βάλλω
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
fut. βᾰλῶ (in Att. Prose only in compds.), Ion.
A βαλέω Il. 8.403, βαλλήσω Ar.V.222,1491: aor. 2 ἔβᾰλον, Ion. προ-βάλεσκε Od. 5.331; later aor. 1 ἔβαλα LXX3 Ki.6.1 (5.18); Ep. and Ion. inf. βαλέειν Il.2.414,al., Hdt.2.111,al., but βαλεῖν Il.13.387, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part. βλείς Id.176, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): pf. βέβληκα: plpf. ἐβεβλήκειν, Ep. βεβλήκειν Il.5.661:—Med., Ion. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74: fut. βᾰλοῦμαι (προ-) Ar.Ra.201, (ἐπι-) Th.6.40, etc., Ep. βαλεῦμαι (ἀμφι-) Od.22.103: aor. 2 ἐβᾰλόμην, Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68.γ, used mostly in compds.:—Pass., fut. βληθήσομαι X.HG7.5.11, (δια-) E.Hec.863; also βεβλήσομαι Id.Or.271, Hld.2.13, (δια-) D.16.2; part. δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13 (Ep. fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): aor. ἐβλήθην Hdt.1.34, Th.8.84, etc.: Hom. also has an Ep. aor. Pass., ἔβλητο Il.11.675, ξύμβλητο 14.39; subj. βλήεται Od.17.472; opt. βλῇο or βλεῖο Il.13.288; inf. βλῆσθαι 4.115; part. βλήμενος 15.495: pf. βέβλημαι, Ion. 3pl. βεβλήαται 11.657 (but 3sg. h.Ap.20), opt. δια-βεβλῇσθε And.2.24: plpf. ἐβεβλήμην (περι-) X.HG7.4.22, (ἐξ-) Isoc.18.17; Ion. 3pl. περι-εβεβλέατο Hdt.6.25.—Ep. pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω. A Act., throw: I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand, βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495; τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350, cf. 4.473, al.; so even in ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει . . δουρί 5.73; and δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.: βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514: c. dupl. acc. pers. et partis, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583: c. acc. partis only, 5.19,657; so τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν . . βάλεν ἰῷ Od.22.15; δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144: c. acc. cogn., ἕλκος. ., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib.281. 2 less freq. of things, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag.1390: metaph., κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200, cf. HF1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479; ἔβαλλε . . οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885 (so Pass., σελήνη . . δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122 (Phld.)); strike the senses, of sound, ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535, cf. S.Ant.1188, Ph.205 (lyr.); of smell, ὀσμὴ β. τινά Id.Ant.412; τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr.538. 3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj.1244, E.El.902, Ar. Th.895; στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57 (hence metaph., praise, Id.O.2.98); φθόνος βάλλει A.Ag.947; φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37. II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom., βαλὼν βέλος Od.9.495; χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5. 346, cf. Od.20.62; ἐν νηυσὶν . . πῦρ β. Il.13.629: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing, οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι . . βάλλον 12.155; βέλεσι Od.16.277: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75; ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29; ἐπίσκοπα Luc.Am.16; alone, οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis.391a. 2 generally of anything thrown, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314; τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26; β. κόπρον POxy.934.9 (iii A. D.): hence β. ἀρούρας manure, PFay.118.21 (ii A. D.): metaph., ὕπνον . . ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364; β. σκότον ὄμμασι E.Ph.1535(lyr.); β. λύπην τινί S.Ph.67. b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188; γῆς ἔξω β. S.OT622; β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj.1333; ἄτιμον Id.Ph.1028:—Pass., ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164 (Mel.); βεβλημένος on a sick-bed, Ev.Matt.8.14: then metaph., ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221; ὅς με μετ' . . ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr.390, E.Tr.1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT657, Tr.940 (but in E.Tr.305 β. αἰτίαν ἔς τινα) ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053. 3 let fall, ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, cf. 23.697; β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, cf. 114; κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206; κατ' ὄσσων E.Hipp.1396; αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib.576a4; βοῦς βεβληκώς SIG958.7 (Ceos). 4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ὄμματα πρὸς γῆν E.Ion 582; πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or.958: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at... Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at... Id.3.8.10. 5 of animals, push forward or in front, τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib.639; βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44: metaph., β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12. 6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste, τὼ μὲν . . βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574, cf. 17.40, 21.104; μῆλα . . ἐν νηΐ β. Od.9.470; ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh.721 (lyr.); φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51; τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour, οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17; εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph., ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513; ὅπως . . φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201; ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr.706, S.OT975. b esp. of putting round, ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722; of clothes or arms, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ' αἰγίδα 18.204; put on, φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5. c place money on deposit, ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις Ev.Matt.25.27. d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.). 7 of dice, throw, τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp.330: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu.751: metaph., εὖ or καλῶς βάλλειν to be lucky, successful, Phld.lr.p.51 W., Rh.1.10 S. III intr., fall, ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς) ἔβαλε Act.Ap.27.14; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ . . τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag.1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at... A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon. ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4. 2 in familiar language, βάλλ' ἐς κόρακας away with you! be hanged! Ar.V.835, etc.; βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a, cf. Men.Epit.389. B Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op.107; εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ . . βάλλεαι Il.9.435; ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234; θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610. 2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.; ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA1513(lyr.). 3 ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον conceive, Hdt.3.28. 4 lay as foundation, κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form, οἰκοδομίας Pl.Lg.779b; χάρακα Plb.3.105.10, Poll. 8.161; simply, build, ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti.73d. II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or.303). (Arc. -δέλλω in ἐσ-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt.galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)
German (Pape)
[Seite 429] werfen, treffen; entst. aus βαλίω; fut. βαλῶ, Ar. Vesp. 1491 βαλλήσεις, 222 βαλλήσομεν, wie Sp., die auch aor. ἐβάλλησα bilden, sonst ἔβαλον; perf. βέβληκα; βέβλημαι, 2. pers. βέβληαι Iliad. 5, 284. 13, 251 u. als Dactylus 11, 380; episch βεβόλημαι, Hom. βεβολημένος Iliad. 9, 9 Odyss. 10, 247, βεβολήατο Iliad. 9, 3; aor. pass. ἐβλήθην, u. diesem gleichbedeutend episch syncop. aor. med. ἔβλητο, βλῆτο, βλήεται Odyss. 17, 472, βλεῖο Iliad. 13, 288, βλῆ σθαι, βλήμενος. – Die beiden Perfecta βέβλημαι u. βεβόλημαι unterscheidet Hom. nach Aristarchs Beobachtung so, daß er βεβόλημαι nur da gebraucht, wo von der verwundeten Seele die Rede ist, βέβλημαι dagegen vom verwundeten Körper; Scholl. Aristonic. Iliad. 9, 3 βεβολήατο: ἡ διπλῆ, ὅτι ἔνιοι βεβλήατο, καὶ Ζηνόδοτος οὕτως. ἐπὶ δὲ τῆς κατὰ ψυχὴν τρώσεως καὶ ἀλγηδόνος ἀεὶ τοῦτο τάττει· ἐπὶ δὲ τῆς κατὰ σῶμα πληγῆς οὐκέτι οὕτως; derselbe zu Iliad. 9, 9 ἡ διπλῆ, ὅτι πάλιν τὸ βεβολημένος διὰ τοῦ ο ἐπὶ ψυχῆς λέγει; falsche Lesart Iliad. 13, 212 κατ' ἰγνύην βεβολημένος ὀξέι χαλκῷ statt βεβλημένος. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 76. – Die 3 pers. sing. plusqpft. act. βεβλήκει oder βεβλήκειν (ἐβεβλήκειν) gebraucht Hom. als einfaches Präteritum, als aorist. oder als imperf.; s. βεβλήκει Iliad. 4, 108. 492. 5, 66. 73. 394. 12, 401. 17, 606 Odyss. 22, 286; v. l. Iliad. 8, 270 ἐπεὶ ἄρ τιν' ὀιστεύσας βεβλήκει, ὁ μὲν αὖθι πεσὼν ἀπὸ θυμὸν ὄλεσκεν, αὐτὰρ ὁ αὖτις ἰών, πάις ἃς ὑπὸ μητέρα, δύσκεν εἰς Αἴανθ'· ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε, besser die andere Lesart βεβλήκοι, optat. iterativ.; Scholl. Didym. zu der Stelle βεβλήκει: Ἀρίσταρχος βεβλήκει; die andere Form, mit dem ν, βεβλήκειν, s. Iliad. 5, 661. 14, 412 Odyss. 22, 258. 275; ἐβεβλήκειν v. l. Iliad. 14, 412 στῆθος ἐβεβλήκειν statt στῆθος βεβλήκειν; Scholl. Didym. daselbst βεβλήκει: οὕτως (verstehe Ἀρίσταρχος) ἔξω τοῦ ν, βεβλήκει, καὶ ἄνευ τοῦ ε. Ζηνόδοτος καὶ Ἀριστοφάνης σὺν τῷ ν, βεβλήκειν. Vgl. noch Scholl. Didym. Iliad. 5, 661 Ἀρίσταρχος μετὰ τοῦ ν βεβλήκειν. Meistens ist βεβλήκει (βεβλήκειν) Versanfang; mitten im Verse Iliad. 14, 412 στῆθος βεβλήκειν, s. vorhin. Als wirkliches plusquamperf. läßt sich βεβλήκει allenfalls ein Paar Male auffassen, s. Iliad. 4, 108. 5. 394; aber Hom. gebraucht eben auch den gewöhnlichen aor. überall statt des plusquamperf., so daß sich aus den bezeichneten Stellen über die ursprüngliche Natur des βεβλήκει Nichts folgern läßt. Die anderen Personen dieses plusquamperf. außer βεβλήκει kommen bei Hom. nicht vor. Vgl. die dem βεβλήκει ähnliche und ähnlich gebrauchte Form βεβήκει s. v. βαίνω. – Die gewöhnlichste Bed. von βάλλειν ist – 1) mit Geschoffen werfen, mit Lanzen, Pfeilen, Steinen u. s. w.; nach Aristarchs Beobachtung (Lehrs Aristarch. p. 61 sqq.) bei Hom. stets im eigentlichsten Sinne, wirklich werfen, d. h. so, daß man die Waffe aus der Hand fahren läßt; Gegensatz οὐτάζειν, τύπτειν, νύσσειν, πλήττειν, stoßen, hauen, stechen, schlagen, wobei man die Waffe in der Hand behält. Iliad. 15, 495 βλήμενος ἠὲ τυπείς, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διαστέλλει τὸ βαλεῖν καὶ τύψαι; 11, 191 ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν; 14, 424 οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διαστέλλει τὸ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν; 21, 576 ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀντιδιαστολὴν τοῦ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν. Zenodot kannte diesen Unterschied nicht; Iliad. 16, 807 ὄπιθεν δὲ μετάφρενον ὀξέι δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε Δάρδανος ἀνήρ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει σχεδὸν οὔτασε Δάρδανος ἀνήρ. ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἐκ βολῆς τέτρωται, ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δείκνυται, »ὥςτοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος (812)«; 20, 274 δεύτερος αὖτ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ' ἀσπίδα πάντοσ' ἐίσην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος μετεποίησεν οὕτως, μελίην ἰθυπτίωνα ἀσπίδα νύξ' ἐς χαλκὸν ἀμύμονος Αἰνείαο. οὐκ ἐκ χειρὸς δὲ ἐπέτυχεν ὁ Ἀχιλλεύς, ὅπερ διὰ τοῦ νύξε σημαίνεται, ἀλλὰ βέβληκε τὸ δόρυ· διὸ καὶ ἑξῆς (283) αὐτὸ βέλος εἴρηκεν. Wenn Mehrere zusammen erwähnt werden, von denen Einer durch einen Wurf, ein Anderer durch Stoß, Hieb, Stich oder Schlag verwundet ist, so gebraucht Homer συλληπτικῶς von Allen zusammen das Wort βάλλειν; Iliad. 14, 28 ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 62. Bei'm Werfen kann man natürlich nahe an das Ziel herantreten, Iliad. 5, 72 τὸν μὲν Φυλείδης ἐγγύθεν ἐλθὼν βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον ὀξέι δουρί, 17, 600 ὁ γάρ ῥ' ἒβαλε σχεδὸν ἐλθών; aber der Grammatiker Seleukos behauptete, die Verbindung σχεδὸν βάλεν sei unerträglich, s. Scholl. Iliad. 16, 807. – Die Sp. beobachten den Homerischen Unterschied zwischen βάλλειν u. οὐτάζειν u. s. w. nicht durchweg; vgl. Lehrs Aristarch. p. 78 sqq. Aecht Homerisch z. B. Herodot. 6, 117 οὔτε πληγέντα οὔτε βληθέντα. – Besondere Arten des Gebrauchs: – a) absolut, Iliad. 8, 289 βάλλ' οὕτως, αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι; 4, 519 βάλε δὲ Θρῃκῶν ἀγὸς ἀνδρῶν, Πείροος Ἰμβρασίδης; Prosa, Thuc. 3, 23; κἂν μήπω βάλλῃ μηδὲ τοξεύῃ Dem. 9, 17; Xen. Anab. 3, 3, 15 οἱ μὲν πολέμιοι τοξεύουσι καὶ σφενδονῶσιν ὅσον οὔτε οἱ Κρῆτες ἀντιτοξεύειν δύνανται οὔτε οἱ ἐκ χει ρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαι. – b) Angabe der Waffe, ἐγχείῃσιν Iliad. 18, 534; λάεσσι 3, 80; κεραυνῷ Odyss. 12, 388; τοῖς λίθοις Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; πέτροις Eur. Andr. 1128; τόξοις Eur. Hec. 388; übertr., κακοῖς, so. λόγοις, mit Schmähreden, Soph. Aj. 1244; ψόγῳ Ar. Th. 895, u. ä.; bes. bei Sp.; ähnl. στεφάνοισι Pind. P. 8, 57. – Seltner steht das Geschoß im accusat.: Hom. Odyss. 9, 495 βέλος, 20, 62 ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσα, Iliad. 5, 346 χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών. – c) Angabe des Zieles; bei Hom. ist nach Aristarchs Beobachtung (s. Lehrs Aristarch. p. 71 sqq) βάλλειν, wenn das Ziel im accus. dabei steht, allemal = treffen, nicht = zielen, zu treffen suchen. Iliad. 11, 376 ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν καὶ βάλεν, οὐδ' ἄρα μιν ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός, ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ βάλεν ἀντὶ τοῦ ἐπέτυχεν, καὶ ὅτι ἐν σχήματι εἴρηκεν, οὐδὲ ἅλιον αὐτὸν ἐξέφυγε τῆς χειρός; 5, 17 Τυδείδεω δ' ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ' ἀκωκὴ ἔγχεος, οὐδ' ἔβαλ' αὐτόν, Scholl. Aristonic. ἔβ αλ': ἀντὶ τοῦ ἐπέτυχεν; 3, 368 ἐκ δέ μοι ἔγχος ἠίχθη παλάμηφιν ἐτώσιον, οὐδ' ἔβαλόν μιν, Scholl. Aristonic. ὅτι σαφῶς τὸ οὐδ' ἔβαλόν μιν σημαίνει ἀντὶ τοῦ οὐδὲ ἐπάταξα αὐτόν; über die v. l. οὐδ' ἐδάμασα vgl. Scholl. Didym. daselbst; 21, 591 ὀξὺν ἄκοντα χειρὸς ἀφῆκεν, καί ῥ' ἔβαλε κνήμην ὑπὸ γούνατος, οὐδ' ἀφάμαρτεν; Odyss. 22, 6 νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι; – mit praeposit., zum Theil Tmesis; Iliad. 3, 347 Ἀλέξανδρος προΐει ἔγχος, καὶ βάλεν Ἀτρείδαο κατ' ἀσπίδα πάντοσ' ἐίσην· οὐδ' ἔρρηξεν χαλκός, ἀνεγνάμφθη δέ οἱ αἰχμὴ ἀσπίδ' ἔνι κρατερῇ; 5, 317 χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών; 11, 108 τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί; – mit doppeltem accusat.: Iliad. 4, 480 πρῶτον γάρμιν ἰόντα βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν δεξιόν· ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου ἔγχος ἦλθεν; 11, 583 καί μιν βάλε μηρὸν ὀιστῷ δεξιόν· ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν, Scholl. Aristonic. καί μιν βάλε μηρὸν ὀιστῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ καὶ αὐτοῦ τὸν μηρὸν ἔτρωσεν; – pass., Iliad. 4, 518 χερμαδίῳ γὰρ βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην δεξιτερήν. – Die Sp. weichen auch hier oft von Hom. ab; Homerisch z. B. Soph. Phil. 289 πρὸς δὲ τοῦθ', ὅ μοι βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος, αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην δύστηνον ἐξέλκων πόδα πρὸς τοῦτ' ἄν; oft = auf etwas schießen, z. B. Thuc. 8, 75 ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν μάλιστα ποιήσαντας καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τοὺς μετασχόντας τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησαν βάλλειν; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν ἐδιδάσκομεν Xen. Cyr. 1, 6, 29; Pol. 1, 48; εἰς τὸ μέτωπον Xen. Cyr. 1, 4, 8; Sp. auch σκοποῦ, ἐπὶ σκοποῦ, Sisyph. 391 a; Luc. Amor. 16. – Selten steht die Wunde im accus. dabei: Iliad. 5, 795 ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἰδίως εἴρηκε ἀντὶ τοῦ βαλὼν ἕλκος ἐποίησεν; Plat. Rep. 3, 408 a ἢ οὐ μέμνησαι ὅτι καὶ τῷ Μενέλεῳ ἐκ τοῦ τραύματος οὗ ὁ Πάνδαρος ἔβαλεν αἷμ' ἐκμυζήσαντ' ἐπί τ' ἤπια φάρμακ' ἔπασσον; – Adverbial, εὔσκοπα, εὔστοχα βάλλειν, gut treffen. – 2) Aehnlich dem Deutschen in vielen anderen Verbindungen, wo nicht von Geschossen die Rede ist. – Wie ἐν κονίῃσι βάλλειν Il. 8, 156 zu Boden strecken, u. ἐν δαπέδῳ χαμαὶ Od. 22, 188: so ist οἶκον β. zerstören, Aesch. Eum. 721; ἐς γόνυ τὴν πόλιν, herunter, in Sklaverei bringen, Her. 6, 27. – Gew. wird verbunden ἐν πυρὶ βάλλειν, ins Feuer werfen, Od. 14, 429; πῦρ ἐν νηυσίν Il. 13, 629; λύματα εἰς ἅλα Il. 1, 314. – 3) In vielfachen Uebertragungen, wo theils ein stärkeres od. schwächeres Berühren und Treffen, theils ein Hinwerfen bezeichnet wird, a) von Eindrücken, welche die Sinne treffen, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Iliad. 10, 535, Tmesis, der Schall umtönt mein Ohr; Ap. Rh. 2, 554; φθόγγος βάλλει με, trifft mich, Soph. Ant. 1173; Phil. 205; wohin auch τὸν ὕμνος ἔβαλεν Pind. N. 3, 62 gerechnet werden kann, der auch kurzweg τίνα βάλλωμεν Ol. 2, 89 sagt, sc. ὕμνῳ, wen wollen wir preisen? ὀσμὴ μὴ βάλῃ ἡμᾶς Soph. Ant. 408; νὺξ ὄμματα ἔβαλλε Call. Lav. Pall. 82. – b) von der Sonne, Strahlen werfen, ἀκτῖσιν β. ἠέλιος, Od. 5, 479; γαῖαν βάλλει ἀκτὶς ἡλίου Eur. Suppl. 659; vgl. Theocr. 2, 86; ἄκρον ἔβαλλε οὐρα νὸν Ἠώς Ap. Rh. 4, 885; σελήνη διὰ θυρίδων βαλλομένη Philod. 7 (V, 123). – e) Uebertr. auf geistige Eindrücke, Befleckung durch Schuld od. Verbrechen, κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος Eur. I. T. 1209; μὴ μύσος με σῶν βάλῃ προσφθεγμάτων Herc. fur. 1219; – πένθεϊ ἀτλήτῳ βεβολήατο Iliad. 9, 3, ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ 9, 9, κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος Odyss. 10, 247, vgl. oben; λύπην τινί Soph. Phil. 67. – d) besprengen, bespritzen, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Iliad. 23, 502; ἃς ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 11, 536. 20, 501; mit Wasser Eur. I. T. 58. – e) anlegen, anfügen, κύκλα ἀμφὶ ὀχέεσσι Il. 5, 722, Tmesis, s. ἀμφιβάλλω; ἀμφὶ ὤμοις αἰγίδα 18, 204, u. öfter von Kleidern; bloß dat., κρήδεμνον πλοκάμοις Agath. 5 (V, 276); χεῖρας ἀμφί τινι, ihn umarmen, Hom., s. ἀμφιβάλλω; ἀμφὶ χεῖρα βάλεν ἔγχεϊ Odyss. 21, 433; ἐν πύλαισιν ἀκοάν, das Ohr an die Thür legen, Eur. Or. 1282. – f) Uebertr., βάλλειν τι ἐν θυμῷ, eingeben, Od. 1, 201; σοφίσματα ἐν καρδίαις Pind. Ol. 13, 16; σὺ τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλε, nimm du meine Worte zu Herzen, Aesch. Prom. 708; αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς Soph. O. R. 975; gewöhnlicher so im med., ἐν θυμῷ δ' ἐβάλοντο ἔπος Il. 15, 566; ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, überlege, beherzige, Od. 12, 218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσἰ βάλλεο σῇσιν, sich etwas zu Herzen nehmen, Iliad. 1, 297; ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι, wie du denkst, Iliad. 20, 196; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεαι, du sinnst auf Heimkehr, 9, 435. So nicht nur die folgenden Dichter, z. B. Theocr. 25, 163 Ap. Rh. 2, 256, sondern auch in Prosa, ἐς θυμὸν βαλεῦ τὸ παλαιὸν ἔπος Her. 7, 51; vgl. 1, 84; ἐπὶ ἑαυτῷ βάλλεσθαι, bei sich überlegen, 3, 155. 5, 73 u. Sp., z. B. Dion. H. 10, 31; εἰς νοῦν τὸ ἔργον Plut. Thes. 24. – g) wie ῥίπτειν, fallen lassen, hinwerfen, von Würfeln, κύβους Aesch. Ag. 33; Eur. Suppl. 330; Plat. Legg. XII, 968 e; auch Sp., wie Plut. Pyrrh. 26; vom Loose, κλῆρον N. T; – εὐνάς, Anker, Od. 9, 137; vgl. Pind. I. 5, 13 u. unten 5 c); ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Odyss. 2, 80; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr. 21, 25; ἄγκιστρον, δίκτυον, das Netz auswerfen, N. T.; οἶνον εἰς ἀσκούς Matth. 9, 17; εἰρήνην ἐπὶ γῆν 10, 34; – ῥόον εἰς ἅλα, ins Meer ergießen, Ap. Rh. 2, 401; absol., βάλλει εἰς ἅλα. ergießt sich, fällt ins Meer, Il. 11, 722 u. Sp., wie Nic. Th. 889; – βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, die Thräne fallen lassen, vergießen, Od. 4, 198; κατ' ὄσσων Eur. Hipp. 1396; κατὰ βλεφάρων Theogn. 1206; – ὀδόντας, schichten, Arist. H. A. 1, 1. 6, 2; – ὁ παῖς βέβληται, ist aufs Krankenlager geworfen, liegt krank, N. T., Matth. 8, 6. 14. 9, 2. – Man vgl. noch ὄμματα ἑτέρωσε βάλλειν, nach der andern Seite hin werfen, Od. 16, 179; πρόσωπον εἰς γῆν Eur. Or. 958; ὄμματα πρὸς γῆν Ion. 582 u. öfter; – ὅθεν τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, Schiffe ins Meer laufen lassen, Od. 4, 359; πρὸς πέτρας, an Felsen werfen, 12, 71; ἵππους πρόσθεβ., vortreiben, Il. 23, 572, wie κάτωθε τὰ μοσχία, herabtreiben, Theocr. 4, 44. – h) εἰς φόβον βάλλειν τινά, in Furcht setzen, Eur. Tr. 1058; ἐς κακόν Od. 12, 221; ἐς ἔχθραν Aesch. Prom. 388; εἰς ὕπνον Eur. Cycl. 574; ἐν αἰτίᾳ, die Schuld beimessen, Soph. O. R. 657; εἰς δεῖμα Her. 7, 139; – ἦ φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, Freundschaft zwischen beiden Theilen stiften, Il. 4, 16. – 4) Intrans., außer dem unter g) bemerkten Falle; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, sich ums Ziel herumwerfend, rennend, Il. 23, 462; in der Sprache des gewöhnlichen Lebens, βάλ' ἐς κόρακας, geh zum Henker, Ar. Vesp. 835 Plut. 782; βάλλ' ἐς μακαρίαν Plat. Hipp. mai. 293 a; wie man bei uns etwa Einem die ewige Seligkeit wünscht; ἐς ὀλβίαν Phot. – 5) Med., a) βάλλεσθαί τι ἐν φρεσί u. ä. s. 3 f); νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, beschlossen es anders, Od. 1, 234, Bekker ἐβόλοντο, s. Scholl. u. vgl. Buttm. Lexil. I p. 31, Andere ἑτέρωσ' ἐβάλοντο, wie Qu. Sm. 10, 427 θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο; sp. D., z. B. Qu. Sm. 2, 133 u. öfter φόνον βάλλεσθαι, Mord bereiten. – b) sich umwerfen; τόξα ἀμφ' ὤμοισιν β., tmesis, Il. 10, 333; ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος 19, 372; χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, sich besprengen, H. h. Cer. 50. – c) κρηπῖδα βάλλεσθαι, den Grund legen, z. B. ἀοιδᾶν Pind. P. 7, 4; σοφῶν ἐπέων 4, 138; οἰκοδομίας Plat. Legg. VI, 779 b; χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem. 18, 87; χάρακα Pol. 3, 105. 110; ἄγκυραν Plat. Legg. XII, 961 c; vgl. Her. 9, 74 u. Plat. Tim. 73 d ψυχῆς δεσμοὺς καθάπερ ἐξ ἀγκύρας βαλλόμενος. Ebenso πείσματα νηός Ap. Rh. 1, 1020 u. öfter; ἀρχὴν τῶν πραγμάτων Lue. Hipp. 4. – d) ἐς γαστέρα, empfangen, sich schwängern lassen, Her. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
f. βαλῶ, ao.2 ἔβαλον, pf. βέβληκα, pqp. ἐβεβλήκη ou ἐβεβλήκειν;
Pass. f. βληθήσομαι, ao. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι;
A. lancer, jeter, d’où
I. tr.
1 lancer : βέλος, λίθον, etc. HOM, etc. un trait, une pierre ; fig. β. ὕπνον ἐπὶ βλεφάροις OD jeter le sommeil sur les paupières ; λύπην τινί SOPH jeter le chagrin dans l’âme de qqn ; ἐν στήθεσσι μένος β. τινί IL jeter le courage dans l’âme de qqn ; τί τινι ἐν θυμῷ OD ou θυμῷ ESCHL ou ἐς θυμόν SOPH jeter qch (un sentiment de colère, de crainte, etc.) dans le cœur (de qqn) ; β. τινὰ ἐς κακόν OD précipiter qqn dans le malheur ; p. anal. κινδύνῳ β. χώραν ESCHL mettre un pays en péril;
2 jeter à terre, renverser : οἶκον ESCHL détruire une maison;
3 lancer, faire tomber : κύβους ESCHL lancer des dés ; ἑτέρωσε β. ὄμματα OD jeter ses regards dans une autre direction ; poser sur ou dans : β. χεῖρα ἀμφί τινι OD jeter ses bras autour de qch (les genoux de qqn, etc.) ; ἀμφί τινι β. πήχεε OD ou abs. ἀμφὶ δὲ χεῖρας β. OD jeter ses bras autour de qqn, embrasser qqn ; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ β. τινί OD jeter ses bras autour du cou de qqn ; β. μῆλα ἐν νηΐ OD embarquer des troupeaux ; κύκλα β. ἀμφὶ ὀχέεσσι IL poser des roues des deux côtés des chars ; β. ἀμφ’ ὤμοις αἰγίδα IL jeter, càd placer vivement son bouclier autour des épaules (d’Achille) ; β. ἀμφί τινι ῥάκος OD jeter des haillons sur le corps de qqn;
4 laisser tomber : δάκρυ OD une larme ; β. ἑτέρωσε κάρη IL laisser tomber sa tête de l’autre côté;
5 jeter de côté, rejeter : β. τινὰ γῆς ἔξω SOPH jeter qqn hors de son pays, le bannir ; ἄθαπτόν τινα SOPH refuser la sépulture à qqn;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν) se jeter : εἰς ἅλα IL dans la mer en parl d’un fleuve. ; β. περὶ τέρμα IL s’élancer autour du but en parl. de chevaux ; ἐν πέδῳ ESCHL se précipiter sur le sol;
B. frapper à distance (d’un trait, d’une pierre, etc.) : β. τινά, frapper qqn d’un trait ; τινα δουρί IL frapper qqn d’une lance ; σάκος λίθῳ IL frapper un bouclier d’une pierre ; τινα μηρὸν ὀϊστῷ IL frapper qqn d’un trait à la cuisse ; τινα στῆθος IL frapper qqn à la poitrine ; βάλλειν τινὰ κατά τι ou τινὸς κατά τι IL frapper qqn en qqe partie du corps ou de son armure ; ἕλκος τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ IL la blessure que lui fit Pandaros en le frappant d’un trait ; fig. β. τινὰ κακοῖς SOPH frapper qqn de malheurs ; φθόνῳ EUR poursuivre qqn de sa haine ; Pass. ἄχει ou πένθει βεβολημένος ἦτορ IL ou κῆρ OD frappé de douleur dans son cœur ; avec un sujet de chose β. τινά, atteindre qqn en parl. de gouttes de sang, de flοts de poussière, etc. ; en parl. du soleil ἀκτῖσιν βάλλειν OD frapper de ses rayons ; p. anal. κτύπος οὔατα βάλλει IL un bruit frappe les oreilles;
Moy. βάλλομαι (f. βαλοῦμαι, ao.2 ἐβαλόμην);
1 jeter sur soi ou qch à soi : ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος IL ou τόξα IL se jeter autour des épaules (le baudrier qui supporte) une épée, un carquois ; fig. τι ἐπὶ θυμῷ βάλλεσθαι IL ou ἐνὶ φρεσί IL, OD ou μετὰ φρεσί IL ou ἐς θυμόν HDT se mettre qch dans l’esprit ; ἐπ’ ἑωυτοῦ βαλόμενος HDT s’étant mis de lui-même (qch) dans l’esprit, ayant décidé d’après son propre jugement;
2 jeter pour soi, pour son usage : β. ἄγκυραν HDT jeter l’ancre.
Étymologie: R. Βαλ > Βλη, lancer ; βάλλω = *βάλϜω ; cf. lat. volvo.
English (Autenrieth)
fut. βαλῶ, βαλέω, aor. ἔβαλον, βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 sing. βεβλήκειν, pass. perf. 3 pl. βεβλήαται, plup. βεβλήατο (also, but only w. metaph. signif., βεβόλητο, βεβολήατο, βεβολημένος), mid. aor. with pass. signif., βλῆτο, subj. βλήεται, opt. 2 sing. βλεῖο, part. βλήμενος: throw, cast, mid., something pertaining to oneself; hence often in the sense of shoot, hit; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἶῷ (μίν is the primary obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘strike,’ ‘conclude,’ Il. 4.16 ; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν, ‘bear in mind’ (note the mid.), Il. 1.297, etc. The various applications, literal and metaphorical, are numerous but perfectly intelligible.—Intrans., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, Il. 23.462; mid. aor., with pass. signif., βλήμενος ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; pass., of the mind only, ἄχεῗ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ, ‘stricken,’ Il. 9.9, , Od. 10.347.
English (Slater)
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ)βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)
a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away (O. 1.58) ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω (P. 1.44) ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) (P. 1.74) εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” (P. 4.43) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met., ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.16) εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον (P. 2.36) δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων (P. 8.77) καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ (P. 9.12) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (ἔλαβον v. l.) (N. 11.30) πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon (O. 13.89) met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; (O. 2.89) μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος (O. 8.55) ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.31) πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) (N. 1.18) & therefore, crown, χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω (P. 8.57) Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων (N. 3.65)
c cast away, lose cf. (O. 1.58) οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες) κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον (O. 8.39)
d med.,
I cast (anchor), met. ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.13)
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met., βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων (P. 4.138) κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι (P. 7.3) ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) (N. 1.8)
e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v. ἐμβάλλω (O. 7.44) τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v. ἐπιβάλλω (P. 11.14) ]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ (Pae. 15.6)
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. pres. ind. 1a plu. βάλλομες Bio.Fr.8.12; fut. βαλέω Il.8.403, βαλλήσω Ar.V.222; aor. ind. ἔβαλα LXX 3Re.6.1b, inf. βαλέειν Il.2.414, opt. βλείης Epich.199, part. βλείς Epich.198; perf. ind. βέβληκα Il.14.412, plusperf. βεβλήκειν Il.5.661; v. med. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74; aor. ind. ἔβλητο Il.11.410, imperat. βαλεῦ Hdt.8.68, subj. βλήεται Od.17.472, opt. βλῇο Il.13.288, inf. βλῆσθαι Il.4.115, part. βλήμενος Il.11.191, Od.22.18, A.R.2.1212; perf. ind. βέβληαι Il.9.9, βεβλήαται Il.11.657, part. βεβολημενος Il.9.9, plusperf. βεβολήατο Il.9.3]
A tr. c. idea de violencia, c. ac. int.
1 de cosa tirar, lanzar, disparar
a) proyectiles c. ac. int. etimológico βαλὼν βέλος Od.5.346, cf. Hp.VC 11, χὠς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλει Theoc.23.5, tb. en v. pas. βαλλομένων τῶν βελῶν D.C.71.2.4
•c. ac. no etimológico χαλκόν Il.5.346, ἰόν Od.20.62, αἰχμὴν βαλεῖν Hdt.2.111, σπόγγους ἀντὶ λίθων βάλλειν D.C.72.20.3, οὐδεὶς ξίφος ἔβαλλεν Ach.Tat.1.32.1, Κρονίδης βαλὼν ἀργῆτα κεραυνόν Batr.285
•usos abs. disparar οἱ γὰρ φίλοι ἑκατέρωθεν βάλλοντες εἶργον Th.4.33, οὔτε ἐκ χειρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.15, φεῦγε· βάλλει· φεῦγ' Call.Fr.191.79, ὀλίγων τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον Ach.Tat.3.13.2
•en v. pas. ἕως ἄπωθεν ἐβάλλοντο D.C.36.49.5
•c. dat. instrum. ἢ βέλεσιν βάλλωσι Od.16.277, ἔβαλλον ... πέτροις E.Andr.1128, ἔβαλον λίθοις τε καὶ τοξεύμασι καὶ ἀκοντίοις Th.4.34, βάλλοντες τοῖς λίθοις Th.4.43, αἵ τε γυναῖκες βάλλουσαι ... τῷ κεράμῳ Th.3.74, cf. 4.48, οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις X.Cyr.2.3.18, μήλοις τε καὶ ἄνθεσιν ἔβαλλον Hld.3.3.8
•fig. ψυχὰν ... βάλλομες arriesgamos la vida Bio Fr.8.12;
b) otros objetos: tirar, arrojar, echar σκῆπτρον βάλῃ γαίῃ Il.1.245, β. εὐνάς echar piedras de anclaje, Od.9.137, τὰ μὲν (μέλεα) ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od.14.429, εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν ἐν ἀλωῇ βάλλειν Hes.Op.807, σπόρον ἐν νειοῖσιν ... βάλλοντες Theoc.25.26, τὰς κλεῖς ἔβαλλε διὰ τῆς ὀπῆς Ach.Tat.2.19.5, βάλλε κρέας εἰς μέσον Arr.Epict.2.22.9;
c) usos abs. en el juego de dados τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας A.A.33, cf. E.Supp.330, βαλὼν ἐπὶ σκόπου acertando en la tirada Luc.Am.16, c. adv. ἂν δὲ βαλῶσι καλῶς si tiran con suerte Phld.Ir.23.39;
d) agr. μὴ οὖν ἀμελήσῃς τοῦ βαλεῖν τὴν κόπρον no descuides echar el estiércol, POxy.934.9 (III d.C.)
•de donde abs. estercolar βάλλω ἓξ ἀρούρας PFay.118.21 (II d.C.).
2 de pers. derribar, arrojar, tirar ἐν κονίῃσι βάλες θαλεροὺς παρακοίτας Il.8.156, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ Od.22.188
•με γῆς ἔξω βαλεῖν desterrarme fuera de la patria S.OT 622, βάλλω ἐματ[ὴ] ν (sic) ἰς θάλασσαν PPetaus.29.9 (II d.C.)
•de un cadáver tirar, dejar insepulto τὸν ἄνδρα τόνδε ... μὴ τλῇς ἄθαπτον ἀναλγήτως βαλεῖν S.Ai.1333, τοῦτον εἰ βαλεῖτέ που, βαλεῖτε χἠμᾶς τρεῖς ὁμοῦ συγκειμένους S.Ai.1308.
3 de edificios derribar, tirar πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριαμοῖο μέλαθρον αἰθαλόεν Il.2.414, βαλοῦσα δ' οἶκον ψῆφος ὤρθωσεν μία un solo voto derriba una casa o la levanta A.Eu.751.
II c. ac. ext. o prep. y ac. en uso pregnante
1 c. suj. de pers., en pres. y fut. disparar contra en aor., perf. y fut. alcanzar, dar
a) c. ac. ext. pers. τὸν μὲν βάλ' Ἀπόλλων Od.7.64, καὶ βάλ' ἐπαΐσσοντα Il.5.98, ἔβαλλ' Ἀνθημίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Αἴας Il.4.473, ὁ δὲ ἵετο θυμῷ Ἰδομενῆα βαλεῖν Il.13.387, ῥίψω γὰρ σὲ βαλῶν ἐς Τάρταρον h.Merc.256, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα καὶ θεόν S.Tr.714, αὐτοὺς ἀναβαίνοντας οἱ βάρβαροι ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον X.An.4.2.12, φράζευ μή σε βάλῃ Ath.695d, βάλλειν ἡμᾶς ἀλλήλους Gel.Cyc.HE 2.7.41, tb. en v. pas. πρὶν βλῆσθαι Μενέλαον Il.11.410, cf. Aen.Tact.31.27, D.C.56.11.5;
b) c. ac. ext. no de pers. οὐδέ τις αὐτὸ οὔτε ἔρρηξε βαλών nadie lo consiguió rasgar haciendo blanco en él Hes.Sc.140;
c) c. doble ac. int. y ext. ἕλκος ... τό μιν βάλε Πάνδαρος Il.5.795, cf. LXX 3Re.6.1, ext. de pers. y parte alcanzada τὸν Μεριόνης βεβλήκει γλουτόν Il.5.66, τῶν ἓν ... στῆθος βεβλήκει Il.14.412;
d) c. ac. y dat. instrum. Πείσανδρον δουρὶ βαλών Il.11.144, κάρη ... ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλον Il.3.80, βάλλον δ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν Il.18.534, αὐτοὺς τοῖς λίθοις βαλλήσομεν Ar.V.222, Hld.1.13.4, βάλλετέ μοι τόξοισι ... Φιλῖνον Theoc.7.119, cf. D.C.50.32.5, βάλλει καὶ μάλοισι τὸν αἰπόλον ἁ Κλεαρίστα Theoc.5.88, κἀκεῖνον βεβλήκει τῷ αὐτῷ πόματι Ach.Tat.2.31.2, esp. del rayo κεραυνῷ βαλών Od.12.388, cf. 23.330, h.Ven.288, E.Ph.1181, ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν Od.5.479;
e) en v. pas. βέβληται ... Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν οἰστῷ Il.11.662, 16.27, cf. 13.212, ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται Il.11.650, ἰῷ ... βεβλημένον Il.11.664, δαλῷ βεβλημένος Od.19.69, ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ Il.14.28, cf. 16.819, Od.11.535, αἴ κα τὺ βλείης σφενδόνᾳ Epich.199, λίθῳ ἐκ χειρὸς βληθείς Hp.Epid.5.27, del rayo τὰ βαλλόμενα τοῖς κεραυνοῖς ἀνέμβατα μένει χωρία Plu.Pyrr.29, τὸ θέατρον κεραυνοῖς βληθέν D.C.78.25.2, cf. 39.15.1, 71.9.5;
f) c. giro preposicional del objetivo c. ac. ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν ... ποιήσαντας ... ὥρμησαν βάλλειν Th.8.75, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν tirar al blanco X.Cyr.1.6.29, cf. Ach.Tat.2.29.3
•tb. c. gen. βαλόντα τοῦ σκοποῦ Pl.Sis.391a;
g) abs. βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε Il.11.350, ἤτ' ἔβλητο ἤτ' ἔβαλ' ἄλλον Il.11.410, en v. pas. οὐ γὰρ πως βεβλημένον ἐστι μάχεσθαι Il.14.63, πληγέντα οὐδὲν τοῦ σώματος οὔτε βληθέντα Hdt.6.117, op. τύπτω: ὃς ... ὑμέων βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495, op. οὐτάω: βεβλημένοι οὐτάμενοί τε Il.11.658, cf. 16.24, 13.746.
III c. otros suj.
1 alcanzar, llegar
a) c. suj. de sonidos y ac. de pers. u órganos de los sentidos καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει δι' ὤτων S.Ant.1188, βάλλει, βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά S.Ph.205, ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ' ἔβαλλε A.R.2.554, μυκηθμός τε βοῶν αὐτοσχεδὸν οὔατ' ἔβαλλε A.R.4.969;
b) de la luz ἦμος δ' ἄκρον ἔβαλλε φαέσφορος οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885, en v. pas. βάλλεσθαι τῷ ἡλίῳ como etimología de la Heliea, Sch.Ar.V.88, cf. 777
•fig. τὸ φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν el beso da en el blanco del corazón Ach.Tat.2.37.10.
2 de líquidos o polvo alcanzar, salpicar ἄντυγες ... ἃς ἄρ' ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Il.11.536, βάλλε μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου me salpicó con las gotas sombrías del sangriento rocío A.A.1390.
B tr. sin idea de impulso inicial violento
I c. ac. de cosas
1 poner vestidos o armas ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις ... βάλ' αἰγίδα Il.18.204, tb. en v. med. ἐπὶ κάρα στέφη βαλουμέναν E.IA 1513
•perífrasis c. ἴχνος pisar πρὶν ἐπὶ γᾶν Φρυγῶν ἴχνος βαλεῖν E.Rh.721
•meter, introducir κάμπυλα κύκλα Il.5.722, cf. Eu.Marc.7.33.
2 de líquidos verter, derramar llanto βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, οὔτε κατὰ βλεφάρων θερμὰ βάλοι δάκρυα Thgn.1206, κατ' ὄσσων δ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ E.Hipp.1396, sangre μηδ' αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃς A.Fr.183
•gener. echar, verter, poner líquidos o sólidos en recipientes Κίρκη, ἄγρια φάρμακα βάλλε Hes.Fr.302.16, τρύγα ... ἐς ὕδωρ Hp.Nat.Mul.33, ἐς δὲ τὸν χύτριον ... σκόροδα Hp.Mul.2.133 (p.236), ἐλάδιον ... εἰς τὸν βαλανεῖον Arr.Epict.2.20.29, οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον Eu.Matt.9.17.
3 de medidas, dinero dar καλὰ μέτρα (τῷ κιθωνίῳ) αὐτῷ βαλέτωσαν que den medidas adecuadas a ésta (a la túnica), POxy.1069.26 (III d.C.), βαλεῖν τὰ ἀργύριά μου τοῖς τραπεζείταις Eu.Matt.25.27
•abs. dar dinero, pagar Διότιμος ... ἔβαλε ὑπὲρ αὐτῶν στιχ(άρια) POxy.1448.5 (IV d.C.), τὸ ἄλλο ἥμισυ ἔβαλα εἰς τὸν ὁρμόν POxy.1862.45 (VII d.C.), tb. en v. med. (δραχμαί) ἃς β[αλλό] μεθα εἰς τὸ κατὰ τὴν συγγραφὴν δάνειον PCair.Zen.355.179 (III d.C.), en v. pas. (δραχμαί) αἱ ... βληθεῖσαι βαλανείου Σευηριανοῦ PLond.1177.46 (II d.C.), ὡς ἔβληθη PIand.119.5 (III/IV d.C.).
II c. ac. de pers.
1 colocar, poner τὼ μὲν ἄρα δειλὼ βαλέτην ἐν χερσίν ἑταίρων dejaron a los dos infortunados en brazos de sus compañeros, Il.5.574, βαλὼν τὸν λελωβημένον εἰς πλοῖον Pall.H.Laus.21.7
•de cadáveres, frec. en epitafios poner bajo tierra enterrar νεκρόν MAMA 6.325.15 (Acmonia III d.C.), cf. 1.167.11, 169.5 (ambas Laodicea Combusta IV/V d.C.), ISmyrna 211.11
•fig., c. pred. ἐμὲ ... ἄτιμον ἔβαλον me deshonraron S.Ph.1028, cf. OT 657.
2 c. ac. ext. de pers. y giro prep. c. ac. meter en, llevar a μὴ ... ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθα no sea que nos lleves a una desgracia, Od.12.221, cf. (ἡμᾶς) δαίμονος εἰς τὰ ἔσχατα μὲν βάλλοντος Hld.8.10.2
•meter a alguien en una disputa ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει Il.2.376, μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάληι A.Pr.388
•producir miedo ὁ τῆσδε ὄλεθρος ἐς φόβον βαλεῖ τὸ μῶρον αὐτῶν E.Tr.1058
•poner en peligro πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν A.Th.1048
•en la cárcel ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν lo metió en la cárcel, Eu.Matt.18.30, μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακήν Apoc.2.10, εἰς φυλακήν σε βαλῶ Arr.Epict.1.1.24, en v. pas. ἄλλος τις πατρίκιος ὑπ' ἐμοῦ εἰς δεσμευτήριον (sic) βληθήσεται PTeb.567 (I d.C.), ὃ μὲν αὖθις εἰς εἱρκτὴν ἐβέβλητο Ach.Tat.8.15.2.
3 c. dat. o giro prep. de n. abstr., fig. sumir en χρόνος ... τιν' ἀελπτίᾳ βαλών Pi.P.12.32, βαλεῖν ἐν αἰτίᾳ τὸν δεικνύντα acusar al maestro Pl.Ep.341a
•dicho de insultos, reproches, etc. ἡμᾶς κακοῖς S.Ai.1244, με ... φθόνῳ E.El.902, τοὐμὸν σῶμα ... ψόγῳ Ar.Th.895, σε ... ζήλοις AP 12.70 (Mel.), κόμπῳ ... τὸν Δία Philostr.Im.1.27.1.
4 de animales conducir, llevar, arrear ἵππους τοὺς σοὺς πρόσθε βαλών Il.23.572, (ἵππους) αὐτὰς δ' ἐκ δίφρου βαλέω Il.8.403, μῆλα ... ἐν νηὶ βαλόντας Od.9.470, βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44, βάλε εἰς τὸν ζυγόν Arr.Epict.2.11.20.
III c. ac. de partes del cuerpo humano o no, emisión de sonido
1 echar, dejar caer ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, μ[ή] κω[ν] ... φύλλα βαλοῖσα Stesich.15.2.17, cf. Nic.Al.147
•perder los dientes de leche ἄνθρωπος ... βάλλει τοὺς ὀδόντας Arist.HA 501b2
•abs. perder los dientes de leche ὁ ἵππος ... ὅταν παύσηται βάλλων Arist.HA 576a4, θύειν δὲ τὸμ μὲμ βοῦν βεβληκότα, τὴν δὲ οἶν βεβληκυῖαν IG 12(5).647.7 (Ceos III a.C.), βάλλει Nic.Al.146
•fig. en v. med. βαλλόμενοι τὴν ἡσυχίαν PMasp.89re.b.9.
2 dirigir los ojos a algún punto ταρβήσας δ' ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα Od.16.179, τί πρὸς γῆν ὄμμα σὸν βαλὼν ἔχεις; E.Io 582, πρόσωπον εἰς γῆν E.Or.957.
3 proyectar ὅταν μὲν μὴ βάλλουσαι τὸ στόμα αἱ μῆτραι καὶ μὴ ψαύουσαι τῶν κρημνῶν cuando la matriz no proyecta su orificio sobre los labios de la vagina y no los toca Hp.Loc.Hom.47
•fig. aplicar βάλε μετάνοιαν· ὑπὲρ τοῦ σφάλματος σου arrepiéntete de tu pecado, Apoph.Mac.Aeg.M.34.253B.
4 lanzar, soltar de la voz humana βάλε δὲ φωνήν ¡grita!, POxy.2719.13 (III d.C.), τοὺς ... ψαλμθούς Apoph.Mac.Aeg.M.34.256C.
IV c. ac. de abstr.
1 c. dat. o giro prep. de pers. infundir, inspirar ὕπνον ... ἐπὶ βλεφάροισι βάλε ... Ἀθήνη Od.1.364, ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513, φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν Il.4.16
•causar λύπην ... Ἀργείοις βαλεῖς S.Ph.67
•β. σκότον cegar ἀέριον σκότον ὄμμασι σοῖσι βαλών E.Ph.1535.
2 c. θυμός, νοῦς en dat. o giro prep. pensar, considerar τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλ' A.Pr.706, μὴ ... αὐτῶν (θεσπίσματα) μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς no te preocupes por ellos S.OT 975, frec. en v. med. τόδε ἐς θυμὸν βαλεῦ Hdt.8.68, cf. 1.84, ὁ ξένος νοῦν ἐβάλλετο ὅτι ... Synes.Prouid.1.18, μέγα καὶ θαυμαστὸν ἔργον εἰς νοῦν βαλόμενος Plu.Thes.24, ὃς πρῶτος ἐπὶ νοῦν ἐβάλετο μεταποιῆσαι τὴν βασιλείαν Iul.Or.3.58a.
3 mat. reducir πάντα, ἵνα ἓν μόριον γένηται βάλλομεν <εἰς> ɛ̄ Dioph.332.2.
C intr.
I de pers.
1 tirarse, caer τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ A.A.1172
•fig. ὅτι τὸ πρᾶγμα ὅλον ἰς σαι ἐβάλλειν (l. εἰς σὲ ἔβαλλεν) que todo el asunto te concernía a tí, BGU 1676.9 (II d.C.)
•echarse, tumbarse αὐτὸς ἐπὶ τῆς στιβάδος anón. en POxy.1368.51
•c. ὑπέρ pasar por ὥς κεν ἐρετμοῖς παμπρώτιστα βάλοιεν ὑπὲρ Σαλμωνίδος ἄκρης A.R.4.1693, βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης A.R.4.307
•c. ἅμα copular πότερ' ἄνω θέλεις ἐλθοῦσ' ἅμα βαλεῖν ἢ κάτω; Macho 255
•perf. en v. med. yacer ὑποχαλίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώρας AP 5.165 (Mel.), λύκος ὑπὸ κυνῶν δηχθεὶς καὶ κακῶς διατεθεὶς ἐβέβλητο Aesop.166, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός Eu.Matt.8.6.
2 en imperat. c. ἐς vete βάλλ' ἐς κόρακας Ar.V.835, Th.1079, βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a.
II otros suj.
1 verter, desembocar de ríos Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, D.P.43, 631, 735, ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος Κνώποιό τε βάλλει Nic.Th.889, Ὦξος ... μετὰ Κασπίδα βάλλει D.P.748
•del viento soplar ἔβαλεν κατ' αὐτῆς ἄνεμος Act.Ap.27.14.
2 de la vista dirigirse ὥσπερ ὁφθαλμὸς φωτοειδὴς ὢν πρὸς τὸ φῶς βαλών igual que el ojo que es luminoso, dirigiéndose hacia la luz Plot.2.4.5, cf. 3.8.10.
D usos esp. de la v. med.
I concr.
1 náut. echar el ancla, anclar ἄγκυραν βαλλέσκετο Hdt.9.74, cf. Pl.Ti.73d.
2 en la construcción y fig. echar los cimientos κρηπῖδα Pi.P.7.3, Luc.Hipp.4
•simpl. echar los cimientos, edificar τὰς οἰκοδομίας Pl.Lg.779b, ἱερόν Philostr.VA 4.13, de fortificaciones βαλόμενοι χάρακα Plb.3.105.10.
3 recibir ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον concebir Hdt.3.28.4
•medic. pasar ἀρχὰς βάλλεσθαι μὴ ἐπὶ τὸ ἕλκος ἄλλ' ἔνθα τὸ ἄμμα pasar los extremos (de la venda) no sobre la herida, sino sobre el nudo Hp.Off.8
•tb. en v. pas. ἱμάντι μακρῷ παρὰ τὸν περίναιον βεβλημένῳ Hp.Art.71.
II intr. decidir ἐπ' ἐμωυτοῦ βαλόμενος ἔπρηξα Hdt.3.155, ἐπ' ὑμέων αὐτῶν βαλόμενοι Hdt.3.71, μηθὲν ἐφ' ἑαυτῷ βαλόμενον D.H.10.31
•tard. tb. en v. act. θεοὶ δ' ἑτέρως ἔβαλον Q.S.1.610, en v. pas. πένθεϊ δ' ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντες Il.9.3, ἄχει μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Il.9.9.
• Etimología: De la raíz *gu̯elHi̯1- ‘arrojar’ en grado ø y suf. yod. C. dif. grado *gu̯lHi̯1-, perf. βέβληκα, toc. AB klā- ‘caer’, cf. quizá tb. ai. glā́yati ‘agotarse’, aaa. quellan ‘fluir’, etc.
English (Abbott-Smith)
βάλλω, [in LXX for נפל, שׂום, ידד, etc.;]
prop., of a weapon or missile; then generally, of things and persons, lit. and metaph., to throw, cast, put, place: c. acc., seq. εἰς, Mt 4:18, and freq. ἐπί, Mt 10:34; κάτω, Mt 4:6; ἔξω, Mt 5:13; ἀπό, Mt 5:29; ἐκ, Mk 12:44; δρέπανον, Re 14:19; μάχαιραν, Mt 10:34; κλῆρον, Mt 27:35; of fluids, to pour: Mt 9:17, Jo 13:5; pass.,to be laid, to lie ill: Mt 9:2; ἐβλήθη (timeless aor., M, Pr., 134), Jo 15:6; intrans., to rush (Bl., §53, 1): Ac 27:14. Metaph., β. εἰς τ. καρδίαν, Jo 13:2 (cf. usage in π., without idea of violence; also of liquids; MM, Exp., x; v. also Cremer, 120, 657; cf. ἀμφι-, ἀνα-, ἀντι-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, ἐμ-, παρ-εμ-, ἐπι-, κατα-, μετα-, παρα-, περι-, προ-, συμ-, ὑπερ-, ὑπο-βάλλω).
English (Strong)
a primary verb; to throw (in various applications, more or less violent or intense): arise, cast (out), X dung, lay, lie, pour, put (up), send, strike, throw (down), thrust. Compare ῥίπτω.
English (Thayer)
future βάλω; perfect βέβληκα; 2nd aorist ἔβαλον (3rd person plural ἔβαλον in ἔβαλαν, the Alex. form, in L T Tr WH; (WH's Appendix, p. 165 and) for references ἀπέρχομαι at the beginning); passive (present βάλλομαι); perfect βέβλημαι; pluperfect ἐβεβλημην; 1st aorist ἐβλήθην; 1future βληθήσομαι; to throw — either with force, or without force yet with a purpose, or even carelessly;
1. with force and effort: βάλλειν τινα ῥαπισμασι to smite one with slaps, to buffet, (an imitation of the phrases, τινα βάλλειν λίθοις, βελεσι, τόξοις, etc., κακοῖς, ψόγῳ, σκωμμασι, etc., in Greek writings; cf. Passow, i., p. 487; (Liddell and Scott, under the word I:1,3); for the ἔβαλλον we must read with Fritzsche and Schott ἔβαλον, from which arose ἔλαβον, adopted by L T Tr WH; βαλεῖν and λαβεῖν are often confounded in manuscripts; cf. Grimm on Scrivener, Introduction, p. 10)); βάλλειν λίθους ἐπί τίνι or τινα, John 8:(χοῦν ἐπί τάς κεφαλάς, WH marginal reading ἐπέβαλον); κονιορτόν εἰς τόν ἀέρα, τί εἰς τήν θάλασσαν, εἰς τό πῦρ, εἰς κλίβανον, εἰς γηνναν, Matthew 5:(29),30 (R G); εἰς τήν γῆν, εἰς τήν ληνόν, εἰς τήν λίμνην, εἰς τήν ἄβυσσον, L T Tr WH. an attack of disease is said βάλλειν τινα εἰς κλίνην, to lie sick abed, be prostrated by sickness: βέβλημαι ἐπί κλίνης, R G L marginal reading); with ἐπί κλίνης omitted, τινα εἰς φυλακήν, to cast one into prison, R G L),25; βάλλειν ἐπί τινα τήν χεῖρα or τάς χεῖρας to lay hand or hands on one, apprehend him, L Tr WH, also 30 L marginal reading); δρέπανον εἰς γῆν to apply with force, thrust in, the sickle, μάχαιραν βάλλειν (to cast, send) ἐπί τήν γῆν, βάλλειν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν, to cast (send) peace; ἔξω, to cast out or forth: ἑαυτόν κάτω to cast oneself down: ἑαυτόν εἰς τήν θάλασσαν, Buttmann, 52 (45)), βλήθητι, τί ἀφ' ἑαυτοῦ to cast a thing from oneself, throw it away: ὕδωρ ἐκ τοῦ στόματος, cast out of his mouth, Luther schoss aus ihrem Munde); ἐνώπιον with the genitive of place, to cast before (eagerly lay down), to rush (throw oneself (cf. Winer s Grammar, 251 (236); 381 (357) note{1}; Buttmann, 145 (127))): Homer, Iliad 11,722; 23,462, and other writings; (cf. Liddell and Scott, under the word III:1)).
2. without force and effort; to throw or let go of a thing without caring where it falls: κλῆρον to cast a lot into the urn (B. D. under the word Lot), κυβους, Plato, legg. 12, p. 968e. and in other writings). to scatter: κοπρία ( st] κοπρίαν), ἐπί τῆς γῆς, εἰς κῆπον, to throw, cast, into: ἀργύριον εἰς τόν κορβανᾶν (L marginal reading Tr marginal reading κορβᾶν), χαλκόν, δῶρα, etc., εἰς τό γαζοφυλάκιον, βάλλειν τί τίνι, to throw, cast, a thing to: τόν ἄρτον τοῖς κυναρίοις, ἔμπροσθεν τίνος, ἐνώπιον τίνος, σκάνδαλον, b. β.); to give over to one's care uncertain about the result: ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις, to deposit, to pour, to pour in: followed by εἰς, οἶνον εἰς τόν πιθον, Epictetus 4,13, 12; of rivers, ῥων εἰς ἅλα, Ap. Rhod. 2,401, etc.; the Sept. Ald., Complutensian)); to pour out, ἐπί τίνος, εἰς τί, to put into, insert: τούς δακτύλους εἰς τά ὦτα); χαλινούς εἰς τό στόμα to let down, cast down: ); εἰς τήν καρδίαν τίνος, to suggest, τί ἐν θυμῷ τίνος, Homer, Odyssey 1,201; 14,269; εἰς νοῦν, schol. ad Pindar Pythagoras 4,133; others; ἐμβάλλειν εἰς νοῦν τίνι, Plutarch, vit. Timol c. 3). (Compare: ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀποβάλλω, διαβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, παρεμβάλλω, ἐπιβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, περιβάλλω, προβάλλω, συμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω.)