μάχαιρα

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάχαιρα Medium diacritics: μάχαιρα Low diacritics: μάχαιρα Capitals: ΜΑΧΑΙΡΑ
Transliteration A: máchaira Transliteration B: machaira Transliteration C: machaira Beta Code: ma/xaira

English (LSJ)

[μᾰ], ας (later -ης, dat. -ῃ, PTeb.16.14 (ii B. C.), Ev.Luc.21.24, etc.), ἡ,

   A large knife or dirk, Il.11.844, 18.597, 19.252; μ. ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο 3.271; carving-knife, Pi.O. 1.49, Hdt.2.61, Ar.Eq.489, Pl.R.353a, etc.; κοπίδες μ. E.Cyc.242; sacrificial knife, Ar.Pax 948, Pl.Com.91, Michel832.52 (Samos, iv B. C.):—ἡ Δελφικὴ μ. a knife adapted to various purposes, Arist. Pol.1252b2, cf. Hsch. s.v. Δελφικὴ μ.; prov., of greedy persons, because Delphian sacrificers claimed a share for the knife, App.Prov. 1.94.    2 as a weapon, short sword, dagger, Pi.N.4.59, Hdt.6.75, 7.225, Lys.13.87, etc.; an assassin's weapon, Antipho 5.69; used by jugglers, Pl.Euthd.294e (pl.), etc.; later, sabre, opp. the straight sword (ξίφος), X.Eq.12.11, cf. HG3.3.7, Cyr.1.2.13, Ev.Matt.26.52, etc.; οἱ ἐπὶ τῆς μ., of a bodyguard, Arr.Epict.1.30.7; but, ἐπὶ μ. τασσόμενοι possessing power of life and death (jus gladii), Cat.Cod. Astr.8(4).173; μ. ἱππική cavalry sabre, IG11(2).161 B99 (Delos, iii B. C.).    3 μ. κουρίδες, shears or scissors, Cratin.37; κεκαρμένος μοιχὸν μιᾶ μ., i.e. with one blade, Ar.Ach.849, cf. Poll.2.32 (where διπλῇ is f.l.), Hsch. s.v. μιᾷ μαχαίρᾳ; μ. κουρικαί Plu.Dio9.    4 metaph., διὰ μαχαιρῶν καὶ πυρός Zen.3.19, cf. Posidipp.1.10; μ. τοῦ πνεύματος Ep.Eph.6.17, cf. LXX Is.49.2.    II name of a precious stone, Arist.Mir.847a5, Ps.-Plu.Fluv.10.5.    III part of the liver, Ruf.Onom.180.

German (Pape)

[Seite 101] ἡ (mit μάχη zusammenhangend), bei Hom. nur ein großes Schlachtmesser, wie nach Aristarch. (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 89) in den Schol. bemerkt wird, welches nach Il. 3, 271, ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰέν ἄωρτο, ἀρνῶν ἐκ κεφαλέων τάμνε τρίχας, neben der Schwertscheide hing und beim Schlachten der Opferthiere gebraucht wird, wie Il. 19, 252, auch dazu dient, den in der Hüfte steckenden Pfeil herauszuschneiden, 11, 844; deshalb verwarf Aristarch. die Verse Il. 18, 597, wo es von Tänzern heißt οἱ δὲ μαχαίρας εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων, doch konnten ja die Tänzer eben Messer, Dolche statt der Schwerter führen, vgl. Spitzner zur Stelle. Ein Messer zum Zerlegen des Fleisches ist es Her. 2, 61, vgl. 41; wie es der Koch hat, Dem. 25, 46. So Pind. μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη, Ol. 1, 49, wie Φρίξου μάχαιραι, P. 4, 242; ὀξύστομος, Eur. Suppl. 1205; οὐκοῦν κοπίδας θήξεις μα χαίρας, Cycl. 241; τὰ μέτωπα κόπτονται μαχαίρῃσι, Her. 2, 61; ein Schwert ist es 7, 225; μαχαίρᾳ ἂν ἀμπέλου κλῆμα ἀποτέμοις, Plat. Rep. I, 353 a; von einem Tanze der Kunstspringer ἐς μαχαίρας κυβιστᾶν Euthyd. 294 e, wie Xen. Hem. 1, 3, 9, wo man an kleinere Dolche zu denken hat. Xen. de re equ. 12, 11 macht einen Unterschied zwischen ξίφος u. μάχαιρα u. nennt letztere auch κοπίς, sie ist leicht gekrümmt, zum Hiebe besser geeignet als das gerade, zum Stich gebrauchte ξίφος; so Sp. – Bei Ar. Ach. 814, κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, scheint es das Scheermesser zu bedeuten; μ. κουρίς Cratin. bei Poll. 10, 140, κουρική Plut. Dion. 9; – διπλῆ μάχαιρα ist die Scheere, Poll. 2, 32, vgl. μαχαιρίς. – Bei Plut. de fluv. 10, 5 auch der Name eines Steines.

Greek (Liddell-Scott)

μάχαιρα: ἡ, (ἴδε μάχομαι) μάχαιρα ἣν ἔφερον οἱ ἥρωες τῆς Ἰλιάδος παρὰ τὴν θήκην τοῦ ξίφους (ἢ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὼν αἰὲν ἄωρτο) καὶ ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς πρὸς σφαγὴν τῶν θυμάτων, Ἰλ. Γ. 271., Τ. 252· ἦτο δὲ κεχρυσωμένη καὶ ἐκρέματο ἐξ ἀργυροῦ τελαμῶνος, Σ. 597· ταύτην μετεχειρίσθη Μαχάωνἰατρός, ὅπως ἀποκόψῃ βέλος, Λ, 844· καθόλου μάχαιρα πρὸς κοπὴν ἢ διανομὴν κρεῶν, Ἡρόδ. 2. 61, Πινδ. Ο. 1. 79, Ἀριστοφ. Ἱππ. 489· κοπὶς μαχ. Εὐρ. Κύκλ. 241· σπανίως δὲ μαχαίριον δι’ οὗ κόπτει τις τὴν εἰς αὐτὸν δοθεῖσαν μερίδα κρέατος, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 13· (διότι οἱ παλαιοὶ ἤσθιον ἄνευ μαχαρίου καὶ περονίου)· - μάχαιρα πρὸς κλάδευσιν δένδρων, κλαδευτήριον, Πλάτ. Πολ. 353Α· - ἡ Δελφικὴ μ., φαίνεται ὅτι ἦτο εἶδος κοινοῦ μαχαιρίου, οὗ μόνον τὸ ἓν μέρος, δηλ. ἡ κόψις ἦτο σιδηρᾶ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. Δελφικὴ μ. 2) ὡς ὅπλον, βραχὺ ξίφος ἢ ἐγχειρίδιον, πρῶτον ἐν Ἡροδ. 6. 75., 7. 225, Πινδ. Ν. 4. 95, κτλ.· ἀλλὰ μᾶλλον ὅπλον δολοφόνου ἢ στρατιώτου, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 28· περὶ τῆς μαχαίρας ἣν μετεχειρίζοντο οἱ θαυματοποιοί, ἴδε ἐν λέξει κυβιστάω ἐν τέλ.· - μετέπειτα σπάθη ἢ καμπύλον ξίφος, «πάλα», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐθύ, τὸ κυρίως ξίφος, Ξεν. Ἱππ. 12, 11, πρβλ. Ἑλλ. 3. 3. 7, Κύρ. 1. 2, 13· ἴδε μαχαιροφόρος. 3) εἶδος ξυραφίου, μ. κουρὶς Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 2· μιᾷ μαχαίρᾳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 849· ἀντίθετ. τῷ διπλῇ μ., δηλ. τῇ ψαλίδι, ἣ ἦν ἐν χρήσει πρὸς κουρὰν τῶν τριχῶν, Πολυδ. Β΄, 32· μάχαιραι κουρικαὶ Πλουτ. Δίων 9· πρβλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. coutelas, grand couteau :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de chirurgien;
3 couteau de boucher;
4 serpe de jardinier pour élaguer les arbres;
II. arme de combat, sorte de sabre légèrement recourbé;
III. sorte de pierre précieuse;
IV. glosé « braquemart » par Hsch.
Étymologie: DELG pê apparenté à μάγειρος.

English (Autenrieth)

dagger, knife for sacrificing, broad and short in shape. (Il.) (See the cut, and No. 109.)

English (Slater)

μᾰχαιρα
   1 curved sword μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (O. 1.49) ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. δέρμα λαμπρόν) (P. 4.242) τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον (N. 4.59) ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ (οἱ ποιηταὶ συμφωνοῦσι, τελευτῆσαι μὲν αὐτὸν, sc. Νεοπτόλεμον, ὑπὸ Μαχαιρέως: Σ: v. Wil., 130̆{1}) (N. 7.42)

Spanish

cuchillo largo, espada

English (Strong)

probably feminine of a presumed derivative of μάχη; a knife, i.e. dirk; figuratively, war, judicial punishment: sword.

English (Thayer)

genitive μαχαίρας (so (with R G) Lachmann in μαχαίρης, dative μάχαιρα. (so (with R G) Lachmann in μαχαίρῃ (between which forms the manuscripts vary, cf. (Scrivener, Collation, etc., p. lvi.; Tdf. Proleg., p. 117; WH s Appendix, p. 156a); Winer s Grammar, 62 (61); Buttmann, 11; Delitzsch on ἡ, (akin to μάχη and Latin mactare);
1. a large knife, used for killing animals and cutting up flesh: Homer, Pindar, Herodotus, at.; hence, Alex., for מַאֲכֶלֶת.
2. a small sword, distinguished from the large sword, the ῤομφαία (Josephus, Antiquities 6,9, 5 ἀποτεμνει τήν κεφαλήν τῇ ῤομφαία τῇ ἐκείνου (Goliath's), μάχαιραν, οὐκ ἔχων αὐτός), and curred, for a cutting stroke; distinct also from ξίφος, a straight sword, for thrusting, Xenophon, r. eq. 12,11, cf. Hell. 3,3, 7; but the words are frequently used interchangeably. In the N. T. universally, a sword (the Sept. often for חֶרֶב): as a weapon for making or repelling an attack, στόμα μαχαίρας, the edge of the sword (חֶרֶב פִּי, Sept. the rendering στόμα ξίφους or στόμα ῤομφαίας is more common)): μάχαιρα δίστομος (see δίστομος), ἀναιρεῖν τινα μάχαιρα, τήν μαχαίρας φόρειν, to bear the sword, is used of him to whom the sword has been committed, viz. to use when a malefactor is to he punished; hence, equivalent to to have the power of life and death, ξίφος, ξιφη ἔχειν, Philostr. vit. Apoll. 7,16; vit. sophist. 1,25, 2 (3), cf. Dion Cass. 42,27; and in the Talmud the king who bears the sword, of the Hebrew king). Metaphorically, μάχαιρα, a weapon of war, is used for war, or for quarrels and dissensions that destroy peace; so in the phrase βαλεῖν μάχαιραν ἐπί τήν τήν, to send war on earth, διαμερισμόν); ἡ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, the sword with which the Spirit subdues the impulses to sin and proves its own power and efficacy (which sword is said to be ῤῆμα Θεοῦ (cf. Buttmann, 128 (112))), Ephesians 6:17 (on the genitive in this passage cf. Ellicott or Meyer).

Greek Monolingual

η (ΑM μάχαιρα)
1. όργανο με λαβή και μεταλλική λεπίδα, κοφτερή στη μια ακμή της, το οποίο χρησιμοποιείται για κόψιμο, μαχαίρι
2. πολεμικό εγχειρίδιο, μικρό ξίφος
3. (ως μεγεθ.) μεγάλο μαχαίρι
νεοελλ.
1. ιατρ. φρ. «μεσόστεος μάχαιρα» — δίκοπο μαχαίρι για την κοπή τών αρθρώσεων
2. παροιμ. «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης» — λέγεται για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ένα κακό ανταποδίδεται με άλλο κακό
αρχ.
1. σπάθη, καμπύλο ξίφος («ἐπιδεῑξαι αὐτὸν ἔφη πολλὰς μὲν μαχαίρας πολλὰ δὲ ξίφη, πολλοὺς δὲ ὀβελίσκους», Ξεν.)
2. ξυράφι
3. είδος πολύτιμου λίθου
4. τμήμα του ήπατος
5. μτφ. τιμωρητικός λόγος, λόγος που σφάζει
6. φρ. α) «Δελφικὴ μάχαιρα»
i) είδος μαχαιριού για ποικίλες χρήσεις
ii) μτφ. λαίμαργος
β) «μάχαιρα ἱππική» — το ξίφος του ιππέα
γ) «οἱ ἐπὶ τῆς μαχαίρας» — είδος σωματοφυλάκων
δ) «οἱ ἐπὶ μαχαίρας τασσόμενοι» — αυτοί που είχαν εξουσία ζωής ή θανάτου
ε) «διὰ μαχαιρῶν καὶ πυρός» — με τα πιο φρικτά βασανιστήρια μέσα
στ) «ἡ μάχαιρα τοῦ πνεύματος» — η πνευματικότητα, η οξύνοια
7. παροιμ. α) «μαχαίρᾳ πῡρ μὴ σκαλεύειν» — λεγόταν για αποτροπή ερεθισμού ή πρόκλησης τών κακών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. (< μαχαρ-) με επίθημα -ja- (πρβλ. γέραιρα, χίμαιρα). Η λ. έχει συνδεθεί με το ρ. μάχομαι και με τη λ. μάγειρος. Η υπόθεση, εξάλλου, ότι πρόκειται για δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. mekērā) είναι επίσης ελάχιστα πιθανή, καθώς έχει διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. ο εβρ. τ. είναι δάνειο από την Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. (πρβλ. λατ. machaera).
ΠΑΡ. μαχαιράς, μαχαίρι, μαχαιρίς
αρχ.
μαχαιρίων, μαχαιρωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαχαιροθήκη, μαχαιροποιός, μαχαιροφόρος
αρχ.
μαχαιροδέτης, μαχαιρομαχώ, μαχαιροπώλης, μαχαιροφόνος, μαχαιροφορά
αρχ.-μσν.
μαχαιροκοπώ. (Β' συνθετικό) (σε -μάχαιρα): αρχ. δρεπανομάχαιρα, εγγαστριμάχαιρα, ξιφομάχαιρα
(σε -μάχαιρος): αρχ. αμάχαιρος, διμάχαιρος.

Greek Monotonic

μάχαιρα: ἡ (μάχομαι),·
1. μεγάλο μαχαίρι ή είδος στιλέτου (εγχειριδίου) που έφεραν οι ήρωες της Ιλιάδας δίπλα στη θήκη του ξίφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, μαχαίρι για την κοπή κρέατος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. ως όπλο, μικρό σπαθί ή στιλέτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπαθί ή κυρτό ξίφος, σε αντίθ. προς το ίσιο σπαθί (ξίφος), σε Ξεν.
3. είδος ξυραφιού, μιᾷ μαχαίρᾳ, με τη μονή λεπίδα του ξυραφιού, σε αντίθ. προς το διπλῆ μάχαιρα, ψαλίδι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μάχαιρα:
1) жертвенный нож Hom.; поварской нож Her.; садовый нож или ножницы Plat.: μία μ. Arph. бритва;
2) короткая сабля или кинжал (μάχαιραν μᾶλλον ἢ ξιφος ἐπαινοῦμεν Xen.);
3) меч (βαλεῖν οὐκ εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν NT);
4) махера (неизвестный нам минерал, похожий на железо) Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: big knife, butchery knife (Il.); posthom. also short sword, dagger.
Compounds: Compp., e.g. μαχαιρο-φόρος sword-bearing, m. sword-bearer (IA), ἀ-μάχαιρος without knife (Pherecr.).
Derivatives: Diminut. μαχαίρ-ιον (Hp., X., Arist.), -ίς f. (Com., Str.), -ίδιον (Ph., Luc.); further μαχαιρᾶς m. swordbearer (pap., inscr.; Schwyzer 461), μαχαιρωτός equipped with shword (Gal., Paul. Aeg.; Chantraine Form. 305); μαχαιρίων, -ίωνος m. plantname = ξιφίον (Dsc. 4, 20, v. l. -ώνιον; after the form of the leaves, Strömberg Pflanzenn. 44), also as PN (Paus.); Μαχαιρεύς m. PN (Str., sch. Pi., Boßhardt 120).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like γέραιρα, χίμαιρα, πίειρα a. o. ι̯α-deriv. of an r-stem, which might interchange with an n-stm (πίων) (Schwyzer 475, Chantraine Form. 234). Of old connected with μάχομαι, which Chantr. finds implausible; s. v. Semitic etymolog with all reserve by Lewy Fremdw. 177 (to Hebr. m ekērā sword; this rather from Greek after Gordon Antiquity 30,22ff. ); cf. Kretschmer Glotta 19, 160. Lat. LW [loanword] machaera. - Cf. also μάγειρος. No doubt a Pre-Greek word.

Middle Liddell

μάχαιρα, ἡ, μάχομαι
1. a large knife or dirk, worn by the heroes of the Iliad next the sword-sheath, Il.: generally, a knife for cutting up meat, Hdt., attic
2. as a weapon, a short sword or dagger, Hdt., etc.: a sabre or bent sword, opp. to the straight sword (ξίφοσ), Xen.
3. a kind of rasor, μιᾷ μαχαίρᾳ with the rasor's single blade, opp. to διπλῆ μ. scissars, Ar.

Frisk Etymology German

μάχαιρα: {mákhaira}
Grammar: f.
Meaning: großes Messer, Schlachtmesser (seit Il.); nachhom. auch kurzes Schwert, Dolch.
Composita : Kompp., z.B. μαχαιροφόρος schwerttragend, m. Schwertträger (ion. att.), ἀμάχαιρος ohne Messer (Pherekr.).
Derivative: Davon die Deminutiva μαχαίριον (Hp., X., Arist. usw.), -ίς f. (Kom., Str. u.a.), -ίδιον (Ph.,Luk.); ferner μαχαιρᾶς m. Schwertfeger (Pap., Inschr.; Schwyzer 461 m. Lit.), μαχαιρωτός mit Schwert ausgerüstet (Gal., Paul. Aeg.; Chantraine Form. 305); μαχαιρίων, -ίωνος m. Pflanzenname = ξιφίον (Dsk. 4, 20, v. l. -ώνιον; nach der Form der Blätter, Strömberg Pflanzenn. 44), auch als PN (Paus.); Μαχαιρεύς m. PN (Str., Sch. Pi., Boßhardt 120). Wie γέραιρα, χίμαιρα, πίειρα u. a. ι̯α-Ableitung eines r-Stamms, der mit einem n-Stamm (πίων) alternieren kann (Schwyzer 475, Chantraine Form. 234).
Etymology : Seit alters zu μάχομαι gestellt; s. d. Semitische Etymologie mit allem Vorbehalt bei Lewy Fremdw. 177 (zu hebr. mekērā Schwert; dies vielmehr aus dem Griech. nach Gordon Antiquity 30,22ff. ); dazu Kretschmer Glotta 19, 160. Lat. LW machaera. Vgl. auch μάγειρος.
Page 2,186-187