προτίθημι
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
(also thematic forms, 3sg.
A προτιθεῖ Hdt.1.133, 3pl. προτιθεῖσι Id.7.197), fut. -θήσω Th.3.67: aor. προὔθηκα Il.24.409, etc. (for προθέουσι v. προθέω (B)):—Med. (v. infr.):—Pass., aor. 1 προὐτέθην E.Ph.803, Pl.Phd.90b, etc.; but pres. and impf. Pass. are usually supplied by πρόκειμαι:—set before, set out, especially of meals, τραπέζας νίζον καὶ πρότιθεν (Ep. for προὐτίθεσαν) Od.1.112; βοῦν Hes.Th.537; τούτοισι προθεῖναι δαῖτα Hdt.1.207, cf. S.Aj.1294, Ant.775, Ph.274, etc.; ξείνια στρατῷ Hdt.7.29:—Med., set before oneself, have set before one, δαῖτα Id.1.133, 4.26; κλίνας καὶ τραπέζας Plu.2.99e; also προτίθεσθαί τισι ἄριστον cause it to be set before them, Chionid.7.
b π. τινὰ κυσίν throw him to the dogs, Il.24.409; τινὰ θηρσὶν ἁρπαγὴν π. E. El.896.
c hand over for burial, τινά τινι S.El.1198, cf. 1487.
2 expose a child, Hdt.1.112; π. τινὰ ἔρημον S.Ph.268:—Pass., ὁ θανάτῳ προτεθείς E.Ph.803 (lyr.).
3 set up, institute, propose, especially of contests, ἅμιλλαν λόγων E.Med.546; λόγων τοὺς ἀγῶνας Th.3.67; εἰ πονηρίας ἀγὼν προτεθείη Pl.Phd.90b; ἄπορον αἵρεσιν offer a choice, Id.Tht.196c (but also προτίθεσθαί τινι αἵρεσιν Id.Lg.858a); π. νόμον E. Hipp.1046.
b set up as a mark or set up as a prize, στέφανόν τισι τῶν ἀγώνων Th.2.46; σκοπὸν κάλλιστον ἐν τῷ ζῆν Plb.7.8.9:—Pass., προὐτέθην ἐγὼ ἆθλον.. δορός E.Hel.42.
c set as a penalty, θάνατον ζημίαν π. Th.3.44; τιμωρίας ἔτι μείζους οὐ μέχρι τοῦ δικαίου ib.82; τῶν νόμων τὰ ἔσχατα ἐπιτίμια προτεθηκότων D.34.37; τοῖσι ἐκείνου ἀπογόνοισι ἀέθλους τοιούσδε Hdt.7.197.
4 fix, set, ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ π. Id.1.32:—Med.; οὖρον π. ἐνιαυτόν ib.74.
5 appoint as a task or appoint as a duty, τινί τι S.Tr.1049; νεωτέρῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες Id.Ant.216; δμῳαῖς π. πένθος οἰκεῖον στένειν ib.1249, cf. Hdt. 9.94:—Med., propose to oneself as a task or object, ὅπερ προὐθέμεθα σκέψασθαι Pl.Phdr.259e, R.352d, cf. Sph.221a, Tht.169c; π. ψέγειν αὐτὸ ἢ ἐπαινεῖν Id.Lg.638c, cf. Arist.EN1142b19 (dub.), Hipparch. 1.1.6, Luc.Nec.19.
b Med., c. fut. inf., propose to oneself, intend, προτεθειμένου κατοικήσειν ἐνταῦθα Syr.D. 13.256 (Seleucia in Pieria, ii B.C.).
6 Med., also, put forth on one's own part, display, show, εὐλάβειαν S.El.1334; ἀνδραγαθίαν Th.3.64; ἔχθραν Id.8.85.
7 Med., θνητοὺς ἐν οἴκτῳ προθέμενος setting before oneself in pity, feeling compassion for, A.Pr.241.
8 advance money, IPE12.32B30,63 (Olbia, iii B.C.); τὸ διδόμενον ἆθλον ὑπὸ τοῦ δήμου αὐτὸς προέθηκεν ἐκ τοῦ ἰδίου IG12(9).234.18 (Eretria, i B.C.); τισὶν τῶν πολιτῶν εἰς λύτρα προτιθείς SIG708.15 (Istropolis, ii B.C.).
II π. νεκρόν lay out a dead body, let it lie in state, Hdt.5.8:—Med., E.Alc.664, Supp.53 (lyr.), Ar.Lys.611, Th.2.34, Lys.12.18, etc.; ποτήρια χρύσεα προθεῖτο Hdt.3.148.
2 set out wares for show or sale, Luc.Nigr.25, al.
3 display a public notice, τὸ λεύκωμα πρὸ τοῦ ναοῦ IG9(2).1109.35 (Coropa, ii B.C.); ἐπ' αὐτῆς τῆς οἰκίας π. ἐν λευκώματι UPZ 106.20 (ii B.C.); τὸ ὑπογεγραμμένον ἔκθεμα OGI664.4 (Egypt, i A.D.), cf. POxy.2108.8 (Pass., iii A.D.); notify publicly, τοὺς [προέδρους] προτιθέναι περὶ ὧν δεῖ βουλεύεσθαι IG42(1).68.80 (Epid., iv B.C.); περὶ ὧν.. οἱ ἄρχοντες προτίθεισι Ἀρχ.Δελτ.9 παρ.53 (Eresus), cf. IG 12(2).526a21 (ibid., iv B.C.), 645b35 (Nesus, iv B.C.); τὰς πράξεις (exactions).. τῶν προτιθεμένων (Pass.) κατὰ τὰς ἐγγραφάς Arist.Pol. 1321b42; call a case for trial by means of a public notice, τῶν κατ' αὐτοὺς προτεθέντων UPZ118.18 (ii B.C.); οἱ προτεθέντες ἐπ' ἐμὲ καὶ μὴ ὑπακούσαντες ἴστωσαν ὅτι.. PHamb.29.6 (i A.D.); advertise for sale or other purpose, BGU992 i 7 (Pass., ii B.C.), PLips.64.44 (iv A.D.), etc.; τοῖς συλλημψομένοις ὑμῖν γέρα προτιθέντα advertising rewards to those of you who apprehend (robbers), POxy.1408.16 (iii A.D.).
4 propose, bring forward a thing to be examined and debated, also give an opportunity for debate, voting, ἐς μέσον σφι π. πρῆγμα Hdt.1.206; π. τὸν λόγον Id.8.59; γνώμας σφίσιν αὐτοῖς Th. 1.139; π. λόγον (sc. εἰς ἐκκλησίαν) Aeschin.2.65; λόγον περί τινος X.Mem.4.2.3; γνώμας π. αὖθις Ἀθηναίοις, of the Prytanes, Th.6.14, cf. 3.36; π. τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων ib.42, cf. Isoc.8.15; π. βουλὴν εἴτε.. εἴτε.. D.H.6.15; τὸν ἐπιμήνιον, ἢν μὴ προθῇ, ἑκατὸν στατῆρας ὀφείλειν SIG58.10 (Milet., v B.C.), cf. 141.12 (Corc. Nigra, iv B.C.), 167.13 (Mylasa, iv B.C.), al.; προθεῖναι αὖθις περὶ Μυτιληναίων λέγειν propose a discussion about... Th.3.38; τὸ συμφέρον ἡ πόλις προὐτίθει σκοπεῖν D.18.273, etc.; π. αὐτοῖς κρίσιν appoint a trial for them, Lys.27.8; π. αὐτοῖς ἀγορὰν δικῶν Luc.Bis Acc.4; προέθηκε.. λέγειν τὰ ἑκατέροισι.. κατέργασται has proposed (or initiated) a recital of what each has done, Hdt.9.27: c. dat. pers. et inf., Id.3.38: c. acc. et inf., π. γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον Id.8.49:—Med., ἤν τις προθῆται ψῆφον, ὥστε μὴ εἶναι τὸν νόμον τοῦτον SIG45.33 (Halic., v B.C.):—Pass., οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος speech was not allowed them, X.HG1.7.5; ψῆφος περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσα D.19.65.
5 convene a meeting, προὔθεσαν οἱ πρυτάνεις ἐκκλησίαν Luc.Nec.19:—Med., σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔθετο λέσχην S.Ant.161 (anap.).
III put forward, as one foot before the other, βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων E.Hec.67 (anap.).
2 hold out as a pretext, αἰτίαν S.Aj.1051:—Med., τὴν συγγένειαν Plb. 2.19.1, etc.
IV put before or first, προτιθέντι ἀνάγκη.. λέγειν, opp. ἐπιλέγοντι, Arist.Rh.1394a15, cf.b28; π. τοῦ λόγου προοίμιον Pl. Lg.723c; set down first in writing, προθεὶς ἄρχοντα Νικόμαχόν φησιν οὕτως· ἐπὶ τούτου κτλ." Did. in D.1.19, cf. 8.17, al., Gal.19.183:—Med., put in front, τοὺς γροσφομάχους Plb.1.33.9; premise, λόγον Id.3.118.11; τὰς προειρημένας αἰτίας Id.4.25.6:—Pass., τὸ μὴ καὶ τὸ οὒ προτιθέμενα τῶν ἐπιόντων ὀνομάτων Pl.Sph.257c: metaph., Th.2.42.
2 put before or put over, πρόσθεν ὀμμάτων πέπλον π. E.IA1550:—Med., E.IT1218, etc.
3 prefer one to another, τί τινος Hdt.3.53, E.Med.963; ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ Id.Hipp.382:—Med., πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα S.OC419.
German (Pape)
[Seite 792] (s. τίθημι), 1) vorstellen, vorlegen, vorsetzen, z. B. Essen, zum Verzehren, κυσὶν προὔθηκεν, Il. 24, 409; Hes. Th. 537; daher auch δαῖτά τινι προθεῖναι, Her. 1, 207; ξείνια, 7, 29; u. med., τραπέζας προτίθεντο, sie stellten Tische vor sich hin, Od. 1, 112; δεῖπνον, Her. 4, 26; vgl. Soph. Ἀτρέα προθέντ' ἀδελφῷ δεῖπνον οἰκείων τέκνων, Ai. 1273; φορβῆς τοσοῦτον, ὡς ἄγος, μόνον προθείς, Ant. 771; vgl. Eur. El. 896 Alc. 752; τὴν ἀσπίδα τοῦ κειμένου προθέμενος, seinen Schild zum Schutz vorsetzend, Plut. Timol. 4; – ein Ziel vorsetzen, vorstecken, σκοπόν, Pol. 7, 8, 9; auch med., Plut. Dion et Brut. 3; Strafe, Belohnung wofür aussetzen, οἱ νόμοι τὰ ἔσχατα ἐπιτίμια προτεθείκασι, Dem. 34, 37; στέφανον, Thuc. 2, 46; so auch ἅμιλλαν σὺ προὔθηκας λόγων, Eur. Med. 546; ἆθλα, Xen. Cyr. 1, 6, 18; übh. festsetzen, bestimmen, οὖρον, Her. 1, 32. 74; νόμον, Eur. Hipp. 1046; παραδείγματα προθεὶς ταῦτα, als Beispiel aufstellend, Plat. Soph. 226 c; πονηρίας ἀγῶνα, Phaed. 90 b; τοῦ προτεθέντος ἀνθρώποις ὑπὸ θεῶν ἀρίστου βίου, Tim. 90 d; ἄπορον αἵρεσιν προτίθης, Theaet. 196 c; Folgde; σκοπὸν προέθηκε κάλλιστον ἐν τῷ ζῆν, Pol. 7, 8, 9; – med. sich vorsetzen, θνητοὺς δ' ἐν οἴκτῳ προθέμενος, Aesch. Prom. 239; ὅπερ νῦν προὐθέμεθα, Plat. Phaedr. 259 d; u. c. inf., ὅπερ τὸ ὕστερον προὐθέμεθα σκέψασθαι, was wir uns zu betrachten vornahmen, Rep. I, 352 d. – 2) öffentlich aussetzen, ausstellen; im med. bei Her., ποτήρια χρύσεα προθεῖτο, 3, 148; auch übtr., πένθος μέγα προεθήκαντο, 6, 21, sie trugen große Trauer zu Schau; u. so eine Leiche zur Schau stellen, Eur. Alc. 667; Thuc. 2, 34; Lys. 12, 18; Plat. Phaed. 115 e; D. Cass. 58, 2. – Waaren ausstellen zum Verkauf, τὴν ἀρετὴν ὤνιον ὥσπερ ἐξ ἀγορᾶς προθεῖναι, Luc. Nigr. 25. – Überh. öffentlich bekannt machen, auch eine Sache zum Beraten od. Abstimmen vortragen, eine Ansicht darlegen, προθεῖναι πρῆγμα, λόγον, Her. 1, 206. 8, 59; auch c. inf., προθεῖναι λέγειν, ἐκλέξασθαι, 3, 38. 9, 27; Aesch. 2, 65; οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος, Xen. Hell. 1, 7, 5; vgl. Soph. ἥντιν' αἰτίαν προθείς, Ai. 1030, προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν, Ant. 1234; νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες, lege es einem Jüngern zu tragen auf, ib. 246, vgl. Trach. 1038; u. im med., ὅτι σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔθετο λέσχην, Ant. 160, daß er öffentlich die Versammlung einsetzte od. berief; προτίθεσθαί τινι ἔχθραν, μῆνιν, πόλεμον, Einem Feindschaft, Haß, Krieg erklären, Her. 4, 65. 8, 229 (v.l. προστίθεσθαι); Thuc. 8, 68; aber εὐλάβειαν τῶνδε προὐθέμην ist = ich hütete mich, Soph. El. 1326. – 3) voransetzen, voranstellen; ὅτι χρὴ προτιθέναι παντὸς τοῦ λόγου τὸ πεφυκὸς προοίμιον ἑκάστοις, Plat. Legg. IV, 723 c, vgl. Soph. 257 b; u. med., προθέμενοι τοὺς γροσφομάχους, Pol. 1, 33, 9; vorziehen, πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα, Soph. O. C. 419; τί τινος, Her. 3, 53; u. c. inf., 9, 27; ἡμᾶς προθήσει χρημάτων, Eur. Med. 963; ἡδονὴν προθέντες ἀντὶ τοῦ καλοῦ, Hipp. 382.
French (Bailly abrégé)
f. προθήσω, ao. προὔθηκα, etc. ; au Pass. pour le pf. et le pqp., les Att. emploient de préférence le prés. et l'impf. de πρόκειμαι ; ao. προὐτέθην;
I. placer devant :
1 placer devant : τραπέζας OD des tables ; δαῖτά τινι HDT, δεῖπνόν τινι SOPH offrir un repas à qqn ; en mauv. part exposer, livrer : τινα κυσίν IL livrer qqn aux chiens ; ou abs. τινά, livrer qqn à la mort;
2 exposer, offrir aux regards : ἀγοράν LUC des marchandises ; τὴν ἀρετὴν ὤνιον LUC exposer la vertu en vente ; νεκρόν HDT exposer un mort ; publier, faire connaître : γνώμην ὑπέρ τινος THC son avis sur qch ; νόμον PLUT promulguer une loi ; κρίσιν τινί PLUT intenter une action contre qqn;
3 ordonner, prescrire, donner pour tâche : τινί τι qch à qqn ; τινί avec un inf. : ordonner à qqn de, etc.
4 proposer : πρῆγμα ἐς μέσον HDT une affaire dans l'assemblée ; ἑαυτῷ νόμον EUR proposer une loi contre soi-même ; πρ. ἀγῶνα LUC proposer une lutte ; ἆθλα XÉN des prix ; θάνατον ζημίαν THC infliger la peine de mort;
II. placer devant pour cacher ou couvrir : πέπλον ὀμμάτων EUR voiler ses yeux d'un manteau ; fig. αἰτίαν SOPH mettre en avant une raison, un prétexte;
III. placer devant, mettre avant, préférer : τί τινος ou ἀντί τινος une ch. à une autre chose ou à qqn;
Moy. προτίθεμαι (f. προθήσομαι, ao. προὐθηκάμην, etc.);
I. placer qch (à soi) devant ; particul. placer qch à soi devant soi ; fig. se retrancher derrière, prétexter, acc.;
II. placer devant soi ; fig. se mettre devant les yeux, se proposer : εὐλάβειάν τινος SOPH prendre des précautions à l'égard de qch ; θνητοὺς ἐν οἴκτῳ ESCHL regarder les mortels en s'apitoyant (litt. se mettre devant les yeux les mortels);
III. mettre en avant, d'où
1 produire, exposer, acc.;
2 déclarer : πένθος μέγα HDT prescrire un grand deuil public ; σύγκλητον λέσχην SOPH convoquer une assemblée;
3 proposer : πρός τινα avec l'inf. : à qqn de ; τινι ἔχθραν THC déclarer à qqn son inimitié;
IV. placer en avant, faire prendre les devants à, acc. ; fig. préférer : πάρος προτίθεσθαί τί τινος SOPH faire passer une chose avant une autre.
Étymologie: πρό, τίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τίθημι, Ion. praes. 3 sing. προτιθεῖ imperf. προετίθην, προετίθειν en later προετίθουν, 3 plur. πρότιθεν Od. 1.112 med.-pass. προετιθέμην en προυτιθέμην; aor. προυθηκα en προέθηκα, med. προυθέμην en προεθέμην; aor. pass. προυτέθην en προετέθην; perf. προτέθεικα, med.-pass. προτέθειμαι; plqpf. med.-pass. προ(ε)τεθείμην; fut. προθήσω, med. προθήσομαι; fut. pass. προτεθήσομαι Hdt. 1.133.4, plur. - τιθεῖσι (i. p. v. - τίθεισι); voor... zetten act. voor... zetten, voorzetten; met acc..; τραπέζας π. tafels klaarzetten Od. 1.112; met acc. en dat..;.. μοι σὺ προυθηκας σποδόν jij hebt hem als as voor me gezet Soph. El. 1198; π. ἀδελφῷ δεῖπνον οἰκείων τέκνων aan zijn broer een maaltijd voorzetten die bestaat uit zijn eigen kinderen Soph. Ai. 1294; ξείνια π. στρατῷ ἐμῷ aan mijn leger een gastmaal voorzetten Hdt. 7.29.1; κυσὶν π. voor de honden gooien Il. 24.409; overdr. pass. subst..; τὸν θανάτῳ προτεθέντα degene die aan de dood werd blootgesteld Eur. Phoen. 803 (lyr.); met acc. en gen..; ὀμμάτων πέπλον π. de peplos voor de ogen houden Eur. IA 1550 (zie ook 2a); uitbr. buiten zetten, verstoten:. μ’ ἐκεῖνοι προθέντες ἐνθάδε ᾤχοντ᾽ ἔρημον die mannen hebben me hier alleen achtergelaten en zijn vertrokken Soph. Ph. 268. voorstellen, voorleggen; met acc..; ζημίαν π. straffen voorstellen Thuc. 3.44.3; οὐ λόγων τοὺς ἀγῶνας προθήσοντες ἀλλ’ ἔργων door niet een strijd om woorden, maar om daden voor te stellen Thuc. 3.67.6; τῆς πόλεως λόγον περί τινος προτιθείσης wanneer de stad ergens een discussie over wil houden Xen. Mem. 4.2.3; met acc. en dat..; γνώμας προτίθει αὖθις Ἀθηναίοις stel de standpunten weer ter discussie bij de Atheners Thuc. 6.14; met inf..; προέθηκε παλαιά τε καὶ καινὰ λέγειν (de man uit Tegea) heeft voorgesteld om over oude en recente zaken te spreken Hdt. 9.27.1; met AcI; π. γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον voorstellen dat ieder die wil zijn mening kenbaar mag maken Hdt. 8.49.1; voorstellen, opleggen; met acc. en dat..; π. τοῖσι ἐκείνου ἀπογόνοισι ἀέθλους taken aan zijn afstammelingen opleggen Hdt. 7.197.1; met dat. en inf..; νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν π. laat een jongere deze last dragen Soph. Ant. 216; overdr. geven:; κρίσιν π. een proces gunnen Lys. 27.8; pass..; προυτέθην ἐγὼ μὲν οὔ, τοὐμὸν δ’ ὄνομα ἆθλον Ἕλλησιν δορός ik werd uitgeloofd - niet ik maar mijn naam - als oorlogsprijs aan de Grieken Eur. Hel. 42; (vast)stellen: οὖρον π. de grens vaststellen, als grens vaststellen:. ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι ik stel de maximumleeftijd van een mens op zeventig jaar Hdt. 1.32.2 (zie 2b). naar voren zetten, naar voren brengen:; βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα de traagvoetige gang van mijn ledematen naar voren brengend (de ene trage voet voor de andere zettend) Eur. Hec. 67; overdr. naar voren brengen, in de openbaarheid brengen, bekend maken:; ἥντιν’ αἰτίαν προθείς; wat voor reden kun je naar voren brengen? Soph. Ai. 1051; παραδείγματα π. voorbeelden Plat. Sph. 226c; τρία... σοι προθήσομαι ik zal je drie argumenten geven Men. Epitr. 719; π. λόγον een reden aanvoeren, verklaren Hdt. 8.59; αἵρεσιν π. een keuze voorleggen Plat. Tht. 196c; τὴν ἀρετὴν ὤνιον ὥσπερ ἐξ ἀγορᾶς π. zijn deugd als koopwaar van de markt adverteren Luc. 8.25; pass. subst..; τῶν προτιθεμένων κατὰ τὰς ἐγγραφὰς degenen van wie de namen bekend zijn gemaakt op de lijsten (van staatsschuldenaars) Aristot. Pol. 1321b42; spec. opbaren:. θανόντα σε περιστελοῦσι καὶ προθήσονται νεκρόν ze zullen je verzorgen na je dood en je lichaam opbaren Eur. Alc. 664. voorop zetten (voor), aan het begin zetten (van): met acc. en dat..; προτιθέναι παντὸς τοῦ λόγου τὸ πεφυκὸς προοίμιον ἑκάστοις alle wetten moeten beginnen met een passende inleiding Plat. Lg. 723c; προτιθέντι (sc. παραδείγματα) voorbeelden voorop zetten Aristot. Rh. 1394a15; pass.. τὸ μὴ καὶ τὸ οὒ προτιθέμενα wanneer er een ontkenning vóór wordt gezet Plat. Sph. 257c. stellen (boven), verkiezen (boven); met gen., met ἀντί + gen..; ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ plezier boven schoonheid Eur. Hipp. 382.; pass.. τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν... ἀνδραγαθίαν... προτίθεσθαι voor degenen die in de rest minder waard zijn is het terecht dat zij (toch) de voorkeur krijgen vanwege hun moed Thuc. 2.42.3. med. zich voorzetten; met acc..; πλέω δαῖτα... προτίθεσθαι zich een uitgebreidere maaltijd voorzetten, uitgebreider dineren Hdt. 1.133.1; met acc. en gen.. - τί χρή με δρᾶν; - πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι -wat moet ik doen? -je peplos voor je ogen houden Eur. IT 1218 (zie ook 1a). voorstellen:; τήνδε γερόντων προύθετο λέσχην hij heeft deze vergadering van oudsten voorgesteld Soph. Ant. 160; met inf. zich voornemen:; περὶ τούτου λέγειν προθέμενος... ἀπεπλανήθην hoewel ik me had voorgenomen het hierover te hebben ben ik afgedwaald Luc. 38.19; vaststellen:; οὖρον προθέμενος ἐνιαυτὸν τοῦτον ἐν τῷ δὴ καὶ ἐγένετο precies dat jaar als grens vaststellend waarin (de zonsverduistering) ook werkelijk gebeurde Hdt. 1.74.2 (zie 1b); met acc. en dat. overdr.. κατηγόρει... ὡς... τὴν ἔχθραν οἱ προθοῖτο hij beschuldigde hem ervan dat hij hem (uit persoonlijke rancune) zijn vijandschap had aangedaan Thuc. 8.85.3. naar voren brengen, op de voorgrond plaatsen, naar voren schuiven, pronken met:. ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι (de eigen) deugd Thuc. 3.64.4. voor zich op de eerste plaats zetten:. θνητοὺς δ’ ἐν οἴκτῳ προθέμενος τούτου τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην αὐτός hoewel ik de stervelingen voorrang gaf in medelijden werd ikzelf niet waardig gekeurd om dat te krijgen Aeschl. PV 239.
Russian (Dvoretsky)
προτίθημι: (fut. προθήσω, стяж. aor. 1 προὔθηκα; aor. pass. προὐτέθην, praes. и impf. pass. в атт. обычно берутся от πρόκειμαι) тж. med.
1 ставить перед, класть впереди, подносить (τραπέζας Hom.; δαῖτά τινι Her.): προθέσθαι τι Plut. поставить что-л. перед собою; προτιθέναι τοῦ λόγου προοίμιον Plat. предпосылать речи введение; πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι Eur. закрыть глаза плащом; προθέσθαι τοὺς γροσφομάχους Polyb. поставить впереди себя копьеносцев (т. е. велитов); εὐλάβειάν τινος προθέσθαι Soph. противопоставить осторожность чему-л., т. е. предотвратить что-л.; προθέσθαι τινὰ ἐν οἴκτῳ Aesch. сжалиться над кем-л.; βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων π. Eur. медленно переставлять ноги; προτιθέμενα καὶ ἐπιλεγόμενα Arst. начало и заключение;
2 ставить выше, предпочитать (τί τινος Her., Eur. и τι ἀντί τινος Eur.): πάρος τινός προθέσθαι τι Soph. предпочесть что-л. чему-л.;
3 бросать (на съедение), кидать (τινὰ κυσίν Hom.; τινὰ θηρσὶν ἁρπαγὴν προθεῖναι Eur.): ὁ θανάτῳ προτεθείς Eur. брошенный, т. е. обреченный на смерть;
4 бросать, покидать: προθεῖναί τινα ἔρημον Soph. бросить кого-л. на произвол судьбы; προθεῖναι τὸ παιδίον Her. подкинуть ребенка;
5 заранее устанавливать, определять (τὸν νόμον τινί Eur.): οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ π. Her. определять границу человеческой жизни; ἀεὶ πλείων τοῦ προτεθέντος χρόνος Arst. время, большее любого (наперед) заданного, т. е. бесконечное;
6 устраивать, учреждать (τοὺς ἀγῶνας λόγων Thuc.): πένθος μέγα προθέσθαι Her. учредить большой траур;
7 назначать (στέφανον τῶν ἀγώνων τινί Thuc.; med. τινα ἱλαστήριον NT): προθεῖναί τινι κρίσιν Lys. назначить кому-л. судебное разбирательство, т. е. вызвать кого-л. в суд; π. θάνατον ζημίαν Thuc. назначать смертную казнь; προθέσθαι τὴν λέσχην Soph. созвать собрание;
8 задавать, предлагать (ἄπορον αἵρεσιν Plat.; τὸ προτεθὲν πρόβλημα Arst.): προτίθεσθαι αἵρεσιν Plat. ставить перед собой альтернативу; προθεῖναί τινι βαστάζειν τι Soph. предложить кому-л. взять что-л. на себя; ὅπερ προὐθέμεθα σκέψασθαι Plat. рассмотрением чего мы задались; προθεῖναί τι τοῖς ὤμοις τινός Soph. возложить что-л. на чьи-л. плечи, т. е. предписать кому-л. что-л.;
9 тж. med. выставлять (νεκρόν Her.; med. ὀστᾶ τῶν ἀπογενομένων Thuc.): π. τι ὤνιον Luc. выставлять что-л. на продажу; π. αἰτίαν Soph. выставлять причину; προτίθεσθαί τι Polyb. ссылаться на что-л. (как на основание);
10 med. показывать (ποτήρια χρύσεα Her.): ἀνδραγαθίαν τινὶ π. Thuc. рассказывать о чьей-л. храбрости;
11 представлять, докладывать, излагать (πρῆγμα Her.; λόγον περί τινος Xen.): π. τὴν διαγνώμην περί τινος Thuc. вносить на обсуждение вопрос о чем-л.; προθεῖναι λέγειν περί τινος Thuc. представить что-л. на обсуждение; τὰ προτιθέμενα κατὰ τὰς ἐγγραφάς Arst. зарегистрированные судебные решения;
12 предоставлять, разрешать (οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος Xen.): προθέσθαι τινὶ ἔχθραν Thuc. объявить кому-л. о своей вражде;
13 med. ставить себе целью, намереваться (πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς NT).
English (Autenrieth)
3 pl., προθέουσιν, ipf. 3 pl. πρότιθεν, aor. προὔθηκεν: place before, ‘throw before’ dogs, Il. 24.409; fig., ‘permit,’ Il. 1.291.
English (Thayer)
2nd aorist middle προεθέμην; (from Homer down);
1. to place before, to set forth (cf. πρό, d. ἆ.); specifically, to set forth to be looked at, expose to view: Aelian v. h. 14,8; and often in the middle in this sense: ποτήρια ἀργυρεα τέ καί χρυσεα, his own cups, Herodotus 3,148; to expose to public view, in which sense it is the technical term with profane authors in speaking of the bodies of the dead (to let lie in state) (cf. Passow, under the word, I:2; (Liddell and Scott, under the word, II:1); Stallbaum on Plato, Phaedo, p. 115e.; (Krüger on Thucydides 2,34, 1)); the middle points to the owner of the thing exposed: so with τινα and a predicate accusative. set forth; cf. 8:32).
2. Middle to set before oneself, propose to oneself; to purpose, determine (Plato, Polybius, others): followed by the infinitive ἐν αὐτῷ (sic); see αὑτοῦ) added, in himself (Winer's Grammar, § 38,6; (cf. p. 152 (144))), ἐν αὐτῷ with L T Tr WH) render 'in him,' i. e. (probably) Christ).
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. προτίθεμαι.
Greek Monotonic
προτίθημι: γʹ πληθ. προθέουσι· μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ προὔθηκα — Μέσ., αόρ. αʹ προεθηκάμην — Παθ., αόρ. αʹ προὐτέθην· Παθ. ενεστ. και παρατ. από το πρόκειμαι·
I. 1. θέτω ή τοποθετώ εμπρός, παραθέτω, ιδίως λέγεται για γεύματα, τραπέζας πρότιθεν (Επικ. αντί προὐτίθεσαν), σε Ομήρ. Οδ.· δαῖτά τινι προθεῖναι, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., βάζω εμπρός μου, δαῖτα, στον ίδ.
2. όπως το Λατ. projicere, πρ. τινα θηρσὶν ἁρπαγήν, σε Ευρ.
3. γενικά, θέτω μπροστά σε κάποιον, παρουσιάζω, δίνω σε, τί τινι, σε Σοφ.
4. εκθέτω νήπιο, βρέφος, σε Ηρόδ. κ.λπ. 5. α) ορίζω ως σημείο ή βραβείο, προτείνω, ἀέθλους, στον ίδ.· ἅμιλλαν, σε Ευρ. — Παθ., προὐτέθην ἆθλον δορός, στον ίδ. β) ορίζω ως ποινή, θάνατον πρ. ζημίαν, σε Θουκ. κ.λπ.
6. ορίζω, θέτω, ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης πρ., σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., οὖρον πρ. ἐνιαυτόν, στον ίδ.
7. προβάλλω, προτείνω ως έργο, τί τινι, σε Σοφ. — Μέσ., προτείνω στον εαυτό μου ως έργο ή σκοπό, σε Πλάτ.
8. Μέσ. επίσης, προβάλλω εκ μέρους μου, επιδεικνύω, δείχνω, εὐλάβειαν, σε Σοφ.
9. προτίθεσθαί τινα ἐν οἴκτῳ, οικτίρω, ελεώ, ευσπλαχνίζομαι, σε Αισχύλ.
II. 1. προτίθημι νεκρόν, εκθέτω νεκρό σώμα, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. κ.λπ.
2. εκθέτω εμπόρευμα προς επίδειξη ή πώληση, σε Λουκ.
3. προτείνω, παρουσιάζω κάτι για συζήτηση, Λατ. in medium afferre, προθεῖναι πρῆγμα, λόγον, σε Ηρόδ.· γνώμας, σε Θουκ.· με απαρ., προθεῖναι λέγειν, προτείνω μια συζήτηση, στον ίδ. — Μέσ., πένθος προεθήκαντο, εξέθεσαν τον εαυτό τους σε μεγάλο θρήνο, θρήνησαν, σε Ηρόδ. — Παθ., ψῆφος περὶ ἡμῶν προτεθεῖσα, σε Δημ.
4. ορίζω συνέλευση, συνεδριάζω, σε Λουκ. — Μέσ., προὔθετο λέσχην, όρισε συμβούλιο, σύσκεψη γερόντων, σε Σοφ.
5. Παθ., οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος, δεν επετράπη σε αυτούς να μιλήσουν, σε Ξεν.
III. 1. τοποθετώ, βάζω το ένα πόδι πάνω στο άλλο, σε Ευρ.
2. προβάλλω ως πρόφαση, σε Σοφ.
IV. 1. θέτω πρώτο, προτάσσω, τι, σε Πλάτ. — Μέσ., τοποθετώ στην πρώτη γραμμή, τοὺςγροσφομάχους, σε Πολύβ.
2. θέτω εμπρός ή έμπροσθεν, πέπλον ὀμμάτων, σε Ευρ.· ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ, σε Ευρ. — Μέσ., πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προτίθημι: γ΄, πληθ. προθέουσι Ἰλ. Α. 291· μελλ. -θήσω· ἀόρ. προῦθηκα Ἀττ., ὡσαύτως ἐν Ἰλ Ω. 409. - Μεσ., ἀόρ. α΄ προεθηκάμην Ἡρόδ. 6. 21. - Παθ., ἀόρ. α΄ προὐτέθην Εὐρ., Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. καὶ ὁ παρατ. τοῦ παθ. λαμβάνεται ἐκ τοῦ πρόκειμαι. Θέτω ἢ τοποθετῶ ἐμπρός, παραθέτω, μάλιστα ἐπὶ φαγητῶν, τραπέζας νίζον καὶ πρότιθεν (Ἐπικ. ἀντὶ προὐτίθεσαν) Ὀδ. Α. 112· δαῖτά τινι προθεῖναι Ἠροδ. 1. 207, πρβλ. Σοφ. Αἴ 1294. Ἀντ. 775, Φιλ. 274, κτλ.· ξείνιά τινι Ἡρόδ. 7. 29. - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, θέτω ἐμπρός μου, βάλλω καὶ θέτουσιν ἐμπρός μου, δαῖτα, δεῖπνον Ἡρόδ. 1. 133., 4. 26· κλίνας καὶ τραπέζας Πλούτ. 2. 99Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως, προτίθεσθαί τινι ἄριστον, προστάσσω νὰ παρατεθῇ εἴς τινα, Χιωνίδης ἐν «Πτωχοῖς» 4. β) ὡς τὸ Λατιν. projicere προτίθημί τινα κυσίν, ῥίπτω τινὰ εἰς τοὺς κύνας, Ἰλ. Ω. 409, πρβλ. Ἡσ. Θεογν. 537· πρ. τινα θηρσὶν ἁρπαγὴν Εὐρ. Ἠλ. 896. γ) καθόλου, τίθημι ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, δίδω, ὃς ἦν γάρ μοι οὐ προὔθηκας σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1198, πρβλ. 1487. 2) ἐκθέτω νήπιον ὡς τὸ ἐκτιθέναι. Ἡρόδ. 1. 112· πρ. τινα ἔρημον Σοφ. Φιλ. 628. - Παθητ., ὁ θανάτῳ προτεθεὶς Εὐρ. Φοίν. 804. 3) προβάλλω, ὁρίζω ὡς σημεῖον ἢ βραβεῖον, προτείνω ἀέθλους Ἡρόδ. 7. 197· ἅμιλλαν λόγων Εὐρ. Μήδ. 546· λόγων τοὺς ἀγῶνας Θουκ. 3. 67· στέφανον τῶν ἀγώνων τινὶ ὁ αὐτ. 2. 46˙ πονηρίας ἀγῶνα Πλάτ. Φαίδων 90Β· πρ. τινὶ κρίσιν Λῦσ. 178. 29· ἄπορον αἵρεσιν Πλάτ. Θεαίτ. 196C σκοπὸν κάλλιστον Πολύβ. 7. 8, 9˙ πρ. νόμον Εὐρ. Ἰππ. 1046. -Παθ. προὐτέθην ἐγὼ ἆθλον... δορὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 47. β) προβάλλω, ὁρίζω ὡς ποινὴν πρ. θάνατον, ζημίαν Θουκ. 3. 44· τιμωρίας ἔτι μείζους πρ. αὐτόθι 82· τὰ ἔσχατα ἐπιτίμια Δημ. 918. 4. γ) πρ. αἵρεσιν, προτείνω ἐκλογήν, Πλάτ. Θεαίτ. 196C, καὶ μέσ., προτίθεσθαι αἵρ. ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 853 Α 4) ὁρίζω, ἐς ἐβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ πρ. Ἡρόδ. 1. 32· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ οὖρον πρ. ἑνιαυτὸν αὐτόθι 74. 5) προβάλλω, προτείνω ὡς ἔργον, τινί τι Σοφ. Τρ. 1049· τινὶ ποιεῖν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 216. - Μεσ., προτείνω εἰς ἐμαυτὸν ὡς ἔργον ἢ σκοπόν, τι Πλάτ. Φαῖδρ. 259Ε, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., προτίθεμαι, διανοοῦμαι νὰ κάμω τι, Πλατ. Πολ. 352D, Νομ. 638D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 9, 4. 6) Μεσ. ὡσαύτως, προβάλλω ἐκ μέρους μου, ἐπιδεικνύω, εὐλάβειαν Σοφ. Ἠλ. 1334· ἀνδραγαθίαν Θουκ. 2. 42. 7) προτίθεσθαί τινα ἐν οἴκτῳ, ἐλεεῖν, οἰκτίρειν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 239. II. προτίθημι νεκρόν, ἐκθέτω νεκρὸν κεκοσμημένον πρὸς ταφήν, Ἡρόδ. 5. 8, πρβλ. 1. 112· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Εὐρ. Ἄλκ. 664, Ἀριστοφ. Λυσ. 611, Θουκ. 2. 34, Λυσί 121. 35, κτλ.· ὡσαύτως, ποτήρια χρυσέα προθεῖτο Ἡρόδ 3. 148. 2) ἐκθέτω· ἐμπορεύματα πρὸς ἐπίδειξιν ἢ πρὸς πώλησιν, Λουκ. Νιγρῖν. 25, κ.ἀλλ· ὡσαύτως, πρ τινὶ ἀγορὰν ὁ αὐτ. ἐν Δὶς κατηγ. 4, κτλ.· πρβλ. Bast Ep. Cr. σ. 179 3) προτείνω εἰς συζήτησιν, παρουσιάζω τι εἰς ἐξέτασιν ἢ συζήτησιν, Λατ. in medium afferre, προθεῖναι πρῆγμα, λόγον Ἡρόδ. 1. 206., 8. 59· γνώμας (ἴδε ἐν λέξ. καθίημι) Θουκ. 1. 139· πρ. λόγον εἰς ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 36. 28 λόγον περί τινος Ξεν. Ἁπομν. 4. 2. 3 γνώμας πρ. αὖθις Ἀθηναίοις, ἐπὶ τῶν πρυτάνεων, Θουκ. 6. 14, πρβλ. 3. 36˙ οὕτω, πρ. τὴν διαγνώμην αὖθις περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42, πρβλ. Ἰσοκρ 162Α·- ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν, ὅτι θὰ διατάξῃ τὰς θεραπαινίδας νά…, Σοφ. Ἀντ. 1249 προθεῖναι λέγειν περί τινος Θουκ. 3. 38, πρβλ. Δημ. 317. 7, κτλ.· ἀλλά, προέθηκε παλαιὰ καὶ καινὰ λέγειν, ἐνόμισε καλὸν νά..., Ἡρόδ. 9. 27)· - οὕτω μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. Ἠρόδ. 3. 38, 9. 94, Σοφ. Ἀντ. 216· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ, πρ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον Ἡρόδ 4. 49. - Μέσ., πένθος μέγα προεθήκαντο, ἔκαμαν μέγαν θρῆνον, Ἡρόδ. 6. 21· περαιτέρω ὧν οὐ προτίθεσαι Πλάτ. Θεαίτ. 169C, κτλ. - Παθ., ψῆφος περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσα Δημ. 361. 27. 4) ὁρίζω συνέλευσιν, συνεδριάζω, βουλὴν Διον. Ἁλ. 615, κτλ, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 19. - Μεσ., σύγκλητον γερόντων προὔθετο λέσχην, ὥρισε συμβούλιον, σύσκεψιν γερόντων, Σοφ. Ἀντ. 160. 5) Παθ., οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος, δὲν ἐπετράπη εἰς αὐτοὺς νὰ ὁμιλήσωσι, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 6) Παθ., δημοσίᾳ ἀγγέλλομαι, Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 8· πρβλ. πρόθεσις Ι. 2. ΙΙΙ. προβάλλω, οἷον τὸν ἕνα πόδα πρὸ τοῦ ἅλλου, Εὐρ. Ἑκ. 67. 2) προβάλλω, προτείνω ὡς πρόφασιν, Σοφ. Αἴ. 1051. - Μέσ., Πολύβ. 2. 19, 1 κτλ.· - πρβλ. προτείνω. IV. θέτω πρότερον ἢ πρῶτον, προτάσσω, τι Πλάτ. Σοφιστ. 257Β· προτιθέντι ἀνάγκη… λέγειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιλέγοντι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 9, πρβλ. 21, 7. - Μέσ., προτάσσω, θέτω εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, προθέμενοι τοὺς γροσφομάχους Πολύβ. 1. 33, 9· λαμβάνω ὡς δεδομένον, λόγον τινὰ ὁ αὑτ. 3. 118, 11. 2) θέτω ἐμπρός, ἔμπροσθεν, πέπλον ὁμμάτων Εὐρ. Ι. Α. 1550, πρβλ. Ι. Τ. 1218· πρ. προοίμιον τοῦ λόγου Πλάτ. Νομ. 723C. - Μέσ., Πολύβ. 4. 25, 6 κτλ. 2) προτιμῶ, τί τινος Ἡρόδ. 3. 53, Εὐρ. Μήδ. 963· ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ Εὐρ. Ἱππ. 382. - Μεσ., πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα Σοφ. Ο. Κ. 419. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄,σ. 130 κἑξ.
Middle Liddell
3rd pl. προθέουσι fut. -θήσω aor1 προὔθηκα Mid., aor1 προεθηκάμην Pass., aor1 προὐτέθην [the pres. and imperf. pass. are supplied by πρόκειμαι
I. to place or set before, set out, especially of meals, τραπέζας πρότιθεν (epic for προὐτίθεσαν) Od.; δαῖτά τινι προθεῖναι Hdt., etc.:—Mid. to have set before one, δαῖτα Hdt.
2. like Lat. projicere, πρ. τινὰ κυσίν to throw him to the dogs, Il.; πρ. τινὰ θηρσὶν ἁρπαγήν Eur.
3. generally to hand over to, give over to, τί τινι Soph.
4. to expose a child, Hdt., etc.
5. to set up as a mark or prize, propose, ἀέθλους Hdt.; ἅμιλλαν Eur.:—Pass., προὐτέθην ἆθλον δορός Eur.
b. to propose as a penalty, θάνατον πρ. ζημίαν Thuc., etc.
6. to set forth, fix, set, ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης πρ. Hdt.; so in Mid., οὖρον πρ. ἐνιαυτόν Hdt.
7. to propose as a task, τί τινι Soph.:—Mid. to propose to oneself as a task or object, Plat.
8. Mid. also, to put forth on one's own part, display, show, εὐλάβειαν Soph.
9. προτίθεσθαί τινα ἐν οἴκτῳ to set before oneself in pity, i. e. compassionate, Aesch.
II. πρ. νεκρόν to lay out a dead body, let it lie in state, Hdt.; so in Mid., Eur., etc.
2. to set out wares for show or sale, Luc.
3. to propose, bring forward a thing to be debated, Lat. in medium afferre, προθεῖναι πρῆγμα, λόγον Hdt.; γνώμας Thuc.: —c. inf., προθεῖναι λέγειν to propose a discussion, Thuc.:—Mid., πένθος προεθήκαντο proposed to themselves, observed mourning, Hdt.:—Pass., ψῆφος περὶ ἡμῶν προτεθεῖσα Dem.
4. to appoint, hold a meeting, Luc.:—Mid., προὔθετο λέσχην appointed a council, Soph.
5. Pass., οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος speech was not allowed them, Xen.
III. to put forward, as one foot before the other, Eur.
2. to hold out as a pretext, Soph.
IV. to put before or first, τι Plat.:—Mid. to put in front, τοὺς γροσφομάχους Polyb.
2. to put before or over, πέπλον ὀμμάτων Eur.
3. to prefer one to another, τί τινος Hdt., Eur.; ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ Eur.:—Mid., πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα Soph.
Chinese
原文音譯:prot⋯qhmai, (prot⋯qhmi) 普羅-提帖買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:以前-安放 相當於: (שׂוּמָה / שִׂים)
字義溯源:預定,設立,公開展示,定意,意向;由(πρό)*=前)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(3);羅(2);弗(1)
譯字彙編:
1) 我⋯定意(1) 羅1:13;
2) 所預定(1) 弗1:9;
3) 設立(1) 羅3:25