ἀποστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποστρέψω, <i>ao.</i> ἀπέστρεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tourner en sens contraire, retourner : ἅρματα [[ὡς]] [[εἰς]] φυγήν XÉN détourner des chars comme pour fuir ; [[αἱ]] [[νῆες]] [[ἀπεστράφατο]] <i>(ion.)</i> τοὺς ἐμβόλους HDT les vaisseaux avaient leurs éperons retournés, <i>càd</i> tordus, faussés ; ἀποστρέφειν [[πάλιν]] SOPH ramener en arrière ; ἀπ. χεῖρας OD amener les mains en arrière (pour les attacher derrière le dos);<br /><b>2</b> faire se retourner : τινα renvoyer qqn chez lui ; Ἀχαιοὺς ἀπ. IL faire fuir les Grecs;<br /><b>3</b> faire revenir, rappeler : [[ἐξ]] ἰσθμοῦ XÉN de l’isthme;<br /><b>4</b> détourner (un danger, une guerre, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se détourner;<br /><b>2</b> retourner sur ses pas, se retirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποστρέφομαι (<i>f.</i> ἀποστρέψομαι, <i>ao. Pass.</i> ἀπεστράφην <i>au sens Moy.</i>);<br /><b>1</b> se détourner, faire volte-face, s'enfuir;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> se détourner avec horreur <i>ou</i> dégoût de, acc. ; λόγοι ἀπεστραμμένοι HDT paroles hostiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στρέφω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποστρέψω, <i>ao.</i> ἀπέστρεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tourner en sens contraire, retourner : ἅρματα [[ὡς]] [[εἰς]] φυγήν XÉN détourner des chars comme pour fuir ; [[αἱ]] [[νῆες]] [[ἀπεστράφατο]] <i>(ion.)</i> τοὺς ἐμβόλους HDT les vaisseaux avaient leurs éperons retournés, <i>càd</i> tordus, faussés ; ἀποστρέφειν [[πάλιν]] SOPH ramener en arrière ; ἀπ. χεῖρας OD amener les mains en arrière (pour les attacher derrière le dos);<br /><b>2</b> faire se retourner : τινα renvoyer qqn chez lui ; Ἀχαιοὺς ἀπ. IL faire fuir les Grecs;<br /><b>3</b> faire revenir, rappeler : [[ἐξ]] ἰσθμοῦ XÉN de l'isthme;<br /><b>4</b> détourner (un danger, une guerre, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se détourner;<br /><b>2</b> retourner sur ses pas, se retirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποστρέφομαι (<i>f.</i> ἀποστρέψομαι, <i>ao. Pass.</i> ἀπεστράφην <i>au sens Moy.</i>);<br /><b>1</b> se détourner, faire volte-face, s'enfuir;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> se détourner avec horreur <i>ou</i> dégoût de, acc. ; λόγοι ἀπεστραμμένοι HDT paroles hostiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στρέφω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:53, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστρέφω Medium diacritics: ἀποστρέφω Low diacritics: αποστρέφω Capitals: ΑΠΟΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: apostréphō Transliteration B: apostrephō Transliteration C: apostrefo Beta Code: a)postre/fw

English (LSJ)

Dor. aor. A ἀποστράψαι SIG 244 ii 16(Delph.); Ion. aor. ἀποστρέψασκε Il.22.197, etc.: pf. ἀπέστροφα LXX 1 Ki.6.21:—Pass. and Med., fut. -στρέψομαι X.Cyr.5.5.36, Plu.2.387c: aor. -εστράφην [ᾰ], S.OC1272, etc.; later -εστρεψάμην LXXHo.8.3, prob. in Ar.Nu.776: fut. -στρᾰφήσομαι LXXNu.25.4, al.: pf. -έστραμμαι Hdt.1.166, etc.: Ion. 3pl. plpf. -εστράφατο ibid.; -έστρεμμαι PSI4.392.11 (iii B.C.): —turn back: hence, either turn to flight, ὄφρ' . . Ἀχαιοὺς αὖτις ἀποστρέψῃσιν Il.15.62, etc., cf. Hdt. 8.94; or turn back from flight, X.Cyr.4.3.1; send home again, Th.4.97, 5.75; ῥῆμα bring back word, LXX4 Ki.22.9; ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας having twisted back the hands and feet so as to bind them, Od.22.173,190,cf. S.OT1154; τὸν ὦμον Ar.Eq.263; ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ar.Lys.455; ἀ. τὸν αὐχένα Hdt.4.188; guide back again, ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας Od.3.162; ἴχνι' ἀποστρέψας having turned the steps of the oxen backwards so as to make it appear that they had gone the other way, h.Merc.76; turn away, avert, αὐχέν' ἀποστρέψας Thgn.858; ἀπέστρεψ' ἔμπαλιν παρηΐδα E.Med. 1148; but τὸ πρόσωπον πρός τινα Plu.Publ.6; bring back, recall, ἐξ ἰσθμοῦ X.An.2.6.3; φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης θαλάμων [Emp.] 156.4. 2 turn away or aside, divert, v.l. in Th.4.80, etc.; ὕδατα cut off water from a besieged town, Ph.Bel.97.4; τὸν Κάϋστρον SIG 839.14 (Ephesus); τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Arr.An.2.1.1; avert a danger, an evil, etc., πῆμ' ἀ. νόσου A.Ag.850 (Porson); prevent, Dsc. 2.136; rebut, δίκην Ar.Nu.776(v. supr.); ἀ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Antipho6.15 codd.; ἀ. εἰς τοὐναντίον τοὺς λόγους Pl.Sph.239d; τὰς πράξεις εἰς τοὺς ἀντιδίκους Arist.Rh.Al.1442b6. 3 ἀ. τινά τινος dissuade from, X.Eq.Mag.1.12; τινὰ ἀπὸ τοῦ λήμματος Din.2.23; πότων ἀ. τοὺς στομάχους D.H.Dem.15. II as if intr. (sc. ἑαυτόν, ἵππον, ναῦν, etc.), turn back, Th.6.65; ἀ. ὀπίσω Hdt.4.43; ἀ. πάλιν S.OC 1403. 2 turn away or aside, Hdt.8.87; of a river, Id.4.52; τἀναντία ἀ. X.HG3.4.12. B Pass., to be turned back, ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, of ships, to have their beaks bent back, Hdt.1.166; ἀποστραφῆναι . . τὼ πόδε to have one's feet twisted, Ar.Pax279; τρίχες ἀπεστραμμέναι closecurled, Arist.Phgn.809b26. II Med. and Pass., turn oneself from or away, ἀπεστραμμέναι ἀπ' ἀλλήλων Id.HA611a6; ἀπεστραμμένοι back to back, Apollod.Poliorc.145.2: esp., 1 turn one's face away from, abandon, c. acc., Phoc.2, Sallust.3; ἐχθροῦ ἀξίωσιν Epicur. Fr.215; μή μ' ἀποστραφῇς S.OC1272; μή μ' ἀποστρέφου E.IT801, cf. Ar.Pax683, X.Cyr.5.5.36, PSIl.c.; τὸ θεῖον ῥᾳδίως ἀπεστράφης E. Supp.159: also c. gen., ἄψορρος οἴκων τῶνδ' ἀποστραφείς S.OT431: c. dat., ἀστεφανώτοισι ἀπυστρέφονται Sapph.78: abs., μὴ πρὸς θεῶν . . ἀποστραφῇς S.OT326; ἀπεστραμμένοι λόγοι hostile words, Hdt.7.160; τὴν διάνοιαν ἀποστρέφεσθαι to be alienated, Phld.Lib.p.80. 2 turn oneself about, X.Cyr.1.4.25; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὥσπερ εἰς φυγήν ib.6.2.17; ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος escape by wriggling, Pl.R. 405c. 3 ἀποστραφῆναί τινος fall off from one, desert him, X. HG4.8.4.

German (Pape)

[Seite 328] 1) ab-, weg-, zurückwenden, τοσσάκι μιν προπάροιθεν ἀποστρέψασκε παραφθὰς πρὸς πεδίον Iliad. 22, 197; ἀποστρέψαντες νέας Od. 3, 162; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὡς εἰς φυγήν Xen. Cyr. 6, 2, 13; πόδας καὶ χεῖρας, Füße u. Hände zurückdrehen, um sie auf den Rücken zu binden, Od. 22, 173; so χέρας Soph. O. R. 1154; Ar. Lys. 455, vgl. Pax 279; ἄχρηστοι αἱ νῆες· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, es waren die Schnäbel zurückgebogen, Her. 1, 166. Auch übertr., εἰς τοὐναντίον λόγους Plat. Soph. 239 d. Jemand zum Umkehren bewegen, Iliad. 10, 355; Xen. An. 2, 6, 3; in die Flucht schlagen, Il. 15, 62; Jemanden entlassen, ihn nach Hause zurückkehren lassen, Thuc. 5, 75; τὸν πόλεμον ἐς, wohin versetzen, Arr. An. 2, 1. – 2) intr., sich umwenden, zurücklaufen, ἀποστρέψασκε Od. 11, 597, vgl. Scholl.; τοὐναντίον ἀποστρέψας εἰς Φρυγίαν ἦλθε Xen. Hell. 3, 4, 12; ἀπὸ τοῦ λήμματος Din. 2, 23; τινός, von Einem ab, Plut. – Pass. mit fut. med., sich abwenden, Xen. Cyr. 5, 5, 6; umkehren, οὐ πάλιν ἀποστραφεὶς ἄπει Soph. O. R. 431; zur Flucht, ἀποστραφέντες ἔφυγον Pol. 5, 85 u. öfter; heimkehren, Xen. Cyr. 1, 4, 25; τινά, sein Gesicht von Einem abwenden, ihn verabscheuen, aversari, Ar. Pax 666; τὸν δῆμον ἀποστρ. ἀχθεσθεῖσα Eur. Suppl. 171; Xen. Cyr. 5, 5, 36, wo ἀποστρέψει gewiß richtig, nicht ἀποστρέψεις; φιλίαν Pol. 9, 39; ἀποκρίσεις, nichts damit zu thun haben wollen, 12, 27; häufig in der Anthol.; λόγοι ἀπεστραμμένοι, Worte der Verachtung, Her. 7, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστρέφω: μέλλ. -ψω: Ἰων. ἀόρ. ἀποστρέψασκε Ἰλ. Χ. 197, κτλ.: ― Παθ. καὶ Μέσ.: μέλλ. -στρέψομαι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 36, Πλούτ.: ἀόρ. -εστράφην [ᾰ], Σοφ., Εὐρ., κλ.: μεταγεν. -εστρεψάμην, Ἑβδ.: μέλλ. -στραφήσομαι, Ἑβδ.: πρκμ. -έστραμμαι, Ἡρόδ., κλ.: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσ. -εστράφατο ὁ αὐτ. 1. 166. Στρέφω ὀπίσω, Ὅμ. κλ. καὶ ἑπομένωςτρέπω εἰς φυγήν, αὐτὰρ Ἀχαιοὺς αὖτις ἀποστρέψῃσιν Ἰλ. Ο. 62 κτλ. πρβλ., Ἡρόδ. 8. 94, ἢ ἀναγκάζω τι νὰ στραφῇ ὀπίσω, γυρίζω αὐτὸ ὀπίσω, ἁμάξας... καταλαβόντες καὶ ἀποστρέψαντες προσήλαυνον Ξεν. Κύρ. 4. 3, 1: ― στρέφω τινὰ ὀπίσω, τὸν κάμνω νὰ ὑπάγῃ ὀπίσω, ἀπαντᾷ κήρυκι Βοιωτῷ, ὅς αὐτὸν ἀποστρέψας κτλ. Θουκ. 4. 97., 5. 75: ― ἀποστρέψαντες πόδας καὶ χεῖρας, συστρέψαντες ὀπίσω εἰς τὴν ῥάχιν (καὶ δέσαντες) χεῖρας καὶ πόδας κτλ., Ὀδ. Χ. 173, 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1154, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264· ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ἀριστοφ. Λυσ. 455· ἀπ. τὸν αὐχένα, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. αὖ ἐρύειν Ἡρόδ. 4. 188: ― στρέφω ὀπίσω, οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας Ὀδ. Γ. 162· ἴχνι’ ἀποστρέψας, στρέψας τὰ ἴχνη τῶν βοῶν πρὸς τὰ ὀπίσω, ὥστε νὰ φαίνηται ὅτι οἱ βόες ἐπορεύθησαν πρὸς τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 76: ἀποστρέφω, στρέφω τι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, αὐχέν’ ἀποστρέψας Θέογν. 858· ἀπέστρεψ’ ἔμπαλιν παρηίδα Εὐρ. Μήδ. 1148· ἀλλά, τὸ πρόσωπον πρός τινα Πλουτ. Ποπλ. 6· ἀνακαλῶ τινα ἔκ τινος μέρους, οἱ Ἔφοροι... ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ ἰσθμοῦ Ξεν. Ἀν. 2. 6, 3· φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης ἀδύτων Ἐμπεδ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 431. 2) στρέφω πρὸς ἄλλο μέρος, μεταφέρω πρὸς ἄλλο μέρος δι’ ἀντιπερισπασμοῦ, Θουκ. 4. 8, κτλ.· τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Ἀρρ. Ἀν. 2.1,1· ἀποτρέπω κίνδυνον, κακόν τι, κτλ.· πῆμ’ ἀπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 850· δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀποστρ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Ἀντιφῶν 143.15· ἀπ. εἰς τοὐναντίον τοὺς λόγους Πλάτ. Σοφ. 239D. 3) ἀπ. τινά τινος, πείθω τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, ἀποτρέπω αὐτόν, ἀποστρέψας... τοὺς παῖδας αὐτῶν τῶν πολυτελῶν... ἱππωνιῶν Ξεν. Ἱππαρχ. 112. ΙΙ. ὡς εἰ ἦτο ἀμετάβατον (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν, ἵππον, κτλ.), ὑποστρέφω, Θουκ. 6. 65· ἀπ. ὀπίσω Ἡρόδ. 4. 43· ἀπ. πάλιν Σοφ. Ο. Κ. 1403. 2) στρέφομαι κατὰ μέρος, Ἡρόδ. 8.87· ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ αὐτ. 4. 52· τἀναντία ἀπ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12. Β. Παθ., λυγίζομαι ὀπίσω, κάμπτομαι, αἱ δὲ εἴκοσι (νῆες) αἱ περιεοῦσαι ἦσαν ἄχρηστοι· ἀπεστράφατο γὰρ τοὺς ἐμβόλους, διότι τὰ ἔμβολα αὐτῶν ἐκάμφθησαν, Ἡρόδ. 1. 166, πρβλ. 4. 188· ἀποστραφῆναι τὼ πόδε, ἔχειν τοὺς πόδας περιεστραμμένους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 279· τρίχες ἀπεστραμμέναι, πυκνὰ στρημμέναι, σγουραί, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8. ΙΙ. στρέφω ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀπ. ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5, ἰδίως, 1) στρέφω τὸ πρόσωπόν μου ἀπό τινος, ἀποστρέφομαι, Λατ. aversari, μετ’ αἰτ., Φωκυλ. 2· μή μ’ ἀποστραφῇς Σοφ. Ο. Κ. 1272· μή μ’ ἀποστρέφου Εὐρ. Ι. Τ. 801, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 683, Ξεν. Κύρ. 5. 5,36· τὸ θεῖον ῥᾳδίως ἀπεστράφης Εὐρ. Ἱκ. 159· ὡσαύτως, μετὰ γεν., ἄψορρος οἴκων τῶνδ’ ἀποστραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 431: ― ἀπολ., μὴ πρὸς θεῶν,… ἀποστραφῇς αὐτόθι 326· ἀπεστραμμένοι λόγοι, ἐχθρικοὶ λόγοι, Ἡρόδ. 7.160. 2) στρέφομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25· στρέφομαι καὶ φεύγω, αὐτόθι 6. 2, 17· ἀποστραφῆναι, διαφυγεῖν, Πλάτ. Πολ. 405C. 3) ἀποστραφῆναί τινος, ἐγκαταλείπω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποστρέψω, ao. ἀπέστρεψα, pf. inus.
I. tr. 1 tourner en sens contraire, retourner : ἅρματα ὡς εἰς φυγήν XÉN détourner des chars comme pour fuir ; αἱ νῆες ἀπεστράφατο (ion.) τοὺς ἐμβόλους HDT les vaisseaux avaient leurs éperons retournés, càd tordus, faussés ; ἀποστρέφειν πάλιν SOPH ramener en arrière ; ἀπ. χεῖρας OD amener les mains en arrière (pour les attacher derrière le dos);
2 faire se retourner : τινα renvoyer qqn chez lui ; Ἀχαιοὺς ἀπ. IL faire fuir les Grecs;
3 faire revenir, rappeler : ἐξ ἰσθμοῦ XÉN de l'isthme;
4 détourner (un danger, une guerre, etc.);
II. intr. 1 se détourner;
2 retourner sur ses pas, se retirer;
Moy. ἀποστρέφομαι (f. ἀποστρέψομαι, ao. Pass. ἀπεστράφην au sens Moy.);
1 se détourner, faire volte-face, s'enfuir;
2 particul. se détourner avec horreur ou dégoût de, acc. ; λόγοι ἀπεστραμμένοι HDT paroles hostiles.
Étymologie: ἀπό, στρέφω.

English (Autenrieth)

fut. ἀποστρέψεις, part. -οντας, aor. iter. ἀποστρέψασκε, subj. ἀποστρέψῃσιν, opt. -ειεν, part. ἀπο- στρέψᾶς: turn or twist back or about, reversing a former direction; (λᾶαν) ἀποστρέψασκε κραταιίς, the stone of Sisyphus, Od. 11.597 ; πόδας καὶ χεῖρας, i. e. so as to tie them behind the back, Od. 22.173; ‘recall,’ ‘order a retreat,’ Il. 10.355.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. ἀπυσ- Sapph.81.7
• Morfología: [act. aor. inf. dór. ἀποστράψαι FD 5.23.2.16 (IV a.C.), ind. iter. jón. ἀποστρέψασκε Il.22.197; med. perf. tard. -έστρεμμαι PSI 392.11 (III a.C.), plusperf. jón. 3a pers. plu. -εστράφατο Hdt.1.166]
A tr.
I en cont. que indican vuelta al punto de partida, c. ac. de pers. u objetos móviles hacer volver, hacer regresar τοὺς ξυμμάχους Th.5.75, αὐτόν Th.4.97, ἁμάξας X.Cyr.4.3.1
c. ac. y gen. o prep. más gen. φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων Emp.B 156.4, ἔφοροι ... ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐπειρῶντο ἐξ Ἰσθμοῦ X.An.2.6.3
fig. ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν en el hacer que cada uno de vosotros regrese de sus maldades e.d. se convierta, Act.Ap.3.26
c. εἰς más ac. τὴν θύραν ... εἰς τὸ αὑτοῦ μέρος PEnteux.66re.9 (III a.C.), τὴν μάχαιραν ... εἰς τὸν τόπον αὐτῆς Eu.Matt.26.52 fig. ψυχὴν ... ἀπολλυμένην ... εἰς τὸ σωθῆναι 2Ep.Clem.15.1.
II 1volver hacia atrás, poner atrás, torcer en gener., miembros y partes del cuerpo ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας Od.22.173, cf. 190, S.OT 1154, Ar.Lys.455, Call.Del.323, ἴχνι' ἀποστρέψας h.Merc.76, αὐχέν' ἀποστρέψας οὐδ' ἐσορᾶν ἐθέλει Thgn.858, ἔμπαλιν παρηίδα E.Med.1148, τὸ πρόσωπον Plu.Publ.6, cf. D.C.49.1.2, tb. en v. med. αὐτῆς ... ἀποστρεφομένης τὼ χεῖρε D.47.59
volver, retorcer τὸν ὦμον Ar.Eq.263, ἀποστρέφουσι τὸν αὐχένα de una víctima, Hdt.4.188
en v. pas. οὐ τρίχες ... ἀπεστραμμέναι cabellos no rizados Arist.Phgn.809b25
darse la vuelta ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας Od.3.162
fig. revolucionar τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λάον (me presentáis) a este hombre como revolucionador del pueblo, Eu.Luc.23.14.
2 en gener., c. ac. de pers. o abstr. apartar, alejar πῆμα ἀποστρέψαι νόσου A.A.850, τὰ δεινά D.H.10.2 (cód.)
c. ac. y gen. separat. ἀπ' ἐμοῦ ... νόσον BGU 955.1 (IV d.C.)
en v. med. c. doble ac. ὃν ἀπεστρέφετο τὰς ὄψεις αὐτοῦ del que había apartado sus ojos Eus.Alex.Serm.M.86.445B
en cont. bélicos o de oposición hacer huir, poner en fuga Ἀχαιούς Il.15.62, τὰς νέας ἐς φυγήν Hdt.8.94, τίς σ' ἀποστρέφει φόβος; A.A.1306, ἤλπιζον ἀποστρέψειν αὐτούς Th.4.80 (cód.), τὰς ναῦς Isoc.16.20, τὸν Αἴαντα Fauorin.De Ex.7.13, αὐτούς Arr.An.4.27.6, πάντα ἄνθρωπον ἐπελευσόμενον κατὰ σοῦ PMasp.97re.54 (VI d.C.)
part. perf. pas. ἅρματα ... ἀπεστραμμένα ... εἰς φυγήν X.Cyr.6.2.17
desviar las aguas de una ciudad sitiada, Ph.Mech.97.5, ποταμὸν Καΰστρον SIG 839.14, τὸν Ἀχελῷον ποταμόν D.S.4.35, ἐς Μακεδονίαν ... τὸν πόλεμον Arr.An.2.1.1.
3 fig. refutar palabras, conceptos, etc. εἰς τοὐναντίον ἀποστρέψει τοὺς λόγους Pl.Sph.239d, ὅπως ἀποστρέψαι ἂν ἀντιδικῶν δίκην Ar.Nu.776, cf. A.R.1.1132, D.L.8.17.
4 disuadir c. ac. de pers. μιν ... ἐπέεσσιν h.Ap.106, c. ac. de pers. y gen. c. o sin prep. τοὺς παῖδας ... μανικῶν ἱππωνιῶν X.Eq.Mag.1.12, ὁ φόβος ... τοὺς ὁρμῶντας ... ποιεῖ ... ἀπὸ τοῦ λήματος ἀποστρέφειν Din.2.23
apartar c. ac. de cosa y gen. ποτῶν ἀποστρέφει τοὺς στομάχους D.H.Dem.15, cf. en v. pas., Philost.HE 9.7.
5 en v. med.-pas. volver la cara a, rechazar, abandonar c. ac. de pers. o abstr. μή μ' ἀποστραφῇς S.OC 1272, ἀποστρέφεται τὸν δῆμον Ar.Pax 683, οὕτω τὸ θεῖον ... ἀπεστράφης; E.Supp.159, πάντα τὰ ὄντα ... ἀνομιότητα δὲ ἀποστρέφεται Sallust.3.2, ὑμᾶς ἀποστρέφονται πλὴν μόνου τοῦ διαβόλου Ath.Al.Decr.27.4, cf. E.IT 801, Hel.78, Or.720, X.Cyr.5.5.36, Epicur.Fr.[200], PSI 392.11 (III a.C.), Amph.Seleuc.56, Gloss.2.241
desestimar, no admitir τὰ σύμβολα τῶν σιταρχιῶν BGU 1755.5 (I a.C.)
c. gen. dar de lado, abandonar ἄψορρος οἴκων τῶνδ' ἀποστραφείς S.OT 431, αἱ ἄλλαι πόλεις σὺν τῇ τύχῃ ἀπεστράφησαν ἡμῶν X.HG 4.8.4, cf. Gp.2.27.1
c. dat., de las Gracias ἀστεφανώτοισι δ' ἀπυστρέφονται vuelven sus ojos lejos de los que no llevan coronas Sapph.81.7
tb. en v. act. evitar συνουσίαν ἀποστρέφει Dsc.2.136.
6 gram. elidir, suprimir τὴν ὀξεῖαν τάσιν A.D.Pron.93.7, τὴν ... δίφθογγον EM 17.42G.
B intr. girar, volverse, marcharse ἔλπετο ... ἀποστρέψοντας ἑταίρους ... ἰέναι Il.10.355, ἀποστρέψας ὀπίσω ἐπέπλεε ἐς Αἴγυπτον Hdt.4.43, ἀποστρέψας πρὸς ἄλλας ἐτράπετο Hdt.8.87, un río τὸ δὲ ἀπὸ τούτου ἀποστρέψας Hdt.4.52, οὐδ' ἀποστρέψαι πάλιν S.OC 1403, cf. Th.6.65, X.HG 3.4.12, Plb.5.85.4
tb. en v. med.-pas. μὴ, πρὸς θεῶν, φρονῶν γ' ἀποστραφῇς ¡por los dioses! si lo sabes, no te marches S.OT 326, ἀποστραφεὶς εἶπεν Plu.2.209f, cf. X.Cyr.1.4.25, Eudox.Fr.124 (p.70), Arr.Epict.4.11.17, Hierocl.Facet.232, 235
alejarse en v. med. εὔξασθαι ... ἀποστραφῆναι τοῦ μετιόντος τὼ πόδε rogar que se alejen los pies del que se ha marchado (a pedir la mano), Ar.Pax 279
darse la vuelta en v. med.-pas. παραστάται ἀπεστραμμένοι Placit.5.5.1 (= Democr.A 142), κατακεῖσθαι ... ἀπεστραμμένας ἀπ' ἀλλήλων (dicen que las cabras) duermen espalda con espalda Arist.HA 611a5, cf. Apollod.Poliorc.145.2, ἀπεστραμμένος πρὸς τὸν τοῖχον Hdt.3.121
fig. escaparse ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος escaparse con rodeos de la acción de los tribunales, Pl.R.405c
volverse en contra, enemistarse abs. ἀπεστραμμένοι οἱ λόγοι palabras molestas, disgustadas Hdt.7.160, ἀποστραφεὶς ὁ αὐτοκράτωρ ἐς τὸν Φιλίσκον Philostr.VS 623.

English (Strong)

from ἀπό and στρέφω; to turn away or back (literally or figuratively): bring again, pervert, turn away (from).

English (Thayer)

future ἀποστρέψω; 1st aorist ἀπέστρεψα; 2nd aorist passive ἀπεστράφην; (present middle ἀποστρέφομαι; from Homer down);
1. to turn away: τινα or τί ἀπό τίνος, τήν ἀκοήν ἀπό τῆς ἀληθείας); to remove anything from anyone, ἀποστρέφειν τινα simply, to turn him away from allegiance to anyone, tempt to defection (A. V. pervert), to turn back, return, bring back: T Tr WH ἔστρεψε (cf. Test. xii. Patr. test. Jos. § 17). (In the same sense for הֵשִׁיב, to turn oneself away, turn back, return: ἀπό τῶν πονηριῶν, ἀπό ἁμαρτίας, Tdf.); to return from a place, Xenophon, Hell. 3,4, 12); cf. Meyer on Acts, the passage cited; (others, (with A. V.) take it actively here: in turning away every one of you, etc.).
4. Middle, with 2nd aorist passive, to turn oneself away from, with an accusative of the object (cf. (Jelf, § 548 obs. 1; Krüger, § 47,23, 1); Buttmann, 192 (166)); to reject, refuse: τινα, τήν ἀλήθειαν, deserting, τινα, 2 Timothy 1:15.

Greek Monolingual

(AM ἀποστρέφω)
μσν.- νεοελλ.
1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση
3. (-ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι
3. (-ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω
μσν.
1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω
2. φθάνω
3. διώχνω

Greek Monotonic

ἀποστρέφω: μέλ. -ψω, Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ ἀποστρέψασκε — Παθ. και Μέσ., μέλ. -στρέψομαι, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ], παρακ. -έστραμμαι, Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. -εστράφατο·
Α. 1. στρέφω κάποιον προς τα πίσω, δηλ. τον τρέπω σε φυγή, τον κάνω να οπισθοχωρήσει άτακτα, σε Όμηρ.· ή αναγκάζω να επιστρέψει αυτόν που τράπηκε σε φυγή, σε Ξεν.· πόδας καὶ χεῖρας, στρέφω πίσω στη ράχη τα χέρια και τα πόδια και δένω κάποιον χειροπόδαρα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· καλώ πίσω, ανακαλώ, σε Ξεν.
2. στρέφω σε διαφορετικός μέρος ή κατεύθυνση, εκτρέπω τη ροή ενός ποταμού, σε Ηρόδ.· αποτρέπω κάποιον κίνδυνο, σε Αισχύλ., Θουκ.
II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), ἵππον, στρέφω προς τα πίσω, σε Ηρόδ., Σοφ. Β. I. Παθ., ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, λέγεται για πλοία, έχουν τα έμβολά τους λυγισμένα προς τα πίσω, σε Ηρόδ.· ἀποστραφῆναι τὼ πόδε, περιστρέφω, στριφογυρίζω τα πόδια μου, σε Αριστοφ.
II. 1. στρέφομαι μακριά από κάποιον ή κάτι με βδελυγμία, Λατ. aversari, με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἀπεστραμμένοι λόγοι, εχθρικά λόγια, σε Ηρόδ.
2. περιστρέφομαι, στρέφομαι προς τα πίσω, σε Ξεν.· στρέφομαι και τρέπομαι σε φυγή, στον ίδ.
3. ἀποστραφῆναί τινος, εγκαταλείπω, παρατώ κάποιον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστρέφω:
1) отводить в сторону, отворачивать (τὴν ὄψιν Plut.): ἀποστρέφεσθαί τινα Soph., Eur. отворачиваться от кого-л.; λόγοι ἀπεστραμμένοι Her. презрительные речи;
2) поворачивать, направлять (τὴν διάνοιαν πρός τι Plut.);
3) поворачивать обратно (νῆας Hom.; ἄρματα εἰς φυγήν Xen.; τὰς τριήρεις Plut.);
4) делать поворот (ἀποστρέψας ῥέει τὸ μέσον, sc. ὁ ποταμός Her.; τἀναντία ἀποστρέψαι Xen.);
5) возвращаться (ὀπίσω Her.; πάλιν Soph.; ἀποστρέψαντες ἀγγέλλουσι Thuc.);
6) сворачивать: αἱ νῆες ἀπεστράφατο τοὺς ἐμβόλους Her. у кораблей были сбиты носовые части; ἀ. χεῖρας Hom., Soph., Arph., Dem. скручивать за спину руки;
7) отсылать обратно, возвращать (τινά Thuc.);
8) отзывать обратно (τινὰ ἐξ ἰσθμοῦ Xen.);
9) обращать в бегство (Ἀχαιούς Hom.; ἀποστραφέντες φεύγουσιν Polyb.);
10) (пред)отвращать, отклонять, отводить (πῆμα νόσου Aesch.; ἀντιδικῶν δίκην Arph.): ἀποστραφῆναί τινος Xen. отложиться (отпасть) от кого-л.;
11) отговаривать (τινά τινος Xen.).

Middle Liddell


I. to turn one back, i. e. either to turn to flight, put to flight, Hom.; or to turn him back from flight, Xen.; πόδας καὶ χεῖρας to twist back the hands and feet so as to bind them, Od.; so τὸν αὐχένα Hdt.:— to turn back, avert one's face, Od., Eur.: to bring back, recall, Xen.
2. to turn away, to divert the course of a river, Hdt.: to avert a danger, Aesch., Thuc.
II. intr. (sub. ἑαυτόν, ἵππον, ναῦν, etc.), to turn back, Hdt., Soph.
B. Pass., ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, of ships, to have their beaks bent back, Hdt.; ἀποστραφῆναι τὼ πόδε to have one's feet twisted, Ar.
II. to turn away from, in abhorrence, Lat. aversari, c. acc., Soph., Eur.; absol., ἀπεστραμμένοι λόγοι hostile words, Hdt.
2. to turn oneself about, turn back, Xen.; to turn and flee, Xen.
3. ἀποστραφῆναί τινος to fall off from one, desert him, Xen.

Chinese

原文音譯:¢postršfw 阿坡-士特雷賀
詞類次數:動詞(10)
原文字根:從-轉 相當於: (שׁוּב‎)
字義溯源:轉回,轉出去,除去,導入歧途,誘惑,修復,更換,推辭,拒絕,棄絕,轉換,退回,回轉,轉,離棄,背棄;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)又出自(τρέμω)X*=轉)。這字本意雖是:轉離,但用不同語態型式時,就有相當遠離本字原意,一看下列譯字彙編,就可見全貌。
同義字:1) (ἀποστρέφω)轉回 2) (ἐπανέρχομαι)回來 3) (ἐπιστρέφω)歸回 4) (στρέφω)扭轉 5) (ὑποστρέφω)轉回
出現次數:總共(10);太(3);路(1);徒(1);羅(1);提後(2);多(1);來(1)
譯字彙編
1) 離棄(1) 多1:14;
2) 背棄(1) 來12:25;
3) 收⋯罷(1) 太26:52;
4) 誘惑⋯的(1) 路23:14;
5) 轉(1) 提後4:4;
6) 都離棄(1) 提後1:15;
7) 退回(1) 太27:3;
8) 回轉(1) 徒3:26;
9) 他要消(1) 羅11:26;
10) 推辭(1) 太5:42