φοβέω: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "down" to "down") |
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> φοβήσω, <i>ao.</i> ἐφόβησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> φοβήσομαι, <i>ao.</i> ἐφοβήθην, <i>pf.</i> πεφόβημαι;<br /><b>1</b> mettre en fuite : [[ἴρηξ]] ἐφόβησε κολοιούς IL l'épervier effraie et met en fuite les geais ; [[αἱ]] κάμηλοι ἐφόβουν τοὺς ἵππους XÉN les chamelles faisaient fuir les chevaux ; <i>Pass.</i> être mis en fuite : [[ὑπό]] τινος <i>ou</i> [[ὑπό]] τινι par qqn, fuir devant qqn ; φ. τινα fuir qqn;<br /><b>2</b> effrayer : φ. τινα qqn ; σὸς [[δόλος]] ἐφόβησε λαούς IL ta ruse a effrayé et fait fuir les troupes ; <i>abs.</i> ὁ μὴ φοβῶν [[πόνος]] SOPH entreprise sans danger (non effrayante) ; φ. [[δουρί]] IL, λόγοις ESCHL effrayer avec la lance, par des paroles ; φ. [[ἐκ]] [[τούτου]] PLUT effrayer par ce moyen ; πάντες | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> φοβήσω, <i>ao.</i> ἐφόβησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> φοβήσομαι, <i>ao.</i> ἐφοβήθην, <i>pf.</i> πεφόβημαι;<br /><b>1</b> mettre en fuite : [[ἴρηξ]] ἐφόβησε κολοιούς IL l'épervier effraie et met en fuite les geais ; [[αἱ]] κάμηλοι ἐφόβουν τοὺς ἵππους XÉN les chamelles faisaient fuir les chevaux ; <i>Pass.</i> être mis en fuite : [[ὑπό]] τινος <i>ou</i> [[ὑπό]] τινι par qqn, fuir devant qqn ; φ. τινα fuir qqn;<br /><b>2</b> effrayer : φ. τινα qqn ; σὸς [[δόλος]] ἐφόβησε λαούς IL ta ruse a effrayé et fait fuir les troupes ; <i>abs.</i> ὁ μὴ φοβῶν [[πόνος]] SOPH entreprise sans danger (non effrayante) ; φ. [[δουρί]] IL, λόγοις ESCHL effrayer avec la lance, par des paroles ; φ. [[ἐκ]] [[τούτου]] PLUT effrayer par ce moyen ; πάντες οἱ λέγοντες φοβοῖεν [[ὡς]] ἥξει [[βασιλεύς]] DÉM (si) tous les orateurs répandaient la nouvelle terrible que le roi vient;<br /><i><b>Pass.</b></i> φοβέομαι;<br /><b>1</b> <i>chez Hom.</i> être chassé par la crainte, être mis en fuite, fuir ; <i>part. pf. Pass.</i> πεφοβημένος mis en fuite;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> être effrayé : φ. τινι, [[ὑπό]] τινος, [[ὑπό]] τινι, [[πρός]] τινος par qqn <i>ou</i> qch ; φ. avec inf. craindre de ; avec [[μή]] craindre que.<br />'''Étymologie:''' [[φόβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:20, 11 November 2022
English (LSJ)
3pl. imper. A φοβεόντων Hdt.7.235: Ion. impf. φοβέεσκον Hes.Sc.162: fut. -ήσω E.Heracl.357 (lyr.), (ἐκ-) Th.4.126 (dub.): aor. ἐφόβησα Il.15.15, etc.:—Pass. and Med., Ion. 2 sing. φοβέαι Hdt.1.39; Ion. imper. φοβεῦ or φοβέο, Id.1.9, 7.52: Ep. 3pl. impf. φοβέοντο Il.6.41: fut. φοβήσομαι 22.250, Pl.Lg.649c, D.15.23, etc.; φοβηθήσομαι X.Cyr.3.3.30, Plu.Brut.40, Luc.Zeux.9, v.l. in Pl.R. 470a: aor. Pass. ἐφοβήθην Hdt.8.27, etc., Ep. 3pl. ἐφόβηθεν or φόβηθεν, Il.15.326,5.498; aor. Med. ἐφοβησάμην only Anacreont.31.11: pf. πεφόβημαι Il.10.510, etc.: plpf. 3pl. ἐπεφόβηντο X.HG7.4.32, Th.5.50, Ep. πεφοβήατο Il.21.206. A Act., in Hom. (never in Od.) always in the sense put to flight, [ἴρηξ] ἐφόβησε κολοιούς Il.16.583; [Ζεὺς] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ ib. 689; Τρώων οὓς ἐφόβησας 22.11; φοβῆσαίτε στίχας ἀνδρῶν 17.505; σὸς δόλος . . ἐφόβησε δὲ λαούς 15.15; σέ γέ φημι . . δουρὶ φοβῆσαι 20.187; once in Hes., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων l.c. II terrify, alarm, Hdt.7.235, etc.; μὴ φίλους φόβει A.Th.262; ᾧ μή 'στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ S.OT296, cf. 1013, E.Hipp.572 (lyr.); ἡ δύναμις τῶν νέων φοβοῦσά τινας Antipho 4.3.2; αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους X.Cyr.7.1.48; ρὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν, μὴ . . ἐπαγάγωνται Th.5.45; c. dat.modi, λόγοις A.Pers.215 (troch.); μεγαληγορίαισι φρένας E.Heracl. 357 (lyr.); τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φ., ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην to frighten the Athenians with T., and T. with the Athenians, Th.8.82; c. part., λέγοντες φ. τινάς by saying, X.Eq.Mag.1.8; λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεύς D 14.25: abs., πόνος ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος S.Ph.864 (lyr.), φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν by terror, Pl.R.551b. 2 c.acc. rei, threaten with, φ. λιμόν D.H.6.51. B Pass. and Med., in Hom. always in the sense to be put to flight (cf. Sch.A Il.5.223, al.), once in Od., κύνες . . διὰ σταθμοῖο φόβηθεν 16.163; freq. in Il., ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν 5.498; τοὶ δ' ἐφόβηθεν . . θεσπεσίῳ ὁμάδῳ 16.294; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε 11.172; also part., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθης 10.510, cf. 15.4, 21.606; φοβηθεὶς δύσεθ' ἁλὸς κατὰ κῦμα in flight, 6.135; βῆ δὲ φοβηθείς 22.137: ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, 8.149; ὑπό τινι 15.637; c. acc., οὔ σ' ἔτι . . φοβήσομαι ὡς τὸ πάρος περ 22.250. II to be seized with fear, be affrighted, Hdt. 9.70, E.Tr.1166, etc.—Constr., 1 abs., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας S.Aj.139 (anap.); φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες flying in terror, Aeschin.1.43; ἃ μὴ οἶδα . . οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι, Pl.Ap.29b, etc.: c. dat. instrum., μάστιγι φ. E.Rh.37 (anap.): c. acc. cogn., φ. αἰσχροὺς φόβους Pl.Prt.360b; ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν Ev.Marc.4.41; τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε 1 Ep.Pet.3.14. 2 followed by Preps., φ. ἀπό τινος to be afraid of one (prob. a Hebraism), LXX Le.26.2, Je.1.8, Ev.Matt.10.28, Ev.Luc.12.4; ἔκ τινος from some cause, S.Tr.671; εἴς τι to be alarmed at a thing, Id.OT980; πρός τι Id.Tr.1211, Luc.Prom.Es4, Lib.Or.50.18; ἐπί τινι fear for . . Luc. DMar.14.4; but φ. ἀμφὶ γυναικί fear about... Hdt.6.62; περὶ ἡμῶν X. Cyr.5.2.35, etc.; περί τινι Pl.Euthd.275b (περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὸ κατάδηλον Th.4.123); περὶ χωρίῳ Id.2.90; ὑπὲρ τῶν μελλόντων And.4.36; περί τι Pl.Cra.404e; πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων S.Tr.150. 3 followed by a relat. clause, φοβεῑσθαι μὴ . . fear lest a thing will be... E.Or.770 (troch.), Ar.Pax606 (troch.), Th.1.95, etc.; φ. ὅπως μὴ . . Id.6.13, X.Mem.2.9.3; φ. μὴ οὐ . . Id.Oec.16.6; freq. c.acc. followed by μή, ταῦτ' οὖν φοβοῦμαι, μὴ . . S.Tr.550, cf. X.An.7.1.2; φ. τοὺς οὐσίαν κεκτημένους, μὴ . . Pl.Phdr. 232c, cf. Th.1.88, etc.; φ. ὑπέρ τινος, μὴ . . Pl.R.387c; c. inf. followed by μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ κτλ. X.An.1.3.17, cf. Pl.Tht.143e, Grg.457e: also φ. ὅτι . ., = φ. μὴ... in a more positive sense, X.Cyr.3.1.1, D.C.52.26; φ. τόδε, ὅτι . . Th.7.67 (but φ. τὸ κάεσθαι, ὅτι ἀλγεινόν because... Pl.Grg.479a): διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι . . lsoc.6.60; less freq. φ. ὡς . . X.Cyr.5.2.12; φ. πῶς χρὴ . . ib.4.5.19; φ. εἰ δεήσει . . ib.6.1.17. 4 c. inf. with Art., φ. τὸ ἀποθνῄσκειν Pl.Grg.522e, etc.: more freq. c. inf. alone, fear to do, be afraid of doing, A.Ch.46 (lyr.), S.Aj.253 (lyr.), E.Ion628, etc.: c. inf. fut., Th. 5.105. 5 c. acc. pers., stand in awe of, dread, δαίμονας τοὺς ἐνθάδε A.Supp.893; στρατὸν Ἀχαιῶν S.Ph.1250; τοὺς ἄνω θεούς Pl.Lg. 927b, cf. Isoc.1.16, etc.; τὰς κύνας X.Cyn.5.16, etc. 6 c. acc. rei, fear or fear about a thing, βρόμον A.Th.476; τὸ προσέρπον S.Aj.227 (lyr.); μέμψιν E.Alc.1057; τὸ τοιοῦτον σῶμα Pl.Phdr.239d; δουλείαν καὶ δεσμόν X.Cyr.3.1.24. 7 c. gen., πεφοβημένος νυκτός, θαλάσσης, Arat.290, 766. 8 c. part., προδιδοὺς φοβηθείς Lycurg.17.
German (Pape)
[Seite 1294] in Furcht, Schrecken setzen, schrecken, scheuchen; bes. in die Flucht jagen, τινά, Hom. in der Il. (nie in der Od.), Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ 16, 689, ἤδη μὲν σέ γε καὶ ἄλλοτε δουρὶ φόβησα 20, 187; Hes. Sc. 162; μὴ φίλους φόβει Aesch. Spt. 244; λόγοις τινά Pers. 211; Soph. verbindet ᾡ μή στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ O. R. 296; τίς φοβεῖ σε φήμη Eur. Hipp. 573. u. sonst. So auch Her. 7, 235; Plat. Tim. 71 b Legg. XI, 933 c; ἡ δύναμις φοβοῦσα Antiph. 4 γ 2. – Pass., fut. neben φοβηθήσομαι, Xen. Cyr. 3, 3,30, häufiger φοβήσομαι (vgl. Plat. Apol. 29 b Rep. V, 470 a), in gleicher Bdtg, Xen. Cyr. 1, 4,19. 7, 15; aor. ἐφοβήθην, ἐφοβησάμην erst bei Sp., wie Anacr. 31, 11; πεφόβηται, er fürchtet sich, Thuc. 7, 67; – in Furcht gesetzt werden, sich fürchten, bei Hom. nach Aristarch. immer in Flucht gejagt werden, fliehen; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο, βόες ὥς, ἅς τε λέων ἐφόβησε Il. 11, 172, u. öfter, auch c. acc., οὐ σ' ἔτι φοβήσομαι 22, 250, ich werde nicht länger vor dir fliehen; ὑπό τινος, 8, 149; ὑπό τινι, 15, 637; Ggstz ὑπομένω, z. B. ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ' ἐφόβηθεν 5, 498, u. öfter; in der O, d. nur einmal, 16, 163; so auch Her. 9, 70; μηδὲν φοβηθῇς, fürchte Nichts, Aesch. Prom. 128; Διὸς γνώμην 1005, und öfter; Soph. u. Eur., der auch φόβον φοβεῖσθαι verbdt, Troad. 1166; Plat. Prot. 360 b; φοβεῖσθαι πρός τι, sich in Beziehung auf Etwas, vor Etwas fürchten, Soph. Trach. 1211, περί τινος, um Einen oder um Etwas besorgt sein, Plat. Euthyd. 275 b; auch περί τινι, Plat. Prot. 322 b; τῷ χωρίῳ Thuc. 2, 90; ἀμφί τινι Her. 6, 62; – c. int., sich scheuen, Etwas zu thun, Plat. Gorg. 457 a, wie Aesch. φοβοῦμαι δ' ἔπος τόδ' ἐκβαλεῖν, Ch. 46; Eur. Ion 628; Xen. Cyr. 8, 7,15; aber auch = fürchten, φοβεῖται ἐξοστρακισθῆναι Plut. Pericl. 7; sonst in der Bedtg »fürchten« gew. mit μή, Plat. Phil. 16 a Charm. 171 e und Folgende überall (s. μή), selten ὅπως μή, Thuc. 6, 13; Xen. Mem. 2, 9,2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. φοβήσω, ao. ἐφόβησα, pf. inus.
Pass. f. φοβήσομαι, ao. ἐφοβήθην, pf. πεφόβημαι;
1 mettre en fuite : ἴρηξ ἐφόβησε κολοιούς IL l'épervier effraie et met en fuite les geais ; αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τοὺς ἵππους XÉN les chamelles faisaient fuir les chevaux ; Pass. être mis en fuite : ὑπό τινος ou ὑπό τινι par qqn, fuir devant qqn ; φ. τινα fuir qqn;
2 effrayer : φ. τινα qqn ; σὸς δόλος ἐφόβησε λαούς IL ta ruse a effrayé et fait fuir les troupes ; abs. ὁ μὴ φοβῶν πόνος SOPH entreprise sans danger (non effrayante) ; φ. δουρί IL, λόγοις ESCHL effrayer avec la lance, par des paroles ; φ. ἐκ τούτου PLUT effrayer par ce moyen ; πάντες οἱ λέγοντες φοβοῖεν ὡς ἥξει βασιλεύς DÉM (si) tous les orateurs répandaient la nouvelle terrible que le roi vient;
Pass. φοβέομαι;
1 chez Hom. être chassé par la crainte, être mis en fuite, fuir ; part. pf. Pass. πεφοβημένος mis en fuite;
2 postér. être effrayé : φ. τινι, ὑπό τινος, ὑπό τινι, πρός τινος par qqn ou qch ; φ. avec inf. craindre de ; avec μή craindre que.
Étymologie: φόβος.
Russian (Dvoretsky)
φοβέω: чаще med.
1) поражать страхом, устрашать, пугать (τινά τινι Aesch., Eur., Thuc.): ᾧ μή ᾽στι δρῶντι τάρβος οὐδ᾽ ἔπος φοβεῖ Soph. у кого нет страха перед преступлением, того и слово не испугает; πόνος ὁ μὴ φοβῶν Soph. нестрашный труд; φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν Plat. (олигархи) установили свой строй путем террора; φοβεῖσθαί τινα (τι) Thuc., Plat., Trag., τινι Eur., ἔκ τινος и εἴς или πρός τι Soph., ἐπί τινι Luc. бояться кого(чего)-л.; φοβεῖσθαι ἀμφί τινι Her., περί τινι Thuc., Plat., πρός τινος Soph., ὑπέρ τινος и περί τι Plat. бояться за кого(что)-л.; φόβους или φόβον φοβεῖσθαι Eur., Plat. испытывать страх; χλωροὶ ὑπαὶ δείους, πεφοβημένοι Hom. бледные от страха, объятые ужасом; φοβούμενος ἐξοστρακισθῆναι Plut. опасаясь изгнания; φοβεῖσθαι (ὅπως) μή … Soph., Thuc., Xen. бояться, что (как бы не) …;
2) обращать в бегство (στίχας ἀνδρῶν Hom.): φοβέοντο βόες ὥς, ἅστε λέων ἐφόβησε Hom. они бежали словно коровы, которых лев обратил в бегство; φοβεῖσθαι ὑπό τινος, φ. ὑπό τινι и φ. τινα Hom. (в страхе) бежать от кого-л.; βῆ φοβηθείς Hom. он в страхе бежал.
Greek (Liddell-Scott)
φοβέω: (φόβος)· γ΄ πληθ. προστακτ. φοβεόντων Ἡρόδ. 7. 235· Ἰωνικ. παρατ. φοβέεσκον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 162· ― μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἡρακλ. 557, (ἐκ-) Θουκ. 4. 126· ― ἀόρ. ἐφόβησα Ἰλ. Ο. 15, Ἀττ. -Παθ. καὶ μέσ., Ἰωνικ. β΄ ἑνικ. φόβεαι Ἡρόδ. 1. 39· Ἰωνικ. προστ. φόβεο ἢ φοβεῦ ὁ αὐτ. 1. 9., 7. 52. ― Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατατ. φοβέοντο Ἰλ. Ζ. 41· ― μέλλ. φοβήσομαι Χ. 250, Πλάτ., κλπ.· φοβηθήσομαι Πλουτ. Βροῦτ. 40, Λουκ. Ζεῦξις 9· ἀλλ’ ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 30, Πλάτ. Πολ. 470Α, Δημ. 197. 13, φοβήσομαι φέρεται ἤδη κατὰ διόρθωσιν, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων γενομένην· ― παθ. ἀόρ. ἐφοβήθην ἀεὶ παρ’ Ἀττικ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐφόβηθεν ἢ φόβηθεν Ὅμηρ.· μέσ. ἀόρ. ἐφοβησάμην μόνον ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 34. 11· ― πρκμ. πεφόβημαι Ὅμηρ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. -ηνται Πλάτ. Κρατ. 403Ε· ὑπερσ. ἐπεφοβήμην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 32· γ΄ πληθ. -ηντο Θουκ. 5. 5, Ἐπικ. -ήατο Ἰλ. Φ. 206. Α. Ἐνεργ. παρ’ Ὁμήρ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.) ἀείποτε, τρέπω εἰς φυγήν, Λατ. fugo, (ἵρηξ) ἐφόβησε κολοιοὺς Ἰλ. Π. 583· Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ αὐτόθι 689· Τρώων οὓς ἐφόβησας Χ. 11· φοβῆσαί τε στίχας ἀνδρῶν Ρ. 505· ἐφόβησε δὲ λαοὺς [σὸς δόλος] Ο. 15· σέ γέ φημι... δουρὶ φοβήσειν Υ. 187· ἅπαξ παρ’ Ἡσιόδῳ ἔνθ’ ἀνωτ., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ’ ἀνθρώπων. ΙΙ. ἐμποιῶ φόβον εἴς τινα, κάμνω αὐτὸν νὰ φοβηθῇ, ἐκφοβῶ, φοβίζω, πτοῶ, Λατιν. terreo, Ἡρόδ. 7. 235 καὶ Ἀττ.· μὴ φίλους φόβει Αἰσχύλ. Θήβ. 262· ᾧ μή ’στι δρῶντι τάρβος οὐδ’ ἔπος φοβεῖ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 296, πρβλ. 1013, Εὐρ. Ἱππόλ. 572· πόνος ὁ μὴ φοβῶν, ἐλεύθερος φόβου, Σοφ. Φιλοκτ. 864· ἡ δύναμις φοβοῦσα Ἀντιφῶν 127. 23· αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τοὺς ἵππους Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 1, 48· τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μή... λέγωσιν Θουκ. 5. 45· ― μετὰ δοτ. τοῦ τρόπου, λόγοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· μεγαληγορίαισι Εὐρ. Ἡρακλ. 357· ξυνέβαινε δὲ τῷ Ἀλκιβιάδῃ τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φοβεῖν, ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην, διὰ μὲν τοῦ Τισσαφέρνους νὰ φοβίζῃ τοὺς Ἀθηναίους, διὰ δὲ ἐκείνων τὸν Τισσαφέρνην, Θουκ. 8. 82· ― οὕτω μετὰ μετοχ., φ. τινα λέγων Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 8· λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεὺς Δημ. 185. 5· ― ἀπολ., πόνος ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος Σοφ. Φιλ. 864· φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν, διὰ τοῦ φόβου, Πλάτ. Πολ. 551Β. Β. Παθ. καὶ μέσ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, τρέπομαι εἰς φυγήν, φεύγω περίφοβος, φεύγω, ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ., κύνες… διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Π. 163· συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ’ ἐφόβηθεν Ε. 498· τοὶ δ’ ἐφόβηθεν… θεσπεσίῳ ὁμάδῳ Π. 295· κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο, βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε Λ. 172· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθῃς Κ. 510, πρβλ. Ο. 4, Φ. 606· φοβηθεὶς δύσεθ’ ἁλὸς κατὰ κῦμα, τραπεὶς εἰς φυγήν, Ζ. 135· βῆ δὲ φοβηθεὶς Χ. 137· ― ὑπό τινος φοβέεσθαι, τρέπεσθαι εἰς φυγήν, Θ. 149· ὑπό τινι Ο. 637· καὶ μετ’ αἰτ., φοβεῖσθαι τινα Χ. 250. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα τοῦτο ὡς καὶ τὸ ῥῆμα φέβομαι, μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 89, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 223, Ζ. 41., Φ. 606· καὶ τοιαύτη ἴσως εἶναι ἡ σημασία ἐν Ἡροδ. 9. 70. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου, «φοβοῦμαι», Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ― Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας Σοφ. Αἴ. 139· φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες, καταληφθέντες ὑπὸ φόβου ἀπῆλθον φεύγοντες, Αἰσχίν. 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κλπ.· ― μετὰ δοτ. τρόπου, φ. μάστιγι Εὐρ. Ρῆσ. 37· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., μ. φόβον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1166, πρβλ. Ἱκ. 548· φόβους Πλάτ. Πρωτ. 360Β. 2) μετὰ ἐμπροθέτων πτώσεων, φ. ἀπό τινος, φοβοῦμαί τινα (πιθανῶς Ἑβραϊσμός), Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚϚ΄, 2, Ἱερεμ. Α΄, 8), Εὐαγγ. Ματθ. ι΄, 28, κ. Λουκ. ιβ΄, 4· ἔκ τινος, ἔκ τινος αἰτίας, Σοφ. Τραχ. 671· εἴς ἢ πρός τι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τυρ. 980, Τραχ. 1211, πρβλ. Λουκ. Προμηθ. εἶ ἐν λ. 4· ἐπί τινι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 4· ― ἀλλά, φ. ἀμφί τινι, φοβοῦμαι περί τινος, Ἡρόδ. 6. 62· περί τινος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 2, 35, κλπ.· περί τινος Θουκ. 2. 90, Πλάτ. Εὐθύδ. 275Β· (τι περί τινι Θουκ. 3. 123)· ὑπέρ τινος Ἀνδοκ. 33. 43, Πλάτ. Πολ. 387C· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Ε· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29Β· πρός τινος Σοφ. Τραχ. 150. 3) μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, φοβεῖσθαι μή..., Λατ. vereri ne..., Εὐρ. Ὀρ. 770, Ἀριστοφ. Εἰρ. 606, Θουκ., κλπ.· (πρβλ. μὴ Β. 8)· οὕτω, φ. ὅπως μή... Θουκ. 6. 13, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 2· φ. μὴ οὐ αὐτόθι 1. 2, 7, Οἰκον. 16, 6 (πρβλ. μὴ οὐ Ι)· λίαν συχνάκις μετ’ αἰτιατικῆς ἑπομένης προτάσεως διὰ τοῦ μή, ταῦτ’ οὖν φοβοῦμαι μή... Σοφ. Τραχ. 550, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 2, Πλάτ.· ὡσαύτως, φ. ὑπέρ τινος, μή... Πλάτ. Πολ. 387C· ἢ μετ’ ἀπαρ. ἑπομ. προτάσεως διὰ τοῦ μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 3, 17, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 134Ε, Γοργ. 457Ε· ― ὡσαύτως, φ. ὅτι..., ὡς..., οὐχὶ ὡς τὸ Λατ. vereri ut..., ἀλλὰ = φ. μή..., ἐπὶ θετικωτέρας ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 1· φ. τόδε, ὅτι..., Θουκ. 7. 67, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 479Α· διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι... Ἰσοκρ. 128C· σπανιώτερον, φ. ὡς... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 2, 12· φ. πῶς χρή... αὐτόθι 4. 5, 19· φ. εἰ δεήσει... αὐτόθι 6. 1, 17. 4) μετ’ ἀπαρ. συνάρθρου, φ. τὸ ἀποθνήσκειν = φ. θάνατον, Πλάτ. Νόμ. 522Ε, κλπ.· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ μόνου ἀπαρ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Χο. 46, Σοφ. Αἴ. 254, Εὐρ. Ἴων 628, Θουκ., κλπ.· σπανίως μετὰ τοῦ μὴ παρεμβαλλομένου, φ. μὴ ἐξοστρακισθῆναι Πλουτ. Περικλ. 7. 5) μετ’ αἰτ. προσώπου, κατέχομαι ὑπὸ φόβου ἐνώπιόν τινος, φοβοῦμαι, τρέμω τινά, δαίμονας τοὺς ἐνθάδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 893· στρατὸν Ἀργείων Σοφ. Φιλ. 1250· τοὺς ἄνω θεοὺς Πλάτ. Νόμ. 927Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 5Β, κλπ.· τὰς κύνας Ξεν. Κυνηγ. 5. 16, κλπ. 6) μετ’ αἰτ. πράγμ., φοβοῦμαί τι ἢ περί τινος, βρόμον Αἰσχύλ. Θήβ. 476 τὸ προσέρπον Σοφ. Αἴ. 227· μέμψιν Εὐρ. Ἄλκ. 1057 τὸ σῶμα Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· δουλείαν, δεσμὸν κλπ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24, κλπ.· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 3. 7) μετὰ μετοχ., προδιδοὺς ἐφοβήθη Λυκοῦργ. 150. 6, πρβλ. δείδω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 65.
English (Autenrieth)
aor. (ἐ)φόβησα, mid. pres. part. φοβεύμενος, fut. φοβήσομαι, pass. aor. 3 pl. (ἐ)φόβηθεν, perf. part. πεφοβημένος, plup. 3 pl. πεφοβήατο: act., put to flight, τινά, Il. 11.173; δουρί, Il. 20.187; mid. and pass., flee, be put to flight, ὑπό τινος or ὑπό τινι, Il. 8.149, Il. 15.637; τινά, Il. 22.250.
English (Strong)
from φόβος; to frighten, i.e. (passively) to be alarmed; by analogy, to be in awe of, i.e. revere: be (+ sore) afraid, fear (exceedingly), reverence.
English (Thayer)
φόβῳ: passive, present φοβοῦμαι; imperfect ἐφοβούμην; 1st aorist ἐφοβήθην; future φοβηθήσομαι; (φόβος); from Homer down; to terrify, frighten, to put to flight by terrifying (to scare away). Passive:
1. to be put to flight, to flee (Homer).
2. to fear, be afraid; the Sept. very often for יָרֵא; absolutely to be struck with fear, to be seized with alarm: of those who fear harm or injury, ὑψηλοφρονεῖν, L in brackets); σφόδρα added, L T Tr WH); ἀγαπάω, under the end): φόβον μέγαν, literally, to 'fear a great fear,' fear exceedingly, φόβον αὐτῶν, the fear which they inspire (see φόβος, 1), τοῦ Τανταλου, to be filled with the same fear as Tantalus, Schol. ad Euripides, Or. 6); with the synonymous πτόησιν (which see), τινα, to fear one, be afraid of one, lest he do harm, be displeased, etc.: Buttmann, § 151,11); Buttmann, § 139,48; Winer's Grammar, 505 (471)); τόν Θεόν, God, the judge and avenger, τί, to fear danger from something, מִן יָרֵא), followed by ἀπό τίνος (cf. Buttmann, § 147,3): φοβοῦμαι μή, to fear lest, with the subjunctive aorist: Acts ( L T Tr WH); μήπως, lest perchance, L μήπω (which see 2), others μήπου (which see)); φοβηθῶμεν (equivalent to let us take anxious care) μήποτε τίς δοκῇ, lest anyone may seem (see δοκέω, 2at the end), φοβοῦμαι ὑμᾶς, μήπως κεκοπίακα, μήπως, 1b.); φοβοῦμαι with an infinitive to fear (i. e. hesitate) to do something (for fear of harm), Aeschylus down see Passow, under the word, 2, vol. ii., p. 2315{a}; (Liddell and Scott, under the word, Buttmann, II:4)).
3. to reverence, venerate, to treat with deference or reverential obedience: τινα, τόν Θεόν, used of his devout worshippers, ); τόν κύριον, G L T Tr WH); τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, Sirach, cf. Wahl, Clavis Apocr. V. T., under the word, at the end); οἱ φοβούμενοι τόν Θεόν specifically, of proselytes: σέβω). Compare: ἐκφοβέω. [ SYNONYMS: ἐκπλήσσεσθαι to be astonished, properly, to be struck with terror, of a sudden and startling alarm; but, like our astonish in popular use, often employed on comparatively slight occasions, and even then with strengthening particles (as σφόδρα ὑπερπερισσῶς πτόειν to terrify, to agitate with fear; τρέμειν, to tremble, predominantly physical; φόβειν to fear, the general term; often used of a protracted state. Cf. Schmidt, chapter 139.]
Greek Monotonic
φοβέω: (φόβος)· γʹ πληθ. προστ. φοβεόντων· Ιων. προστ. φοβέεσκον· μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐφόβησα — Παθ. και Μέσ., Ιων. βʹ ενικ. φόβεαι· Ιων. προστ. φόβεο ή φοβεῦ, Επικ. γʹ πληθ. προστ. φοβέοντο· μέλ. φοβήσομαι, έπειτα φοβηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐφοβήθην, Επικ. γʹ πληθ. ἐφόβηθεν ή φόβηθεν, παρακ. πεφόβημαι, υπερσ. ἐφοβήμην, Επικ. γʹ πληθ. -ήᾰτο. Α. Ενεργ.,
I. τρέπω σε φυγή, Λατ. fugo, σε Ομήρ. Ιλ.
II. προξενώ φόβο, τρομοκρατώ, φοβίζω, τρομάζω, Λατ. terre, σε Ηρόδ., Αττ.· πόνος ὁ μὴ φοβών, ελεύθερος από το φόβο, σε Σοφ.· φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν, επέβαλαν μέσω του φόβου, σε Πλάτ. Β. Παθ. και Μέσ.,
I. 1. τρέπομαι σε φυγή, φεύγω τρομοκρατημένος, φεύγω, σε Όμηρ.· φοβηθείς, αυτός που τράπηκε σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπότινος φοβέεσθαι, φεύγω μπροστά στη θωριά κάποιου, στον ίδ.
II. 1. γεμίζω με φόβο, τρομοκρατούμαι, φοβάμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· φοβεῖσθαι εἴς ή πρός τι, φοβάμαι κάποιο πράγμα, σε Σοφ.· ἀμφί τινι, φοβάμαι σχετικά με κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ.· περίτινος, σε Ξεν.· περί τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· φοβεῖσθαι μή..., φοβάμαι μήπως συμβεί ένα πράγμα, Λατ. veneri ne..., σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης, φοβέω ὅπως μή..., σε Θουκ.· ομοίως, φοβέω ὅτι... ὡς, φοβάμαι ότι..., όχι όπως Λατ. vereri ut..., στον ίδ. κ.λπ.· φοβέω, με απαρ. φοβάμαι να κάνω, είμαι τρομοκρατημένος ως προς το να κάνω κάτι, σε Αισχύλ., Τραγ.
2. με αιτ. προσ., στέκομαι με φόβο μπροστά από, τρομάζω, φοβάμαι, σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., φοβάμαι ή φοβάμαι σχετικά με κάποιο πράγμα, στον ίδ.
Middle Liddell
φόβος
A. Act. to put to flight, Lat. fugo, Il.
II. to strike with fear, to terrify, frighten, alarm, Lat. terreo, Hdt., attic; πόνος ὁ μὴ φοβῶν free from alarm, Soph.; φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν they established it by terror, Plat.
B. Pass. and Mid. to be put to flight, to flee affrighted, flee, Hom.; φοβηθείς in flight, Il.; ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, Il.
II. to be seized with fear, be affrighted, fear, Hdt., attic; φοβεῖσθαι εἴς or πρός τι to be alarmed at a thing, Soph.; ἀμφί τινι to fear about a thing, Hdt.; περί τινος Xen.; περί τινι Thuc., etc.:— φοβεῖσθαι μὴ . . to fear lest a thing will be, Lat. vereri ne . ., Eur., etc.; so, φ. ὅπως μὴ . . Thuc.; so, φοβ. ὅτι . ., ὡς . . to fear that . ., not like Lat. vereri ut . ., Thuc., etc.:— φοβ. c. inf. to fear to do, be afraid of doing, Aesch., Trag.
2. c. acc. pers. to stand in awe of, dread, fear, Soph., etc.: c. acc. rei, to fear or fear about a thing, Soph.
Chinese
原文音譯:fobšw 賀卑哦
詞類次數:動詞(93)
原文字根:懼怕 相當於: (יָרֵא) (יָרֵא)
字義溯源:害怕,怕,畏懼,恐懼,懼怕,不敢,懼,恐懼,敬畏,敬重,尊敬;源自(φόβος)=恐懼,可怕),而 (φόβος)出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)。參讀 (εὐλαβέομαι)同義字
同源字:1) (ἀφόβως)無懼地 2) (ἐκφοβέω)非常吃驚 3) (ἔκφοβος)嚇呆了 4) (φοβερός)可怖的 5) (φοβέομαι / φοβέω)害怕 6) (φόβητρον)可怕的事 7) (φόβος)恐懼
出現次數:總共(94);太(17);可(12);路(24);約(5);徒(13);羅(3);林後(2);加(2);弗(1);西(1);來(4);彼前(3);約壹(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 怕(20) 太1:20; 太10:28; 太14:27; 太28:5; 可5:36; 可6:50; 路1:30; 路5:10; 路8:50; 路23:40; 路24:36; 約6:20; 約9:22; 徒18:9; 徒27:17; 徒27:29; 來11:23; 來11:27; 彼前3:14; 啓2:10;
2) 敬畏(9) 可6:20; 路1:50; 徒10:22; 徒10:35; 徒13:16; 徒13:26; 西3:22; 啓11:18; 啓15:4;
3) 懼怕(9) 可12:12; 路2:10; 路9:34; 路12:7; 路18:2; 約12:15; 羅11:20; 羅13:3; 啓1:17;
4) 害怕(9) 太17:6; 太17:7; 太27:54; 太28:10; 可10:32; 路1:13; 約19:8; 徒27:24; 彼前3:6;
5) 他們懼怕(4) 路8:25; 路20:19; 路22:2; 徒5:26;
6) 他們⋯害怕(3) 可5:15; 路8:35; 約6:19;
7) 你們⋯怕(3) 太10:26; 太10:28; 路12:4;
8) 我⋯怕(2) 路19:21; 林後11:3;
9) 應當敬畏(2) 彼前2:17; 啓14:7;
10) 他們⋯懼(2) 可4:41; 路2:9;
11) 害怕了(2) 徒16:38; 徒22:29;
12) 他們怕(2) 太21:46; 可11:32;
13) 他就害怕(1) 太14:30;
14) 你們⋯懼怕(1) 太10:31;
15) 我們怕(1) 太21:26;
16) 懼怕的人(1) 約壹4:18;
17) 敬畏他(1) 啓19:5;
18) 他怕(1) 太14:5;
19) 我⋯懼怕(1) 路18:4;
20) 我⋯害怕(1) 加4:11;
21) 我必⋯懼怕(1) 來13:6;
22) 他⋯敬畏(1) 徒10:2;
23) 他們⋯怕(1) 徒9:26;
24) (他)就怕(1) 太2:22;
25) 你⋯懼怕(1) 路12:32;
26) 就當畏懼(1) 來4:1;
27) 他們不敢(1) 路9:45;
28) 當怕的(1) 路12:5;
29) 恐懼(1) 可5:33;
30) 她們害怕(1) 可16:8;
31) 不敢(1) 可9:32;
32) 當怕(1) 路12:5;
33) 正要怕(1) 路12:5;
34) 因怕(1) 加2:12;
35) 敬重(1) 弗5:33;
36) 我怕(1) 林後12:20;
37) 就當懼怕(1) 羅13:4;
38) 我就害怕(1) 太25:25;
39) 畏懼(1) 可11:18
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=φοβίζω˙ παθ. = φοβᾶμαι). Ἀπό τό οὐσ. φόβος πού παράγεται ἀπό τό φέβομαι (λατιν. terreo). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοβερός, φοβερίζω, φόβημα, φοβητέον, φοβητικός, φοβητός, ἀφόβητος, φόβητρον, ἐκφόβησις, φοβήτωρ, ἄφοβος, ἔμφοβος, ἐπίφοβος, περίφοβος.