περίοδος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
(A) ὁ,
1 one who goes the rounds, patrol, Aen.Tact.22.3, al., Rev.Arch.1911(2).424 (Mesembria, i B. C.).
2. = περιοδονίκης (victor in all four of the great games), IG14.1107 (Rom.imp.), IGRom.4.1251 (Thyatira, iii a.d.; to be red for περὶ ὁδῶν); τρὶς π. κῆρυξ Inscr.Olymp.243 (iii a.d.)
(B) (Dor. πέροδος, q.v.), ἡ,
A going round, marching round, flank march, τῶν Περσέων ἡ περίοδος Hdt.7.219,229; περίοδος καὶ κύκλωσις Th.4.35.
2 slow walk, Gal.17(2).99.
3 passage of fluids, Aret. SD1.10, cf. Arist.Pr.870a10.
II way round, Hdt.7.223; λίμνης Id.1.185; circumference, circuit, compass, σήματος, τείχεος, ib.93, 163: abs., τὴν περίοδον = in circumference, Id.7.109.
III γῆς περίοδος = chart or map of the earth, Id.4.36, 5.49, Ar.Nu.206, Arist.Mete.362b12, Agathem.1.1; αἱ τῆς γῆς περίοδοι books of descriptive geography, Arist. Pol.1262a19, Rh.1360a34, Mete.350a16.
IV going round in a circle, coming round to the starting-point, circuit, ἡ τοῦ τρίποδος περίοδος Plu. Sol.4.
2 especially of time, cycle of time or period of time, πάσαις ἐτέων περόδοις Pi. N.11.40; freq. in Pl., ἐν πολλαῖς χρόνου καὶ μακραῖς περιόδοις Phd.107e; περίοδος χιλιετής Phdr.249a: abs., R.546b, Epicur.Ep.1p.27U. (pl.), etc.; κατὰ φύσιν περίοδος Arist.GA777b18; of the Great Year of the Stoics, Chrysipp.Stoic.2.189(pl.); ἐκ περιόδου = periodically, in rotation, Heraclid.Pol.58, Plb.2.43.1, etc.; ἐν περιόδῳ Plu.Eum.8; esp. the period embracing the four great public games, κατὰ τὰν περίοδον ἑκάσταν IG9(1).694.31 (Corc.); ἐνίκησε τὴν περίοδον Ath.10.415a; νικώμενος τὴν περίοδον Arr. Epict.3.25.5, cf. Poll.4.89; v. περιοδονίκης.
3 of events, periodic recurrence, cycle, Isoc.15.174, Thphr.CP1.13.1.
b cycle, roster of public officials, τῇ πρὸ ταύτης περιόδῳ τῶν μελλόντων λειτουργεῖν POxy. 1119.6 (iii A. D.), cf. 1552.3 (iii A. D.).
4 Medic., a regular prescribed course of life, ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ περιόδῳ ζῆν = to live in the regular course, Pl.R.4073; αἱ ἰατρικαὶ περίοδοι = the periodical visits of a regular physician, the doctor's rounds, Luc.Gall.23, cf. Nigr.22: hence, medical practice, Heraclasap.Orib.48.18.2.
b the period of menstruation, Arist.GA738a17.
c fit of intermittent fever, or the like, Hp. Aph.4.59 (pl.), D.9.19; ὁ ἐκ περιόδου πυρετός = an intermittent fever, Luc.Philops.9.
5 course at dinner, X.Cyr.2.2.2; περίοδος λόγων = table-talk, Id.Smp.4.64.
6 orbit of a heavenly body, Id.Mem. 4.7.5; ἀστέρος κυκλικὴ περίοδος Vett.Val.94.20; also θεριναὶ περίοδοι = τροπαί, Hp.Aër.19; revolution of a heavenly body, Epicur.Ep.1p.28U.
V survey in thought, ἡ ἅμα νοήματι περίοδος τῶν κυριωτάτων ib.p.32U.
VI Rhet., period, Thrasymach. ap. Suid.s.v. Θρασύμαχος, etc.; defined as λέξις ἔχουσα ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴ καθ' αὑτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον, Arist.Rh.1409a35, etc.; also in Music and Metric, Heph.Poëm.3.5, Aristid.Quint.1.14.
VII vessel used in iron-founding, Arist.Fr.261.
VIII entrance to a temple enclosure, IG11(2).158 A65 (Delos, iii B. C.).
IX = Lat. regio, περίοδος Καρίας Maiuri Nuova Silloge 562 (Cos).
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, der Umgang, Umlauf, Kreislauf, z. B. der Zeit; πάσαις ἐτέων περόδοις, Pind. N. 11, 40, wie Böckh für die vulg. περιόδοις geschrieben hat; u. so oft Plat., ἄστρων, χρόνου u. dgl., Phaed. 107 e Tim. 47 a Legg. VII, 817 e u. sonst; auch πυρετοῦ, Dem. 9, 29; οἱ ἐκ π. πυρετοί, Wechselfieber, Luc. Philops. 9; auch ἐκ περιόδου γραμματέα κοινὸν προεχειρίζοντο αἱ πόλεις, abwechselnd, Pol. 2, 43, 1, vgl. 6, 20, 7; περίοδος λόγων, ein reihumgehendes Gespräch, wenn in der Gesellschaft Einer nach dem Andern spricht, so wie ihn die Reihe trifft, Xen. Conv. 4, 64. – Besonders hießen περίοδος die vier großen öffentlichen Kampfspiele, die Olympischen, Pythischen, Nemeischen u. Isthmischen; daher heißt ὁ τὴν περίοδον νενικηκώς oder ὁ περιοδονίκης der in allen vier Kampfspielen, den ganzen Kreis herum gesiegt hat. – Γῆς, Ar. Nubb. 207, eine Tafel, die den Umfang der Erde, ein Bild der Erde in Umrissen enthält, eine Art Landcharte; vgl. Her. 5, 49; aber 4, 36, ὁρέων γῆς περιόδους γράψαντας πολλούς, eine Beschreibung der Länder, welche Einer umreis't hat; vgl. Arist. pol. 2, 3. – Umkreis, Umfang, τείχεος, λίμνης, Her. 1, 163. 185; Xen. An. 3, 4, 7. – Der Weg, Gang um Etwas herum, Her. 7, 219. 223. 229; auch von Speisen, wie wir »Gang« sagen, περίοδον πρώτην περιφέρειν, Xen. Cyr. 2, 2, 2, den ersten Gang auftragen u. herumgeben. – Das Herumgehen, ἰατρικαί, Luc. Gall. 23; Ael. H. A. 16, 15. – Bei den Aerzten = die regelmäßige Wiederkehr der Lebensweise, regelmäßige Lebensordnung od. Diät, vgl. Luc. Nigr. 23, Medic. oft. – In der Rhetorik die Periode, der abgerundete Redesatz, Arist. rhet. 3, 9 u. Folgde. ὁ, der die Wachen Umgehende, Visitirende, Aen. Poliorc. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. chemin autour ; enceinte, circuit (d'un mur, d'un lac, etc.);
II. action d'aller autour :
1 manœuvre stratégique pour tourner l'ennemi;
2 tournée de médecin;
3 tournée d'un service de table;
4 tour d'une conversation, conversation à la ronde;
5 cours, révolution des astres ; abs. période de temps : ἐκ περιόδου, ἐν περιόδῳ, par périodes, périodiquement, alternativement, à tour de rôle ; période d'une maladie;
6 voyage ou itinéraire autour du monde ou itinéraire dans un pays;
7 t. de rhét. période.
Étymologie: περί, ὁδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-οδος -ου, ἡ rondweg, omweg:; περίοδος τῆς λίμνης omweg om het meer Hdt. 1.185.6; geom. omtrek:; ἡ... περίοδος τοῦ σήματος de omtrek van het grafmonument Hdt. 1.93.5; γῆς περίοδος landkaart Aristoph. Nub. 206; αἱ τῆς γῆς περίοδοι reisbeschrijvingen Aristot. Pol. 1262a19; overdr.. μακροτέρα εἴη περίοδος het zou wel eens een tamelijk lange weg kunnen zijn (om tot inzicht te komen) Plat. Resp. 504b. rondgang:; ἡ τοῦ τρίποδος περίοδος het rondgaan van de drievoet Plut. Sol. 4.2; milit. omtrekkende beweging; Thuc. 4.35.3; geneesk. visite; ταῖς ἰατρικαῖς περιόδοις bij de visites van de arts Luc. 22.23; uitbr., concr., culinair gang:; τὴν πρώτην περίοδον περιφέρων de eerste gang rondbrengend Xen. Cyr. 2.2.2; astr. omloop, baan: spec.. θεριναὶ περίοδοι (zomer)zonnewende Hp. Aër. 19. van tijd cyclus, periode:; περίοδος χιλιετής periode van duizend jaar Plat. Phaedr. 249a; ἐν περιόδῳ periodiek Plut. Eum. 8.11; geneesk.. ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ περιόδῳ ζῆν gedurende de gebruikelijke periode leven Plat. Resp. 407e; ὁ ἐκ περιόδου πυρετός periodieke koorts Luc. 34.9. ret. periode, volzin:. λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ’ αὑτήν onder een volzin versta ik een taaluiting die in zichzelf een begin en een eind bevat Aristot. Rh. 1409a35.
Russian (Dvoretsky)
περίοδος: эол. πέροδος ἡ
1 обходное движение, охватывающий маневр: ἡ τῶν Περσέων π. Her. движение персов в обход (спартанскому отряду);
2 окружный путь: π. τε καὶ ἀνάβασις Her. окружный и поднимающийся вверх путь; πλανητῶν περίοδοι Xen. орбиты планет;
3 (внешняя), окружность, периферия, (τοῦ τείχεος Her.): τριήκοντα σταδίων τὴν περίοδον Her. тридцать стадиев в окружности;
4 очертания, контур: γῆς π. Her., Arph. очертания земли, т. е. географическая карта (ср. 5);
5 описание: ἡ τῆς γῆς π. Arst. землеописание (ср. 4);
6 круговращение (ἄστρων Plat.): π. λόγων Plat. застольная беседа;
7 цикл, период (ἐτέων Pind.; π. χιλιετής Plat.): ἐκ περιόδου Polyb. и ἐν περιόδῳ Plut. периодически, чередуясь, попеременно;
8 регулярный образ жизни (ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ περιόδῳ ζῆν Plat.);
9 периодический обход, регулярное посещение (αἱ ἰατρικαὶ περίοδοι Luc.);
10 чередование: ὁ ἐκ περιόδου πυρετός Luc. перемежающаяся лихорадка;
11 перемена, блюдо (π. πρώτη Xen.);
12 рит. период Arst.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ, δωρ. τ. πέροδος Α
1. κυκλική περιστροφή του χρόνου, σταθερό χρονικό διάστημα (α. «θερινή περίοδος», β. «περίοδος εξετάσεων» γ. «ἐν πολλαῑς χρόνου καὶ μακραῖς περιόδους», Πλάτ.)
2. η μηνιαία ρύση τών γυναικών, τα έμμηνα
3. αστρον. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα συμπληρώνει μια πλήρη περιφορά γύρω από το έλκον σώμα
4. γραμμ. τμήμα λόγου το οποίο εκφράζει ένα ολοκληρωμένο νόημα και στον γραπτό λόγο αρχίζει και τελειώνει με τελεία («δεῖ δὲ τὴν περίοδον καὶ τῇ διανοίᾳ τετελειῶσθαι καὶ μή διακόπτεσθαι», Αριστοτ.)
5. μουσ. ενότητα της μελωδικής οργάνωσης που απαρτίζεται από αριθμό συσχετισμένων μουσικών φράσεων
νεοελλ.
1. γραμμ. α) (κατά τη δομική γλωσσολογία) η μέγιστη ενότητα λόγου που επιδέχεται ανάλυση σε άμεσα συστατικά, χωρίς η ίδια να αποτελεί συστατικό άλλης ευρύτερης ενότητας
β) (κατά τη γενετική μετασχηματιστική) η συντακτική δομή που προκύπτει από τον συνδυασμό τών κανόνων της βαθύτερης δομής και τών κανόνων μετασχηματισμού
2. γεωλ. μονάδα του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
3. μαθημ. ο μικρότερος σταθερός αριθμός που μπορεί να προστεθεί στη μεταβλητή ορισμένων συναρτήσεων έτσι που αυτές να πάρουν πάλι την ίδια τιμή
4. φυσ. α) σταθερό χρονικό διάστημα με σύμβολο Τ, πέραν του οποίου, κατά την εξέλιξη ενός περιοδικού φαινομένου, ένα φυσικό μέγεθος που συνδέεται άμεσα με αυτό το φαινόμενο επανέρχεται στην ίδια πάντοτε τιμή
β) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο αριθμός τών νετρονίων που υπάρχουν στην καρδιά ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πολλαπλασιάζεται ή διαιρείται με τη βάση τών φυσικών λογαρίθμων e, δηλ. -2,715..., με την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται καμιά ρυθμιστική επέμβαση στον αντιδραστήρα
5. χημ. (στο περιοδικό σύστημα) κάθε οριζόντια σειρά χημικών στοιχείων
6. (σχετικά με νόσο) στάδιο, φάση («ο ασθενής εισήλθε στην κρίσιμη περίοδο»)
7. φρ. α) «βουλευτική περίοδος» — το τετραετές διάστημα κατά το οποίο λειτουργεί η βουλή που έχει προέλθει από τις τελευταίες εκλογές
β) «αστρική περίοδος»
αστρον. ο χρόνος που απαιτείται ώσπου ένας πλανήτης, όπως παρατηρείται από τον Ήλιο, να επανέλθει σε σύνοδο με τον ίδιο αστέρα
γ) «περίοδος μεταβλητού αστέρα»
αστρον. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικά μέγιστα ή ελάχιστα της λαμπρότητας ενός μεταβλητού αστέρα
δ) «συνοδική περίοδος»
αστρον. ο χρόνος που απαιτείται ώσπου ένας πλανήτης, όπως παρατηρείται από τη Γη, να επανέλθει σε σύνοδο με τον Ήλιο
μσν.-αρχ.
(για λόγο) εκτεταμένη παρουσίαση, αναλυτική διατύπωση
αρχ.
1. δρόμος γύρω από οικοδόμημα ή τοποθεσία
2. περιφέρεια, κύκλος
3. η μεταβίβαση πράγματος από τον ένα στον άλλο, από χέρι σε χέρι
4. ιατρ. καθορισμένη δίαιτα
5: ιατρική επίσκεψη
6. παροξυσμός, κρίση περιοδικής ασθένειας
7. το σερβίρισμα εδεσμάτων κατά σειρά, η περιφορά από τον έναν στον άλλο
8. θεώρηση, προσεκτική εξέταση
9. γεγονός που συμβαίνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα
10. το μέρος από το οποίο εισερχόταν κανείς στον περίβολο του ναού
11. χρονικό διάστημα που περιλάμβανε και τους τέσσερεις μεγάλους αγώνες, Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια
12. τόπος, χώρα, περιοχή («περίοδος Καρίας», επιγρ.)
13. αγγείο χρησιμοποιούμενο για τη χύτευση σιδήρου
14. αργός περίπατος
15. φρ. α) «γῆς περίοδος» — ιχνογραφική παράσταση της Γής, γεωγραφικός χάρτης
β) «ἐκ περιόδου» και «ἐν περιόδῳ» — κατά περιόδους, σε σταθερά χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὁδός].
(II)
ὁ, Α
αξιωματικός που έκανε έφοδο στους φρουρούς, που επιθεωρούσε τους φρουρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὁδός].
Greek Monotonic
περίοδος: ἡ,
I. πορεία ολόγυρα, βάδισμα κυκλικό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. κυκλική οδός, περιφέρεια, κυκλική διαδρομή, περίμετρος, τοῦ τείχεος, τῆς λίμνης, σε Ηρόδ.· απόλ., τὴν περίοδον, σε περίμετρο, στο ίδ.
III. γῆς περίοδος, πίνακας ή χάρτης της γης (πρβλ. πίναξ), στον ίδ., Αριστοφ.
IV. 1. πορεία τριγύρω σε κύκλο, περιστροφή, σε Πλούτ.
2. λέγεται για χρόνο, κύκλος ή περίοδος χρόνου, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.
3. προδιαγεγραμμένος τρόπος ζωής, σύστημα ζωής, σε Πλάτ.
4. παροξυσμός διαλείποντος πυρετού, σε Δημ.
5. = περιφορά, περιφορά εδεσμάτων στο δείπνο, σε Ξεν.· περίοδος λόγων, κουβέντες του τραπεζιού, στον ίδ.
6. τροχιά ουρανίου σώματος, στον ίδ.
V. καλώς σχηματισμένη περίοδος λόγου, περίοδος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
περίοδος: ὁ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐπιθεώρησιν τῶν φρουρῶν, Λατ. circulator, Αἰν. Τακτ. 22, σ. 62 καὶ 65.
Middle Liddell
περί-οδος, ἡ,
I. a going round, a flank march, Hdt., Thuc.
II. a way round, the circumference, circuit, compass, τοῦ τείχεος, τῆς λίμνης Hdt.; absol., τὴν π. in circumference, Hdt.
III. γῆς π. a chart or map of the earth (cf. πίναξ), Hdt., Ar.
IV. a going round in a circle, circuit, Plut.
2. of time, a cycle or period of time, Pind., Plat., etc.
3. a prescribed course of life, system, Plat.
4. a fit of intermittent fever, Dem.
5. = περιφορά, a course at dinner, Xen.; π. λόγων table-talk, Xen.
6. the orbit of a heavenly body, Xen.
V. a well-rounded sentence, period, Arist.
English (Woodhouse)
cycle, detour, a devious route, chronic return, dinner course, going round
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό περί + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ περίοδος: περιοδεύω, περιόδευσις, περιοδεύσιμος, περιοδευτής, περιοδευτικός, περιοδικός.
Lexicon Thucydideum
circuitus, wandering, turning, 4.35.3.
Translations
period
Albanian: periudhë; Arabic: فَتْرَة; Armenian: ժամանակահատված; Azerbaijani: müddət; Belarusian: пэрыяд, прамежак; Bulgarian: период; Catalan: període; Chinese Mandarin: 時期/时期; Czech: období; Danish: period; Dutch: periode; Esperanto: periodo; Estonian: periood; Finnish: jakso, ajanjakso, aika; French: période; Galician: período; German: Zeitraum, Periode; Greek: περίοδος; Ancient Greek: περίοδος; Haitian Creole: peryòd; Hebrew: תְּקוּפָה; Hungarian: időszak, időtartam, idő; Indonesian: masa; Italian: periodo; Japanese: 期間; Kazakh: кезең; Korean: 기간(期間); Latin: aetas; Latvian: laikmets; Lithuanian: laikotarpis; Macedonian: период; Maori: takiwā; Norwegian Bokmål: periode; Persian: دوره, مدت; Polish: okres, period; Portuguese: período; Romanian: perioadă; Russian: период, промежуток; Serbo-Croatian Cyrillic: раздо̄бље, перѝод; Roman: rázdōblje, perìod; Slovene: obdobje; Spanish: período; Swedish: period; Tagalog: takda; Tajik: давра, муддат; Tausug: jaman; Thai: ตอน; Turkish: devir; Ukrainian: пері́од, проміжок; Uyghur: دەۋر; Uzbek: davr, muddat
menstruation
Albanian: menstruacion, lara; Arabic: حَيْض, طَمْث; Egyptian Arabic: دورة, عادة, بريوت; Armenian: դաշտան, մենստրուացիա; Old Armenian: դաշտան; Azerbaijani: aybaşı; Belarusian: менструацыя; Bengali: রজঃস্রাব, স্ত্রীধর্ম, স্ত্রীরজ, কুসুম; Bulgarian: менструация; Burmese: ရာသီလာခြင်း, ဓမ္မတာ, ပန်း; Catalan: menstruació; Chinese Mandarin: 月經/月经, 經血/经血, 經期/经期; Czech: menstruace; Danish: menstruation; Dutch: menstruatie, ongesteldheid; Esperanto: menstruo; Estonian: menstruatsioon; Ewe: dzinukpɔkpɔ, ɣletikpɔkpɔ; Finnish: kuukautiskierto, kuukautiset, menkat; French: menstruation; Galician: menstruación; Gamilaraay: malagan; Georgian: მენსტრუაცია, თვიური; German: Menstruation, Periode, ihre Tage haben, Regel, Regelblutung, Monatsblutung; Greek: εμμηνόρροια, περίοδος; Ancient Greek: ἀποκάθαρσις, ἀφεδρεία, ἄφεδρος, κάθαρσις, τὰ γυναικεῖα, περίοδος, τὰ ἔμμηνα, τὰ ἐμμήνια, τὰ καταμήνια, καταμήνια, τὸ ἔμμηνον, τὸ ἐπιμήνιον; Greenlandic: aaqartarneq; Hebrew: וֶסֶת; Hindi: रजोधर्म, ऋतुस्राव, ऋतु, रजोस्राव, स्त्रीधर्म, स्त्रीरज, कुसुम, रजोदर्शन, रज, रजस्त्राव, मासिक धर्म, ऋत्व, हैज, आर्तव, रजःस्राव, पीरियड, मासिकधर्म; Hungarian: menstruáció; Icelandic: blæðingar, tíðir; Indonesian: menstruasi, haid, datang bulan; Irish: fuil mhíosta, míostrú; Italian: mestruazione, ciclo; Japanese: 月経, 月事, 生理; Kazakh: етеккір; Khmer: ដំណើរមានរដូវ, រដូវ; Kikuyu: mweri; Korean: 월경, 생리; Kurdish Northern Kurdish: xwîndîtin; Kyrgyz: айыз; Lao: ການມີລະດູ; Latin: menstrua; Latvian: menstruācija; Lithuanian: mėnesinių ciklas, menstruacija; Macedonian: менструација; Malay: haid; Manchu: ᡥᠠᠯᠠᠨ; Maori: mate wahine, mate marama, waiwhero; Marathi: पाळी, मासिक पाळी, ऋतु ऋत्व आर्तव रजस् कन्याव्रत; Mongolian: биеийн юм; Norwegian: menstruasjon; Old East Slavic: цвѣтьно; Persian: عادت ماهانه, قاعدگی, پریود, حیض, دشتان; Piedmontese: mëstruassion; Polish: miesiączka, menstruacja, okres; Portuguese: menstruação, regras; Romagnol: régul; Romanian: menstruație; Russian: менструация, менструальный цикл, месячные; Sanskrit: ऋतु; Scottish Gaelic: fuil-mhìos; Serbo-Croatian Cyrillic: мјесечница, менструација; Roman: mjesečnica, menstruacija; Slovak: menštruácia; Slovene: menstruacija, číšča; Spanish: menstruación, regla, achaque, periodo; Sundanese: ᮊᮛᮨᮞᮨᮘᮔ᮪; Swahili: hedhi; Swedish: menstruation; Tagalog: kanya, sapanahon, regla, buwanang dalaw; Tajik: ҳайз; Telugu: ఋతుస్రావం; Thai: ประจำเดือน, เมนส์, ระดู; Turkish: âdet, aybaşı, hayız, regl; Turkmen: aýbaşy; Ukrainian: мі́сячні, менструація; Urdu: حیض; Uzbek: hayz; Vietnamese: chu kỳ kinh nguyệt, kinh nguyệt; Yiddish: מענסטרואַציע, ווסתּ, ווסת, צײַט