άνθρωπος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἄνθρωπος)
1. ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία
2. ο θνητός, σε αντίθεση προς τον θεό
3. λογικό και κοινωνικό ον, σε αντίθεση προς τα ζώα
4. στον πληθ. οἱ ἄνθρωποι
η ανθρωπότητα, το γένος των ανθρώπων («ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»)
5. ο ενάρετος άνθρωπος, αυτός που έχει ανθρωπιάείναι σε όλα του άνθρωπος», «ἦ χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἄν ἄνθρωπος ἦ», Μένανδρος)
6. μαζί με άλλο ουσιαστικό ή επίθετο (επαινετικά, ειρωνικά, περιφρονητικά) «νοικοκύρης άνθρωπος»
νεοελλ.
1. (ως αόρ. αντων.), κάποιος, καθένας, (και με άρνηση) κανένας
2. (με γενική) «άνθρωπος του τάδε» — οπαδός (στην πολιτική), άνθρωπος της εμπιστοσύνης, όργανο κάποιου (γενικότερα), «ο άνθρωπός μου» — ο σύζυγος ή ο εραστής (για γυναίκα), ο στενός μου συγγενής (γενικότερα)
3. πληθ. μάχιμοι άντρες, στρατιώτες ή οπλίτες (γενικότερα)
αρχ.
1. άντρας και όχι γυναίκα
2. βοηθός, υπηρέτης
3. η άνθρωπος
η δούλη (ή για να δηλωθεί περιφρόνηση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ ήδη στη Μυκηναϊκή (a-to-ro-qo). Στον Όμηρο απαντά κυρίως στον πληθ. Είναι αντίθετο του θεός και υπονοεί τον άνθρωπο ως είδος. Συχνά η λ. χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία, κυρίως στην κλητική του ενικού (άνθρωπε) ή σπανιότερα όταν είναι θηλ. γένους και δηλώνει τη γυναίκα. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας, παρά το πλήθος των υποθέσεων που αναφέρονται στην προέλευση του. Ο Seiler υποστηρίζει ότι η ετυμολ. της λ. θα πρέπει να έχει σχέση με την κύρια λειτουργία της λ., που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει και να ξεχωρίζει την τάξη των ανθρώπων από εκείνη των θεών.
Το μυκην. a-to-ro-qo (με τον χειλοϋπερωικο φθόγγο q στην τελευταία συλλαβή) κάνει σχεδόν βέβαιη την ύπαρξη ενός β' συνθετ. –οΚωο-, που σημαίνει το πρόσωπο, την όψη (πρβλ. όψ, οπός «πρόσωπο») και ενισχύει την άποψη ότι ο τ. προέρχεται από ανδρ-ωπος» «με πρόσωπο ανδρός» (από θ. ανδρ.-του ανήρ, ανδρός + ώψ, ωπός «πρόσωπο, όψη»). < ανδρ-ωΚωος. Προβληματική είναι η ύπαρξη -θ-αντί -δ, που ίσως οφείλεται σε υστερογενή δάσυνση του -δ-. Οι απόψεις του Devoto, που αποδίδει στον τ. ιλλυρική προέλευση και του Kretschmer που παράγει τη λ. από ανδρὡπος με δασεία κατά το ὁράω), δεν θεωρούνται πιθανές. Άλλοι παράγουν τη λ. α) < ανδρ -ωπος «με ανδρική όψη».
Το β' συνθετ. < γοτθ. saitvan «βλέπω». β) < ανθρ(ο)-ωπος «με πρόσωπο που φέρει γένια» (πρβλ. ρουμ. bărbat «άνδρας»)
το α' συνθετ. < ανθερεών, ανθέριξ (< αθήρ «το γένι του σταχιού»). γ) < ανθηρός. δ) < άνθρω + πός < αρχ. ινδ. adhara- και πιθ. αν- από η θεωρούν τον τ. ρηματικό όνομα του ανατρέπω ή του ανατρέφω, οπότε σημαίνει αντίστοιχα «αυτός που στέκεται όρθιος» και «ο οικότροφος, ο αναθρεμμένος, ο σωματικός».Τέλος ο τ. άνθρωπος θυμίζει το χεττιτικό antuhšaš «άνθρωπος»].
Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνθρωπος:
ΠΑΡ. ανθρωπάριο(ν), ανθρωπίζω, ανθρωπικός, ανθρώπινος, ανθρωπίσκος, ανθρωπότης
αρχ.
ανθρωπεία, ανθρωπεύομαι, ανθρωπή, ανθρωπία, ανθρώπων, ανθρωπώ
αρχ.-μσν.
ανθρώπειος, ανθρώπησις, ανθρωπιστί
μσν.
ανθρωπαίος, ανθρωπιώ
νεοελλ.
ανθρωπάκης, ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπιά, ανθρωπίλα, ανθρωπινός, ανθρωπιστής, ανθρωπίδες, ανθρωποσύνη, ανθρωπώδης.
ΣΥΝΘ.
Α' ΣΥΝΘ. ανθρωπάρεσκος, ανθρωπογράφος, ανθρωποδαίμων, ανθρωποειδής, ανθρωποκτόνος, ανθρωπολάτρης, ανθρωπολόγος, ανθρωπόμορφος, ανθρωποπλάστης, ανθρωποποιός, ανθρωποτρόφος, ανθρωποφάγος
αρχ.
ανθρωπόβρωτος, ανθρωπόγλωσσος, ανθρωπογναφείον, ανθρωπογονώ, ανθρωπόθεος, ανθρωποθηρία, ανθρωπόθυμος, ανθρωποθυτώ, ανθρωποκόμος, ανθρωποκτόνος, ανθρωπομάγειρος, ανθρωπομίμος, ανθρωπονομικός, ανθρωπόνους, ανθρωποπαθής, ανθρωποποιία, ανθρωπορραίστης, ανθρωποσφαγώ, ανθρωπόσχημος, ανθρωποϋπόστατος, ανθρωποφυής
αρχ.-μσν.
ανθρωποβόρος, ανθρωπομορφούμαι, ανθρωποπρεπής, ανθρωποτόκος, ανθρωποφόρος
μσν.
ανθρωπόλεθρος, ανθρωπουργία, ανθρωποφανής, ανθρωποφθόρος, ανθρωποφόντης
μσν.- νεοελλ.
ανθρωπογενής, ανθρωπογέννητος νεοελλ. ανθρωπεμπορία, ανθρωπογένεση, ανθρωπογενετικός, ανθρωπογεωγραφία, ανθρωπογραφία, ανθρωπογράφος, ανθρωπογνωσία, ανθρωπογνώστης, ανθρωποδικία, ανθρωποδόκανο, ανθρωποειδή, ανθρωποειδής, ανθρωποζωολογία, ανθρωποθαλάσσα, ανθρωποθεϊσμός, ανθρωποθηριομαχία, ανθρωποκαμωμένος, ανθρωποκεντρικός, ανθρωποκλιματολογία, ανθρωποκυνηγητό, ανθρωποκυνήγι, ανθρωπόλαλος, ανθρωπολογία, ανθρωπομαγνητικός, ανθρωπομαγνητισμός, ανθρωπομάζωμα, ανθρωπομαντεία, ανθρωπομάχος, ανθρωπομέτρηση, ανθρωπομετρία, ανθρωπόμετρο, ανθρωπομορφία, ανθρωπομορφίδαι, ανθρωπομορφολογία, ανθρωπονοσολογία, αν θρωποπίθηκος, ανθρωποπλαστική, ανθρωπόπλαστος, ανθρωποπλημμύρα, ανθρωποποίηση, ανθρωποποίητος, ανθρωποπούλι, ανθρωποσκοπία, ανθρωποσκόπος, ανθρωποσοφία, ανθρωποσυρροή, ανθρωποσφαγή, ανθρωποσωματολογία, ανθρωποσωματο λογικός, ανθρωποσωρός, ανθρωποσώστης, ανθρωποσωτήριος, ανθρωποτεχνική, αν θρωποτομία, ανθρωποτοξίνη, ανθρωποτορπίλη, ανθρωπόφιλος, ανθρωποφοδία, αν θρωπόφοδος, ανθρωποχείμαρρος, ανθρωποχημεία, ανθρωπόχοιρος, ανθρωπόχωρος.
Β΄ΣΥΝΘ. αγριάνθρωπος, απάνθρωπος, θηριάνθρωπος, λυκάνθρωπος, μισάνθρωπος, ολιγάνθρωπος, πολυάνθρωπος, υπεράνθρωπος, φιλάνθρωπος
αρχ.
ανάν θρωπος, αργυράνθρωπος, ασημάνθρωπος, αυτοάνθρωπος, αφιλάνθρωπος, βοάνθρωπος, βουτραγοταυράνθρωπος, εξάνθρωπος, ημιάνθρωπος, ιππάνθρωπος, κυνάνθρωπος, μιξάνθρωπος, μολυβδάνθρωπος, τρισάνθρωπος, φαγάνθρωπος, χαλκάνθρωπος, χρυσάνθρωπος
νεοελλ.
ακριβάνθρωπος, αρκουδάνθρωπος, αρχοντάνθρωπος, ασημάνθρωπος, ασχημάνθρωπος, αφεντάνθρωπος, αχυράνθρωπος, βατραχάνθρωπος, βρομάνθρωπος, γαϊδουράνθρωπος, γουρουνάνθρωπος, δαιμονάνθρωπος, διαβολάνθρωπος, διαστημάνθρωπος, ζωάνθρωπος, θεάνθρωπος, κουβαρδάνθρωπος, κτηνάν θρωπος, λεβεντάνθρωπος, ομορφάνθρωπος, παλιάνθρωπος, πιθηκάνθρωπος, προάνθρωπος, προστυχάνθρωπος, πρωτάνθρωπος, σινάνθρωπος, συνάνθρωπος, τιγράν θρωπος, υπάνθρωπος, χιονάνθρωπος, χοντράνθρωπος.