πρόφασις

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόφᾰσις Medium diacritics: πρόφασις Low diacritics: πρόφασις Capitals: ΠΡΟΦΑΣΙΣ
Transliteration A: próphasis Transliteration B: prophasis Transliteration C: profasis Beta Code: pro/fasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (προφαίνω)
A motive or cause alleged, whether truly or falsely: then, actual motive or cause, whether alleged or not:
I alleged motive, plea, without implication of truth or falsity, ἐπὶ σμικρῇ π. Thgn.323; νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι Pi. P.4.32; κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας Hdt.1.29; π. ἔχων, ὡς.. Id.6.133; καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ π. whether the plea put forward be a trifle or a weighty matter, Th.1.141; τῆς αἰτίας τὴν πρόφασιν the plea in the case, the basis of the charge, Lys.9.7; τοιαύτας ἔχοντες π. καὶ αἰτίας pleas and motives, Th.3.13; π. ἐπιεικής ib.9; ἀναγκαῖαι Is.4.20, D.54.17; προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος pleading what was in fact true, And.4.17.
2 falsely alleged motive (or cause), pretext, pretence, excuse, π. ἰδίης ἀβουλίης an excuse for... Democr.119; οὔτε τιν' ἔχων π. οὔτε λόγον εὐτράπελον Ar.V.468 (lyr.); καλλίστην εἶναι π., τιμωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, ἔργῳ δὲ χρηματίζεσθαι Lys.12.6: abs. in acc., πρόφασιν in pretence, ostensibly, στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον π., σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη Il.19.302, cf. Hdt.5.33, E.IA362 (troch.), Ar.Eq.466, etc.; opp. τὸ ἀληθές, Th.6.33: in dat., προφάσει Id.3.86; προφάσει τῶν δημοσίων on the pretence that public debts are owing, OGI669.15 (Egypt, i A.D.); προφάσιος [εἵνεκεν], προφάσεως ἕνεκα, Hdt.4.135, Antipho 6.14; προφάσεως χάριν Arist.Pol.1297a14; ἐκ μικρᾶς π. Plb.2.17.3; ἐπὶ προφάσιος Hdt.7.150: followed by an inf., αὕτη γὰρ ἦν σοι π. ἐκβαλεῖν ἐμέ for casting me out, S.Ph.1034; οὔτε.. ἔστιν οὐδεμία π. τοῦ μὴ δρᾶν Pl.Ti.20c; π. τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ ἰέναι gives them an excuse or plea for not going, Id.R.469c; οὐδεμία σοι π. ἐστιν ὡς.. X.Cyr.2.2.15; εὑρὼν πρόφασιν BGU 1024 vi 21 (iv A.D.).
b phrases, πρόφασιν διδόναι, πρόφασιν ἐνδοῦναι, allow, afford an excuse, D.43.53, 18.158; οὐκ ἐνδώσομεν π. οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι Th.2.87; πρόφασιν μηδεμίαν θέμενος making no excuse, Thgn.364; πρόφασιν προτεῖναι put forward a pretext, Hdt. 1.156; π. τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι Id.8.3; προφάσεις παρέχειν Ar.Av.581, cf. D.10.35, 18.156; προφάσιας εἷλκον kept making pretences, Hdt.6.86; πάσας π. ἕλκουσιν Ar.Lys.726; π. δέχεσθαι Pl.Cra. 421d (cf. ἀγών III.5); πρόφασιν εὑρίσκειν τοῦ ἀδικήματος Antipho 5.65; π. καλῶς εὑρημένη Archipp.36; ἔχθρας π. ζητήσουσιν Pl.Phdr.234a, cf. PCair.Zen.270.9 (iii B.C.); π. τινὰ πρεσβείας πορισάμενοι Pl.Ep.350a; π. κατασκευάσαι X.Cyr.2.4.17; ἔχει προφάσεις it is excusable, ib.3.1.27; πρόφασιν ταύτην τῆς διαφορᾶς ποιούμενος Pl.Ep.349d; προφάσεις εὐλόγους εἰλήφεσαν D.18.152; ἐχόμενος προφάσιος Hdt.6.94; ἐπιλαβέσθαι Id.3.36, 6.49; τὰς π. ἀφελεῖν D.2.27; προφάσεως δεῖσθαι Arist. Rh.1373a3: personified, τὰν Ἐπιμαθέος ὀψινόου θυγατέρα Π. Pi.P.5.28.
c elliptically, μή μοι πρόφασιν no excuse, no shuffling, Ar. Ach.345; μὴ προφάσεις ἐνταῦθά μοι Alex.127.1.
II the actual motive, purpose, or cause, whether alleged or not, οὔτ' εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτε τευ ἄλλου Il.19.262; ἐπ' αὐτομολίας προφάσει ἀπέρχονται Th.7.13; τὸ ἐκ προφάσεως τῶν.. στρατιωτῶν δηληγατευθὲν μέτρον ἐλαίου for the purpose of... PLips.64.2, cf. 8 (iv A.D.); τὴν ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ Th.1.23, cf. 6.6, D.18.156, SIG 888.138 (Scaptopara, iii A.D., pl.): esp. as a medical t.t., external exciting cause, ἐκ πάσης π. ἐκτιτρώσκουσι they miscarry on any provocation, Hp.Aph.3.12, cf.Epid.3.3, 3.17.ιά, Acut.(Sp.) 6; τοὺς δ' ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς π… τῆς κεφαλῆς θέρμαι.. ἐλάμβανε Th.2.49: pl., Hp. Aër.16, Fract.15, al.: generally, cause, σμικρὰ π. ἔξωθεν Pl.R. 556e; βραχεῖα πρόφασις Hp.Coac.477; ἀπὸ μηδεμιᾶς π. ἔξωθεν ἀξιολόγου Diocl.Fr. 82; φανερὴ πρόφασις Hp.Aph.2.41, cf. X.HG6.4.33; ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τὴν ἐγὼ.. ἀπηγήσομαι Hdt.2.161, cf. 4.145, 7.230; ἄνθρωπός εἰμι, τοῦτο δ' αὐτὸ τῷ βίῳ π. μεγίστην εἰς τὸ λυπεῖσθαι φέρει Diph.106, cf. Men.230,811, Philem.194; βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον ἐφ' ᾗ.. δεξόμεθα..it needed but a little to move us to... E.IA1180.
2 occasion, θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον, ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς I said à propos,.. I took occasion to say... Ar.Nu.55; ἐπὶ τῇ ἐμῇ προφάσει à propos of me, Lys.6.19; ἐπὶ τῇ προφάσει τῆς ἐμαυτοῦ ἀρχῆς on the occasion of my accession, PFay.20.11 (iii/iv A.D.).
III persuasion, suggestion, dub.l.in S.Tr.662 (lyr.).
IV preface, τὰς σημειώσεις ὑπὸ μίαν ἐκθησόμεθα πρόφασιν Dsc.Ther.3.

German (Pape)

[Seite 796] ἡ, eigtl. das Vorscheinenlassen (προφαίνω), der Anschein, νόστου, daß man zurückkehren werde, Pind. P. 4, 32; daher der Vorwand, hinter dem Einer seine rechte Meinung verbirgt, das Vorgeben, das Einer braucht, wenn er sich weigert, Etwas zu thun; Hom. braucht nur den absol. accus. πρόφασιν, vorgeblich, der Aussage nach, Il. 19, 262, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη, 302; u. so Ar. Equ. 469 u. Sp.; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 590, im Gegensatz von τὸ ἀληθές, Lys. 13, 12; welcher Gegensatz auch durch das einfache δέ bezeichnet wird, Wolf Dem. Lpt. p. 270; vgl. Eur. Bacch. 221 u. Dem. 18, 77; αὕτη γὰρ ἦν σοι πρόφασις ἐκβαλεῖν ἐμέ, Soph. Phil. 1023; Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην, Eur. I. A. 362; ἔχεις πρόφασιν, Hec. 340, u. öfter; προφάσεις παρέχειν, Ar. Av. 581, πρόφασιν θέσθαι, einen Vorwand brauchen, Theogn. 364; u. in Prosa: προφάσιας εἱλκον, Her. 6, 86; προφάσιος ἔχεσθαι, einen Vorwand ergreifen, 6, 94; ἵν' αὐτῷ πρόφασις εἴη τῆς ἀποστάσεως, Plat. Menex. 245 b; οἵτινες ἔχθρας πρόφασιν ζητήσουσιν, Phaedr. 234 a; πρόφασιν τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ πρὸς τὸν μαχόμενον ἰέναι, Rep. V, 469 c; ἐν τῇ προφάσει ταύτῃ ἀπέκτειναν, Lys. 13, 12; κατασκευάζειν πρόφασιν, Xen. Cyr. 2, 4, 17 u. öfter; auch Entschuldigung, οὐ μέντοι μοι δοκεῖ προφάσεις ἀγὼν δέχεσθαι, Plat. Crat. 421 d; Veranlassung, Gelegenheit, Her. 3, 36 u. öfter; Antiph. 5, 21; προφάσεως ἕνεκα, 6, 14; Grund, οὔτ' ἔστιν οὐδεμία πρόφασις ἡμῖν τοῦ μὴ δρᾶν ταῦτα, Plat. Tim. 10 c, vgl. 76 e Phaedr. 255 d, u. sonst; διὰ δύο προφάσεις, aus zwei Gründen, Isocr. 1, 23; u. so auch Thuc. 1, 23, wo ἀληθεστάτη πρόφασις der vorangehenden αἰτία entspricht; θάνατος ἐξαπιναῖος οὐκ ἔχων φανερὰν πρόφασιν, ohne eine deutliche, bekannte Ursache. Xen. Hell. 6, 4, 33; Plut. u. A.; vgl. noch Dem. τὴν μὲν ἀληθῆ πρόφασιν τῶν πραγμάτων ἀπεκρύπτετο, 18, 156, den wahren Grund. – Absolut gebraucht finden sich: προφάσιος τῆσδε, Her. 4, 135; πρόφασιν, s. oben, ἐπὶ προφάσιος und ἐπὶ προφάσει, Theogn. 323, Her. 7, 150; ἀπὸ προφάσιος, 2, 161, διὰ πρόφασιν, 4, 145. 7, 230; κατὰ πρόφασιν, 1, 29; μή μοι πρόφασιν, keinen Vorwand, keine Ausflucht, Ar. Ach. 345; auch im plur., μὴ προφάσεις, Alexis bei Ath. IV, 170 a. Ähnlich μή με πίῃς πρόφασιν, Ep. ad. 197 (IX. 38).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
motif mis en avant :
1 prétexte légitime : πρόφασις ἀληθής DÉM motif véritable ; ἐπιεικής THC prétexte plausible ; ἐνδοῦναί τινι πρόφασιν avec l'inf. ISOCR donner à qqn comme prétexte que, etc.
2 en mauv. part prétexte simulé, mauvaise raison : αὕτη ἦν σοι πρόφασις avec l'inf. SOPH voilà le prétexte que tu avais pour ; οὐδεμία σοι πρόφασίς ἐστι ὡς XÉN tu n'as aucun prétexte pour ; οὐκ ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενί avec un inf. THC nous ne donnerons prétexte à personne de ; πρόφασιν ἔχειν avec un suj. de pers. avoir un prétexte ; avec un. suj. de chose fournir un prétexte ; πρόφασιν ἔχειν ὥστε avec l'inf. XÉN fournir un prétexte pour ; πρόφασιν παρέχειν, offrir un prétexte, produire de feintes raisons ; πρόφασιν προτείνειν HDT mettre un prétexte en avant ; κατασκευάζειν XÉN imaginer un prétexte ; πρόφασιν λαμβάνειν DÉM prendre un prétexte ; προφάσεως ἔχεσθαι HDT saisir un prétexte ; adv. • προφάσει, • ἐπὶ προφάσει, • ἐπὶ προφάσεως, • ἀπὸ προφάσεως, • διὰ πρόφασιν, • κατὰ πρόφασιν, • προφάσιος (ion.) εἵνεκεν, sous prétexte de, avec un gén. ou abs. soi-disant ; à l'acc. abs. • πρόφασιν, en apparence, soi-disant ; πρόφασιν μὲν… τὸ δὲ ἀληθές THC en apparence, mais en réalité.
Étymologie: προφαίνω.

Greek Monolingual

η / πρόφασις, -άσεως, ΝΜΑ
προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια της μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.)
νεοελλ.
1. το πρώτο στάδιο μίτωσης της κυτταρικής διαίρεσης, το οποίο ακολουθείται από τη μετάφαση
2. φρ. «προφάσεις εν αμαρτίαις» — προσχήματα που προβάλλονται για δικαιολόγηση μιας πράξης ή παράλειψης
αρχ.
1. δικαιολογία (α. «ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει» — είτε η δικαιολογία είναι σπουδαία είτε είναι ασήμαντη, Θουκ.
β. «τῆς αἰτίας τὴν πρόφασιν» — τη βάση της κατηγορίας, Λυσ.)
2. η αληθινή, η βαθύτερη αιτία (α. «οὔτ εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτε τευ ἄλλου», Ομ. Ιλ.
β. «ἀληθεστάτην πρόφασιν ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ», Θουκ.)
3. (ως ιατρ. όρος) εξωτερική, ερεθιστική αιτία
4. ευκαιρία («ἐπὶ τῇ προφάσει τῆς ἐμαυτοῦ ἀρχῆς», πάπ.)
5. προειδοποίηση, προειδοποιητικό σημείο («τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾱς προφάσεως ἀλλ' ἐξαίφνης... τῆς κεφαλῆς θέρμαι... ἐλάμβανε», Θουκ.)
6. πειθώ, πειστικότητα
7. πρόλογος
8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) προφάσει
για επίδειξη, προς το θεαθήναι («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι», ΚΔ)
9. φρ. α) «πρόφασιν δίδωμι» — παρέχω αφορμή («οὐκ ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενι κακῷ γενέσθαι», Θουκ.)
β) «πρόφασιν προτείνω [προΐσχομαι ή τίθημι ή παρέχω]» — προβάλλω ως δικαιολογία («πρόφασιν τήν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι», Ηρόδ.)
γ) «προφάσεις ἕλκω» — επιμένω να προφασίζομαι
δ) «πρόφασιν φάσκω» — βρίσκω την ευκαιρία να πω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφαίνω (πρβλ. απόφασις). Η λ. πρόφασις με σημ. «εξωτερική, εμφανής αιτία, προειδοποιητικό σημείο» αλλά και «πρόσχημα, πλαστή δικαιολογία» εμφανίζει τη διπλή σημ. της ρίζας bh(e)ә2- «δηλώνω, λάμπω» και «εξηγώ, μιλώ» τών ρ. φαίνω και φημί].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόφασις -εως, ἡ [προφαίνω] de reden die iemand opgeeft oorzaak, aanleiding:; π. ἐπιεικής... ἀποστάσεως een aannemelijke reden voor afvalligheid Thuc. 3.9.2; προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος terwijl hij oorzaken aanvoerde die waar waren [And.] 4.17; ἐπὶ τῇ ἐμῇ προφάσει op mijn instigatie Lys. 6.19; προφάσεις ἔχειν ὥστε reden genoeg hebben om Xen. Cyr. 3.1.27; doel, motief:; τὴν μὲν ἀληθῆ πρόφασιν τῶν πραγμάτων het werkelijke doel van zijn activiteiten Dem. 18.156; spec. geneesk. (aanwijsbare) oorzaak:. μετὰ δὲ προφάσιος πῦρ ἔλαβε door een of andere oorzaak kreeg hij koorts Hp. Epid. 3.3.3; αἱ μὲν γυναῖκες... ἐκ πάσης προφάσιος ἐκτιτρώσκουσιν de vrouwen hebben bij de geringste aanleiding miskramen Hp. Aph. 3.12; ἀπ’ οὐδεμιᾶς προφάσεως zonder enige aanwijsbare oorzaak Thuc. 2.49.2. voorwendsel, uitvlucht, excuus:; τῆς... οἰκειότητος προφάσει onder het voorwendsel van stamverwantschap Thuc. 3.86.4; οὐκ ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι wij zullen niemand een excuus geven om laf te zijn Thuc. 2.87.9; πρόφασιν ἔχειν een uitvlucht hebben Aristoph. Ve. 339; προφάσεις παρέχειν uitvluchten zoeken Aristoph. Av. 581; μή μοι πρόφασιν geen uitvluchten! Aristoph. Ach. 345; οὔτε ἔστιν οὐδεμία πρόφασις ἡμῖν τοῦ μή δρᾶν ταῦτα en er is voor ons geen enkel excuus dat niet te doen Plat. Tim. 20c; adv. met prep..; κατὰ θεωρίης πρόφασιν zogenaamd om onderzoek te doen Hdt. 1.29.1; ἵνα ἐπὶ προφάσιος ἡσυχίην ἄγωσι om onder een voorwendsel neutraal te blijven Hdt. 7.150.3; ἐπὶ προφάσει ὡς onder het voorwendsel dat Thuc. 5.42.1; προφάσεως χάριν voor de schijn Aristot. Pol. 1297a14; acc. adv. πρόφασιν zogenaamd:. στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν de vrouwen bejammerden in naam Patrokolos Il. 19.302; πρόφασιν μὲν... ξυμμαχίᾳ,... τὸ δὲ ἀληθές Σικελίας ἐπιθυμίᾳ zogenaamd om hulp te brengen, maar in feite omdat zij Sicilië willen hebben Thuc. 6.33.2.

Russian (Dvoretsky)

πρόφᾰσις: εως ἡ
1 основание, повод, мотив (ἀληθεστάτη Thuc.; εἰκυῖα Plat.): ἡ π. τῆς αἰτίας Lys. основание обвинения; προφάσεις καὶ αἰτίαι Thuc. основания и причины;
2 предлог, отговорка, увертка: προφάσει, ἀπὸ προφάσεως Thuc., ἐπὶ προφάσεως, ἀπὸ προφάσιος, διὰ и κατὰ πρόφασιν, προφάσιος εἵνεκεν Her., προφάσεως χάριν Arst. или ἐκ προφάσεως Polyb. под (благовидным) предлогом; πρόφασιν Hom., Thuc., Lys. и προφάσει NT для видимости, для вида; πρόφασιν ἔχειν Thuc. etc. иметь предлог (оправдание) или служить предлогом; μή μοι προφάσεις! Arph. никаких отговорок!;
3 Soph. v.l. = πρόφανσις.

Greek (Liddell-Scott)

πρόφᾰσις: ἡ, γεν, εως, Ἰων. ιος· κλητ. πρόφασι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 204. 6· (φημί)· ― τὸ ὡς αἰτία ἀναφερόμενον εἴτε ἡ ἀληθὴς αἰτία εἶναι τοῦτο ἢ ἁπλῶς ἀφορμὴ πρὸς ἀπόκρουσιν τῆς ἀληθοῦς αἰτίας (ὡς παρ᾿ Ὁμ., ἴδε κατωτ. 2. β). 1) ἀφορμή, αἰτία, συχν. παρ᾿ Ἱππ., οἷον Ἀρχ. Ἰητρ. 9· μάλισταπερίστασις ἥτις προάγει προϋπάρχουσαν διάθεσιν πρὸς νόσον, Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1066 καὶ καθόλου ἡ ἐξ ἐπιπολῆς φαινομένη αἰτία κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κατὰ βάθος καὶ πραγματικωτέραν, ἴδε Foës. Oecon.· νόστου πρ. γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι Πινδ. Π. 4. 56· καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει μὴ εἶξαι Θουκ. 1. 141, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 1180· τῆς αἰτίας τὴν πρόφασιν Λυσ. 114. 43, πρβλ. τὸν αὐτ. 105. 5· πρόφασις ἀληθεστάτη Θουκ. 1. 23., 6. 6, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 16, Δημ. 279. 21· ἐπιεικὴς Θουκ. 3. 9· ἀναγκαῖα Ἰσαῖ. 48. 28, Δημ. 1262. 17· φανερὰ Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 33· ἀλλὰ, 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ πρόσχημα, Ἡρόδ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἰτία, Θουκ. 3. 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 468, κτλ. 3) Σύνταξις: α) πρ. τινος, ἡ περί τινος πρόφασις, διακαιολογία, Ἡρόδ. 1. 29, κτλ. β) ἀπολ. κατ᾿ αἰτ., πρόφασιν, κατὰ πρόφασιν, κατὰ τὸ φαινόμενον, οὔτ᾿ εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτε τευ ἄλλου Ἰλ. Τ. 262· στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ᾿ αὐτῶν κήδε᾿ ἑκάστη αὐτόθι 302, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 33, Εὐρ. Ι. Α. 362, Ἀριστοφ. Ἱππ. 466, Θουκ. 3. 111, κτλ.· ― πληρέστερον, προφάσιν μέν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τὸ δ᾿ ἀληθές..., Θουκ. 6. 33· πρ. μέν..., ἔργῳ δέ..., Λυσ. 120. 35· ― ἀπολ. κατὰ δοτ., προφάσει Θουκ. 3. 86. γ) συχνάκις μετὰ προθέσεων· ― ἀπὸ προφάσιος τοιῆσδε Ἡρόδ. 4. 79, πρβλ. 2. 161, Πλάτ. Πολ. 556Ε· ἀπ᾿ οὐδεμιᾶς πρ. Θουκ. 2. 79· διὰ πρόφασιν τοιήνδε Ἡρόδ. 7. 230, πρβλ. 4. 145· ― προφάσιος εἴνεκεν, προφάσεως ἕνεκα ὁ αὐτ. 4. 135, Ἀντιφῶν 143. 6· οὕτω, πρ. χάριν Ἀριστ. Πολιτ. 4. 13, 1· ― ἐκ μικρᾶς πρ. Πολύβ. 2. 17, 3· ― ἐπὶ προφάσει Θέογν. 323, Θουκ. 1. 141 (ἴδε ἀνωτ.), κτλ.· ἐπ᾿ αὐτομολίας προφάσει ὁ αὐτ. 7. 13· ἐπὶ προφάσιος Ἡρόδ. 7. 150· κατὰ θεωρίης πρόφασιν ὁ αὐτ. 1. 29. δ) ἑπομένου ἀπαρ., αὕτη γὰρ ἦν σοι πρ. ἐκβαλεῖν ἐμέ, ἵνα μὲ ἐκβάλης, Σοφ. Φιλ. 1034· οὔτ᾿ ἐστιν οὐδεμία πρ. τοῦ μὴ ὁρᾶν Πλάτ. Τίμ. 20C· μικρά γε πρ. ἔστι τοῦ πρᾶξαι καλῶς Μένανδρ. ἐν «Θετταλοῖς» 1· πρόφασιν ἔχει τοῖς δειλαίοις μὴ ἰέναι, παρέχει εἰς αὐτοὺς πρόφασιν, δικαιολογίαν, Πλάτ. Πολ. 469C· ἱκανὴ πρ. εἰς τὸ δυστυχεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδηλ. 263, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 100· ― οὕτως, οὐδεμία σοί ἐστι πρ., ὡς..., Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15. ε) φράσεις, πρόφασιν, διδόναι, ἐνδιδόναι, παρέχειν ἀφορμήν, Δημ. 1067. 25., 280. 19· πρ. ἐνδοῦναί τινι κακῷ γενέσθαι Θουκ. 2. 87· οὕτω, πρόφασιν θέσθαι, προφασίζεσθαι, Θέογν. 364· πρ. προτείνειν, προΐσχεσθαι, προβάλλειν πρόφασιν, Ἡρόδ. 1. 156., 8. 3· παρέχειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 581, Δημ. 140. 23· προφάσιας ἕλκω, ἐπιμένω προφασιζόμενος, Ἡρόδ. 6. 86· πάσας προφάσεις ἕλκειν Ἀριστοφ. Λυσ. 720, πρβλ. προφασίζομαι· πρόφασιν φάσκειν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 56· δέχεσθαι Πλάτ. Κρατ. 412D· εὑρίσκειν Ἀντιφῶν 137. 8· πρ. καλῶς εὑρημένη Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ» 1· πρ. ζητεῖν, πορίζεσθαι, κατασκευάζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α, κτλ.· πρ. ἔχειν ὡς... Ἡρόδ. 6. 133· ἔχει προφάσεις τὰ ἡμέτερα ἁμαρτήματα ὥστε ἀπιστεῖν ἡμῖν, παρέχουσιν εὐλόγους ἀφορμὰς τὰ ἡμέτερα σφάλματα ὥστε κτλ., Ξεν Κύρ. 3. 1. 27· πρόφασιν ποιεῖσθαί τι Πλάτ. Ἐπιστ. 349D· προφάσεις λαμβάνειν Δημ. 277. 28· προφάσιος ἔχεσθαι Ἡρόδ. 6. 94· ἐπιλαβέσθαι ὁ αὐτ. 3. 26., 6. 49· τὰς πρ. ἀφελεῖν Δημ. 26. 2· προφάσεως δεῖταί τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12. 23. ζ) ἐλλειπτικῶς, μή μοι πρόφασιν, μή, παρακαλῶ, προφάσεις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 345· μὴ προφάσεις ἐνταῦθά μοι Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 1, πρβλ. τριβὴ 4. ΙΙ. Ὁ Πίνδ. προσωποποιεῖ τὴν Πρόφασιν ὡς θυγατέρα τοῦ ὀψινόου Ἐπιμᾱθέος (δηλ. τοῦ βραδέως βουλευσαμένου Ἐπιμηθέως κατὰ τὸν Σχολ.) Π. 5. 36. ΙΙΙ. ἐν Σοφ. Τρ. 662, ἂν ἔχῃ ὀρθῶς, δέον νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον πειθώ, κατάπεισιν, ἄλλ᾿ ἴδε ἐν λ. πρόφανσις, καὶ σημ. Jebb ἐν Σοφ. Τρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.

English (Autenrieth)

(φημί): pretext; acc. as adv., ostensibly, Il. 19.262 and 302.

English (Slater)

πρόφᾰσις (-ις, -ιν.)
   a excuse, (professed) motive c. gen. “ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” (P. 4.32) πρόφασιν βληχροῦ γενέσθαι νείκεος fr. 245.
   b excuse, evasion τιθεμέ- νων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. pro pers., τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν (P. 5.28)

English (Strong)

from a compound of πρό and φαίνω; an outward showing, i.e. pretext: cloke, colour, pretence, show.

English (Thayer)

προφασεως, ἡ (προφαίνω, i. e. properly, 'to cause to shine before' (or 'forth'; but many derive πρόφασις directly from προφημι)), from Homer down;
a. a pretext (alleged reason, pretended cause): τῆς πλεονεξίας, such as covetousness is accustomed to use, A. V. cloak of covetousness) the meaning being, that he had never misused his apostolic office in order to disguise or to hide avaricious designs); πρόφασιν ἔχειν (a phrase frequent in Greek authors, cf. Passow, under the word πρόφασις 1b. vol. ii., p. 1251 b; (Liddell and Scott, under the word, I:3e.)) περί τῆς ἁμαρτίας, A. V. marginal reading R. V. excuse).
b. show: προφάσει ὡς κτλ. (A. V.) under color as though they would etc. προφάσει (A. V. for a pretence), in pretence, ostensibly: Philippians 1:18.

Greek Monotonic

πρόφᾰσις: ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος (προφαίνω ή πρόφημι
I. 1. αυτό που αναφέρεται ως αιτία, αφορμή, αιτιολογία, καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει, σε Θουκ.· πρόφασις ἀληθεστάτη, σε Θουκ.
2. κυρίως με αρνητική σημασία, τίποτε άλλο παρά πρόσχημα, προσποίηση, πρόφαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς την πραγματική αιτία (αἰτία), σε Θουκ.· με γεν., πρόφαση ή πρόσχημα για ένα πράγμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ. σε αιτ., πρόφασιν, κατά πρόφαση, φαινομενικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· πρόφασιν μέν, αντίθ. προς τὸ δ' ἀληθές, σε Θουκ.· ομοίως στη δοτ. προφάσει, στον ίδ.· ἀπὸ προφάσιος τοιήσδε, από ή με κάποια δικαιολογία όπως αυτή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προφάσιος εἵνεκεν, στον ίδ.· ἐπὶ προφάσιος, σε Ηρόδ.· κατὰ πρόφασιν, στον ίδ.· ακολουθ. από απαρ., αὕτη ἦν σοι πρ. ἐκβαλεῖν ἐμέ, για να με απορρίψεις, σε Σοφ.· πρόφασιν ἔχει τοῖς δειλαίοις μὴ ἰέναι, δίνει σ' αυτούς μια δικαιολογία για να μην πάει, σε Πλάτ.
3. φράσεις, πρόφασιν διδόναι, ἐνδιδόναι, δίνω αφορμή, σε Δημ.· πρ. ἐνδοῦναί τινι, σε Θουκ.· πρ. προτείνειν, προΐσχεσθαι, προβάλλω μια δικαιολογία, σε Ηρόδ.· παρέχειν, σε Αριστοφ.· προφάσιας ἕλκειν, εξακολουθώ να προβάλλω προφάσεις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ελλειπτικώς, μή μοι πρόφασιν (ενν. πάρεχε), καμία δικαιολογία, χωρίς πρόφαση, χωρίς αναβολή, σε Αριστοφ.
II. ο Πίνδ. προσωποποιεί την πρόφαση (Πρόφασις), ως κόρη του Επιμηθέα.
III. στον Σοφ., πρέπει να σημαίνει συμβουλή, πειθώ, πρόταση.

Middle Liddell

πρόφᾰσις, εως, προφαίνω or πρόφημι
1. that which is alleged as the cause, an allegation, plea, καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει to great or small plea alike, Thuc.; πρ. ἀληθεστάτη Thuc.
2. mostly in bad sense, a mere pretext, a pretence, excuse, Hdt., etc.; opp. to the true cause (αἰτίἀ, Thuc.: c. gen. the pretext or pretence for a thing, Hdt., etc.:—absol. in acc., πρόφασιν in pretence, Il., Attic; πρόφασιν μέν, opp. to τὸ δ' ἀληθές, Thuc.; so in dat., προφάσει Thuc.: — ἀπὸ προφάσιος τοιῆσδε from or on some such pretext as this, Hdt., etc.:— προφάσιος εἵνεκεν Hdt.:— ἐπὶ προφάσει by way of excuse, Theogn., Thuc.; so, ἐπὶ προφάσιος Hdt.; κατὰ πρόφασιν Hdt.:—foll. by an inf., αὕτη ἦν σοι πρ. ἐκβαλεῖν ἐμέ for casting me out, Soph.; πρόφασιν ἔχει τοῖς δειλαίοις μὴ ἰέναι gives them an excuse for not going, Plat.
3. phrases, πρόφασιν διδόναι, ἐνδιδόναι to give occasion, make an excuse, Dem.; πρ. ἐνδοῦναί τινι Thuc.; πρ. προτείνειν, προΐσχεσθαι to put forward an excuse, Hdt.; παρέχειν Ar.; προφάσιας ἕλκειν to keep making pretences, Hdt., etc.; elliptically, μή μοι πρόφασιν (sc. πάρεχἐ no excuse, no shuffling, Ar.
II. Pind. personifies Πρόφασις, as daughter of Epimetheus (Afterthought).
III. in Soph. it must mean suggestion.

Chinese

原文音譯:prÒfasij 普羅-法西士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:以前-顯出(的) 相當於: (נָטָה‎ / מָנׄול‎)
字義溯源:外表的做作,假裝,假意,假意作,推諉,託詞,動機,緣由,推諉,有嫌疑的動機,藉口;由(πρό)*=先前,高於)與(φαίνω)=發光,照耀)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(7);太(1);可(1);路(1);約(1);徒(1);腓(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 假意作(2) 太23:14; 路20:47;
2) 假意(2) 可12:40; 腓1:18;
3) 託詞(1) 帖前2:5;
4) 推諉(1) 約15:22;
5) 假裝(1) 徒27:30

Mantoulidis Etymological

(=δικαιολογία). Ἀπό τό πρό + φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

ratio, causa, praetextus, reason, cause, pretext, 1.23.6, 1.118.1, 1.126.1, 1.133.1, 1.141.1, 1.146.1. 2.49.2, 2.87.9, 3.9.2. 3.13.1, 3.39.7. 3.40.6. 3.75.4. 3.82.1. 3.82.4. 3.86.4. 3.111.1, 4.47.2. 4.80.2, 4.126.5. 5.22.1. 5.31.3. 5.42.1. 5.53.1. 5.80.3. 6.6.1. 6.8.4, 6.33.2, 6.34.6. 6.76.2, 6.78.1. 6.79.2, 7.13.2,
ut servos suos fugitivos quaerant, so that they may search for their runaway slaves. 8.87.5.

Translations

motive

Albanian: motiv; Arabic: حَافِز‎; Belarusian: матыў; Bulgarian: мотив; Catalan: motiu; Chinese Mandarin: 動機, 动机; Czech: motiv, pohnutka; Danish: bevæggrund, motiv; Dutch: motief, beweegreden, motivatie; Finnish: vaikutin, motiivi; French: motif, mobile; German: Motiv, Beweggrund; Hebrew: מניע‎; Hungarian: indíték; Ido: motivo; Irish: réasún; Italian: motivo; Japanese: 動機; Korean: 동기(動機); Ladino: sebeb, sebep; Latin: ratio; Macedonian: мотив; Occitan: motiu; Persian: انگیزه‎; Plautdietsch: Drief; Polish: motyw; Portuguese: motivo; Romanian: motiv, rațiune; Russian: мотив, повод; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀тӣв; Roman: mòtīv; Slovak: motív; Slovene: motiv; Spanish: motivo, móbil; Swedish: motiv; Thai: แรงจูงใจ; Tocharian B: ṣarm; Ukrainian: мотив; Vietnamese: động cơ

pretext

Arabic: ذَرِيعَة‎, عُذْر‎; Armenian: պատրվակ; Azerbaijani: bəhanə; Belarusian: падстава, зачэпка, адмоўка, адгаворка, адгавор; Bulgarian: извинение, претекст; Catalan: pretext; Chinese Mandarin: 借口; Czech: záminka, výmluva; Danish: påskud; Dutch: voorwendsel, drogreden, dekmantel, schijnreden, pretext; Esperanto: preteksto; Finnish: tekosyy, veruke; French: prétexte; German: Vorwand, Deckmantel, fadenscheinige Begründung, Ausrede, Scheingrund, Schein, Ausflucht, Prätext, angeblicher Grund, vorgespiegelter Grund; Ancient Greek: πρόφασις, σκῆψις, μύνη; Hungarian: ürügy, kifogás; Icelandic: yfirskin; Italian: pretesto, scusante; Japanese: 口実; Korean: 핑계; Kyrgyz: шылтоо; Latin: praetextum; Macedonian: изговор; Manchu: ᡶᡳᡴᡨᡠ; Maori: takunga, takutakunga, takunetanga; Norwegian Bokmål: påskudd, påskott; Nynorsk: påskott, påskot; Persian: بهانه‎, دستاویز‎, عذر‎; Polish: wymówka, pretekst; Portuguese: pretexto; Russian: повод, предлог, отговорка; Sanskrit: अपदेश; Scottish Gaelic: leisgeul; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏згово̄р, и̏злика; Roman: ȉzgovōr, ȉzlika; Sicilian: scaciuni; Slovak: zámienka, výhovorka; Slovene: pretveza; Spanish: pretexto; Swedish: svepskäl, undanflykt, förevändning; Tocharian B: ṣewi; Ukrainian: привід, зачіпка, приключка, причіпка, відмовка, вимовка

excuse

Arabic: عُذْر‎; Armenian: պատրվակ; Azerbaijani: bəhanə; Belarusian: апраўданне, адмоўка, адгаворка, адгавор; Bulgarian: извинение, оправдание, предлог; Catalan: excusa; Cherokee: ᏗᏢᏈᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 藉口, 借口, 辯解, 辩解; Czech: omluva, výmluva, záminka; Danish: undskyldning; Dutch: uitvlucht, excuus smoes; Esperanto: senkulpigo; Estonian: vabandus; Finnish: tekosyy, veruke; French: prétexte, excuse; German: Ausrede, Ausflucht; Greek: δικαιολογία; Ancient Greek: σκῆψις, πρόφασις, μύνη; Hebrew: תירוץ‎, אמתלה‎, תֵּרוּץ‎; Hindi: बहाना; Hungarian: mentség, kifogás; Ido: exkuzo; Irish: leithscéal; Italian: scusa, pretesto; Japanese: 言い訳, 口実, 弁解, 弁明; Korean: 핑계, 변명(辨明); Kyrgyz: шылтоо; Latin: praetextum; Macedonian: изговор, оправдување; Malay: alasan; Malayalam: ക്ഷമാപണം, ഒഴിവുകഴിവ്; Manchu: ᡴᠠᠨᠠᡤᠠᠨ, ᡶᡳᡴᡨᡠ; Maori: takunga, takutakunga; Mirandese: çculpa; Ngazidja Comorian: udhuri; Norwegian Bokmål: unnskyldning; Occitan: excusa; Old English: lādung; Persian: بهانه‎, توجیه‎, عذر‎; Polish: wykręt, wymówka, usprawiedliwienie, pretekst; Portuguese: desculpa; Russian: оправдание, отговорка, извинение, предлог; Scottish Gaelic: leisgeul; Slovak: výhovorka; Spanish: excusa; Swedish: ursäkt; Tagalog: dahilan; Tamil: சாக்கு; Thai: ข้อแก้ตัว; Tocharian B: ṣewi; Turkish: bahane, mazeret; Ukrainian: відмовка, вимовка; Urdu: بَہانَہ‎; Welsh: esgus; Yiddish: תּירוץ‎