προβαίνω
English (LSJ)
fut. -βήσομαι: pf. -βέβηκα: aor. 2 προὔβην, imper. πρόβᾱ, Ar.Ach.262, E.Alc.872 (lyr.), pl. A πρόβᾱτε S.OC841 (lyr.), E. HF1047 (lyr.): Hom. has only pf.and pres. part. προβιβάς (as if from βίβημἰ, Il.13.18, but προβιβῶντα (-τἰ (as if from βιβάὠ ib.807, al. codd. (v. infr.); imper. προβιβάσθων Hsch.; part. προβάοντε, read by Aristarch. for προβοῶντε, Il.12.277; προβῶντες Cratin.126:— step forward, advance, κραιπνά, κοῦφα ποσὶ προβιβάς, Il.13.18, 158, Od.17.27; τὸν δ' ὦκα προβιβάντα (-βιβῶντα codd.) πόδες φέρον 15.555; ὑπασπίδια προβιβάντι (-βιβῶντι codd.) Il.13.807, cf. 16.609; π. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Arist.HA604b5: c. acc. cogn., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα π. E.Alc.263 (lyr.); μέγα π. take a big stride forward, Hp.Art.60. b of hair, grow, Lib.Or.64.50. 2 as a mark of time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i.e. it is past midnight. Il.10.252; ἡ νὺξ π. the night is wearing fast, X.An.3.1.13: hence of time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.3.53, 140; ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι S.Ph.285; also τὰ μὲν προβέβηκεν the past, Thgn.583; προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, Hdt.7.23, Plb.2.47.3; τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Hegesand.21; ἐκ τοῦ προβεβηκότος, e re nata, on the spur of the moment, Plb.7.12.2: of Age, προβήσεται ἡ ἡλικία X.Ap.6; of persons, οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys.24.16, cf. D.S.12.18; π. τῶν ἡμερῶν, ταῖς ἡμέραις, LXX Jo.13.1, 23.1: abs., οἱ π. Bato 7.9, Luc.Nigr. 24; ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Macho ap.Ath.13.580c; προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Ev.Luc.1.7, cf. 18; ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθε π. Pl.Ep. 325c; π. εἰς πεντήκοντα ἔτη D.C.68.4 (nisi leg. προεβεβιώκεἰ. 3 metaph. of narrative, argument, action, events, μὴ πέρα προβῇς λόγου Cratin.66; προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.1.5; προβάς φησιν… further on, Demetr.Lac.Herc.1012.12, cf. Phld.Rh.1.87 S.; π. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς went on…, Hdt.6.75; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῦον the nation was organized in a series of overlordships and mandates, Id.1.134; προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω A.Pr. 249; π. ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant.853 (lyr.); οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα τοῦ βουλεύματος Ar.Ach.836; ποῖ προβήσεται λόγος; E.Hipp.342; πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται; Id.Or.511, cf. 749; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Id.Alc.785; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν Id.Med.907; τὸ ἔθος ἐπὶ πολὺ προβαίνει Aeschin.1.179: impers., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε .. it has gone so far that...Pl.Lg.839c; π. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, X.Ap.30; π. εἰς τοῦτο ἔχθρας ὥστε… D.12.16; εἰς ἀταξίαν Aeschin.3.38; μέχρι τίνος Plb. 2.1.3; ἐπὶ τὸ χεῖρον π. τὰ πράγματα Id.5.30.6: in good sense, make progress, τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε… Pl.Tht.187a; of an enterprise, prosper, succeed, BGU1209.10 (i B.C.), etc. II go before, i.e. be superior to, another, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Il.6.125; κράτεϊ 16.54, cf. 23.890; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε by might and awe he is over, i.e. rules, Trachis, Hes. Sc.355, cf. Call. Epigr.1.5. III c. acc. rei, overstep, τέρμα προβάς Pi N.7.71. IV with acc. of the instrum. of motion, πόδα π. Thgn.283; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον Ar.Ec.161, cf. Luc.Hist. Conscr.29; προβὰς δὲ κῶλον E.Ph.1412; ἀρβύλαν προβάς Id.Or.1470 (lyr.); προβεβήκασι τὰ ἀριστερά have their left legs foremost (v.l. προβεβλήκασι, v. προβάλλω A. Il.1), Arist.IA706a7; προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβάς Poll.5.23. V Causal, in fut. Act., move forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pi.O.8.63.
German (Pape)
[Seite 709] (s. βαίνω), wovon Hom. außer dem perf. noch das partic. praes. προβιβάς und προβιβῶν hat, – 1) vorschreiten, vorwärtsgehen, ἄστρα προβέβηκε, Il. 10, 252, κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, 18. 18, wie κοῦφα ποσὶ προβιβάς 158. u. öfter; ὑπασπίδια προβιβῶντος, 16, 609, wie 13, 807; τὸν δ' ὦκα προβιβῶντα πόδες φέρον, Od. 15, 555; οἵαν ὁδὸν προβαίνω, Eur. Alc. 264, u. oft allein; übertr. προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, ich werde in der Erzählung weiter gehen, Her. 2, 5, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω, Aesch. Prom. 247, προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους, Soph. Ant. 846; auch von der Zeit. ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι, Phil. 265; σκῆψιν ἔς τινα, Eur. Or. 747; μὴ πέρα προβῇς τῶνδε, Hipp. 504. ποῖ προβήσεται λόγος, 342; οὐκ ἄξιον περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; εἰς τὸ πρόσθεν, Rep. VIII, 604 b; ἡ νὺξ προβαίνει, Xen. An. 3, 1, 13; προβαίνοντος τοῦ πολέμου, Pol. 2, 47, 3, u. öfter. – Dah. 2) vorangehen, übertreffen, überlegen sein, mit dem gen. der Person, die man übertrifft, u. dem dat. der Sache, in der man übertrifft, νῦν γε πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, Il. 6. 125, wie 23. 890; ὅ τε κράτεϊ προβεβήκῃ, 16, 54; δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, durch Macht und Ehrfurcht, die er einflößt, ist er Trechis überlegen, d. i. herrscht er über Trechis, Hes. Sc. 355. Auch = überschreiten, τέρμα προβάς Pind. N. 7, 71. – 3) Fortgang haben, von Statten gehen, gelingen, μὴ προβαίη μεῖζον κακόν, Eur. Med. 907. τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, Alc. 788; προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, das Volk machte Fortschritte in Befehlen, dehnte seine Macht aus, Her. 2, 5, τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥςτε, Plat. Theaet. 187 a; ἐπεὶ ὁ λόγος παγκάλως προβέβηκε, Hipp. mai. 296 b; Xen., Oratt. u. Folgde; τὰ ἀσεβήματα μέχρι τίνος προὔβη, Pol. 2, 1, 3; ἐπὶ τὸ χεῖρον προὔβαινε τὰ πράγματα, 5, 30, 6. – Trans. τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει, vorwärts bewegen, bringen, Pind. Ol. 8, 63. – Anders πόδα τόνδε πρόβαινε, Theogn. 283; Μυκηνίδ' ἀρβύλαν προβάς, Eur. Or. 1470; προβὰς κῶλον δεξιόν, Phoen. 1421, eigtl. mit dem rechten Fuße vorgehen, den rechten Fuß vorsetzen; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα, Ar. Eccl. 161.
French (Bailly abrégé)
impf. προέβαινον, p. contr. προὔβαινον, f. προβήσομαι, ao. προέβην, par contr. προὔβην, pf. προβέβηκα;
I. 1 marcher en avant, s'avancer : ἐκ Κορίνθου LUC sortir de Corinthe ; ἄστρα προβέβηκε IL les astres se sont avancés dans leur course, càd il est minuit passé ; χρόνου προβαίνοντος HDT le temps s'avançant ; οἱ ἤδη προβεβηκότες PLUT ceux qui sont déjà avancés en âge, les vieillards;
2 fig. faire des progrès, croître : ἐπ' ἔσχατον θράσους προβαίνειν SOPH en venir au comble de la hardiesse;
II. marcher avant, dépasser, surpasser : τινός τινι qqn en qch.
Étymologie: πρό, βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-βαίνω, ep. ptc. praes. προβιβάς (alleen in nom. ) en προβιβῶν (alle vormen behalve nom. ); aor. imperat. πρόβᾱ, plur. πρόβᾱτε; causat. fut. 3 sing. Dor. προβᾱ́σει voortgaan, vooruit lopen:; κοῦφα ποσὶ προβιβάς lichtvoetig vooruitgaand, vooruit lopend Il. 13.158; ἄστρα προβέβηκε de sterren zijn al ver in hun baan Il. 10.252; met gen. voor iem. uitlopen:; πολὺ προβέβηκας ἁπάντων jij bent ver voor de anderen (in de slaglinie) uitgelopen Il. 6.125; perf. ook overdr. voor zijn, overtreffen:; ἴδμεν... ὅσον προβέβηκας ἁπάντων wij weten hoezeer u allen overtreft Il. 23.890; met acc. v. h. inw. obj..; οἵαν ὁδόν... προβαίνω wat een weg moet ik gaan Eur. Alc. 263; anders oortige acc. v. h. inw. obj..; οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον ik kan de ene voet niet meer voor de andere krijgen Aristoph. Eccl. 161; Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβάς een Myceense laarsstap zettend Eur. Or. 1470; van tijd voortgaan, voorbijgaan:; ἡ νὺξ προβαίνει de nacht vordert Xen. An. 3.1.13; van pers.. οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ de mensen van gevorderde leeftijd Lys. 24.16 = οἱ προβεβηκότες Luc. 8.24. overdr. verdergaan, vervolgen:; προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; ben je nog verder gegaan dan dit? Aeschl. PV 247; met ἐπί + acc..; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους doorgestoten tot de hoogste mate van durf Soph. Ant. 853; met εἰς + acc..; προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου ik zal verdergaan met mijn verhaal Hdt. 1.5.3; ποῖ προβήσεται λόγος waar zal het gesprek op uitdraaien? Eur. Hipp. 342; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν moge de rampspoed niet verdergaan dan hij nu al is Eur. Med. 907; ἐπιτάμνων προέβαινε ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς al snijdend ging hij verder van zijn onderbenen naar zijn bovenbenen Hdt. 6.75.3; onpers..; εἰς τοῦτο προβέβηκε νῦν ὥστε... het is nu zo ver gekomen dat... Plat. Lg. 839c; voortgang maken:. τοσοῦτόν γε προβεβήκαμεν ὥστε μὴ ζητεῖν we zijn in ieder geval zo ver gevorderd, dat we niet hoeven te zoeken Plat. Tht. 187a.
Russian (Dvoretsky)
προβαίνω: (fut. προβήσομαι - см. тж. 9; aor. 2 προέβην - стяж. προὔβην, pf. προβέβηκα)
1 идти вперед, передвигаться, шествовать (κραιπνὰ ποσί Hom.; ὁδόν τινα Eur.);
2 выдвигать, выставлять (προβὰς κῶλον δεξιόν Eur.): οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον Arph. я и одной ногой не шевельну, т. е. не сделаю ни шагу;
3 выступать, выходить (ἐξ Κορίνθου Luc.);
4 продвигаться вперед: ἄστρα προβέβηκε Hom. звезды передвинулись, т. е. часть ночи уже прошла; προβαίνοντος τοῦ ἔργου Her. по мере того, как работа продвигалась вперед; οἱ προβεβηκότες (τῇ ἡλικίᾳ) Lys., Plut., Luc. и ἐν ταῖς ἡμέραις NT люди пожилого возраста, старики; π. ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Her. продолжать рассказ;
5 уходить (ἡ νὺξ προβαίνει Xen.);
6 доходить, достигать (ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους Soph.): εἰς τοῦτο προβέβηκε νῦν (impers.), ὥστ᾽ οὐδ᾽ ἄν ποτε γενέσθαι δοκεῖ Plat. дело дошло теперь до того, что это считается невозможным; ἐπὶ τὸ χεῖρον προβαίνει τὰ πράγματα Polyb. дела идут все хуже и хуже;
7 опередить, превзойти (προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει Hom.): δυνάμει π. τινός Hes. превзойти могуществом что-л., т. е. иметь власть над чем-л.;
8 переступать, переходить (τέρμα Pind.);
9 (только fut. προβήσω) двигать вперед, продвигать (τινά Pind.).
English (Autenrieth)
part. προβιβάς, προβιβῶντι, -α, perf. προβέβηκα, plup. προβεβήκει: go forward, advance, and fig., surpass, τινός, Il. 6.125; ἄστρα προβέβηκε, are ‘verging low,’ ‘forward’ toward their setting, Il. 10.252.
English (Slater)
προβαίνω
a ? go over ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Turyn: προβάς codd.) (N. 7.71)
b fut. causal, advance τίς τρόπος ἄνδρα προβσει (O. 8.63)
English (Strong)
from πρό and the base of βάσις; to walk forward, i.e. advance (literally, or in years): + be of a great age, go farther (on), be well stricken.
English (Thayer)
perfect participle προβεβηκώς; 2nd aorist participle προβάς; from Homer down; to go forward, go on (cf. πρό, d. α.): properly, on foot, ἐν ταῖς ἡμέραις προβεβηκώς, advanced in age, ἡμέρα, at the end; τήν ἡλικίαν, Herodian, 2,7, 7 (5 edition, Bekker); τῇ ἡλικία, Lysias, p. 169,37; (Diodorus 12,18); ταῖς ἡλικιαις, Diodorus 13,89; (cf. Liddell and Scott, under the word, I:2)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῖς σκέλεσι», Αριστοτ.)
2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότες
άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι
νεοελλ.
1. (με την πρόθεση σε) προβαίνω σε...
ενεργώ, αρχίζω να κάνω κάτι («μετά την επίθεση η Ελλάδα προέβη σε έντονο διάβημα στον ΟΗΕ»)
2. προβάλλω, παρουσιάζομαι («προβαίνει η χαραυγούλα», Κρυστ.)
3. φρ. «προβεβηκυία ηλικία» — η προχωρημένη, η γεροντική ή η σχεδόν γεροντική ηλικία
αρχ.
1. (για τρίχες) αναπτύσσομαι, μεγαλώνω
2. μτφ. (για διήγηση, λογικό επιχείρημα, συζήτηση, ενέργεια ή γεγονός) βαίνω προς τα εμπρός, προοδεύω («προβήσομαι εἰς τὸ πρόσω τοῦ λόγου», Ηρόδ.)
3. υπερέχω, υπερτερώ («πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει», Ομ. Ιλ.)
4. διαβαίνω
5. κάνω κάποιον να πάει μπροστά, να προοδεύσει («τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει;», Πίνδ.)
6. φρ. α) «μέγα προβαίνω» — κάνω μεγάλο βήμα προς τα εμπρός
β) «ἄστρα προβέβηκε» — πέρασαν τα μεσάνυχτα
γ) «ἡ νὺξ προβαίνει» — η νύχτα προχωρεί
δ) «ἐκ τοῦ προβεβηκότος» — υπό την πίεση τών περιστάσεων
ε) «προβαίνει τὸ ἔθνος ἄρχον καὶ ἐπιτροπεῡον» — το έθνος αυξάνει την κυριαρχία του
στ) «εἰς τοῦτο προβέβηκε» — έχει προχωρήσει σε τέτοιο σημείο ώστε...
ζ) «προβαίνω τὰ ἀριστερά»
(για ζώο) έχω τα αριστερά σκέλη εμπρός.
Greek Monotonic
προβαίνω: μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα· Αττ. αόρ. βʹ προὔβη· επίσης, Επικ. μτχ. προβιβάς (όπως αν προερχόταν από βίβημι),
I. 1. βαδίζω, βαίνω εμπρός, προχωρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για χρόνο, ἄστρα προβέβηκε, έχουν προχωρήσει πολύ στον ουρανό, δηλ. είναι περασμένα μεσάνυχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ νὺξ προβαίνει, η νύχτα προχωρεί γρήγορα, σε Ξεν.· έπειτα, λέγεται για τον χρόνο τον ίδιο, τοῦ χρόνου προβαίνοντος, καθώς ο χρόνος, ο καιρός προχωρεί, παρέρχεται, σε Ηρόδ.· ομοίως, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου, στον ίδ.· λέγεται και για πρόσωπα, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, οι προχωρημένοι στην ηλικία, σε Λυσ. κ.λπ.
2. μεταφ., λέγεται για διήγηση, επιχείρημα, συζήτηση, ενέργεια, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· προβαίνω ἐπ' ἔσχατον θράσους, σε Σοφ.· τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται, σε Ευρ.· προβαίνω πόρρω μοχθηρίας, είμαι σε προχωρημένο βαθμό μοχθηρίας, είμαι μοχθηρός πολύ, σε Ξεν.· προβαίνω εἰς τοῦτο ἔχθρας, σε Δημ.
3. προοδεύω, προχωρώ, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, το έθνος προόδευε αυξάνοντας την κυριαρχία του, συνέχισε επεκτείνοντας την επιβολή του, σε Ηρόδ.· μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν, για να μην προχωρήσει περισσότερο, για να μην αυξηθεί, σε Ευρ.
II. υπερβάλλω, υπερτερώ, δηλ. βρίσκομαι μπροστά ή είμαι ανώτερος από τον άλλο, με γεν., προβέβηκας ἁπάντων, σε Ομήρ. Ιλ.· Τρηχῖνος προβέβηκε, ανεδείχθη υπέρτερος, δηλ. νίκησε, σε Ησίοδ.
III. με αιτ. πράγμ., υπερβαίνω, τέρμα προβάς (αντί ὑπερβάς), σε Πίνδ.
IV. στους Ποιητές, πόδα προβαίνω, προχωρώ, κινώ το πόδι, σε Θέογν.· τὸν πόδα, σε Αριστοφ.· προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς, σε Ευρ.· βλ. βαίνω Α. II. 3.
V. μτβ., σε Ενεργ. μέλ., τοποθετώ μπροστά, προωθώ, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ];, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
προβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα· ἀόρ. β΄ προΰβην· ― ἐν τῶν τύπων τούτων ὁ Ὅμηρ. χρῆσιν ποιεῖται μόνον τοῦ πρκμ.· ἀλλ’ ἔχει μετοχ. ἐνεστ. προβιβάς (ὥσπερ ἐκ ῥήματ. βίβημι), ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. προβιβῶν (ὥσπερ ἐκ ῥήματ. βιβάω)· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τύπον προβιβάσθων· ― ὡσαύτως ἀντὶ προβοῶντε ἐν Ἰλ. Μ. 277, ὁ Σχολ. ποιεῖται μνείαν διαφόρ. γραφῆς προβάοντε (ὥσπερ ἐκ ῥήματ. προβάω, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ.) καὶ προβῶντες δὲ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κρατίνῳ ἐν «Νόμοις» 5 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. ἐκβάω· εἰς τὸν τύπον τοῦτον γραμματικοί τινες ἀναφέρουσι τὴν προστ. πρόβᾱ (ἥτις συνήθως λαμβάνεται ὡς κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πρόβηθι), Εὐρ. Ἄλκ. 872, Ἀριστοφ. Ἀχ. 262· προβᾶτε Σοφ. Ο. Κ. 841, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1047 καὶ ἐν ἅπασι τοῖς λυρ. χωρίοις· ἴδε Ahrens D. Dor. 338. Ὡς καὶ νῦν, βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, βαδίζω, προχωρῶ, κραιπνὰ (κοῦφα) ποσὶ προβιβὰς Ἰλ. Ν. 18, 158, Ὀδ. Ρ. 27· τὸν δ’ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον Ὀδ. Ο. 555· ὑπασπίδια προβιβάντι Ἰλ. Ν. 807, Π. 609· οὕτω καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ., Αἰσχύλ. Πρ. 247, κτλ.· πρ. εὐθέσι τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἵαν ὁδὸν ἁ δειλαιοτάτα πρ. Εὐρ. Ἄλκ. 262· προβεβήκασι τὰ ἀριστερά, ἔχουσι τοὺς ἀριστερούς των πόδας πρὸς τὰ ἐμπρός, (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. προβεβλήκασι, ἴδε προβάλλω ΙΙ. 1), Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 4, 9. 2) ὡς σημεῖον χρόνου, ἄστρα προβέβηκε, ἔχουσι προβῆ πολὺ ἐν τῷ οὐρανῷ, δηλ. ἐπέρασαν τὰ μεσάνυκτα, Ἰλ. Υ. 252· ἡ νὺξ προβαίνει, ἡ νὺξ προχωρεῖ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρόνου αὐτοῦ, τοῦ χρόνου προβαίνοντος, προχωροῦντος, παρερχομένου, Ἡρόδ. 3. 53, 140· ὁ μὲν χρόνος δὴ διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Σοφ. Φιλ. 285· οὕτω, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 23, Πολύβ. 2. 47, 3· τοῦ κώθωνος εὖ μάλα προβεβηκότος Ἀθήν. 477Ε· ― ἐπὶ ἡλικίας, προβήσεται ἡ ἡλικία Ξεν. Ἀπολ. 6˙ καὶ ἐπὶ προσώπων, τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, τοὺς ὄντας ἐν προβεβηκυίᾳ ἡλικίᾳ, Λυσ. 169. 38, Διόδ. 12. 18˙ καὶ ἀπολ., οἱ προβεβηκότες Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 9, Λουκ. Νιγρῖν. 24˙ ὡσαύτως, ἐπεὶ προέβη τοῖς ἔτεσιν Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C· προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, πρβλ. 18˙ ἡλικίας εἰς τὸ πρόσθεν πρ. Πλάτ. Ἐπιστ. 325C· πρ. εἰς πεντήκοντα ἔτη Δίων Κ. 68. 4˙ ― ἀλλ’ ἐπὶ χρόνου ὡσαύτως, παρέρχομαι, «περνῶ», «διαβαίνω», Θέογν. 583, πρβλ. Πολύβ. 7. 11, 2. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λογικοῦ ἐπιχειρήματος ἢ συζητήσεως, ἐπὶ ἐνεργείας, ἐπὶ γεγονότων, ἐπίσχες αὐτοῦ, μὴ πέρα προβῇς λόγου Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 6˙ προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 5˙ πρ. ἐκ τῶν κνημέων ἐς τοὺς μηρούς, προεχώρησαν..., ὁ αὐτ. 6. 75˙ προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω Αἰσχύλ. Πρ. 247˙ πρ. ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853˙ ποῖ προβήσεται λόγος; Εὐρ. Ἱππ. 342˙ πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 511, πρβλ. 749˙ τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 758˙ ἀπροσ., εἰς τοῦτο προβέβηκε ὥστε..., ἔχει προχωρήσῃ μέχρι τοσούτου, ὥστε..., Πλάτ. Νόμ. 839C· τοσοῦτον προβεβήκαμεν ὥστε... ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α˙ καὶ προβήσεσθαι... πόρρω μοχθηρίας, καὶ ὅτι θὰ προχωρήσῃ εἰς μέγαν βαθμὸν μοχθηρίας, Ξεν. Ἀπολ. 30˙ πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Δημ. 162. 2˙ εἰς ἀταξίαν Αἰσχίν. 59. 5˙ μέχρι τινὸς Πολύβ. 2. 1, 3. 4) βαίνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, προοδεύω, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον, προώδευεν αὐξάνον τὴν κυριαρχίαν του, Ἡρόδ. 1. 134˙ τοσοῦτον προβεβήκαμεν, Λατ. tantum profecimus, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α˙ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακὸν Εὐρ. Μήδ. 907˙ πρ. ἐπὶ πολὺ Αἰσχίν. 25. 30˙ ἐπὶ τὸ χεῖρον πρ. τὰ πράγματα Πολύβ. 5. 30, 6. ΙΙ. ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, πολὺ προβέβηκας ἁπάντων σῷ θάρσει, «κατὰ πολὺ πάντας ὑπερβάλλεις τῇ σῇ εὐτολμίᾳ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 125˙ κράτεϊ Π. 54, πρβλ. Χ. 190˙ δυνάμει τε καὶ αἰδοῖ Τρηχῖνος προβέβηκε, ἀνεδείχθη ὑπέρτερος τῶν Τραχινιῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 355. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., τέρμα προβὰς (ἀντὶ ὑπερβὰς) Πινδ. Ν. 7. 104. IV. ἐνίοτε παρὰ ποιηταῖς μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως, πόδα πρ. Θέογν. 283˙ τὸν πόδα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 161˙ προβὰς δὲ κῶλον Εὐρ. Φοίν. 1412˙ ἀρβύλαν προβὰς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1470˙ προβὰς τὸν πόδα τὸν ἀριστερὸν, καὶ τὸν δεξιὸν ὑποβὰς Πολυδ. Ε΄, 23, πρβλ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29˙ ἴδε βαίνω ΙΙ. 4. V. Μεταβατ. ἐνεργείας, ἐν τῷ ἐνεργητ. μέλλ., κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, διδάσκω αὐτὸν πῶς ὑπάγῃ ἐμπρὸς, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; «διδάξει» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 83.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι perf. -βέβηκα attic aor.2 προὔβην epic part. προβιβάς
I. to step on, step forward, advance, Hom., etc.:—as a mark of time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i. e. it is past midnight, Il.; ἡ νὺξ προβαίνει the night is wearing fast, Xen.; then of time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.; so, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Hdt.; and of persons, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys., etc.
2. metaph. of narrative, argument, events, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.; πρ. ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph.; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Eur.; πρ. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, Xen.; πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Dem.
3. to advance, proceed, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον the nation kept making advances in dominion, kept extending its sway, Hdt.; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν lest it creep on, increase, Eur.
II. to go before, i. e. to be before or superior to another, c. gen., προβέβηκας ἁπάντων Il.; Τρηχῖνος προβέβηκε he was set over, i. e. ruled, Trachis, Hes.
III. c. acc. rei, to overstep, τέρμα προβάς (for ὑπερβάσ) Pind.
IV. in Poets, πόδα πρ. to advance the foot, Theogn.; τὸν πόδα Ar.; προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς Eur.; v. βαίνω A. II. 3.
V. Causal, in fut. act., to put forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pind.
Chinese
原文音譯:proba⋯nw 普羅-白挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:以前-步
字義溯源:往前走,已上了(年紀),上了(年紀),推前;由(πρό)*=前)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(3)
譯字彙編:
1) 往前走(2) 太4:21; 可1:19;
2) 上了(2) 路1:7; 路1:18;
3) 已上了(1) 路2:36
Translations
advance
Bulgarian: напредвам; Danish: avancere; Esperanto: progresi; Finnish: edetä; French: progresser; Greek: προχωρώ, προχωράω, εξελίσσομαι; Ancient Greek: προβαίνω, προέρχομαι, προποδίζω, προχωρέω, χωρέω, χωρῶ; Hungarian: halad; Italian: avanzare; Latin: proficio; Portuguese: seguir; Romanian: progresa; Thai: ก้าวหน้า