Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποδείκνυμι

From LSJ
Revision as of 16:59, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδείκνῡμι Medium diacritics: ἀποδείκνυμι Low diacritics: αποδείκνυμι Capitals: ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΜΙ
Transliteration A: apodeíknymi Transliteration B: apodeiknymi Transliteration C: apodeiknymi Beta Code: a)podei/knumi

English (LSJ)

(and ἀποδεικνύω X.Smp.8.20, Plb.7.14.3), Ion. ἀποδέκνυμι GDI5653b14 (Chios, v B. C.), fut. ἀποδείξω, Ion. ἀποδέξω:—
A point away from other objects at one, and so:
I point out, display, make known, whether by deed or word, σφι γνώμας Hdt.1.171,al.; τάφους καὶ συγγένειαν Th.1.26; ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων A.Ag.727; ἀρετήν Hyp.Epit.29; τὰ τῆς τεχνης ἐξευρήματα Hp.Praec.9; proclaim, τὴν ἡμέρην GDI l. c.;—Pass., τῶν οῠρων ἀποδεχθέντων SIG134b22 (Milet., iv B. C.).
2 bring forward, produce, μαρτύρια τούτων Hdt.5.45; πολλοὺς παῖδας Id.1.136, cf. S.OT1405, Isoc.19.6, X.Cyr. 1.2.5; ἐπόχους 8.1.35; ἀ. τρόπαια And.1.147; χρήματα πλεῖστ' ἀ. ἐν τῷ κοινῷ Ar.Eq.774; μορφὴν ἑτέραν E.Fr.839.14 (v.l. ἐπέδειξεν): c. part., ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀποδείκνυμι produce him safe and sound, Hdt.3.130, cf. 134.
3 produce, deliver accounts, τὸν λόγον Id.7.119; ἀποδείκνυμι τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα ib.118.
4 publish a law, Lys. 30.11, X.HG2.3.11.
5 appoint, assign, τέμενος ἀ. τινί Hdt.5.67, 89; βωμόν τινι Id.7.178; ἓν βουλευτήριον Th.2.15; γῆς ὅρους ib.72; τὴν τρίτην ἀ. ἐκκλησίαν to fix, prescribe it, D.24.25:—Pass., τοῖσί ἐστι χῶρος ἀποδεδεγμένος Hdt.1.153; τροφὴ αὐτοῖσι τοιαύτη ἀποδέδεκται Id.2.65.
b c. inf., κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια whence they appointed that they should receive... X.An.2.3.14:—Pass., τοῖσι ἀποδεδέχθαι.. ἕλκειν (impers.) it had been appointed them to draw, Hdt.2.124.
6 show by argument, prove, demonstrate, Ar.Nu.1334, Arist.AP0.75b37, etc.; ἀ. σαφεῖς τὰς ἀποδείξεις And.2.3; ἀ. ὡς.. Ar.V.548, Pl.R. 472d; ὅτι.. Id.Prt.323c, etc.; πότερον.. ἢ.. Id.Alc.1.114b: c. dupl. acc., prove one so and so, οὓς ἀποδείξω λέκτρων προδότας E.Ion879, etc.; τοιούτους τινάς Hp.Decent.4: followed by part., ἀ. λόγῳ.. οὐδὲν μετεόν Hdt.5.94; ἀποδείκνυμι τινὰ λέγοντα οὐδέν make it evident that... 7.17, cf. 2.133.
II show forth a person or thing as so and so, hence:
1 appoint, proclaim, create, ἀ. τινὰ στρατηγόν X.An.1.1.2, al.: c. inf., στρατηγὸν εῖναι Hdt.5.25; ἀ. τούτους τὴν πόλιν νέμειν ib.29; ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ θεός 2 Ep.Thess.2.4:—Pass., to be proclaimed, be created, Hdt.1.124,162; μελεδωνοὶ ἀποδεδέχαται τῆς τροφῆς 2.65; ἀπεδέχθη εῖναι ἵππαρχος 7.154; αὐτοκράτωρ ἀποδέδεικται POxy.1021.7 (i A. D.); ὕπατος ἀποδεδειγμένος = Lat. consul designatus, OGI379.5 (Tiflis), etc.
2 make, render, mostly with an Adj., ἀ. τινὰς μοχθηροτάτους make them finished rascals, Ar.Ra.1011; ἀ. κρατίστους τοὺς λόχους X.Cyr.2.1.23; γοργότερον ἀ. τὸν ἵππον Id.Eq.1.10; ζῷον ἀγριώτερον Pl.Grg. 516b: with a Subst., γέλωτα ἀ. τινά Id.Tht.166a, cf. Phd.72c: c. part., βλέποντ' ἀποδείξω σ' ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως Ar.Pl.210; ἀ. τινὰς ἀλλοτρίους ὄντας Pl.Smp. 179c:—Pass., πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι declared enemies, X.An.7.1.26, cf. D.23.200.
3 represent as, ἀ. παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Hdt.2.143, cf. Lys.32.17:—Pass., ἀνδραγαθίη δ' αὕτη ἀποδέδεκται is represented, considered as.., Hdt.1.136; οὐδὲ.. οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται have not been considered, admitted among... 2.43:—these two last examples may be pass. usages of ἀποδέχομαι.
4 c. inf., ordain a thing or person to be, X.Oec.7.30,Lac.10.7.
5 dedicate, consecrate, θέατρον Plu.Luc.29:—Pass., νεὼς ἀποδέδεικται Luc.Tox.5.
B Med., show forth, exhibit something of one's own, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην deliver one's opinion, Hdt.1.170,207, cf. Th.1.87; also ἀ. μεγάλα ἔργα Hdt.1.59, al.; ἀξιαπηγητότατα ib.16; οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ib.174; ἀποδείκνυμι ἀρετάς display high qualities, Pi.N.6.49 (cf. supr. A. 1.2); πνεύματα εἰς ἄλληλα στάσιν.. ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1088; of buildings and the like, μνημόσυνα ἀ. Hdt.2.101; χώματα ἀξιοθέητα 1.184; οὐδεμίαν στρατηΐην ἀποδέχομαι not to have any military service to show, ἀποδέξασθαι μὲν οὐδεμίαν στρατηΐην = made no wars 2.111:—Pass., ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ.. ἀποδεχθέντα Id. Prooemia, cf. 9.27.
2 Med. in act. sense, ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι had declared that... X.An.5.2.9.
C Pass., v. supr. 1.5, 11.1,2,3: aor. ἀπεδείχθην is always Pass., as Hdt.7.154; and so mostly pf. ἀποδέδειγμαι, 1.136, Antipho 2.4.10, X.An.7.1.26; but the part. of the latter is sometimes Act., v. supr. B.2.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀποδέκνυμι Hdt.1.162, 2.124, GDI 5653b 14 (Quíos V a.C.)
• Morfología: [jón. fut. ἀποδέξω Hdt.3.122, aor. ἀπέδεξα Hdt.5.64, perf. pas. ἀποδέδεγμαι Hdt.1.153, id. 3.a plu. ἀποδεδέχαται Hdt.2.43, plusperf. pas. ἀπεδεδέγμην Hdt.2.146; dór. aor. imperat. 3.a plu. ἀποδειξάντω IG 5(1).1390.99 (Andania I a.C.), aor. subj. 3.a plu. ἀποδείξωντι IG 5(1).1390.81]
I en gener.
1 c. ac. de cosa mostrar, señalar θαλάμους A.Eu.1005, γῆς ὅρους Th.2.72, χωρίον τῇ στρατιῇ Hdt.4.92
establecer, fundar τέμενός οἱ ἀ. Hdt.5.67, τοῖσι ἀνέμοισι βωμόν Hdt.7.178, νεὼς ἀ. αὐτοῖς Luc.Tox.5, en v. pas. τοῖσί ἐστι χῶρος ἐν μέσῃ τῇ πόλι ἀποδεδεγμένος Hdt.1.153
señalar, fijar ἐκκλησίαν D.24.25
erigir τρόπαια And.Myst.147.
2 c. ac. abstr. sacar a luz, presentar ἦθος τὸ πρὸς τοκέων A.A.727, μορφὴν ἑτέραν E.Fr.839.14
desplegar τὴν ἀρετήν Hyp.Epit.29, cf. Pi.N.6.49
aplicar τὰ τῆς τέχνης ἐξευρήματα Hp.Praec.9, στάσιν ἀ. entrar en lucha A.Pr.1087.
3 c. ac. de resultado realizar μεγάλα ἔργα Hdt.1.59, οὐδεμίαν στρατηίην Hdt.2.111, οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον Hdt.1.174, ἔργα Hdt.1.16, cf. en v. pas. Hdt.9.27
procurar σοι χρήματα πλεῖστ' ἀ. Ar.Eq.774, cf. CID 1.9A.6, en v. pas. τροφὴ μὲν δὴ αὐτοῖσι τοιαύτη ἀ. tal alimentación ha sido establecida para ellos Hdt.2.65
engendrar, criar παῖδας S.OT 1405, Hdt.1.136, X.Cyr.1.2.5, cf. Isoc.19.6.
II en cont. de ‘decir
1 mostrar por la palabra, manifestar c. ac. de abstr. γνώμην Hdt.1.170, cf. 171
presentar μαρτύρια Hdt.5.45, τάφους ... καὶ ξυγγένειαν Th.1.26, ἀ. τὸν λόγον rendir cuentas Hdt.7.119
c. ac. compl. dir. y ac. pred. mostrar, hacer ver ἐμοὶ ἀ. παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Hdt.2.143, φανερὰν οὐδεμίαν ἀδικίαν Gorg.B 11a.36, cf. Hdt.7.118, X.Lac.10.7, en v. pas. ἀνδραγαθίη ... αὕτη ἀποδέδεκται está considerada como muestra de hombría Hdt.1.136, πολέμιοι ... ἀποδεδειγμένοι enemigos declarados X.An.7.1.26, cf. D.23.200
c. or. de inf. indicar κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια X.An.2.3.14, καὶ καλὰ δ' εἶναι ὁ νόμος ἀποδείκνυσιν <ἅ> ... la ley declara que es bello <aquello que> ... X.Oec.7.30
tb. en v. med. c. ὅτι manifestar ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι ... X.An.5.2.9, cf. Isoc.3.17.
2 en v. pas. ser ordenado en constr. impers. τοῖσι μὲν δὴ ἀποδεδέχθαι ... ἕλκειν que se les había ordenado tirar Hdt.2.124, c. dat. καθάπερ ἀποδεδειγμένον ἐστίν ταῖς γυναιξίν LXX To.3.8S.
3 gener. en discursos mostrar mediante argumentos, probar, demostrar abs. ἔγωγ' ἀποδείξω καί σε νικήσω λέγων Ar.Nu.1334, cf. Arist.APo.75b37, Numen.26.64, 67
ac. int. τοῦτο Pl.Prt.323c, ἀ. σαφεῖς ... ἀποδείξεις And.2.3
ac. compl. dir. y pred. οὓς ἀποδείξω ... προδότας demostraré que son traidores E.Io 879, λόγῳ ... οὐδὲν ... μετεόν Hdt.5.94, Ξέρξην λέγοντα οὐδέν Hdt.7.17, ἐὰν ἀποδείξω ... μητέρα φονέα οὖσαν Antipho 1.3, ἀποδείξω γὰρ αὐτὸν ... τὴν προῖκ' οὐ δεδωκότα D.30.4, c. conj. ἀποδείξω ... ὡς Ar.V.548, Pl.R.472d, πότερον ... ἤ Pl.Alc.1.114b
lóg. probar Arist.APr.28b14, tb. mat., Archim.Con.Sph.21.
III 1de cargos públicos y similares proclamar, crear c. ac. compl. dir. ἓν βουλευτήριον ἀ. καὶ πρυτανεῖον Th.2.15
designar ἀποδείκνυσθαι δὲ καὶ φρούραρχον ZPE 38.1980.103
c. ac. compl. dir. y ac. pred. στρατηγὸν ... αὐτόν X.An.1.1.2, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶν θεός ostentándose a sí mismo como a un dios, 1Ep.Thess.2.4
c. ac. e inf. Ὀτάνεα ... στρατηγὸν εἶναι Hdt.5.25
en v. pas. ser hecho, ser nombrado ἤν τε ἐγὼ ὑπὸ Ἀστυάγεος ἀποδεχθέω στρατηγός si yo soy designado general por Astiages Hdt.1.124, ὑπὸ Κύρου στρατηγὸς ἀποδεχθείς Hdt.1.162, οὐδὲ ... οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται ni ... han sido admitidos entre los demás dioses Hdt.2.43, μελεδωνοὶ ἀποδεδέχαται τῆς τροφῆς están constituidos como guardianes de la comida Hdt.2.65, ἀπεδέχθη ... εἶναι ἵππαρχος Hdt.7.154, αὐτοκράτωρ ἀποδέδεικται POxy.1021.7 (I d.C.), ὕπατος ἀποδεδειγμένος = cónsul electo, SEG 20.112.5, 9, 12 (Harmozica, Iberia del Cáucaso I d.C.), ἀποδεδειγμένος γυμνασιάρχος PRein.42.33 (I/II d.C.), cf. PCair.Isidor.61.7, ἄνδρα ἀποδεδειγμένον ἀπὸ τοῦ θεοῦ Act.Ap.2.22, ἡμέραι ἀποδεδειγμέναι LXX 1Ma.10.34, cf. GDI 5653b14 (Quíos V a.C.), τῶν οὔρων ἀποδεχθέντων Milet 1(2).9b22
de una ley promulgar νόμον Lys.30.11, X.HG 23.11.
2 c. ac. compl. dir. y ac. pred. de un adj. compar. o sup. hacer ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους Ar.Ra.1011, κρατίστους ... τοὺς λόχους X.Cyr.2.1.23, γοργότερον τὸν ἵππον X.Eq.1.10, (ζῶα) ἀγριώτερα Pl.Grg.516b
tb. c. ἀλλότριος Pl.Smp.179c, cf. Lys.32.17, Ar.Pl.210
c. dos ac. compl. dir. γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ = me ha hecho objeto de burla Pl.Tht.166a, cf. Phd.72c
c. ac. y part. pred. (μιν) ὑγιέα ... ἐόντα le sanó Hdt.3.130.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδείξω, ao. ἀπέδειξα, etc.
La conjug. ion. supprime le ι : f. ἀποδέξω, ao. ἀπέδεξα, Pass. ao. part. ἀποδεχθείς, pf. ἀποδέδεγμαι, pqp. 3ᵉ sg. ἀπεδέδεκτο, Moy. ao. inf. ἀποδέξασθαι;
I. faire voir, produire au dehors, acc.;
II. p. suite
1 désigner, assigner : τροφή τινι ἀποδεδεγμένη (ion.) HDT nourriture prescrite à qqn ; κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια XÉN villages qu'ils leur assignèrent pour y prendre les approvisionnements nécessaires;
2 déclarer, proclamer : ἀπ. βασιλέα, στρατηγόν proclamer roi, général ; πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι XÉN ennemis déclarés ; ἀπ. τινι τέμενος, βωμόν HDT consacrer à qqn un temple, un autel;
3 démontrer, prouver, acc.;
4 produire, faire devenir : ἀπ. παῖδας βελτίους XÉN rendre les enfants meilleurs ; ἀπ. τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας XÉN faire en sorte que les soldats aient le nécessaire;
Moy. ἀποδείκνυμαι;
1 faire connaître : ἀπ. γνώμην ou abs. ἀποδέξασθαι XÉN exposer son avis ; ἀπ. ὅτι exposer que;
2 accomplir : ἔργα HDT des exploits;
3 faire naître, causer : στάσιν ESCHL des dissensions.
Étymologie: ἀπό, δείκνυμι.

German (Pape)

(δείκνυμι),
1 vorzeigen, aufweisen, λόγον, die Rechnung, Her. 7.119; μαρτύρια 5.45; παῖδας πολλούς 1.136; vgl. Plat. Legg. VI.783d; Sp., z.B. νεὼς ἀποδέδεικται, ist fertig erbaut, Luc. Tox. 5; ἐνέχυρον, χρήματα, um sie zu übergeben, Her. 2.136, 8.36; vgl. B.A. 419, wo es παρέδωκα erklärt ist; Xen. An. 5.8.7; τέμενός τινι, βωμόν, weihen, Her. 5.89, 7.178; θέατρον, einweihen, Plut. Luc. 29.
2 mit doppeltem acc., als etwas vorzeigen, wozu machen, ὑγιέα μιν ἐόντα ἀπέδεξε Her. 3.130; τὸ μαντήϊον ψευδόμενον 2.133; τινὰ μοχθηρόν Ar. Ran. 1011; ἀγριώτερα Plat. Gorg. 516b; παῖδας βελτίους Xen. Cyr. 1.2.5; μαθητὰς μιμητάς Mem. 1.6.3; τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας Cyr. 1.6.18; ἐλπίδας κενάς Pol. 6.58, vereiteln; ζηλωτὸν τὸν πατέρα Luc. somn. 8; Κλεομένεα στρατηγὸν τῆς στρατιῆς ἀποδέξαντες Her. 5.64; öfter βασιλέα, μυριάρχας und ä.; pass., Δαρεῖος βασιλεὺς ἀπεδέδεκτο 3.88; öfter bei Xen. und Folgdn, wo eigtl. der Begriff, den Erwählten, Ernannten öffentlich als solchen vorstellen, zum Grunde liegt; νόμους, öffentlich bekannt machen, Hell. 2.3.8.
3 erklären, beweisen, mit Gründen klar machen, mit folgdm ὡς Plat. Rep. V.472d; öfter ὅτι; auch partic., τοὺς ῥήτορας νοῦν ἔχοντας Gorg. 466e; vgl. 454a; Xen. Mem. 3.6.8; pass., τοῦτο ὀρθῶς ἀπεδείχθη Plat. Prot. 359d; vgl. ἀλκιμωτάτους αὐτοὺς ἀπεδείκνυε, τεκμήρια παρεχόμενος Xen. Hell. 7.1.12; τινὰ ξένον, beweisen, daß einer ein Ausländer ist, Ar.; vgl. Eur. Ion. 879.
4 Med., γνώμην, seine Ansicht auseinander setzen, Her. 4.97 und öfter; Thuc. 1.87; Lys. 12.7; auch allein, Xen. An. 5.2.9; ἔργα, ein Werk vollbringen, Her. 2.36 und öfter; Plat. Alc.I, 119e; χώματα, στρατηΐην, Her. 1.184, 2.111 und ä.; ἀρετὰς μεγάλας Pind. N. 6.49; στάσιν Aesch. Prom. 1089; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδείκνῡμι: тж. med.
1 показывать (ἱρὸν ἀρχαῖον Her.; τάφους καὶ ξυγγένειαν Thuc.; med. ἔργα θαυμαστὰ τόλμης Plut.);
2 предъявлять, представлять, приводить (μαρτύρια Her.): ἀ. ὅ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν Thuc. дать отчет обо всем, что поддается учету;
3 объявлять, назначать, устанавливать, провозглашать (τινὰ στρατηγόν Her., Xen., Plut.: ἐκκλεσίαν Dem.): ἀπεδείχθη διάδοχος Plut. он был объявлен (престоло)наследником; ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Her., Thuc. высказывать свое мнение; νόμον ἀποδεῖξαι Lys. обнародовать закон; ἀνδραγαθίη ἀποδέδεκται … Her. считается доблестью …; ἀποδεδειγμένοι ἦσαν, ὅτι τὸ τέλος καλὸν ἔσται Xen. они заявили, что (все) кончится благополучно;
4 производить на свет, рождать (παῖδας Her., παιδάρια Isocr.);
5 превращать, делать: ἀποδεῖξαί τινα ὑγιέα ἐόντα Her. исцелить кого-л.; τὰς ἔν τινι ἐλπίδας κενὰς ἀποδεῖξαι Polyb. разрушить чьи-л. надежды; ἀποδεῖξαί τινα τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντα Xen. снабдить кого-л. предметами первой необходимости; γέλωτα ἀ. τινά Plat. поднять кого-л. на смех;
6 воздвигать, строить, посвящать (τέμενός τινι Her.; τὸ θέατρον Plut.): νεὼς ἀποδέδεικται αὐτοῖς Luc. в их честь воздвигнут храм;
7 обнаруживать, доказывать (ἦθος τὸ πρὸς τοκέων Aesch.): ψευδόμενόν τι ἀποδεῖξαι Her. изобличить лживость чего-л.; πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι Xen. заведомые (явные) враги; ἀ., ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. доказывать, что возникновение этого возможно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδείκνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -δείξω, Ἰων. -δέξω: ἀπὸ ἄλλων πραγμάτων δεικνύω πρὸς ἕν, ἐπομένως, 1) δεικνύω, ἀποδεικνύω, ἐπιδεικνύω, φανερώνω, καθιστῶ γνωστὸν διὰ λόγου ἢ διὰ ἔργου, τινί τι Ἡρόδ. 1. 171, κ. ἀλλ.· τάφους καὶ συγγένειαν Θουκ. 1. 26· ἦθος τὸ πρὸς τοκέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 727: - ἐντεῦθεν κατὰ διαφόρους σχέσεις, 2) παρουσιάζω, παρέχω, Λατ. praestare, μαρτύρια τουτέων Ἡρόδ. 5. 45· πολλοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 136, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1405, Ἰσοκρ. 385D, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 5., 8. 1, 85· ἀπ. τρόπαια Ἀνδοκ. 19. 12, Bekk.· χρήματα πλεῖστ’ ἀπ. ἐν τῷ κοινῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 774· μορφὴν ἑτέραν Εὐρ. Ἀποσπ. 836. 14 (ἑτέρα γραφ. ἐπέδειξεν)· μετὰ μετοχ., ὑγιέα τμιν ἐόντα ἀπ., τὸν παρουσιάζω ὑγιᾶ, Ἡρόδ. 3, 130, πρβλ. 134. 3) ὑπολογίζω, ἀπέδεξε ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα ἀργυρίου τετελεσμένα Ἡρόδ. 7. 118, πρβλ. Θουκ. 2. 72· οἱ ἐπεστεῶτες ἀπεδείκνυσαν τὸν λόγον, ὑπελόγιζον, Ἡρόδ. 7. 119, πρβλ. ἀποφαίνω ΙΙΙ. 4) δημοσιεύω νόμον, Λατ. promulgare, Λυσ. 184. 60, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 11. 5) ὁρίζω, παρέχω, τέμενος ἀπ. τινι Ἡρόδ. 5. 67, 89· ἀφιερῶ, τοῖσι ἀνέμοισι βωμόν τε ἀπέδεξαν ἐν Θυίῃ κτλ. ὁ αὐτ. 7. 178· καθίστημι, ἕν βουλευτήριον ἀποδείξας Θουκ. 2. 15· τάττω, ὁρίζω, τίθημι, τὴν τρίτην ἀπ. ἐκκλησίαν Δημ. 707 ἐν τέλ.: - Παθ. τοῖσί ἐστι χῶρος ἀποδεδεγμένος Ἡρόδ. 1. 153· τροφή αὐτοῖσι τοιαύτη ἀποδέδεκται ὁ αὐτ. 2. 65. β) μετ’ ἀπαρεμ., κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, ὁπόθεν ὥρισαν νὰ λαμβάνωσι τὰ…, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14: - Παθ., τοῖσι ἀποδεδέχθαι... ἕλκειν, (ἀπροσ.) ὡρίσθη αὐτοῖς νὰ ἕλκωσιν, Ἡροδ. 2. 124. 6) ἀποδεικνύω διὰ συλλογισμοῦ, ὡς καὶ νῦν, ἔγωγ’ ἀποδείξω, καί σε νικήσω λέγων Ἀριστοφ. Νεφ. 1334, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 114Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ., κλ.· ἀπ. ἀποδείξεις Ἀνδοκ. 20. 9· ἀπ. ὡς..., Ἀριστοφ. Σφ. 549, Πλάτ.· ὅτι... Πλάτ., κλ.· μετὰ διπλ. αἰτ., ἀποδεικνύω τινὰ ὄντα τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, οὓς ἀποδείξω λέκτρων προδότας Εὐρ, Ἴων. 879, κτλ.· ἀκολουθούσης μετοχῆς, ἀπ. λόγῳ... οὐδὲν... μετεὸν Ἡρόδ. 5. 94· ἀπ. τινὰ οὐδὲν λέγοντα, καθίστημι φανερὸν ὅτι..., 7. 17, πρβλ. 2. 133. ΙΙ) ἀναδεικνύω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα τοιοῦτον καὶ τοιοῦτον, ὅθεν. 1) διορίζω, καθίστημι, ἀπ. τινὰ βασιλέα, στρατηγόν, ἵππαρχον, κλτ., Ἡρόδ. 1. 124., 7. 154 κ. ἀλλ., Ξεν. Ἀν. 1. 1, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., στρατηγὸν εἶναι Ἡρόδ. 5. 25· ἀπ. τούτους τὴν πόλιν νέμειν αὐτόθι 29: - Παθ. διορίζομαι, ἀναδείκνυμαι, καὶ ἤν τε ἐγὼ ὑπὸ Ἀστυάγεος ἀποδεχθῶ στρατηγὸς ἀντία σεῦ κτλ., Ἡρόδ. 1. 124, 162, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ, κάμνω τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, συνηθέστατα μετ’ ἐπιθ., ἀπ. τινὰ μοχθηρόν, καθιστῶ τινα μοχθηρόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1011· ἀπ. τινα κράτιστον κτλ., Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23, κτλ.· γοργὸν ἀπ. τὸν ἵππον ὁ αὐτ. Ἱππ. 1. 10 ἀγριώτερον Πλάτ. Γοργ. 516Β· οὕτω μετ’ οὐσιαστ., γέλωτα ἀπ. τινὰ ὁ αὐτ. Θεαίτ. 166Α, πρβλ. Φαίδωνα 72C· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., βλέποντ’ ἀποδείξω σ’ ὀξύτερον... Ἀριστοφ. Πλ. 210· ἀπ. τινὰς ἀλλοτρίους ὄντας Πλάτ. Συμπ. 179C: - Παθ., πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι, κεκηρυγμένοι ἐχθροί, Ξεν. Ἀν. 7. 1. 26, πρβλ. Δημ. 687. 11. 3) παριστῶ ὡς..., κάμνω νὰ φανῇ, ἀπ. παῑδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Ἡρόδ. 2. 143· λῆρον τὸν Ἐνδυμίωνα ἀποδείξειε, θὰ ἔκαμνε νὰ φανῇ ὁ περὶ τοῦ Ἐνδυμίωνος μῦθος λῆρος, «κοροφέξαλα», δηλ. οὐχὶ ἔκτακτόν τι συμβεβηκός, Πλάτ. Φαίδων 72Β: - παθ., ἀνδραγαθίη δ’ αὕτη ἀποδέδεκται, θεωρεῖται ἢ παρίστανται ὡς..., Ἡρόδ. 1. 136· οὐδὲ... οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῑσι ἀποδεδέχεται, δὲν ἔχουσι θεωρηθῆ ἄξιοι τῆς χορείας τῶν θεῶν, 2. 43· τὰ δύο τελευταῖα ταῦτα παραδείγματα πολλάκις ὑπελήφθησαν ὡς παθητ. χρόνοι τοῦ ἀποδέχομαι. 4) κελεύω, Ξεν. Οἰκ. 7. 30, Λακ. Πολ. 10. 7. Β. Μέσ., ἐπιδεικνύω, ἐκφαίνω, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην, λέγω, ἐκφαίνω τὴν γνώμην μου, Ἡρόδ. 1. 170, 207, πρβλ. Θουκ. 1. 87· ὡσαύτως, ἀπ. ἔργα μεγάλα Ἡρόδ. 1. 59, κ. ἀλλ.· ἀξιαγαπητότατα 1. 16· οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον 1. 174· ἀποδ. ἀρετάς, δεικνύω ἐξόχους ἰδιότητας, Πινδ. Ν. 6. 80 (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητ., Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 161)· εἰς ἄλληλα στάσιν... ἀποδεικνύμενα Αἰσχύλ. Πρ. 1088· - ὡσαύτως, ἐπὶ μεγάλων οἰκοδομῶν καὶ τῶν ὁμοίων, μνημόσυνα ἀπ. Ἡρόδ. 2. 101· χώματα ἀξιοθέητα 1. 184· ἐκδέξασθαι ἔλεγον τὴν βασιληΐν τὸν παῖδα αὐτοῦ... τὸν ἀποδέξασθαι μὲν οὐδεμίαν στρατηΐην, ὅτι δὲν ἀνεδείχθη εἰς οὐδεμίαν ἐκστρατείαν ὁ αὐτ. 2. 111: - Παθ., ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ... ἀποδεχθέντα Ἡρόδ. ἐν τῷ προοιμίῳ, πρβλ. 9. 27. 2) συχνάκις λαμβάνεται ἀκριβῶς ἀντὶ τοῦ ἐνεργ., οἱ δὲ μάντεις ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι, διεκήρυξαν ὅτι, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 9. Γ. Παθ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 5, ΙΙ. 1, 2, 3: - σημειωτέον ὅτι ὁ ἀόρ. ἀπεδείχθην εἶναι ἀείποτε παθ., ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 154· οὕτω δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον καὶ ὁ πρκμ. ἀποδέδειγμαι 1. 136, Ἀντιφῶν 120. 17, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 26· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ χρόνου τούτου (δηλ. τοῦ παθ. πρκμ.) εἶναι ἐνίοτε ἐνεργ., ὡς ἐν τῷ προμνημονευθέντι χωρίῳ (Ξεν. Ἀν. 5. 2, 9).

English (Slater)

ἀποδείκνυμι med., display ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας (N. 6.47)

English (Strong)

from ἀπό and δεικνύω; to show off, i.e. exhibit; figuratively, to demonstrate, i.e. accredit: (ap-)prove, set forth, show.

English (Thayer)

1st aorist ἀπέδειξα; perfect passive participle ἀποδεδειγμένος; (frequent in Greek writings from Pindar Nem. 6,80 down);
1. properly, to point away from oneself, to point out, show forth; to expose to view, exhibit (Herodotus 3,122and often): to declare: τινα, to show, prove what kind of a person anyone Isaiah, δεδοκιμ)ἀσμενον); ἀποδειγνυοντα). to prove by arguments, demonstrate: Winer's De verb. comp. etc. Part iv., p. 16f.

Greek Monotonic

ἀποδείκνυμι: και -ύω· μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω — Παθ., παρακ. -δέδεγμαι, Ιων. -δέδεγμαι·
Α. δείχνω κάτι συγκεκριμένο ξεχωρίζοντάς το από άλλα αντικείμενα, και συνεπώς,
I. 1. δείχνω, επιδεικνύω, φανερώνω, γνωστοποιώ, με πράξεις ή λόγια, τί τινι, σε Ηρόδ.· τι, σε Αισχύλ.
2. παρουσιάζω, επιδεικνύω, εμφανίζω, Λατ. praestare, μαρτύρια τούτων, σε Ηρόδ.· παῖδας, σε Σοφ.· ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀποδείκνυμι, τον παρουσιάζω σώο και υγιή, σε Ηρόδ.
3. υπολογίζω ή επιδίδω υπολογισμούς, λόγον, στον ίδ., Θουκ.
4. δημοσιεύω, κοινοποιώ νόμο, Λατ. promulgare, σε Ξεν.
5. ορίζω, παρέχω, αφιερώνω τέμενος, βωμὸν ἀποδείκνυμί τινι, σε Ηρόδ. — Παθ., χῶρος ἀποδεδεγμένος, προσδιορισμένος χώρος, στον ίδ.
6. καταδεικνύω μέσω συλλογισμού, αποδεικνύω, αναδεικνύω, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀποδεικνύω τινὰ οὐδὲν λέγοντα, καθιστώ φανερό ότι αυτός δεν λέει τίποτε, σε Ηρόδ.
II. 1. διορίζω, καθιστώ, ονομάζω, ανακηρύσσω, αναδεικνύω, ἀποδεικνύω τινὰ βασιλέα, στον ίδ., Ξεν.
2. καθιστώ, κάνω κάποιον να αποκτήσει μια ιδιότητα· ἀποδεικνύω τινὰ μοχθηρόν, τον κάνω μοχθηρό, σε Αριστοφ.· ἀποδεικνύω τινὰ κράτιστον, σε Ξεν.
3. αναπαριστώ ως, ἀποδεικνύω παῖδα, σε Ηρόδ. — Παθ., οὐκ ἐν τοῖσι θεοῖσι ἀποδεδέχαται (Ιων. γʹ πληθ. παρακ.), δεν έχουν θεωρηθεί άξιοι να συμπεριληφθούν στη χορεία των θεών, δεν έχουν γίνει αποδεκτοί ως θεοί, στον ίδ.Β. Μέσ.,
1. επιδεικνύω, φέρνω στο φως, φανερώνω κάτι προσωπικό μου· ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην, φανερώνω τη γνώμη μου, σε Ηρόδ.· μνημόσυνα ἀποδεικνύω, επιδεικνύω μεγάλα οικοδομήματα, μνημεία που έχουν ανεγερθεί με τη φροντίδα μου, στον ίδ.
2. ακριβώς όπως το Ενεργ., ἀποδεικνύω ὅτι..., φανερώνω ότι..., σε Ξεν.

Middle Liddell

to point away from other objects at one, and so,
I. to point out, show forth, exhibit, make known, by deed or word, τί τινι Hdt.; τι Aesch.
2. to bring forward, show, produce, Lat. praestare, μαρτύρια τουτέων Hdt.; παῖδας Soph.; ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀπ. to produce him safe and sound, Hdt.
3. to produce or deliver in accounts, λόγον Hdt., Thuc.
4. to publish a law, Lat. promulgare, Xen.
5. to appoint, assign, τέμενος, βωμὸν ἀπ. τινί Hdt.:—Pass., χῶρος ἀποδεδεγμένος an appointed place, Xen.
6. to show by argument, prove, demonstrate, Ar., Plat., etc.; ἀπ. τινὰ οὐδὲν λέγοντα to make it evident that he says nothing, Hdt.
II. to appoint, name, create, ἀπ. τινὰ βασιλέα Hdt., Xen.
2. to make, render, ἀπ. τινὰ μοχθηρόν to make him a rascal, Ar.; ἀπ. τινὰ κράτιστον Xen.
3. to represent as, ἀπ. παῖδα Hdt.:—Pass., οὐκ ἐν τοῖσι θεοῖσι ἀποδεδέχαται (ionic 3rd pl. perf.) have not been considered, admitted among, Xen.
B. Mid. to show forth, exhibit something of one's own, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην to deliver one's opinion, Hdt.; μνημόσυνα ἀπ. memorials of oneself, Hdt.:—Pass., ἔργα μέγαλα ἀποδεχθέντα Hdt.
2. just like Act., ἀποδ. ὅτι . ., to declare that . ., Xen.

Chinese

原文音譯:¢pode⋯knumi 阿坡-得克匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-顯示
字義溯源:顯露,證明,宣告,交託,證實,宣布,宣稱,列在,表露;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(4);徒(2);林前(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 宣稱(1) 帖後2:4;
2) 列在(1) 林前4:9;
3) 證實的(1) 徒25:7;
4) 所證實的(1) 徒2:22

Translations

prove

Afrikaans: bewys; Arabic: أَثْبَتَ‎; Armenian: ապացուցել; Asturian: probar; Bengali: প্রমাণ করা; Bulgarian: доказвам; Catalan: provar, demostrar; Chinese Mandarin: 證明, 证明; Czech: dokázat, prokázat; Danish: bevise; Dutch: bewijzen, aantonen, bewijs leveren, bewijzen leveren; Esperanto: pruvi; Estonian: tõestama; Finnish: todistaa, näyttää toteen; French: prouver; Friulian: provâ; Galician: probar, demostrar; German: beweisen, prüfen; Greek: αποδεικνύω; Ancient Greek: τεκμηριόω; Hebrew: הוכיח‎; Hindi: प्रमाणित करना, साबित करना; Hungarian: bizonyít; Ido: verigar; Indonesian: membuktikan; Italian: dimostrare, provare; Japanese: 証明する; Korean: 증명하다; Latin: probo, arguo; Low German: bewiesen; Macedonian: докажува, докаже; Maore Comorian: uonesa dalili; Maori: whakatūturu, hāpono; Occitan: provar, demostrar; Old English: sōþian; Persian: اثبات کردن‎; Polish: dowodzić, udowadniać; Portuguese: provar, demonstrar; Romanian: proba, dovedi, stabili, arăta; Russian: доказывать, доказать; Sardinian: proai, proare, probare, provai, provare; Sicilian: pruvari; Slovene: dokazati; Spanish: probar, demostrar; Swahili: hakiki; Swedish: visa, bevisa; Thai: พิสูจน์; Turkish: ispat etmek; Ukrainian: доводити; Venetian: provar, proar; Vietnamese: chứng minh

display

Armenian: ցույց տալ; Azerbaijani: nümayiş etdirmək; Belarusian: паказваць, паказаць; Bulgarian: показвам; Catalan: exhibir; Dutch: tonen; Esperanto: elmontri; Finnish: esittää, näyttää; French: afficher, étaler, montrer, présenter; Galician: amosar; German: zeigen, darstellen, präsentieren; Gothic: 𐌲𐌰𐍄𐌴𐌹𐌷𐌰𐌽, 𐍆𐌰𐌿𐍂𐌰𐌼𐌴𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: παρουσιάζω, προβάλλω; Ancient Greek: ἐπιδείκνυμι; Indonesian: menampilkan, menayangkan; Italian: mostrare, presentare, esibire, visualizzare; Latin: exhibeo, praesto; Malayalam: പ്രദർശിപ്പിക്കുക; Maori: tiori, whakamātakitaki, whakakite, tītohu; Middle English: displayen; Polish: wyświetlać; Portuguese: exibir, mostrar, apresentar; Russian: отображать, отобразить, показывать, показать; Serbo-Croatian: prikazivati; Slovak: zobraziť; Spanish: exhibir, mostrar, presentar; Swahili: onyesha; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: показувати, показати, відображати, відобразити; Vietnamese: trưng bày