ἐπιτήδειος

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτήδειος Medium diacritics: ἐπιτήδειος Low diacritics: επιτήδειος Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: epitḗdeios Transliteration B: epitēdeios Transliteration C: epitideios Beta Code: e)pith/deios

English (LSJ)

ἐπιτηδεία, ἐπιτήδειον: Ion. ἐπιτήδεος, ἐπιτηδέη, ἐπιτήδεον Hdt.4.158, al. (cf. ἐπιταδεοτρώκτας): Dor. ἐπιτάδειος [ᾱ] SIG 524.36 (Praesus, iii B.C.): regul. Comp. and Sup. ἐπιτηδειότερος, ἐπιτηδειότατος, Th.4.54, 7.86, etc.; ἐπιτηδειέστερος, ἐπιτηδειέστατος, Anon. ap.Suid. s.v., Democr.121: Ion. ἐπιτηδειότερος, ἐπιτηδειότατος, Hdt.9.2, 1.110, al.: (ἐπιτηδές):—
A made for an end or made for a purpose, fit or adapted for it, suitable, convenient, νομαί ibid., etc.:—Constr.: ἐπιτήδειος ἔς τι ib.115 (Sup.), etc.; πρός τι Pl.R.390b: c. inf., χωρίον ἐπιτηδειότατον ἐνιππεῦσαι = place most fit to ride in; ἦν γὰρ ὁ Μαραθὼν ἐπιτηδεότατον χωρίον τῆς Ἀττικῆς ἐνιππεῦσαι = Marathon being the fittest part of Attica for horsemen to ride over Hdt.6.102, cf. 9.2 (Comp.), Th.2.20, Ar. Pax1228, E.Ba.508; ἄνδρα ἐπιτηδειότατον..δέξαι Hdt.3.134, cf. Ar.Ec. 79; so ἐ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Antipho5.63; ἐπιτήδειος ὑπεξαιρεθῆναι convenient to be put out of the way, Th.8.70; τεθνάναι μᾶλλον σῴζεσθαι And.4.25, cf. Lys.30.24; ἐπιτήδειος ξυνεῖναι = a fit person to live with, E.Andr.206; also ἐπιτήδειος ὀστρακισθῆναι = deserving to be ostracized, And. 4.36; ἐπιτήδειος πάσχειν D.22.57; ἐκλεγόμενος τὸν ἐπιτήδειον ἔπαισεν ἄν struck him who deserved it, X.An.2.3.11; but ἐπιτήδειος ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν likely or inclined to come into an oligarchy, Th.8.63; also ὑμῖν ἐπιτήδεόν [ἐστι] οἰκέειν Hdt.4.158, etc.
II useful, serviceable, necessary,
1 of things, ὀλιγαρχία ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις fit or serviceable for.., Th.5.81; ἐπιτήδειος τῷ δήμῳ πράττειν Lys.13.51; καταστήσειν ἐς τὸ ἐπιτήδειον to their advantage, Th.4.76; οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον no advantage, Id.1.58; οὐκ ἐπιτήδειος καταγνῶναί τινος Hdt. 6.97; ἱερὰ οὐκ ἐπιτήδεια, opp. καλά, Id.9.37: esp. as substantive, τὰ ἐπιτήδεια = things requisite, necessaries, especially of provisions, Id.2.174, Th.2.23, X.HG2.2.2, etc.: also in sg., what is requisite, needful, Id.Vect.4.38.
2 of persons, serviceable, friendly, Hdt.4.72 (Sup.), Th.3.40; τινί to one, Id.4.78, Lys.12.14; ἐπιτήδειος ποιεῖν τινα And.4.41; ἐπιτήδειος τῷ πατρί conformable to the will of his father, Hdt.3.52; ἐπιτήδειος τοῖς πρασσομένοις favourable to.., Th. 8.54: also as substantive, a close friend, οἱ ἐπιτήδειοι = one's friends, Id.5.64; Ἀθηναίων ἐπιτήδειοι Id.7.73; μοι ἐπιτήδειος καὶ φίλος Lys.1.22.
3 c. gen., = ἄξιος, SIG1073.19 (Olympia, ii A.D.).
III Adv. ἐπιτηδείως, Ion. ἐπιτηδέως, studiously, carefully, ὑπηρετέεσθαι Hdt.1.108,4.139.
2 suitably, conveniently, fitly, ποιέειν ἐπιτηδείως Id.9.7.β'; ἐπιτηδείως σφίσιν αὐτοῖς πολιτεύειν Th.1.19; ἐπιτηδείως ἔχειν Id.5.82: Comp. ἐπιτηδειότερον Id.4.54; ἐπιτηδειοτέρως, διαιτᾶσθαι Hp.Mul.1.32.
3 ἐπιτηδείως ἔχειν τινί = to be on friendly terms with one, Paus. 3.9.3.

German (Pape)

[Seite 991] α, ον, auch zwei Endgn, ion. ἐπιτήδεος (vgl. ἐπιτηδές), wozu geschickt, für einen bestimmten Zweck brauchbar, passend, καὶ χρηστός Plat. Polit. 308 c; τῆς γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης Her. 4, 47; παῖς τῷ πατρί, der zum Vater paßt, nach seinem Sinne ist, 3, 52; ἱερά = καλά, 9, 37; so öfter c. dat., ὀλιγαρχία ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις κατέστη Thuc. 5, 81; τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾡ ἂν τέκῃ Plat. Menex. 237 c, die erforderliche Nahrung; ἔς τι, Her. 1, 115; ἑωυτῷ ἐπιτηδεωτάτους ἐς πίστιν 3, 70; Thuc. 7, 20. 74; φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ ἐπιτήδευμα Plat. Rep. II, 374 e; auch πρός τι, Legg. XII, 968, wie Xen. Mem. 2, 1, 3; gew. c. inf., ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν Ar. Pax 1220, vgl. 1194; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεύειν, für Reiterei sehr geeignet, Her. 6, 102; ἄνδρες οἳ ἐδόκουν ἐπιτηδειότατοι εἶναι ἀμφὶ ταῦτ' ἔχειν Xen. Cyr. 6, 1, 22; ὑδάτια ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ' αὐτά Plat. Phaedr. 229 b; oft ἐπιτήδειόν ἐστι, es ist dienlich, erforderlich, nothwendig, ἐνθαῦτα ὑμῖν ἐπιτήδεον οἰκέειν Her. 4, 158; 9, 27; Folgde; mit Attraction, ἐπιτηδειότερος τεθνάναι, es ist passender, er verdient mehr, daß er stirbt, Andoc. 4, 25; ἐπιτήδειαι παθεῖν, die wert sind, das zu leiden, Dem. 22, 57; ἐκλεγόμενος τὸν ἐπιτήδειον ἔπαιεν, der es verdiente, sc. παίεσθαι, Xen. An. 2, 3, 11; ἄνδρας ἀπέκτειναν, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι Thuc. 8, 70; – ὁ ἐπ., der mit Einem in genauer Vrbdg steht, der Verwandte, Angehörige, Freund, τινί, Thuc. 1, 60. 2, 18; Xen. Hell. 6, 3, 14; öfter Plut. u. A.; oft absol., selten τινός, Thuc. 7, 73. – Τἁ ἐπιτήδεια, die Bedürfnisse, bes. Lebensmittel, Proviant, Her. 2, 174; Thuc. 2, 23 u. öfter, wie Xen. u. Folgde. – Der unregelmäßige compar. ἐπιτηδειέστερος Democrit. Eust. Od. 1441, 16. – Adv. ἐπιτηδείως, ion. ἐπιτηδέως, Her. 9, 7; Thuc. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. adj. 1 convenable, approprié à, τινι : ἐπιτήδειος ἔς τι, πρός τι qui convient pour faire qch ; avec l'inf. : χωρίον ἐπιτήδειον ἐνιππεῦσαι HDT terrain où la cavalerie peut manœuvrer ; στρατοπεδεύεσθαι ἐν ἐπιτηδείῳ THC camper dans une position favorable ; abs. τὸ ἐπιτήδειον, τὰ ἐπιτήδεια les choses nécessaires à la vie ; • impers. ἐπιτήδειόν ἐστι avec l'inf. : il est utile, convenable de;
2 en parl. de pers. serviable, obligeant : τινι pour qqn ; qui se conforme à : τῷ πατρί HDT à la volonté de son père ; τοῖς πρασσομένοις THC favorable à ce qui se fait;
3 favorable, avantageux : οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον THC ils n'y trouvèrent aucun avantage ; καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπιτήδειον THC régler qch selon ses intérêts;
II. subst. qui a des relations avec qqn ; ὁ ἐπιτήδειος ami ; τινι, τινος lié avec qqn, familier de qqn;
Cp. ἐπιτηδειότερος, Sp. ἐπιτηδειότατος.
Étymologie: ἐπιτηδές.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτήδειος:
I ион. ἐπιτήδεος 3 и
1 подходящий, (при)годный, благоприятный, полезный, необходимый (γῆ Her.; νόμος Arst.; τινι Thuc., Plat., Arst.; ἔς τι Her. и πρός τι Xen., Plat., Arst.): ἐ. ἐνιππεῦσαι Her. удобный для операций конницы; ξυνεῖναι ἐ. Eur. (человек), с которым приятно быть вместе;
2 заслуживающий, достойный (δοῦναι δίκην Lys.; παίεσθαι Xen.; ἀποθανεῖν Plut.);
3 склонный, склоняющийся, (дружественно) расположенный (ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν Thuc.): ἐ. τοῖς πρὸς Ἀλκιβιάδην πρασσομένοις Thuc. сочувствующий тому, что предпринималось в пользу (возвращения) Алкивиада;
4 послушный, покорный (τῷ πατρί Her.).
II
1 близкий человек, друг (ἡμέτερος ἐ. Lys.);
2 сторонник, приверженец (τῶν Ἀθηναίων Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτήδειος: -α, -ον, Ἰων. -εος, έη, εον, ὁμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ειότερος, -ειότατος, Θουκ. 4. 54., 7. 86, κτλ.· ἀνώμαλ., ἐπιτηδεέστερος, -έστατος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Δημόκρ. παρ᾿ Εὐστ. 1441. 16· Ἰων. -εώτερος, -εώτατος, Ἡρόδ. 9. 2., 1. 110, κ. ἀλλ. (ἐπιτηδές): ― ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, γῆ, χώρα Ἡρόδ. κλ. ‒― Σύνταξις: ἐπιτήδειος ἔς τι Ἡρόδ. 1. 115, κτλ.· πρός τι Πλάτ. Πολ. 390Β· συχν. μετ᾿ ἀπαρ., χωρίον ἐπ. ἐνιππεῦσαι, κατάλληλον πρὸς ἱππασίαν, Ἡρόδ. 6. 102, πρβλ. 9. 2, Θουκ. 1. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1228. Εὐρ. Βάκχ. 508· ἄνδρα ἐπιτηδεώτατον... δέξαι Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 82· οὕτως, ἐπ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Ἀντιφῶν 136. 35· καὶ ἄνδρας δέ τινας ἀπέκτειναν... οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι ὑπεξαιρεθῆναι, οὓς ἐνόμισαν ὅτι ἦτο συμφέρον νὰ ἄρωσιν ἐκ τοῦ μέσου, Θουκ. 8. 70· ἐπ. τεθνάναι Ἀνδοκ. 32. 27, πρβλ. Λυσ. 185. 32· οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ πόσις, ἀλλ᾿ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾿πιτηδεία κυρεῖς,.., ἀλλὰ διότι δὲν εἶσαι εὐχάριστος σύντροφος νὰ ζῇ τις μετὰ σοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 206· ὡσαύτως, ἐπ. ὀστρακισθῆναι, ἄξιος νὰ ὀστρακισθῇ, Ἀνδοκ. 34. 2· ἐπ. παθεῖν τι Δημ. 610. 20· τὸν ἐπ. ἔπαιεν, ἔτυπτεν ἐκεῖνον ὃν ἥρμοζε νὰ κτυπήσῃ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11· ἀλλά, ἐπ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν, ὅστις εἶναι πιθανὸν νὰ ἔλθῃ, ἢ ὅστις ἔχει κλίσιν ἢ διάθεσιν νά…, Θουκ. 8. 63· ἐπὶ καταλλήλου τοποθεσίας, ἄνδρες Ἕλληνες ἐνθαῦτα ὑμῖν ἐπιτήδειον οἰκέειν Ἡρόδ. 4. 158, κτλ. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἀναγκαῖος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, ὀλιγαρχία ἐπ. τοῖς Λακεδαιμονίοις, κατάλληλος, ἁρμόζουσα, Θουκ. 5. 81· ἐπ. τῷ δήμῳ Λυσ. 134. 23· καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπ., πρὸς ὠφέλειαν αὐτῶν, Θουκ. 4. 76· οὐδὲν ηὕροντο ἐπ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν, ὁ αὐτ. 1. 58· ἐπὶ συνθηκῶν, οἰωνῶν, οὐκ ἐπ., οὐχὶ εὐνοϊκά, ἀντίθετον τῷ καλά, Ἡρόδ. 6. 97., 9. 37: ― ἰδίως ὡς οὐσιαστ., τὰ ἐπιτήδεια, τὰ χρειώδη, τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, τὰ ἐφόδια, κυρίως ἐπὶ ζωοτροφιῶν, Λατ. commeatus, ὁ αὐτ. 2. 174, Θουκ. κλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμ., Ξεν. Πόρ. 4, 38. 2) ἐπὶ προσώπων, χρήσιμος, φιλικός, Ἡρόδ. 4. 72, Θουκ. 3. 40· τινι, εἴς τινα, Θουκ. 4. 78· ἐπ. ποιεῖν τινα Ἀνδοκ. 34. 25· ἐόντα τῷ πατρὶ ἐπιτήδειον, φερόμενον πρεπόντως τῷ πατρί, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπ. τοῖς πρασσομένοις, εὐνοϊκῶς ἔχων πρός…, Θουκ. 8. 54: ― ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., μετὰ γεν., στενὸς φίλος, Λατ. necessarius, οἱ ἐπ., οἱ φίλοι, ὁ αὐτ. 5. 64· Ἀθηναίων ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 73· ἡμέτερος ἐπ. Λυσ. 93. 41. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -είως, καὶ Ἰων. -έως, προθύμως, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως Ἡρόδ. 1. 108., 4. 139. 2) πρεπόντως, προσηκόντως, οὐ γὰρ ἐποιήσατε ἐπιτηδέως ὁ αὐτ. 9. 7· σφίσιν αὐτοῖς ἐπιτηδείως, ὡς συνεφέρειν αὐτοῖς, Θουκ. 1. 19, πρβλ. 5. 82. ― Συγκρ. -ειότερον, ὁ αὐτ. 4. 54· -ειοτέρως Ἱππ. 602. 39. 3) ἐπ. ἔχειν τινί, φιλικῶς ἔχειν, Παυσ. 3. 9, 3.

English (Strong)

from epitedes (enough); serviceable, i.e. (by implication) requisite: things which are needful.

English (Thayer)

ἐπιτήδεια, ἐπιτηδειον, also ἐπιτήδειος, ἐπιτηδειον (cf. Winer's Grammar, § 11,1) (ἐπιτηδές, adv, enough; and this according to Buttmann from ἐπί τάδε (? cf. Vanicek, p. 271));
1. fit, suitable, convenient, advantageous.
2. needful; plural τά ἐπιτήδεια especially the necessaries of life (Thucydides and following): with addition of τοῦ σώματος, James 2:16.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπιτήδειος, -ον και -ος, -εία, -ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, -έη, -εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, -α, -ον)
1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ.
β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτήδεια
τα αναγκαία, τα απαραίτητα για τη ζωή, τρόφιμα, εφόδια («χρόνον ἐμμείναντες ἐν τῇ Ἀττικῄ ὅσον εἶχον τὰ ἐπιτήδεια», Θουκ.)
μσν.- νεοελλ.
έξυπνος, καταφερτζής
μσν.
1. ο επιδέξια κατασκευασμένος, ο όμορφος
2. χαρακτηριστικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιτηδεία
η επιδεξιότητα
αρχ.-μσν.
(για πράγμ.) χρήσιμος, ωφέλιμος, αρμόζων, αναγκαίος («πονηρὰ καὶ οὐκ ἐπιτήδεια τῷ δήμῳ τῷ ὑμετέρῳ πράττοντας», Λυσ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) οικείος, φιλικός, χρήσιμοςἐπιτήδειος μέν μοι τυγχάνεις ὤν», Λυσ.)
2. ο άξιος να υποστεί κάτι
3. ευνοϊκός
4. (το αρχ. ως ουσ.) ὁ ἐπιτήδειος
συγγενής, στενός φίλος («ἦν μοι ἐπιτήδειος καὶ φίλος», Λυσ.)
5. (με γεν.) άξιος
6. φρ. «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» — τα αναγκαία για περιβολή του ανθρώπινου σώματος.
επίρρ...
επιτήδεια (Μ ἐπιτήδεια)
με επιτηδειότητα, με τάξη, κατάλληλα, επιδέξια, προσεκτικά
(AM ἐπιτηδείως και ιων. τ. ἐπιτηδέως)
1. όπως πρέπει, με τρόπο κατάλληλο, αρμόζοντα
2. φρ. «ἐπιτηδείως ἔχω τινί» — έχω φιλία, διάκειμαι φιλικά προς κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίτηδες. Η αρχική σημασία «κατάλληλος» εξελίχθηκε σε «επιδέξιος». Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στη συνέχεια η θετική (εύσημη) αυτή σημασία εξελίχθηκε στην αρνητική (κακόσημη) «καπάτσος»].

Greek Monotonic

ἐπιτήδειος: -α, -ον, Ιων. -έος, -έη, -έον· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. -ειότερος, Ιων. -εώτερος, -εώτατος (ἐπιτηδές
I. κατασκευασμένος για ένα τέλος ή για ένα σκοπό, ταιριαστός, κατάλληλος, πρόσφορος, ἔς τι, πρός τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., χωρίον ἐπ. ἐννιπεῦσαι, κατάλληλο για ιππασία, σε Ηρόδ.· ἐπ. ὑπεξαιρεθῆναι, συμφέρον να βγουν απ' τη μέση, σε Θουκ.· ἐπ.ξυνεῖναι, ευχάριστος σύντροφος για να ζεις μαζί του, σε Ευρ.· ἐπ. παθεῖν, άξιος να υποφέρει, σε Δημ., επίσης, ἐπιτήδεόν (ἐστί) μοι, με απαρ., σε Ηρόδ.
II. χρήσιμος, ωφέλιμος, αναγκαίος·
1. λέγεται για πράγματα, κατάλληλος, αρμόζων, με δοτ., σε Θουκ.· ἐς τὸ ἐπ., προς όφελός τους, στον ίδ.· λέγεται για συνθήκες, οιωνούς, ευνοϊκός, ευμενής, σε Ηρόδ.· ιδίως, ως ουσ., τὰ ἐπιτήδεια, τα αναγκαία, οι προμήθειες, τα αποθέματα, Λατ. commeatus, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, χρήσιμος, φιλικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· τῷ πατρί, σύμφωνος, υπάκουος, πειθήνιος στο θέλημά του, σε Ηρόδ.· ως ουσ. με γεν., στενός φίλος, Λατ. necessarius, σε Θουκ.
III. 1. επίρρ. -είως, Ιων. -έως, επιμελώς, προσεκτικά, με σπουδή και μελέτη, σε Ηρόδ.
2. καταλλήλως, δεόντως, όπως πρέπει, κατάλληλα, στον ίδ.· συγκρ. -ειότερον, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπιτήδειος, η, ον ἐπιτηδές
I. made for an end or purpose, fit or adapted for it, suitable, convenient, ἔς τι, πρός τι Hdt., Plat.; c. inf., χωρίον ἐπ. ἐνιππεῦσαι fit to ride in, Hdt.; ἐπ. ὑπεξαιρεθῆναι convenient to be put out of the way, Thuc.; ἐπ. ξυνεῖναι a pleasant person to live with, Eur.; ἐπ. παθεῖν deserving to suffer, Dem., also, ἐπιτήδεόν ἐστί μοι, c. inf., Hdt.
II. useful, serviceable, necessary,
1. of things, fit or serviceable for, c. dat., Thuc.; ἐστὸ ἐπ. to their advantage, Thuc.; of treaties, omens, favourable, Hdt.:—esp. as substantive, τὰ ἐπιτήδεια necessaries, provisions, Lat. commeatus, Hdt., Thuc., etc.
2. of persons, serviceable, friendly, Hdt., Thuc.; τῷ πατρί conformable to his will, Hdt.: as substantive, c. gen., a close friend, Lat. necessarius, Thuc.
III. adv. -είως, ionic -έως, studiously, carefully, Hdt.
2. suitably, conveniently, fitly, Hdt.;—comp. -ειότερον, Hdt.

Chinese

原文音譯:™pit»deioj 誒披-帖得哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-那 捆綁
字義溯源:適用的,需用的,必須的;源自(ἐπιτήδειος)X*=足夠)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 所需用的(1) 雅2:16

English (Woodhouse)

acquaintance, convenient, fit, fitting, friend, suitable, adapted for, favorable for, favourable for

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κατάλληλος, χρήσιμος, φιλικός). Ἀπό τό ἐπιρρ. ἐπιτηδές (στόν Ἡροδ. καί στούς Ἀττ. γράφεται ἐπίτηδες). Τό ἐπίτηδες ἴσως ἀπό τό ἐπί + τάδετῇδε+ς (=γι' αὐτό τό σκοπό) ἤ ἀπό τό ἐπί τό ᾖδος (=πρός τό εὐχάριστο) ἤ ἀπό τήν ἴδια ρίζα τοῦ τείνω. Ἄλλα παράγωγα: ἐπιτηδείως, ἐπιτηδειότης, ἐπιτήδευμα (=ἀσχολία), ἐπιτήδευσις, ἐπιτηδευτέον, ἐπιτηδευτός, ἐπιτηδεύω (=καταγίνομαι σέ κάτι), ἐπιτετηδευμένως (=μέ ἐπιμέλεια), ἀνεπιτήδευτος.

Lexicon Thucydideum

idoneus, commodus, suitable, advantageous,
de hominibus, concerning men 7.60.3, 8.63.4, 8.70.2,
COMP. 8.46.3,
SUP. 4.41.2,
favens, aequus, favorable, just, 8.54.3,
derebus, concerning matters 1.58.1, 2.2.4, 4.76.5, 5.21.2, [nonnulli codd. several manuscripts ἐπιτηδείους] 5.112.3, 6.41.4, 7.20.2, 8.11.2, 8.66.2,
de loco, concerning a place 2.20.4, 2.81.4, 4.73.1. 6.64.1, 6.66.1.
obnoxius, liable, exposed, 5.81.2,
amicus, familiaris, friend, intimate, 1.60.2, 1.95.7. 2.18.3, 2.49.8, 3.40.3. 4.78.1. 4.78.2. 4.113.3. 5.44.3, 5.64.1. 5.76.2, 6.46.2, 6.64.2, 7.73.3, 7.75.3. 8.17.2. 8.47.1. 8.48.2, 8.64.4.
SUP. 7.86.3,
commeatus, res necessariae, supplies, necessities (ad victum for livelihood), 2.10.1. 2.23.3, 3.75.5. 4.27.1. 5.82.5. 6.22.1, 6.22.16.33.5, 6.42.1, 6.44.1. 6.50.2. 6.74.2. 6.99.4, [Vat. addit Vatican adds σιτία] 6.103.2. 7.4.4. 7.13.1. 7.24.3. 7.28.1. 7.60.2. 7.60.5, 7.77.6, 7.78.7. 7.80.1. 8.76.4, 8.100.2.
item ad alia, likewise for other things 2.52.4, (ad sepulturam, for burial). 4.69.2, (ad muniendum, for fortifying). 7.74.1, (ad omnem cultum, for every kind of work).

Translations

useful

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎

suitable

Arabic: مُنَاسِب, مُلَائِم, لَائِق; Azerbaijani: uyğun; Bulgarian: подходящ; Catalan: apropiat; Chinese Mandarin: 合適, 合适, 適當, 适当; Czech: vhodný, vyhovující; Danish: passende, egnet; Dutch: geschikt, passend; Esperanto: konvena, taŭga; Finnish: sopiva, kelvollinen; French: approprié, convenable, opportun, idoine; Galician: axeitado; German: geeignet, passend, angemessen; Gothic: 𐍆𐌰𐌲𐍂𐍃; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: ἄρτιος, ἐμμελής, ἐμπρεπής, ἐνιπρεπής, ἐπιεικής, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, εὐάρμοστος, εὔθετος, εὐπρεπής, εὐχερής, ξύμφορος, ξύντροφος, οἰκεῖος, πρεπώδης, προσεχής, προσοίκειος, πρόσφορος, ποτίφορος, σύμφορος, σύντροφος; Hebrew: ראוי, מתאים, הולם; Hindi: उपयुक्त, उचित; Hungarian: megfelelő, illő; Irish: oiriúnach, fóirsteanach; Italian: adatto, idoneo, rispondente, confacente, indicato, appropriato, giusto; Japanese: 相応しい, 相応な, 適切な; Latin: aptus, idoneus; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Macedonian: погоден; Malay: sesuai; Malayalam: അനുയോജ്യമായ, അനുയോജ്യം; Manx: cooie; Maori: arotau, haratau, tau, tōtika; Middle English: digne; Norwegian: passende, egnet; Portuguese: apropriado, favorável; Romanian: adecvat, convenabil, potrivit, nimerit; Russian: подходящий, годный, пригодный, применимый, соответствующий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Slovene: ustrézen; Spanish: apropiado, indicado; Swedish: lämplig; Tagalog: hiyang, kahiyang; Telugu: తగిన, యుక్తమైన; Tocharian B: ayāto; Turkish: uygun, yerinde; Ukrainian: підходящий, відповідний, придатний; Vietnamese: phù hợp; Welsh: addas; Yiddish: פּאַסיק