραβλώψ, παρός, πηρός, πολυβλέπων, σκοτεινός, σκότον δεδορκώς, τυφλίνης, τυφλῖνος, τυφλός, τυφλώψ; Greenlandic: tappiitsoq; Hebrew: עיוור / עִוֵּר; Higaonon: buta; Hiligaynon: buta; Hindi: अंधा; Hungarian: vak; Icelandic: blindur; Ido: blinda; Ilocano: bulsek; Indonesian: buta; Interlingua: cec; Irish: dall; Istriot: uorbo; Italian: cieco, orbo; Ivatan: mavota; Japanese: 失明した, 目の見えない, 盲目の, 盲; Javanese: picek; Kalmyk: сохр; Karachay-Balkar: сокъур; Karakalpak: гөр, соқыр; Kazakh: соқыр; Khakas: харах чох; Khmer: ខ្វាក់; Komi-Permyak: синтӧм; Komi-Zyrian: синтӧм; Korean: 눈이 먼, 장님의; Kurdish Central Kurdish: کوێر; Northern Kurdish: kor; Kyrgyz: сокур, көр; Lao: ບອດ; Latgalian: oklys; Latin: caecus; Latvian: akls, neredzīgs; Limburgish: blindj; Lithuanian: ãklas; Low German: blind; Luxembourgish: blann; Macedonian: слеп; Makasar: buta; Malay: buta, tunanetra; Maltese: agħma, agħmi; Manchu: ᠪᠠᠯᡠ; Mansaka: pisuk; Maori: pura; Maranao: pisek, bota; Mari Eastern Mari: сокыр, уждымо; Western Mari: слӧпӧй, сльӧпӧй; Mongolian Cyrillic: сохор; Mongolian: ᠰᠣᠬᠤᠷ; Nanai: бали; Norman: aveugl'ye; Northern Sami: čalmmeheapme; Norwegian Bokmål: blind; Nynorsk: blind; Occitan: òrb, cèc; Odia: ଅନ୍ଧ; Old Church Slavonic Cyrillic: слѣпъ; Old East Slavic: слѣпъ; Old English: blind; Old Javanese: wuta; Oromo: jaamaa; Ossetian: куырм; Ottoman Turkish: اعمی; Pashto: ړوند, نابينا, نګوری; Persian: کور, نابینا; Piedmontese: orbo; Plautdietsch: blint; Polish: ślepy, niewidomy; Portuguese: cego; Punjabi: اَنّھا; Quechua: ñawsa; Canka Quechua: ñausa; Wanka Quechua: gapla; Waiwaş Quechua: gapra; Romagnol: cig; Romanian: orb, chior; Romansch: tschorv, orv, orb; Russian: слепой, незрячий; Sanskrit: अन्ध; Sardinian: tzecu, cegu, tzegu; Scottish Gaelic: dall; Serbo-Croatian Cyrillic: слеп, слијеп; Roman: slep, slijep; Sicilian: orvu, orbu; Sindhi: انڌو; Slovak: slepý; Slovene: slep; Sorbian Lower Sorbian: slěpy; Upper Sorbian: slepy; Southern Altai: сокор, кöзи кöрбöс, кöс јок; Spanish: ciego, invidente; Swahili: kipofu; Swedish: blind, synskadad; Tagalog: bulag; Tajik: кӯр, нобино; Tamil: குருடு; Tausug: buta; Telugu: గుడ్డి; Thai: ตาบอด, บอด; Tlingit: lkhooshtéeni; Tocharian B: tärrek; Turkish: kör, görme engelli, görmez, âmâ, gözsüz; Turkmen: kör; Tuvan: согур; Udmurt: сукыр, синтэм; Ukrainian: сліпий; Urdu: اندھا; Uyghur: كور; Uzbek: koʻr; Venetian: orbo, cioro, ciore; Vietnamese: mù, đui mù, đui; Volapük: bleinik; Waray-Waray: butá; Warlpiri: pampa; Welsh: dall; West Frisian: blyn; White Hmong: dig muag; Yiddish: בלינד; Yoruba: afọju; Zazaki: kor; Zhuang: mengz, fangz