βία
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
English (LSJ)
Ion. βίη [ῐ], ἡ: Ep. dat.
A βίηφι Od.6.6:—bodily strength, force, Hom., etc.; χειρῶν βία B. 10.91:—in Hom., periphrasis of strong men, βίη Ἡρακληείη Il.2.658, where the part. masc. πέρσας follows, cf. 11.690; βίη Ἐτεοκληείη, βίη Ἰφικλείη, 4.386, Od.11.290, etc.; βίη Διομήδεος Il.5.781; also ἲς… βίης Ἠρακληείης Hes.Th.332: so in Lyr. and Trag., Πέλοπος βία B.5.181; Τυδέως βία, Πολυνείκους βία, A.Th. 571,577; φίλτατ' Αἰγίσθου βία Id.Ch.893; θήρειος βία = Κένταυροι, S. Tr.1059.
2 personified, Κράτος Βία τε A.Pr.12.
3 of the mind, οὐκ ἔστι βίη φρεσίν Il.3.45.
b of an argument, βίαν οὐκ ἔχειν πρὸς ἀποδειξαι Phld.Sign.9.
II act of violence, ὕβρις τε βίη τε Od.15.329: mostly in plural, κείνων γε βίας ἀποτείσεαι 11.117; βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν 16.189; βίαι ἀνέμων Il.16.213.
2 βίᾳ τινός = against one's will, in spite of him, A.Th.746 (lyr.), S.Ant.79, Th.1.43, etc.; β. φρενῶν A.Th.612; βία καρδίας Id.Supp.798; β. alone as adverb, perforce, Od.15.231, B.17.10, A.Pr.74, al.; βίῃ ἐπειρᾶτο Hdt. 6.5; opp. κατὰ φύσιν, Arist.Ph.215a1; also πρὸς βίαν τινός A.Eu.5; πρὸς βίαν ἄγειν τινά Id.Pr.210, cf. S.OT805, Eup.8.10 D., Ar.V.443, etc.; opp. ἑκών, Pl.Phdr.236d; ἐκ βίας S.Ph.563, al., Herod.5.58; ὑπὸ βίης Hdt.6.107; ἀπὸ βίας D.S.20.51; of Zeus, εὐμενεῖ βία κτίσας A.Supp.1068(lyr.).
3 in Att. law, rape, βίας δίκη Sch.Pl.R.464e; βίᾳ αἰσχύνεσθαί τινα Lys.1.32.
4 = Lat. vis, βίας γραφή D C.37.31, cf. 33; μαρτύρομαι τὴν βίαν POxy.1120.11 (iii A. D.). (Cf. Skt. jyā́ jiyā́ 'preponderating power', jināti 'oppress'.)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. βίη Il.3.45, Hes.Th.385, Anaxag.B 9, Hp.Aër.4
• Morfología: [dat. βίηφι Il.4.325, Hes.Th.882, Call.Dian.77]
I fís.
1 de seres vivos y dioses, sent. posit.:
a) de hombres como virtud heroica fuerza corporal νεώτεροι, οἵ περ ἐμεῖο ὁπλότεροι γεγάασι ... βίηφ' Il.4.325, cf. 7.157, 8.103, Pi.P.4.212, N.11.14
•frec. radicada en los brazos χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι μίμνον Il.12.135, 22.107, Od.21.315, βία χειρῶν B.11.91, οὐκ ἔστι β. φρεσίν Il.3.45
•unida a otras cualidades μέγεθός τε βίην τε Il.7.288, βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι καὶ γενεῇ πρότερος Il.15.165, cf. 21.316, Od.18.4, 21.371, Hes.Fr.204.111, h.Ap.338, Sol.25.4
•incluso emparejada con δίκη Sol.24.16
•fuerza vital cuya pérdida puede traer la muerte Ζεὺς ὀλέσειε βίην πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι Od.4.668, ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ Od.22.219, cf. Pi.P.8.15
•formando parte de la identidad heroica, c. n. de pers. en gen. o adj. Αἰνείαο β. la fuerza de Eneas, el fuerte Eneas, Il.20.307, Διομήδεος Il.5.781, Πατρόκλοιο Il.17.187, Ἡρακλῆος Il.18.117, Hes.Fr.1.22, Πολυδεύκεος Simon.4.1, cf. Lyr.Adesp.51 (dud.), Κάστορος Pi.P.11.61, Πέλοπος B.5.181, Τυδέως A.Th.571, Ὀδυσσέως S.Ph.314, Tr.38, Πολυνείκους E.Ph.56, θηρῶν ... β. la fuerza de las fieras ref. los Centauros, S.Tr.1096
•c. adj. β. Ἡρακληίη la fuerza Heraclea, e.e. el esforzado Heracles, Il.11.690, cf. 2.666, Hes.Th.289, 982, Sc.115, 349, β. Ἰφικληίη Od.11.296, θήρειος β. la fuerza animal, los Centauros S.Tr.1059, gener. δοκεῖ μὴ ἄνευ ἀρετῆς εἶναι τὴν βίαν Arist.Pol.1255a16, en el deporte, Arist.Rh.1361b9;
b) fuerza sobrenatural o mayor por parte de los dioses y seres fabulosos μείζων ἀρετὴ τιμή τε β. τε Il.9.498, 23.578, cf. Hes.Th.882, μεγάλη δὲ β. καὶ χεῖρες ἄαπτοι Hes.Op.148, Sc.75, ἔστειχ' ἶσος Ἄρει βίαν dicho de Gerión, A.Fr.74.10, χωρὶς θεοῦ βίας salvo caso de fuerza mayor, si Dios quiere, POxy.2721.24 (III d.C.), cf. 144.11 (VI d.C.), Tav.Lign.Cer.3.9;
c) de anim. fuerza bruta de los elefantes, Plb.1.34.5, 7.
2 de elementos o fenómenos naturales fuerza natural, presión, empuje, Il.16.213, ὑπό τε τοῦ πνεύματος εἰλούμενον καὶ ὑπὸ τῆς βίας Antipho Soph.B 29, β. τοῦ πνεύματος Hp.Flat.3, Plb.1.44.4, cf. Hp.VM 22, Arist.HA 586a17, cóm. τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος Ar.Nu.164, cf. 162, β. τοῦ θερμοῦ Hp.Aër.7, cf. Plb.14.5.11, LXX Sap.17.15, τοῦ ψυχροῦ Gal.17(2).40, τοῦ ὕδατος PPetr.2.37.2a.6 (III a.C.), τῆς θαλάττης D.Chr.34.33, cf. Plb.1.47.4, Act.Ap.27.41, fig. β. τοῦ ὄχλου fuerza ciega de las turbas, Act.Ap.21.35, como fuerza impersonal que se ejerce en el parto φθίσιες ... ἀπὸ τῶν τοκετῶν· ὑπὸ γὰρ βίης ῥήγματα Hp.Aër.4, cf. Nat.Puer.30
•tb. de la ejercida por medios mecánicos, X.Cyr.7.1.31, ὠθῶσι βίᾳ προβάλλοντες en la aplicación de una cánula, Mnesith.Ath.51.13, cf. 34, como principio físico βίην δὲ ἡ ταχύτης ποιεῖ Anaxag.B 9, cf. Chrysipp.Stoic.3.128.
II sent. neg.
1 abuso de fuerza, violencia
a) μνησαμένοις ... Κύκλωπός τε βίης Od.10.200, cf. 3.216, ἡ β. ... ἀναγκάζει με δρᾶν S.El.256, βίαν πάσχειν Stud.Pal.20.54.1.16 (III d.C.), PGiss.34.11 (III d.C.), cf. POxy.3758.106 (IV d.C.)
•unido a otros conceptos neg. (μνηστήρων) ὕβρις τε β. τε Od.15.329, cf. D.25.26, β. τ' ἀνδροκτασίη τε Hes.Fr.165.17, β. καὶ κέρδεα δειλὰ καὶ ὕβρις Thgn.835, κραυγὴ καὶ β. καὶ ἀναισχυντία D.20.166, cf. Mimn.12.3, Plb.16.22a.5
•op. δίκη Hes.Op.275, Gorg.B 11a.2, Critias Fr.Trag.19.10, Th.4.69, μισεῖ θεὸς τὴν βίαν E.Hel.903, cf. HF 215, Ep.Diog.7.4, μεθίσταται δ' εἰς βίαν ... ἡ δημοκρατία Plb.6.9.7, ἄδικος β. PHib.34.5 (III a.C.);
b) plu. βίαι actos de violencia, brutalidades de los Cíclopes Od.11.118;
c) en dat. βίᾳ, βίῃ por, a la fuerza, por la violencia op. ‘legalmente’ χρήματα πολλὰ ... εἶχε βίῃ Od.15.231, cf. Hes.Sc.480, Alc.349d, Sol.Lg.27, οἳ τἀμὰ χρήματ' ἔχουσι βίῃ Thgn.346, cf. 677, B.18.10, Sol.Lg.19a, b, A.Pr.74, Hdt.6.5, βίᾳ τὰ ... ἀλλότρια ἔχειν Is.7.39, cf. Isoc.4.40, 12.194, LXX Ex.1.13, PAmh.77.21 (II d.C.), op. ‘naturalmente’ Arist.Ph.215a1, op. ‘con persuasión’ Arist.Metaph.1009a18, op. ‘voluntariamente’, de la violencia producida por la pobreza πενίη ... αἰσχρὰ δέ μ' οὐκ ἐθέλοντα βίῃ ... διδάσκεις Thgn.651
•esp. de ejércitos o regímenes tiránicos por la fuerza de las armas, por la violencia, por medios violentos Ἰωνίαν τε πᾶσαν ἤλασεν βίᾳ A.Pers.771, cf. Supp.943, βίᾳ δορὸς ... τόδ' ἔσται A.Supp.347, οὐδέ μοι τυραννίδος ἁνδάνει βίᾳ τι ῥέζειν Sol.23.20, τοῖσδε δουλεύω βίᾳ S.El.1192, cf. Ph.983, βίᾳ ἀρχόμενος Th.3.46, cf. 6.85, τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω Ar.Eq.363, cf. Th.1.11, 38, X.An.3.4.12, Arist.Pol.1304b12, Aen.Tact.40.1
•gener. por medios agresivos o violentos ὅπως ... ῥαστώνῃ μᾶλλον ἢ βίῃ θηραπεύῃ Hp.de Arte 11, cf. Olymp.in Alc.87;
d) mismo sent. en giro prep. πρὸς βίαν πώνην beber a la fuerza Alc.332, cf. S.Fr.735, Ar.Ach.73, πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, πορεύομαι S.OC 845, cf. E.Alc.44, Ar.Ec.467, V.443, Eup.99.32, X.Cyr.1.3.17, op. ἑκών Pl.Phdr.236d, PPetr.3.53n.9 (III a.C.), ἐκ βίας μ' ἄξοντες S.Ph.563, cf. 945, 985, Herod.5.58, Lyc.626, μετὰ βίας Plb.16.3.12, LXX Ex.1.14, Act.Ap.5.26, PStras.5.18 (III d.C.), ὑπὸ βίας Hdt.6.107, ἀπὸ βίας D.S.20.51, εἰς βίαν Men.Dysc.396, παρὰ βίαν Epicur.Fr.[34.29].19, en perífr. subst. τὸ πρὸς βίαν δεινότατον el (hacerlo) a la fuerza es lo más temible Ar.Ec.471.
2 medic. agresión externa, como principio generador de enfermedades por op. a las de origen interno ὁκόσα μὴ ἀπὸ βίης νοσήματα γίνεται Hp.Morb.4.32, cf. 50, ἡ τοῦ νοσέειν β. Hp.Praec.2, cf. 1.
3 forzamiento, violación ἐάν τις ... αἰσχύνῃ βίᾳ Lys.1.32, ἡ γυνή, ὡς ἔδεισε τὴν βίαν X.Cyr.6.1.33, cf. Erot.Fr.Pap.32V.
•en la ley ática βίας δίκη proceso por violación Sch.Pl.R.464e, pero βίας γραφή acusación de violencias D.C.37.31.3, cf. POxy.1120.11 (III d.C.).
III no fís.
1 voluntad contraria, despecho, pesar en dat. c. gen. a despecho de, a pesar de, pese a βίᾳ Ἀπόλλωνος A.Th.746, θεῶν E.IA 702, Ph.868, βίᾳ δίκας A.Supp.429, νόμου βίᾳ S.Ant.59, βίᾳ πολιτῶν S.Ant.79, 907, X.HG 3.1.21, ἐμοῦ E.Io 1295, τῆς μητρός X.An.7.8.7, cf. Th.1.43, 68, Ar.Ach.987, βίᾳ καρδίας contra la voluntad A.Supp.798
•en ac. c. πρός y gen. de pers. θελούσης οὐδὲ πρὸς βίαν τινος A.Eu.5, πρὸς βίαν ἐμοῦ S.OC 657, Ἀμφιαρέω ... πρὸς βίαν E.Supp.158.
2 ret. fuerza probatoria de un argumento, Phld.Sign.9.4
•violencia, dureza del discurso desde el punto de vista formal, Demetr.Eloc.246
•en plu. violencia πολλαῖς βίαις ... κατὰ τὰς ἐννοίας χρῆται hace muchas violencias a la lógica Aristid.Rh.2.542.
IV como n. pr. ἡ Β. Violencia
1 personif., hija de Palante y Estigia, tenía un altar en Corinto, Hes.Th.385, A.Pr.12, Apollod.1.2.4, Plu.Them.21, Paus.2.4.6.
2 n. de una perra, X.Cyn.7.5.
• Etimología: De *gu̯ieH2 como ai. jyā́ ‘superioridad’ y en grado ø βιάζω.
German (Pape)
[Seite 443] ἡ, ion. βίη (verwandt βίος u. βιός), Stärke, Gewalt, Kraft, sowohl in geistiger als in leiblicher Hinsicht; beide lassen sich nicht immer genau sondern; auch = Gewalttat. Der Zusammenhang des Wortesmit βίος, Leben, Lebenskraft, bes. deutlich Odyss. 22, 219 αὐτὰρ ἐπην ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ = »wenn wir euch getödtet haben werden.« Odyss. 4, 415 καὶ τότ' ἔπειθ' ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε, Homerisch, κάρτος u. βίη stehn παραλλήλως; 18, 139 πολλὰ δ' ἀτάσθαλ' ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων; 6, 197 Ἀλκινόοιο, τοῦ δ' ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε. Diese homerische Zusammenstellung von κράτος und βία schwebte dem Aeschylus vor, als er im Prom. die Personificationen Κράτος καὶ Βία einführte; vgl. über Aeschylus Homer. Studien Sengebusch Homer. diss. 1 p. 170 sqq. Auch das Adjectiv κρατερός verbindet Homer mit βία: κρατερῆφι βίηφιν Iliad. 21, 501 Odyss. 9, 476. 12, 210. Παραλλήλως steht bei Hom. βία auch mit ἴς und mit χεῖρες: Odyss. 18, 4 οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι; 21, 315 χερσίν τε βίηφί τε ἧφι πιθήσας; Iliad. 12, 135 χείρεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφιν; 15, 139 βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων. Gegensatz μῆτις Iliad. 23. 315 μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν; Odyss. 9, 406 ἦ μή τις σ' αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν, Iliad. 15, 106 ἦ ἔτι μιν μέμαμεν κα ταπαυσέμεν ἆσσον ἰόντες ἢ ἔπει ἠὲ βίῃ; mehr geistig, = Muth Iliad. 3, 45 οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή; 11, 561 οἱ δέ τε παῖδες τύπτουσιν ῥοπάλοισι· βίη δέ τε νηπίη αὐτῶν. Oefters wird βία zur Umschreibung des Namens von Fürsten und Helden gebraucht: Iliad. 5, 781 ἀμφὶ βίην Διομήδεος ἱπποδάμοιο εἰλόμενοι, = ἀμφὶ Διομήδη; 20, 307 νῦν δὲ δὴ Αἰνείαο βίη Τρώεσσιν ἀνάξει καὶ παίδων παῖδες; 3, 105 ἄξετε δὲ Πριάμοιο βίην; 18, 117 οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα; 5, 638 ἀλλοῖόν τινά φασι βίην Ἡρακληείην εἶναι; 4, 386 δαινυμένους κατὰ δῶμα βίης Ἐτεοκληείης; Odyss. 11, 290 ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης ἀργαλέας; vs. 296 καὶ τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη θέσφατα πάντ' εἰπόντα. Vom Winde, Iliad. 16, 213 βίας ἀνέμων ἀλεείνων. Oefters = Gewalttat, Gewalttätigkeit: Odyss. 15, 329 τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει; 11, 118 ἀλλ' ἤτοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών; 16, 189 τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων πάσχεις ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν; Iliad. 16, 387 οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας; Odyss. 1, 403 ὅς τίς σ' ἀέκοντα βίηφιν κτήματ' ἀπορραίσει; 4, 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν, ἦε ἑκών οἱ δῶκας; 15, 231 ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ. – Ähnlich bei den Folgenden: Hesiod. Theog. 332 ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης; Pind. Ol. 1, 88 Οἰνομάου βίαν; Isthm. 8, 54 Μέμνονος βίαν ὑπέρθυμον; Aeschyl. Sept. 448 Πολυφόντου βία; 620 φῶτα Λασθένους βίαν; Soph. Trach. 38 Ἰφίτου βίαν; Eurip. Phoeniss. 56 Ἐτεοκλέα κλεινήν τε Πολυνείκους βίαν. Vom Winde Aristot. und Sp. Oft = Gewalttat; Tragg.; δυσφιλής Aesch. Eum. 54; βίᾳ, mit Gewalt, gewaltsam, Prom. 357 u. öfter, mit ἁρπάζειν, ἐλαύνειν vrbdn; vgl. Eur. Andr. 390 Hipp. 886; auch in Prosa, αἱ βίᾳ πράξεις, gewaltthätige Handlungen, Plat. Polit. 280 d; βίᾳ καὶ ἀγριότητι Rep. III, 411 d; πειθοῖ καὶ βίᾳ Legg. IV, 722 b, wie διὰ πειθοῦς u. διὰ βίας, Polit. 304 d; ὑπὸ πειθοῦς u. ὑπὸ βίας Rep. VIII, 548 b; oft βίᾳ ἄγειν, πάσχειν u. ä.; ἑλεῖν, im Kriege, Xen.; βίᾳ τινός, wider Jemandes Willen, so daß Einer ihn zwingt, φρενῶν βίᾳ Aesch. Spt. 594; Suppl. 424; Eur. Phoen. 875; ἡμῶν Thuc. 1, 43. 68; ὲχθρῶν Plat. Rep. VIII, 566 a; τῶν πολλῶν Dem. Lept. 53; πρὸς βίαν, gewaltsam, gezwungen, Aesch. Prom. 208; Ag. 850 u. öfter; Ar. Ach. 73 u. sonst; πρὸς βίαν μᾶλλον ἢ ἑκών, gezwungen, Plat. Phaedr. 239 d; πρὸς βίαν τινός Aesch. Eum. 5; Eur. Suppl. 170 u. öfter; πρὸς βίαν ist gew. pass., βίᾳ act. zu fassen; ἐκ βίας, dasselbe, Soph. Phil. 563 u. öfter; ἀπὸ βίας D. Sic. 20, 51.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
force :
1 force vitale ; ἀφαιρεῖσθαι βίας χαλκῷ OD trancher la vie par le fer;
2 p. ext. force du corps, vigueur ; par périphr. βίη (ion.) Διομήδεος IL, βία Τυδέως ESCHL la force de Diomède, de Tydée, etc., càd le vaillant Diomède, le vaillant Tydée, etc. ; βίη Ἐτεοκληείη IL, βίη Ἡρακληείη IL le valeureux Étéocle, le robuste Hèraklès. etc. ; en parl. de choses (force du vent, etc.);
3 emploi de la force, violence ; βίᾳ τινός ATT en dépit de qqn ou de qch ; πρὸς βίαν ἐμοῦ malgré moi ; adv. • βίᾳ, (ion.) βίῃ, • βίηφι OD par force, de force, τινος malgré qqn ; βίας γραφή PLUT accusation de violence.
Étymologie: cf. lat. vis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βίᾱ -ας, ἡ, ep. en Ion. βίη, Hom. dat. βίηφι
1. lichaamskracht:; βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι veel sterker zijn in lichaamskracht Il. 15.165; ter omschrijving van persoon; Πατρόκλοιο βίη de sterke Patroclus Il. 17.187; kracht:. οὐκ ἔστι βίη φρεσί er is geen mentale kracht Il. 3.45.
2. gewelddaad, meestal plur.:; κείνων γε βίας ἀποτίσεαι je zult hun gewelddaden bestraffen Od. 11.118; spec. verkrachting. Lys. 1.32.
3. adv. βίᾳ met geweld; ook met prep..; ἐκ βίας Soph. Ph. 563; πρὸς βίαν Aeschl. PV 208; ὑπὸ βίης Hdt. 6.107.3; met gen. tegen de zin van:. βίᾳ πολιτῶν tegen de zin van de burgers Soph. Ant. 79.
Russian (Dvoretsky)
βία: эп.-ион. βίη ἡ
1 жизненная сила, жизнь; βίας τινὸς ἀφελεῖσθαι Hom. убить кого-л.;
2 сила, мощь (κάρτος τε β. τε Hom.; ἡ ἐν τοῖς λόγοις β. Arst.): βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων Hom. превосходящий силой рук; ἰσχὺς ἀμήχανος τῆς βίας Arst. огромная сила напора; μετὰ βίας πολλῆς Plut. с огромной силой; (в описаниях) сильный, могучий, могущественный (Πριάμοιο β. Hom.; Πολυνείκους β. Eur.);
3 сила, насилие, принуждение: βίᾳ (βίῃ) и βίηφι Hom., Aesch., ἐκ βίας Soph., ὑπο и διὰ βίας Plat., ἀπὸ βίας Diod. силой, насильно; πρὸς βίαν Aesch., Plat.; по принуждению, поневоле, насильно; βίᾳ τινός Aesch., Eur., Thuc., Plat., Dem. наперекор кому(чему)-л.; αἱ βίᾳ πράξεις Plat. насильственные действия; βίας γραφή юр. Plut. жалоба на насилие.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: strength, force (Il.).
Dialectal forms: Ion. βίη
Compounds: ὑπέρβιος (Il.), ἀντίβιος (Il.) etc.
Derivatives: βίαιος violent (Od.); βιατάς m. strong (Alkm.). Denom. Verb βιάομαι, βιάω (Il.), βιάζομαι, βιάζω (Il). βιασμός (Eup.), βιαστήρ (Gorg.) violent man, βιαστικός using violence (Pl.). - βινέω s. v.
Origin: IE [Indo-European] [469] *gʷei- conquer, force
Etymology: Identical with Skt. jáyati conquer; therefore one reconstructs *gʷei-. Not to Skt. j(i)yā́ robbery?, as Av. ziia points to *ǵh-; Mayrh. EWAia 1, 574.
Middle Liddell
I. bodily strength, force, power, might, Hom., etc.; periphrasis βίη Ἡρακληείη the strength of Hercules, i. e. the strong Hercules, Il.; βίη Διομήδεος Il.; Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Aesch., etc.
2. of the mind, Il.
II. force, an act of violence, Od.; in plural, Od.; in Attic, βίαι τινός against one's will, in spite of him, Aesch., Thuc., etc.; βίαι φρενῶν Aesch.; also βίαι alone as an adv., perforce, Od., etc.; so, πρὸς βίαν τινός and πρὸς βίαν alone, Aesch.
English (Slater)
βῐα (βία, -ας, -αν)
1 power, might, especially of physical strength. Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (sc. οἱ Ἀργοναῦται; “intellego de ludis dictum,” Schroeder) (P. 4.212) βία δὲ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ (P. 8.15) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν (N. 11.14) [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: ιᾶι Π.: οὐρίᾳ Blass, alia alii) Πα. 2. 1. ν]υκτὶ βίας ὁδόν[ fr. 169. 19. periphrastically, c. gen., = mighty ἕλεν δΟἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον (O. 1.88) Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες (P. 11.61) Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοὶ καὶ βία Φώκου κρέοντος (N. 5.12) ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν (N. 10.73) ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον (N. 11.22) Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ (I. 8.54)
English (Abbott-Smith)
βία, -ας, ἡ, [in LXX for פֶּרֶךְ, etc.;]
strength, force, violence: Ac 5:26 21:35 24:7 27:41.†
English (Strong)
probably akin to βίος (through the idea of vital activity); force: violence.
English (Thayer)
βίας, ἡ;
1. strength, whether of body or of mind: Homer and subsequent writers.
2. strength in violent action, force: μετά βίας by the use of force, with violence,); shock τῶν κυμάτων, R G, but Tr text brackets; others omit τῶν κυμάτων); διά τήν βίαν τοῦ ὄχλου, the crowd pressing on so violently, δύναμις, at the end.)
Greek Monolingual
και βια, η (AM βία, Α και βίη, ιων.τ.)
1. βίαιος τρόπος, βιαιότητα
2. βιαιοπραγία, καταναγκασμός
3. ανάγκη
4. ορμή, δύναμη, σφοδρότητα
5. βιασύνη, σπουδή
μσν.- νεοελλ.
δυσκολία («μόλις και μετά βίας»)
νεοελλ.
1. έντονη παρόρμηση
2. φρ. α) «ανωτέρα βία» — γεγονός εξαιρετικό και απρόβλεπτο, το οποίο μπορεί να αποτρέψει οποιαδήποτε πρόβλεψη ή προετοιμασία
β) «ψυχολογική βία» — η άσκηση βίας σε βάρος κάποιου, κυρίως με τη χρησιμοποίηση απειλών και εκφοβισμού
μσν.
δύσκολη κατάσταση
αρχ.
1. σωματική δύναμη
2. πνευματική ικανότητα
3. αποδεικτικό τεκμήριο
4. φρ. «βίη Ηρακληείη» — ο δυνατός Ηρακλής
5. φρ. «βίᾳ τινός» — παρά τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ.) gwiye∂2- «βία». Πρόκειται για αρχαίο δισύλλαβο ουσ., μορφολογικά ταυτόσημο προς το αρχ. ινδ. j(i)yā- «κυριαρχία, δεσποτεία». Ως β' συνθετικό η λ. βία εμφανίζεται σε πέντε αρχαία σύνθετα με τη μορφή -βιος, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. βίος «ζωή».
ΠΑΡ. βίαιος
αρχ.
βιώ (-ώμαι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αντίβιος, εναντίβιος, κραταίβιος, πολύβιος, υπέρβιος].
Greek Monotonic
βία: Ιων. βίη, ἡ, Επικ. δοτ. βίῃφι·
I. 1. σωματική, φυσική δύναμη, ισχύς, ικανότητα, σε Όμηρ. κ.λπ.· περίφρ., βίη Ἡρακληείη, η δύναμη του Ηρακλή, δηλ. ο δυνατός Ηρακλής, σε Ομήρ. Ιλ.· βίη Διομήδεος, στο ίδ.· Τυδέως βία, Πολυνείκους βία, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για τη διάνοια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. βία, πράξη βιαιότητας, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., στο ίδ.· στην Αττ., βίᾳ τινός, ενάντια στη θέληση κάποιου, παρά τη θέλησή του, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· βίᾳ φρενῶν, σε Αισχύλ.· επίσης, βίᾳ μόνο του ως επίρρ., κατ' ανάγκην, καταναγκαστικά, διά της βίας, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως, πρὸς βίαν τινός και πρὸς βίαν μόνο του, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βία: Ἰων: βίη, ἡ, Ἐπ. δοτ. βίῃφι Ὀδ. Ζ. 4· - σωματικὴ ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, Ὅμ., κτλ.· συχνάκις ὡς τὸ ἴς, σχηματίζον περίφρασιν τοῦ ὀνόματος ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, οἷον, βίη, Ἡρακληείη Ἰλ. Β. 658. ἔνύα ἀκολουθεῖ ἡ μετοχ. πέρσας κατ’ ἀρσ. γένος, πρβλ. Λ. 690· βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, κτλ.· βίη Διομήδεος Ε. 781· ἐν Ἡσ. Θ. 332, ἴς .. βίης Ἡρακληείης· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Αἰσχύλ. Θήβ. 571, 577, κτλ· φίλτατ’ Αἰγίσθου β., ὡς εἰ εἶχε γράψει Αἴγισθε, ὁ αὐτ. Χο. 893· θήρειος β., = Κένταυροι, Σοφ. Τρ. 1059. 2) προσωποπ., Κράτος Βία τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12. 3) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν Ἱλ. Γ. 45. ΙΙ. βία, πρᾶξις βίας, ἐφαρμογὴ βίας, βίαιος τρόπος, ὕβρις τε βίη τε Ὀδ. Ο. 329· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς Λ. 117., Π. 189· βίαι ἀνέμων Ἰλ. Π. 213· - ἰδίως παρ΄ Ἀττ., βἰᾳ τινός, ἐναντίον τῆς θελήσεώς τινος, παρὰ τὴν θέλησιν αὐτοῦ, Αισχύλ. Θήβ. 746, Σοφ. Ἀντ. 791, Θουκ. 1. 43, κτλ· βίᾳ φρενῶν Αίσχύλ. Θήβ. 612· β. καρδίας ὁ αὐτ. Ἱκ. 798· ὡσαύτως, βίᾳ μόνον, ὡς ἐπίρρ. διὰ τῆς βίας. Ὀδ. Ο. 231, Ἡρόδ. 6. 5. Αἰσχύλ. Πρ. 74, κ. ἀλλ. – οὕτω, πρὸς βίαν τινὸς ὁ αὐτ. Εὐμ. 5· καὶ μόνον, πρὸς βίαν ὁ αὐτ. Πρ. 208, Σοφ. Ο. Τ. 805, Ἀριστοφ. Σφηξ. 443, κτλ· ἀντίθ. τῷ ἑκών, Πλάτ. Φαίδρ. 236D· ἐκ βίας Σοφ. Φ. 563, 945, 985· ὑπὸ βίης Ἡρόδ. 6. 107· - ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας εἰ καὶ φιλικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Διός, εὐμενεῖ βίᾳ κτίσας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1068.
Frisk Etymology German
βία: βίη
{bíā}
Grammar: f.
Meaning: Kraft, Gewalt (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: βίαιος gewaltsam (seit Od.) mit βιαιότης (Redner); βιατάς m. stark (Alkm., Pi., AP). Denominatives Verb βιάομαι, βιάω (seit Il.; wohl ursprünglich primär, vgl. unten), erweitert βιάζομαι, βιάζω (seit Il.; metrisch abwechselnd, Shipp Studies 119; zu βία: βιάομαι: βιάζομαι ausführlich Schwyzer Mélanges Pedersen 66) Gewalt anwenden, bewältigen, erzwingen; — von βιάζομαι: βιασμός Gewaltanwendung (Eup. usw.), βιαστής (Ev. Matt.) und βιαστήρ (Gorg.) gewalttätiger Mensch, βιαστικός Gewalt übend (Pl., Arist. usw.). — Zu βινέω s. bes.
Etymology: In βία ist ein altes zweisilbiges Wurzelnomen bewahrt, das in identisch gleicher Form auch in aind. j(i)yā́ Übergewalt fortgesetzt wird; zum Lautlichen Meeussen KZ 65, 261ff. Zu dem nasalinfigierten ji-n-ā́ti und dem hochstufigen thematischen jáyati bietet das Griechische dagegen keine Entsprechungen, ebensowenig wie das Präsens βιάομαι im Altindischen ein Gegenstück hat. Zum Futurum βιήσεται (Emp.) vgl. indessen das im Ablaut identische Futurum jyā-syáti.
Page 1,235
Chinese
原文音譯:b⋯a 比阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:力
字義溯源:力*,暴力,猛力,兇猛,強暴;或源自(βίος)=生計*)
同源字:1) (βία)力 2) (βιάζω)用力 3) (βίαιος)暴力的 4) (βιαστής)強迫 5) (παραβιάζομαι)強人之不願
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編:
1) 猛力(1) 徒27:41;
2) 暴(1) 徒24:7;
3) 兇猛(1) 徒21:35;
4) 強暴(1) 徒5:26
English (Woodhouse)
compulsion, force, might, violence, brute force
Mantoulidis Etymological
(=σωματική δύναμη, βίαιος τρόπος). Ἀπό ρίζα βι-.
Παράγωγα: βιάζω, βιάζομαι, βίαιος, βιαιότης, βιασμός, βιαστέον, βιαστής, βιαστικός, βιαστός, ἀπαραβίαστος.
Lexicon Thucydideum
per vim, vi adhibita, by force, force being applied, 1.11.1, 1.38.6, 1.102.3, 1.131.1, 3.2.3, 3.52.2. 3.95.1, 3.102.5. 3.107.2, 4.5.1, 4.62.3, 4.69.1. 4.86.1, 4.86.6, 4.92.4. 4.98.3. 5.7.3. 5.17.2, 5.50.3. 5.56.5. 6.47.1, 6.50.3. 6.63.2. 6.90.3. 6.92.5, 6.100.2, 7.46.1. — cum impetu, impetu facto, with violence, an attack being made, 1.102.2, 4.19.1, 8.90.3,
violenter, imperio duro, violently, with harsh rule, 3.46.5, 6.85.3,
invito aliquo, against someone's will, 1.43.3, 1.68.4. 4.99.1. 5.21.2.
Translations
strength
Arabic: قُوَّة; Egyptian Arabic: قوة; Hijazi Arabic: قُوَّة; Armenian: ուժ; Azerbaijani: güc, quvvə, qüvvət; Bashkir: көс; Belarusian: сі́ла, моц; Bengali: বল, জোর; Bulgarian: сила, мощ; Catalan: força; Chinese Cantonese: 力量; Mandarin: 力氣/力气; Czech: síla, moc; Dutch: kracht, sterkte; Dzongkha: སྟོབས; Esperanto: forteco; Estonian: tugevus, jõud; Ewe: ŋusẽ; Faroese: styrki; Finnish: voimakkuus, voima, vahvuus; French: force, vigueur, effectif; Galician: forza; Georgian: სიძლიერე, ძალა, სიმტკიცე; German: Stärke, Kraft, Festigkeit, Mumm; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐌴𐌹; Greek: δύναμη; Ancient Greek: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, ἀλκί, βία, βίη, βριαρότης, βρίμη, δρᾶσις, δύναμις, δύνασις, ἐρυμνότης, εὐσθένεια, εὐσωματία, ἐχυρότης, ἰναία, ἴς, ἰσχυρότης, ἰσχύς, κάρτος, κῖκυς, κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτος, κρατυσμός, κρέτος, μένος, ῥῶσις, σθένος, σφρίγος, τὸ ἰσχυρόν; Haitian Creole: fòs; Hebrew: חוזק; Hindi: शक्ति, ताक़त, बल; Hungarian: erő; Ido: forteso; Ingrian: voima, voimakkuus; Interlingua: fortia; Irish: urrúntacht; Italian: forza, vigore, energia; Japanese: 力; Kazakh: күш, дәрмен; Khakas: кӱс; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘; Kurdish Central Kurdish: ھێز; Kyrgyz: күч; Latgalian: vare, spāks; Latin: firmitudo, firmitas, robur, fortitudo; Latvian: spēks, stiprums, spēcīgums; Lithuanian: jėga; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kekuatan; Malayalam: ശക്തി; Manchu: ᡥᡡᠰᡠᠨ; Maori: whirikoka; Mirandese: fuorça; Miyako: たや; Mongolian: хүч; Mòcheno: kròft; Navajo: adziil; Nepali: बल, तागत; Old French: esfort; Old Javanese: bala; Old Turkic: 𐰚𐰇𐰲; Orok: кусу; Oromo: jabina; Ossetian: тых; Ottoman Turkish: گوج; Persian: زور, قوت; Polish: siła, moc; Portuguese: força, vigor; Quechua: kallpa; Romanian: putere, forță; Russian: сила, мощь; Sanskrit: शक्ति, बल; Scottish Gaelic: lùths, neart, brìgh; Serbo-Croatian Cyrillic: снага, моћ, сила, јачина; Roman: snaga, moć, sila, jačina; Shan: ပလႃႉ; Shor: кӱш; Sichuan Yi: ꊋ; Slovak: sila, moc; Slovene: moč, sila; Somali: quwad, xoog; Southern Altai: кӱч; Spanish: fuerza, ñeque; Swahili: nguvu; Swedish: styrka; Tagalog: lakas; Tajik: қувват, зӯр; Tamil: பலம், கிற்பு, ஷக்தி; Tatar: көч; Telugu: బలము; Thai: แรง, กำลัง, ความแข็งแรง; Tibetan: སྟོབས; Tocharian B: maiyyo, warkṣäl; Turkish: kuvvet, güç; Turkmen: güýç; Tuvan: күш; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: сила, міць; Urdu: شکتی, زور; Uyghur: كۈچ; Uzbek: kuch, quvvat; Vietnamese: sức mạnh; Vilamovian: kroft; Walloon: foice; West Frisian: animo; Xhosa: amandla; Yakut: күүс; Yiddish: שטאַרקײַט, כּוח; Zulu: amandla
force
Arabic: قُوَّة; Finnish: voima, tarmo, väki; German: Kraft; Hungarian: erő; Irish: fórsa; Kazakh: пәрмен; Latin: vis; Marathi: शरीरउर्जा, मनःशक्ती; Mòcheno: kròft; Old English: cræft; Papiamentu: forsa; Plautdietsch: Krauft; Sanskrit: सहस्; Slovak: sila; Spanish: fuerza
violence
Afrikaans: geweld; Basque: indarkeria, biolentzia; Belarusian: лютасьць, сі́ла; Bulgarian: сила; Catalan: violència; Chinese Mandarin: 暴力; Danish: vold; Dutch: geweld; Estonian: vägivald; Finnish: rajuus, voimakeinot; French: violence; Galician: violencia; Georgian: ძალადობა, ძალდატანება; German: Gewalt; Greek: βία; Ancient Greek: ἀποτομία, ἐξαισιότης, ἀγριότης, ἀνάγκη, βία, βίη, τὸ ἀπάνθρωπον, βάρος, βιαιότης, ἐκβίασμα, βίασμα, βιασμός; Hebrew: אלימות; Hindi: हिंसा; Hungarian: erőszak; Icelandic: ofsi, offors; Indonesian: kekerasan; Irish: neart, cumhacht; Italian: violenza; Japanese: 猛威; Kannada: ಹಿಂಸೆ; Korean: 격렬(激烈)함, 맹렬(猛烈)함; Ladin: viulënza; Latin: violentia; Macedonian: насилство; Malay: keganasan; Malayalam: അക്രമം; Maori: tūkeri; Middle English: violence; Norwegian Bokmål: vold; Nynorsk: vald; Occitan: violéncia; Pashto: خشونت; Persian: خشونت; Polish: gwałtowność; Portuguese: violência; Punjabi: ਹਿੰਸਾ; Romanian: violență; Russian: сила, неистовство; Sanskrit: हिंसा, रभस्, त्विष्; Scottish Gaelic: ainneart, brùidealachd; Serbo-Croatian Roman: žestìna, silòvitōst, nasilje; Sicilian: viulenza; Sinhalese: ප්රචණ්ඩත්වය; Spanish: violencia; Swedish: våld; Tagalog: karahasan, dahas; Tamil: வன்முறை; Telugu: హింస; Thai: ความรุนแรง; Tibetan: ལོག་གཡེམ་མམ་ཉེས་སྤྱོད; Urdu: تشدد, ہنسا; Welsh: anfodd, anfoddau, trais, treisiau
rape
Afrikaans: verkragting; Albanian: përdhunim; Arabic: اِغْتِصَاب; Armenian: բռնաբարություն; Assamese: ধৰ্ষণ, বলাৎকাৰ; Azerbaijani: zorlama; Belarusian: згвалтаванне; Bengali: ধর্ষণ; Bulgarian: изнасилване; Burmese: မုဒိမ်း; Catalan: violació; Chinese Mandarin: 強姦/强奸; Czech: znásilnění; Danish: voldtægt; Dutch: verkrachting; Esperanto: seksatenco, seksperforto, stupro; Estonian: vägistamine, vägistus; Faroese: neyðtøka; Finnish: raiskaus, väkisinmakaaminen; French: viol; Galician: rauso, estrupo, esforcexo; Georgian: გაუპატიურება; German: Vergewaltigung, Schändung, Notzucht; Greek: βιασμός; Ancient Greek: ἀπαγωγή, ἁρπαγή, ἁρπαγμός, ἁρπασμός, βία, βιασμός, βίη, γάμος, ὕβρις; Hebrew: אֹנֶס / אונס; Hindi: बलात्कार, मानभंग, तजावुज, बलात्संग, धर्षण, रेप; Hungarian: erőszakos közösülés, megerőszakolás, nemi erőszak; Icelandic: nauðgun; Indonesian: pemerkosaan, perkosaan; Ingrian: raisata; Interlingua: stupro, violation; Irish: éigniú; Italian: stupro; Japanese: 強姦, 手込め, レイプ; Kazakh: зорлау, күштеу; Khmer: ការធ្វើបាប; Korean: 강간, 성폭행; Kyrgyz: зордуктоо, басымчалоо; Lao: ຂົ່ມຂືນ, ການຂົ່ມຂືນ; Latin: raptus; Latvian: izvarošana; Lithuanian: išprievartavimas; Macedonian: силување; Malay: rogol; Malayalam: ബലാത്സംഗം; Maltese: stupru; Maori: pāwhera; Marathi: बलात्कार; Mongolian Cyrillic: хүчиндэх, нөжидлэх; Mongolian: ᠬᠦᠴᠦᠨᠳᠡᠬᠦ, ᠨᠥᠵᠢᠳᠯᠡᠬᠦ; Norman: viol; Norwegian Bokmål: voldtekt; Nynorsk: valdtekt; Occitan: viòl; Old English: nīedhǣmed; Persian: تجاوز جنسی, تجاوز; Polish: gwałt inan; Portuguese: estupro, violação; Punjabi: ਜਬਰ ਜ਼ਨਾਹ, ਬਲਾਤਕਾਰ; Romanian: viol; Russian: изнасилование; Scottish Gaelic: èigneachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: си̏лова̄ње; Roman: sȉlovānje; Sindhi: زوريء زنا; Slovak: znásilnenie; Slovene: posilstvo; Spanish: violación, estupro; Swahili: ubakaji; Swedish: våldtäkt; Tagalog: panggagahis, panggagahasa; Tajik: таҷовуз; Telugu: మానభంగం; Thai: ข่มขืน, การข่มขืน; Turkish: ırza tecavüz, ırza geçme, tecâvüz, göğen; Turkmen: zorlama; Ukrainian: зґвалтування; Urdu: زْیادتی, ریپ; Uzbek: zoʻrlash; Vietnamese: cưỡng hiếp, hiếp dâm, hãm hiếp; Welsh: trais; Yiddish: פֿאַרגעוואַלדיקונג, שענדונג