προέρχομαι

From LSJ
Revision as of 15:27, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> \w+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέρχομαι Medium diacritics: προέρχομαι Low diacritics: προέρχομαι Capitals: ΠΡΟΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proérchomai Transliteration B: proerchomai Transliteration C: proerchomai Beta Code: proe/rxomai

English (LSJ)

(πρόειμι serves as fut.), aor. προῆλθον: pf. A προελήλῠθα Men.113.2:—go forward, advance, Hdt.1.207, 9.14; ἐς τὸ ὁμαλόν Th. 5.65; ἐς τὸ πλέον Id.2.21; ἐκ τοῦ χωρίου X.HG7.5.25; ἐπὶ τὸ βῆμα D.H.8.58: abs., προελθών, = Att. παρελθών, having come forward to speak, Plb.4.14.7; προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε… Aeschin.3.154; π. εἰς τὸν δῆμον SIG742.49 (Ephesus, i B.C.): c. acc. cogn., π. ἡμερησίαν ὁδόν Pl.R.616b; κατὰ τὴν ὁδόν X.An.4.2.16. b come forth, πλάγια π. τὰ ἔμβρυα Arist.HA576a24; π. μητρός to be born, Olymp. Vit.Pl.p.1 W.: generally, Luc.Tox.25, al.; appear, be published, of a book, Str.13.1.54. c go away from, leave, ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ [οἰκίας] POxy.472.5 (ii A.D.), cf. Stud.Pal.1.8.10(v A.D.); οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών Luc.Herm.32. 2 of time, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Th.1.10, cf. Pl.Plt.273a; π. κατὰ χρόνον Id.Prm.152a; of persons, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις advanced in years, X.HG6.1.5. 3 go on, proceed, in a story or argument, Pl.Phdr.237c; εἰς τὸ πρόσθεν π. Id.Lg.682a, cf. Prt.339d. 4 metaph., [τὰ Περσέων πρήγματα] ἐς τοῦτο προελθόντα the power of the Persians having advanced to this height, Hdt.7.50; ὥσπερ μαθητὴν εἰς τοὔμπροσθε π. make progress, Isoc.Ep.4.10; ἐνταῦθα π. ὥστε… Id.15.82: freq. in bad sense, εἰς πᾶν π. μοχθηρίας D.3.3; οὕτως αἰσχρῶς π. Id.23.204; οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος Id.4.9; εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν Id.24.182; πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς they are far gone in cautiousness, X.Hier.4.4. 5 go before or go first, Id.Cyr.6.3.9, etc.; π. τινός go before him, ib.2.2.7; π. τινάς Ev.Marc.6.33. b arrive first, Th.8.100: pf., have travelled first, ὁδόν Pl.R.328e. II take legal proceedings, appear in court, PGiss.8.12(ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 721] (s. ἔρχομαι), voran-, hervor-, herauskommen, vorgehen, vorschreiten; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τόδε προελθόντα, die Macht der Perser war bis zu dieser Höhe vorgeschritten, Her. 7, 50, 2; ἐπειδὴ ἐνταῦθα προελήλυθας, Plat. Theaet. 187 b; εἰς τὸ πρόσθεν, Legg. III, 682 a, wie ὀλίγον τοῦ ποιήματος εἰς τὸ πρόσθεν προελθών Prot. 339 e; ὁδόν, einen Weg machen. zurücklegen, Rep. I, 328 e; auch προελθόντος χρόνου, Polit. 273 a, von Soldaten, vorrücken, Thuc. 5, 65; Xen. An. 4, 2, 16; auch προεληλυθὼς ἡλικίᾳ, Hell. 6, 1, 4; auftreten, um zu sprechen, Pol. 29, 9, 2 u. öfter, u. a. Sp. – Wie προιέναι bes. im Schlechten bis zu einem gewissen Grade fortschreiten, εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας Dem. 3, 3, οἷ ἀσελγείας 4, 9, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προέρχομαι: ἀόρ. προῆλθον· πρκμ. προελήλῠθα, συνῃρ. προὐλήλυθα, Piers. εἰς Μοῖρ. 302· ἀποθετ. Ὡς τὸ πρόειμι (ὅπερ χρησιμεύει ὡς μέλλων), χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, προβαίνω, Ἡρόδ. 1. 207., 9. 14· ἐς τὸ ὁμαλὸν Θουκ. 5. 65· ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθὼν ὁ αὐτ. 2. 21· ἐκ τοῦ χωρίου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25· ἐπὶ τὸ βῆμα Διον. Ἁλ. 8. 58· καὶ ἀπολ., προελθὼν = Ἀττ. παρελθών, παρουσιασθεὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Πολύβ. 4. 14, 7· προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε... Αἰσχίν. 75. 27· ― πρ. τὰ ἔμβρυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 8· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πρ. ἡμερησίαν ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 616Β, πρβλ. 328Ε· ὡσαύτως, κατὰ τὴν ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16. 2) ἐπὶ χρόνου, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 273Α, Παρμ. 154Α· ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις (πρβλ. προβαίνω Ι. 2), Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· οὕτω, 3) προχωρῶ, προβαίνω ἐν διηγήσει ἢ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 237C· πρ. εἰς τὸ πρόσθεν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Α, πρβλ. Πρωτ. 339D. 4) μεταφορ., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα, προχωρήσαντα εἰς τοῦτο, Ἡρόδ. 7. 50, 2· εἰς τοὔμπροσθεν πειραθῆναι προελθεῖν, νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, νὰ προοδεύσῃ, ἐπὶ μαθητοῦ, Ἰσοκρ. 415C· ἐνταῦθα πρ. ὥστε... ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 88· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Δημ. 29. 18· οὕτως αἰσχρῶς πρ. ὁ αὐτ. 688. 17· οἷ πρ. ἀσελγείας ἄνθρωπος ὁ αὐτ. 42. 25· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, ὥστε… ὁ αὐτ. 163. 2· οὕτω δὲ πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς, τόσον δὲ πολὺ προέβησαν εἰς τὸ προσέχειν καὶ φυλάττεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 4. 5) ὑπάγω πρότερον ἢ πρῶτος, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 9, κτλ.· πρ. τινος, προπορεύομαι, αὐτόθι 2. 2, 7· μεταγεν., συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ς΄, 33. ΙΙ. μετὰ τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως κατ’ αἰτιατ., πρ. πόδα (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 32.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προῆλθον, etc.
I. s’avancer :
1 aller en avant, continuer d’aller : προέρχεσθαι πόδα LUC aller en avant ; κατὰ τὴν ὁδόν XÉN poursuivre son chemin ; ἔς τι s’avancer vers un but ; abs. s’avancer à la tribune, s’avancer pour parler ; en parl. du temps προελθόντος πολλοῦ χρόνου THC beaucoup de temps s’étant écoulé ; οἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις XÉN ceux qui sont avancés en âge, les vieillards ; fig. ἐς τοῦτο προελθεῖν HDT en être arrivé à ce degré (de puissance) ; ἐνταῦθα προέρχεσθαι ὥστε ISOCR en être arrivé à ce point que, etc.
2 aller au loin : ἐπὶ χιλόν XÉN faire du fourrage;
3 aller au dehors, sortir : ἐκ χωρίου XÉN d’une place forte;
II. aller avant, marcher devant, précéder, gén..
Étymologie: πρό, ἔρχομαι.

English (Strong)

from πρό and ἔρχομαι (including its alternate); to go onward, precede (in place or time): go before (farther, forward), outgo, pass on.

English (Thayer)

imperfect προηρχομην; future προελεύσομαι; 2nd aorist προῆλθον; from Herodotus down;
1. to go forward, go on: μικρόν, a little, T Tr WH marginal reading προσελθών (which see in a.)); Tr WH marginal reading προσελθών); with an accusative of the way, Xenophon, Cyril 2,4, 18; Plato, rep. 1, p. 328e.; 10, p. 616b.).
2. to go before; i. e., a. to go before, precede (locally; German vorangehen): ἐνώπιον τίνος, ἔμπροσθεν τίνος, WH marginal reading προσελευσαντες which see in a.); τίνος, to precede one, (τινα, ibid. G L T Tr WH (not so construed in secular writings; cf. Buttmann, 144 (126); Fritzsche, Ep. ad Romans, iii., p. 70; (Winer's Grammar, § 52,4, 13); but in Latin we findantecedere, anteire,praeire, aliquem, and in Greek writings πρόθειν τινα; see προηγέομαι); to outgo, outstrip (Latin praecurrere, antevertere aliquem; for which the Greeks say φθάνειν τινα), to go before, i. e. (set out) in advance of another (German vorausgehen): Tr WH text προσελθόντες); εἰς (L Tr πρός) ὑμᾶς, unto (as far as to) you, ἐπί τό πλοῖον, to the ship, Tr WH marginal reading προσελθόντες).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῦ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)
μσν.
1. (για αξιωματούχους) κάνω δημόσια επίσημη εμφάνιση, βγαίνω από το παλάτι
2. (για μοναχούς και μοναχές) βγαίνω από το μοναστήρι, εμφανίζομαι δημοσία («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῖν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ ἐκκλησία χάριν τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)
μσν.-αρχ.
1. προπορεύομαι, προηγούμαι, πηγαίνω πρώτος (α. «ἐκεῖνος προελθὼν τοῦ λοχαγοῦ πρότερος ἐπορεύετο», Ξεν.
β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῖν», Ιουστίν.)
2. φεύγω από οίκημα ή χώρο, βγαίνω έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ οἰκίας», πάπ.
β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)
3. εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ εἶναι προελθόντα», Ευσ.
β. «διὸ καὶ πλάγια προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προχωρώ, κινούμαι προς τα εμπρός («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῦ χωρίου ἔνθασυμβολή ἐγένετο», Ξεν.)
2. ανεβαίνω στο βήμα, παρουσιάζομαι για να λάβω τον λόγο (προελθὼν ὁ κήρυξ ἐκήρυττε», Αισχίν.)
3. διανύω απόσταση, κάνω δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», Πλάτ.)
4. προχωρώ στη διήγηση ή στη συζήτηση («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», Πλάτ.)
5. εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προοδεύωἐπειδὴ ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)
6. (με γεν.) φθάνω ώς έναν βαθμό σε κάτι κακό, χειροτερεύω («εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», Δημοσθ.)
7. φθάνω πρώτος κάπου («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», Θουκ.)
8. αποβαίνω, γίνομαι κάτι («τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς νόμος προῆλθεν ἐμοί», Αφθόν.)
8. (για χρόνο) περνώ («μετὰ δὲ ταῦτα προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου», Πλάτ.)
9. (για βιβλίο) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.

Greek Monotonic

προέρχομαι: αόρ. βʹ -ῆλθον, παρακ. -ελήλῠθα, συνηρ. προὐλήλυθα· αποθ.· όπως το πρόειμι (που λειτουργεί ως μέλ.),
I. 1. βαδίζω μπροστά, προχωρώ, προβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε, σε Αισχίν.
2. λέγεται για χρόνο, προελθόντος πολλοῦ χρόνου, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ, αρκετά προχωρημένος στην ηλικία, σε Ξεν.
3. προχωρώ σε μια συζήτηση ή διήγηση, σε Πλάτ.
4. μεταφ., τὰ Περσέων πρήγματα, ἐς τοῦτο προελθόντα, η δύναμη των Περσών έφθασε σ' αυτό το σημείο, σε Ηρόδ.· εἰς πᾶν μοχθηρίας προέρχομαι, σε Δημ.· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, ὥστε..., στον ίδ.
5. πηγαίνω από πριν ή πρώτος, σε Ξεν.· προέρχομαί τινος, πηγαίνω πριν από αυτόν, στον ίδ.· μεταγεν., προέρχομαι τινα, σε Καινή Διαθήκη
II. με όργανο κίνησης, προέρχομαι πόδα, προχωρώ, έπειτα, κινώ το πόδι μου, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-έρχομαι naar voren komen, tevoorschijn komen:; π. ἐκ τοῦ χωρίου uit de plaats tevoorschijn komen Xen. Hell. 7.5.25; π. ἐπὶ χιλόν eropuit gaan om voedsel te halen Xen. Cyr. 6.3.9; ὅθεν προέρχομαι waar ik vandaan kom Men. Dysc. 2; met acc. v. h. inw. obj.. οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών nog nooit een voet buiten Ethiopië gezet hebbend Luc. 70.32. verdergaan, naar voren gaan, vorderen:; προέρχομαι ik ruk op Xen. Cyr. 2.2.7; met εἰς + acc.:; π. ἐς τὸ ὁμαλόν de vlakte in trekken Thuc. 5.65.6; ἐς τὸ πλέον π. verder voorwaarts gaan Thuc. 2.21.1; met acc. v. h. inw. obj.:; π. ἡμερησίαν ὁδόν een dagreis verder gaan Plat. Resp. 616b; van tijd:; προελθόντος πολλοῦ χρόνου nadat veel tijd verstreken was Thuc. 1.10.2; perf..; προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις gevorderd in leeftijd Xen. Hell. 6.1.5; overdr.. εἰς δὴ τὸ πρόσθεν προέλθωμεν ἔτι τοῦ... μύθου laten we dan nog eens wat verder voortgaan in ons verhaal Plat. Lg. 682a. voorgaan, voor... uit gaan; met gen.:; π. τοῦ λοχαγοῦ voor de aanvoerder uit gaan Xen. Cyr. 2.2.7; met acc. v. inw. obj.:; τινὰ ὁδόν π. een weg tevoren afleggen Plat. Resp. 328e; met acc. v. dir. obj.: προήρχετο αὐτούς hij liep voor hen uit NT Luc. 22.47. vorderingen maken; met εἰς + acc.:; ἐς τοῦτο προελθόντα tot dat niveau gestegen Hdt. 7.50.3; ongunstig:. εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας τὰ παρόντα de huidige situatie heeft het toppunt van geknoei bereikt Dem. 3.3.

Russian (Dvoretsky)

προέρχομαι: (aor. 2 προῆλθον)
1) идти или выступать вперед, продвигаться, отправляться (ἐς τὸ πλεῖον Thuc.; ἐπὶ χιλόν Xen.; πρός τινα NT): π. κατὰ τὴν ὁδόν Xen. продолжать свой путь; οὐ π. ἐκ τοῦ χωρίου Xen. не покидать местности;
2) проходить (ἡμερησίαν ὁδόν Plat.; ῥύμην μίαν NT);
3) обгонять, опережать (τινα NT);
4) (о времени) проходить, протекать (προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου Plat.);
5) перен. доходить, достигать: οἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις Xen. люди преклонного возраста; ὁρᾶτε τὸ πρᾶγμα, οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Dem. вы видите, до какой степени наглости дошел этот человек; π. εἰς τοὔμπροσθε Isocr. делать успехи;
6) выдвигать: τὸν πόδα π. ἐξ Αἰθιοπίας Luc. покидать Эфиопию.

Middle Liddell

aor2 -ῆλθον perf. -ελήλῠθα contr. προὐλήλυθα like πρόειμι (which serves as the fut.)]
Dep.
I. to go forward, go on, advance, Hdt., Thuc., etc.: —absol., προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε Aeschin.
2. of time, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Thuc.; of persons, προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ far advanced in age, Xen.
3. to go on, in a story or argument, Plat.
4. metaph., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα the power of the Persians having advanced to this height, Hdt.; εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Dem.; εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, ὥστε… Dem.
5. to go before or first, Xen.; πρ. τινος to go before him, Xen.; later, πρ. τινα NTest.
II. with instr. of motion, πρ. πόδα to advance the foot, Luc.

Chinese

原文音譯:prošrcomai 普羅-誒而何買
詞類次數:動詞(9)
原文字根:以前-來 相當於: (לִפְנֵי‎ / לִפְנָי‎ / פָּנֶה‎)
字義溯源:往前走,往前行,比⋯先到,先趕到,先,先走,先去,前行,前走,引領,先走去,走在前頭;由(πρό)*=前)與(ἔρχομαι)*=來)組成。比較: (προθυμία)=傾向
出現次數:總共(9);太(1);可(2);路(2);徒(3);林後(1)
譯字彙編
1) 他⋯前走(1) 可14:35;
2) 走在⋯前面(1) 路22:47;
3) 他們先⋯去(1) 林後9:5;
4) 比⋯先到了(1) 可6:33;
5) 他⋯往前行(1) 太26:39;
6) 走過(1) 徒12:10;
7) 先走(1) 徒20:5;
8) 先(1) 徒20:13;
9) 必行(1) 路1:17