ἀπολύω
English (LSJ)
[v. λύω], fut. -λύσω, etc.: fut. Pass. A ἀπολελύσομαι X.Cyr. 6.2.37:—loose from, ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od.21.46; ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος the sides of the ship from the keel, ib.12.420; undo, ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν ib.3.392; ἐπιδέσματα Hp. Fract.25. 2 set free, release, relieve from, ἀ. τινὰ τῆς φρουρῆς Hdt. 2.30; τῆς ἐπιμελείας X.Cyr.8.3.47; τῶν ἐκεῖ κακῶν Pl.R.365a; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας Id.Phd.65a, cf. 67a; ἀ. τῆς μετρήσεως save them from the trouble of measuring, Arist.Pol.1257a40:— Pass., to be set free, τῶν δεινῶν, φόβου, Th.1.70, 7.56, etc. b freq. in legal sense, ἀ. τῆς αἰτίης acquit of the charge, Hdt.9.88, X.An.6.6.15; opp. καταψηφίζω, Democr.262; τῆς εὐθύνης Ar.V.571: c. inf., ἀ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι acquit of being a thief, Hdt.2.174; so ἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν Th.1.95, cf. 128: abs., acquit, Ar.V.988,1000, Lys.20.20, etc. II in Il. always, = ἀπολυτρόω, release on receipt of ransom, οὐδ' ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ' ἄποινα 1.95; Ἕκτορ' ἔχει . . οὐδ' ἀπέλυσεν 24.115, al.:—Med., set free by payment of ransom, ransom, redeem, χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ' ἀπολυσόμεθ' at a price of .., Il.22.50 (but Act. in Prose, ἀπολύειν πολλῶν χρημάτων X.HG4.8.21). 2 let go, let alone, leave one, of an illness, Hp.Coac.564. III discharge, disband an army, ἀ. οἴκαδε X.HG6.5.21; generally, dismiss, discharge, ἐμὲ . . ἀπέλυσ' ἄδειπνον Ar.Ach. 1155, cf. Bion 1.96. 2 divorce a wife, Ev.Matt.1.19, etc.; τὸν ἄνδρα D.S.12.18. 3 do away with, remove, αἰσχύνην D.20.47:—Pass., Antipho 2.1.5. 4 discharge or pay a debt, Pl.Cra.417b; pay, ἀ. τὸν χαλκόν PTeb.490 (i B. C.); pay off a mortgage, POxy.509.15. 5 dismiss a charge, εἰσαγγελία ὑπὸ τοῦ κατηγόρου ἀπολελυμένη Hyp.Eux.38. IV ἀ. ἀνδράποδα Θρᾳξίν sell, Antipho 5.20; ἀ. οἰκίαν τινί sell a mortgaged house outright, Is.6.33. V deliver, τί τινι PFlor. 123.2 (iii A. D.): —Pass., ib.228.6 (iii A. D.). VI begin to count, [μοίρας] ἀπό .. Vett. Val. 135: abs., Id.19.19, Paul.Al.Q.2. VII intr., depart (cf. B.IV, C. 2), Plb.3.69.14, al. B Med. with aor. 2 ἀπελύμην (in pass. sense), Opp.C.3.128:— redeem, v. supr. A.11. II ἀπολύεσθαι διαβολάς do away with, refute calumnies against one, Th.8.87, Pl.Ap.37b, al.: abs., Arist.Rh.1416b9. 2 τὴν αἰτίαν, τὰς βλασφημίας, τὰ κατηγορημένα, Th.5.75, D. 15.2, 18.4: c. gen., τῶν εἰς Ἀριστόβουλον -σασθαι J.AJ15.3.5. b refute, τοὺς ἐναντίους λόγους Dam.Pr.126 ter: abs., ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη in defence, Hdt.8.59. III like Act., acquit, τοῦ μὴ κακῶς ἔχειν ἀλλ' ὀρθῶς Pl.Lg.637c. 2 release from, τοὺς Ἕλληνας ἀ. δουλείας Id.Mx.245a. IV like Pass. (c. ΙΙ), depart, S.Ant.1314; also, put off, πνεῦμα ἀ. AP9.276 (Crin.); but πνεῦμα μελῶν ἀπέλυε IG14.607e (Carales). C Pass., to be released, ἐλπίζων τοὺς υἱέας τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι from military service, Hdt.4.84, cf. X.Cyr.6.2.37; τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι to be freed from their rule, Th.2.8; τῶν δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι Id.1.70; τῆς ὑποψίας Antipho 2.4.3; τῆς μιαρίας ib. 3.11: abs., to be acquitted, Th.6.29; to be absolved from, τῶν ἀδικημάτων Pl.Phd.113d. II of combatants, to be separated, part, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο Th.1.49; generally, to be separated or detached, ἀλλήλων or ἀπ' ἀλλήλων, Arist.Metaph.1031b3, Ph.185a28; ἀ. τὰ ᾠὰ τῆς ὑστέρας Id.GA754b18, al.; ἀπολελυμένος, abs., detached, αἰδοῖον, γλῶττα, ὄρχεις, Id.HA500b2, 533a27, 535b2; τὴν γλῶτταν ἀ. having its tongue detached, Id.Fr.319, al.; also, distinct, differentiated, Id.HA497b22. 2 depart, ἔθανες, ἀπελύθης, S.Ant.1268 (lyr.), cf. Plb.6.58.4, al., LXX Nu.20.29, al.; cf. supr. B. IV. III of a child, to be brought forth, Hp.Superf.11, cf. 24, Arist.GA745b11; of the mother, to be delivered, Hp.Epid.2.2.17. IV to be annulled, Arist. EN1156a22. V ἀπολελυμένος, η, ον, absolute, especially in Gramm., D.T. 636.15, A.D.Synt.97.20, al.: also, general, of meaning, Olymp.Alch. p.72B. VI of metres, irregular, without strophic responsion, Heph.Poëm.5.
German (Pape)
[Seite 313] ablösen, 1) einen Gefangenen für ein Lösegeld freigeben, Iliad. 1, 95; 10, 449 dem μεθεῖναι, umsonst freilassen, gegenüberstehend; freilassen, Plat. Rep. III, 390 a; von Soldaten, entlassen, Xen. Hell. 6, 5, 21; die Frau entlassen, sich von ihr scheiden, Ev. Matth. 1, 19, vgl. 5, 31; freisprechen vor Gericht, ἀπέλυσαν αὐτόν, μὴ φῶρα εἶναι Her. 2, 174; τινὰ τῆς αἰτίης 9. 88; Thuc. 6, 29; Xen. Mem. 4, 8, 5 u. sonst; pass. ἀπολύεσθαι μὴ ἀδικεῖν Thuc. 1, 95; vgl. Lys. 8. 4; Isocr. 1, 23; med. ἀπολύσασθαι αἰτίας Aesch. 2, 2; absol. Ar. Vesp. 988; rechtfertigen, Dem. 24, 13 u. Sp. – 2) trennen, absondern, losmachen, ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od. 21, 46; ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν, machte das Band, den Deckel los, 3, 392; vgl. πεῖσμα δ' ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο Od. 1 3, 77; losreißen, ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος Od. 12, 420; befreien, τινὰ κακῶν Plat. Rep. II. 365 a; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας Phaed. 64 e; ὁπλοφόρου τάξεως Xen. Cyr. 6, 2, 37; ὠδῖνα, gebären, Ael. H. A. 3, 16 u. öfter; übertr., τινὰ τῆς ὠδῖνος Plat. Conv. 206 e; Theaet. 184 b τινὰ ὧν κύει ἀπολῦσαι; ἀνάλωμα, bezahlen, Crat. 417 b; wie absolvo, abmachen, Men. 99 b. – Med., a) loskaufen, χρυσοῦ, für Gold, Il. 22, 50; πολλῶν χρημάτων Xen. Hell. 4, 8, 21; befreien, τοὺς Ἕλληνας δουλείας Plat. Men. 245 a; sich von etwas befreien, διαβολήν Apol. 37 b, eine Verleumdung widerlegen; ἀπολύεσθαι τὰς διαβολὰς πρός τινα Thuc. 8, 87; vgl. Dem. 18, 50; αἰτίας καὶ ὑπονοίας Plut. Anton. 74. – b) von einander loskommen, Thuc. 1, 49; dah. weggehen, Pol. 2, 34 u. öfter; ähnl. π οίῳ δέ ἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ Soph. Ant. 1314, wie kam sie um? vgl. ἔθανες, ἀπελύθης, 1254, u. πνεῦμα ἀπελύσατο Crinag. 31 (IX, 276). – τὸ ἀπολελυμένον, = ἀπόλυτον, der Positiv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολύω: [ἴδε λύω]: μέλλ. -λύσω, κτλ.: μετ’ ὀλ. μέλλ. ἀπολελύσομαι Ξεν. Κύρ. 6. 2, 37. Λύω ἀπότινος, ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Ὀδ. Φ. 46· ὄφρ’ ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος, τὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς τρόπιδος, Μ. 420.· λύω τι δεδεμένον, ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν Γ. 392. 2) ἀπελευθερῶ τινα ἀπό τινος, ἀνακουφίζω τινὰ ἀπό... ἀπ. τινὰ τῆς φρουρῆς Ἡρόδ. 2. 30· τῆς ἐπιμελείας Ξεν. Κύρ. 8. 3, 47· τῶν ἐκεῖ κακῶν Πλάτ. Πολ. 365Α· τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας ὁ αὐτ. Φαίδων 64Ε· ἀπ. τῆς μετρήσεως, ἀπαλλάττω τινὰ τοῦ κόπου τῆς..., Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8: ― Παθ. ἀπελευθεροῦμαι, τῶν δεινῶν, φόβου Θουκ. 1. 70., 7, 56, κτλ. β) συχνάκις ἐπὶ νομικῆς σημασίας, ἀπ. τῆς αἰτίης, ἀθῳώνω ἀπὸ τῆς κατηγορίας, Ἡρόδ. 9. 88. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15· τῆς εὐθύνης Ἀριστοφ. Σφ. 571: ― μετ’ ἀπαρ., ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι, ἀθῳώνω ἀπὸ τῆς κατηγορίας ὅτι εἶναι κλέπτης, Ἡρόδ. 2. 174· οὕτως, ἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν Θουκ. 1. 95, 128: - ἀπολ., ἀθῳώνω, Ἀριστοφ. Σφ. 988, 1000, Λυσ. 159, 43, κτλ. πρβλ. καδίσκος καὶ ἴδε κατωτέρ. ΙΙΙ. 5. ΙΙ. ἐν τῆ Ἰλ. ἀείποτε = τῷ ἀπολυτρόω, ἀφίνω τινὰ ἐλεύθερον ἐπὶ τῇ παραλαβῇ τῶν λύτρων, οὐδ’ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄποινα Λ. 95· Ἕκτορ’ ἔχει..., οὐδ’ ἀπέλυσεν Ω. 115, κ. ἀλλ.: ― Μέσ. ἀπελευθερῶ δι’ ἀποτίσεως τῶν λύτρων, ἀπολυτρῶ, ἐξαγοράζω, χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ’ ἀπολυσόμεθ’, ἀντί..., Ἰλ. Χ. 50· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ἀπολύεσθαι πολλῶν χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21. 2) ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, ἀπολείπω, ἐπὶ νόσου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 210. ΙΙΙ. διαλύω στρατόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 21, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 67Α: - Ἐν γένει, ἀπολύω τῆς ὑπηρεσίας, ἀποστέλλω, ἐμέ γ΄..., ἀπέλυσ’ ἄδειπνον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1155, πρβλ. Βίωνα 1. 96. 2) ἐπὶ ἀνδρός, ἀποπέμπω τὴν γυναῖκά μου, διαλύω τὸν μετ’ αὐτῆς γάμον, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτὴν Εὐαγγ. κ. Ματθ. α΄, 19, κτλ. ἐπὶ γυναικός, καταλείπω τὸν ἄνδρα, δεύτερος δὲ διωρθώθη νόμος ὁ διδοὺς ἐξουσίαν τῇ γυναικὶ ἀπολύειν τὸν ἄνδρα Διόδ. 12. 18. 3) ἀποπλύνω, ἐξαλείφω, αἰσχύνην Δημ. 471, 10, πρβλ. Ἀντιφῶντα 115. 20. 4) πληρώνω ὀφειλήν, Πλάτ. Κρατ. 417Β. 5) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, εἰσαγγελία ἀπολελυμένη ὑπὸ τοῦ κατηγόρου Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 47· ἀπολυομένη ὑποψία Ἀντιφῶν 115. 20. ΙV. ἀπ. ἀνδράποδα Θρᾳξίν, πωλεῖν, ὁ αὐτ. 131. 39· ἀπ. οἰκίαν τινί, πωλῶ ἐξ ὁλοκλήρου τὴν οἰκίαν εἴς τινα, ὑποθηκευμένην ἤδη εἰς αὐτόν, Ἰσαῖος 59. 32. Β. Μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἀπελύμην (ἐπὶ παθ. σημασ.) Ὀππ. Κ. 3. 128: ― ἀπολυτρῶ, ἐξαγοράζω, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. ΙΙ. ἀπολύεσθαι διαβολάς, ἀναιρεῖν, ἀνασκευάζειν, ἀποδεικνύειν αὐτὰς ψευδεῖς, Λατ. diluere, Θουκ. 8. 87, Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 10· οὕτω, τὴν αἰτίαν, τὰς βλασφημίας, τὰ κατηγορημένα Θουκ. 5. 75, Δημ. 191, 11., 226, 26· ἀπολ., ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη, ἀπολογούμενος, Ἡρόδ. 8. 59. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ., ἀπολύω τινὰ αἰτίας ἢ κατηγορίας, ἀπαλλάσσω αὐτὸν, τινὸς Ἀντιφῶν 119. 12· τοῦ μὴ κακῶς ἔχειν ἢ ὀρθῶς Πλάτ. Νόμ. 637C. 2) ἀπελευθερῶ ἀπό τινος, τοὺς Ἕλληνας ἀπ. δουλείας ὁ αὐτ. Μενέξ. 245Α. IV. ἀπέρχομαι, κἀπελύσατ’, ἀπῆλθε, κατέλιπε τὸν βίον, Σοφ. Ἀντ. 1314. Γ. Παθ., ἀφίεμαι ἐλεύθερος, ἀφίνομαι, ἀπαλλάσσομαι, ἐλπίζων τοὺς υἱέας στρατηΐης ἀπολελύσθαι, ἀπὸ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Ἡρόδ. 4. 84· τῆς αρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι, νὰ ἐλευθερωθῶσι τῆς ἐξουσίας αὐτῶν, Θουκ. 2. 8· τῶν δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι 1. 70: ― ἀπολ., ἀπαλλάσομαι, ἀθῳώνομαι, 6. 29· καθαιρόμενοι τῶν τε ἀδικημάτων διδόντες δίκας ἀπολύονται Πλάτ. Φαίδων 113D. II. ἐπὶ ἀντιμαχομένων, ἀποχωρίζομαι, ἐπειδὴ γὰρ προσβάλοιεν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο Θουκ. 1. 49: ― καθόλου, ἀποχωρίζομαι, ἀποσπῶμαι, ἀλλήλων ἢ ἀπ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Μεταφ. 6. 6, 5, Φυσ. 1. 2, 6· ἀπ. τὰ ᾠὰ τῆς ὑστέρας ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 3, 7, κ. ἀλλ.· ἀπολελυμένος, ἀπολ., ἀποκεχωρισμένος, ἐλεύθερος νὰ κινῆται, οὐχὶ προσκεκολλημένος ὅλος εἰς τὸ σῶμα, αἰδοῖα, γλῶττα, ὄρχεις ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 41., 4. 8, 7., 4. 9, 2· τὴν γλῶτταν ἀπολελυμένος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 300, κ. ἀλλ. 2) ἀπέρχομαι, φεύγω διὰ παντός, ἔθανες, ἀπελύθης Σοφ. Ἀντ. 1268, καὶ συχν. παρὰ Πολυβ. καὶ τοῖς Ἑβδ., πρβλ. Β. ΙV. III. ἐπὶ παιδίου, γεννῶμαι, Ἱππ. 261. 49, κἑξ., πρβλ. 262. 39, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 6, 54: ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μητρός, ἐλευθερώνομαι, τίκτω, Ἱππ. 1013Ε. ΙV. ἐκλείπω, ἀπολυθέντος οὖν δι’ ὃ φίλοι ἦσαν, διαλύεται καὶ ἡ φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 3, 3. V. ἀπολελυμένος, η, ον, ἀπόλυτος, ἐξουσία Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 10. 5. 7· πρβλ. ἀπόλυτος.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπολύσω, ao. ἀπέλυσα, pf. ἀπολέλυκα;
I. délier, détacher : ἱμάντα OD une courroie;
II. fig. 1 libérer un captif moyennant rançon;
2 t. de droit absoudre qqn d’une accusation ; ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι HDT acquitter qqn comme n’étant pas un voleur;
3 congédier, renvoyer;
4 affranchir, libérer : τινά τινος qqn d’une charge, d’un souci, etc. ; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος κοινωνίας PLAT affranchir l’âme de la communauté avec le corps ; Pass. τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι HDT être affranchi du service militaire ; τῆς ἀρχῆς ἀπ. THC être affranchi de l’autorité (de qqn);
Moy. ἀπολύομαι;
1 tr. écarter de soi : διαβολάς, αἰτίαν des attaques, une accusation ; abs. ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη HDT il dit pour sa défense;
2 intr. s’éloigner, quitter la vie, mourir.
Étymologie: ἀπό, λύω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπέλῦσας, subj. ἀπολύσομεν, mid. fut. ἀπολῦσόμεθα, aor. part. ἀπολῦσάμενος: I. act., loose from, release for ransom (Il.)<<>*<>> ἵμαντα θοῶς ἀπέλῦσε κορώνης, Od. 21.46; οὐδ' ἀπέλῦσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ ἄποινα, Il. 1.95.—II. mid., loose from oneself, get released for oneself, ransom; ἀπολῦσάμενος (κρἠδεμνον), Od. 5.349; (παῖδας) χαλκοῦ τε χρῦσοῦ τ' ἀπολῦσόμεθα, Il. 22.50.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. perf. 3a plu. ἀπολέλυκαν BGU 1256.23 (II a.C.); med. aor. part. ἀπολύμενα Opp.C.3.128; perf. fut. ἀπολελύσομαι X.Cyr.6.2.37]
A tr. c. ac. y a veces gen.
I c. mov. a partir de un término distinto del suj.
1 c. ac. de cosas o anim. soltar, desatar ἱμάντα ... κορώνης Od.21.46, τοίχους ... τρόπιος Od.12.420 (tm.), κρήδεμνον Od.3.392 (tm.), ἐπιδέσματα Hp.Fract.25, αὐτάς (τὰς ἡμιόνους) Hierocl.Facet.128
•desgarrar en v. pas. νεῦρα ἀπολυθέντα Hp.Art.86
•disolver en v. pas. τροφὴ ἀπολυθεῖσα Hp.Alim.4.
2 c. ac. de pers. dejar libre mediante rescate θύγατρα Il.1.95, Ἕκτορα Il.24.115, ἀνδράποδα Antipho 5.20, c. ac. de pers. y gen. de precio Τιγράνην ... πολλῶν χρημάτων X.HG 4.8.21, tb. en v. med. (Λυκάονα καὶ Πολύδωρον) χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ' Il.22.50
•gener. liberar, dar libertad οὐδέναν POxy.2731.17 (IV/V d.C.), cf. en v. pas. PYale 42.35 (III a.C.)
•de donde tb. en v. pas. dar a luz Hp.Epid.2.2.17, Superf.11
•hacer o dejar morir ἕως ἂν ὁ θεὸς αὐτὸς ἀπολύσῃ ἡμᾶς Plu.2.108c
•medic., abs. resolver o curar una enfermedad, Hp.Coac.564.
3 fig., c. ac. de pers. y gen. de abstr. librar τοὺς Αἰγυπτίους τῆς φρουρῆς Hdt.2.30, cf. E.Or.1236, λόγου δέ σε μακροῦ ἀπολύσω E.Supp.639, ἐμὲ ... τῆς ἐπιμελείας X.Cyr.8.3.47, τῶν ἐκεῖ κακῶν ... ἡμᾶς Pl.R.365a, τῆς μετρήσεως αὑτούς Arist.Pol.1257a40, φόβου ... τοὺς Ἕλληνας Plb.2.12.5, cf. 43.4, τοὺς ἐν αἰτίαις ὄντας ... τῶν ἐνκεκλ(η)μένων OGI 90.14 (Roseta II a.C.), ἢ τᾶς αἰτίας σεαυτὸν ἢ τοῦ ζῆν Plu.2.241e, ἡμᾶς ... πάθους Aristid.Quint.71.19, τοῦ σώματος καὶ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων τὴν ψυχήν Clem.Al.Strom.5.8.55, cf. Origenes Cels.6.59, en v. pas. τῆς μισθώσεως BGU 2057.6 (I d.C.)
•c. ac. y ἀπό: τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας Pl.Phd.65a, tb. en v. med. τοὺς ... Ἕλληνας ... δουλείας Pl.Mx.245a, τοὺς δὲ φόβου Th.7.56.
4 en cont. legales, c. ac. de pers. absolver φεύγοντ' ἀπολύσας ἄνδρα Ar.V.1000, τούτους Isoc.15.129
•c. ac. de pers. y gen. παῖδας ... τῆς αἰτίης Hdt.9.88, cf. X.An.6.6.15 (τὸν πατὲρα) τῆς εὐθύνης Ar.V.571
•c. inf. μὴ φῶρα εἶναι Hdt.2.174, en v. pas. ἀπολύεσθαι μὴ ἀδικεῖν ser declarado inocente Th.1.95, 128
•abs., op. καταψηφίζειν Democr.B 262, Ar.V.988, Lys.20.20
•rescindir en v. pas. ἀπολυθέντος οὖν δι' ὃ φίλοι ἦσαν, διαλύεται καὶ ἡ φιλία cuando se destruye aquello por lo que eran amigos, se destruye también la amistad Arist.EN 1156a22
•dispensar αὐτὸν ... λαμβάνειν ὃ δύναται Tim.I Alex.Resp.10.
5 en cont. milit., sólo c. ac. de pers. dejar ir, licenciar Σπαρτιάτας ... οἴκαδε X.HG 6.5.21, frec. en part. pas. ἱππεὺς ἀπολελυμένος PYale 60.2 (I a.C.), οἱ ἐντίμως ἀπολελυμένοι ἀπὸ (ἑκατοντάρ)χ(ων) PCair.Isidor.91.4 (IV d.C.)
•de grupos disolver τὸ πλῆθος I.AI 11.337, τὴν ἐκκλησίαν Apoph.Patr.M.65.269B
•tb. c. ac. de pers. o grupos despedir ἐμὲ ... ἄδειπνον Ar.Ach.1155, λαμπαδάρχας BGU 1256.23 (II a.C.), τοὺς κατηχουμένους Const.App.8.38.1
•gener., c. ac. de pers. o cosas enviar (σέ) PTeb.716.12 (II a.C.), ταῦτα POxy.1831.13 (V d.C.).
6 c. ac. de pers. e inf. permitir τὸν μάγον ... τοιαῦτα πράττειν A.Petr.et Paul.50 (p.200), cf. A.Pass.Petr.et Paul.29 (p.144), σοὺς ὀφθαλμοὺς ῥέμβεσθαι Ephr.Syr.1.80D.
7 pagar τὸν χαλκόν PTeb.490 (I a.C.)
•entregar Ὠρείωνι ... οἴνου μονόχωρα ἑκατόν PFlor.123.2 (III d.C.), en v. pas. τὰ ἀπολυθέντα μοι ἀπὸ τοῦ ... Ἀλυπίου PFlor.228.6 (III d.C.).
8 cancelar ὑποθήκην POxy.509.15 (II d.C.)
•descontar ταύτας (ἡμέρας) ἀπὸ Θώθ Anon.astr. en PRyl.27.39.
II c. mov. a partir del suj., c. ac. de abstr., pers. o cosas en rel. c. el suj.
1 librarse c. ac. de abstr. τὴν αἰσχύνην D.20.47, tb. en v. med. τοὺς ματαίως κατέχοντας ἡμᾶς φόβους Diog.Oen.3.6.6
•renunciar a τὸ γένημα BGU 1836.22 (I a.C.), en v. pas. εἰσαγγελία ... ἀπολελυμένη Hyp.Eux.38.
2 c. ac. de pers. fem. repudiar τὴν γυναῖκα D.H.2.25, LXX 1Es.9.36, Eu.Matt.1.19, cf. Athenag.Leg.33.5, Σαλώμην PMur.115.4 (II d.C.), αὐτήν Herm.Mand.4.1.6.
3 en v. med. refutar διαβολάς Th.8.87, Pl.Ap.37b, cf. Isoc.15.56, τὴν αἰτίαν Gorg.B 11.8, Th.5.75, τὰς βλασφημίας D.15.2, τὰ κατηγορημένα D.18.4, ὑπὲρ ἡμῶν πᾶσαν ὑποψίαν καὶ διαβολήν Plu.2.436e, τοὺς ἐναντίους ... λόγους Dam.Pr.126ter
•c. gen. hacer refutación τῶν εἰς Ἀριστόβουλον I.AI 15.64 (ms.)
•abs. Arist.Rh.1416b9, ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη dijo en su defensa Hdt.8.59.
4 c. ac. de abstr. o partes del suj. separar, destacar ἀπὸ τοῦ προτέρου ... ἕκαστον ὧν συμβουλεύω φράζειν Isoc.15.68
•esp. en part. pas. independiente τὰ ἀριστερὰ δ' ἧττον ἔχει ἀπολελυμένα τῶν ἀνθρώπων sus miembros izquierdos son menos independientes que los del hombre Arist.HA 497b22
•separado, destacado αἰδοῖον Arist.HA 500b2, cf. 535b2, γλῶττα Arist.HA 533a27, τὸ ἐφ' ἡμῖν ἀπολελυμένον Eus.PE 6.11 (p.354)
•gram. absoluto (ὄνομα) D.T.636.15, 27
•de sentido general τὸ δὲ τῆς πλύσεως (εἶδος) διττόν, τὸ μὲν μυστικόν, τὸ δὲ ἀπολελυμένον Olymp.Alch.72.14
•métr. sin responsión estrófica τὰ ἀπολελυμένα Heph.Poëm.5
•disoluto ἑταιρίς Chrys.M.57.48.
B intr. en v. med.-pas.
1 retirarse ἐκ τῆς ἐκκλησίας Plb.15.26.8, ἐκ τῆς χώρας Plb.33.9.4, abs., Plb.6.58.4, ἐν εἰρήνῃ Const.App.8.15.10
•gener. partir de donde fig. morir S.Ant.1268, ἀπέλυσεν ἐν Κυρίῳ Io.Not.V.Eus.M.86.301C
•tb. en v. act. cesar ἐκ τῆς ἀγωνοθεσίας SEG 3.367.31 (Lebadea II a.C.).
2 separarse de combatientes (ἀλλήλων) οὐ ῥαδίως ἀπελύοντο Th.1.49, ἀλλήλων Arist.Metaph.1031b3.
3 librarse τὸ σῶμα ... τὴν θέρμην ἀπολύεται Hp.Morb.4.45.5
•separarse, liberarse διάνοια ... ἀπολυομένη ἀτρέμα τῆς αἰσθήσεως Plu.2.718e, ἀπελύσαο δεσμῶν Pamprepius 1ue.15
•abs. romper relaciones ἀπ' ἀλλήλων BGU 1011.1.17 (II a.C.).
English (Strong)
from ἀπό and λύω; to free fully, i.e. (literally) relieve, release, dismiss (reflexively, depart), or (figuratively) let die, pardon or (specially) divorce: (let) depart, dismiss, divorce, forgive, let go, loose, put (send) away, release, set at liberty.
English (Thayer)
(imperfect ἀπελυον); future ἀπολύσω; 1st aorist ἀπελυσα; passive, perfect ἀπολελυμαι; 1st aorist ἀπελυθην; (future ἀπολυθήσομαι); imperfect middle ἀπελυομην (to loose from, sever by loosening, undo (see ἀπό, V.);
1. to set free: τινα τίνος (so in Greek writings even from Homer down), to liberate one from a thing (as from a bond), ἀπολέλυσαι (thou hast been loosed i. e.) be thou free from (cf. Winer's Grammar, § 40,4) τῆς ἀσθενείας (L T ἀπό τῆς ἀσθενείας)).
2. to let go, dismiss (to detain no longer); τινα, a. a suppliant to whom liberty to depart is given by a decisive answer: ἀπολύειν is used in Plutarch, consol. ad Apoll. § 13cf. 11at the end)); (to bid depart, send away: τήν ἐκκλησίαν); passive to let go free, to release;
a. a captive, i. e. to loose his bonds and bid him depart, to give him liberty to depart: R G L Tr in brackets); ἀπολελύσθαι ἐδύνατο (might have been set at liberty, cf. Buttmann, 217 (187), § 139,27c.; Winer s Grammar, 305 (286) i. e.) might be free; perfect as in Winer's Grammar, 334 (313))); ἀπολύειν τινα τίνι, to release one to one, grant him his liberty: Luke 23:(R L in brackets), τῆς ἁμαρτίας ἀπολύεσθαι, ἀπολύω τήν γυναῖκα to dismiss from the house, to repudiate: τόν ἄνδρα ἀπολύειν in Diodorus 12,18) (unless, as is more probable, Mark , contrary to historic accuracy (yet cf. Josephus, Antiquities 15,7, 10), makes Jesus speak in accordance with Greek and Roman usage, according to which wives also repudiated their husbands (references in Meyer, at the passage)); (cf. שִׁלַּח, ἀπολύομαι, properly, to send oneself away; to depart (Winer's Grammar, 253 (238)): Exodus 33:11).
Greek Monolingual
κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω)
1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό
3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα)
νεοελλ.
1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω
2. φρ. «απολάω λυτούς και δεμένους» — αποστέλλω τους πάντες για ανεύρεση κάποιου ή για εκτέλεση επείγοντος έργου
μσν.- νεοελλ.
1. περατώνω τη λειτουργία
2. (για λειτουργία) τελειώνω, σχολνώ
3. αφήνω κάτι να χαλαρωθεί, χαλαρώνω
4. (για μαλλιά) αφήνω λυτά
5. εκσφενδονίζω, ρίχνω
αρχ.-μσν.
1. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) ὁ ἀπολελυμένος, -η, -ον
2. απαλλάσσω άπό τη ζωή («νῦν ἀπολύοις τὸν δοῡλον σου»)
αρχ.
Ι. 1. λύνω κάτι από κάπου, αποδεσμεύω
2. απελευθερώνω, απαλλάσσω, απολυτρώνω
3. διαλύω το στράτευμα
4. αθωώνω, απαλλάσσω από κατηγορία
5. χωρίζω, εγκαταλείπω (γυναίκα, άνδρα)
6. πληρώνω οφειλή
7. πουλώ
8. απαλλάσσω από κάτι δυσάρεστο, ανακουφίζω
9. αναχωρώ, απέρχομαι
II. (-ομαι)
1. απελευθερώνω τον εαυτό μου ή επιτυγχάνω με τις ενέργειες μου την απελευθέρωση άλλων
2. αντικρούω κατηγορία, απολογούμαι
3. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι
4. δεν είμαι προσκολλημένος, κινούμαι ελεύθερα
5. (για μητέρα) λευτερώνομαι, γεννώ
6. (για παιδί) γεννιέμαι
7. δεν υπάρχω πλέον, εκλείπω
8. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή.
Greek Monotonic
ἀπολύω: μέλ. -λύσω [ῡ] κ.λπ.· συντελ. μέλ. ἀπολελύσομαι·
Α. I. 1. λύνω κάτι από κάτι άλλο, τί τινος, σε Ομήρ. Οδ.· λύνω, χαλαρώνω, στο ίδ.
2. απελευθερώνω, απαλλάσσω ή ανακουφίζω από, τινὰ τῆς φρουρᾶς, τῆς ἐπιμελείας, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι ἀπό τινος, σε Πλάτ. — Παθ., απελευθερώνομαι από, σε Θουκ.
3. με νομική σημασία, ἀπολύω τῆς αἰτίης, απαλλάσσω, αθωώνω από την κατηγορία, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., ἀπολύω τινὰ μὴ φῶρα εἶναι, αθωώνω κάποιον από την κατηγορία ότι είναι κλέφτης, σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., αθωώνω, σε Αριστοφ.
II. απελευθερώνω κάποιον λαμβάνοντας λύτρα, παραλαμβάνω λύτρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων, εξαγοράζω, χρυσοῦ, καταβάλλοντας το αντίτιμο σε χρυσό, στο ίδ.
III. 1. διαλύω ή διασκορπίζω στράτευμα, σε Ξεν.· γενικά, απαλλάσσω από υπηρεσία, σε Αριστοφ.
2. χωρίζω, αποπέμπω τη γυναίκα μου, σε Καινή Διαθήκη Β. 1. Μέσ., εξαγοράζω, απελευθερώνω καταβάλλοντας λύτρα, βλ. ανωτ. II.
2. ανασκευάζω τις κατηγορίες εναντίον κάποιου, τις αναιρώ, Λατ. diluere, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., ἀπολυόμενος, ο απολογούμενος, σε Ηρόδ.
III. όπως το Παθ. (Γ. II.), αποχωρώ, αναχωρώ, απέρχομαι, σε Σοφ. Γ. Παθ.,
I. αφήνομαι ελεύθερος, απαλλάσσομαι, τῆς στρατηΐης, από τη στρατιωτική υπηρεσία, σε Ηρόδ.· τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι, απαλλάχθηκαν από τις εξουσίες τους, σε Θουκ.· απόλ., αθωώνομαι, απαλλάσσομαι από μια κατηγορία, στον ίδ., Πλάτ.
II. 1. λέγεται για αντιμαχόμενους, αποχωρίζομαι, αποσπώμαι, σε Θουκ.
2. απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολύω:
1) развязывать, отвязывать (ἱμάντα κορώνης Hom.);
2) снимать, убирать (κρήδεμνον Hom.);
3) освобождать, отпускать на свободу (τινά Hom.; πολλῶν χρημάτων ἀπολύεσθαι Xen.);
4) реже med. освобождать, избавлять (τινά τινος Her., Xen., Plat., Plut.): τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι Her. быть освобожденным от военной службы;
5) освобождать, оправдывать: ἀ. τινὰ αἰτίας Her., Xen. освобождать кого-л. от обвинения; ἀπέλυσαν αὐτὸν μὴ φῶρα εἶναι Her. его не признали вором; διαβολὰς ἀπολύεσθαι Thuc., Plat. защищаться от клеветнических обвинений;
6) отпускать, прощать (ἀνάλωμα Plat.; med. τὰς αἰτίας καὶ ὑπονοίας Plut.);
7) распускать (τοὺς Σπαρτιάτας οἴκαδε Xen.);
8) отсылать (τινὰ ἄδειπνον Arph.): ἀ. τὸν ἄνδρα Diod. разводиться с мужем;
9) отделять: ἀπολύεσθαι (ἀπ᾽) ἀλλήλων Arst. разделяться, расставаться, разобщаться; ἀπολελυμένος Arst. отдельный, обособленный, филос. безотносительный, абсолютный;
10) med. уходить, удаляться (εἰς τὸν τόπον Polyb.);
11) med. кончать жизнь самоубийством (ποίῳ ἀπελύσατο τρόπῳ; Soph.).
Middle Liddell
I. to loose from, τί τινος Od.: to undo, Od.
2. to set free from, release or relieve from, τινὰ τῆς φρουρῆς, τῆς ἐπιμελείας Hdt., Xen.; τι ἀπό τινος Plat.:—Pass. to be set free from, Thuc.
3. in legal sense, ἄπ. τῆς αἰτίης to acquit of the charge, Hdt., Xen.:—c. inf., ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι to acquit one of being a thief, Hdt.: then absol. to acquit, Ar.
II. to let go free on receipt of ransom, hold to ransom, Il.:—Mid. to ransom, redeem, χρυσοῦ by payment of gold, Il.
III. to discharge or disband an army, Xen.:—generally, to dismiss, Ar.
2. to divorce a wife, NTest.
B. Mid. to redeem, v. supr. II.
II. to do away with charges against one, Lat. diluere, Thuc., Plat.:— absol., ἀπολυόμενος in defence, Hdt.
III. like Pass. (c. II), to depart, Soph.
C. Pass. to be released, let off, τῆς στρατηΐης from military service, Hdt.; τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι to be freed from their rule, Thuc.:—absol. to be acquitted, discharged, Thuc., Plat.
II. of combatants, to be separated, part, Thuc.
2. to depart, Soph.
Chinese
原文音譯:¢polÚw 阿坡呂哦
詞類次數:動詞(69)
原文字根:從-釋放 相當於: (גָּרַשׁ) (מוּשׁ)
字義溯源:完全自由,釋放,打發出去,打發,散去,放掉,分離,離開,休,饒恕;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λύω)*=解開)組成。這個組合字有相當廣泛的意義與應用:
1)休(妻),意為分離,( 太19:3 ,7 ,8 ,9; 可10:2 ,4 ,11 ,12)
2)釋放(囚犯,奴隸),( 可15:6 ,9 ,11 ,15; 約18:39; 19:10; 徒3:13; 4:21; 5:40)
3)散去,打發回去,( 太14:15 ,22; 15:23 ,32)
3)免債的釋放,( 太18:27)。脫離(病魔的捆綁,得自由),( 路13:12)
4)經歷滿足的釋放( 路2:29)
同源字:1) (ἀπολύω)釋放 2) (λύω)解開參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(68);太(20);可(12);路(15);約(5);徒(15);來(1)
譯字彙編:
1) 釋放(7) 太27:15; 路23:17; 路23:18; 路23:20; 約19:12; 徒16:35; 徒28:18;
2) 休(6) 太5:31; 太19:8; 太19:9; 可10:2; 可10:11; 路16:18;
3) 釋放了(4) 太18:27; 徒4:21; 徒5:40; 徒26:32;
4) 我釋放(2) 太27:17; 太27:21;
5) 我要⋯釋放(2) 路23:16; 路23:22;
6) 他釋放(2) 太27:26; 可15:11;
7) 我⋯釋放(2) 約18:39; 約18:39;
8) 他叫⋯散去(1) 太15:39;
9) 休⋯麼(1) 太19:3;
10) 叫⋯散開(1) 可6:45;
11) 打發⋯走罷(1) 太15:23;
12) 使⋯散開(1) 可6:36;
13) 已經釋放了(1) 來13:23;
14) 釋放你們(1) 徒16:36;
15) 就釋放了(1) 徒17:9;
16) 就散去(1) 徒28:25;
17) 我⋯打發(1) 可8:3;
18) 他⋯走了(1) 可8:9;
19) 可以釋放⋯離去(1) 路2:29;
20) 他⋯回去(1) 路8:38;
21) 你⋯釋放(1) 約19:12;
22) 叫⋯散去(1) 徒19:41;
23) 打發⋯走(1) 徒23:22;
24) 他要⋯釋放(1) 可15:6;
25) 我釋放⋯麼(1) 可15:9;
26) 打發(1) 徒15:33;
27) 他⋯釋放了(1) 路23:25;
28) 要釋放(1) 徒3:13;
29) 可以休(1) 太19:7;
30) 被休的婦人(1) 太19:9;
31) 可以休妻(1) 可10:4;
32) 離棄(1) 可10:12;
33) 回去(1) 太15:32;
34) 散去了(1) 太14:23;
35) 要休(1) 太5:32;
36) 這被休的(1) 太5:32;
37) 散開(1) 太14:15;
38) 遣散(1) 太14:22;
39) 就釋放(1) 可15:15;
40) 你們要饒恕人(1) 路6:37;
41) 釋放你(1) 約19:10;
42) 休了(1) 太1:19;
43) 他們既被釋放(1) 徒4:23;
44) 就打發出去了(1) 徒13:3;
45) 所休的(1) 路16:18;
46) 叫他走了(1) 路14:4;
47) 必蒙饒恕(1) 路6:37;
48) 請散開(1) 路9:12;
49) 你脫離了(1) 路13:12;
50) 受差遣(1) 徒15:30