πάλιν
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ᾰ], poet. also πάλι (q.v), Adv. 1 of Place, back, backwards (the usual sense in early Ep.), mostly joined with Verbs of going, coming, etc.; π. χώρει Hdt.5.72; π. ἐλεύσεται, κατελθεῖν, ἐπανέλθωμεν, A.Pr.854, S.OC601, Pl.Cra.438a, etc.; κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. A.Pr.962; δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται E.Med.412 (lyr.); δεῦρο σωθήσῃ π. Id.Ph.725, cf. 1400; δόμεναι π. give back, restore, Il.1.116, etc.; π. ἀποδοῦναι And.2.23; π. ἀγκαλέσαι to call back, A.Ag.1021 (lyr.): less freq. c. gen., π. τράπεθ' υἷος ἑοῖο she turned back from her son, Il.18.138; δόρυ Ἀχιλλῆος π. ἔτραπεν 20.439, cf. Od.7.143: coupled with other Advbs., π. αὖτις ἔβαινον νηὸς ἐπὶ γλαφυρῆς 14.356, cf. Pi.O.1.65; αὖ π. Od.13.125; ἂψ π. Il.18.280; π. εἶσιν ὀπίσσω Od.11.149; π. φέρεσθαι ἐξοπίσω Hes.Th. 181; ἄψορρον π. S.El.53; π. οἴκαδε, π. οἴκαδ' αὖ, Ar.Lys.792, Ra.1486; π. αὖ Pl.Prt.318e, etc.: with the Art., ἡ π. ὁδός E.Or.125. 2 to express contradiction, π. ἐρέει gainsay, Il.9.56; π. ὅ γε λάζετο μῦθον took back his word, unsaid it, 4.357; opp. ἀληθέα εἰπεῖν, Od.13.254; μηδέ τῳ δόξῃ π. let no one think contrariwise, A.Th.1045: in Prose, contrariwise, Pl.Grg.482d; π. αὖ Id.R.507b; αὖ… π. Id.Ap.27d: in this sense sts. c. gen., τὸ π. νεότατος youth's opposite, Pi.O.10(11).87; χρόνου τὸ π. the change of time, E.HF777(lyr.); cf. ἔμπαλιν. II of Time, again, once more, rare in Hom., Il.2.276, cf. S.OT1166, X. Mem.1.6.11, etc.: freq. coupled with αὖ, αὖθις (q.v.); π. ἐξ ἀρχῆς Ar.Pax997, etc.; π. καὶ π. Str.17.1.3, Plu.2.565d, Ael.VH1.4; ἔγχει καὶ π. εἰπέ, π. π. Ἡλιοδώρας" AP5.135 (Mel.): both senses (I and II) are appropriate in Od.16.456, Pl.Prt.322b, etc. III in turn, S.El.371, Ar.Ach.342, Call.Dian.87, etc.; π. ὁ Κῦρος ἠρώτα X.An. 1.6.7; π. ἀπαιτῶ Pl.R.612d; again, πρῶτον μέν… ἔπειτα π. Arist.Pol. 1289b29, etc. (In compos. πάλιν sts. means doubly, as in παλιμμήκης, παλίνσκιος.)
German (Pape)
[Seite 449] 1) zurück, rückwärts, εἰς τοὐπίσω, Scholl. u. VLL., wie Aristarch. schon bemerkt, die einzige Bdtg des Wortes bei Hom. (vgl. Schol. II. 9, 56 u. sonst, τὸ πάλιν οὐκ ἔστιν ἐκ δευτέρου ὡς ἡμεῖς, ἀλλ' ἀντὶ τοῦ ἔμπαλιν ἐρεῖ, ἐναντίως). also vom Orte; πάλιν ᾤχετο Il. 1, 380, u. oft bei Verbis der Bewegung; πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι, Il. 4, 214; auch πάλιν δ' ὅγε λάζετο μῦθον, er nahm das Wort zurück, 4, 357, vgl. Od. 13, 254, wo es im Ggstz von ἀληθέα εἰπεῖν gesagt ist, das Gegentheil von dem, was man meint, sagen; πάλιν ἐρεῖν, widersprechen, Il. 9, 56. – Hom. vrbdt auch ἐχώρησαν πάλιν αὖτις, Il. 17, 533 u. öfter, ἂψ πάλιν εἶσι, 18, 280, αὐτοὶ δ' αὖτ' οἶκόνδε πάλιν κίον, Od. 13, 125, πάλιν ὀπίσσω, 11, 149; πάλιν ἐξοπίσω Hes. Th. 181; – πάλιν ποίησε γέροντα, sie machte ihn zurück zum Greise, Od. 16, 456, d. i. sie bildete ihn wieder zum Greise um; – πάλιν δοῦναι, zurückgeben, z. B. den Leichnam eines Gefallenen, Il. 22, 259, wie Soph. sagt αὖθις πάλιν δοῦναι, Phil. 1216; πάλιν ἀπέδωκε, Xen. An. 6, 4, 37; selten c. gen., πάλιν τράπεθ' υἷος ἑοῖο, sie wandte sich zurück von ihrem Sohne, Il. 18, 138; δόρυ πάλιν ἔτραπεν Ἀχιλλῆος, sie wandte den Speer zurück von Achilleus, 20, 439; πάλιν κίε θυγατέρος ἧς, 21, 504, vgl. Od. 7, 143; Pind. verbindet πάλιν αὖτις, Ol. 1, 65, ὀπίσω πάλιν οἴκαδε, N. 3, 60; auch νεότατος τὸ πάλιν, das der Jugend entgegengesetzte Alter, Ol. 11, 87; κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν, Aesch. Prom. 964; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος πάλιν ἥξει, Ag. 604, öfter; δεῦρ' αὖθις (wiederum) ἐκπέμψω πάλιν (zurück) τὸν αὐτὸν ἄνδρα, Soph. Phil. 127, vgl. 559; πάλιν κατελθεῖν, aus der Verbannung zurückkehren, O. C. 607; ὡς τάχιστα τῆς πάλιν μέμνησ' ὁδοῦ, Eur. Or. 125; Ar. Av. 2. 648; πάλιν χώρει, μήτ' εἴσιθι, Her. 5, 72; ἄκοντας πάλιν αὖ ἄγοντες, Plat. Prot. 318 e; πάλιν ἐκεῖνον ἥκειν αὖ νῦν, Soph. 225 e; ἄγειν, ἥκειν, Xen. An. 4, 7, 28. 6, 2, 8 u. öfter; Folgde. – 2) in dieser schon aus Hom. erwähnten Bdtg entgegengesetzt einzeln auch bei sp. D., μηδέ τῳ δόξῃ πάλιν, Aesch. Spt. 1031; daher ἐκβαλεῖν πάλιν, Soph. O. R. 849, aufheben; vgl. noch Eur. Herc. F. 777, χρόνου γὰρ οὐδεὶς ἔτλα τὸ πάλιν εἰσορᾶν, den Wechsel der Zeit; auch in Prosa, dagegen, wechselweise, auch seinerseits, νῦν δὲ πάλιν αὐτὸς ταὐτὸν τοῦτο ἔπαθε, Plat. Gorg. 482 d; νῦν δ' αὖ πάλιν φαμὲν ἐκεῖνο τὸ αἰσχρόν, Lach. 193 d, vgl. Rep. VI, 507 b X, 612 d; u. so auch Folgde. Wie aber im Deutschen wiedern. wider eigentlich derselbe Begriff ist, bedeutet auch πάλιν – 3) wieder, wiederum, noch einmal, denn den Weg, den man zurückmacht, legt man zum zweitenmal zurück; so gew. bei den Attikern; ὡς λέγοις πάλιν, Aesch. Ag. 310, öfter; τὸ σὸν φράσον αὖθις πάλιν μοι πρᾶγμα, Soph. Phil. 342; ὄλωλας, εἴ σε ταῦτ' ἐρήσομαι πάλιν, O. R. 1166; δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν, Tr. 1078; πάλιν ἐξ ἀρχῆς, Ar. Pax 1292; u. gehäuft πάλιν αὖ, wie αὖ πάλιν, Plut. 622 Av. 434; πάλιν αὖθις Ran. 1482; αὖ πάλιν αὖθις Nubb. 962; τοῦτ' αὐτὸ πάλιν αὖ διαιρεῖν ἀναγκαῖον, Plat. Polit. 261 a, öfter (vgl. auch αὖθις); u. so auch Folgde; πάλιν ὁ Κῦρος ἠρώτα, er fragte wiederum, Xen. An. 1, 6, 7; auch wiederholt, ἔγχει καὶ πάλιν εἰπέ, πάλιν, πάλιν Mel. 98 (V, 136). – In πάλιν δοῦναι, λαβεῖν u. ä. Vrbdgn, die häufig vorkommen, fällt der Be griff des Zurück gebens mit dem Nochmaligen, Wiederholten zusammen. – Sp. D. haben auch die Form πάλι, s. oben. – [Diophant. ep. (App. 19) hat neben πάλι auch πάλιν mit langer Endsylbe gebraucht in der Arsis des Verses.]
Greek (Liddell-Scott)
πάλιν: [ᾰ], ποιητ. ὡσαύτως πάλι (ὃ ἴδε), ἐπίρρ., 1) τόπου, ὀπίσω, πρὸς τὰ ὀπίσω, ἥτις παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ. εἶναι ἡ μόνη σημασία· κατὰ τὸ πλεῖστον δὲ συνδυάζεται μετὰ ῥημάτ. ἅτινα σημαίνουσι τὸ πορεύεσθαι, ἔρχεσθαι, κτλ.· οὕτω καὶ π. χωρέειν Ἡρόδ. 5. 72· π. ἔρχεσθαι, κατελθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 854, Σοφ. Ο. Κ. 601, κτλ.· κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. Αἰσχύλ. Πρ. 962· δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται Εὐρ. Μήδ. 412, πρβλ. Valck. εἰς Φοιν. 732, 1409· οὕτω πάλιν δίδωμι, δίδω ὀπίσω, Ἰλ. Α. 116, κτλ.· π. ἀποδοῦναι Ἀνδοκ. 22. 34· π. ἀγκαλέσαι, καλέσαι ὀπίσω, ἀνακαλέσαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1021· ― σπανιώτερον μετὰ γενικ., πάλιν τράπεθ’ υἷος ἑοῖο, ἐστράφη ὀπίσω ἀπὸ τοῦ υἱοῦ της, Ἰλ. Σ. 138· δόρυ πάλιν ἔτραπεν Ἀχιλλῆος Ἰλ. Υ. 439· πάλιν κίε θυγατέρος ἧς Φ. 504, πρβλ. Ὀδ. Η. 143· ― ἡ αὐτὴ ἔννοια ἐκφέρεται διὰ τοῦ διπλοῦ ἐπιρρ. πάλιν αὖτις, πάλιν ὀπίσω, Ὅμ., καὶ Πίνδ.· αὖτε πάλιν Ὀδ. Ν. 125· ἂψ π. Ἰλ. Σ. 280· π. ὀπίσσω Ὀδ. Λ. 149· π. ἐξοπίσω Ἡσιόδ. Θ. 181· ἄψορρον π. Σοφ. Ἠλ. 53· πρὸς οἶκον π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 601· οἴκαδε π., π. οἴκαδ’ αὖ Ἀριστοφ. Λυσ. 792, Βάτρ. 1486· π. αὖ Πλάτ. Πρωτ. 318E, κλ.· ― παρ’ Ἀττ. μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἡ π. ὁδὸς Εὐρ. Ὀρ. 125. Μετ’ αὐτοῦ σχετίζεται 2) ἡ ἔννοια τῆς ἀντιφάσεως ἢ ἐναντιότητος, ὅτε καὶ διαφόρως ἑρμηνεύεται, οἷον οὐδὲ πάλιν ἐρέει, «οὐδὲ τὰ ἐναντία σοι ἐρεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 56· μῦθον πάλιν λάζομαι, «παίρνω ὀπίσω τὸν λόγον μου», ἀναιρῶ ἢ ἀνακαλῶ ὅσα εἶπον, Δ. 357· ἀντίθετον τῷ ἀληθέα εἰπεῖν, Ὀδ. Ν. 254· οὕτω, πάλιν ποίησε γέροντα, μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς γέροντα, Π. 450· μηδέ τῷ δόξῃ π., μηδεὶς ἂς νομίσῃ τὸ ἐναντίον, Αἰσχύλ. Θήβ. 1040· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, τοὐναντίον, Πλάτ. Γοργ. 482D, 612D· π. αὖ αὐτόθι 507Β· συχνάκις οὕτως ἐν συνθέσει· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἐνίοτε καὶ μετὰ γεν., τὸ πάλιν νεότητος, τοὐναντίον τῆς νεότητος, Πινδ. Ο. 11 (10) 104· χρόνου τὸ πάλιν, ἡ μεταβολὴ τοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 778· πρβλ. ἔμπαλιν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πάλιν, ἔτι ἅπαξ, ἐκ νέου, Σοφ. Ο. Τ. 1166, Ξεν., κτλ.· οὕτως, αὖθις πάλιν, πάλιν αὖθις, αὖ πάλιν. πάλιν αὖ, αὖ πάλιν αὖθις, αὖθις αὖ πάλιν, ἴδε ἐν λ. αὖ, αὖθις· πάλιν ἐξ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 997, κτλ.· π. καὶ π., Λατιν. iterum iterumque, Στράβ. 787, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1· ἡ ἔννοια αὕτη συχνάκις συμπίπτει μετὰ τῆς τοῦ ὀπίσω, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πάλιν δοῦναι· καὶ ἐν Ἰλ. Β. 276, Ὀδ. Π. 456, ἡ ἔννοια κυμαίνεται. ΙΙΙ. πάλιν ἀμοιβαίως, Σοφ. Ἠλ. 731. (Ἐν συνθέσει τὸ πάλιν ἐνίοτε σημαίνει διπλασίως, ὡς ἐν τοῖς παλιμμήκης, παλίνσκιος).
French (Bailly abrégé)
adv.
I. en sens inverse, en rebroussant chemin, à rebours, en arrière : πάλιν χωρεῖν HDT, ἔρχεσθαι ESCHL aller en arrière, revenir ; πρὸς ναῦν ἀποστέλλειν πάλιν SOPH renvoyer au navire ; πάλιν ἐπανιέναι XÉN retourner ; πάλιν δοῦναι ou ἀποδοῦναι XÉN donner de nouveau, redonner, rendre ; avec le gén. : πάλιν τράπεθ’ υἷος ἑοῖο IL elle se détourna de son fils ; δόρυ πάλιν ἔτραπεν Ἀχιλλῆος IL elle détourna le javelot qui se dirigeait vers Achille ; πάλιν αὖτις HOM, αὖτε πάλιν OD, ἂψ πάλιν IL, πάλιν ὀπίσσω OD en revenant sur ses pas, en arrière, de nouveau;
II. par suite
1 à l’opposé, au contraire : πάλιν ἐρεῖν IL contredire ; μῦθον πάλιν λάζεσθαι IL reprendre la parole et lui donner un autre sens, dire le contraire de ce qu’on avait dit, parler autrement que l’on ne pense ; πάλιν ποίησε γέροντα OD elle le transforma en vieillard;
2 en sens inverse, en retour, à son tour, de nouveau : πάλιν ὁ Κῦρος ἠρώτα XÉN Cyrus demanda à son tour ; πάλιν καὶ πάλιν encore et encore.
Étymologie: DELG apparenté à πέλομαι, πόλος.
English (Autenrieth)
back again, back, again; πάλιν ποίησε γέροντα, made him an old man ‘again’ (as he had been before), Od. 16.456; also of contradiction, πάλιν ἐρέει, Il. 9.56; of taking back a word, speech, Il. 4.357, Od. 13.254; joined w. αὖτις, ἄψ, ὀπίσσω.
English (Slater)
πᾰλιν
a of place, back προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν (O. 1.65) ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (N. 10.73) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 3.
b of time, again ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ' ἀνεψιὸς ζαμενὴς λτ;γτ;ελένοιο Μέμνων μόλοι (N. 3.63)
c τὸ πάλιν, the reverse c. gen. ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη (O. 10.87)
English (Abbott-Smith)
πάλιν, adv., [in LXX for שׁוּב, etc.;]
1.of place, back, backwards (LS, s.v.).
2.Of time, again, once more: Mt 4:8, Mk 2:13, Lk 23:20, Jo 1:35 (and freq.), Ac 17:32, Ro 11:23, Ga 1:9, He 1:6, al; pleonastically, π. ἀνακάμπτειν, Ac 18:21; ὑποστρέφειν, Ga 1:17; εἰς τὸ π., II Co 13:2; π. ἐκ τρίτου (Bl., §81, 4), Mt 26:44; ἐκ δευτέρου, Mt 26:42, Ac 10:15; π. δεῦτερον, Jo 4:54 21:16; π. ἄνωθεν ( Wi 19:6), Ga 4:9.
3.Rhetorically, again;
(a)further, moreover: Mt 5:33, Lk 13:20, Jo 12:39, al.;
(b)in turn, on the other hand (Soph.; LXX: Wi 13:8 16:23, al.): Lk 6:43, I Co 12:21, II Co 10:7, I Jo 2:8.
English (Strong)
probably from the same as πάλη (through the idea of oscillatory repetition); (adverbially) anew, i.e. (of place) back, (of time) once more, or (conjunctionally) furthermore or on the other hand: again.
English (Thayer)
adverb, from Homer down;
1. anew, again (but the primary meaning seems to be back; cf. (among others) Ellendt, Lex. Sophocles, under the word, ii, p. 485);
a. joined to verbs of all sorts, it denotes renewal or repetition of the action: πάλιν is tacitly opposed to the time when God first brought his Son into the world, i. e. to the time of Jesus' former life on earth); πάλιν μικρόν namely, ἔσται, εἰς τό πάλιν, again (cf. German zum wiederholten Male; (see εἰς, A. II:2 at the end)), ἄγωμεν, ἀναχωρεῖν, Tdf. φεύγει and Griesbach omits πάλιν) (cf. ἀπέρχεσθαι, ἐισέρχεσθαι, ἐξέρχεσθαι, ἔρχεσθαι, Winer s Grammar, 554 (515) n.; Buttmann, § 145,2a.); ὑπάγειν, ἀνακάμπτειν, διαπεραν, ὑποστρέφειν, ἡ ἐμή παρουσία πάλιν πρός ὑμᾶς, my presence with you again, i. e. my return to you, Buttmann, § 125,2); also with verbs of taking, πάλιν εἰς φόβον, πάλιν ἐν λύπη, πάλιν is explained by the addition of more precise specifications of time (cf. Winer's Grammar, 604 (562)): πάλιν ἐκ τρίτου, L Tr marginal reading brackets ἐκ τρίτου); ἐκ δευτέρου, πάλιν δεύτερον, πάλιν ἄνωθεν, again, anew (R. V. back again (yet cf. Meyer at the passage)), πάλιν ἐξ ἀρχῆς, Aristophanes Plutarch, 866; Plato, Eut., p. 11b. and 15c.; Isoc. areiop. 6, p. 338 (p. 220, Lange edition); cf. Winer's Grammar, as above).
2. again, i. e. further, moreover (where the subject remains the same and a repetition of the action or condition is indicated): πάλιν ἠκούσατε); T Tr WH omit; L brackets πάλιν), Tdf.); especially where to O. T. passages already quoted others are added: Clement of Rome, 1 Corinthians 15,3 f [ET] and often in Philo; cf. Bleek, Br. a. d. in turn, on the other hand: T WH L brackets Tr brackets; Pape, under the word, 2; Passow, under the word, 3; (Ellendt as above (at the beginning); Liddell and Scott, under the word, III.; but many (e. g. Fritzsche and Meyer on πάλιν in his Gospel far more frequent than the other N. T. writings, in his Epistles but once; Luke two or three times; the author of the Rev. twice.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
πάλιν: [ᾰ], επίρρ.:
I. 1. λέγεται για τόπο, πίσω, προς τα πίσω, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· πάλιν χωρέειν, σε Ηρόδ.· πάλιν ἔρχεσθαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, πάλιν δοῦναι, δίνω πίσω, επιστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., πάλιντράπεθ' υἷος ἑοῖο, γύρισε πίσω από το γιο της, σε Ομήρ. Ιλ.· πάλινκίε θυγατέρος ἧς, στο ίδ.· επίσης, πάλιν αὖτις, πίσω ξανά, αὖτε πάλιν, ἄψ πάλιν, πάλιν ὀπίσσω κ.λπ.
2. με σημασία αμφισβήτησης, πάλιν ἐρεῖν, αντιτίθεμαι (δηλ. μιλώ αντίθετα), σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, μῦθον πάλιν λάζεσθαι, παίρνω πίσω τα λόγια μου, ανακαλώ αυτά, στο ίδ.· αντίθ. προς ἀληθέα εἰπεῖν, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, αντιθέτως, σε Πλάτ.· με γεν., τὸ πάλιν νεότητος, το αντίθετο της νεολαίας, σε Πίνδ.· χρόνου τὸ πάλιν, η μεταβολή του χρόνου, σε Ευρ.
II. λέγεται για χρόνο, πάλι, μια φορά ακόμα, εκ νέου, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, αὖθις πάλιν, πάλιν αὖθις, αὖ πάλιν, πάλιν αὖ, αὖ πάλιν αὖθις, αὖθις αὖ πάλιν, σε Αττ.
III. πάλι, σε σειρά, διαδοχικά, επάλληλα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάλῐν:
I поэт. тж. [[πάλι
|πάλῐ]] (ᾰ) adv. (иногда плеонастически π. αὖθις, αὖτε π., ἂψ π., π. ὀπίσσω, ἄψορρον π. и пр.)
1) назад, в обратную сторону, обратно, вспять (χωρέειν Her.; ἔρχεσθαι Aesch.): π. δοῦναι Hom. отдать обратно, вернуть; π. ἀγκαλέσαι Aesch. призвать назад; ἡ π. ὁδός Eur. обратный путь, возвращение; χρόνου τὸ π. Eur. попятное движение времени, т. е. превратности судьбы;
2) снова, вновь, опять (π. ἐξ ἀρχῆς Arph.): τὸ σὸν φράσον αὖθις π. μοι πρᾶγμα Soph. расскажи мне свою историю сначала;
3) со своей стороны, в свою очередь: π. ὁ Κῦρος ἠρώτα Xen. Кир, в свою очередь, спросил;
4) против, наоборот, наперекор: π. ἐρεῖν Hom. говорить против, противоречить; μῦθον π. λάζεσθαι Hom. переменить (тон) речи, заговорить по-иному; νῦν δ᾽ αὖ π. φαμέν … Plat. теперь же мы, напротив, утверждаем ….
II praep. cum gen. обратно (назад) от: π. τράπεθ᾽ υἷος ἑοῖο Hom. (Фетида) отвернулась от сына; π. κίε θυγατέρος ἧς Hom. (Лето) пошла обратно от своей дочери.
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv.
Meaning: backwards, in the reverse direction (Il.), again, anew (since 5. c.).
Other forms: (hell. poetry a.o. also πάλι).
Compounds: As 2. member in orig. preposit. expressions as ἔμ-παλιν reversely, on the contrary, ἀνά-παλιν backwards, aback with ἀναπαλ-εύω to take back, to cancel (pap.). Very often as 1. member, e.g. παλίν-ορσος (s. ὄρρος), παλίωξις f. pursuit in turn, counterattack (Il., App.) from *παλι-Ϝίωξις (παλι after other 1. members in -ι, not old stemform), comp. from πάλιν Ϝιώκειν (Schwyzer 644, Porzig Satzinhalte 191 f., Benveniste Noms d'agent 77 a. 81; to be rejected Bechtel Lex. s.v.).
Origin: IE [Indo-European] [639] *kʷel(H)- turn
Etymology: Frozen acc. of a subst. *πάλις turning, turn (from πέλομαι; s. also πάλαι), first as acc. of content in cases like παλιν ἰέναι, βαίνειν, διδόναι. Extensively Solmsen Wortforsch. 157 ff. (also on analog. πάλι); cf. Schwyzer 621. On the α-vowel cf. ἅλις, σπάνις (from *kʷl̥H-i-?).
Middle Liddell
1. of Place, back, backwards, Hom., Hes., etc.; π. χωρέειν Hdt.; π. ἔρχεσθαι Aesch., etc.; also, πάλιν δοῦναι to give back, restore, Il.:—c. gen., πάλιν τράπεθ' υἷος ἑοῖο she turned back from her son, Il.; πάλιν κίε θυγατέρος ἧς Il.;—also πάλιν αὖτις back again, αὖτε πάλιν, ἂψ π., π. ὀπίσσω, etc.
2. with a notion of contradiction, πάλιν ἐρεῖν to gain say (i. e. say against), Il.; but, μῦθον πάλιν λάζεσθαι to take back one's word, unsay it, Il.; opp. to ἀληθέα εἰπεῖν, Od.: in Prose, contrariwise, Plat.: —c. gen., τὸ πάλιν νεότητος youth's opposite, Pind.; χρόνου τὸ πάλιν the change of time, Eur.
II. of Time, again, once more, anew, Soph., etc.; so, αὖθις πάλιν, πάλιν αὖθις, αὖ πάλιν, πάλιν αὖ, αὖ πάλιν αὖθις, αὖθις αὖ πάλιν, attic
III. again, in turn, Soph.
Frisk Etymology German
πάλιν: {pálin}
Forms: (hell. Dicht. u.a. auch πάλι)
Grammar: Adv.
Meaning: rückwärts, in umgekehrter Richtung (seit Il.), wiederum, von neuem (seit 5.Jh.).
Composita : Als Hinterglied in urspr. präpositionellen Ausdrücken wie ἔμπαλιν umgekehrt, im Gegenteil, ἀνάπαλιν rückwärts, zurück mit ἀναπαλεύω zurücknehmen, aufheben (sp. Pap.). Sehr oft als Vorderglied, z.B. παλίνορσος (s. ὄρρος), παλί̄ωξις f. Rückwärtsverfolgung, Gegenangriff (Il., App.) aus *παλιϝίωξις (παλι nach anderen Vordergliedern auf -ι, nicht alte Stammform), Zusammenbildung aus πάλιν ϝιώκειν (Schwyzer 644, Porzig Satzinhalte 191 f., Benveniste Noms d’agent 77 u. 81; abzulehnen Bechtel Lex. s.v.).
Etymology : Erstarrter Akk. eines Subst. *πάλις Drehung, Wendung (von πέλομαι; s. auch πάλαι), zunächst als Akk. des Inhalts in Fällen wie πάλιν ἰέναι, βαίνειν, διδόναι. Ausführlich Solmsen Wortforsch. 157 ff. (wo auch über das analog. entstandene πάλι); dazu Schwyzer 621. Zum α-Vokal vgl. ἅλις, σπάνις.
Page 2,468
Chinese
原文音譯:p£lin 爬林
詞類次數:副詞(142)
原文字根:再
字義溯源:再,又*,又再,再有,再者,再說,也說,重,還,還要,也,卻,仍,仍舊,重新,另外,仍是;或出自(πάλη)=角力),表示:一再回復,摔跤
同源字:1) (ἐπερώτημα)成為 2) (ἐμπίπτω)落在 3) (παλιγγενεσία / παλινγενεσία)重生 4) (πάλιν)再
出現次數:總共(142);太(17);可(28);路(3);約(45);徒(5);羅(5);林前(3);林後(9);加(9);腓(3);來(10);雅(1);彼後(1);約壹(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 又(76) 太4:7; 太4:8; 太5:33; 太13:45; 太13:47; 太18:19; 太19:24; 太20:5; 太21:36; 太22:1; 太22:4; 太26:42; 太26:43; 太26:44; 太26:72; 太27:50; 可2:1; 可2:13; 可3:1; 可3:20; 可4:1; 可5:21; 可7:14; 可7:31; 可8:1; 可8:13; 可8:25; 可10:1; 可10:1; 可10:10; 可10:24; 可10:32; 可11:27; 可14:40; 可14:61; 可14:69; 可14:70; 可14:70; 可15:4; 可15:12; 可15:13; 路13:20; 路23:20; 約4:3; 約4:46; 約4:54; 約6:15; 約8:2; 約8:8; 約8:12; 約8:21; 約9:17; 約9:27; 約10:7; 約10:19; 約10:31; 約10:39; 約10:40; 約11:38; 約12:39; 約13:12; 約16:28; 約18:7; 約18:27; 約18:33; 約18:38; 約18:40; 約19:37; 約20:10; 約20:21; 約20:26; 羅15:10; 林後3:1; 加2:1; 來2:13; 啓10:8;
2) 再(45) 可11:3; 可12:4; 可14:39; 約1:35; 約4:13; 約9:15; 約10:17; 約10:18; 約11:7; 約12:28; 約14:3; 約16:16; 約16:17; 約16:19; 約16:22; 約19:4; 約19:9; 徒10:15; 徒11:10; 徒17:32; 徒18:21; 徒27:28; 羅15:11; 林後1:16; 林後2:1; 林後5:12; 林後10:7; 林後11:16; 林後12:21; 林後13:2; 加1:9; 加4:9; 加4:19; 加5:3; 腓1:26; 腓2:28; 腓4:4; 來1:5; 來2:13; 來4:5; 來4:7; 來6:1; 來10:30; 雅5:18; 啓10:11;
3) 又再(4) 約21:1; 約21:16; 來6:6; 彼後2:20;
4) 重新(2) 羅11:23; 加2:18;
5) 還(2) 約11:8; 林後12:19;
6) 再者(2) 來1:6; 約壹2:8;
7) 後(1) 加1:17;
8) 還要(1) 加4:9;
9) 再被(1) 加5:1;
10) 也說(1) 林前12:21;
11) 卻還(1) 來5:12;
12) 再有(1) 羅15:12;
13) 仍是(1) 太26:44;
14) 也(1) 路6:43;
15) 仍舊(1) 羅8:15;
16) 再說(1) 林前3:20;
17) 仍(1) 林前7:5