αὐλή
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ἡ,
A open court before the house, courtyard, Il.4.433, 11.774, SIG1044.17 (Halic., iv/iii B. C.), etc. 2 steading for cattle, αὐλῆς ὑπεράλμενον Il.5.138, cf. Od.14.5. II later, court or quadrangle, round which the house was built, Hdt.3.77, Ar.V.131, Pl.Prt.311a, etc. III generally, court, hall, Ζηνὸς αὐ. Od.4.74, cf. Il.6.247; τὴν Διὸς αὐλήν A.Pr.122 (lyr.); αὐ. νεκύων E.Alc.260 (lyr.); court of a temple, ἱεροῦ IG22.1299.28 (Eleusis, iii B. C.), cf. ib.1126.35, LXX Ps.83(84).3; any dwelling, abode, chamber, S.Ant.946 (lyr.), etc.; of a cave, Id.Ph.153 (lyr.); ἀγρόνομοι αὐλαί homes of dwellers in the wild, Id.Ant.786 (lyr.); later, country-house, D.H.6.50. IV ἡ αὐλή the Court, αὐλὰς θεραπεύειν Men.897, Diph.97, Com.Adesp.145, cf. Plb.5.26.9; οἱ περὶ τὴν αὐλήν the courtiers, ib.36.1, cf. OGI735.4 (ii B. C.), Inscr.Mus.Alex.31; at Rome, Arr.Epict.1.10.3; ἡ βασίλειος αὐ. Hdn.3.11.7. (Wrongly expld. as τόπος διαπνεόμενος (cf. αὐλός) by Ath.5.189b.)
Greek (Liddell-Scott)
αὐλή: ἡ, πιθαν. ἐκ τοῦ ἄημι, πνέω· διότι ἡ αὐλή ἦτο ἀνοικτὴ καὶ ἀναπεπταμένη εἰς τὸν ἀέρα, ὁ γάρ διαπνεόμενος τόπος αὐλή λέγεται Ἀθήν. 189Β): - Παρ’ Ὁμήρ. ἡ πρό τῆς οἰκίας ἀνοικτὴ αὐλή, ἔχουσα πέριξ οἰκημάτια καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Διός Ἑρκείου τὸν βωμόν οὕτως ὥστε οὐ μόνον ἦτο τὸ συνεντευκτήριον τῆς οἰκογενείας ἀλλά καὶ ἐχρησίμευεν ὡς μάνδρα διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Δ. 433., Λ.774. Εἶχε δέ δύο θύρας, δηλ. τὴν ἀπό τῆς αὐλῆς φέρουσαν διὰ τῆς αἰθούσης εἰς τὸν πρόδομον, Ὁδ. Ι. 185: ὁ Ἀχιλλεύς εἶχεν αὐλήν περὶ τὴν σκηνὴν αὑτοῦ , Ἰλ. Ω. 452· ὁ θάλαμος τοῦ Τηλεμάχου ἦτο ἐν τῇ αὐλῇ, Ὀδ. Α. 425. 2) ὁ περίβολος τῆς αὐλῆς, αὐλῆς ὑπεράλμενον Ἰλ. Ε.138, πρβλ. Ὀδ. Ν.5. ΙΙ. Μεθ’ Ὅμηρον αὐλή ἦτο τὸ τετράγωνον, περί ὅ ἦτο ᾠκοδομημένη ἡ οἰκία ἔχουσα ὁλόγυρα περιστύλιον ἐξ οὗ θύραι ἦγον εἰς τὰ οἰκήματα τῶν ἀνδρῶν· ἀπέναντι δὲ τῆς αὐλείου θύρας ἦτο ἡ μέσαυλος ἤ μέταυλος ἄγουσα εἰς τὸν γυναικῶνα, Ἡρόδ. 3. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 131, Πλάτ. Πρωτ. 311Α,κτλ.· πρβλ. Βεκκήρου «Χαρικλέα» 1 σ. 173 κἑξ..., 182 κἑξ. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα αὐλή, Ζηνός αὐλή Ὀδ. Δ. 74, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 247· τὴν Διός αὐλήν Αἰσχύλ. Πρ. 122· αὐλή νεκύων Εὐρ. Ἄλκ. 259: - πᾶσα κατοικία, ἐνδιαίτημα, οἴκημα ἤ θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 945, κτλ.· ἐπί σπηλαίου, ὁ αὐτ. Φ. 153· ἀγρόνομοι αὐλαί, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀντ. 785· - μεταγ. ἀγροτική οἰκία, ἔπαυλις Λατ. villa, Διον. Ἁλ. 6. 50· πρβλ. αὔλιον. IV. μεταγ. ἡ αὐλή, ἡ βασιλικὴ αὐλὴ, Λατ. aula regia, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 347, Πολύβ. 5. 26, 9· οἱ περί τὴν αὐλήν, οἱ αὐλικοί, κτλ., ὁ αὐτ. 5. 36, 1, κτλ.· πρβλ. αὐλικός.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 cour d’une maison ; p. ext. dans Hom. mur d’enceinte de la cour;
2 p. ext. résidence, demeure : Ζηνὸς αὐλή OD, Διὸς αὐλή ESCHL demeure de Zeus ; αὐλή νεκύων EUR demeure des morts ; en gén. ἐν αὐλαῖς SOPH dans la maison ; en parl. d’animaux sauvages repaire.
Étymologie: R. ἈϜ ; cf. ἄω, ἄημι.
English (Autenrieth)
ῆς: court-enclosure, court, court yard, farm-yard; the αὐλή of a mansion had gate-way, portico, stables, slave-quarters, altar, and rotunda (θόλος); see table III. An αὐλή is attributed to the cabin of Eumaeus, the swine-herd, Od. 14.5, to the tent of Achilles, Il. 24.452, and even to the cave of Polyphēmus, Od. 9.239.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1patio de una casa o palacio αὐ. εὐερκής Il.9.472, Hes.Op.732, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil.114, κεἴ τις ὄρνιθας τρέφει ... ἐν αὐλῇ Ar.Au.1085, ἡμεῖς τὴν αὐλὴν ... φυλάττομεν Ar.V.131, ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν Pl.Prt.311a, cf. Smp.212d, ᾠκοδόμησε παραπέτασμα τῆς αὐλῆς LXX 3Re.6.36b, cf. Od.6.303, Hdt.1.68, PEnteux.12re.3 (III a.C.), BGU 1222.82 (II a.C.), POxy.243.28 (I d.C.), Eu.Luc.11.21, POxy.505.5 (II d.C.)
•patio cubierto αὐ. κατάστεγος Hdt.2.148
•patio o atrio de un templo αὐ. τοῦ ἱεροῦ IG 22.1299.28 (Eleusis III a.C.), αὐ. ἐν τῷ ἱερῷ IC 36c.12 (III a.C.)
•del recinto que rodeaba al tabernáculo αὐ. τῇ σκηνῇ LXX Ex.27.9.
2 corral, aprisco para el ganado λέων ... αὐλῆς ὑπεράλμενος Il.5.138, ὄϊες ... ἐν αὐλῇ ... ἑστήκασιν Il.4.433, αὐλὴ ὑψηλή Od.9.184, ὄιες κατ' αὐλὰς ηὐλίζοντο Theoc.25.99, αὐ. βοῶν BGU 606.5 (IV d.C.), cf. PHib.36.4 (III a.C.).
II 1palacio, morada Ζηνός Od.4.74, Διός A.Pr.122, φωνήσατ', ὦ γυναῖκες, ... αἵτ' ἐκτὸς αὐλῆς S.Tr.203, αὐ. Ἠετίωνος Hdt.5.92, ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν Pi.N.10.16, ναίεις εὐπάτειραν αὐλάν habitas la morada de un ilustre padre E.Hipp.68, Διὸς εἰς αὐλάς Ar.Pax 161, ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ; ¿vienes del palacio, madre? Theoc.15.60, ἐν βασιλικαῖς αὐλαῖς Vett.Val.85.13, ἔσω βασιληίδος αὐλῆς Pamprepius 1ue.19, αὐ. τοῦ ἀρχιερέως Eu.Matt.26.3, BGU 1098.1 (I a.C.), cf. Nonn.D.17.64
•pretorio ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστιν Πραιτώριον Eu.Marc.15.16
•habitación ἐν χαλκοδέτοις αὐλαῖς S.Ant.945
•habitación o residencia de personalidades PTeb.33.8, 12 (II a.C.), SB 9252.3 (II a.C.).
2 corte αὐλὰς θεραπεύειν Men.Fr.668, εἰς αὐλὴν πάροδός τις un modo de entrar en la corte Arr.Epict.1.10.3, cf. 4, ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ αὐλῇ εἶναι UPZ 62.16 (II a.C.), cf. PLugd.Bat.20.51.12 (III a.C.), Plb.5.26.9
•οἱ περὶ αὐλήν los cortesanos, SB 1566 (II a.C.), cf. τῶν περὶ αὐλὴν διαδόχων IG 12(3).1296.4 (Tera II a.C.).
3 fig. morada, lugar de habitación φοιτᾷς ... ἐν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς S.Ant.786, λέγ' αὐλὰς ποίας ... ναίει S.Ph.153, ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾶν S.Ph.724, ἤλυθον ... σὰν ἀγρότειραν αὐλάν E.El.168, αὐ. θεῶν E.Io 185, αὐ. νεκύων E.Alc.260.
4 casa de campo, granja αὐλὰς διαρπαζομένας ὁρῶντες viendo cómo saquean nuestras granjas D.H.6.50, αὐλῆς· ἐπαύλεως Hsch., cf. prob. PFlor.81.8 (II d.C.), PGiss.32.19 (II d.C.).
• Etimología: Deriv. en -l- del tema *H2eu- que aparece en ἰαύω q.u.
English (Strong)
from the same as ἀήρ; a yard (as open to the wind); by implication, a mansion: court, (sheep-)fold, hall, palace.
English (Thayer)
αὐλῆς, ἡ (ἄω to blow; hence) properly, a place open to the air (διαπνεόμενος τόπος αὐλή λέγεται, Athen. 5,15, p. 189b.);
1. among the Greeks in Homer s time an uncovered space around the house, enclosed by a wall, in which the stables stood (Homer, Odyssey 9,185; Iliad 4,433); hence, among the Orientals that roofless enclosure in the open country in which flocks were herded at night, a sheepfold: the uncovered court-yard of the house, Hebrew חָצֵר, the Sept. αὐλή, Vulg. atrium. In the O. T. particularly of the courts of the tabernacle and of the temple at Jerusalem; so in the N. T. once: τήν αὐλήν τήν ἔξωθεν ( st ἔσωθεν) τοῦ ναοῦ). The dwellings of the higher classes usually had two αὐλαί, one exterior, between the door and the street, called also προαύλιον (which see); the other interior, surrounded by the buildings of the dwelling itself. The latter is mentioned ἔξω is opposed to the room in which the judges were sitting); Winer s RWB under the word Häuser; (B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Court; BB. DD. under the word <TOPIC:House>).
3. the house itself a palace: Homer, Odyssey 4,74down (cf. Eustathius 1483,39 τῷ τῆς αὐλῆς ὀνόματι τά δώματα δηλοῖ, Suidas Colossians 652c. αὐλή. ἡ τοῦ βασιλέως οἰκία. Yet this sense is denied to the N. T. by Meyer et al.; see Meyer on Matthew , the passage cited).
Greek Monolingual
η (AM αὐλή)
1. ανοιχτός χώρος, συνήθως περιφραγμένος, μπροστά ή γύρω από σπίτι ή άλλο κτήριο
2. μάντρα («Χαῑρε αὐλή λογικῶν προβάτων» — για τη Θεοτόκο)
3. βασιλική αυλή, παλάτι
4. κατοικία
μσν.- νεοελλ.
1. κατοικία αξιωματούχου, αρχοντικό
2. ταράτσα
νεοελλ.
το προσωπικό των ανακτόρων ή της κατοικίας ηγεμόνα ή αξιωματούχου
αρχ.
ο περίβολος, ο φράχτης της αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυλή καθώς και ο παράλληλος τ. αύλις είναι παράγωγα ουσ. σε -λ- της ρίζας αu- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω», η οποία απαντά στο ρ. ι-αύω, που έχει την ίδια σημασία, και στα αρμ. aw-t «κατοικία, κατάλυμα», ag-anim «περνώ τη νύχτα, διανυκτερεύω». Το ίδιο θ. σε –λ- εμφανίζεται ίσως και στα τοχ. Β' aulāre, Α' olar «σύντροφος», ενώ ο συσχετισμός του με τον αόρ. άεσα του αέσκω δεν μπορεί να υποστηριχθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Η λ. αυλή εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -αυλός (στο οποίο λήγουν και τα σύνθετα της λ. αυλός).
ΠΑΡ. αυλίζομαι, αυλικός
αρχ.
αυλαίος, αύλειος, αύλιον, αύλιος, αυλίτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αυλάρχης
νεοελλ.
αυλόγυρος, αυλόθυρα, αυλοκόλακας, αυλόπορτα. (Β' συνθετικό) αρχ. άγραυλος, άναυλος, άπαυλος, βόαυλος, δράκαυλος, δύσαυλος, έναυλος, έπαυλος, θερείαυλος, θύραυλος, μεσίαυλος, μεσόαυλος, μέταυλος, ορείαυλος, ορέσσαυλος, πάραυλος, περίαυλος, σύναυλος, ύπαυλος, φιλάγραυλος, χώραυλος.
Greek Monotonic
αὐλή: ἡ [πιθ. από ἄημι (ἄϜημι), φυσώ, (καθώς, η αὐλή ήταν ανοιχτή στον αέρα)]·
I. 1. στον Όμηρ. η αυλή μπροστά από την οικία, που έχει κτίσματα ολόγυρά της και στη μέση το βωμό του Έρκειου Δία (Ζεὺς Ἑρκεῖος)· ήταν κάποτε ο τόπος συνάντησης της οικογένειας και η μάνδρα για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.· είχε δύο πόρτες, δηλ. την πόρτα της οικίας (πρβλ. αὔλειος), και άλλη μια που οδηγούσε μέσα από την αἴθουσαν στον πρόδρομο (πρόδρομος), σε Ομήρ. Οδ.
2. περίβολος της αυλής, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μετά τον Όμηρ. η αὐλή ήταν ο περίβολος ή το τετράγωνο, γύρω από το οποίο ήταν χτισμένη η οικία έχοντας ένα διάδρομο (περιστύλιον), από τον οποίο οι πόρτες οδηγούσαν στα δωμάτια των ανδρών· απέναντι από την πόρτα της οικίας (πρβλ. αὔλειος) ήταν η μέσαυλος ή μέταυλος (βλ. αυτ.), που οδηγούσε στα γυναικεία μέρη του σπιτιού, σε Ηρόδ., Αττ.
III. γενικά, οποιαδήποτε αυλή ή θάλαμος σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
αὐλή: дор. αὐλά ἡ
1) двор (внешний Hom. или внутренний Her., Arph., Plat., Plut.);
2) дворовая ограда (αὐ. ὑψηλή Hom.);
3) дом, жилище (Ζηνός Hom.; Ἡρακλέος Pind.; ἀγρονόμοι αὐλαί Soph.): αὐ. νεκύων Eur. царство мертвых;
4) храм (παιδὸς τᾶς Λατοῦς Eur.);
5) царский двор, дворец Men., Polyb.: οἱ περὶ τὴν αὐλήν Polyb. придворные, царедворцы.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: open court, courtyard (seit Il.).
Compounds: ἄγραυλος who passes the night outside (Il.); ἔπαυλος (Od.).
Derivatives: αὖλις, -ιν, -ιδος f. night camp (in open air) (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [72] *h₂eu- pass the night
Etymology: αὐλή, αὖλις are derivations of the root of ἰ-αύω, ἄεσα pass the night (in the open air) (s. v.), also seen in Arm. aw-t place to pass the night and ag-anim pass the night. Also supposed in Toch. B aulāre, A olar companion.