ἁμαρτάνω
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
[ᾰμ.. ᾰν]: A fut. ἁμαρτήσομαι Od.9.512, Th.4.55, etc.; later -ήσω Ev.Matt.18.21, D.C.59.20, Gal.7.653, (διαμαρτάνω) Hp.Praec.9, (ἐξαμαρτάνω) Id.Acut. (Sp.)13: aor. 2 ἥμαρτον Thgn., Pi., Att.; Ep. ἤμβροτον, but only ind.; Aeol. 3sg. ἄμβροτε Sapph.Supp.1.5, inf. ἀμβρότην IG12(2).1.15 (Mytilene); opt. ἁμάρτοιν (for ἁμάρτοιμι) Cratin.55 (dub.): aor. 1 ἡμάρτησα Emp.115.4 (dub.), AP7.339 (Pall. or Luc.), D.S.2.14: pf. ἡμάρτηκα Hdt.9.79, Ar.Pl.961, etc., Att.:—Pass., aor. ἡμαρτήθην Th.2.65, X.Vect.4.37: pf. ἡμάρτημαι S.OC439, Antipho 5.77, etc.: plpf. ἡμάρτητο Th.7.18, Lys.31.20:—miss the mark, especially of spear thrown, abs., Il.5.287, etc.; ἔρριψεν, οὐδ' ἥμαρτε A. Fr.80: c. gen., φωτὸς ἁμαρτάνω Il.10.372; also τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις S.Aj.155; ἁμαρτάνω τῆς ὁδοῦ miss road, Ar.Pl.961; τοῦ σκοποῦ Antipho 3.4.5.
2 generally, fail of one's purpose, go wrong, abs., Od.21.155, A.Ag.1194, etc.: c. gen., οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292; μύθων ἡμάρτανε failed of good speech, 11.511; γνώμης ἁμαρτάνω, ἐλπίδων ἁμαρτάνω, βουλήσεως ἁἁμαρτάνω, Hdt.1.207, E.Med. 498, Th. 1.33,92; ἁμαρτάνω τοῦ χρησμοῦ mistake it, Hdt.1.71: c. acc., ἁμαρτάνω τὸ ἀληθές Hdt.7.139 (codd., τἀληθέος Schäfer).
3 fail of having, be deprived of, mostly c. gen., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς that I should lose my sight by Ulysses' hands, Od.9.512; τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag.535; ἁμαρτάνω πιστῆς ἀλόχου E.Alc.879, cf. 144:—once with neut. Adj., οὐ γὰρ εἰκὸς.. ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ' 'tis not seemly that I should ask this of you in vain, S.Ph.231:—rare in Prose, ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης Hdt.9.7.β, cf. Th.7.50; δυοῖν κακοῖν οὐκ ἦν ἁμαρτεῖν (i.e. either one or the other) And.1.20, cf. S.El. 1320:—so μηδὲ δυοῖν φθάσαι ἁμάρτωσιν, ἢ.. ἢ.. fail to be before-hand in one of two things, Th.1.33.
4 rarely, fail to do, neglect, φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68; ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag.213.
II abs., do wrong, err, sin, Il.9.501, Semon.7.111, A.Pr.262, S.El.1207, etc.; ἄκοντες ἡμαρτάνομεν Pl.R. 336e, cf. 340e, etc.:—c. part., ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη S.Tr.1136; πρόθυμος ὢν ἥμαρτες E.Or.1630, cf. Antipho 2.2.1: c. dat. rei, ἁμαρτάνω ῥήματι Pl.Grg. 489b; ἐν λόγοις Id.R.396a; τοιαῦθ' ἁμαρτάνουσιν ἐν λόγοις ἔπη S.Aj.1096:—with cognate acc., ἁμαρτίαν ἁμαρτάνω S.Ph.1249, E.Hipp.320: with neut. Adj. or Pron., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον I erred in this, Od.22.154; πόλλ' ἁμαρτών A. Supp.915; ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40: in Prose more freq. ἁμαρτάνω περί τινος or τι do wrong in a matter, Pl.Lg.891e, Phdr.242e; ἐπί τινι Antipho 5.91 (codd.); ἁμαρτάνω εἴς τινα sin against... Hdt. 1.138, S.OC968; ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν, ἐπὶ τὸ πλεῖον, Arist.EN1126b1, 1118b16; περί τινα Antipho 3.2.7; τινί LXX Jd.10.10.
2 Pass., ἡμαρτήθη ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς Th.2.65, etc.: in pf. part., τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα my plans are frustrate, S.OT621; τῶν περὶ τὰ τοιαῦτα ἐς τὰ θεῖα ἁμαρτανομένων Pl.Lg.759c; ἀπειρίἁ αὐτὸ μᾶλλον ἢ ἀδικία ἡμαρτῆσθαι Antipho 5.5:—τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, S.OC 439, 1269, X.An. 5.8.20.
3 ἁμαρτανόμενος, as adjective, wrong, mistaken, Pl.Phlb. 37d, al.; αἱ ἡμαρτημέναι πολιτεῖαι Id.R.449a, Arist.Pol.1275b1, 1301a36; and of persons, ἡμαρτημένοι = mistaken, Id.EN1125a19.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰμαρτᾰν]
• Morfología: [fut. ἁμαρτήσω Eu.Matt.18.21, D.C.59.20.2, Gal.7.653: aor. tem. ind. ép. ἤμβροτον Il.5.287, eol. ἄμβροτε Sapph.5.5, opt. át. 1.a sg. ἁμάρτοιν Cratin.55, tard. 3.a ἁμαρτῴη Aret.CA 2.3.4, part. eol. ἀμβρότοντας Alc.75.5, inf. eol. ἀμβρότην IG 12(2).1.15 (Mitilene), jón. ἁμαρτέειν Democr.B 181.3; aor. sigm. 3.a plu. ἡμάρτοσαν LXX De.32.5, part. ἁμαρτήσας Emp.B 115.4, AP 7.339, D.S.2.14]
I en sent. físico, gener. c. gen.
1 no atinar, fallar, errar el golpe o el tiro abs. ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες Il.5.287, ὅ γε καὶ τόθ' ἅμαρτε Il.8.311, Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε Il.11.233, ἔρριψεν οὐδ' ἥμαρτε A.Fr.486.3
•c. part. κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων Hippon.116
•c. gen. φωτός Il.10.372, τοῦ μὲν ἅμαρθ' no atinó a éste (Áyax) Il.4.491, σκοποῦ errar el blanco, Od.21.425, Antipho 3.4.5, ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῦ μὲν ἁμαρτάνει Hdt.1.43.
2 de lugares no dar con, no encontrar, extraviarse de c. gen. ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.N.7.37, τῆς ὁδοῦ Ar.Pl.961.
3 fig. sobre la imagen de fallar el tiro ἥμαρτον, ἢ θηρῶ τι τοξότης τις ὥς; A.A.1194, τῶν γὰρ μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις S.Ai.155, ἐγὼ δὲ τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας λαχοῦσα πλεῖον τῆς τύχης ἡμάρτανον E.Tr.644.
II en sent. fig., c. gen. o dat.
1 ref. a opiniones, palabras, esperanza, etc. no atinar con, faltarle a uno, fallarle a uno, no dar con c. gen. νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292, μύθων Od.11.511, οὗ θ' ἕνεκ' αἰεὶ ἐνθάδ' ὁμιλέομεν Od.21.155
•engañarse respecto a algo, equivocarse γνώμης A.A.1664, Hdt.1.207, Th.1.33, τἀληθέος Hdt.7.139, ἐλπίδων E.Med.498, βουλήσεως Th.1.92
•confundirse sobre τοῦ χρησμοῦ Hdt.1.71
•c. dat. ῥήματι Pl.Grg.489b, ἐν λόγοις S.Ai.1096, ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Pl.R.396a
•c. otras constr. περὶ θεῶν τῆς ὄντως οὐσίας Pl.Lg.891e.
2 de otras cosas quedar privado, estar falto c. gen. φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68, πάσης δ' ἡμάρτανε τέχνης Margites 2W.
•en v. act. y med. indistintamente quedar falto, perder, verse privado c. gen. ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512, φιλότητος Thgn.1361, 1379, τοῦ ῥυσίου A.A.535, πιστῆς ἀλόχου E.Alc.879, οἵας οἷος ὢν ἁμαρτάνεις E.Alc.144, τῆς βοιωτίης Hdt.9.7β, τοῦ Ἀκράγαντος Th.7.50, δυοῖν ... κακοῖν οὐκ ἦν ... ἀ. And.Myst.20
•c. ac. y gen. οὐ γὰρ εἰκὸς οὔτ' ἐμὲ ὑμῶν ἁ. τοῦτό γ' οὔθ' ὑμᾶς ἐμοῦ pues no es justo que yo no alcance esto (una respuesta) de vosotros, ni vosotros de mí S.Ph.231
•desertar ξυμμαχίας A.A.213.
III c. constr. adverb. de ac. int. o preposicional o abs.
1 desatinar, equivocarse, cometer un fallo, errar por error de juicio o una falsa impresión, c. ac. int. ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον Od.22.154, πόλλ' ἁμαρτών A.Supp.915, ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40, ἁμαρτίαν ἁ. S.Ph.1249, E.Hipp.320
•abs. errar, equivocarse οἱ δὲ γείτονες χαίρουσ' ὁρῶντες καὶ τόν, ὡς ἁμαρτάνει los vecinos se divierten con él viendo cómo se equivoca de un marido engañado, Semon.8.111, εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί <τι> λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει Pi.O.1.64, εἰ μὲν οὖν εἰμι σοφός, οὐχ ἥμαρτον Gorg.B 11a.26, ἔχων ... οὐκ ἀλλοτρίαν ἄτην, ἀλλ' αὐτὸς ἁμαρτών S.Ant.1260, ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη de Deyanira, S.Tr.1136, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr.1123, καὶ μὴν ἁμαρτήσῃ γε μὴ δράσας τάδε E.Alc.1099, ἄκοντες ἁμαρτάνομεν en la discusión, Pl.R.336e, αἰτία μὲν γὰρ φίλων ... ἁμαρτανόντων, κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων Th.1.69
•equivocarse en el uso de las palabras tomando un sentido por otro παρὰ τοῦτο πολλάκις ἁμαρτάνει D.H.Dem.10, abs. POxy.1012.fr.14.14
•en part. en v. pas. ἁμαρτανόμενος equivocado, errado, erróneo Pl.Phlb.37e, κακὰς δὲ τὰς ἄλλας (πολιτείας) καὶ ἡμαρτημένας Pl.R.449a, ἡ Περσικὴ δ' ἡμαρτημένη de la tiranía, Arist.EN 1160b31
•gram. en v. med.-pas., c. prep. ser irregular, ir contra la regularidad o analogía παρὰ τὰς γραφάς A.D.Synt.6.22, παρὰ τάξιν A.D.Synt.11.4, tb. en act. c. suj. de pers. οὐ παρὰ τὰς ἀντωνυμίας Ζηνόδοτος ἥμαρτεν A.D.Synt.164.1
•esp. en gram. como part. subst. τὰ ἡμαρτημένα (voces) anómalas, irregulares A.D.Coni.242.24.
2 fracasar φίλτατος ὢν ἥμαρτες has fracasado tú que me eres tan querido Thgn.407
•esp. en v. med.-pas. τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα estoy fracasado S.OT 621, ἡμαρτήθη καὶ ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς fue un fracaso la expedición a Sicilia Th.2.65.
3 c. interpr. moral cometer un desatino, faltar, cometer una falta, errar a veces está claro que se trata de transgredir normas sancionadas por la religión o la moral ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ἁμάρτῃ Il.9.501, τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ Od.13.214, δώωσι κακὴν ὄπιν ὅστις ἁμάρτη (las Moiras y las Ceres) infligen un castigo a cualquiera que yerre (o cometa una falta) Hes.Th.222, ὄσσα δὲ [πρ] όσθ' ἄμβροτε πάντα λῦσαι Sapph.5.5, λάθρῃ ... ἁμαρτέειν Democr.B 181, ἑκὼν ἐκὼν ἥμαρτον A.Pr.266, τί ποτε ταῖσδ' ἐνέζευξας εὐρὼν ἀμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν en verdad en qué hallándome culpable me unciste a tales dolores A.Pr.578
•οὐ γὰρ ἑκὼν ἁμαρτάνει indistintamente nadie se equivoca o falta voluntariamente Pl.R.589c
•a partir de aquí en los estoicos ἁ. μᾶλλον καὶ ἥττων οὐκ ἐστιν no es posible errar más o menos Chrysipp.Stoic.3.141, πᾶς ὁ λυπούμενος ἢ φοβούμενος ἢ ἐπιθυμῶν ἁμαρτάνει Chrysipp.Stoic.3.119
•en lit. judeo-cristiana pecar LXX Id.10.15, Eu.Matt.18.15, Ath.Al.M.27.240B, τὸ ... ἁ. ἴσως ἀνθρώπινον Chrys.M.47.301, οὐδεὶς πίστιν ἐπαγγελλόμενος ἁμαρτάνει ref. al pecado cometido después del bautismo, Ign.Eph.14.2
•c. prep. de ac. agraviar, faltar a alguien εἰς ἐμὲ καὶ τοκέας τοὺς ἐμούς Gorg.B 11a.36, ἐς τὸν ἥλιον Hdt.1.138, εἰς ἐμαυτὸν τοὺς ἐμούς θ' S.OC 968, εἰς ὑμᾶς Lys.14.38, εἰς σέ BGU 1141.16 (III a.C.)
•c. prep. de ac. y ac. interno σῆς ἁμαρτίας ὕπερ, ἣν εἰς ἔμ' εἴς τε παῖδ' ἐμὴν ἁμαρτάνεις E.Andr.318
•ref. a la divinidad pecar contra εἰς θεοὺς S.Fr.472, X.HG 1.7.19, εἰς Χριστόν 1Ep.Cor.8.12, εἰς φιλοσοφίαν Arist.Fr.667
•c. otras constr. περὶ τὸν Ἔρωτα Pl.Phdr.242e, περὶ μυθολογίαν Pl.Phdr.243a, ἐνώπιόν σου LXX To.3.3, σοὶ μόνῳ 1Ep.Clem.18.4.
4 pecar por ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν pecar por defecto Arist.EN 1126a1, ἐπὶ τὸ πλεῖον pecar por error Arist.EN 1118b16.
• Etimología: Etim. desc. Se propone una rel. con *smer- (en gr. μείρομαι, etc.); un *ἀμέρτω del que hay un eco en νημερτής sería el responsable por analogía de -ap- en vez de -ρα-.
French (Bailly abrégé)
f. ἁμαρτήσομαι, ao.2 ἥμαρτον, ao.2 épq. ἤμβροτον, pf. ἡμάρτηκα;
Pass. ao. ἡμαρτήθην, pf. ἡμάρτημαι;
I. dévier : τῆς ὁδοῦ AR se tromper de chemin, s'égarer;
II. fig. 1 faire fausse route : ἁ. τἀληθέος HDT s'écarter de la vérité;
2 ne pas obtenir ; τί τινος SOPH qch de qqn;
3 être privé de, perdre : χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ὀπωπῆς ἁ. être privé de la vue par la main d'Ulysse;
4 manquer de faire, négliger, gén.;
5 commettre une faute, faire erreur, faillir, postér. pécher ; ἁ. τι faillir en qch ; ἁ. εἴς τινα, περί τινα commettre une faute à l'égard de qqn ; Pass. εἰ ἡμάρτηται THC s'il y a eu faute ; τὰ ἡμαρτημένα les fautes commises ; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἁμαρτανόμενα XÉN les fautes que l'on commet envers l'État.
Étymologie: ἀ, R. Μερ, participer à ; cf. μέρος.
German (Pape)
aor. ἥμαρτον, ep. ἤμβροτον (aus ἥμαρτον wird mit Umlaut *ἥμορτον, daraus mit Umstellung des ρ *ἥμροτον, des Wohllauts halber ἤμβροτον); fut. ἁμαρτήσομαι, ἁμαρτήσω nur Sp., wie ἁμαρτήσας als aor. I., Ep.adesp. 79 (VII.339) und Diod. 2.14; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 732; perf. ἡμάρτηκα; Hom. ἡμάρτανε z.B. Od. 11.511, ἁμαρτήσεσθαι 9.512, ἅμαρτε 6.116, ἁμάρτῃ 13.214, ἁμαρτεῖν 21.155, ἁμαρτών Il. 23.857, ἤμβροτον 1 sing. Od. 22.154, ἤμβροτες Il. 22.279, ἤμβροτεν Od. 7.292, ἤμβροτον 3 plur. Il. 16.336;
nicht teilhaft sein werden, verfehlen, verlieren, vgl. μέρος, ἀμέρδω, ἀμείρω, Buttmann Lexil. 1.137; Hom. oft, Il. 5.287 ἤμβροτες, οὐδ' ἔτυχες, mit dem Speere; 13.518 ἀλλ' ὅ γε καὶ τόθ' ἅμαρτεν, ὁ δ' Ἀσκάλαφον βάλε δουρί; cum gen. 4.491 τοῦ μὲν ἅμαρθ΄, ὁ δὲ Λεῦκον βεβλήκει; 23.857 ὄρνιθος ἁμαρτών; 865 ὄρνιθος μὲν ἅμαρτε, αὐτὰρ ὁμήρινθον βάλε; 16.336 ἔγχεσι μὲν γὰρ ἤμβροτον ἀλλήλων, μέλεον δ' ἠκόντισαν ἄμφω; Od. 21.425 οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον; 21.421 πελέκεων δ' οὐκ ἤμβροτε πάντων πρώτης στειλειῆς, διὰ δ' ἀμπερὲς ἦλθε θύραζε ἰὸς χαλκοβαρής, d.h. πάντων τῶν πελέκεων οὐκ ἤμβροτε, ἀλλὰ ἔτυχεν, er traf alle, vgl. ἀλλά; Il. 10.372 ἦ ῥα, καὶ ἔγχος ἀφῆκεν, ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός, v.l. καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτεν, ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός, s. Scholl. Aristonic. und Lehrs Aristarch. 211; geistig verfehlen, nicht erreichen, Od. 21.155 ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν τεθνάμεν ἢ ζώοντας ἁμαρτεῖν, οὗ θ' ἕνεκ' αἰεὶ ἐνθάδ' ὁμιλέομεν, ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα, die Heirat der Penelope nicht zu erreichen; man kann es auch intransit. nehmen = sündigen, wie Il. 9.501 ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ἁμάρτῃ. Od. 13.214 τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ; verschieden von den Genitiven des Zieles sind die Genitive Od. 11.511 αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων, machte keine Fehler in den Reden, 7.292 ἡ δ' οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ, sie traf das Richtige in ihrem tüchtigen Geiste, Il. 24.68 οὔ τι φίλων ἡμάρτανε δώρων, machte keinen Verstoß in Betreff der Opfer, homerische Genitive der adverbialen Bestimmung; mit accus. Od. 22.154 αὐτὸς ἐγὼ τόδεγ' ἤμβροτον, in diesem Stücke fehlte ich; = verlieren Od. 9.512 χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς; – mit gen. des Zieles Aesch. Ag. 1206 und öfter; Soph. Aj. 155; auch in Prosa, θηρίων, λέοντος, Xen. Cyr. 1.4.11, 4.6.4; τοῦ σκοποῦ Plat. Hipp. min. 375a; häufiger in allgemeinerer Bdtg, verfehlen, verlustig gehen, τινός, ἡμάρτομεν Βοιωτίας, wir sind um B. gekommen, Her. 9.7; nicht erlangen können, τινός τι, etwas von Jemandem, Soph. Phil. 231 vgl. El. 1312; τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν' ἔσται, τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα, mein Unternehmen wird vereitelt sein; ἐσθλῆς γυναικός Eur. Alc. 619 und 882, des trefflichen Weibes beraubt werden; vgl. Or. 1207; ἄγρας 853; τοῦ παντός Plat. Phaedr. 235e; ἡμάρτηται Thuc. 3.56; ἡμαρτήθη 2.65; das Rechte verfehlen in etwas, γνώμης Thuc. 1.33, 6.78, so für γνώμῃ richtig EM., vgl. aber Krüger; Her. 7.139 τὸ ἀληθὲς ἁμ.; überhaupt fehlen, irren, sündigen, bei Tragg. und in Prosa die gewöhnlichste Bdtg, absolut Aesch. Prom. 260, 266, Plat. sehr oft; τοιαῦτα ἔπη Soph. Aj. 1075; ἁμαρτίαν ἁμ. Phil. 1233; μεγάλα ἁμαρτήματα Plat. Phaed. 113e, Legg. V.730a; ἀνθρώπινα Xen. Cyr. 3.1.40; pass. τὰ ἡμαρτημένα, die Vergehen, Soph. O.C. 440, Tr. 1117; κακαὶ πολιτεῖαι καὶ ἡμαρτημέναι Plat. Rep. V.449a; εἴς τι Soph. O.C. 972; Eur. Hipp. 21, 320, Andr. 318; εἰς τὸ θεῖον Plat. Phaedr. 243c; εἰς ἀνθρώπους Alc. II, 150a; περὶ τὸν ἔρωτα, μυθολογίαν, Phaedr. 242e, 243a; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἁμαρτανόμενα Xen. Mem. 1.2.9; περί τινος, in Betreff einer Sache fehlen, Hell. 1.7.27; Dem. 20.143; ῥήματι, in einem Worte, Plat. Gorg. 489c; ἐν λόγοις Rep. III.396 a.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτάνω: (fut. ἁμαρτήσομαι - поздн. ἁμαρτήσω, aor. 1 ἡμάρτησα, aor. 2 ἡμαρτον - эп. тж. ἅμαρτον и ἤμβροτον)
1 не попадать, промахиваться (τινός Hom., Plat.): ἤμβροτες οὐδ᾽ ἔτυχες Hom. ты промахнулся, не попал; ἔγχεσι ἤμβροτον ἀλλήλων Hom. оба они не попали друг в друга своими копьями; καιρίας πληγῆς ἁ. Xen. не нанести смертельной раны;
2 отклоняться, сбиваться (τῆς ὁδοῦ Arph.): ἁ. τἀληθέος Her. погрешать против истины; οὔ τι νοήματος ἁ. ἐσθλοῦ Hom. поступать во всем весьма разумно;
3 совершать промах, ошибаться (τι Hom., Aesch., Soph., Arph., περί τι и περί τινος Xen., Plat., ἔν τινι Thuc., Plat., τινί Eur., Plat. и ἐπί τι Arst.): γνώμης ἁ. Her. ошибаться в (своем) предположении; αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾽ ἤμβροτον Hom. в этом я сам виноват; ἐλπίδων ἡμάρτομεν (pl. = sing.) Eur. я обманулась в своих надеждах; ἁ. τοῦ χρησμοῦ Her. ошибиться в оракуле, т. е. не понять его; τοῦ παντὸς ἁ. Plat., Plut. совершить грубейшую ошибку; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἁμαρτανόμενα Xen. политические ошибки; ἡ ἡμαρτημένη πολιτεία Plat., Arst. неправильный (порочный) государственный строй; τὰ ἁμαρτηθέντα или τὰ ἡμαρτημένα Xen. ошибки, промахи; ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη Soph. она совершила ошибку из хороших побуждений; τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν᾽ ἔσται, τἀμὰ δ᾽ ἡμαρτημένα Soph. его замыслы осуществятся, а мои потерпят крушение;
4 грешить, совершать проступок, провиниться (τι εἴς τινα Soph., Her., Thuc.): ἁμαρτίαν ἁ. ἔς τινα Eur. и ἁμάρτημα ἁ. περί τινα Plat. согрешить перед кем-л.; οὐχ ἡμαρτηκώς Lys. ни в чем не виновный;
5 терять, утрачивать, лишаться (ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom.; ἁ. ἀλόχου Eur.);
6 упускать, не получать: ἁ. τῆς Βοιωτίης Her. не занять своевременно Беотию; οὐκ εἰκὸς οὔτ᾽ ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ᾽ οὔθ᾽ ὑμᾶς ἐμοῦ Soph. несправедливо, чтобы в этом отказали вы мне или я вам;
7 оставлять без внимания, пренебрегать: ἁ. δώρων Hom. пренебрегать дарами, т. е. забывать приносить жертвы; ξυμμαχίας ἁ. Aesch. изменить долгу союзника.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτάνω: [ᾰμ ... ᾰν]: μέλλ. ἁμαρτήσομαι, Ὅμ., Ἀττ.: μεταγεν. -ήσω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 21, Δίων Κ. 59. 20, Γαλην. (ἀλλ’ ἐν συνθέτοις δι-, ἐξ-, Ἱππ. 398. 33, πρβλ. 2. 420 Littré): - ἀόρ. ἥμαρτον, Θέογν., Πίνδ., Ἀττ. (Ἐπ. ἤμβροτον, ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ ὁριστ.: Αἰολ. ἀπαρ. ἀμβροτῆν, Ἐπιγρ. Μυτιλ. παρὰ Newton): εὐκτ. ἁμάρτοιν, (ἀντὶ ἁμάρτοιμι) Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 6: ἀόρ. α΄ ἡμάρτησα, Ἀνθ. Π. 7. 330, Διόδ., κτλ., ὡσαύτως παρ’ Ἐμπεδ. 372 Stein.: πρκμ. ἡμάρτηκα, Ἡρόδ., Ἀττ.: - Παθ., ἀόρ. ἡμαρτήθην, Θουκ., Ξεν.: πρκμ. ἡμάρτημαι, Σοφ., κτλ.: Ὑπερσυντ. ἡμάρτητο, Θουκ. 7. 18, Λυσ. 188. 36. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.). Ἀποτυγχάνω, ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ἰδίως ἐπὶ δόρατος βληθέντος, ἀπολ., Ἰλ. Ε. 287, κτλ.: ἔρριψεν, οὐδ’ ἥμαρτε Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179, πρβλ. Ἀγ. 1194: μ. γεν. φωτὸς ἁμ., Ἰλ. Κ. 372 καὶ ἀλλ.: οὕτω, τῶν γὰρ μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις, Σοφ. Αἴ. 155· ἁμ. τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον, Ἀριστοφ. Πλ. 961: τοῦ σκοποῦ, Ἀντιφῶν 124. 26. 2) Ἐν γένει, ἀποτυγχάνω, δὲν κατορθώνω νὰ πράξω τι, σφάλλομαι· ἀπολ., Ὀδ. Φ. 155, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1194, κτλ.: μ. γεν., οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ, δὲν ἀπέτυχε τοῦ νὰ σκεφθῇ τὸ ὀρθόν, Ὀδ. Η. 292, καὶ ἁπλῶς, μύθων ἡμάρτανε, δὲν κατώρθωνε νὰ ὁμιλήσῃ καλῶς, Λ. 511: οὕτω παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ.: γνώμης, ἐλπίδων, βουλήσεως ἁμ., Ἡρόδ. 1. 207, Εὐρ. Μήδ. 498, Θουκ. 1. 33, 92. (ἀλλὰ ἁμ. γνώμῃ, μὴ κρίνειν ὀρθῶς, ἴδε σημασ. ΙΙ, Θουκ. 6. 78)· ἁμ. τοῦ χρησμοῦ, ἑρμηνεύειν ἐσφαλμένως τὸν χρησμόν, Ἡρόδ. 1. 71: - ἅπαξ μετ’ αἰτ. ἁμ. τὸ ἀληθές, Ἡρόδ. 7. 139 (ἔνθα τοῦ λέγειν δύναται νὰ ὑπονοηθῇ ἢ νὰ γείνῃ δεκτὴ ἡ διόρθωσις τοῦ Schäfer: τἀληθέος). 3) παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως, ἀποτυγχάνω τοῦ νὰ ἔχω τι, ὅ ἐ. στεροῦμαί τινος, χάνω τι, πρὸ πάντων μ. γεν., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, στερηθῆναι τῆς ὄψεως, Ὀδ. Ι. 512· οὕτω παρὰ Τραγ. τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 535· ἁμ. πιστῆς ἀλόχου, Εὐρ. Ἄλκ. 879, πρβλ. 144: - ἅπαξ ὡσαύτως μετὰ οὐδετ. ἐπιθ. οὐ γὰρ εἰκός ... ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ’ δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἀποτύχω παρ’ ὑμῶν εἰς τοῦτο τοὐλάχιστον, δηλ. νὰ παρακαλέσω ὑμᾶς ματαίως, Σοφ. Φ. 231: - σπάνιον παρὰ πεζοῖς, ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης, Ἡρόδ. 9. 7, πρβλ. Θουκ. 7. 50· ἁμ. δυοῖν κακοῖν, (δηλ. εἴτε τὸ ἓν εἴτε τὸ ἄλλο), Ἀνδοκ. 4. 2, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1320. 4) σπανίως δὲν κατορθώνω νὰ πράξω τι, ἀμελῶ, φίλων ἡμάρτανε δώρων, Ἰλ. Ω. 68· ξυμμαχίας ἁμαρτών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 213. ΙΙ. = ἀποτυγχάνω, πράττω τὸ κακόν, σφάλλομαι, ἁμαρτάνω, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 501, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 260, Σοφ. Ἠλ. 1207, κτλ.: ἢ καὶ τῇ προσθήκῃ λέξεώς τινος ὁριζούσης τὸν χαρακτῆρα ἢ τὴν φύσιν τοῦ σφάλματος, ὡς: ἑκούσιος (ἢ -ίως) ἁμ., ἁμαρτάνω ἑκουσίως: ἀκούσιος (ἢ -ίως) ἁμ., ἁμαρτάνω ἀκουσίως, Πλάτ. Πολ. 336Ε, 340Ε, κτλ.: - ὡσαύτως μ. μετοχῆς, ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη, Σοφ. Πρ. 1136: πρόθυμος ὢν ἥμαρτες, Εὐρ. Ὀρ. 1630, πρβλ. Ἀντιφῶντος 116. 23: ἢ μετὰ πτώσεως ὀνόματος ἁμ. ῥήματι, Πλάτ. Γοργ. 489Β· ὡσαύτως, ἐν λόγοις, ὁ αὐτ. Πολ. 396Α: πρβλ. τοιαῦθ’ ἁμαρτάνουσιν ἐν λόγοις ἔπη, Σοφ. Αἴ. 1096. - τέλος μετ’ αἰτ. συστοίχου, ἁμαρτίαν ἁμ., Σοφ. Φ. 1249, Εὐρ. Ἱππ. 320: μετ’ οὐδετέρου ἐπιθ., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ’ ἤμβροτον, ἐσφάλην εἰς τοῦτο, Ὀδ. Χ. 154, πόλλ’ ἁμαρτών, Αἰσχύλ. Ἱκ. 915· ἀνθρώπινα, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 40: ἀλλ’ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ συνηθέστερον, ἁμ. περί τι ἢ τινός, σφάλλομαι ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Νόμ. 891Ε, Φαῖδρ. 242Ε· ἐπί τινι, Ἀντιφῶν 140. 13· ἐπί τι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 3· ἁμ. εἴς τινα = ἁμαρτάνω ἐναντίον τινός..., Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ. Ο. Κ. 968, Ἀποσπ. 419· περί τινα, Ἀντιφῶν 121, 41. 2) Παθ. ἤ: ἁμαρτάνεταί τι, ἁμαρτία τις πράττεται, σφάλμα τι γίνεται, ἀποτυγχάνει τι, Θουκ. 2. 65, κτλ.: οὕτω καὶ κατὰ μετοχ. πρκμ., τἀμά δ’ ἡμαρτημένα, τὰ σχέδιά μου ἔχουσι ματαιωθῇ, Σοφ. Ο. Τ. 621· ἢ σπανιώτερον ἀπροσώπως, ἁμαρτάνεται περί τι, Πλάτ. Νόμ. 759C, ἀπειρία ἡμάρτηται, Ἀντιφῶν 129. 43: - τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, Λατ. peccata, Σοφ. Ο. Κ. 439. 1269, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20. 3) ἁμαρτανόμενος, ὡς ἐπίθ., ἐσφαλμένος, λανθασμένος, Γαλλ. manqué, Πλάτ. Φίλ. 37D καὶ ἀλλ.· αἱ ἡμαρτημέναι πολιτεῖαι, ὁ αὐτ. Πολ. 449Α, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 9., 6, 11· καὶ ἐπὶ προσώπων, ἡμαρτημένοι, ἐσφαλμένοι, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 35. (Ἴδε ἄμβροτος ἐν Λεξιλ. Βουττμ. σημ. 10, ὅστις ἀναφέρει τὸ ἁμαρτάνω καὶ τὸ ἀμείρω εἰς √ ΜΕΡ, εὑρισκομένην ἐν μείρω, μέρος, (μετὰ τοῦ στερητ. ἀνα-) καὶ ὡς πρώτην ἔννοιαν ὑποθέτει τὸ εἶμαι ἀμέτοχος, δὲν ἔχω μέρος· πρβλ. καὶ τὸ ἀμέρδω. Καὶ ὁ Κούρτιος ὡσαύτως φρονεῖ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἤμβροτον (πρβλ. ἀβροτάζω) σχεδὸν ἀναγκαζει ἡμᾶς νὰ παραδεχθῶμεν τὴν παραγωγὴν ταύτην, σ. 679).
English (Autenrieth)
fut. ἁμαρτήσομαι, aor. ἥμαρτον and ἤμβροτον: (1) miss, fail to hit, τινός, and abs., ἤμβροτες, οὐδ' ἔτυχες, Il. 5.287; met., ‘mistake,’ ‘fail of,’ ‘lose’ (just as τυχεῖν = ‘get’), Od. 7.292, Od. 9.512, Od. 21.155; οὔ τι φίλων ἡμάρτανε δώρων, ‘failed not to bring,’ Il. 24.68.—(2) err, do wrong, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ἁμάρτῃ, Il. 9.501; αὐτὸς ἐγὼ τόδε ἤμβροτον, ‘was guilty of this oversight,’ Od. 22.154.
English (Slater)
ᾰμαρτᾰνω
a abs., be wrong, err εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει (O. 1.64)
b c. gen. miss, go astray from ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ᾰμαρτε (Boeckh: ἅμαρτεν codd.) (N. 7.37)
English (Strong)
perhaps from Α (as a negative particle) and the base of μέρος; properly, to miss the mark (and so not share in the prize), i.e. (figuratively) to err, especially (morally) to sin: for your faults, offend, sin, trespass.
English (Thayer)
future ἁμαρτήσω (L T Tr WH give ἁμαρτήσωμεν for R G ἁμαρτήσομεν), in classical Greek ἁμαρτήσομαι; 1st aorist (later) ἡμάρτησα, Winer's Grammar, 82 (79); Buttmann, 54 (47)); 2nd aorist ἥμαρτον; perfect ἡμάρτηκα; (according to a conjecture of Alexander Buttmann (1873), Lexil. i., p. 137, from the alpha privative and μείρω, μείρομαι, μέρος, properly, to be without a share in, namely, the mark); properly, to miss the Mark, (Homer, Iliad 8,311, etc.; with the genitive of the thing missed, Homer, Iliad 10,372; 4,491; τοῦ σκοποῦ, Plato, Hipp. min., p. 375a.; τῆς ὁδοῦ, Aristophanes Plutarch, 961, others); then to err, be mistaken; lastly to miss or wander from the path of uprightness and honor, to do or go wrong. ("Even the Sept., although the Hebrew חָטָא also means primarily to miss, endeavor to reserve ἁμαρτάνω exclusively for the idea of sin: and where the Hebrew signifies to miss one's aim in the literal sense, they avail themselves of expressive compounds, in particular ἐξαμαρτάνειν, ἑκουσίως); (ἁμαρτάνειν ἁμαρτίαν to commit (literally, sin) a sin, μεγάλην ἁμαρτίαν, חֲטָאָה חָטָא; αἰσχρὰν ἁμαρτάνω Sophocles Philippians 1249; μεγάλα ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν, Plato, Phaedo, p. 113e.); cf. ἀγαπάω, under the end ἁμαρτάνειν εἰς τινα (Buttmann, 173 (150); Winer's Grammar, 233 (219)): L T WH omit; Tr marginal reading brackets εἰς σε), Rec., 4; τί εἰς Καίσαρα, εἰς τό ἴδιον σῶμα, εἰς αὑτούς τέ καί εἰς ἄλλους, Plato, rep. 3, p. 396a.; εἰς τό θεῖον, Plato, Phaedr., p. 242c.; εἰς Θεούς, Xenophon, Hell. 1,7, 19, etc.; (cf. ἁμαρτάνω κυρίῳ Θεῷ, ἐνώπιον (לִפְּנֵי) τίνος (Buttmann, § 146,1) in the presence of, before anyone, the one wronged by the sinful act being, as it were, present and looking on: ἔναντι κυρίου, ἁμαρτία. Compare: προαμαρτάνω).
Greek Monotonic
ἁμαρτάνω: [ᾰμ..ᾰν] (√ΑΜΑΡΤ), μέλ. ἁμαρτήσομαι, αόρ. βʹ ἥμαρτον, Επικ. ἤμβροτον, παρακ. ἡμάρτηκα — Παθ. αόρ. αʹ ἡμαρτήθην, παρακ. ἡμάρτημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἡμάρτητο· I.1. αστοχώ, δεν πετυχαίνω το στόχο, με γεν., ἑκὼν ἡμάρτανε φωτός, σκόπιμα δεν πέτυχε τον άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἁμ.τῆς ὁδοῦ, δεν βρίσκω τον δρόμο, σε Αριστοφ.· τοῦ σκοποῦ, σε Αντιφ.
2. γενικά, αποτυγχάνω να κάνω, ξεφεύγω από το στόχο μου, χάνω το στόχο μου, αστοχώ, λανθάνω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., νοήματος ἤμβροτεν, αστόχησε να εστιάσει πάνω στη σκέψη, στον ίδ. κ.λπ.· ἁμ. τοῦ χρησμοῦ, τον παρερμηνεύω, σε Ηρόδ.
3. αποτυγχάνω να έχω, δηλ. στερούμαι κάτι, το χάνω, με γεν., ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ότι θα έπρεπε να στερηθώ το φως μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμ. πιστῆς ἀλόχου, σε Ευρ.
II. 1. αστοχώ, κάνω λάθος, παραπλανούμαι, αμαρτάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. τρόπου, γνώμῃ ἁμ., κάνω λάθος στην κρίση μου, σε Ηρόδ.· ή ἐν λόγοις, στον ίδ., Πλάτ.· με ουδ. επίρρ., τόδε γ' ἤμβροτον, έσφαλα σ' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, ἁμ. περί τι ή τινος, κάνω λάθος σ' ένα ζήτημα, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. Παθ., ἁμαρτάνεταί τι, διαπράττεται ένα αμάρτημα, σε Θουκ.· απρόσ., ἁμαρτάνεται περίτι, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: miss the mark, fail (Il.).
Other forms: Aor. ἁμαρτεῖν
Dialectal forms: Aeol. ἤμβροτον (Hom.)
Compounds: νημερτής, ναμ- (Hom.) unfehlbar, untrüglich, Dor. ναμέρτεια (S.). Younger ἀναμάρτητος without fault.
Derivatives: ἁμαρτία fault (A.); ἁμαρτωλή (Thgn.), whence ἁμαρτωλός erroneous, erring (Arist., ).
Origin: IE [Indo-European] [00] *h₂mert- miss, fail
Etymology: νημερτής supposes *n̥-h₂mert-; this form seems old because of the full grade (cf. ἀναμὰρτητος). -αρ- for -ρα- after the full grade? Aeol. ἀμ(β)ροτ-. The aspiration must be analogical; explanation from *h₂merst- is phonetically doubtful; also a root *h₂merst-, with its three final consonants, is prob. impossible in PIE. - No etym. Connection with *mers- forget is impossible because Arm. moranam does not have an initial vowel. The root perfectly suits the IE root structure. Cf. Ruijgh, Lingua 25, 1970, 308f.
Middle Liddell
[Root !αμαρτ]
I. to miss, miss the mark, c. gen., ἑκὼν ἡμάρτανε φωτός he missed the man on purpose, Il.; ἁμ. τῆς ὁδοῦ to miss the road, Ar.; τοῦ σκοποῦ Antipho.
2. generally, to fail of doing, fail of one's purpose, to miss one's point, fail, go wrong, Od., etc.; c. gen., νοήματος ἤμβροτεν failed in hitting upon the thought, Od., etc.; ἁμ. τοῦ χρησμοῦ to mistake it, Hdt.
3. to fail of having, i. e. to be deprived of, lose, c. gen., ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς that I should lose my sight, Od.; ἁμ. πιστῆς ἀλόχου Eur.
II. to fail, do wrong, err, sin, Hom., etc.; c. dat. modi, γνώμῃ ἁμ. to err in judgment, Hdt.; or ἐν λόγοις Hdt., Plat.; with a neut. adj., τόδε γ' ἤμβροτον I erred in this, Od.; in Prose, ἁμ. περί τι ἁμ. περί τι to do wrong in a matter, Plat., etc.
2. Pass., ἁμαρτάνεταί τι a sin is committed, Thuc.:—impers., ἁμαρτάνεται περί τι Plat.
Frisk Etymology German
ἁμαρτάνω: {hamartánō}
Forms: Aor. ἁμαρτεῖν (äol. Ind. ἤμβροτον)
Grammar: v.
Meaning: verfehlen, sich irren (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἁμαρτία Fehler, Irrtum, Versehen (att. hell.; zur Bedeutungsgeschichte s. Hey Philol. 83, 1ff., 137ff.); im selben Sinn ἁμάρτιον (A.), ἁμαρτάς (ion. und spät), ἁμάρτημα (att. hell.), ἁμαρτωλή (Thgn., Rhian. u. a.), ἁμαρτωλία (Hp., Kom.); sekundär ἁμαρτωλός Sünder (Arist., hell., vgl. Frisk Indogermanica 15 A. 2). Privatives Adj. νημερτής, ναμ- (ep. poet.) unfehlbar, untrüglich mit ναμέρτεια (dor.) Unfehlbarkeit (S., vgl. Björck Alpha impurum 128f., 230).
Etymology: Bildung und Herleitung unklar. Vermutungen von Froehde BB 20, 215ff., Osthoff IF 8, 11, Sommer Lautstud. 30ff., 38 sind bei Bq in Kürze referiert.
Page 1,87
Chinese
原文音譯:¡mart£nw 哈馬而他挪
詞類次數:動詞(43)
原文字根:不-印證(向上) 相當於: (אָשַׁם) (בָּגַד) (חָטָא / חֶטְאָה) (מָעַל) (בְּשַׁגַּם / שָׁגַג)
字義溯源:未中目標*,失誤,犯罪,干犯,得罪;未以神為目標,就是失誤,就是犯罪,就無分於獎賞。或由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)=無*)與(μέρος)=份)組成;而 (μέρος)又出自 (μείζων)X=分得的份*。犯罪是直接干犯神( 路15:18,21);也直接得罪別人( 太18:15,21);有時甚至得罪自己( 林前6:18)。世人犯罪乃是虧缺了神的榮耀( 羅3:23),其結果乃是受審判而滅亡( 羅2:12)。但神也預備了救恩,叫人悔改,相信主耶穌,而得永生( 約3:16. 約壹1:5-10)
同源字:1) (ἁμαρτάνω)犯罪 2) (ἁμάρτημα)罪 3) (ἁμαρτία)罪,罪過 4) (ἁμαρτωλός)有罪的 5) (ἀναμάρτητος)無罪的 6) (προαμαρτάνω)從前犯罪 參讀 (ἀδικέω)同義字
出現次數:總共(43);太(3);路(4);約(4);徒(1);羅(7);林前(7);弗(1);提前(1);多(1);來(2);彼前(1);彼後(1);約壹(10)
譯字彙編:
1) 犯罪(14) 太18:15; 約5:14; 羅5:16; 林前7:28; 林前7:28; 林前7:36; 林前15:34; 弗4:26; 多3:11; 彼前2:20; 約壹2:1; 約壹3:6; 約壹3:6; 約壹5:18;
2) 犯了罪(5) 約9:2; 約9:3; 羅3:23; 羅5:12; 來3:17;
3) 犯了罪的(2) 羅2:12; 羅2:12;
4) 犯(2) 羅5:14; 約壹5:16;
5) 罪(2) 太18:21; 林前6:18;
6) 我得罪(2) 路15:18; 路15:21;
7) 犯罪了(2) 路17:3; 約8:11;
8) 你們⋯得罪(1) 林前8:12;
9) 他⋯罪(1) 路17:4;
10) 我⋯干犯了(1) 徒25:8;
11) 我們⋯犯過罪(1) 約壹1:10;
12) 我⋯有罪了(1) 太27:4;
13) 你們⋯犯罪(1) 約壹2:1;
14) 我們⋯犯罪(1) 來10:26;
15) 犯罪的(1) 彼後2:4;
16) 得罪(1) 林前8:12;
17) 就可以犯罪麼(1) 羅6:15;
18) 犯罪的人(1) 提前5:20;
19) 就犯罪(1) 約壹3:8;
20) (繼續)犯罪(1) 約壹3:9;
21) 犯了(1) 約壹5:16
Mantoulidis Etymological
(=ἀποτυγχάνω, σφάλλω). Ἀπό τό α στερητ. + ρίζα σμαρ- (εἵμαρται) ἤ μερ- (μείρω, μέρος)+τ+αν+ω ἁμαρτάνω. (τό σ ἔγινε δασεία). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁμάρτημα, ἁμάρτησις, ἁμαρτία, ἁμαρτοεπής (=αὐτός πού μιλᾶ ἀπερίσκεπτα), ἁμαρτωλός, ἀναμάρτητος, νημερτής (=ἀλάνθαστος).
Lexicon Thucydideum
aberrare, falli, to go astray, be mistaken, 1.21.1, 1.33.3, 1.92.1, 3.20.3, 3.98.2, 4.61.6, 6.78.3, 6.92.1,
frustrari, to baffle, disappoint, 1.33.3, 3.53.2, 3.69.2, 7.50.1, 8.71.1,
errare, per errorem labi, to err, slip through error, 1.84.4, 2.87.7, 3.37.2, 3.40.2, 3.42.4, 3.47.1, 4.55.5, 5.7.5, 6.80.2,
peccare, delinquere, to sin, offend, 1.38.5, 1.38.6, 1.39.2, 1.42.2, 1.69.6, 3.40.1, 3.45.3, 3.54.2, 3.59.1, 3.62.4, 3.65.1, 3.67.2, 4.114.5, 6.16.6, 8.76.6,
PASS. 2.65.11, 3.56.6, [vulgo commonly ἡμάρτηταί τι]. 3.67.6, 7.18.3.
Translations
Arabic: أَثِمَ, أَذْنَبَ, خَطِئَ; Aromanian: amãrtipsescu; Asturian: pecar; Azerbaijani: günah işlətmək, günah etmək; Belarusian: грашы́ць; Bulgarian: греша́; Catalan: pecar; Cebuano: paghimo ug salä; Cherokee: ᎠᏍᎦᏅᎦ; Chinese Mandarin: 作孽, 造孽, 犯罪; Czech: hřešit, zhřešit; Dalmatian: desser; Danish: synde; Dutch: zondigen; Estonian: pattu tegema; Faroese: synda; Finnish: tehdä syntiä; French: pécher; Friulian: pecjâ, pečhâ; Galician: pecar; German: sündigen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌰𐌿𐍂𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: αμαρτάνω; Ancient Greek: ἁμαρτάνω; Hebrew: חטא; Hungarian: vétkezik; Icelandic: syndga; Ido: pekar; Interlingua: peccar; Irish: peacaigh; Italian: peccare; Japanese: 罪を犯す; Korean: 죄를 짓다; Latin: peccō; Latvian: grēkot; Lithuanian: nusidėti; Lombard: peccà, pecà; Luxembourgish: sëndegen; Macedonian: греши; Maore Comorian: ukosa; Norwegian Bokmål: synde; Occitan: pecar; Old Occitan: peccar; Old English: syngian, sċyldigian; Persian: گناه ورزیدن; Plautdietsch: sikj vesindjen; Polish: grzeszyć, zgrzeszyć; Portuguese: pecar; Romanian: păcătui; Russian: греши́ть, согреши́ть; Sanskrit: दुष्यति; Sardinian: pecai, pecare; Scottish Gaelic: peacaich; Serbo-Croatian Cyrillic: гре́шити, грије́шити; Roman: gréšiti, grijéšiti; Sicilian: piccari; Slovak: hrešiť; Slovene: grešíti; Spanish: pecar; Swedish: synda; Tagalog: gumawa ng kasamaan; Telugu: పాపం చేయు; Turkish: günah işlemek; Ukrainian: гріши́ти; Venetian: pecar; Vietnamese: phạm tội; Volapük: sinön; Welsh: pechu