ὑβρίζω

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβρῐ́ζω Medium diacritics: ὑβρίζω Low diacritics: υβρίζω Capitals: ΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: hybrízō Transliteration B: hybrizō Transliteration C: yvrizo Beta Code: u(bri/zw

English (LSJ)

Od.18.381, etc., Dor. ὑβρίσδω Theoc. 14.9: fut. Att.
A ὑβριῶ D. 21.221, (ἐν-) prob. in Ar.Th.720 (-ίσεις cod. R): aor. ὕβρισα Hdt. 6.87, S.Aj.560, etc.: pf. ὕβρικα Ar.Lys.400, D.21.128: plpf. ὑβρίκειν Id.3.14:—Med., fut. ὑβριοῦμαι Ar.Ec.666 (anap.):—Pass., fut. ὑβρισθήσομαι D.21.222: aor. ὑβρίσθην S.Aj.367, Pl.Lg.885a: pf. ὕβρισμαι E.Cyc.665, etc.: (ὕβρις):—wax wanton, run riot, in the use of superior strength or power, or in sensual indulgence, ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι δαίνυσθαι κατὰ δῶμα Od.1.227; ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται 3.207, 17.588; ἀλλὰ μάλ' ὑβρίζεις 18.381; ὁππότ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος . . ὑβρίζῃ πλούτῳ κεκορημένος Thgn. 751; ἐνταῦθα νῦν ὕβριζε A.Pr.82, cf. S.Ant.480, etc.; especially of lust, X.Mem.2.1.30; opp. σωφρονεῖν, Id.Cyr.8.1.30, Antipho 4.4.2.
2 of overfed asses, neigh or bray and prance about, ὑβρίζοντες οἱ ὄνοι ἐτάρασσον τὴν ἵππον Hdt.4.129; of horses, X.Cyr.7.5.62; of elephants, Ael.NA10.10.
3 of plants, run riot, grow rank and luxuriant, Thphr.HP2.7.6, CP3.15.4.
4 metaph., of a river that swept away and drowned a horse, Hdt.1.189; so γῆ ὕβριστο had been carried away by river-floods, Emp.(?)154.
II trans., ὑβρίζω τινά treat him despitefully, outrage, insult, maltreat, ἡμέας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωντο (v. infr. 2) Il.11.695; ὑ. τοὺς ὑβρίζοντας χρεών A.Pr.970; ὑ. γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ And.4.15; με, ἐμέ, S.Ant. 840 (lyr.), Lys.1.4; τὰς νήσους Isoc.8.99: more freq. (esp. in Prose) ὑ. εἴς τινα(ς) commit an outrage upon or towards him (them), E.Ph. 620 (troch.), Hipp.1073, Ar.Pl.899; ὑ. εἰς (dub. l.) τοὺς θεούς Id.Nu. 1506; εἰς σὲ καὶ τὴν σὴν γυναῖκα Lys.1.16; εἰς τὰς πατρίδας Isoc.4.111; εἰς ταύτην τὴν παροιμίαν Pl.Smp.174b (acc. to Luc.Sol.10, ὑβρίζω τινά was to do one a personal injury, ὑβρίζω εἴς τινα to injure that which belongs to one; but the distinction was not observed): also ὑβρίζω ἐν κακοῖσιν A.Ag.1612, cf. S.Aj.1151.
2 freq. c. acc. cogn., ὑ. ὕβριν A.Supp.880 (lyr.); ὕβρεις E.Ba.247; ὕβριν ἐς ἡμᾶς ὑ. Id.IA 961, cf. Heracl.18; ὕ. ὑβρίζεις ἐπὶ θανοῦσι τοῖς ἐμοῖς Id.HF708; ὕβρεις ἃς κατὰ τὴν ἀγορὰν ὕβριζεν D.22.68: with neut. Adj., ὑ. τάδε commit these outrages, Hdt.3.118; ὑ. τἄλλα Ar.Lys.400; ὅσα περὶ θεοὺς ὑ. τις Pl.Lg.885b, cf. 761e: and with other Nouns, τῶν ἀδικημάτων... τῶν ἐς Ἀθηναίους ὕβρισαν Hdt.6.87 (so prob. θεοὶ τεισαίατο λώβην, ἣν οἵδ' ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται (v. supr. 11.1) Od. 20.170): and c. dupl. acc., τοιαῦτα ὑ. τινά S.El.613; τίνος δέ σ' οὕνεχ' ὕβρισ' Αἴγισθος τάδε; E.El.266, cf. Pl.Smp.222a, X.An.6.4.2, Cyr.5.2.28:—Pass., ὕβριν ὑβρισθείς E.Ba.1297, cf. D.23.121; τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεος ἧς ὑβρίζομαι Ar.Pl.1044; ὧν δ' εἰς τὸ σῶμα ὑβρίσθαι φημί D.21.25.
3 in legal sense, commit a physical outrage on one (cf. ὕβρις II.2,3), Lys.14.26, 24.18,Fr.44, D.21.6 (Pass.), etc.; so later, ἐμὲ δέ, ἐὰν δύνῃ, καὶ ὕβριζε καὶ ἄπαγε PCair.Zen.454.9 (iii B. C.), cf. PEnteux.79.7, al. (iii B. C.); γυναῖκες καὶ παῖδες ὑβρίζονται Th.8.74; ὑβρισθῆναι βίᾳ Pl.Lg.874c; τὰς γνάθους ὑβρισμένη mauled on the cheeks, Ar.Th.903; ὑβριζομένους ἀποθανεῖν = to die of ill-treatment, X. An.3.1.13; ὑβρίσθαι to be mutilated, of eunuchs, Id.Cyr.5.4.35: of acts, τὰ ὑβρισμένα = outrages, Lys.3.7.
4 pf. part. Pass., of things, arrogant, ostentatious, σημεῖ' ἔχων ὑβρισμένα E.Ph.1112; στολὴ οὐδέν τι ὑβρισμένη X.Cyr.2.4.5.

German (Pape)

[Seite 1168] fut. ὑβριῶ, bei Ar. Eccl. 666 auch ὑβριεῖται in ders. Bdtg, 1) intrans., übermütig, frech sein, reden, handeln, freveln; ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσιν δαίνυσθαι κατὰ δῶμα, Od. 1, 227; οἵ τέ μοι ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται, 3, 207; ἀλλὰ μάλ' ὑβρίζεις, καί τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής, 18, 381, u. öfter; Tragg., z. B. ἐνταῦθα νῦν ὕβριζε Aesch. Prom. 82; – εἰς τοὺς θεούς, Ar. Nubb. 1489; Eur. Hec. 1257 u. öfter; εἰς τὴν πατρίδα, Isocr. 4, 111; εἰς τὴν πόλιν, Dem. 59, 107; Lys. 20, 3; εἰς παῖδα, Aesch. 1, 15 (s. unten 2 u. ὕβρις); vgl. Dem. 21, 47; Sp., wie Plut. Sol. 11, der auch πρός τινα verbindet; ὅσα λόγῳ καὶ ὅσα ἔργῳ περὶ θεοὺς ὑβρίζει τις λέγων ἢ πράττων, Plat. Legg. X, 885 b; Conv. 174 b. – Überh. im Gegensatz von σωφρονεῖν, wie Xen. Cyr. 8, 1, 30; seinen Lüften und Begierden sich zügellos hingeben, über das rechte Maaß hinausgehen in Worten u. Werken; bes. von jedem aus Überfluß u. Übermacht entspringenden Übermuth u. der damit verbundenen Hoffarth u. Verachtung göttlicher und menschlicher Rechte. – Auch von Tieren, die sich unbändig gebehrden, weil ihnen zu wohl ist, von stößigen Ochsen, ausschlagenden Pferden, springenden Eseln u. dgl.; Her. 4, 129; Xen. Cyr. 7, 5, 62; VLL. erkl. σκιρτᾶν; vgl. Koen Greg. p. 542. – Selbst von leblosen Dingen, z. B. vom üppigen Treiben der Pflanzen, vom Gähren des Weins, Ael. H. A.; vom Übertreten der Ströme, z. B. bei Her. 1, 189, wo es einem heiligen Pferde den Untergang bringt. – 2) trans., Einen übermütig, frech behandeln, ihn mißhandeln (εἴς τινα u. τινὰ ὑβρίζειν unterscheidet Luc. Soloec. 10); ἡμέας ὑβρίζοντες, Il. 11, 695, wie Od. 20, 370; Aesch. Prom. 972; Soph. οὔτοι σ' Ἀχαιῶν, οἶδα, μήτις ὑβρίσῃ στυγναῖσι λώβαις, Ai. 557; Eur. Or. 436 u. öfter; u. in Prosa: Lys. 1, 4; ὡραῖον ὄντα, 14, 26, von sinnlicher Ausschweifung, schänden, vgl. das Gesetz Aesch. 1, 15 u. ὕβρις; auch der accus. der Sache, des Frevels, den man verübt, ὕβριν ὑβρίζειν, Eur. Suppl. 528 u. öfter; ὕβριζ' ὑβρισμοὺς οὐκ ἐναισίους ἐμοί, Aesch. frg. 166; ὕβριν ὑβρίζειν εἰς τοὺς οἰκέτας, Plat. Legg. VI, 777 d; ὑβρίσας τάδε, Her. 3, 118; ἀδικήματα ὑβρίζειν εἴς τινα, 6, 87; πρός τινα, Dem.; daher auch mit doppeltem accus., Soph. ἥτις τοιαῦτα τὴν τεκοῦσαν ὕβρισεν, El. 603; vgl. Eur. El. 264; Xen. An. 6, 2, 2; pass., οἷον ὑβρίσθην ἄρα, Soph. Ai. 360; El. 780; Ar. τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεος ᾑς ὑβρίζομαι, Plut. 1044; ὕβρισμαι, ich bin gemißhandelt worden, Dem. Mid. 7; ὑβρίζεσθαι τὰς γνάθους, durch Ohrfeigen, Ar. Th. 903; bei Xen. Cyr. 5, 4, 35 von Eunuchen, verstümmelt sein; ὑβριζόμενος ἀποθνήσκει, er stirbt an Mißhandlungen, An. 3, 1, 13; στολὴ οὐδέν τι ὑβρισμένη, ein in keiner Beziehung mit Prunk überladenes Kleid, Cyr. 2, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

impf. ὕβριζον, f. ὑβρίσω, att. ὑβριῶ, ao. ὕβρισα, pf. ὕβρικα, pqp. ὑβρίκειν;
Pass. f. ὑβρισθήσομαι, ao. ὑβρίσθην, pf. ὕβρισμαι, pqp. ὑβρίσμην;
I. intr. 1 se porter à qqe excès;
2 être présomptueux ou insolent, parler ou agir avec orgueil;
3 être sensuel;
4 p. anal. se démener d'une manière effrénée : ὑβρ. ὕβριν εἴς τινα EUR, πρός τινα PLUT commettre des insolences ou des violences à l'égard de qqn ; ὑβρίζειν τάδε HDT commettre un tel délit ou crime ; τῶν ἀδικημάτων δοῦναι δίκας τῶν ἐς Ἀθηναίους ὕβρισαν HDT expier les méfaits que dans leur orgueil ils avaient commis envers les Athéniens;
II. tr. traiter avec insolence, maltraiter, injurier, outrager, acc. : τοιαῦτα ὑβρ. τινά SOPH commettre de telles violences à l'égard de qqn ; Pass. subir un outrage ou un mauvais traitement ; τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεως ἧς ὑβρίζομαι AR malheureuse ! quel outrage je subis ! ὑβρίσθαι être mutilé en parl. d'eunuques;
Moy. ὑβρίζομαι être orgueilleux en parl. de choses : στολὴ οὐδέν τι ὑβρισμένη XÉN vêtement qui n'a rien de fastueux.
Étymologie: ὕβρις.

Russian (Dvoretsky)

ὑβρίζω: дор. ὑβρίσδω (fut. ὑβριῶ и ὑβριοῦμαι; aor. ὕβρῖσα, pf. ὕβρῐκα, ppf. ὑβρίχειν; pass.: fut. ὑβρισθήσομαι, aor. ὑβρίσθην)
1 бесчинствовать, буйствовать Hom., Aesch., Soph., Xen.: ἐχαλέπαινε τῷ ποταμῷ τοῦτο ὑβρίσαντι Her. (Кир) разгневался на столь разбушевавшуюся реку;
2 (о животных), горячиться, брыкаться, (δάκνειν καὶ ὑ. Her.);
3 нагло вести себя, дурно обращаться, оскорблять, обижать (τινά и εἴς τινα Hom., Trag., Lys., Arph. и περί τινα Plat.): ὑ. ἐν κακοῖς τινος Soph. злорадствовать по поводу чьих-л. несчастий; ὕβριν ὑ. ἐπί τινι Eur. злорадствовать по поводу чего-л.; ὕβριν ὑβρισθείς Eur. потерпевший оскорбление, оскорбленный; τὰ ὑβρισμένα Lys. наглые поступки, насилие; εἰς τὸ σῶμ᾽ ὑβρίσθαι Dem. стать жертвой физического насилия; ὑβρισθῆναι βίᾳ Plat. подвергаться насилию; τὰς γνάθους ὑβρισμένος Arph. получивший пощечины;
4 увечить Xen.: ὑ. εἰς τὴν παροιμίαν Plat. коверкать пословицу;
5 предаваться роскоши: ἐκ τῶν τινος ὑ. Dem. роскошно жить на чужой счет; στολὴ ὑβρισμένη Xen. вызывающе пышное платье.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβρίζω: [ῡ], Δωρικ. -ίσδω· μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ Δημ. 585. 16, (ἐν-) Ἀριστοφ. Θεσμ. 719· μεταγεν. -ίσω Ἀππ. Μιθρ. 79· ἀόρ. ὕβρισα Ἡρόδ. 6. 87, Σοφ. Αἴ. 560, κλπ.· πρκμ. ὕβρικα Ἀριστοφ. Λυσ. 400, Δημ.· ὑπερσ. ὑβρίκειν ὁ αὐτ. 32. 15. - Μέσ., μέλλ. ὑβριοῦμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 666. - Παθητ., μέλλ. ὑβρισθήσομαι Δημ. 585. 21· ἀόρ. ὑβρίσθην Σοφ. Αἴ. 367, Πλάτ.· πρκμ. ὕβρισμαι Εὐρ., κλπ.· (ὕβρις). Φέρομαι αὐθαδῶς, ὑβριστικῶς, ἐν τῇ χρήσει ἀνωτέρας δυνάμεως ἢ ἐξουσίας, παρεκτρέπομαι, ἀκολασταίνω, παραδίδομαι ὑπερμέτρως εἰς ἡδονάς, ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσιν δαίνυσθαι κατὰ δῶμα Ὀδ. Α. 227· ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται Γ. 207. Ρ. 588· ἀλλὰ μάλ’ ὑβρίζεις πλούτῳ κεκορημένος Θέογν. 749· ἐνταῦθα νῦν ὕβριζε Αἰσχύλ. Πρ. 82, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 480, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς ἡδονῆς, ἀσελγαίνω, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30· ἀντίθετον τῷ σωφρονεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 1, 30, Ἀντιφῶν 128. 16. 2) ἐπὶ ὑπερμέτρως τεθραμμένων ὄνων, Λατιν. lascivire, ὑβρίζοντες οἱ ὄνοι ἐτάρασσον τὴν ἵππον, ὀγκώμενοι οἱ ὄνοι ἐτάρασσον τὸ ἱππικὸν τῶν Σκυθῶν, Ἡρόδ. 4. 129 (ἔνθα ἴδε Wessel.), Ξεν. Κύρ. 7. 5, 62, πρβλ. Böckh Expl. Pind. P. 10. 36 (55)· ἐπὶ ἐλεφάντων, Αἰλ. π. Ζ. 10. 10. 3) ἐπὶ φυτῶν, αὐξάνομαι πολύ, ὀργῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2, 7, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 4. 4) μεταφορ., ἐπὶ ποταμοῦ ὅστις παρέσυρες καὶ ἔπνιξεν ἵππον, Ἡρόδ. 1. 189· οὕτω, γῇ ὕβριστο ποταμῶν ἐκβολαῖς, εἶχε παρασυρθῇ, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 993Ε. ΙΙ. ἐν τῇ πρὸς ἄλλους συμπεριφορᾷ, ὑβρίζω τινά, κακῶς μεταχειρίζομαί τινα, ἐνοχλῶ, βλάπτω, προσβάλλω, ἡμέας ὑβρίζοντας ἀτάσθαλα μηχανόωντο (ἴδε κατωτ. 2) Ἰλ. Λ. 695· ὑβρ. τοὺς ὑβρίζοντας χρεὼν Αἰσχύλ. Πρ. 970· ὑβρ. τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα Ἀνδοκ. 31. 5· ὑβρ. τινὰ ὡραῖον ὄντα Λυσί. 142. 12, πρβλ. 92. 10· τὰς νήσους Ἰσοκρ. 179Β· ἀλλ’ ἡ συνηθεστέρα φράσις (μάλιστα παρὰ πεζογράφοις) ἦτο ὑβρ. εἴς τινα, φέρομαι ὑβριστικῶς, κακῶς πρός τινα, πράττω τι προσβάλλον τινά, Εὐρ. Φοίν. 620, Ἱππ. 1073, Ἀριστοφ. Πλ. 899· ὑβρ. εἰς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1506· εἴς σε καὶ τὴν σὴν γυναῖκα Λυσί. 93. 12· εἰς τὴν πατρίδα Ἰσοκρ. 64Α· εἰς ταύτην τὴν παροιμίαν Πλάτ. Συμπ. 174Β· - (κατὰ τὸν Λουκ. ἐν Σολοικ. 10, ὑβρ. τινὰ ἐσήμαινε βλάπτω τινὰ προσωπικῶς, αὐτὸν ἀμέσως· ὑβρ. εἴς τινα, βλάπτω τι ἀνῆκον εἴς τινα· ἡ διάκρισις ὅμως αὕτη καίπερ δικαία πολὺ ὀλίγον ἐτηρεῖτο, ἴδε τοὺς λεξιλογικοὺς Πίνακας τῶν Ἀττικῶν Ρητόρων)· ὡσαύτως, ὑβρίζω ἐπὶ τινα, ὑπεραίρομαι ἐπὶ ἡττημένῳ ἐχθρῷ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 708· ὑβρ. ἐν κακοῖσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1612, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1151. 2) συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὑβρ. ὕβριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 880· ὕβρεις Εὐρ. Βάκχ. 247, κλπ., πρβλ. ὑβρισμός· οὕτως, ὕβριν ὑβρ. εἴς τινα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 961, πρβλ. Ἡρακλ. 18· ὕβρεις ἃς κατὰ τὴν ἀγορὰν ὕβριζεν Δημ. 614. 18· - καὶ μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., ὑβρ. τάδε, πράττω τὰ κακὰ ταῦτα, φέρομαι οὕτω κακῶς, Ἡρόδ. 3. 118, αἳ τἆλλά θ’ ὑβρίκασι Ἀριστοφ. Λυσ. 400· ὅσα περὶ θεοὺς ὑβρ. τις Πλάτ. Νόμ. 885Β, πρβλ. 761Ε· - καὶ μετ’ ἄλλων ὀνομάτων, τῶν ἀδικημάτων..., τῶν ἐς Ἀθηναίους ὕβρισαν Ἡρόδ. 6. 87· (οὕτω πιθαν., θεοὶ τισαίατο λώβην, ἢν οἵδ’ ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1) Ὀδ. Υ. 370· - καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., τοιαῦτα ὑβρ. τινὰ Σοφ. Ἠλ. 613· ἡμᾶς ὑβρ. οὐκ ἐχρῆν τοιάνδ’ ὕβριν Εὐρ. Ἱκέτ. 512, πρβλ. Ἠλ. 266, Πλάτ. Συμπ. 222Α, Ξεν., κλπ.· ἔνθα ἐν τῷ παθητ., ὕβριν ὑβρισθῆναι Εὐρ. Βάκχ. 1298, Δημ. 660. 20· τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως ἧς ὑβρίζομαι Ἀριστοφ. Πλ. 1044· ὧν δ’ εἰς τὸ σῶμα ὑβρίσθαι φημὶ Δημ. 523. 1. 3) ἐν Ἀθήναις ὡς δικαστικὸς ὅρος, ἐπιφέρω βλάβην εἴς τινα, δέρω, προσβάλλω, κακοποιῶ, βιάζω, ἀτιμάζω, καὶ τὰ ὅμοια (πρβλ. ὕβρις ΙΙ. 2), Λυσί. 142. 12., 169, 36, Δημ. 516. 6 κἑξ., κτλ.· γυναῖκες καὶ παῖδες ὑβρίζονται Θουκ. 8. 74· ὑβρισθῆναι βίᾳ Πλάτ. Νόμ. 874C· τὰς γνάθους ὑβρισμένη, κεκακωμένη τὰς παρειάς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 903· ὑβριζομένους ἀποθανεῖν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· - καὶ ἐπὶ πράξεων, τὰ ὑβρισμένα Λυσί. 97. 6· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἰκίαι (πρβλ. ὕβρις ΙΙ. 3), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 27· διὰ τὸ ὑβρίσθαι, ὑβριστικῶς εὐνουχισθῆναι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35. 4) μετοχ. παθητ. πρκμ., ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδεικτός, σημεῖ’ ἔχων ὑβρισμένα, ἐπιδεικτικῶς περιττά, Εὐρ. Φοίν. 1112· στολὴ οὐδέν τι ὑβρισμένη Ξεν. Κύρ. 2. 4, 5. - Πρβλ. ὕβρις ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

English (Autenrieth)

be insolent or arrogant; trans., insult, outrage; w. cognate acc., λώβην, ‘perpetrate wantonly,’ Od. 20.170.

English (Slater)

ὑβρίζω be arrogant ἔμαθε δ' ὑβρίζοντα μισεῖν (P. 4.284) ]δ' ὑβρίσαι αι[ fr. 215b, col. 2. 20.

English (Strong)

from ὕβρις; to exercise violence, i.e. abuse: use despitefully, reproach, entreat shamefully (spitefully).

English (Thayer)

1st aorist ὑβρισα; passive, 1st aorist participle ὑβρισθεις; 1future ὑβρισθήσομαι; (ὕβρις); from Homer down;
1. intransitive, to be insolent; to behave insolently, wantonly, outrageously.
2. transitive, to act insolently and shamefully toward one (so even Homer), to treat shamefully (cf. Winer's Grammar, § 32,1b. β.): ἐνυβρίζω.)

Greek Monolingual

ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α
εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις
νεοελλ.
1. βρίζω
2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία»)
αρχ.
1. φέρομαι με αυθάδεια, συμπεριφέρομαι υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην ακολασία (α. «ὁππότ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», Θέογν.
β. «ὑμῖν ὑβρισθείς
θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν», Ευρ.)
2. (ως δικανικός όρος στο αττ. δίκ.) κακοποιώ ή βιάζω («γυναῖκες και παῖδες ὑβρίζονται», Θουκ.)
3. (για ζώα) εκδηλώνω τη δύναμη και την ευρωστία μου με ζωηρές κινήσεις
4. (για ποταμό) ξεχειλίζω και παρασύρω με το ρεύμα μου
5. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα
6. (σχετικά με σαρκική επαφή) διαπράττω ασέλγεια
7. παθ. ὑβρίζομαι
ευνουχίζομαι
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑβρισμένος, -η, -ον
υπερβολικά επιδεικτικός
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑβρισμένα
οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις
10. φρ. α) «ὑβρίζω ἐπί τινα» — αλαζονεύομαι για την νίκη μου εναντίον κάποιου (Ευρ.)
β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — κακοποιώ τα μάγουλα» (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑβρίζω: [ῡ] (ὕβρις), Δωρ. -ίσδω, Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὕβρισα, παρακ. ὕβρικα, υπερσ. ὑβρίκειν — Μέσ., μέλ. ὑβριοῦμαι — Παθ., μέλ. ὑβρισθήσομαι, αόρ. αʹ ὑβρίσθην, παρακ. ὕβρισμαι·
I. 1. φέρομαι με οργή, οργισμένα, κάνω φασαρία, χαλώ τον κόσμο, οργιάζω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· αντίθ. προς το σωφρονεῖν, σε Ξεν.
2. λέγεται για καλοθρεμμένα άλογα ή γαϊδάρους, χλιμιντρίζω ή γκαρίζω και σηκώνομαι στα πίσω πόδια, τρέχω κλωτσώντας, Λατ. lascivire, σε Ηρόδ., Ξεν.
3. μεταφ., λέγεται για απότομο ορμητικό ποτάμι, σε Ηρόδ.
II. 1. λέγεται για συμπεριφορά προς άλλους ανθρώπους, ὑβρίζω τινά, φέρομαι σε κάποιον με περιφρόνηση, προσβλητικά, προσβάλλω, φέρομαι υβριστικά, θίγω, αντιμετωπίζω με αναίδεια, εξυβρίζω, κακομεταχειρίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· συνηθέστερα, ὑβρίζω εἴς τινα, διαπράττω προσβολή σε ή προς κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.· ὑβρίζω ἐπί τινα, θριαμβολογώ έναντι νικημένου αντιπάλου, εχθρού, σε Ευρ.
2. με σύστ. αιτ. ὑβρίζω ὕβριν, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., ὑβρίζω τάδε, διαπράττω τέτοιες, παρόμοιες προσβολές, σε Ηρόδ.· ομοίως, τῶν ἀδικημάτων τῶν ἐς Ἀθηναίους ὕβρισαν, στον ίδ.· και με διπλή αιτ., ὕβριν ὑβρίζειν τινά, σε Ευρ.· απ' όπου και σε Παθ., ὕβριν ὑβρισθῆναι, στο ίδ., Δημ.
3. στην Αθήνα ως δικαστικός όρος, βιαιοπραγώ, επιφέρω σε κάποιον προσωπική προσβολή, κακομεταχειρίζομαι, προσβάλλω, θίγω, κακοποιώ, ατιμάζω, σε Ρήτ. — Παθ., γυναῖκες καὶ παῖδες ὑβρίζονται, σε Θουκ.· ὑβριζόμενος ἀποθνῄσκει, πεθαίνει από κακοήθη συμπεριφορά, σε Ξεν.· λέγεται για πράξεις, τὰ ὑβρισμένα, ύβρεις, εγκλήματα, σε Λυσ.
4. μτχ. Παθ. παρακ., λέγεται για πράγματα, επιδεικτικός, αλαζονικός, φιγουρατζής, σημεῖ' ἔχωνὑβρισμένα, σε Ευρ.· στολὴ ὑβρισμένη, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὕβρις
I. to wax wanton, run riot, Od., Aesch., etc.; opp. to σωφρονεῖν, Xen.
2. of over-fed horses or asses, to neigh or bray and prance about, Lat. lascivire, Hdt., Xen.
3. metaph. of a rapid rushing river, Hdt.
II. in dealing with other persons, ὑβρ. τινά to treat him despitefully, to outrage, insult, affront, maltreat, Il., Aesch.; more commonly, ὑβρ. εἴς τινα to commit an outrage upon or towards him, Eur., Plat.; ὑβρ. ἐπί τινα to exult over a fallen foe, Eur.
2. c. acc. cogn., ὑβρ. ὕβριν Aesch., Eur., etc.: —with a neut. adj., ὑβρ. τάδε to commit these outrages, Hdt.; so, τῶν ἀδικημάτων τῶν ἐς Ἀθηναίους ὕβρισαν Hdt.; and with double acc., ὕβριν ὑβρίζειν τινά Eur.:— hence in Pass., ὕβριν ὑβρισθῆναι Eur., Dem.
3. at Athens in legal sense, to do one a personal outrage, to maltreat, assault, Oratt.:—Pass., γυναῖκες καὶ παῖδες ὑβρίζονται Thuc.; ὑβριζόμενος ἀποθνήσκει he dies of ill-treatment, Xen.;—and of acts, τὰ ὑβρισμένα outrages, Lys.
4. perf. pass. part., of things, arrogant, ostentatious, σημεῖ' ἔχων ὑβρισμένα Eur.; στολὴ ὑβρισμένη Xen.

Chinese

原文音譯:Øbr⋯zw 虛不里索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:迫害
字義溯源:行粗暴,辱罵,凌辱,虐待,辱罵,受辱,糟蹋;源自(ὕβρις)=淩辱),而 (ὕβρις)出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上)。參讀 (βλασφημέω / δυσφημέω)同義字
同源字:1) (ἐνυβρίζω)褻慢 2) (ὑβρίζω)行粗暴 3) (ὕβρις)凌辱 4) (ὑβριστής)侮慢人的
出現次數:總共(5);太(1);路(2);徒(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 受辱(1) 帖前2:2;
2) 要凌辱(1) 徒14:5;
3) 被凌辱(1) 路18:32;
4) 蹧踏了(1) 路11:45;
5) 凌辱了(1) 太22:6

Lexicon Thucydideum

insolescere, to become insolent, 4.18.2, 8.45.2,
PASS. iniuria et contumelia affici, to be treated with outrage and insult, 1.38.2, 1.68.2. 6.57.3, 8.75.3,
item likewise 8.86.3.

Translations

insult

Albanian: fyej, shaj; Arabic: سَبَّ‎, شَتَمَ‎; Egyptian Arabic: شتم‎; Armenian: վիրավորել; Azerbaijani: təhqir etmək; Belarusian: абражаць, абразіць; Bulgarian: оскърбявам, оскърбя, обиждам, обидя; Catalan: insultar; Chinese Mandarin: 侮辱; Min Nan: 無理, 无理; Czech: urážet, urazit; Dutch: beledigen; Esperanto: insulti; Finnish: loukata; French: insulter; Galician: insultar, deostar; Georgian: შეურაცხყოფა; German: beleidigen; Greek: προσβάλλω; Ancient Greek: ὑβρίζω; Hindi: निन्दा करना, अपमान करना; Icelandic: skamma; Irish: maslaigh, tarcaisnigh; Italian: offendere, insultare; Japanese: 侮辱する; Kabuverdianu: abuza, abuzá; Khmer: ដៀល; Korean: 모욕하다; Latin: insulto; Macedonian: навредува, навреди; Malayalam: അപമാനിക്കുക, നിന്ദിക്കുക; Maori: whakamanioro, whakaparanga, whakatakao, muhani, muheni; Mongolian: доромжлох, гутаах; Northern Sami: ciellat; Norwegian: skjelle ut; Occitan: insultar; Oromo: arrabsuu; Polish: obrazić, obrażać; Portuguese: insultar, injuriar; Romanian: insulta, jigni; Russian: оскорблять, оскорбить, обижать, обидеть; Sanskrit: निन्दति; Serbo-Croatian Cyrillic: вређати, вријеђати, увредити, увриједити; Roman: vréđati, vrijéđati, uvréditi, uvrijéditi; Slovak: urážať, uraziť; Slovene: užaliti, žaliti; Spanish: insultar; Swahili: kutukana; Swedish: förolämpa; Thai: ดูถูก, พูดใส่ร้ายคนอื่น, พูดใส่ร้าย, พูดใส่ไม่ดี, พูดไม่ดี, พูดคำไม่ดี คำหยาบคาย เพ้อเจ้อ ไร้สาระ; Tibetan: དམའ་འབེབ་བྱས; Turkish: aşağılamak, hakaret etmek; Ukrainian: ображати, образити; Urdu: بے عزت کرنا‎, ذلیل کرنا‎, اہانت کرنا‎; Vietnamese: làm nhục, xúc phạm