προσβάλλω

Revision as of 08:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ep. προτιβάλλω, Dor. ποτιβάλλω, A strike, dash against, ποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245; ἁψῖδα πέτρῳ π. letting it dash against…, E.Hipp.1233; τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι π. having wrecked his happiness on a reef, A.Eu.564 (lyr.); π. τινὰς ὥσπερ θηρία τινί set them on him, D.18.322; of attacking, πύλαισι… π. λόχον A.Th.460; π. δόρυ τισί E.Ph.728; παισὶ χεῖρα Id.Alc.307; but freq. without any notion of violence, apply, μαλακὰν χέρα π. [ἕλκει], of a surgeon, Pi.P.4.271; of cupping instruments, Hp.VM22 (Pass.), Aen.Tact.11.14, Gal.11.93: generally, τὰ μὲν αὐτὰ προσέβαλε S.Tr.844 (lyr.); προσβαλοῦσ' ὅσα… εἶπε applying, carrying out…, ib.580; τι πρός τι Pl.Ti.36b; τὴν ὄψιν πρός τι Id.Tht.193c; mostly τί τινι, παρειὰν π. παρηΐδι E.Hec.410; κλιμάκων ὀρθοστάτας πύλῃσιν Id.Supp.498; ὄμματα τέκνοις Id.Med.860 (lyr.):—Pass., κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις having golden mouthpieces affixed, A.Fr.185. b Math., draw a straight line to meet, ποτί c. acc., Archim.Spir.6, al. 2 assign to, procure for, κέρδος ἡμῖν Hdt.7.51; [Λακεδαιμονίοισι] Ὀλυμπιάδα gave them the honour of an Olympic victory, Id.6.70; π. ἄσην τῷ πατρί cause him distress, Id.1.136; π. μελέταν σοφισταῖς Pi.I.5(4).29; κακὸν πόλει A.Pers.781; μοι διπλᾶς ὁδούς Id.Pr.951; ἐμοὶ ὠδῖνας S.Tr.42; εὔκλειαν σαυτῇ τε κἀμοί Id.El.974; μή σοί τιν' αἰσχρὰν π. κληδόνα E. Alc.315; π. τινὶ ἔγκλημα, αἰτίαν, Antipho 4.2.4,3.2.4; π. τινὶ αἰσχύνην Pl.Lg.878c; π. δεῖμα πατρί, Lat. incutere timorem alicui, E.Ion 584; ὀργὰς ἀκόρεστά τε νείκη Id.Med.640 (lyr.); συμφορὰς καὶ νόσους τισί Lys.Fr.53; ὅρκον π. τινί lay an oath upon him, S.Tr.255; π. τὴν ἑαυτῶν μορφήν τισι contribute their own form, i.e. be like them, Ael.NA14.12. b knock down to a bidder at auction, οἰκίαν PEleph.25.4 (iii B.C.):—Med., UPZ114i24 (ii B.C.). c place at a buyer's disposal, αὐτῷ ἱερεῖα PCair.Zen.161.5 (iii B.C.):—Med., προσεβαλόμεθα τὰ παρ' ἡμῶν we accepted an offer for our crop... ib.354.22 (iii B.C.). d deliver corn as payment, προσβέβληκεν ἐπὶ θησαυρὸν PRyl.200.1 (ii A.D.), cf. POxy.1440.1 (ii A.D.), etc.; pay in money, PRyl.217.1 (ii A.D., Pass.), PLond.3.1164 (k) 19 (iii A.D., Pass.). 3 with acc. of the object struck, ἀρούρας π., of the Sun, strike the earth with his rays, Il.7.421, Od.19.433; μή σε π. πέμφιξ A.Fr.205; of smells, βροτοῦ [ὀσμὴ] με προσέβαλε Ar.Pax180; ὀσμὴ π. τὰς ῥῖνας Ael.NA13.21; χρῶμα οὔτε τὸ προσβάλλον οὔτε τὸ προσβαλλόμενον = neither that which strikes [the eye] nor that which is struck, Pl.Tht.154a; τοὺς ἄνδρας ἠχὼ π. Philostr.VA6.26; π. σε τὸ λιτὸν καὶ αὐτοφυὲς τῆς μούσης Philostr.Jun.Im.10. 4 with acc. of the thing thrown, ἀτμὸν βαρὺν π. D.S.2.12 (v.l. προβάλλω), cf. Ael.NA14.22; τράγου ὀσμήν Dsc.4.50; πνοιήν τινι Luc.Syr.D. 30; of taste, γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ π. Dsc.4.6, cf. Gal.Vict. Att.1.3: also c. gen., τὰ κρέα ἰχθύων π. sends [a smell] of fish, Str.15.2.2; κνίσης π. Ael.NA14.27; ἰχθυηρᾶς ὀσμῆς π. ib.20: metaph., to be redolent of, τέχνης, Στωικῆς ταλαιπωρίας, Phld.Rh. 2.218,293 S. 5 c. dat., attend to, οἷς εἴπαμεν ib.271 S.: abs., Plot.5.5.10. 6 μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν do not drive me by force to... S.OC1178. 7 add, throw into the bargain, Antiph.206.5; add an ingredient, Philum.Ven.10.2, Sammelb. 7350.9 (iii/iv A.D.). 8 throw to, δράγματα… ὑικοῖς κτήνεσι BGU757.18 (i A.D.). II intr., strike against, make an attack or assault upon, πύλαις A.Th.615; αὐτοῖς, ἀλλήλοις, E.Ph.724, Th. 1.49; τῇ Οἰνόῃ, τῷ φρουρίῳ, etc., Id.2.19,93, etc.; also πρὸς τὸ τεῖχος Hdt.3.155, 9.86; πρὸς τὰ τείχη Lys.14.33; πρὸς τὴν πόλιν Th.2.56; πρὸς τοὺς ὁπλίτας X.An.6.3.6; πρὸς τὸν λόφον ib.4.2.11: abs., attack, charge, Hdt.7.211, 9.22,25; προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν by assault, X.HG1.6.13. 2 put in with a ship, ἐς τὸν λιμένα Th.8.101; πρὸς Τάραντα Id.6.44: c. dat., Σικελίᾳ ib.4; Ἰωνίᾳ Id.8.12, cf. SIG456.36 (Cos, iii B.C.). 3 generally, collide, προσβαλούσης τῆς νεὼς πρὸς ὁλκάδα Pl.La.183d; impinge, πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν Id.R. 401c, cf. Arist.Col.792a20; ὀσμὴ π. τινί Thphr.HP9.7.1, D.S.2.19; of winds, Arist.Pr.947a22; σεισμὸς τῇ Κρήτῃ π. Philostr.VA4.34; π. τοῖς ἄρχουσιν approach them, Plu.Nic.30; ἐκ τῆς Ἀσίας τῇ Ἀττικῇ Id.Phoc.21; light upon, in argument, Anon.Lond.37.54. B Med., ταύτην οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ payest no heed to, Il.5.879; but also, throw oneself upon another's protection, A.R.4.1046; π. γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης make advances, Sch.Ar.Eq. 514; associate with oneself, Opp.H.5.98.

German (Pape)

[Seite 753] (s. βάλλω), hinzu oder daran werfen, hinzulegen, -bringen, -thun, beigeben, τινί τι, z. B. Λακεδαιμονίοισιν Ὀλυμπιάδα, den Lacedämoniern einen olympischen Sieg verschaffen, Her. 6, 70; ἄσην πατρί, dem Vater Betrübniß bereiten, 1, 136; auch κέρδος τινί, 7, 51; κακὸν τῇ πόλει, Aesch. Pers. 767; u. pass., ἀργυρηλάτοις κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις, daran gefügt, frg. 170; μαλακὰν χέρα (τραύματι), auflegen, Pind. P. 4, 271; auch μελέταν σοφισταῖς, I. 4, 29; ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας προσβαλὼν ἀποίχεται, nachdem er mir bittere Schmerzen angethan, Soph. Trach. 42; ὅρκον αὑτῷ, sich einen Eid auflegen, 254; εὔκλειαν αὑτῷ, El. 962, sich Ruhm erwerben; bei Eur. σοί τιν' αἰσχρὰν προσβαλοῦσα κλῃδόνα, Alc. 316, der auch im eigtl. Sinne sagt ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προσβάλλω δόρυ, Phoen. 735; δεῖμα πατρί, Ion 584; παρειὰν παρηΐδι, Hec. 410; κλίμακας πύλαις, anlegen, Suppl. 498; προσβάλλω τὴν ἑκατέρου ὄψιν πρὸς τὸ ἀλλότριον σημεῖον, Plat. Theaet. 193 c, u. öfter; auch αἰσχύνην τῷ τρωθέντι, Legg. IX, 878 c; im eigtl. Sinne sagt Pol. κλίμακας προσβάλλειν, Leitern anlegen, 4, 4, 1; τοὺς βοῦς ἐλαύνειν καὶ προσβάλλειν πρὸς τὰς ἀκρωρείας, 3, 93, 8. Von der Sonne sagt Hom. ἀρούρας προσβάλλειν, die Gefilde mit den Strahlen bewerfen, treffen, d. i. sie beleuchten, Il. 7, 421 Od. 19, 433, λόχον πύλαισι, Aesch. Spt. 442. – Sc. ἑαυτόν, scheinbar intrans., sich wogegen werfen, worauf anstürmen, δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις, Aesch. Spt. 597; πρὸς τὸ τεῖχος, Her. 3, 155. 158. 9, 86; übh. angreifen, den Feind in der Schlacht, die Stadt durch Belagerung berennen, τινί u. πρός τινα, Her. u. Folgde; τινὶ ἐκ λόχου, Eur. Phoen. 731; auch ohne Casus, Her. 7, 211. 9, 25; πρὸς τοὺς ὁπλίτας, πρὸς τὸν λόφον, Xen. An. 6, 1, 7. 4, 2, 11 Cyr. 5, 3, 12 u. sonst; ἐς τὸν λιμἑνα, Thuc. 8, 101. – Aehnl. Ar. βροτοῦ με προσέβαλε, sc. ὀσμή, Pax 180; προσβαλούσης τῆς νεὼς πρὸς ὁλκάδα, Plat. Lach. 183 b, u. öfter, vgl. Theaet. 153 e. – Auch umgekehrt wird verbunden: μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν, Soph. O. C. 1180, d. h. zwinge mich nicht. – Übertr., προσβάλλειν τι, Etwas wahrnehmen, begreifen, beherzigen, wo man νῷ ergänzt, προσβαλοῦσ' ὅσα ζῶν κεῖνος εἶπε, Soph. Trach. 577, vgl. 841, wo der Schol. συνῆκε erkl., sc. τὴν ὄψιν, seinen Blick worauf richten, Lob. Phryn. 282. – Auch sc. ὀσμήν, riechen, einen Geruch geben, κρέα ἰχθύων προσβάλλοντα, das nach Fischen riecht, vgl. Ael. H. A. 14, 20. 27. – Προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν μορφὴν τοῖς χερσαίοις, Ael. H. A. 14, 12, sie gleichen in der Gestalt. – Med., ἔπεϊ, ἔργῳ προτιβάλλεσθαί τινα, sich mit dem Worte, dem Werke gegen Einen werfen, ihn hart antasten, Il. 5, 897; – κῆτος ποτιβάλλεται ὀλίγον ἰχθύν, Opp. Hal. 5, 98, nimmt als Gefährten an, gesellt sich zu.

French (Bailly abrégé)

f. προσβαλῶ, ao.2 προσέβαλον, etc.
I. tr. 1 lancer vers, jeter sur ou contre : χεῖρά τινι EUR jeter la main sur qqn ou qch ; fig. αἰτίαν τινί, lancer une accusation contre qqn ; avec l'acc. de l'objet atteint : ἀρούρας IL frapper les champs (de ses rayons, en parl. du soleil) ; ὀσμὴ προσέβαλε τὰς ῥῖνας ÉL l'odeur vint frapper les narines ; en s.-e. l'acc. : κρέα ἰχθύων προσβάλλοντα ÉL viandes qui sentent le poisson ; fig. : προσβάλλειν κέρδος τινί HDT procurer un gain à qqn ; κακὸν τῇ πόλει ESCHL causer du mal à la Cité;
2 appliquer sur ou contre : προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν φύσιν ÉL ils modèlent leur nature sur, etc. ; fig. προσβαλοῦσ’ ὅσα ζῶν κεῖνος εἶπε SOPH ayant appliqué à ce travail tout ce qu’il avait dit de son vivant;
II. intr. (en s.e. ἑαυτόν);
1 s'élancer vers, se jeter sur ou contre : πρός τινα, s'élancer sur qqn ; πύλαις ESCHL s'élancer contre des portes;
2 p. ext. se diriger vers, venir vers ou dans : τῇ Ἀττικῇ PLUT se diriger vers l'Attique ; en parl. de navires aborder, atterrir, τινι;
Moy. (seul. dor. προτιβάλλομαι) se jeter sur : ἔπει ἢ ἔργῳ προτιβάλλεσθαί τινα IL attaquer qqn en parole ou par des actes.
Étymologie: πρός, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προσβάλλω: Ἐπικ. κ. Δωρ. προτιβάλλω, ῥίπτω πρός, ποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Ἰλ. Α. 245· ἁψῖδα πέτρῳ πρ. Εὐρ. Ἱππ. 1233· τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προσβαλών, προσκρούσας εἰς βράχον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 564· παρορμῶ τι κατά τινος, οὐ τοὺς καταράτους τούτους ὥσπερ θηρία μοι προσβαλλόντων Δημ. 332. 2· ἐπὶ προσβολῆς ἢ ἐπιθέσεως, πύλαισι... πρ. λόχον Αἰσχύλ. Θήβ. 460· πρ. δόρυ τινὶ Εὐρ. Φοίν. 728· παισὶ χεῖρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 307· ― ἀλλὰ συχνάκις ἄνευ τῆς ἐννοίας βίας, ἐπιβάλλω, ἐπιθέτω, ἐπιφέρω, χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν, «προσήκει σὲ πραεῖαν ἐπιφέροντα τὴν χεῖρα θεραπεύειν τὴν τοῦ ἕλκους τρῶσιν» (Σχόλ.), ἐπὶ χειρουργοῦ, Πινδ. Π. 4. 483· τι πρός τι Πλάτ. Τίμ. 30Β· τὴν ὄψιν πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 193C· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τί τινι, πρ. παρειὰν παρηίδι Εὐρ. Ἑκάβ. 410· κλίμακας πύλαις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 498· ὄμματα τέκνοις ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 860· ― Παθ., κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις, ἐφ’ ὧν εἶναι προσκεκολλημένα στόμια χρυσᾶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 183. 2) παρέχω, παραχωρῶ εἴς τινα, κέρδος τινὶ Ἡρόδ. 7. 51· πρ. Λακεδαιμονίοις Ὀλυμπιάδα, παρέχω αὐτοῖς τὴν τιμὴν νίκης Ὀλυμπιακῆς, ὁ αὐτ. 6. 70· πρ. ἄσην τῷ πατρί, προξενῶ λύπην, θλῖψιν εἰς αὐτόν, ὁ αὐτ. 1. 136· οὕτω, πρ. μελέταν σοφισταῖς Πινδ. Ι. 5 (4). 37· κακὸν τῇ πόλει Αἰσχύλ. Πέρσ. 781· διπλᾶς ὁδούς μοι ὁ αὐτ. Πρ. 951· ὠδῖνας ἐμοὶ Σοφ. Τρ. 42· εὔκλειαν σαυτῇ τε κἀμοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 973· μή σοί τιν’ αἰσχρὰν πρ. κληδόνα Εὐρ. Ἄλκ 315· πρ. τινὶ ἔγκλημα, αἰτίαν Ἀντιφῶν 126. 20., 121. 32· πρ. τινὶ αἰσχύνην Πλάτ. Νόμ. 878C· πρ. δεῖμά τινι, λατ. incutere timorem alicui, Εὐρ. Ἴων. 584· πρ. ὀργὰς ἀκόρεστά τε νείκη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 640· συμφορὰς καὶ νόσους τινὶ Λυσί. παρ’ Ἀθην. 522Β ὅρκον πρ. τινί, ἐπάγω, ἐπιβάλλω ὅρκον εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 255· καὶ αἱ γένυς τοῖς χερσαίοις προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν ἁμωσγέπως μορφήν, ἔχουσιν ὁμοιότητα πρὸς τὴν τῶν χερσαίων, Αἰλ. π. Ζ. 14. 2. 3) μετ’ αἰτ. τοῦ προσβαλλομένου πράγματος, ἀρούρας προσβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου προσβάλλοντος τὴν γῆν διὰ τῶν ἀκτίνων του, Ἰλ. Η. 421, Ὀδ. Τ. 443· μή σε πρ. πέμφιξ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· ἐπὶ ὀσμῶν, βροτοῦ (ὀσμή) με προσέβαλε Ἀριστοφ. Εἰρ. 180· ὀσμὴ πρ. τὰς ῥῖνας Αἰλ. π. Ζ. 13. 21· (ἀλλ’ ὡσαύτως, ὀδμὴ πρ. πνοιήν τινι Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 30· καὶ ἀπολ., ὀσμὴ πρ. τινὶ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 1, Διόδ. 2. 19)· χρῶμα οὔτε τὸ προσβάλλον οὔτε τὸ προσβαλλόμενον, οὔτε τὸ προξενοῦν τὴν ἐντύπωσιν [εἰς τὸν ὀφθαλμὸν] οὔτε τὸ δεχόμενον αὐτήν, Πλάτ. Θεαίτ. 153Α· πρ. σε τὸ λιτὸν καὶ αὐτοφυὲς Φιλόστρ. 878. 4) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ῥιπτομένου πράγματος, ἀτμὸν βαρὺν πρ. Διόδ. 2. 12, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 22· ― ὡσαύτως μετὰ γενικ., καὶ τὰ κρέα δὲ τῶν θρεμμάτων ἰχθύων προσβάλλει, ἐκπέμπουσιν [ὀσμὴν] ἰχθύων, Στράβ. 720· κνίσης πρ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· ἔτι δὲ καὶ ὀσμῆς πρ. αὐτόθι 20. 5) μεταφορ., προσέχω εἴς τι πρᾶγμα, ἐννοῶ τι, προσβαλοῦσ’ ὅσα… εἶπε Σοφ. Τρ. 580· τὰ μὲν οὔτι προσέβαλε αὐτόθι 844. 6) μή μ’ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ’ εἰκαθεῖν, μή με ἀναγκάσῃς νὰ ὑποκύψω εἰς ταῦτα, Σοφ. Ο. Κ. 1178. 7) προστίθημι, τίθημι ὡς ἐπίμετρον, Ἀντιφάν. ἐν «Τίμωνι» 1. 6. ΙΙ. ἐπιτίθεμαι, ἐφορμῶ, προσβάλλω, πύλαις Αἰσχύλ. Θήβ. 615· αὐτοῖς, ἀλλήλοις Εὐρ. Φοίν. 724, Θουκ. 1. 49· τῇ Οἰνόῃ, τῷ ἐρύματι κτλ., ὁ αὐτ. 2. 19 καὶ 93, κτλ.· ὡσαύτως, πρὸς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 3. 155., 9. 86, Λυσί. 142. 38· πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 56· πρὸς τοὺς ὁπλίτας Ξεν. Ἀν. 6. 3, 7· προσβάλλουσι πρὸς τὸν λόφον ὀρθίοις τοῖς λόχοις αὐτόθι 4. 2, 11· ― ἀπολ., προσβάλλω, κάμνω ἔφοδον, Ἡρόδ. 7. 211., 9. 22 καὶ 25· προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν, ἐξ ἐφόδου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 13. 2) προσορμίζομαι, καὶ προσβαλόντες τῆς Φωκαΐδος ἐς τὸν ἐν Καρτερίοις λιμένα κτλ. Θουκ. 8. 101· πρὸς Τάραντα ὁ αὐτ. 6. 44· μετὰ δοτικ., Σικελίᾳ αὐτόθι 4· Ἰωνίᾳ ὁ αὐτ. 8. 12· προσβαλούσης τῆς νεὼς πρὸς ὁλκάδα Πλάτ. Λάχ. 183D. 3) καθόλου, ἔρχομαι, ἐπέρχομαι, προσβάλλω, πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοὴν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 401C, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4· ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 58· προσβαλὼν τοῖς ἄρχουσι, πλησιάσας τοὺς ἄρχοντας, Πλουτ. Νικ. 30· ἐκ τῆς Ἀσίης τῇ Ἀττικῇ προσέβαλε, ἦλθεν εἰς τὴν Ἀττικήν, ὁ αὐτ. ἐν Φωκίωνι 21. Β. Μέσ., ἐπιπλήσσω, τιμωρῶ, σωφρονίζω, ταύτην οὐκ ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ Ἰλ. Ε. 879, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1046· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, προσεταιρίζομαι, Ὀππ. Ἁλ. 5. 98.

English (Slater)

προσβάλλω
   a lay upon χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν (P. 4.271)
   b cast before, provide μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥρωες) (I. 5.29)
   c in tmesis, met., cast upon πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ (sc. Ζεύς) (Pae. 15.6)

Spanish

añadir

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α βάλλω
κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῖχος» Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα»)
2. προκαλώ αλλοίωση, αποσυνθέτω («τα τρόφιμα είχαν προσβληθεί από μικροοργανισμούς και προκάλεσαν δηλητηριάσεις)
3. φέρομαι υβριστικά, θίγω («δεν ήθελα να σέ προσβάλω με αυτό που είπα»)
4. αμφισβητώ το κύρος, την εγκυρότητα, δεν παραδέχομαι («θα προσβάλω τη διαθήκη»)
αρχ.
1. ρίχνω προςποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ», Ομ. Ιλ.)
2. παρακινώ εναντίον κάποιου παρορμῷ («οὐ τοὺς καταράτους τούτους ὥσπερ θηρία μοι προσβαλλόντων», Δημοσθ.)
3. επιθέτω (α. «χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν», Πίνδ.
β. «κέρασι χρυσᾱ στόμια προσβεβλημένοις», Αισχύλ.)
4. (για τον ήλιο, για οσμές κ.λπ.), πλήττω, χτυπώ (α. «ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.
β. «ὀδμὴ προσβάλλει τὰς ῥῑνας», Αιλ.)
5. εκπέμπω, βγάζω (α. «προσβάλλει γὰρ ἀτμὸν θειώδη καὶ βαρύν», Διόδ.
β. «γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ προσβάλλει», Διοσκ.)
6. μτφ. αποπνέω, μυρίζω («προσβάλλει Στωϊκῆς ταλαιπωρίας», Φιλόδ.)
7. ρίχνω, πετώ
8. προσθέτω κάποιο συστατικό
9. μαθημ. σύρω ευθεία γραμμή για να ενώσω
10. εισέρχομαι σε λιμάνι, προσορμίζομαι («προσβαλούσης της νεὼς πρὸς ὁλκάδα», Πλάτ.)
11. έρχομαι, επέρχομαι
12. προσεγγίζω, πλησιάζω
13. παραχωρώ κάτι σε κάποιον («οὐδὲ κέρδος ἡμῖν προσβάλλουσι», Ηρόδ.)
14. προξενώ («οὐ κακὸν τοσόνδε προσέβαλον πόλει», Αισχύλ.)
15. μοιάζω με κάτι («καὶ αἱ γένυς τοῖς χερσαίοις προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν ἁμωσγέπως μορφήν», Αιλ.)
16. θέτω στη διάθεση αγοραστού
17. διαβιβάζω, παραδίδω
18. πληρώνω με χρήματα
19. εννοώ, αντιλαμβάνομαι («προσβαλοῦσ' ὅσα... εἶπε», Σοφ.)
20. μέσ. προσβάλλομαι
α) δέχομαι τιμή για κάτι
β) καταφεύγω στην προστασία κάποιου
γ) (για ιχθύ) συναγελάζομαικῆτος προτιβάλλεται ὀλίγον ἰχθύν)
δ) τιμωρώ, σωφρονίζω («ταύτην δ' οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ», Ομ. Ιλ.)
21. φρ. α) «ἀνάγκῃ προσβάλλω» — αναγκάζω (Σοφ.)
β) «προσβάλλω γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης» — κάνω ερωτικές προτάσεις σε γυναίκα.

Greek Monotonic

προσβάλλω: Δωρ. προτι-βάλλω, μέλ. -βᾰλω.
Α. I. 1. χτυπώ ή εξορμώ εναντίον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀψῖδα πέτρῳ προσβάλλω, αφήνω να χτυπήσει εναντίον, σε Ευρ.· τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προσβάλλω, καταστρέφω την ευτυχία του πάνω σε έναν βράχο, σε Αισχύλ.· προσβάλλω θηρία τινί, τα βάζω να του επιτεθούν, σε Δημ.· προσβάλλω δόρυ τινί, σε Ευρ.· χωρίς καμία σημασία βίας, επιβάλλω, επιθέτω, μαλακὰν χέρα προσβάλλω (ἕλκει), λέγεται για χειρουργό, σε Πίνδ.· προσβάλλω παρειὰν παρηΐδι, σε Ευρ.· ὄμματα τέκνοις, στον ίδ.
2. παρέχω, παραχωρώ σε, κέρδος τινί, σε Ηρόδ.· προσβάλλω Λακεδαιμονίοις Ὀλυμπιάδα, τους δίνω την τιμή μιας ολυμπιακής νίκης, στον ίδ.· προσβάλλω κακὸν τῇ πόλει, σε Αισχύλ.· εὔκλειαν σαὐτῇ, σε Σοφ.· προσβάλλω δεῖμά τινι, Λατ. incutere timorem alicui, σε Ευρ.
3. με αιτ. του προσβαλλόμενου πράγματος, ἀρούρας προσβάλλειν, λέγεται για τον ήλιο, προσβάλλω τη γη με τις ακτίνες, σε Όμηρ.· λέγεται για μυρωδιές, βροτοῦ (ὀσμή) με προσέβαλε, σε Αριστοφ.
4. μεταφ., προσέχω σε κάποιο πράγμα ή προσθέτω, σε Σοφ.
5. μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν, μη με αναγκάσεις να υποκύψω σ' αυτά, στον ίδ.
II. 1. αμτβ., εφορμώ, κάνω επίθεση ή έφοδο πάνω σε, τινί, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πρὸς τὸ τεῖχος, σε Ηρόδ.· απόλ., χτυπώ, κάνω έφοδο, επιτίθεμαι, στον ίδ.· προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν, με έφοδο, σε Ξεν.
2. μπαίνω μέσα με καράβι, προσορμίζομαι, ἐς τὸν λιμένα, σε Θουκ.· πρὸς Τάραντα, στον ίδ.· με δοτ., Σικελίᾳ, στον ίδ. Β. Μέσ., τιμωρώ, σωφρονίζω, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προσβάλλω: эп.-дор. προτιβάλλω
1) бросать, швырять (σκῆπτρον γαίῃ Hom.): τινὶ χεῖρα π. Eur. бить кого-л.; ὄμματα π. τινί Eur. окидывать глазами что-л.; μή μ᾽ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδε εἰκαθεῖν Soph. не принуждай меня уступить этому;
2) (ударяя с размаху), разбивать (ἀψῖδα πέτρῳ Eur.; τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι Aesch.);
3) испускать (ἀτμὸν βαρύν Diod.; πνοιὴν ἀγαθήν Luc.);
4) напускать, натравливать (θηρία τινί Dem.);
5) бросать в атаку (λόχον πύλαισι Aesch.): δόρυ προσβαλεῖν τινι Eur. пойти в атаку на кого-л.; τοὺς ὀδόντας μεγάλους π. Arst. пускать в ход клыки;
6) приставлять, прикладывать (κλίμακας πύλαις Eur.): παρειὰν προσβαλεῖν παρηΐδι Eur. прижаться щекой к щеке; μὲσην πρὸς μέσην προσβαλεῖν Plat. приложить одну половину к другой;
7) налагать (ὅρκον αὑτῷ Soph.);
8) доставлять, причинять, приносить (κέρδος μέγα τινί Her.; πικρὰς ὠδῖνάς τινι Soph.): Ὀλυμπιάδα τινὶ προσβαλεῖν Her. доставить кому-л. победу на Олимпийских играх; μηδεμίαν ἄσην τινί π. Her. не причинять кому-л. никакого горя; προσβαλεῖν τινι αἰσχύνην Plat. покрыть кого-л. позором; δεῖμα π. τινί Eur. вселять страх в кого-л.;
9) воздействовать, (о солнце) освещать или согревать (ἀρούρας Hom.; ὁ ἥλιος προσβάλλων τῇ σελήνῃ Arst.); (об ощущениях) поражать, раздражать, касаться: βροτοῦ με προσέβαλε Arph. что-то человеческое меня коснулось, т. е. я чую присутствие человека; τὸ προσβάλλον καὶ τὸ προσβαλλόμενον Plat. ощущаемое и ощущающее;
10) воспринимать, понимать (τι Soph.);
11) редко med. совершать нападение, идти в атаку (πύλαις Aesch.; πρὸς τὰ τείχη Lys.): ἐπειδὴ προσβάλλοιεν ἀλλήλοις Thuc. когда (обе стороны) столкнулись друг с другом; οὐτ᾽ ἔπεϊ προτιβάλλεσθαί τινα οὔτ᾽ ἔργῳ Hom. не нападать на кого-л. ни словом, ни делом;
12) приставать (на кораблях), причаливать (Σικελίᾳ, πρὸς Τάραντα, ἐς τὸν λιμένα Thuc.);
13) приезжать, прибывать (ἐκ τῆς Ἀσίης τῇ Ἀττικῇ Plut.);
14) приходить, являться (τοῖς ἄρχουσι Plut.);
15) (о ветре), прилетать, дуть, (ἀπὸ τῆς θαλάττης Arst.);
16) проникать, попадать (πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν Plat.);
17) выделять, издавать, обдавать (ἡδίστην ἀναπνοήν τινα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βάλλω, ep. ook ποτί... βάλλω (tmesis), med. προτιβάλλομαι met acc. en dat., met acc. en prep. bep. tegen... werpen:; ποτὶ σκήπτρον βάλε γαίῃ hij wierp de staf tegen de grond Il. 1.245 (tmesis); met acc. en aan te vullen dat..; χιτῶνα τόνδ’ ἔβαψα προσβαλοῦσ’ ὅσα... κεῖνος εἶπε ik heb deze mantel geverfd door er zoveel (van het middel) op te smeren als hij had gezegd Soph. Tr. 580; overdr..; μή μ’ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ’ εἰκαθεῖν plaats me niet voor de noodzaak dit toe te staan Soph. OC 1178; afsturen op:; πύλαισι... προσβαλεῖν λόχον zijn bende op de poort afsturen Aeschl. Sept. 460; τοὺς καταράτους τούτους ὥσπερ θηρία μοι προσβάλλειν die ellendelingen als wilde beesten op mij afsturen Dem. 18.322; richten op:. ὄμματα προσβαλοῦσα τέκνοις met uw ogen gericht op uw kinderen Eur. Med. 860. leggen tegen:. παρειὰν προσβαλεῖν παρηίδι wang tegen wang leggen Eur. Hec. 410. toewerpen, bezorgen:; κέρδος μέγα ἡμῖν προσβάλλουσι zij bezorgen ons belangrijk voordeel Hdt. 7.51.3; τί... δεῖμα προσβάλλεις πατρί waarom boezem je jouw vader angst in? Eur. Ion 584; opleggen:. ὅρκον αὑτῷ προσβαλών zichzelf onder ede plaatsend Soph. Tr. 255. met acc. treffen:; ἠέλιος προσέβαλλεν ἀρούρας de zonnestralen troffen de akkers Il. 7.421; πόθεν βροτοῦ με προσέβαλ ( ε ); waar komt de menselijke geur vandaan die mij treft? Aristoph. Pax 180; met prep. bep.. πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοὴν προσβάλῃ het treft hun oog of oor Plat. Resp. 401c. confronteren:. ταύτην δ’ οὔτ’ ἔπεϊ ποτιβάλλεαι οὔτε τι ἔργῳ maar haar confronteer je niet, noch in woord, noch in daad Il. 5.878. zonder acc., met dat. of prep. bep. stoten tegen, botsen tegen:; προσβαλούσης γὰρ τῆς νεὼς... πρὸς ὁλκάδα τινα toen de boot namelijk in aanvaring kwam met een vrachtschip Plat. Lach. 183d; landen, aan land komen:. προσέβαλον Σικελίᾳ zij gingen aan land op Sicilië Thuc. 6.4.5. aanstormen op, een aanval doen op:; προσβαλεῖν πύλαις op de poort afstormen Aeschl. Sept. 615; πρὸς τὰ τείχη προσβαλεῖν een aanval doen op de stadsmuren Lys. 14.33; afgezwakt benaderen:. προσβαλὼν τοῖς ἄρχουσιν de magistraten aansprekend Plut. Nic. 30.2.

Middle Liddell

doric προτι-βάλλω fut. -βᾰλω
I. to strike or dash against, τί τινι Il.; ἀψῖδα πέτρῳ πρ. letting it dash against, Eur.; τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι πρ. to wreck his happiness on a rock, Aesch.; πρ. θηρία τινί to set them on him, Dem.; πρ. δόρυ τινί Eur.:—without any notion of violence, to put to, apply, μαλακὰν χέρα πρ. [ἕλκει] of a surgeon, Pind.; πρ. παρειὰν παρηίδι Eur.; ὄμματα τέκνοις Eur.
2. to assign to, procure for, κέρδος τινί Hdt.; πρ. Λακεδαιμονίοις Ὀλυμπιάδα to give them the honour of an Olympic victory, Hdt.; πρ. κακὸν τῇ πόλει Aesch.; εὔκλειαν σαυτῇ Soph.; πρ. δεῖμά τινι, Lat. incutere timorem alicui, Eur.
3. with acc. of the object struck, ἀρούρας προσβάλλειν, of the Sun, to strike the earth with his rays, Hom.; of smells, βροτοῦ [ὀσμὴ] με προσέβαλε Ar.
4. metaph. to attend to a thing or to add, Soph.
5. μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν do not drive me by force to give way, Soph.
II. intr. to strike against, to make an attack or assault upon, τινί Aesch., etc.; πρὸς τὸ τεῖχος Hdt.:—absol. to attack, charge, Hdt.; προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν by assault, Xen.
2. to put in with a ship, ἐς τὸν λιμένα Thuc.; πρὸς Τάραντα Thuc.; c. dat., Σικελίᾳ Thuc.
B. Mid. to throw oneself upon, attack, τινα Il.