ὡραῖος

English (LSJ)

ὡραία, ὡραῖον,
A produced at the right season (ὥρα), seasonable, timely: especially of the fruits of the earth, βίος or βίοτος ὡραῖος store of fruits gathered in due season, Hes.Op.32,307; ὡραῖοι καρποί the fruits of the season, καρποὺς.. κατατίθεσθαι ὡραίους to store them up in season, Hdt.1.202: freq. in neut., ὡραῖα, τά, Th.1.120, 3.58, X.An.5.3.9, Pl.Lg.845e; ἑραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Hp.Aph.3.8; ὡραῖα.. ἀποτελεῖν ἱερά to render fruits of the season as sacred offerings, Pl.Criti. 116c, cf. Orac. ap. D.21.52; τρωκτὰ ὡραῖα X.An.5.3.12; ἄνθεα AP9.564 (Nicias); σῦκα Aret.CD1.3; also of animals, ὡ. ἄρνες yearling, AP6.157 (Theodorid.); of tunnies at a year old (from six months to one year they were called πηλαμύδες), πηλαμὺς.. ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ S.Fr.503; ὡ. θύννοι Ps.-Hes. ap. Ath.3.116b, cf. Hices.ib.116e, Archestr.Fr.38.9, Plaut.Capt.851; τάριχος ὡραῖος fish salted or pickled in the season, Alex.186.5; ἰχθύες ἐς τάγηνον ὡ. Babr.6.4; σαργάναι ὡραῖαι pickling-tubs, Poll.7.27: hence generally, agricultural produce, εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ἐκ τῶν ὡ. τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG22.2492.8 (iv B. C.).
2 τὰ ὡραῖα = τὰ καταμήνια, esp. at their first appearance, Hp.Superf.34.
3 Subst. ἡ ὡραία (in full, ὥρηὡραίη Aret. SD1.4, Phryn.PSp.128 B., etc.), harvest time, esp. the twenty days before and twenty days after the rising of the dog-star, μίμνει ἐς ὡραίην till harvest time, A.R.3.1390.
b the campaigning-season, during which the troops kept the field, D.9.48, 56.30, Plb.3.16.7.
c τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.4.28.
II happening or done in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον, Hes.Op.617.642; πλόος ib.630; χειμῶνες Thphr. HP 4.14.1; ὕδατα Id.CP2.2.1; σκαπάνη ib.3.16.1; τομὴ [καλάμου] Id.HP4.11.4; ὅτε ὡραῖον εἴη = when the weather permitted, App.Pun.120.
2 metaph., (ὥρα (C) B) seasonable, due, proper, ὡραίων τυχεῖν, = νομίμων τυχεῖν (cf. ὥριος (A). 111.2), E.Supp.175: ἐν ὡραί[ᾳ ἐκκλησίᾳ] dub. in SIG668.4 (Delphi, ii B. C.); ἐνιαύτια ὡ. ib. 1025.37 (Cos, iv/iii B. C.), cf. Hsch.
III of persons, seasonable or ripe for a thing, c.gen., ἀνδρὸς ὡραίη Hdt.1.107, cf. Lys.Fr.4; γάμων or γάμου ὡραῖαι, Hdt.1.196, 6.122, cf. X.Cyr.4.6.9; ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων E.Hel.12 (ὡραίων codd.); ὅστις οὐκέθ' ὡραῖος γαμεῖ Id.Fr.804; ὡραῖος γάμος = seasonable marriage, A.Fr.55; also of old persons, ripe for death or ready for death, πατήρ γε μὴν ὡ. E.Alc.516; αὐτὸς δ', ἐν ὠ. γὰρ ἕσταμεν βίῳ, θνῄσκειν ἕτοιμος Id.Ph.968; θάνατος ὡραῖος X.Ages.10.3; σορός Ar.V.1365; ὡραῖος ἀποτέθνηκεν Plu.2.178e; so ὕλη ὡ. τέμνεσθαι Thphr. HP 5.1.1.
2 in reference to age, in the prime of life, youthful, Hes.Op.695: hence in the bloom of youth, opp. ἄωρος, X.Smp.8.21, Pl.R. 574c; ὡ. ἐὼν καὶ καλός Pi.O.9.94; παιδίσκη ὡραιοτάτη Ar.Ach.1148 (anap.), cf. Ra.291,514; παῖς ὡραῖος Id.Av.138: but not necessarily implying beauty, τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή Pl.R. 601b; ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist.Rh. 1406b37; cf. ὥρα (C) B. 11.
3 generally, of things, beautiful, graceful, LXX Ge.3.6, 2 Ch.36.19, Ev.Matt.23.27; ἡ ὡραία πύλη τοῦ ἱεροῦ Act.Ap.3.10, cf. 3.2.
IV irreg. Sup. ὡραιέστατος = most beautiful, most graceful, most youthful, most seasonable, most timely Epich.186d.
V Adv. ὡραίως = at the right season, in due season, beautifully, gracefully Hp.Aph.3.8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est de la saison ; τὰ ὡραῖα THC les fruits de la saison;
2 qui se fait à une époque ou dans une saison déterminée ; ἡ ὡραία, la saison où se fait d'ordinaire telle ou telle chose, particul. la saison de la moisson ou de la récolte ; la saison des pluies : τὴν ὡραίαν οὐκ ὕει HDT il ne pleut pas à l'époque ordinaire des pluies ; qui est de saison, qui arrive à point, mûr, opportun : ὡραῖος ἐτελεύτησε PLUT ou ; ἀποτέθνηκε PLUT il mourut en âge de mourir ; particul. mûr pour le mariage : ὡραία γάμου ou γάμων HDT, XÉN mûre pour le mariage, nubile ; avec un gén. de pers. : ὡραία ἀνδρός HDT jeune fille mûre pour un mari;
3 qui est dans la fleur de l'âge ; beau, gracieux, charmant;
Sp. ὡραιότατος.
Étymologie: ὥρα.

German (Pape)

[Seite 1413] 1) was eine bestimmte Zeit, bes. die Jahreszeit mit sich bringt u. reift, bes. von den reisen Sommerfrüchten; βίος, βίοτος ὡραῖος, Lebensunterhalt von reifer Feldfrucht, Hes. O. 32. 309; καρποὶ ὡραῖοι Her. 1, 202; gew. τὰ ὡραῖα u. τρωκτὰ ὡραῖα, alle Früchte, die die Jahreszeit reist, mit sich bringt, annona, Thuc. 3, 58 Xen. An. 5, 3,12; Plat. οἷον πυρῶν καὶ κριθῶν, οἷσι δὴ καὶ τὰ ἅπαντα ἀκολουθείτω τὰ ἄλλα ὡραῖα νεμόμενα, Legg. VIII, 847 e. – Dah. ἡ ὡραία, sc. ὥρα, die Jahreszeit, in welcher die Feldfrüchte reif werden, die Zeit der Ernte, bes. die zwanzig Tage vor und nach Aufgang des Hundssterns, u. allgemeiner, die gute Jahreszeit, die vier od. fünf Monate (τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτὴν στρατεύεσθαι Dem. 9, 48) vom Frühjahr bis zum Herbst, in welchen auch der Krieg geführt zu werden pflegte, vgl. Schäf. zu Bos. ell. p. 577; περιμένειν τὴν ὡραίαν Dem. 56, 30, die gute Jahreszeit abwarten; ὑπὸ τὴν ὡραίαν, gegen den Frühling, Pol. 3, 16, 7. – 2) zur rechten, günstigen Zeit geschehend, der Jahreszeit entsprechend, durch die Jahreszeit u. die Witterung begünstigt; ἄροτος, ἔργον, Hes. O. 618. 644; πλόος, günstige Schifffahrt, 632. 667; ὡραῖόν ἐστι, die Witterung ist günstig; dah. auch ταριχος ὡραῖον, zur rechten Jahreszeit eingesalzener Fisch, Alexis bei Ath. III, 117 d; vgl. Soph. frg. 446; ὡραῖα τεμάχη Poll. 7, 27. – Absol. τὴν ὡραίην, zur rechten, gewöhnlichen Zeit, wie τὴν ὥραν, Her. 4, 28; – ὡραίων τυχεῖν, gebührender Ehre theilhaftig werden, wie νομίμων, Eur. Suppl. 187; vgl. Plat. ἔνθα ὡραῖα ἀπετέλουν ἱερὰ ἐκείνων ἑκάστῳ, Critia. 116 c. – 3) vom Lebensalter des Menschen, in der schönsten Blüte der Jahre, in voller, reifer Kraft, Hes. O. 697; in der Jugendblüthe stehend, jugendlich schön, Pind. Ol. 9, 101; Reiz, Anmuth, ἄνευ κάλλους ὡραῖοι Arist. rhet. 3, 4, womit Plat. Rep. X, 601 b zu vgl.: τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μή; ἐν ὡραίῳ ἵσταμαι βίῳ Eur. Phoen. 975; Ar. Av. 138; ὡραιοτάτη Ach. 1113 Ran. 291; παρθένος γάμου ὡραία Her. 1, 196; Xen. Cvr. 4, 6,9.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὡραῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α
(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ωραίο
α) η έννοια της ωραιότητας
β) αισθητική κατηγορία αναφερόμενη σε φαινόμενα της υψηλότερης αισθητικής αξίας, η θεμελιώδης ιδιότητα τών έργων της τέχνης να προκαλούν αισθητική ηδονή
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ.ὡραία
η περίοδος του χρόνου κατά την οποία επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες και, κυρίως, οι τέσσερεις ή πέντε μήνες, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, κατά τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες και οι πόλεμοι
αρχ.
1. α) αυτός που γίνεται ή παράγεται στην κατάλληλη εποχή
β) (ιδίως για καρπό) ώριμος
2. (για ζώα) ο ενός έτους, χρονιάρικος
3. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται τον κατάλληλο ή αρμόζοντα χρόνο, επίκαιρος, πρόσφορος («ἀρότου μεμνημένος εἶναι ὡραίου», Ησίοδ.)
4. (για ψάρια) αυτός που παστώθηκε την κατάλληλη εποχή του έτους
5. (για πρόσ.) α) ώριμος για κάτιἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραία γάμων», Ευρ.)
β) εσχατόγηρος
6. αυτός που αρμόζει σε κάποιον (α. «βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος», Ξεν.
β. «ἔνθα... ὡραῖα ἐπετέλουν ἱερὰ πρεπούσης ἑκάστῳ», Πλάτ.)
7. (για πρόσ.) α) αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ζωής του, αυτός που διανύει την ακμή της νιότης του και της ομορφιάς του («ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις», Πίνδ.)
β) γνήσιος, ειλικρινής
8. το θηλ. ως ουσ. α) η εποχή κατά την οποία ωριμάζουν οι καρποί και, κυρίως, το σιτάρι
β) η εποχή του θερισμού και, ιδίως, το διάστημα τών είκοσι ημερών πριν από την ανατολή του Σειρίου και τών είκοσι ημερών μετά από αυτήν
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὡραῖα
α) οι καρποί που ωριμάζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή του έτους
β) (κυρίως) οι καρποί αυτοί ως προσφορές στους θεούς
γ) τα καταμήνια, ιδίως κατά την πρώτη τους εμφάνιση
δ) εορτή στην Αθήνα προς τιμήν τών Ωρών
10. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) τὴν ὡραίαν
τη συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία γίνεται ή συμβαίνει κάτι («ἐν τῷ χειμῶνι τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει», Ηρόδ.)
11. φρ. «ὡραῖόν ἐστι» — οι κλιματικές συνθήκες είναι ευνοϊκές, πρόσφορες (Πλούτ.).
επίρρ...
ωραία / ὡραίως, ΝΑ
με ωραίο τρόπο
νεοελλ.
1. πολύ καλά, περίφημα («τά πάμε ωραία»)
2. εύστοχα («του απάντησες ωραία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος). Για τη σημ. του επιθ. βλ. λ. ώρα].

Russian (Dvoretsky)

ὡραῖος:
1 нынешнего урожая, т. е. поспевший, созревший (καρποί Her.): ὡ. βίος (ср. 6) или βίοτος Hes. сбор последнего урожая, запасы текущего года; τρωκτὰ ὡραῖα Xen. плоды, которые по их созревании идут в пищу; ὡραῖα ἄνθεα Anth. распустившиеся цветы или цветы, распустившиеся к данному времени;
2 взрослый, возмужалый Hes.: γάμων (γάμου или ἀνδρὸς) ὡραίη Her. (девушка), достигшая брачного возраста; ὡραῖοι ἄρνες Anth. взрослые ягнята;
3 совершаемый в надлежащее время, своевременный (ἄροτος, πλόος, ἔργον Hes.);
4 пригодный, подходящий: οὐκ ἔτι πρὸς πολιτείαν ὡ. Plut. уже неспособный к государственной деятельности;
5 находящийся в расцвете сил, цветущий, свежий, тж. миловидный, хорошенький (γυνή Arph.; ὡ., καλὸς δὲ μή Plat.; ἔξωθεν φαίνονται ὡραῖοι NT);
6 достигший преклонного возраста, престарелый (πατήρ Eur.): ἐν ὡραίῳ ἑστάναι βίῳ (ср. 1) Eur. находиться в преклонных годах; θάνατος ὡ. Xen. смерть в преклонном возрасте; ὡ. ἐτελεύτησε или ἀποτέθνηκε Plut. он умер в глубокой старости;
7 установленный, надлежащий, регулярный (ἱερά Plat.): ὡραίων τυχεῖν Eur. получать установленные почести - см. тж. ὡραία и ὡραῖα.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραῖος: α, ον· θηλ. ὡράα Σαπφὼ 112 Ahr.· - ὁ παραγόμενος ἢ γινόμενος κατὰ τὴν προσήκουσαν ὥραν, (ὥρα). ἔγκαιρος, ὥριμος· - μάλιστα ἐπὶ ὡρίμων καρπῶν, ὡς τὸ Λατ. hornus (ὅ ἐστι horinus), βίοςβίοτος ὥρ., αἱ πρὸς τὸ ζἦν συντείνουσαι τροφαὶ αἱ συγκομισθεῖσαι κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32, 305· ὡρ. καρποί, οἱ καρποὶ τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ Λατ. fructus hornotini ἢ horni, καρποὺς ... κατατίθεσθαι ὡραίους, ἀποθηκεύειν συγκομίζειν κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν, Ἡρόδ. 1. 202· οὕτω (συνηθέστερον) ὡραῖα, τά, Θουκ. 1. 120., 3. 58, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 9, Πλάτ. Νόμ. 845Ε· ὡραίως τὰ ὡραῖα ἀποδιδόναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· ὡραῖα ... ἀποτελεῖν ἱερά, προσφέρειν καρποὺς τῆς ὥρας ὡς ἀπαρχάς, Πλάτ. Κριτί. 116C· - οὕτω τρωκτὰ ὡρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· ἄνθεα Ἀνθ. Παλατ. 9. 564· σῦκα Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ὡρ. ἄρνες. ἐνιαύσιοι, Ἀνθ. Παλατ. 6. 157· ἐπὶ ἰχθύος τῆς ὥρας τοῦ ἔτους, πηλαμὺς ... ὡραία θέρους Σοφ. Ἀποσπ. 446· ὡρ. θύννοι παρ’ Ἀθην. 116Β· τάριχος ὥρ., ἰχθὺς ταριχευθεὶς ἢ άλατισθεὶς κατὰ τὴν προσήκουσαν ὥραν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 5· ἰχθύες ἐς τάγηνον ὥρ. Βαβρ. 6. 4· σαργάναι ὡραῖαι καὶ σαπραὶ Πολυδ. Ζ΄, 27· ἴδε ὡραιοπώλης. 2) τὰ ὡραῖα = τὰ καταμήνια μάλιστα κατὰ τὴν πρώτην αὐτῶν ἐμφάνισιν, Ἱππ. 266, 30. 3) ἡ ὡραία (πλῆρες ὥρη ἢ ὡραίη Ἀρετ. περὶ σημ. Χρον. Παθ. 1, 4· εἰ καὶ συνήθως εἶναι οὐσιαστ., ὡς τὰ Ἀθήναια, ἀναγκαίη, ἀντὶ Ἀθηνᾶ, ἀνάγκη, πρβλ. Α. Β. 73, κτλ.), ὡς τὸ ὥρα ἔτους, ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ὡριμάζει ὁ σῖτος ἢ οἱ καρποὶ, μάλιστα δὲ εἴκοσιν ἡμέρας πρὸ τῆς ἐπιτολῆς τοῦ κυνάστρου καὶ εἴκοσι μετ’ αὐτὴν, μίμνει ἐς ὡραίην, μέχρι τοῦ θερισμοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1390· - ἀκολούθως, ἡ καλὴ ὥρα τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἔαρ καὶ θέρος, μάλιστα δὲ οἱ τέσσαρεςπέντε μῆνες καθ’ οὓς ἐγίνοντο αἱ ἐκστρατεῖαι καὶ διεξήγοντο πόλεμοι, Δημ. 123. 16., 1292. 5, Πολύβ. 3. 16, 7· -ὡσαύτως, τὴν μὲν ὡραίην οὐ ὕει, δὲν βρέχει κατὰ τὴν ἐποχὴν (τῆς βροχῆς) Ἡρόδ. 4. 28. ΙΙ. ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, ἔγκαιρος, ἁρμόζων εἰς τὴν ὥραν, πρόσφορος, ἄροτρος, ἔργον Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 615, 640· πλόος αὐτόθι 628· χειμῶνες Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 1· ὕδατα ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 2, 1· σκαπάνη αὐτόθι 3. 16, 1· τομὴ καλάμου ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4· ὡραῑόν ἐστι, καλὸς καιρὸς, Πλουτ. Λυκοῦργ. 29, Ἀππ. Καρχηδ. 120. 2) μεταφορ. (ὥρα Β) ἁρμόδιος, κατάλληλος, προσήκων, ὡραίων τυχεῖν = νομίμων τυχεῖν, Εὐρ. Ἱκ. 175· οὕτως, ὡραῖα ἱερὰ Πλάτ. Κριτί. 116C, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5. 3) ἐν Ἀθήναις, Ὡραῖα, τὰ, ἑορτὴ εἰς τιμὴν τῶν Ὡρῶν, Ἀθήν. 656Α, Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὥριμος διά τι πρᾶγμα, μεταγεν., ἀνδρὸς ὡραίη, (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. jam matura viro, τοῦ Ὀρατίου tempe-tiva viro), Ἡρόδ. 1. 107, πρβλ. Λυσί. Ἀποσπ. 3· γάμων ἢ γάμου ὡραίη Ἡρόδ. 1. 196., 6. 122· πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 6, 9· ἐς ἥβην ὡρ. γάμων Εὐρ. Ἑλ. 12· ὅστις οὐκέθ’ ὡραῖος γαμεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 801· ὡραῖοι γάμοι, γινόμενοι κατὰ τὴν προσήκουσαν ἡλικίαν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, Εὐρ. Ἑλ. 12· - ὡσαύτως ἐπὶ γερόντων, ὥριμος πρός θάνατον, πατήρ γε μὴν ὡρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 519· αὐτὸς δ’, ἐν ὡραίῳ γὰρ ἕσταμεν βίου, θανεῖν ἕτοιμος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 968· θάνατος ὡρ. Ξεν. Ἀγησ. 10. 3· σορὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1365· ὡραῖος ἀποθνήσκει Πλούτ. 2. 178D· οὕτως, ὕλη ὡρ. τέμνεσθαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1. 2) ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἡλικίαν, ὁ ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας του εὑρισκόμενος, νεανικός, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 693· ἐντεῦθεν καὶ ὁ ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς νεότητος διατελῶν, ἀκμαῖος, ὡραῖος, ἀντίθετον τῷ ἄωρος, Ξεν. Συμπ. 8. 21, Πλάτ. Πολ. 574C· ὡρ. ἐὼν καὶ καλὸς Πινδ. Ο. 9. 141· παιδίσκη ὡραιοτάτη Ἀριστοφ. Ἀχ. 1148, πρβλ. Βατρ. 291. 514· παῖς ὡραῖος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 138· ― δὲν περιελάμβανεν ὅμωςλέξις κατ’ ἀνάγκην τὴν ἔννοιαν τῆς καλλονῆς, διότι ὁ Πλάτ. λέγει, τοῖς τῶν ὡραίων προσώποις, καλῶν δὲ μὴ Πολ. 601Β, καὶ ὁ Ἀριστ., ἄνευ κάλλους ὡραῖοι, Ρητ. 3. 4, 3· πρβλ. ὥρα Β. ΙΙ. ἐντεῦθεν, 3) καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων, ὡραῖος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἡ ὡρ. πύλη τοῦ ἱεροῦ Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 10· οὕτως, ἐπὶ τῆς κυρίας πύλης τῶν Βυζαντιακῶν Ἐκκλησιῶν, ἴδε Δουκάγγ. ΙV. ἀνώμαλός τις τύπος τοῦ ὑπερθ. ὡραιέστατος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἐπιχάρμου ὑπὸ Εὐστ. 1441. 5. V. Ἐπίρρ. ὡραίως Ἱππ. Ἀφορ. 1247. ― Πρβλ. ὥριος.

English (Slater)

ὡραῖος in the bloom of youth ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς (O. 9.94)

English (Strong)

from ὥρα; belonging to the right hour or season (timely), i.e. (by implication) flourishing (beauteous (figuratively)): beautiful.

English (Thayer)

ὡραία, ὡραῖον (from ὥρα, 'the bloom and vigor of life,' 'beauty' in the Greek writings, who sometimes join the word in this sense with χάρις (which suggests grace of movement) or κάλλος (which denotes, rather, symmetry of form)), from Hesiod down, ripe, mature (of fruits, of human age, etc.); hence, blooming, beautiful (of the human body, Xenophon, Plato, others; with τῇ ὄψει added, πόδες, τάφοι κεκονιάμενοι, σκεῦος, Trench, Synonyms, § cvi.)

Greek Monotonic

ὡραῖος: -α, -ον,
I. 1. αυτός που παράγεται στη σωστή εποχή (ὥρα), εποχιακός, έγκαιρος, ώριμος· λέγεται ιδίως για τα φρούτα, όπως το Λατ. hornus (από το horaβίος ή βίοτος ὡραῖος, μεγάλη ποσότητα από φρούτα (γενικά από τροφές) που μαζεύτηκαν την κατάλληλη εποχή, σε Ησίοδ.· ὡραῖοι καρποί, τα φρούτα, γενικά οι καρποί της εποχής, σε Ηρόδ.· με αυτή τη σημασία, ὡραῖα, τά, σε Θουκ., Ξεν.· επίσης, λέγεται για τα ζώα, ὡραῖοι ἄρνες, τα αρνιά του έτους, σε Ανθ.
2.ὡραία, όπως ὥρα I. (βλ. αυτ.)·
3. καλοκαίρι, ιδίως οι τέσσερις-πέντε μήνες κατά τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες, σε Δημ.· αλλά επίσης, τὴν μὲν ὡραίην οὐχ ὕει, δεν βρέχει κατά την εποχή (ενν. της βροχής), σε Ηρόδ.
II. 1. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται στην προσήκουσα εποχή, στον κατάλληλο καιρό, εποχιακός, έγκαιρος· ἄροτος, ἔργον, σε Ησίοδ.· ὡραῖόν ἐστι, ο καιρός είναι καλός, σε Πλούτ.
2. μεταφ., εποχιακός, έγκαιρος, κατάλληλος, αρμόδιος, ὡραῖα ἱερά, σε Πλάτ.
III. 1. λέγεται για ανθρώπους, κατάλληλος ή ώριμος για κάποιο πράγμα· με γεν., γάμων ή γάμου ὡραίη, σε Ηρόδ.· ἐς ἥβην ὡραίαν γάμων, σε Ευρ.· λέγεται για ηλικιωμένος ανθρώπους, ώριμος για θάνατο· πατήρ γε μὴν ὡραῖος, στον ίδ.· ὡραίῳ ἕσταμεν βίου, θανεῖν ἕτοιμος, στον ίδ.
2. αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, νεανικός, σε Ησίοδ., Ξεν.
3. γενικά, λέγεται για πράγματα, όμορφος, χαριτωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὡραῖος, η, ον
I. produced at the right season (ὥρἀ, seasonable, timely: especially of fruits, like Lat. hornus (from hora), βίος or βίοτος ὡρ. store of fruits gathered in due season, Hes.; ὡρ. καρποί the fruits of the season, Hdt.; so ὡραῖα, ων, τά, Thuc., Xen.:—also of animals, ὡρ. ἄρνες yearling lambs, Anth.
2.ὡραία, like ὥρα 1. 2, the summer season, esp. the months during which the troops kept the field, Dem.; —but also, τὴν μὲν ὡραίην οὐχ ὕει it does not rain in the season (sc. of rain), Hdt.
II. happening or done in season, in due season, seasonable, ἄροτος, ἔργον Hes.; ὡραῖόν ἐστι the weather is fair, Plut.
2. metaph. seasonable, due, proper, ὡραῖα ἱερά Plat.
III. of persons, seasonable or ripe for a thing, c. gen., γάμων or γάμου ὡραίη Hdt.; ἐς ἥβην ὡρ. γάμων Eur.: —of old persons, ripe for death, πατήρ γε μὴν ὡραῖος Eur.; ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur.
2. in the bloom of youth, blooming, Hes., Xen.:—generally, beautiful, NTest.

Chinese

原文音譯:æra‹oj 何來哦士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:時候
字義溯源:合時宜的,季節,佳美,好看,美;源自(ὥρα)*=時辰)
出現次數:總共(4);太(1);徒(2);羅(1)
譯字彙編
1) 美(3) 徒3:2; 徒3:10; 羅10:15;
2) 好看(1) 太23:27

English (Woodhouse)

blooming, mature, ripe, vigorous, in one's prime, in the flower of youth, in the prime of life, of marriageable age, ripe for marriage

Mantoulidis Etymological

(=ὥριμος, γεμάτος χάρη). Ἀπό τό ὥρα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

beautiful

Afrikaans: mooi; Albanian: i bukur; Amharic: ቆንጆ; Arabic: جَمِيل‎; Egyptian Arabic: جميل‎; Moroccan Arabic: غزال‎, جميل‎, زوين‎; Aramaic: שפירא‎; Armenian: գեղեցիկ, սիրուն; Assamese: ধুনীয়া, ভাল লগা, সুন্দৰ; Asturian: guapu, guapa, formosu, formosa; Avar: берцинаб; Azerbaijani: gözəl, qəşəng, yaraşıqlı; Bashkir: матур; Belait: jie batien; Belarusian: выдатны, прыгожы, харошы, красі́вы, урадлі́вы, файны; Bengali: সুন্দর, খুবসুরত, হাসিন; Bikol Central: magayon; Breton: brav, kaer; Brunei Bisaya: bagak; Brunei Malay: bisai; Bulgarian: красив, прекрасен; Burmese: လှသော, လှပ; Buryat: һайхан; Catalan: bell, bella, formós, formósa, bonic, bonica; Cebuano: matahom, maanyag; Central Dusun: olumis; Chamicuro: pya'c̈homa, pewa puti'na; Chechen: хаза; Chinese Cantonese: 靚, 靓, 好睇, 漂亮, 美麗, 美丽; Dungan: җүн, җүн-ён, җиҗүн, җүнмый; Mandarin: 漂亮, 美, 好看, 美麗, 美丽; Min Dong: 俊, 漂亮; Min Nan: 媠, 美麗, 美丽, 好看, 媠噹噹, 媠当当; Teochew: 雅; Wu: 漂亮, 好看; Coastal Kadazan: olumis; Coptic: ⲛⲉⲥⲉ; Cornish: teg; Czech: krásný, pěkný, sličný; Dalmatian: bial; Danish: smuk; Dutch: mooi, schoon; Esperanto: bela; Estonian: kaunis, ilus; Faroese: vakur, penur, fagur; Fijian: totoka; Finnish: kaunis; French: beau, belle; Friulian: biel, biele; Georgian: მშვენიერი, ლამაზი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი, კოხტა, მოხდენილი, პირმშვენიერი; German: schön; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌿𐌽𐍃; Greek: ωραίος, όμορφος; Ancient Greek: ἀξιόμορφος, εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, εὐπρόσωπος, εὐφυής, εὐωπός, ἰδήρατος, καλλίμορφος, καλοειδής, καλός, περικαλλής, ὡραῖος; Gujarati: સુંદર; Hebrew: יָפֶה‎, יָפָה‎; Hindi: ख़ूबसूरत, सुन्दर; Hungarian: szép, gyönyörű; Hunsrik: scheen; Icelandic: fallegur, fagur; Ido: bela; Indonesian: indah, cantik, ayu, molek, cakep; Interlingua: belle; Irish: álainn, spéiriúil, dathúil, galánta; Istriot: biel, biela; Italian: bello, bella, affascinante, incantevole, meraviglioso; Japanese: 美しい, 綺麗, 素敵; Jingpho: tsawm; Kabuverdianu: bunitu, benite; Kannada: ಸುಂದರ; Kazakh: әдемі, әсем; Khanty: хурамӑӈ; Khmer: ស្អាត, ល្អ; Korean: 아름답다; Kunigami: 清ーらせん; Kurdish Central Kurdish: جوان‎, ئێسک سووک‎; Northern Kurdish: xweşik, spehî; Kyrgyz: сулуу, көркөм, кооз, сонун, чырайлуу, чырай жүздүү, сулуу, укмуштай, укмуштай, ажайып, көйүткөн; Laboya: jorro; Ladino: ermozo, ermoza; Lao: ງາມ, ງ້ອມ, ຈຸບຸ, ຊະແລບ; Latin: pulcher, formosus, bellus; Latvian: skaists, daiļš, glīts; Limburgish: sjoen; Lithuanian: gražus; Lombard: bel, bèll; Low German: schöön, scheun; Lü: ᦇᦱᧄ; Macedonian: убав, прекрасен; Malay: cantik, indah, molek; Malayalam: സുന്ദരം; Manchu: ᠰᠠᡳᡴᠠᠨ, ᡥᠣᠴᡳᡴᠣᠨ; Manx: aalin, bwaagh, bwoyagh; Maori: waiwaiā, pīwari, hūmārie, hūmārire, purotu, rerehua, tau, ātanga, ātaahua; Marathi: सुंदर; Mazanderani: قشنگ‎, خجیر‎; Middle English: beautevous, wynsom; Mongolian: сайхан, гуа, үзэсгэлэнтэй; Mòcheno: schea'; Navajo: nizhóní, nizhóní yeeʼ; Norman: bieau, belle; Northern Occitan: bèl, bèla, bèu; Okinawan: 清らさん, 美らさん; Old Church Slavonic Cyrillic: ⰾⱑⱂⱏ; Glagolitic: лѣпъ, красьнъ; Old East Slavic: лѣпъ, красьнъ; Old English: fæġer; Old Javanese: bĕcik; Old Norse: fagr; Old Occitan: bel; Oriya: ସୁନ୍ଦର; Pashto: ښکلی‎; Persian: زیبا‎, قشنگ‎; Plautdietsch: schmock, scheen; Polish: piękny, fajny; Portuguese: belo, bela, bonito, bonita, lindo, linda; Punjabi: ਸੁਹਣਾ; Quechua: sumaq, şumag, k'acha; Romagnol: bël; Romani: śukar; Romanian: frumos, frumoasă; Romansch: bel, bella, bi, biala; Russian: красивый, прекрасный, пригожий, лепый; Sanskrit: सुन्दर, सुरूप, मञ्जु; Sardinian: bedhu, bedha, bellu, bella; Scottish Gaelic: àlainn, bòidheach, brèagha, fèilleil, grinn, maiseach, rìomhach, sgèimheach; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑п, лије̑п, лип; Roman: lȇp, lijȇp, lip; Shan: ႁၢင်ႈလီ; Sicilian: beddu, bedda; Sidamo: xuʼma; Sinhalese: ලස්සන, සුන්දර; Slovak: krásny, pekný; Slovene: lep; Sorbian Lower Sorbian: rědny; Spanish: hermoso, bello, lindo, guapo, bonito; Sudovian: grazi, skaista; Swahili: zuri; Swedish: fin, vacker; Tagalog: maganda; Tajik: зебо, хушрӯ; Talysh: ğəşəng, reçin, rəvoşin, xos, cıvon; Tamil: அழகிய; Tatar: матур, гүзәл; Telugu: అందమైన, చక్కని; Thai: สุนทร, สวย, งาม; Tocharian B: kartse; Toku-No-Shima: 清らさい; Tswana: -ntle; Turkish: güzel; Turkmen: görmegeý, gözel, gelşikli; Tutong: lawa'; Ukrainian: вродливий, красивий, гарний, хороший, файний, красний; Urdu: خوبصورت‎, سندر‎; Uyghur: گۈزەل‎; Uzbek: yoqimli, goʻzal; Venetian: beło, beła; Vietnamese: đẹp, xinh đẹp; Volapük: jönik, lejönik; Walloon: bea, bele; Welsh: hardd, prydferth; West Coast Bajau: lawa'; West Frisian: moai, kreas; Westrobothnian: skönat, vakker; Yiddish: שיין‎; Zhuang: baenzsau, gacae, giengh