ναίω
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
poet. Verb, Act. (intr.) only in pres. and impf. (Ep. A ναίεσκον Il.5.708), fut. and aor. in causal and Med. and Pass. forms, v. infr. ΙΙ, III: 1 of persons, dwell, abide, mostly folld. by a Prep. of place, ἐν Λῃ, etc., Il.l.c., etc.; ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο 16.719; ἐπ' ἄκρων ὀρέων S. OT1105 (lyr.); κατὰ πτόλιν Il.2.130; ἀν' οὔρεα Hes.Th.130; πὰρ ποταμόν Il.2.522; ὑπὸ Πλάκῳ 6.396: c. dat. loci, αἰθέρι ναίων 2.412, Hes. Op.18, etc.; ν. μετά τινος S.Ph.1105 (lyr.): metaph., τὴν σὴν δ' ὁμοῦ ναίουσαν [ὀργήν] Id.OT338; τὰν ἀρετὰν ναίειν ἐπὶ πέτραις Simon.58: with Adv., [κακότης] ἐγγύθι ναίει Hes.Op.288; ἵνα αἱ Φορκίδες ναίουσι A.Pr.794. b. c. acc. loci, dwell in, inhabit, οἰκία, δώματα, Od.20.288, Hes.Op.8, cf. Pi.P.7.5, al.; ἅλα, πλάκας ὀρέων, E.Hel.1584, Ba. 719; freq. with place-names, Il.2.615, Alex.22, etc.: metaph., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἄγησίλα dub. in Pi.Fr.123.10; of the statues of gods, πρόπυλα ναίουσιν τάδε S.El.1375:—Pass., to be inhabited, Id.Fr. 1125 (in aor. ἐνάσθη), etc.; πολίταις Theoc.16.88; ὑπ' ἀνδράσι A.R.1.794. 2 of places, lie, be situated, once in Hom., νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός Il.2.626; ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σὺ μέν που ναίεις ἁλίπλακτος S. Aj.598 (lyr.). II causal, in Ep. aor. ἔνασσα or νάσσα, Med. ἐνασσάμην: 1 c. acc. loci, give one to dwell in, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν I would have given him a town in Argos for his home, Od.4.174; make habitable, build, νηὸν ἔνασσαν h.Ap.298; settle, Εὔβοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pi.Pae.5.36:—in Med., found, μυρία δ' ἄστη νάσσατ' ἐποιχόμενος A.R.4.275:—in Pass., of places, like Act.1.2, to be situated, πολίων εὖ ναιομενάων Il.3.400, al. 2 c. acc. pers., let one dwell, settle him, ἐν Ἄργει ἔνασσεν Ἡρακλέος ἐκγόνους Pi.P.5.71:— in Med., νάσσατο κούρην A.R.4.567. III Med. and Pass. in act. sense, fut. νάσσομαι Id.2.747: Ep. aor. 1 νάσσατο Hes.Op.639, Dem.Bith.6, Philet.24; later 3pl. ναιήσαντο D.P.349: pf. νένασται IG14.1389i8; part. νενασμένος D.P.264: aor. Pass. ἐνάσθην, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη my father settled at Argos, Il.14.119.—More freq. in Compos. with ἀπό, κατά.
German (Pape)
[Seite 227] (ναώ), 1) nach B. A. 1096 sicilisch = οἰκέω, wohnen, von Göttern u. Menschen, gew. mit Präpositionen; ναίουσι κατὰ πτόλιν, Il. 2, 130; ἐν πόλει, 5, 543 u. öfter; ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσι, 16, 235; ὑπὸ Πλάκῳ, 6, 396; πὰρ Πριάμῳ, 13, 176; περὶ ὄρος, 2, 758; παρὰ ποταμόν, 2, 522; πέρην Εὐβοίης, 535; auch mit dem bloßen dat., Φρυγίῃ ναίεσκε, Il. 16, 719; Ζεὺς αἰθέρι ναίων, 4, 166; Hes. O. 18. So auch die folgdn Dichter, ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες, Pind. P. 1, 64; πρὸς ἡλίου ναίουσι πηγαῖς, Aesch. Prom. 811, öfter, nur im praes. u. impf., wie die anderen Tragg.; τῇδ' ὁμοῦ ναίειν πόλει, Soph. O. C. 953, ἐπ' ἄκρων ὀρέων, O. R. 1105, vgl. Phil. 1105; ἐπὶ ξένῳ χθονί, Eur. Med. 436, κατ' οὐρανόν, Hipp. 68, öfter; sp. D. – Auch von Ländern, Inseln, Städten, gelegen sein, bewohnt werden, wie ναιετάω; νήσων, αἳ ναίουσι πέρην ἁλός, Il. 2, 626; Soph. ὦ Σαλαμίς· σὺ μέν που ναίεις ἁλίπλακτος εὐδαίμων, Ai. 594; bei sp. D. nachgeahmt, wie bei Ap. Rh. – 2) trans.; – a) bewohnen, c. accus., οἳ δ' Ἀσπληδόνα ναῖον, Il. 2, 511, ναίοιτε Τροίην, 3, 74, öfter; Ὕλῃ ἔνι οἰκία ναίων, 7, 221; Σάμῃ δ' ἐνὶ οἰκία ναῖεν, Od. 20, 288; danach richtig (für δώμασι) θεὰ δ' ἐν δώματα ναίει, 1, 51; ὅθι κλυτὰ δώματα ναίω, 24, 304; ὀρέων ναίουσι κάρηνα, 9, 113; Hes. u. folgde Dichter; ὄχθαις ἔπι ναίεις Ἀκράγαντος κο λώναν, Pind. P. 12, 3; ναίετε ἕδραν, Ol. 14, 2; πόλιν, I. 5, 62 P. 7, 6; oft bei Tragg., auch nur im praes. und impf., πλεκτὰς στέγας, Aesch. Prom. 712, χθόνα, Spt. 713, πάτραν, Pers. 182, δώματα, Suppl. 949, τόπους, Soph. O. C. 84, ὦ Βακχεῦ Θήβαν ναίων, Ant. 1110; allgemeiner, sich aufhalten, O. C. 118. 136; ξένην πόλιν, Eur. Phoen. 373 u. öfter. – Pass., εὖ ναιόμενα πτολίεθρα u. ä., von Einigen zusammengeschrieben εὐναιόμενα; über das von den Alten hierhergerechnete νέαται s. νέατος; τὰν ἀγχιστεύουσαν γᾶν Ἰονίῳ ναίεσθαι πόντῳ, Eur. Troad. 225. – b) wohnen lassen, ansiedeln, ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκᾶντας Ἡρακλέος ἐκγόνους, Pind. P. 5, 64; u. so pass., πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη, Il. 14, 119, wurde in Argos angesiedelt, ließ sich dort nieder, wie ἐννάσθη, Ap. Rh. 3, 1151, u. νενασμένοι, D. Per. 264. 1032. Schwieriger ist Od. 4, 174, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ' ἔτευξα, was nicht heißen kann »ich hätte ihm eine Stadt in Argos gebau't«, weil 176 folgt μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, sondern heißen müßte »ich hätte ihm eine Stadt mit seinen Leuten zu bevölkern gegeben«, wogegen Nitzsch in der Anm. zu der Stelle Zweifel erhebt. Das med. hat Hes. O. 641, νάσσατο ἄγχ' Ἐλικῶνος ὀϊζτρῇ ἐνὶ κώμῃ, er siedelte sich an; s. auch ἀποναίω; ὅτε νάσσεσθαι ἔμελλον γῆν, Ap. Rh. 2, 747, bewohnen. – 3) fließen (vgl. νάω, νέω); ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα Od. 9, 222 (Andere lesen νᾶον), die Gefäße flossen über (waren voll, Schol. περιῤῥέοντο, ἐπεπλήρωντο, die Erkl. des Apoll. L. H. ἀντὶ τοῦ νεανικῶς, verbessert Mein. gut ἀντὶ τοῦ νέον ἰακῶς); ὃς ἔναιεν ἐν ἅλμῃ, er schwamm darin, Archestr. bei Ath. IV, 136 b. Auch An. Rh. 1, 1186 ist ναῖον v.l. für νᾶον, vgl. Schol. u. Callim. Dian. 224.
Greek (Liddell-Scott)
ναίω: (Α), ποιητ. ῥῆμα εὔχρηστον ἐν τῷ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τοῦ ἀορ. παραλαμβανομένου ἐκ τοῦ μέσ. καὶ παθ. τῆς σημασ. ΙΙ. 1) ἐπὶ προσώπων, κατοικῶ, διαμένω, τὸ πλεῖστον ἑπομένης προθέσεως δηλούσης τοπικὴν σχέσιν, ἐν Ὕλῃ, ἐν Ἤλιδι, κτλ. Ἰλ. Ε. 708, κτλ.· ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο Π. 719· ἐπ’ ἄκρων ὀρέων Σοφ. Ο. Τ. 1105· κατὰ πτόλιν Ἰλ. Β. 130· ἀν’ οὔρεα Ἡσ.· πὰρ ποταμὸν Ἰλ. Β. 522· ὑπὸ Πλάκῳ Ζ. 396· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τόπου, αἰθέρι ναίων Β. 412, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18, κτλ.· καί, ν. μετά τινος Σοφ. Φιλ. 1106· μεταφορ., τὴν σοὶ δ’ ὁμοῦ ναίουσαν [ὀργὴν] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 338· - μετ’ ἐπιρρ., ἵνα αἱ Φορκίδες ναίουσι Αἰσχύλ. Πρ. 794. β) μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, ἐνοικῶ, οἶκον, δῶμα, ἤπειρον, ἅλα, ὀρέων κάρηνα, κτλ., καὶ συχν. μετὰ κυρίων ὀνομ. τόπων, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· μεταφορ., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἀγησίλα Πινδ. Ἀποσπ. 88. 12· ἐπὶ τῶν ἀγαλμάτων τῶν θεῶν, πρόπυλα ναίουσιν τάδε Σοφ. Ἠλ. 1375· - ὡσαύτως ἐν τῷ Ἐπικ. μέλλ. νάσσομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 747. - Παθ., κατοικοῦμαι, ἄστεα δὲ προτέροισι πάλιν ναίοιτο πολίταις Θεόκρ. 16. 88· ὑπ’ ἀνδράσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 794. 2) ἐπὶ τόπων, εὑρίσκομαι, κεῖμαι, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλὸς Ἰλ. Β. 626· ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σύ μέν που ναίεις ἁλίπλα(γ)κτος Σοφ. Αἴ. 598· ὡσαύτως, ὁδὸς ἐγγύθι ναίει Ἠσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 268· πρβλ. ναιετάω ΙΙ, καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. ἔνασσα ἢ νάσσα, 1) μετ’ αἰτ. τόπου, δίδω εἴς τινα τόπον ἵνα κατοικήσῃ ἐν αὐτῷ, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν, ἤθελον δώσει εἰς αὐτὸν πόλιν ἐν τῷ Ἄργει ὅπως κατοικήσῃ («νάσσα, ἀντὶ τοῦ κατῴκισα» Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 174· ὡσαύτως, κάμνω τι κατοικήσιμον, οἰκοδομῶ πρὸς κατοίκησιν, νηὸν ἔνασσαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 298· - ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τόπων, ὡς τὸ ἐνεργ. Ι. 2, κεῖμαι, εὑρίσκομαι, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρ. συνθέτῳ εὐναιόμενος· πρβλ. νέατος. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐν Ἄργει ἔνασσεν ἐκγόνους Ἡρακλέος Πινδ. Π. 5. 94. - ἐντεῦθεν ὁ παθ. ἀόρ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ ἐνερ. Ι. 1, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη, ὁ πατήρ μου κατῴκησεν ἐν Ἄργει, Ἰλ. Ξ. 119, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180· (ἀλλὰ ἐνάσθη, ἐπὶ τόπου, Σοφ. Ἀποσπ. 795)· οὕτω μεθ’ Ὅμ. ὁ μέσ. ἀόρ. νάσσατο ἄγχ’ Ἑλικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· καὶ μεταγεν., αὐτόθι ναιήσαντο Διον. Π. 349: πρκμ. νένασται Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 8· ἀλλ’ ὁ μέσ. καὶ παθ. ἀόρ. εἶναι συνηθέστεροι ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθέσ. ἀπό, κατά. - Ἡ σημασ. Ι. εἶναι συνήθης παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς· ἀλλ’ ἡ μεταβ. σημασία φαίνεται ὅλως Ἐπικ.· παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. εἶναι ἐν χρήσει τὰ ῥήματα οἰκεῖν, οἰκίζειν. (Ὡς τὰ ναιετάω, ναέτης, ἐκ τῆς √ ΝΑΣ, πρβλ. ἐνάσθην, νένασμαι, Σανσκρ. nas, nay-é (facio ut una cum aliquo sim), ὅπερ φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν ῥίζαν ταύτην μετὰ τοῦ νέομαι, νόστος· - καὶ τὸ ῥῆμα νάσσω φαίνεται συγγενές. - Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 198.
French (Bailly abrégé)
1seul. prés., impf. ἔναιον, ao. ἔνασσα;
Pass. ao. ἐνάσθην, pf. νένασμαι;
I. intr. 1 habiter, avec ἔν τινι ou avec le dat. sans prép.;
2 en parl. de pays, d’îles, d’habitations être situé, placé : νήσων, αἳ ναίουσι πέρην ἁλός IL des îles situées de l’autre côté de la mer;
3 être habité ; être fréquenté, être rempli d’habitants ; en gén. être plein : ὀρῷ ναῖον ἄγγεα OD les vases étaient pleins de petit-lait, sel. d’autres νᾶον {de νάω} ruisselaient de petit-lait);
II. tr. 1 habiter (une maison), acc. ; Pass. être habité;
2 donner à habiter (seul. à l’ao. ἔνασα, poét. νάσσα) : καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν OD à Argos je lui aurais donné une ville à habiter ou à remplir de ses gens, à peupler;
3 arranger ou construire un édifice pour le rendre habitable, en gén. bâtir ; à l’ao. Pass. ἐνάσθην, s’établir, se fixer : Ἄργεϊ IL à Argos.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
2épq. c. νάω.
English (Autenrieth)
(σνάϝω), ipf. ναῖον (v.l. νᾶον): flow; ὀρῷ, ‘ran over’ with whey, Od. 9.222.
inf. ναιέμεν, ipf. iter. ναίεσκον, aor. νάσσα, pass. aor. νάσθη, mid. pres. part. (εὖ) ναιόμενος: dwell, inhabit, be situated, Il. 2.626; the aor. is causative, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν, ‘would have assigned him a town to dwell in,’ Od. 4.174; pass., νάσθη, settled in, Il. 14.119.
English (Slater)
ναίω (ναίω, -εις, -ει, -ετε, -οισι; ναίων, -οντες, -οντας; ναίειν: impf. ἔναι(ε), ἔναιεν: aor. ἔνασσεν, -αν.)
1 dwell in, on, among
a of people c. acc. Ζεῦ, Κρόνιον ναίων λόφον (O. 5.17) τρίπολιν νᾶσον ναίοντας the family of Diagoras (O. 7.19) Δόρυκλος Τίρυνθα ναίων πόλιν (O. 10.68) αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χάριτες (O. 14.2) εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων (P. 3.63) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον (ναίοντ, τ' ἀίων v.l. ap. Σ.) (P. 7.6) Στροφίον ἐξίκετο Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ (P. 11.36) ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.3) ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν (N. 7.91) Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶ> (supp. Boeckh, lacunam explens.) (N. 10.84) τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι the family of Lampon (I. 6.66) ναίω Θραικίαν γαῖαν a chorus of Abderitans speaks Πα. 2. 2. ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks (Pae. 4.21) c. prep. ἐν τᾷ γὰρ Εύνομία ναίει (sc. Κορίνθῳ) (O. 13.6) ἔκγονοι ὄχθαις ὕπο Ταυγέτου ναίοντες (P. 1.64) μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής (sc. Βάττος) (P. 5.95) νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (Ἡρακλέης) (I. 4.59) μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (supp. Snell.) (Pae. 14.35) met. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα (loc. susp.) fr. 123. 14.
b of things. δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (νάοισι Theon) (P. 12.26)
2 aor. in causal sense.
a make to dwell, settle Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.71)
b make habitable, settle Εὔβοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) (Pae. 5.36)
3 ]γα ναλτ;ίγτ;ειν το[ (supp. Snell) Πα.… ναιο[ P. Oxy. 659c.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ναίω (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.)
2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.)
3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω («Εύβοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν», Πίνδ.)
4. καθιστώ μια περιοχή κατοικήσιμη, κτίζω για κατοίκηση («νηὸν ἔνασσαν», Απολλ. Ρόδ.)
5. (το μέσ. με ενεργ. σημ.) ναίομαι
κατοικώ
6. (το μέσ.) α) ιδρύω
β) εγκαθιστώ
7. (το παθ.) α) κείμαι, βρίσκομαι
β) εγκαθίσταμαι κάπου («πατὴρ δ'εμὸς ἐν Ἄργεϊ νάσθη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., χωρίς αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Επιχειρήθηκε η σύνδεσή του με τα νέομαι «επιστρέφω», νόστος, οπότε το θ. νασ- (ναίω < νασ-yω) θα πρέπει να θεωρηθεί συνεσταλμένη βαθμίδα του θ. νεσ- (νέομαι < νεσ-ομαι). Η σύνδεση είναι ικανοποιητική σημασιολογικά, όχι όμως και φωνητικά. Η οικογένεια του ρήματος ναίω είναι αρχαϊκή και ποιητική. Το ρ. που χρησιμοποιείται στον πεζό λόγο είναι το οἰκῶ].
(II)
ναίω (Α)
νάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επικό τ. του νάω για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ναίω: (Α),
I. 1. λέγεται για πρόσ., κατοικώ, διαμένω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Τραγ.· με αιτ. τόπου, κατοικώ σε, ενοικώ, οἶκον, δῶμα, ἅλα, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., κατοικούμαι, σε Θεόκρ.
2. λέγεται για τόπους, κείμαι, βρίσκομαι, σε Σοφ.
II. μτβ., στον Επικ. αόρ. αʹ ἔνασσα ή νάσσα,
1. με αιτ. τόπου, παραχωρώ τόπο σε κάποιον για να κατοικήσει· νάσσα πόλιν, θα έπρεπε να του έχω δώσει μια πόλη για κατοικία του, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κάνω κάτι κατοικήσιμο, οικοδομώ, νηὸν ἔνασσαν, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., βλ. εὐναιόμενος.
2. με αιτ. προσ., επιτρέπω σε κάποιον να κατοικήσει, τον εγκαθιστώ, σε Πίνδ. — Παθ., Επικ. αόρ. αʹ νάσθην, εγκαθίσταμαι, διαμένω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, Μέσ. αόρ. αʹ, νάσσατο ἄγχ' Ἑλικῶνος, σε Ησίοδ.· παρακ. νένασται, σε Ανθ.
• ναίω: (Β) = νάω, εκτείνομαι πέρα από τα όρια, είμαι πλήρης, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ναίω:
I (aor. ἔνασσα; pass.: aor. ἐνάσθην, pf. νένασμαι; эп. inf. ναιέμεν)
1) жить, проживать, обитать (κατὰ πτόλιν, ἐν πόλει, περὶ ὄρος, παρὰ ποταμόν, Φρυγίῃ Hom.; πρὸς Ἡλίου πηγαῖς Aesch.; ἐπὶ ξένῳ χθονί Eur.);
2) населять (Τροίην Hom.; πόλιν Pind.);
3) поселять, селить (ἐν Ἄργει τινά Pind.); med.-pass. селиться (πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη Hom.; νάσσατο ἄγχ᾽ Ἑλικῶνος ἐνί κώμῃ Hes.);
4) быть расположенным, находиться (αἵ ναίουσι πέρην ἁλός, sc. νῆσοι Hom.; ὁδὸς ἐγγύθι ναίει Hes.): (θεοὶ), ὅσοιπερ πρόπυλα ναίουσιν τάδε Soph. изображения богов, которые находятся в этих пропилеях; ἡ σοὶ δ᾽ ὁμοῦ ναίουσα (ὀργή) Soph. обуревающая тебя злоба;
5) воздвигать, строить (νηὸν ξεστοῖσιν λάεσσιν HH).
II эп. = νάω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: live, inhabit, rare be situated (in this meaning also midd. εὖ ναιόμενος), aor. give as house, settle, pass. settle (oneself) (Il.).
Other forms: Aor. νάσ-σαι, -σασθαι, -θῆναι, late forms ναιήσαντο, νένασμαι, νάσσομαι.
Compounds: Also with prefix, e.g. κατα-, ἀπο-, συν-, περι-, παρα-.
Derivatives: Enlarged ναιετάω, also with περι-, μετα-, παρα-, live, inhabit, also be situated, especially in εὖ ναιετάων well established, situated (Il.); on the discussed formation Schwyzer 705, Leumann Hom. Wörter 1, 182 ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 358. -- Besides from the presentstem, partly also backformed from ναιετάω, περι-, μετα-ναιέται m. pl. who live around, with (Ω 488 a. A. R. 4, 470 resp. Hes. Th. 401), ἁλι-ναιέται who live on the sea (B. 16, 97); ἐν-ναέται inhabitant (Isyll., A. R.), f. -έτις (A. R.). Simplex ναέτης, Dor. -τας inhabitant (poet. since Simon.), f. ναιέτις (Call.); second. (ἐν-)ναετήρ m. id. (AP), f. ἐνναέτειρα (APl.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On μετανάστης s. v. The causative meaning of νάσσαι is prob. arisen from the opposition to intr. νασθῆναι. The meaning be situated, often with ναιετάω, especially in εὖ ναιετάων, rarely with ναίω, is not convincingly explained; perhaps we must start from the ptc. εὖ ναιετάων prop. where one lives well with the same shift as e.g. in ὁ ἐπιβάλλων whom it is well w.o. (type café chantant, s. Debrunner Mus. Helv. 1, 31 ff.); from the ptc. the use might have shifted to the finite forms, sometimes to the primary ναίω. Leumann Hom. Wörter 191 ff. tries to explain the remarkable meaning from a wrong interpretation of Γ 387; against this Fraenkel Gnomon 23, 374. The verbal stem νασ- (ναίω < *νάσ-ι̯ω) is isolated. Usu. it is, but with doubtful right, considered as a reduced grade of νεσ- in νέομαι (to which belongs νόστος and also ἄσμενος?); s. there w. further lit. Rejected by Kretschmer Glotta 3, 337. Cf. ναός. - νασ- may be Pre-Greek.
Middle Liddell
1
I. of persons, to dwell, abide, Il., Hes., Trag.:—c. acc loci, to dwell in, inhabit, οἶκον, δῶμα, ἅλα, etc., Hom., etc.:—Pass. to be inhabited, Theocr.
2. of places, to lie, be situated, Soph.
II. Causal, in epic aor1 ἔνασσα or νάσσα,
1. c. acc. loci, to give one to dwell in, νάσσα πόλιν I would have given him a town for his home, Od.: also to make habitable, to build, νηὸν ἔνασσαν Hhymn.:—Pass., v. εὐναιόμενος.
2. c. acc. pers. to let one dwell, settle him, Pind.; Pass., epic aor1 νάσθην, to be settled, to dwell, Il.; so, aor1 mid., νάσσατο ἄγχι Ἑλικῶνος Hes.; perf. νένασται Anth.
2 = νάω]
to run over, to be full, Od.
Frisk Etymology German
ναίω: {naíō}
Forms: Aor. νάσσαι, -σασθαι, -θῆναι, späte Formen ναιήσαντο, νένασμαι, νάσσομαι,
Grammar: v.
Meaning: wohnen, bewohnen, vereinzelt gelegen sein (in dieser Bed. auch Med. εὖ ναιόμενος), Aor. zur Wohnung geben, ansiedeln, Pass. sich ansiedeln (ep. poet. seit Il.).
Composita : auch mit Präfix, z.B. κατα-, ἀπο-, συν-, περι-, παρα-,
Derivative: Davon das erweiterte Präsens ναιετάω, auch mit περι-, μετα-, παρα-, wohnen, bewohnen, auch gelegen sein, bes. in εὖ ναιετάων wohl gelegen, wohnlich (ep. lyr. seit Il.); zur strittigen Bildung Schwyzer 705, Leumann Hom. Wörter 1, 182 ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 358. — Daneben vom Präsensstamm, z.T. wohl auch von ναιετάω rückgebildet, περι-, μεταναιέται m. pl. ‘Um-, Mitwohner’ (Ω 488 u. A. R. 4, 470 bzw. Hes. Th. 401), ἁλιναιέται Meerbewohner (B. 16, 97); ἐνναέται ‘Be- wohner’ (Isyll., A. R. u.a.), f. -έτις (A. R.). Simplex ναέτης, dor. -τας Bewohner (poet. seit Simon.), f. ναιέτις (Kall.); sekundär (ἐν-)ναετήρ m. ib. (APu.a.), f. ἐνναέτειρα (APl.). —Zu μετανάστης s. bes.
Etymology : Die kausative Bed. von νάσσαι ist wohl aus der Opposition zum intr. νασθῆναι entstanden. Die Bed. gelegen sein, öfters bei ναιετάω, bes. in εὖ ναιετάων, vereinzelt bei ναίω, ist nicht befriedigend erklärt; vielleicht ist vom Ptz. εὖ ναιετάων eig. wo man schön wohnt auszugehen mit derselben Verschiebung wie z.B. in ὁ ἐπιβάλλων der, dem es zusteht u.a. (Typus café chantant, s. Debrunner Mus. Helv. 1, 31 ff.); vom Ptz. hätte der Gebrauch in der poetischen Sprache auf die finiten Formen, gelegentlich auch auf das primäre ναίω übergegriffen. Leumann Hom. Wörter 191 ff. will die auffallende Bed. aus einer falschen Interpretation von Γ 387 erklären; dagegen Fraenkel Gnomon 23, 374. Der Verbalstamm νασ- (ναίω aus *νάσι̯ω) steht isoliert. Er wird gewöhnlich, aber mit zweifelhaftem Recht, als eine Reduktionsstufe von νεσ- in νέομαι (wozu auch ἄσμενος) betrachtet; s.d. m. weiterer Lit. Ablehnend Kretschmer Glotta 3, 337. Vgl. ναός. νάκη f. (ξ 530. Lyk., Paus.), gewöhnlicher νάκος n. (Pi., Hdt., Simon., Inschr. usw.) ‘wolliges Fell, Vlies, bes. von Schaf u. Ziege’. Als Vorderglied u.a. in νακοδέψης m. Gerber (Hp. u.a.), als Hinterglied in κατωνάκη f. grobes, von Sklaven und Ackerarbeitern getragenes Kleid, das unten einen Vorstoß von Schaffell hat (Ar. u.a.), eig. subst. Bahuvrihi; zu ἀρνακίς s. ἀρήν. — Ableitung νακύριον· δέρμα H.; Bildung unklar (hypothetische Kombinationen bei v. Blumenthal Hesychst. 14f.), vielleicht mit Schmidt in νακύ<δ>ριον zu ändern (wie μελύδριον u.a.; Chantraine Form. 72 f.). Zu νάκος : νάκη vgl. νάπος : νάπη und die nicht seltenen abstrakten Paare wie βλάβος : βλάβη (darüber Bolelli Stud. itfilcl. NS. 24, 98ff.); νάκος wie εἶρος, φᾶρος u.a., νάκη wie λώπη u.a. — Ohne unmittelbare außergriech. Entsprechung. Seit Lidén IF 18, 410 f. verbindet man damit das im German. isolierte ags. næsc ‘weiches Leder wie z.B. Hirschleder’, das über urg. *naska-, -ō- idg. *nak-s-qo-, -ā- repräsentieren kann; hierher noch apreuß. nognan Leder, wenn für noknan aus idg. nāq-no-(Lidén Stud. 66 f.). Weit fraglicher ist die Heranziehung von got. snaga m. ’ἱμάτιον’, s. Lidén a.a.O. und Feist Vgl. Wb. m. Lit. — WP. 2, 316f., Pok. 754. Vgl. νάσσω.
Page 2,286-287