ιερός

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

English (Autenrieth)

(1) strong, powerful; ἴς, μένος, φυλάκων τέλος, πυλαωροί, στρατός, Od. 2.409, Od. 7.167, Il. 10.56, Il. 24.681, Od. 24.81; ἰχθύς, ‘lively, ’ Il. 16.407.—(2) sacred, hallowed.

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ ἱερός, -ά, -όν και ἱερός, -όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, -ή, -όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β. «ιερή εικόνα»)
2. (για γήινα πράγματα) αυτός που είναι αφιερωμένος στον θεό (α. «ιερός ναός» β. «ἱερὸν τὸ σῶμα τῷ θεῷ δίδωμι ἔχειν» — για όσους αφιερώνουν τον εαυτό τους στον θεό, Ευρ.)
3. (κυρίως για τόπο) αυτός που τελεί υπό την προστασία του θεού (α. «Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον», Ομ. Οδ.
β. «ἱερὸς κύκλος» — κυκλικός τόπος, δικαστική έδρα η οποία τελεί υπό την προστασία του Διός)
4. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να προσβάλει ή να παραβιάσει κάποιος, απαραβίαστος, ακαταπάτητος, σεβαστός, σεπτός (α. «ιερός όρκος» β. «ἱεροὶ βασιλεῑς», Πίνδ.)
5. φρ. α) ιατρ. «ιερά νόσος» — η επιληψία
β) ανατ. «ιερό οστό» — το έσχατο από τα οστά της σπονδυλικής στήλης, το τριγωνικό οστό που παρεμβάλλεται μεταξύ τών δύο λαγόνιων οστών και κλείνει από το πίσω μέρος την πυελική κοιλότητα
γ) «ιερός πόλεμος» — πόλεμος κατά τών απίστων, σταυροφορία
δ) «ιερός λόχος» — στρατιωτικό σώμα 300 επίλεκτων Θηβαίων νέων που συγκροτήθηκε τον 4ο π. Χ. αιώνα και του οποίου οι άνδρες πολεμούσαν προσφέροντας τον εαυτό τους στην υπηρεσία της πατρίδας τους και τών θεών τους
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται προς χάριν του θεού και της πίστεως
2. σύμφωνος με τη θέληση του θεού, θεάρεστοςιερή πράξη»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερά
το σχολικό μάθημα τών θρησκευτικών
4. φρ. α) «ιερά άγκυρα» — άγκυρα που ποντίζεται σε έσχατη ανάγκη
β) ανατ. i) «ιερά αρτηρία» — ονομασία τριών αρτηριών της ουραίας αορτής, μια υποτυπώδης συνέχεια της αορτής στο ιερό οστό
ii) «ιερά λεμφογάγγλια» — τα πέντε ή έξι λεμφογάγγλια που βρίσκονται μπροστά στο ιερό οστό
iii) «ιερά νεύρα» — τα νωτιαία νεύρα που βγαίνουν από τον νωτιαίο σωλήνα διά μέσου τών ιερών τρημάτων
iv) «ιερό πλέγμα» — νευρικό πλέγμα που αποτελείται από το οσφυϊκό στέλεχος
γ) «ιερά ιστορία» — η συστηματική έρευνα και έκθεση τών διαφόρων ιστορικών και θείων γεγονότων της Αγίας Γραφής, που διδάσκεται στα σχολεία ως ιδιαίτερο μάθημα
δ) «Ιερά Συμμαχία» — συμμαχία τών ηγεμόνων της Ευρώπης που ιδρύθηκε μετά την πτώση του Ναπολέοντος και η οποία διακήρυξε ότι είχε σκοπό τη διακυβέρνηση της Ευρώπης σύμφωνα με τη θεία διδασκαλία του Χριστού, ενώ στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στην κατάπνιξη τών επαναστατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Ευρώπης
ε) «Ιερά Σύνοδος» — συντομευμένος τίτλος της Διοικήσεως της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας
στ) «ιερός λόχος»
i) το στρατιωτικό σώμα που συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη της Μολδοβλαχίας κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και καταστράφηκε σχεδόν εντελώς στο Δραγατσάνι στις 8 Ιουνίου 1821
ii) στρατιωτικό σώμα 300 περίπου ανδρών που σχηματίστηκε στη Θήβα με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1876-1877) από νεαρούς φοιτητές, επιστήμονες και στρατιωτικούς, για να συμμετάσχει στην εξέγερση του υπόδουλου ελληνισμού στη Θεσσαλία
iii) στρατιωτικός σχηματισμός που συγκροτήθηκε από την ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου από επίλεκτους αξιωματικούς κυρίως, ο οποίος έδρασε από 1941-1944 στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο
(νεοελλ.-μσν.)
1. το ουδ. ως ουσ. το ιερό(ν)
το ενδότερο μέρος του ορθόδοξου ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, το Άγιο Βήμα
2. φρ. «Ιερά Εξέταση»
α) ειδικό δικαστήριο από κληρικούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αρμόδιο για την αναζήτηση και τον σκληρό κολασμό τών κατά το καθολικό δόγμα αιρετικών, τών ετεροδόξων και αλλοθρήσκων
β) (μτφ. και συνεκδ.) δικαστική ή αστυνομική ανάκριση και δίωξη που διενεργείται με απάνθρωπα μέσα
μσν.
1. εκλεκτός
2. το θηλ. ως ουσ. ἱερά
είδος βοτανιού
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερά α) ιερά άμφια
β) ιερά σκεύη της λατρείας
γ) μοναστηριακά κτίσματα
μσν.-αρχ.
φρ. «ἱερὰ νόσος» — η λέπρα
αρχ.
1. αυτός που έχει θεία, υπερφυσική δύναμη («ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο», Ομ. Οδ.)
2. θείος, έξοχος, λαμπρός
3. αυτός που κατάγεται από τον θεό («ἱερὸν γένος», Ησίοδ.)
4. (για τον Αύγουστο και τους Ρωμαίους δημάρχους) απαραβίαστος, sacrosanctus («ἱερὸς καὶ ἄσυλος», Πλούτ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἱερός
μήνας τών Δηλίων
6. (το αρσ. και το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ιεροί και αἱ ιεραί
μέλη ενός θρησκευτικού σωματείου
7. το θηλ. ως ουσ. ἱερά
α) (ενν. νίκη)
ισόπαλος αγώνας
β) ονομασία φιδιού
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱερόν
α) τόπος αφιερωμένος σε θεότητα, τέμενος
β) ναός, ιερός τόπος
γ) το σύνολο τών ιερών οικοδομών
δ) ο ναός τών Ιουδαίων
9. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερά
α) προσφορές για θυσία, σφάγια, θυσίες
β) τα εντόσθια του θύματος, με την εξέταση τών οποίων μάντευαν
γ) θρησκευτικές τελετές
δ) άγια μυστήρια
ε) ονομασία διαφόρων φαρμάκων
10. φρ. α) «ἔστι μὲν οὑδὲν ἱερὸν» — είναι ανάξιο λόγου
β) «ἱερὴ δόσις» — δώρο του θεού
γ) «ἱερὸς δόμος» — ο ναός της θεάς Αθηνάς
δ) «ἱερὰ σώματα» — οι ιερόδουλοι
ε) «ἱερὸς λόγος» — ο μύθος
στ) «ἱερὸς νόμος» — ο νόμος για τις θυσίες
ζ) «ἱερὸς ἄνθρωπος» — ο άνθρωπος που έχει μυηθεί στα μυστήρια
η) «ἱρὸν τῆς δίκης» — η ιερή αρχή του δικαίου
θ) «ἱερὸς ἰχθύς» — είδος ψαριού, ο αυλωπίας ή ανθίας
ι) «ἱερὸς βόλος» — ονομασία ενός ριψίματος τών πεσσών
ια) «λέγεται συμβουλὴ ἱερὸν χρῆμα εἶναι» — για το ιερό καθήκον τών συμβούλων
ιβ) «ἱερὰ σῡριγξ» — σπονδυλικό τρήμα
ιγ) «ἱερὰ ὁδός»
i) η οδός που οδηγούσε στους Δελφούς
ii) η οδός από την Αθήνα στην Ελευσίνα
iii) η οδός από την Ήλιδα στην Ολυμπία
ιστ) «ἱερὰ τριήρης» ή απλώς «ἱερά» — η τριήρης που έστελναν οι Αθηναίοι στη Δήλο, η Σαλαμινία ή η Πάραλος
ιζ) γεωγρ. i) «ἱερὰ ἄκρα» — ακρωτήριο στη Λυκία
ii) «ἱερὸν ἀκρωτήριον» — το ακρωτήριο του Αγίου Βικεντίου στην Ισπανία
iii) «ἱερὰ νῆσος» — μία από τις Λιπάρες νήσους
iv) «ἱερὸν ὄρος» — όρος της Θρακικής χερσονήσου
ιη) «ἱερὰ γράμματα» — τα ιερογλυφικά
ιθ) «ἱερὸς ἄνθρωπος» — ο μυημένος στα μυστήρια
11. παροιμ. «ἱερὰ ἄγκυρα» — η έσχατη ελπίδα κάποιου.
επίρρ...
ιερώς και ιερά (ΑΜ ἱερῶς)
με ιερό τρόπο, με άγιο τρόπο
αρχ.
μεγάλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ποικιλία τόσο στη σημασία όσο και στη μορφή του τ. ιερός συνετέλεσε στη διάκριση τριών διαφορετικών λέξεων. Αρχικά υπετέθη τ. Fῑερός με σημ. «ζωντανός, γρήγορος, ενεργητικός» — πρβλ. τις φρ. ἱερὸν ἰχθύν (Ομ. Ιλ. Π 407), ἱαρὸς ὄρνις (Αλκμ.), που συνδέεται με τα ἵεμαι, ἱέραξ. Με τη σημ. «ισχυρός, δυνατός» (πρβλ. ἱερή (F)ίς, ιερόν μένος), αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. isira- «ισχυρός. Με την κύρια σημασία της η λ. συνδέεται με ιταλ. και γερμ. τύπους
πρβλ. οσκ. aisusis «ἱεροῑς», ουμβρ. erus «θεοίς» κ.ά. Υποστηρίχθηκε, εξάλλου, ότι ο αρχ. τύπος απ' όπου προήλθε η λ. ιερός σχηματίστηκε από συμφυρμό του αρχ. ινδ. isira- «ισχυρός» και ενός τ. από το προελλην. υπόστρωμα aisaros, eiseros «θεϊκός», ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση αρχικά υπήρχε τ. αντίστοιχος του αρχ. ινδ. isira- και η φρ. ιερόν μένος αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. isirena mānasā. Όλες όμως αυτές καθώς και άλλες προσπάθειες ετυμολογήσεως της λ. δεν έχουν ισχυρή βάση. Ο δωρ. τ. ἱαρός (< ισαρός < isrόs) με -α- αντί -ε-, πρβλ. μαρός: μιερός, ενώ ο ιων. τ. Fρός και αιολ. ἶρος < isros, με αναβιβασμό του τόνου και ψίλωση στον αιολ. τ. Από πλευράς σημασίας η λ. ἱερός είναι συνώνυμη τών άγιος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη χριστιανική ορολογία (όπως το λατ. sanctus), αγνός, όσιος. Ιδιαίτερα σε σχέση με το όσιος διαφοροποιήθηκε το ιερός, γιατί το πρώτο δηλώνει το εγκεκριμένο και επιτρεπόμενο στους ανθρώπους από τον θείο και τον φυσικό νόμο. Δηλ. το όσιος ορίζει τη θέση του ανθρώπου σε σχέση με τους θεούς και απαντά κυρίως σε δύο ζεύγη λέξεων: όσιος και δίκαιος, όσιος και ιερός. Όσια και δίκαια είναι αυτά που έχουν καθιερωθεί ως κανόνας στην ανθρώπινη συμπεριφορά από τους θεούς (όσια) και από τους ανθρώπους (δίκαια). Σε αντιπαράθεση όμως με το ιερός που σημαίνει «αυτός που καθιερώθηκε από τους θεούς» εμφανίζεται το όσιος ως αντίθετο του μεν με τη σημ. «αυτός που έχει επιτραπεί στον άνθρωπο, άρα μη θεϊκός, κοσμικός, έξω από τον ιερό κύκλο, ανίερος» (πρβλ. ιερά και όσια, ιερά χρήματα - όσια χρήματα), ως συνώνυμό του δε με τη σημ. «ευσεβής, αφιερωμένος στον θεό, άγιος».
ΠΑΡ. ιερατεύω, ιερατικός, ιερέας(-εύς), ιερότητα(-της), ιερωσύνη
αρχ.
ιεράζω, ιερίζω, ιεριτεύω, ιερίτις, ιερόλας, ιερώσυνα, ιερώσυνος.
ΣΥΝΘ. Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. ιερό-. (Β' συνθετικό) ανίερος, πανίερος
αρχ.
ευΐερος, εφίερος, συνίερος, τελεσίερος.