στερεός
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ά, όν, also στερρός (q.v.),
A firm, solid, σ. λίθος ἠὲ σίδηρος Od.19.494; βοέαι Il.17.493; αἰχμὴ σ. πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.1.52, cf. 183; ἕρμα σ. γῆς E.Hel.854, cf. X.Cyn.9.16; γῆ σ. καὶ ἀδιάλυτος Epicur.Nat.14.2; τὰ -ώτερα τῶν ὀστέων, opp. τὰ ἀραιότερα, Hp.Fract.33; τὸ σ., opp. κενόν, Democr. ap. Arist.Ph.188a22, Metaph.985b7; opp. μαλθακός, Pl.Phdr.239c; κυσὶ σ. καὶ ἰσχνοῖς, opp. προβάτοις πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, Id.R.422d; ἀθλητής D.L.2.132; βραχίονες Theoc.22.48; δέρματα Pl.Prt.321a; νῆμα Id.Plt.282e; σ. κέρας solid, opp. κοῖλον, Arist.HA500a6; σ. κάλαμος Thphr.HP4.11.10; στερεὰ τροφή solid food, D.S.2.4, Ep.Hebr.5.12, Arr.Epict.2.16.39 (Comp.); τὸ σ. σῶμα, opp. ὁ χυλός, Gal.15.463; σ. κοιλίη costive, Hp.Acut. (Sp.) 56. Adv. -ρεῶς firmly, fast, κατέδησαν Od.14.346; ἐντέτατο Il.10.263; νῶτα . . ἑλκόμενα σ., of wrestlers, 23.715. b of money, standard, of full value, ἀργυρίου στερεὰ τάλαντα SIG826 D 20 (Delph., ii B.C.); so perh. of sums due in kind, πυροῦ στερεοῦ PRein.8.5 (ii B.C.), al.; and of linear and square measures, τῆς προσούσης αὐλῆς πηχῶν σ. ὀκτὼ τὸ ἐπιβάλλον αὐτῷ μέρος ἥμισυ πήχεις σ. τέσσερας eight (four) standard cubits, PStrassb.87 (ii B.C.), cf. PLond.3.1024.19 (ii B.C.); πόδες σ. standard feet, Milet.7p.59 (Didyma); μέτρημα σ. Supp.Epigr.4.446.11 (ibid, iii/ii B.C.). c ὠρύγη ποταμὸς ἐπὶ τὰ τρία σ. the ditch was restored by digging to its three normal dimensions, OGI672 (Canopus, i A.D.), cf. 673, where the Latin version has at tria soldu (m). 2 metaph., stiff, stubborn, στερεοῖς ἐπέεσσι, opp. μειλιχίοις, Il.12.267; κραδίη -ωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od.23.103. Adv. -ρεῶς, ἀποειπεῖν Il.9.510, cf. 23.42. 3 later, hard, stubborn, cruel, πῦρ Pi.O.10(11).36; ὀδύναι Id.P.4.221; ἀπειλαί A.Pr. 174 (anap.); ἁμαρτήματα S.Ant.1262 (lyr.); ἦθος Pl.Plt.309b; οὕτω σ. <τι> πρᾶγμα θερμόν ἐσθ' ὕδωρ Antiph.245; σ. φωνή Tryph.490; τοῦτο ἤδη -ώτερον harder, more difficult, Pl.R.348e. 4 of language, τὸ εὔτονον καὶ σ. solidity, D.H.Din.8; ποιήματα Phld.Po.5.5, cf. 4 (Sup.). 5 σ. ζῴδια, i.e. productive of settled conditions, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.100.17, Ptol.Tetr.32, PMag.Lond.46.47. II of bodies and quantities, solid, cubic, opp. ἐπίπεδος (plane), Pl.Phlb.51c; σ. γωνία a solid angle, Id.Ti.54e sq., cf. Euc. 11 Def.11; σ. πῆχυς POxy.669.7 (iii A.D.); σ. ἀριθμός a cubic number, Arist.Pol.1316a8; τὰ σ. cubic numbers, representing bodies of three dimensions, Pl.Tht.148b: dat. sg. στερεῷ in the third power, Theol.Ar.4. (Cf. Skt. sthirás 'firm, hard, solid', OHG. star 'rigid', OE. starian 'stare fixedly'.)
German (Pape)
[Seite 937] starr, hart, fest. λίθος, Od. 19, 494; stramm, straff, βοέαι, Il. 17, 493, auch übertr., κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο, Od. 23, 103, στερεοῖς ἐπέεσσι, im Ggstz von μειλι χίοις, mit ha rten Worten, Il. 12. 267; u. adv., στερεῶς ἀρνεῖσθαι, ἀποειπεῖν, 9, 510. 23, 42. 715, H. h. Ven 25 Cer. 330; hartnäckig, bestimmt. u. im eigtl. Sinne, στερεῶς καταδῆσαι, ἐντετάσθαι, Od. 14, 346 Il. 10, 263; πῦρ, Pind. Ol. 11, 36, ὀδύναι, P. 4, 221, ἁμαρτήματα στερεά, θανατόεντα, grause, Soph. Ant. 1248, στερεαὶ ἀπειλαί, Aesch. Prom. 173, ἕρμα στερεὸν γῆς, Eur. Hel. 860; Plat. Phaedr. 246, u. öfter, Ggstz μαλθακός, 239 c; ἦθος, Polit. 309 b; στερεῇ φρενὶ τλῆναι ὀϊζύν, Qu. Sm. 9, 508, καὶ ἄνουσος, 9, 461. Bes. von geometrischen Körpern, u. ἀριθμός, Kubikzahl, Plat. Theaet. 148 b; vgl. ἐπίπεδά τε καὶ στερεά, Phil. 51 c; Arist. Pol. 5, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ἀκίνητος, ἄκαμπτος, σκληρός, σταθερός, στ. λίθος ἠὲ σίδηρος Ὀδ. Τ. 494· βόεαι Ἰλ. Ρ. 493· αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη, ὅλη ἐκ χρυσοῦ στερεοῦ, Ἡρόδ. 1. 52, πρβλ. 183· ἕρμα στ. γῆς Εὐρ. Ἑλ. 854, πρβλ. Ξεν. Κυν. 9, 16· στ. ὀστέα, ἀντίθετον τῷ ἀραιά, Ἱππ. Ἀγμ. 774· στ. σῶμα, ἀντίθετ. τῷ μανόν, μαλθακόν, Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Φυσ. 1. 5, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 9, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· κυσὶ στ. καὶ ἰσχνοῖς, ἀντίθετ. τῷ πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422D· ἀθλητὴς Διογ. Λ. 2. 132· βραχίονες Θεόκρ. 22. 48· δέρματα Πλάτ. Πρωτ. 321Α· νῆμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 282Ε· στ. κέρατα, στερεά, πλήρη, ἀντίθετ. τῷ κοῖλα, Ἀριστ. π . τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 36· οὕτω, στ. κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 10· στερεὰ τροφή Διόδ. 2. 4, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ε΄, 12, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39· στ. κοιλίη, δυσκόλως ἐνεργοῦσα, ἐμφρακτική, Ἱππ. 406. 7. - Ἐπίρρ. -εῶς, ἰσχυρῶς, δυνατά, καταδῆσαι Ὀδ. Ξ. 346· ἐντετάσθαι Ἰλ. Κ. 263· νῶτα ... ἑλκόμενα στ., ἐπὶ παλαιστῶν, Ψ. 715. 2) μεταφορ., δύσκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, τραχύς, στερεοῖς ἐπέεσι, ἀντίθετον τῷ μειλιχίοις, Ἰλ. Μ. 267· κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Ὀδ. Ψ. 103· οὕτως, ὡσαύτως ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐπιρρ., οἷον, στερεῶς ἀρνεῖσθαι, ἀποειπεῖν Ἰλ. Ι. 510, κτλ.· - οὕτω, 3) μετέπειτα, σκληρός, τραχύς, ἀκατάβλητος, πῦρ Πινδ. Ο. 10 (11). 45· ὀδύναι ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 394· ἀπειλαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 174· ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261· ἦθος Πλάτ. Πολιτ. 309Β· οὕτω στ. τι χρῆμα θερμόν ἐσθ’ ὕδωρ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 9· στ. φωνή Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 490· τοῦτο ἤδη στερεώτερον, βαρύτερον, δυσκολώτερον, Πλάτ. Πολ. 348Ε· τὸ εὔτονον καὶ στ., στερεότης γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 8· στερεῶς ἐκθερμανθῆναι, ἐντελῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. ΙΙ. ἐπὶ σωμάτων καὶ ποσῶν, στερεός, κυβικός, ἀντίθετον τῷ ἐπίπεδος (ἐπὶ ἐπιφανειῶν), Πλάτ. Φίληβ. 51C· στ. γωνία, στερεοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 54Ε, κἑξ., πρβλ. Εὐκλ. 11, ὁρισμ. 1· - στ. ἀριθμός, κυβικὸς ἀριθμός, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 12, 8· τὰ στερεά, κυβικοὶ ἀριθμοὶ παριστάνοντες στερεὰ σώματα (ἢ σώματα καὶ τῶν τριῶν διαστάσεων), Πλάτ. Θεαίτ. 148Β. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ στερρός, στέριφος, στεῖρα, καὶ στηρίζω, στῆρ-ιγξ· Σανσκρ. sthir-as (firm), star-i (vacca sterilis, robur)· Λατ. ster-ilis· Γοτθ. stair-o (στεῖρα)· Ἀγγλο-Σαξον. stear-c (stark)· Ἀρχ. Γερμ. star (starr)· Λιθ. styr-u (rigeo)· ster-va (cadaver).)
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 ferme, dur;
2 robuste, vigoureux;
3 solide, substantiel;
4 en mauv. part dur, cruel;
5 opiniâtre, obstiné ; fig. στερεὸν ἁμάρτημα SOPH faute produite par l’obstination;
Cp. στερεώτερος, Sp. στερεώτατος.
Étymologie: p. *στέρjος, de la R. Στερ, être solide, être dur ; cf. στερρός, lat. sterilis.
English (Autenrieth)
comp. στερεώτερος: hard, stiff; λίθος, βοέη, Il. 17.493; fig., ἔπεα, κραδίη, Μ 2, Od. 23.103.—Adv., στερεῶς, firmly, obstinately, Il. 23.42.
English (Slater)
στερεός
1 harsh, remorseless ὑπὸ στερεῷ πυρὶ (O. 10.36) στερεᾶν ὀδυνᾶν (P. 4.221) adv., -εῶς, τεῖρε δὲ στερεῶλτ;ςγτ; ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν] φέροισαν (supp. Lobel) fr. 169. 29.
English (Strong)
from ἵστημι; stiff, i.e. solid, stable (literally or figuratively): stedfast, strong, sure.
English (Thayer)
στερεά, στερεόν (Vanicek, p. 1131; Curtius, § 222), from Homer down, firm, solid, compact, hard, rigid: λίθος, Homer Odyssey 19,494; strong, firm, immovable, θεμέλιος, τροφή, solid food, στερεωτερα τροφή, Diodorus 2,4; Epictetus diss. 2,16, 39; tropically, in a bad sense, cruel, stiff, stubborn, hard; often so in Greek writings from Homer down: κραδιη στερεωτερη λιθοιο, Odyssey 23,103; in a good sense, firm, steadfast: τῇ πίστει, as respects faith, firm of faith (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.), στερεόω, at the end).
Greek Monolingual
και στερρός, -ά, -ό / στερεός και στερρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, -η -ο, και στέριος, -α, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.)
2. ισχυρός, δυνατός, γερός, ακλόνητος (α. «στερεός τοίχος» β. «στήλη στερεοῡ λίθου», πάπ.)
3. σταθερός, αμετάβλητος («έχει στέρεα φρονήματα»)
4. ασφαλής
5. το θηλ. ως ουσ. η στερεά
η ξηρά, η στεριά («Στερεά Ελλάδα»)
6. το ουδ. ως ουσ. το στερεό(ν)
(γεωμ.) κάθε σώμα που έχει τρεις διαστάσεις στον χώρο, δηλαδή μήκος, πλάτος, ύψος και περικλείεται από σαφώς καθορισμένες επιφάνειες
7. φρ. «στερεά γωνία» — γωνία η οποία σχηματίζεται από τρία ή περισσότερα επίπεδα που διέρχονται απο ένα σημείο και περατώνονται στις δύο εφεξής τομές τους
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. φυσ. α) κάθε σώμα που, λόγω της συνοχής τών μορίων του, έχει σταθερό όγκο και σχήμα υπό τη συνήθη θερμοκρασία και πίεση
β) σώμα μή υποκείμενο σε παραμορφώσεις υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων
2. φρ. α) «στερεά διαλύματα»
χημ. στερεά ανάλογα τών υγρών διαλυμάτων
β) «στερεά κατάσταση της ύλης»
(στη φυσικοχημεία) κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα σώματα που ανήκουν σε αυτήν παρουσιάζουν σταθερό σχήμα και όγκο υπό δεδομένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης
μσν.-αρχ.
μτφ. άκαμπτος, ανένδοτος, ισχυρογνώμονας («σοὶ δ' ἀει κραδίη στερεωτέρη ἐστί λίθοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. πηχτός («τοῡ παιδίου... στερεωτέρας τροφῆς προσδεομένου», Διόδ.)
2. ακμαίος, ρωμαλέος («μαλθακόν τινα καὶ οὐ στερεὸν διώκων», Πλάτ.)
3. δεινός, φοβερός, θηριώδης
4. (για γεωμετρικά σώματα και ποσά) κυβικός («ὅταν ὁ τοῡ διαγράμματος ἀριθμὸς γένηται στερεός», Αριστοτ.)
5. (για μέτρα μήκους και επιφάνειας) κανονικός
6. (για ποσό) αυτός που οφείλεται σε είδος («πυροῡ στερεοῡ», πάπ.)
7. (για χρήματα) αυτός που έχει την ίδια ανταλλακτική αξία με εκείνην που είχε όταν αρχικά εξεδόθη, σταθερός («ἀργυρίου στερεά τάλαντα», επιγρ.)
8. καθορισμένος, συγκεκριμένος
9. (στον τ. στερρός) α) σοβαρός ή αυστηρός
β) αυτός που δεν παρέχει ησυχία ή ανάπαυση («νῶτ' ἐν στερροῑς λέκτροισι ταθεῑσα», Ευρ.)
γ) (για υγρό) παγωμένος
10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερεά
κυβικοί αριθμοί που παριστάνουν σώματα τριών διαστάσεων
11. (το υπερθ. ουδ. στον πληθ. ως επίρρ. στον τ. στερρός) στερρότατα
με πολλές στερήσεις
12. φρ. α) «στερεά ζῴδια» — ζώδια που συντελούν στη δημιουργία ευνοϊκών καταστάσεων, ιδίως οικονομικών
β) «στερεὴ κοιλίη» — κοιλιά που ενεργείται δύσκολα
γ) «στερρὰ τροφή» — σκληραγώγηση.
επίρρ...
στερεώς και στερρώς / στερεῶς και στερρώς ΝΜΑ, και στερεά και στέρεα Ν
1. κατά τρόπο στέρεο, με σταθερότητα
2. δυνατά
μσν.
στενά, σφιχτά
μσν.-αρχ.
με ισχυρογνωμοσύνη, επίμονα
αρχ.
εντελώς («στερεῶς ἐκθερμανθῆναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στερεός (πιθ. < στερ-εFός, πρβλ. ἐτεFός, κενεFός) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ster-/strē- «στερεός, σταθερός, συμπαγής» και συνδέεται με τους γερμ. τ. αρχ. άνω γερμ. staren «κοιτάζω σταθερά» και γερμ. starr «στερεός, αλύγιστος», erstarren «γίνομαι στερεός». Στην ίδια οικογένεια ανήκουν οι τ. στέρφος, στηρίζω, στόρθυγξ, στρηνής, στριφνός. Η ομωνυμία, εξάλλου, που παρατηρείται στα θέματα του επιθ. στερεός (πρβλ. και στεῖρα «το εξέχον μέρος της πλώρης») και της λ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πλέον να αποκτήσει παιδιά» (πρβλ. και στέριφος [Ι] / στέριφος [ΙΙ]) δεν αποκλείει το γεγονός οι δύο ρίζες να έχουν κοινή αρχή. Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκε ο τ. στερρός, ο οποίος προήλθε από τον τ. στερεός με συνίζηση του -ε- σε -j- λόγω της συμπροφοράς του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική τροπή του -j- σε -ρ-: στερεός > στερjός> στερρός (πρβλ. Βορέας> Βορjάς> Βορρᾶς). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. στέρεος (με αναβιβασμό του τόνου) και στέριος (με συνίζηση και αναβιβασμό του τόνου, πρβλ. καθαρός: καθάριος). Το επίθ. στερεός, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή στερεο- και μάλιστα σε σειρά επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. στερεοτυπία < γαλλ. stereotypie, στερεοφωνία < γαλλ. stereophonie)
ΠΑΡ. στερεότητα, στερεῶ(-ώνω)
αρχ.
στερέϊνος, στερεώδης, στέριφος (Ι)
αρχ.-μσν.
στερέμνιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στερεοβάτης, στερεομετρία, στερεοποιώ
αρχ.
στερεοβόας, στερεόδερμος, στερεοειδής, στερεοκαρδία, στερεομέτρης, στερεόμορφος, στερεοπαγής, στερεόσαρχος, στερεόστρακος, στερεόφρων
αρχ.-μσν.
οτερεόπους
μσν.
στερεόφωνος
νεοελλ.
στερεογνωσία, στερεόγραμμα, στερεογραφία, στερεόδετος, στερεοϊσομέρεια, στερεόπλασμα, στερεοσκοπία, στερεοσπόνδυλοι, στερεοστατικός, στερεόσφαιρα, στερεοταξία, στερεοτομία, στερεοτύπης, στερεότυπος, στερεοφωνία, στερεοφωτογραφία, στερεοχημεία, στερεοχρωμία].