ὠθέω
English (LSJ)
Att. impf.
A ἐώθουν Ar.Pax637 (troch.), D.9.65, (ἐξ-) Th. 7.52, etc., and ἐώθει even in h.Merc.305; Ion. and Ep. 3sg. ὤθει Il.21.241; Ion. ὤθεσκε Od.11.596: but ὤθει E.IT1395 is f.l. for ὠθεῖ (Kirchhoff): fut. ὠθήσω Id.Cyc.592, Ar.Ec.300 (lyr.), (ἐξ-) S.Aj.1248; but ὤσω E.Med.379, Andr.344, and always in Prose; ἀπώσω Od.15.280, Ep. inf. ἀπ-ωσέμεν Il.13.367: Att. aor. ἔωσα Pl.Ti.60c, etc., (ἐξ-) S.OC1296, 1330, etc.; Ion. and Ep. ὦσα Il.1.220, Hdt.7.167, Ep. ὤσασκε Od.11.599; but ἔωσα Il.16.410, (ἀπ-) Od.9.81; later ὤθησα Ael.NA13.17, etc.: pf. ἔωκα (ἐξ-) Plu.2.48c: plpf. ἐώκει (ἐξ-) Id.Brut.42:—Med., fut. ὤσομαι (ἀπ-) S.El.944, etc., (δι-) A.Fr.199.9, etc.:—Att. aor. ἐωσάυην Th.4.43, Ar.V.1085 (troch., with vv.ll.); Ion. and Ep. ὠσάμην Il.16.592, Hdt.9.25, v.l. in Ar.V.l.c.:—Pass., fut. ὠσθήσομαι E.Med.335 (v.l. ὠθήσομαι), (ἐξ-) D.24.61: Att. aor. ἐώσθην (ἐξ-) X.HG2.4.34, etc.; later ὤσθην (ἐξ-) Arr.An.4.25.3, Plot.4.4.45: Att. pf. ἔωσμαι X.Cyr.7.1.36, (ἀπ-, περι-) Th.2.39, 3.57; Ion. part. ἀπωσμένος Hdt.5.69:—thrust, push,
I mostly of human force, as of Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον = he kept pushing it... Od.11.596, cf. 599; ἀπὸ εἷο τράπεζαν ὦσε ποδὶ πλήξας 22.20; ἔγχος ὑπὲκ δίφροιο = pushed it away from... Il.5.854; ἂψ ἐς κουλεὸν ὦσε ξίφος 1.220; τοῖσι δ' ἀπ' ὀφθαλμῶν νέφος ἀχλύος ὦσεν Ἀθήνη 15.668; τὸν δε' Ζεὺς ὦσεν ὄπισθε χειρί ib.694, cf. 13.193; ὦσαί [τινα] ἀφ' ἵππων 5.19; ἀφ' ἵππων χαμᾶζε ib.835, etc.; so ὦσαι ἑωυτὸν ἐς τὸ πῦρ = rush into the fire, Hdt.7.167; ὠ. τινα ἐπὶ κεφαλήν = throw him headlong down, Pl.R.553b (Pass., ὠθέεσθαι ἐπὶ κ. Hdt.7.136); ὠ. τινα ἐπὶ τράχηλον Luc.DMort.27.1; πετρῶν ὦσαι κάτω E.Cyc. 448, cf. Pl.Phdr.229c; εἰς λιθοτομίας D.53.17: freq. of weapons, ὠ. ξίφος δἰ ἀμφοτέρων = thrust it through both, Hdt.3.78; τεκούσης ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος E.Or.291; διὰ μέσου αὐχένος ὠθεῖ σίδηρον Id.Ph. 1458; φάσγανον δἰ ἥπατος Id.Med.379; ξίφος πρὸς ἧπαρ Id.Hel.983; δαλοῦ κώπην ἔσω βλεφάρων Id.Cyc.485 (anap.), cf. 636; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε θύραζε = forced it out from the thigh, Il.5.694; τὸ ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα = stuff it into his mouth, Thphr. Char.2.4: τὴν θύραν ὠθεῖ = forces the door, Ar.V.152, cf. Lys.1.24; πύλας E.Or.1562: sometimes of other than human force, as of a stream, ὦσε δὲ νεκρούς Il.21.235, cf. 241; of the wind, Νότος μέγα κῡμα ποτὶ . . ῥίον ὠθεῖ Od.3.295; [ὁ ποταμὸς] ὠθεῖ κῦμα Metagen.6.3; ὠ. κολόκυμα Ar.Eq.692: metaph., ἀ δ' ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ ὠθήτω Alc.41.
2 force back in battle, Il.8.336, 13.193, etc.; ἄνδρας προτὶ ἄστυ 16.45; v. infr. ΙΙ.
3 thrust out, banish, ὠ. ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ S.OT1382; ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν τινα A.Pr.665; ἀπ' οἴκων S.OT241; ἐκ δόμων E.Andr.344; ἔξω τινὰ φυγάδα Pl.R.560d; σπονδῶν ἄπο, ἀπὸ τῶν ἱερῶν, E.Ba.46, Aeschin. 2.86; ὠ. τινας ἀθάπτους S.Aj.1307:—Pass., ὠθούμεθ' ἔξω Id.Fr.583.7.
4 metaph., ὠ. τὰ πρήγματα = push matters on, hurry them, Hdt.3.81; ἐπιθυμία ὠθεῖ ἐπὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV1250a24.
5 abs., ὦσα παρέξ = pushed off from land, Od.9.488; ὤθει βιαίως E.Tr. 356, cf. X.HG7.4.31; τὸ ὠθοῦν = the motive power, Pl.Cra.401d.
II Med., mostly in aor., thrust or push away from oneself, force back, especially in battle, freq. in Il., ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους 5.691; τείχεος ἂψ ὤσασθαι 12.420; ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ, 8.295, 16.655; τὴν ἵππον ὤσαντο Hdt.9.25, cf. 3.72, 6.37; ὤσασθαί τινας κατὰ βραχύ Th.4.96; ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας Id.6.70, etc.; once in Trag., E.IT326: of a horse, throw its rider, Thgn.260 (s.v.l.).
2 intrans., push, press forward, Th.4.11,35, Plu.Ages.32; ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν X.HG7.1.31; πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθεῖσθαι Pl.Euthd. 294d; εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις Plu.Thes.5.
III Pass., to be thrust, be pushed, or be forced, rush or fall violently, ἐπὶ κεφαλήν Hdt. (v. supr.1.1); πρὸς βίαν E.Hec.406; βιᾳ Id.Med.335, etc.; ἱδρῶτες ταχέως ὠθούμενοι Hp.Aph.7.85.
2 Med., crowd, throng, jostle, X.Cyr.3.3.64; ὠ. ὥσπερ ὕες Theoc.15.73, cf. Arist.HA572b25: impers. in Pass., ἐπὶ μέζον ὠθεῖται = the crush gets worse, Herod.4.54.
French (Bailly abrégé)
ὠθῶ :
impf. ἐώθουν, f. ὤσω, ao. ἔωσα, poét. ὦσα, pf. ἔωκα;
Pass. f. ὠσθήσομαι, ao. ἐώσθην, pf. ἔωσμαι;
I. pousser :
1 pousser en avant : τινα, repousser qqn en parl. d'un courant ; ἀφ' ἵππων IL précipiter d'un char ; χαμᾶζε IL précipiter à terre ; fig. repousser loin de soi, chasser, repousser précipitamment : Ἀχαιοὺς ἰθὺς τάφροιο IL les Grecs dans la direction du fossé ; ἀπὸ σφείων IL loin de soi ; ἄνω XÉN pousser en haut, faire monter ; τινα ἔξω δόμων ESCHL, ἀπ' οἴκων SOPH chasser qqn de sa maison ; fig. repousser, répudier : τινας ἀθάπτους SOPH des personnes sans leur donner de sépulture, càd leur refuser la sépulture ; en parl. de choses λᾶαν ἄνω ποτὶ λόφον χερσίν τε ποσίν τε OD pousser une pierre en haut vers la colline, des pieds et des mains ; ξίφος ἐς κουλεόν IL pousser une épée dans le fourreau ; fig. précipiter, presser (une affaire) ; Pass. être repoussé ou précipité;
2 pousser en arrière ; retirer avec force, arracher : δόρυ ἐκ μηροῦ IL une javeline de la cuisse ; tirer à soi : τὸ πνεῦμα ÉL tirer à soi ou retenir le souffle;
3 dériver (les eaux d'un lac) acc.;
Moy. ὠθέομαι, ὠθοῦμαι (ao. ἐωσάμην) :
I. intr.
1 se heurter;
2 se précipiter ; en parl. de poison se précipiter en bas, se répandre dans le corps;
II. tr.
1 repousser, éloigner de soi : τινα, qqn ; προτὶ ἄστυ IL vers Ilion, vers la ville ; τείχεος ἄψ IL du rempart ; νεῶν ἄπο IL des vaisseaux;
2 se pousser en avant, pénétrer en avant.
Étymologie: DELG étym. contestée.
German (Pape)
imperf. ἐώθουν, Iterativform ὤθεσκε Od. 11.596, fut. ὠθήσω und ὤσω, aor. ἔωσα, und ep. ὤσασκε 11.599, perf. pass. ἔωσμαι und aor. ἐώσθην, – stoßen, fortstoßen, drängen, treiben, überhaupt mit Gewalt und Anstrengung von der Stelle bringen; Hom. oft; so vom Sisyphus, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον, Od. 11.596; ἂψ δ' ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος Il. 1.220; ὦσε δ' ἀφ' ἵππων, er stieß ihn vom Wagen herunter, 5.19 und öfter; ὦσε δέ μιν σθένεϊ μεγάλῳ Il. 13.193, vgl. 15.694; und sonst, vom Drängen oder Verfolgen des Feindes; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε, er trieb, riß den Speer aus dem Schenkel, 5.694; τοῖσι δ' ἀπ' ὀφθαλμῶν νέφος ἀχλύος ὦσεν Ἀθήνη, sie trieb ihnen die finstere Wolke von den Augen hinweg, 15.668; auch von der treibenden, fortreißenden Gewalt der Wellen, 21.235, 241, Od. 3.395; ὦσαι παρέξ, vom Lande abstoßen, absolut, 9.488; ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν με Aesch. Prom. 668; οὓς νῦν σὺ ὠθεῖς ἀθάπτους Soph. Aj. 1286; ἀπ' οἴκων O.R. 241, 819; Eur. oft; ξίφος διά τινος Her. 3.78; ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῦρ, sich ins Feuer stürzen, 7.167; τὰ πρήγματα, wie wir sagen »treiben«, d.i. beschleunigen, 3.81; εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου Plat. Rep. VIII.553b; τὸ πλησίον ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖ Tim. 79b, und öfter; ἄνω τινά Xen. Cyr. 3.2.5; ὠθεῖ με εἰς τὰς λιθοτομίας Dem. 53.17.
Pass. getrieben, gedrängt werden; ὠθεῖσθαι ἐπὶ κεφαλήν, auf den Kopf gestellt od. kopfüber gestürzt werden, Her. 7.136; ὠθεῖσθαι εἴσω, sich hineindrängen; ὠθούμενος καὶ βιαζόμενος Plat. Phil. 62c; εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ὠσθῆναι διὰ τὴν πονηρίαν τοῦ βίου Dem. 25.53; Sp.
Med. von sich stoßen, zurückdrängen, Hom. gew. im aor. ὤσασθαι, ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους Il. 5.691; ἐχώρησαν Τρῶες, ὤσαντο δ' Ἀχαιοί 16.592; auch τείχεος ἂψ ὤσασθαι, 12.420; vgl. noch Her. 8.3, 9.25; Thuc. 4.96; Xen. An. 3.4.48; ἐώσατο τοὺς πολεμίους Plut. Timol. 4; ὤσασθαι εἰς τὸ ξίφος, sich in sein Schwert stürzen, ὠθεῖσθαί τινι εἰς χεῖρας, Plut. Thes. 5.
Russian (Dvoretsky)
ὠθέω: (impf. ἐώθουν - ион.-эп. 3 л. sing. ὤθει, iter. ὤθεσκε, fut. ὠθήσω и ὤσω, aor. ἔωσα - ион.-эп. тж. ὦσα - эп. 3 л. sing. aor. iter. ὤσασκε; aor. med. ἐωσάμην - эп.-ион. ὠσάμην; pass.: fut. ὠσθήσομαι, pf. ἔωσμαι) реже med.
1 толкать, бросать, отталкивать, отбрасывать (λᾶαν ἄνω ποτὶ λόφον Hom.): νέφος ἀχλύος ὦσαί τινι ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν Hom. сдернуть облачную завесу с чьих-л. глаз; ὦσαί τινα ἀφ᾽ ἵππων Hom. столкнуть кого-л. с колесницы; ξίφον ἐς κουλεὸν ὦσαι Her. втолкнуть меч в ножны; ἐπὶ κεφαλὴν ὠ. τινα ἐκ τοῦ θρόνου Plat. сбросить кого-л. с трона головой вниз; ὠ. τινα ἐπὶ τράχηλον Luc. толкать кого-л. в шею; Νότος μέγα κῦμα ποτὶ ῥίον ὠθεῖ Hom. Нот нагоняет огромную волну на мыс; ὠ. τὴν θύραν Lys., Arph. (πύλας Eur.) распахнуть дверь (ворота); ἰθὺς τάφροιο ὦσαν Ἀχαιούς Hom. (троянцы) отбросили ахейцев ко рву; ὤσασθαι ἔσω Her. ворваться внутрь; τὴν ἵππον ὤσασθαι Her. отразить набег конницы; ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας Thuc. отбросив назад левый фланг (противника); ἐς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις Plut. вступать в рукопашный бой с противником; ὠ. ἑαυτὸν εἰς τὸ πῦρ Her. броситься в огонь; ὠ. τινα ἄθαπτον Soph. бросить (оставить) кого-л. без погребения; ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν Xen. бросаться вперед; ὠθεῖσθαι πρός τινα Arst. бросаться на кого-л.; πρὸς τὴν πληγὴν ὠθεῖσθαι Plat. лезть на рожон; ὠθουμένων (τῶν πολεμίων) Xen. в возникшей среди врагов давке;
2 вгонять, вонзать (ξίφος ἐς σφαγάς τινος Eur. или διά τινος Her.; τι πρός τι и τι ἔσω τινος Eur.);
3 вытаскивать, извлекать (δόρυ ἐκ μηροῦ τινι Hom.);
4 гнать, изгонять (τινα ἔξω δόμων Aesch., ἀπ᾽ οἴκων Soph. и ἔκ δόμων Eur.): ὠ. τινα φυγάδα Plat. присудить кого-л. к изгнанию; ὠ. ἀπὸ τῶν ἱερῶν τινα Aeschin. не допустить кого-л. к священным обрядам;
5 погонять, торопить (τὰ πρήγματα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠθέω: Ἀττ. παρατ. ἐώθουν Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, (ἐξ-) Θουκ. 7. 52, κτλ., καὶ ἐώθει ἔτι καὶ ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 305· ἀλλ’ Ἰων. καὶ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ὤθει Ἰλ. Φ. 241· Ἰων. ὤθεσκε Ὀδ. Λ. 596· καὶ ὤθει Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1395· - μέλλ. ὠθήσω ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 592, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 300, (ἐξ-) Σοφ. Αἴ. 1248· ἀλλὰ ὤσω Εὐρ. Μήδ. 379, Ἀνδρ. 344, καὶ ἀείποτε ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· ἀπώσω, Ὀδ. Ο. 280. Ἐπικ. ἀπαρ. ἀπωσέμεν Ἰλ. Ν 367 (πρβλ. δοκήσω καὶ δόξω ἐκ τοῦ δοκέω)· - Ἀττικ. ἀόρ. ἔωσα Πλάτ. Τίμ. 60C, κτλ., (ἐξ-) Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1296, 1330, κτλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ὦσα Ὅμ., Ἡρόδ., Ἐπικ. ὤσασκε Ὀδ. Λ. 599· ἀλλ’ ἔωσα ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Π. 410, πρβλ. Ὀδ. Ι. 81· μεταγενέστ. ὤθησα Αἰλ. περὶ Ζῴων 13. 17, κλπ.· πρκμ. ἔωκα (ἐξ-) Πλούτ. 2. 48C, πρβλ. Βροῦτ. 42. -Μέσ., μέλλ. ὤσομαι (ἀπ-) Σοφ. Ἠλ. 944, κτλ., (δι-) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196, κλπ.: -ἐωσάμην Θουκ. 4. 43· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ὠσάμην Ἰλ. Π. 592, Ἡρόδ. 9. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1085· - Παθ., μέλλ. ὠσθήσομαι Εὐρ. Μήδ. 335, (ἐξ-) Δημ. 720. 4 (οὐχὶ ὠθήσομαι, ὡς ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, ἴδε Pors. καὶ Elmsl. εἰς Εὐρ’ ἔνθ’ ἀνωτ.)· - Ἀττ. ἀόρ. ἐώσθην (ἐξ-) Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34, κλπ.· μεταγενέστ. ὤσθην Ἀρρ. Ἀν. Ἀλεξ. 4. 25· - Ἀττ. πρκμ. ἔωσμαι Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 1, 36, (ἀππερι-) Θουκ. 2. 39., 3. 57· Ἰων. μετοχ. ἀπωσμένος Ἡρόδ. 5. 69. Ὡς καὶ νῦν, ὠθῶ, σκουντῶ, σπρώχνω, ἀμπώχνω, ἀπομακρύνω, ἐναντίον τοῦ ἕλκω. Ι. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρωπίνης δυνάμεως, οἷον ἐπὶ τοῦ Σισύφου, σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἔνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον, ὤθει πρὸς τὸν λόφον.., Ὀδ. Λ. 506, πρβλ. 599· ἀπὸ οἷο τράπεζαν ὦσε ποδὶ πλήξας Χ. 20 (ἔγχος) ὑπέκ δίφροιο, ἀπώθησε μακρὰν ἀπὸ.., Ἰλ. Ε. 854· ξίφος ἄψ ἐς κουλεὸν ὦσε Α. 220· τοῖσι δ’ ἀπ’ ὀφθαλμῶν νέφος ἀχλύος ὦσεν Ἀθήνη Ο. 668· τὸν δ’ ὦσεν ὄπισθεν χειρὶ αὐτόθι 694, πρβλ. Ν. 193· ὦσαί τινα ἀφ’ ἵππων Ε. 19· ἀφ’ ἵππων χαμᾶζε αὐτόθι 835, κλπ.· οὕτως, ὦσαι ἑαυτὸν ἐς τὸ πῦρ Ἡρόδ. 7. 167· οὕτω καί, ὠθῶ τινα ἐπὶ κεφαλήν, τὸν σπρώχνω ὥστε νὰ πέσῃ κατακέφαλα, Πλάτ. Πολ. 553Β· (καὶ ἐν τῷ παθ. ὠθεῖσθαι ἐπὶ κ. Ἡρόδοτ. 7. 136)· ὠθ. τινα ἐπὶ τράχηλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1· κάτω ἢ κατὰ πετρῶν Εὐρ. Κύκλ. 448, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· εἰς λίθοτομίαν Δημ. 1252. 9· - συχνάκις ἐπὶ ὅπλων, ὠθῶ ξίφος διά τινος Ἡρόδ. 3. 78· ἐς σφαγάς τινος Εὐρ. Ὀρ. 291· σίδηρον διὰ μέσου αὐχένος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1458· φάσγανον δι’ ἥπατος ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 379· ξίφος πρὸς ἧπαρ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 983· δαλοῦ κώπην ἔσω βλεφάρων ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 485, πρβλ. 636, 62· (ἡ χρῆσις αὕτη δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ὅστις λέγει τοὐναντίον, ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε, δηλ. τὸ ἀπέσπασεν, Ἰλ. Ε, 594)· ὦσαι τὴν θύραν, ἀνοῖξαι αὐτὴν διὰ τῆς βίας, Ἀριστοφάν. Σφ. 152, Λυσίας 94. 7· πύλας Εὐρ. Ὀρ. 1562· - ἐνίοτε ἐπὶ ἄλλης δυνάμεως οὐχὶ ἀνθρωπίνης, οἷον ἐπὶ ποταμοῦ, ὦσε δὲ νεκροὺς Ἰλ. Φ. 235, πρβλ. 241· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, Νότος μέγα κῦμα.. ποτὶ ῥίον ὠθεῖ Ὀδ. Γ. 295· [ὁ ποταμὸς] ὠθεῖ κῦμα Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 3· ὠθ. κολόκυμα Ἀριστοφ. Ἱππ. 692· καὶ οὕτω (μεταφορ.), ἁ δ’ ἑτέρα τὰν ἑτέραν κύλιξ ὠθείτω Ἀλκαῖος 41. 2) ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀναγκάζω εἰς ὑποχώρησιν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Θ. 336., Ν. 193, κλπ.· ἄνδρας προτὶ ἄστυ Π. 45· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3) ἐκδιώκω, ἐξορίζω, ὠθ. ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1382· ὠθ. τινα ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας Αἰσχύλ. Πρ. 665· ἀπ’ οἴκων Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 241· ἐκ δόμων Εὐριπίδ. Ἀνδρ. 344· ὠθ. τινα ἔξω Σοφ. Ἀποσπ. 517. 7· τινὰ φυγάδα Πλάτ. Πολ. 560D· τινα ἀπὸ σπονδῶν, ἀπὸ τῶν ἱερῶν Εὐρ. Βάκχ. 46, Αἰσχίν. 39. 31· οὕτως, ὠθ. τινα ἄθαπτον Σοφ. Αἴ. 1307. 4) μεταφορ. ὠθ. τὰ πρήγματα, «βιάζω, ἐπισπεύδω αὐτά, Ἡρόδ. 3. 81· ὠθ. τινὰ ἐπὶ τὰς ἀπολαύσεις Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 3. 2. 5) ἀπολ., ὦσα παρέξ, «ἀπέωσα εἰς τὸ ἐκτός, παρεκτὸς τῆς χέρσου» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 488, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 356, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 31· - τὸ ὠθοῦν, τὸ ἐλατήριον, τὸ κινοῦν τινα εἴς τι, Πλάτ. Κρατ. 401D. ΙΙ. Μέσ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ., ἀπωθῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀπομακρύνω, μάλιστα ἐν μάχῃ, ἀποκρούω, συχν. ἐν Ἰλ., ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ’ Ἀργείους Ε. 691· τείχεος ἄψ ὤσασθαι Μ. 420· ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ Θ. 295., Π. 655· οὕτω παρ’ Ἡρόδ. καὶ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, ὤσασθαι τὴν ἵππον Ἡρόδ. 9. 25, πρβλ. 3. 72., 6, 37· ὤσασθαί τινα κατὰ βραχὺ Θουκ. 4. 96· ὠσαμένων τὸ εὐώνυμον κέρας ὁ αὐτ. 6. 70, κτλ.· ἅπαξ παρὰ τοῖς Τραγ., Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 326· - ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὸν ἡνίοχον, ὠσαμένη τὸν κακὸν ἡνίοχον Θέογ. 260. 2) ὡς τὸ παρώσασθαι, εἴ πως ὠσάμενοι ἕλοιεν τὸ τείχισμα τοὺς ἐναντίους Θουκ. 4. 11, 35, 96, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθητ., ὡς τὸ ὠθῶ ἐμαυτόν, ἐπὶ κεφαλὴν Ἡρόδ. (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· πρὸς βίαν Εὐρ. Ἑκ. 406· βίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 335 κλπ. 2) διὰ βίας ἀνοίγω ὁδὸν δι’ ἐμαυτόν, ὠθεῖσθαι εἰς τὸ πρόσθεν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31, πρβλ. Ἀνάβ. 5. 2, 18· ὠθεῖσθαι ὁμόσε πρὸς τὴν πληγὴν Πλάτ. Εὐθύδ. 294D· ὠθ. τινι εἰς χεῖρας Πλουτ. Θησ. 5· ὡς τὸ ὠστίζομαι, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 64· ὠθ. ὥσπερ ὕες Θεόκρ. 15. 73, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῷα Ἱστ. 6. 18, 17· - ἐξορμῶ, ἐκχύνομαι, ἐκρέω, ἱδρὼς Ἱππ. Ἀφ. 1261.
English (Autenrieth)
ὠθεῖ, ipf. ὤθει, iter. ὤθεσκε, aor. ὦσα, ἔωσε (Il. 16.410), iter. ὤσασκε, mid. aor. ὠσάμην: thrust, push, shove; mid., thrust oneself, i. e. ‘press forward,’ Il. 16.592; force, drive, from or for oneself, Il. 5.691, Il. 8.295; w. gen., τείχεος, ‘from’ the wall, Il. 12.420.
English (Slater)
ὠθέω shove ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα ὤθεον (v. ἀπωθέω) fr. 166. 4.
Greek Monotonic
ὠθέω: Αττ. παρατ. ἐώθουν, αλλά γʹ ενικ. επίσης ὤθει, Ιων. ὤθεσκε, μέλ. ὠθήσω και ὤσω, αόρ. αʹ ἔωσα, και Ιων. και Επικ. ὦσα, γʹ ενικ. ὤσασκε, παρακ. ἔωκα· Μέσ., αόρ. αʹ ἐωσάμην, Ιων. και Επικ. ὠσάμην· Παθ., μέλ. ὠσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐώσθην, παρακ. ἔωσμαι, Μέσ. μτχ. ὠσμένος.
I. 1. ωθώ, σπρώχνω, σκουντώ, απομακρύνω, λᾶαν ἄνω ὤθεσκε, συνέχιζε να το σπρώχνει προς τα πάνω, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπ' ὀφθαλμῶν νέφος ἀχλύος ὦσεν Ἀθήνη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε, απέσπασε το δόρυ από το μηρό, στο ίδ.· ὦσαί τινα ἀφ' ἵππων, στο ίδ.· ὦσαι ἑαυτὸν ἐς τὸ πῦρ, ρίχνω στη φωτιά, σε Ηρόδ.· επομένως, ὠθῶ τινα ἐπὶ κεφαλήν, σπρώχνω κάποιον ώστε να πέσει με το κεφάλι, σε Πλάτ.· κατὰ πετρῶν, σε Ευρ.· ὦσαι τὴν θύραν, σπρώχνω την πόρτα, την ανοίγω με βία, σε Αριστοφ.
2. σπρώχνω ή αναγκάζω προς υποχώρηση στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
3. εκδιώκω, εξορίζω, σε Τραγ.· ὦσαίτινα φυγάδα, σε Πλάτ.· ὠθῶ τινα ἄθαπτον, σε Σοφ.
4. μεταφ., ὠθῶ τὰ πρήγματα, «βιάζω» τα πράγματα, τα επισπεύδω, σε Ηρόδ.
5. απόλ., ὦσα παρέξ, εκδιώκω από τη χώρα, σε Ομήρ. Οδ.· ὤθει βιαίως, σε Ευρ.
II. Μέσ., συνήθως στον αόρ. αʹ, ωθώ ή διώχνω από το μέρος μου, σπρώχνω ή διώχνω μακριά, αποκρούω, ιδίως στη μάχη, τείχεος ἂψ ὤσασθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ, στο ίδ.· ὤσασθαι τὴν ἵππον, σε Ηρόδ.· ὠσαμένων τὸ κέρας, σε Θουκ.
III. 1. Παθ., σπρώχνω τον εαυτό μου, πέφτω βίαια, ἐπὶ κεφαλήν, σε Ηρόδ.· πρὸς βίαν, σε Ευρ.
2. ανοίγω δρόμο για τον εαυτό μου διά βίας, σε Ξεν., Πλάτ.· ωθούμαι, συνωστίζομαι, όπως το ὠστίζομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to thrust, push, shove, force onwards or away, λᾶαν ἄνω ὤθεσκε he kept pushing it upwards, Od.; ἀπ' ὀφθαλμῶν νέφος ὦσεν Ἀθήνη Il.; ἐκ μηροῦ δόρυ ὦσε he forced the spear from the thigh, Il.; ὦσαί τινα ἀφ' ἵππων Il.; ὦσαι ἑαυτὸν ἐς τὸ πῦρ to rush into the fire, Hdt.; so, ὠθ. τινὰ ἐπὶ κεφαλήν to throw him headlong down, Plat.; κατὰ πετρῶν Eur.; ὦσαι τὴν θύραν to force the door, Ar.
2. to push or force back in battle, Il.
3. to thrust out, banish, Trag.; ὦσαί τινα φυγάδα Plat.; ὠθ. τινα ἄθαπτον Soph.
4. metaph., ὠθ. τὰ πρήγματα to push matters on, hurry them, Hdt.
5. absol., ὦσα παρέξ pushed off from land, Od.; ὤθει βιαίως Eur.
II. Mid., mostly in aor1, to thrust or push from oneself, push or force back, repulse, especially in battle, τείχεος ἂψ ὤσασθαι Il.; ὤσασθαι προτὶ Ἴλιον, προτὶ ἄστυ Il.; ὤσασθαι τὴν ἵππον Hdt.; ὠσαμένων τὸ κέρας Thuc.
III. Pass. to be thrust on, to fall violently, ἐπὶ κεφαλήν Hdt.; πρὸς βίαν Eur.
2. to force one's way, Xen., Plat.: to crowd on, throng, like ὠστίζομαι, Xen.
Frisk Etymology German
ὠθέω: -έομαι
{ōthéō}
Forms: Aor. ὦσαι, -ασθαι, Ind. ἔωσα, -άμην (Hom., att.), ὦσα, -άμην (ep. ion.), ὤθησα (sp.), Pass. ἐώσθην (X.), ὤσθην (sp.), Fut. ὤσω, -ομαι (seit Il.), ὠθήσω (S., E., Ar.), Pass. ὠσθήσομαι (E., D.), Perf. Pass. ἔωσμαι (Th., X. u.a.), Ptz. ἀπωσμένος (Hdt.), Akt. ἔωκα (Plu.),
Grammar: v.
Meaning: ‘stoßen, drängen, treiben, weg-, fortstoßen, vertreiben, zurückwerfen’, Med. auch intr. vorwärts dringen.
Composita : meist m. Präfix, ἀπ-, ἐξ-, δι-, προ- u.a.,
Derivative: Ableitungen: 1. ὦσις (ἄπ-, ἔξ-, πρό- ~ u.a.) f. ‘das Stoßen, Weg-, Fortstoßen’ (Hp., Th., Arist. usw.), auch ὤθησις (ἀπ-, ἐξ-, δι- ~ u.a.) f. ib. (Hero, sp.). 2. ὠσμός (ἀπ-, δι-, προ- ~) m. ib. (LXX, Hero, sp. Mediz.); ώσμή f. Stoß (Pap. IIp); ἔξωσμα n. Verbannung (LXX). 3. ὤστης (σεισμός) Erdstoß (Arist.), ἐξώστης ἄνεμος Wind, der das Schiff aus dem Kurs bringt (ion.; Fraenkel Nom. ag. 1, 241), auch προ-, ἀπ- ~ (sp.); ἀπωστός verstoßbar, verstoßen, vertrieben (Hdt., S.); ὠστικός (ἀπ-, ἐξ-, προ- ~ ) stoßend, wegstoßend (Arist., Epikur., Gal. u.a.). 4. διωστήρ m. (LXX, Paul. Aeg.), διώστρα f. (Ph. Bel., Hero Bel.), ἐξώστρα (Plb. u.a.), -ωστρα n. pl. (Delos IIIa) Bez. verschiedener Instrumente und Maschinen. — Dazu sekundäre Präsentia: 1. ὠθίζομαι sich stoßen, sich drängen, sich zanken, -ίζω stoßen, auch m. δι-, εἰσ-, ἐπ- (Hdt., sp. Prosa), mit (δι-, συν-)ὠθισμός m. das Stoßen, Gedränge, Zank (Hdt., Th., X., Plb. u.a.). 2. ὠστίζομαι ‘aneinanderstoßen, sich mit jmdm. herumtreiben’ (Ar.; zur Bildung auf -τίζω Schwyzer 706) mit ώστισμός m. = ὠθισμός (Moeris).
Etymology : Das iterativintensive Präsens ὠθέω (vgl. πωλέομαι : πέλομαι und Schwyzer 720), an das sich die übrigen Formen anschließen, steht im Griech. nicht ganz isoliert. Als Zeugnisse eines alten primären Verbs sind mit wechselndem Grad von Wahrscheinlichkeit das Präsens ἔθει, das Ptz. ἔθων, ἔθοντες und die Nomina ἔθρις, ἔθειρα zu betrachten. Außerhalb des Griech. bietet sich zum direkten Vergleich ein altiran. Optativ, aw. vādāyōit̃ er möge zurückstoßen. Formen des primären Verbs sind im Altind. vorhanden, z.B. Aor. ávadhīt er erschlug, Präs. Opt. vadhet (wäre gr. *ἔθοι). Weitere Formen m. Lit. s. ἔθων, ἔθρις, ἔθειρα, auch Pok. 1115.
Page 2,1144
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=σπρώχνω, διώχνω). Θέμα ϝωθ + πρόσφυμα ε + j + ω = ϝωθ-ε-jω → ὠθέω -ῶ. Παρατ. ἐ-ϝώθε-ον = ἐώ-θουν, ἀόρ. ἔ-ϝωθ-σα = ἔωσα, παθ. πα-ρακ. ϝέ-ϝωθ-μαι → ἔωσμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὤθησις, ὤθημα, ὠθισμός (=σπρώξιμο), τά σύνθ. (ἀπώθησις, ἐξώθησις, παρώθησις, προώθησις, συνώθησις), ὦσις, ἄντωσις (=ἡ ἐναντίον κάποιου ἤ πρός τά πίσω ὤθηση), ἄπωσις, δίωσις (=ἡ ὤθηση μακριά), σύνωσις (τό νεοελλ. ἄνωσις), ὠσμός, ἀπωσμός, ὠστέον, ὠστέος, ἀπωστέος, ὠστίζομαι (=σκουντιέμαι), (νεοελλ. συνωστίζομαι, συνωστισμός), ὠστικός, ὠστισμός, ὤστης, ἀπώστης, ἐξώστης (=ὁρμητικός ἄνεμος, μπαλκόνι), ὠστός, ἀπωστός, διώστρα (=μηχάνημα μέ τό ὁποῖο ἀπωθεῖται κάτι), ἐξώστρα (=μηχανή τῆς σκηνῆς τοῦ θεάτρου, τό ἐκκύλημα).