Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαμβάνω

From LSJ
Revision as of 15:09, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (abb-1)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμβάνω Medium diacritics: λαμβάνω Low diacritics: λαμβάνω Capitals: ΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: lambánō Transliteration B: lambanō Transliteration C: lamvano Beta Code: lamba/nw

English (LSJ)

fut. λήψομαι (λήψω only late, v.l. in LXX 1 Ma.4.18); Ion.

   A λάψομαι GDI5497.3, al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; Dor.fut.2sg. λαψῇ Epich.34.2, Theoc.1.4,10, inf. λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19; Hellenistic λήμψομαι PPar.14.47 (ii B. C.), CIG4224c (add.) (Telmessus), 4244 (Tlos), al.: aor. 2 ἔλᾰβον, Ep. ἔλλᾰβον Il.24.170, etc.; Ion. Iterat. λάβεσκον Hes.Fr.112, Hdt.4.78, 130; imper. λαβέ Il.1.407, etc.; written λάβε in Med. Ms. of A.Eu.130, but λαβέ Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: pf. εἴληφα S.OT643, Ar.Ra.591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); Ion., Dor., Arc. λελάβηκα Hdt.4.79, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf. λελαβήκειν IG 42(1).121.59 (Epid.), PSI9.1091.7: plpf. εἰλήφειν Th.2.88, Ion.3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 (κατα-); Dor. pf. subj. 3sg. (παρ-) λελόνβῃ GDI5087b1 (Crete):—Med., aor. 2 ἐλαβόμην, Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; Ep. redupl. λελαβέσθαι 4.388:—Pass., fut. ληφθήσομαι S.Ph.68, Th.6.91, κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.: aor. ἐλήφθην Ar.Eq.101, etc.; Ion. ἐλάφθην SIG58.8 (Milet., v B. C.), (κατ-) GDI5532.7 (Zeleia), ἐλάμφθην Hdt.2.89, 6.92, 7.239 (-λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenistic ἐλήμφθην IG14.1320, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); Dor. ἐλάφθην Archim.Aren.1.13: pf. εἴλημμαι D.24.49, Ar.Pl.455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag.876, E.Ion1113, IA363 (troch.), Cyc.433, cf. Ar.Ec.1090 (δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 (Dura); Ion. λέλαμμαι (ἀπο-) Hdt.9.51, (δια-) 3.117; inf. ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11 (acc. to many codd., Hsch.and Erot., -λελάμφθαι vulg.); Ion.3pl. λελήφαται An.Ox.1.268; Dor. pf.imper. λελάφθω Archim. Con.Sph.3, al.:—in the fut., aor. Pass., and pf. Pass. the a is short by nature in Ion., prob. long in Dor. and in Doricized Hellenistic forms such as λαμψοῦνται Test.Epict.5.14, λάμψεσθαι IG5(1).1390.67 (Andania, i B. C.); it is marked long in Aeol. λᾱμψεται Alc.Supp.5.9:—of these tenses Hom. uses only aor. Act., and aor.Med. twice (v. supr.); the Homeric pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive:    I take,    1 take hold of, grasp, seize, μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81: freq. with χειρί or χερσί added, χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286; χερμάδιον λάβε χειρί 5.302; χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487; ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116; ἐν χεροῖν λ. S.OT913; διὰ χερῶν λαβών Id.Ant.916; ἐς χέρας E.Hec.1242; ἐν ἀγκάλαις A.Supp.481, etc.; of an eagle, λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81: c.acc. of the thing seized, λ. γούνατα Il.24.465; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε 4.463; γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142; λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in Med., v. infr. B.    b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 (Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8; ἐκ πόλιος . . ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41; of lions, λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114; ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24.    c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; ποινάς E.Tr. 360, etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e); λ. τιμωρίαν D.18.280.    2 of passions, feelings, etc., seize, μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468; Ἀτρεΐωνα . . χόλος λάβεν 1.387; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος 4.230; τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170, al.; δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704; τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92; ἄχος X.Cyr. 5.5.6; δέος Pl.Lg.699c; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec.417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr.446, Hdt.1.138; ἔρωτι X.Cyr.6.1.31, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3).    b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—Pass., τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37.    c of darkness, etc., occupy, possess, εὖτ' ἂν κνέφας τεμενος αἰθέρος λάβῃ A.Pers.365.    3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.; λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418; ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119; simply, find, come upon, S.OT1031, E.Ion1339.    4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 (Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr.196; τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT266: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib.461; κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V.759; λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R.389d; τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97: with Adj., ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit.570:—Pass., δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr.808; ἐπ' αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶντ' εἰλημμένω Ar.Pl.455; ληφθεῖσαν ἐπ' αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Antipho 1.3; ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66: in good sense, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ S.Ph.1051.    5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by... Hdt.3.74; ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT276 codd.    6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph.1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib.675; τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86.    7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς . . ) Hdt.7.42; ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf. ἀπείργω 11.2, ἔχω (A) A.1.7.    8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37; λ. ζυγόν Pi.P.2.93.    b take food or drugs, Diocl.Frr.121 (Pass.), 140, Sor.1.125, Gal.15.469.    9 apprehend by the senses, ὄμμασιν θέαν S. Ph.537, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib.234; ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R.524d.    b apprehend with the mind, understand, φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10; νόῳ Id.3.41; τῇ διανοίᾳ Pl. Prm.143a; λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51; ἐν νῷ Plb.2.35.6: abs., λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6; μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3, cf. Pl.Phdr.246d, etc.    c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner, ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142; λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61; ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch.227c; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE174b27, Rh.Al. 1423a4; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον . . PMag.Par.1.2434:—Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol.1342b25, cf. S.E.P.1.179; τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol.1296a31; τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7; also λ. περί τινος τί ἐστι Id.EN1142a32, cf. 1140a24, al.: also c. inf., λ. τι εἶναί τι Id.Mete.389a29, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι . . Id.Metaph.1053a27, cf. Str.2.5.1; εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN1129a31: in bad sense, πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7; πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13; λ. δι' οἴκτου E. Supp.194; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6.    d in Logic, assume, take for granted, ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr.46b6; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib.53a2, etc.:—Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib.26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib.33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89.    e take, i.e. determine, estimate, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20; ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66; τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42.    10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24; παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22.    11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10.    12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT1391, cf. 641; τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141, etc.    b ingressive of ἔχων (ἔχω (A) A.1.6), ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα . . ἦλθον Od. 15.269, cf. S.Tr.259.    II receive,    1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106), ἄποινα Il.6.427; τὰ πρῶτα 23.275; ἀντίποινα S.El.592, v. infr.e; παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10, cf. Ar. Eq.439; πρός τινος S.El.12, etc.; ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4; gain, win, κλέος Od.1.298, S.Ph.1347, etc.; ἀρετάν Pi.O.8.6; κόσμον Id.N.3.31 codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); ἀλκήν S.OT218, etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain... Isoc.10.39; λ. νόστον E.IT 1016, etc.; λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61; μοναρχίαν S.Ant. 1163; τέρψιν Id.Tr.820; χάριν Id.OT1004; κέρδος Ar.Ach.906: also in bad sense, λ. ὀνείδη S.OT1494; συμφοράν E.Med.43; θάνατον Id.Hel.201 (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur... Id.Ion600; αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3.    b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC284 (ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.).    c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk.436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law, τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk.447.    d λ. ὄνομα, ἐπωνυμίαν, receive a name, Pl. Plt.305d, Smp.173d.    e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν E.Ba.1312; λ. ζημίας D.11.11.    f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh.1377a8; λ. πιστά X.An.3.2.5, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47.    g λ. ἐν γαστρί conceive, Hp.Prorrh.2.24; κῦμα λ., of the earth, A.Ch. 128.    h receive as produce, profit, etc., οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R.347b; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for... Ar.Pax1263, Ra.1235, cf. Nu.1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4.    i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα.    2 admit of, ὁ μέγας κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81.    b admit, initiate, τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους Hp.Decent.17.    3 of persons conceiving feelings and the like, λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj.345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp.1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA732b5, etc.; λ. κακόν τι Ar.Nu.1310; λ. νόσον take a disease, Pl.R.610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115.    4 c. inf., receive permission to . ., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.).    B Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; χειρός E.Med.899, etc.; τοῦ βωμοῦ And.1.126, etc.: c. dupl.gen., μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm.153b.    2 seize and keep hold of, obtain possession of, ἀρχῆς S.OC373; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28; λ. ἀληθείας Pl.Plt.309d: rarely c. acc., τόν . . λελαβέσθαι Od.4.388.    3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ.    4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80.    5 find fault with, censure, τινος Pl.Lg. 637c, Philostr.VA4.22.    6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.

German (Pape)

[Seite 10] (λαβ), fut. λήψομαι, ion. λάμψομαι, Her. z. B. 1, 199; dor. λαψοῦμαι, λαψῇ, Theocr. 1, 4. 10; λήμψεται, Matth. 10, 41; – aor. ἔλαβον, ep. auch ἔλλαβον, u. in der iterativen Form λάβεσκον, Her. 4, 78; imper. λαβέ, u. im med. λελαβέσθαι, Od. 4, 388; – perf. εἴληφα u. εἴ. λημμαι, ion. λελάβηκα, Her. 3, 42. 4, 79. 8, 122, u. λέλαμμαι, Her.; auch λέλημμαι, bei Aesch. Ag. 850, l. d.; Soph. in Cram. Anecd. Ox. 1, p. 268, 22; Eur. Cycl. 433, Ion 1113 (διαλελημμένον, Ar. Eccl. 10901; – aor. pass. ἐλήφθην, ion. ἐλάμφθην, Her.; – nehmen, sowohl freiwillig Gegebenes, als mit Gewalt. – 1) fassen, anfassen, ergreifen, χειρὶ χεῖρα λαβεῖν, Il. 21, 286; so τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, Soph. O. R. 913; χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν, Pind. P. 4, 193; so λάβε γούνατα, Il. 24, 465; oft steht neben dem accus. od. auch allein ein genit., den Theil ausdrückend, der angefaßt wird, κόρυθος λάβεν, Il. 3, 369; Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν, οὐχὶ μεθίει, 16, 762; ποδῶν, γούνων, 1, 407. 18, 155; τὴν πτέρυγος λάβεν, d. i. er faßte den Vogel am Flügel, 2, 316; γούνων λαβὼν κούρην, die Jungfrau an den Knieen umfassend, wie es Schutzflehende thun, Od. 6, 142; auch ἀγκὰς λαβέτην ἀλλήλων, sie faßten sich einander mit den Armen, Il. 23, 711. Einzeln so auch bei Folgdn, λαβὼν Πολυξένην χερός Eur. Hec. 523, φάσ γανον κώπης 543; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόντην Xen. An. 1, 6, 10. Vgl. unten das med. – Häufiger mit dem bloßen accus., ergreifen, fassen, ἔγχος, σκῆπτρον, Soph. Ai. 279 El. 402; παῖδα ἐν ἀγκάλῃσι, Eur. Hipp. 1431; ἐν χεροῖν δέπας, Hec. 527; auch πρᾶγμα ἐς χέρας, 1242, wie δύναμιν, Suppl. 235; δόλῳ Φιλοκτήτην, Soph. Phil. 101; καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβών, Ant. 916; Ar. Av. 1055 u. sonst. – Auch ἄγραν ποσίν, ergreifen, erreichen, Pind. N. 3, 77. – Bes. auch im feindlichen Sinne, ergreifen, packen, Il. 5, 159. 11, 126, wie Od. 4, 388, τὸν εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι, auch das med. steht; auch = Beute machen, rauben, ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες Od. 9, 41; σκῦλα, Soph. Phil. 1431; – erwischen, ertappen über der That, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι Aesch. Prom. 194; ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. O. R. 266; oft mit darauf folgdm partic., κἂν λάβῃς μ' ἐψευσμένον, O. R. 461; auch pass., δρῶσ' ἐλήφθης, du wurdest bei der That ertappt, Trach. 805; im guten Sinne, antreffen, erfinden, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ Phil. 1040; Ἑλλάδα κακίστην λαμβάνων εἰς παῖδ' ἐμόν Eur. Herc. Fur. 223; μή νυν ἐγὼ 'ν τοῖσι δικασταῖς κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar. Vesp. 759; in Prosa, Her. 2, 89. 7, 239; Plat. Gorg. 488; τινὰ ψευδόμενον, Rep. III, 389 c; ἐὰν ληφθῇ τις ἐπιβουλεύων Gorg. 473 b; δίκην δοῦναι ὑπὲρ ὧν εἴληψαι πεποιηκώς Din. 1, 103; Dem. 21, 189, u. A. so ἐπ' αὐτοφώρῳ. – Von der Gottheit, Einen ergreifen, ihn begeistern, Her. 4, 79, u. öfter im pass. – Auch von Gemüthszuständen, wie von Zuständen des Leibes, bes. krankhaften, sagt man μένος ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468, Ἀτρείωνα δ' ἔπειτα χόλος λάβε, 1, 387, Wuth, Zorn erfaßte ihn, u. so oft bei ἄλγος, ἀμφασίη, ἄτη, ἄχος, πένθος, τρόμος, φόβος, wie ἔρως, θαῦμα, ἵμερος, ὕπνος, νόσος u. ä.; auch in Prosa, Her. ἔλαβέ με πόθος, 1, 165; φθόνος καὶ ἵμερος, 6, 137; λαμβάνει με δέος, Plat. Legg. III, 699 d; ἄχος αὐτὸν ἔλαβε Xen. Cyr. 5, 5, 6; λαμβάνει τὸ στράτευμα ἔνδεια An. 1, 10, 18. – Aber auch umgekehrt, wie bei uns »Muth fassen«, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι, Od. 10, 461; σθένος λ., Soph. El. 334, φόβον, O. C. 729; ὀργήν, Eur. Suppl. 1050; bes. ἐλπίδα, Hoffnung fassen, Xen. Cyr. 4, 6, 7 u. sonst. – Uebertr., mit dem Geist erfassen, begreifen, μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν Pind. Ol. 8, 6; νόῳ λαβὼν καὶ τοῦτο, im Geiste überlegend, Her. 3, 51 u. öfter; φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον 9, 10; τὸ μάθημα ἐν αὐτῇ τῇ ψυχῇ λαβόντα Plat. Prot. 314 b; τῇ διανοίᾳ Parm. 143 a; ταῦτα πάντα λογισμῷ λαβών Rep. VI, 496 b; νῷ καὶ διανοήματι Legg. X, 898 e, wofür Ath. VIII, 364 a ἐπὶ νοῦν οὐ λαμβάνοντες τὰ εἰρημένα gesagt ist. – Dah. übh. erfassen, wie bildlich Plat. Theaet. 199 e gesagt ist τὸν θηρεύοντα τότε μὲν ἐπιστήμην λαβόντα, vgl. 208 d, öfter; vgl. noch τὴν αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς λάβωμεν Phaedr. 246 d; auch Sp., wie Pol. 2, 35, 8 λαμβάνειν πρὸ ὀφθαλμῶν sagt, sich vor Augen stellen, betrachten. – 2) daran reiht sich die allgemeine Bdtg einnehmen, erreichen, erlangen, wonach man strebt, κλέος λαβεῖν, Ruhm erwerben, Od. 1, 298, wie Eur. El. 1084; Soph. Phil. 1331; κτῆμα τῆς νίκης, 81; ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν πόνων, O. R. 218; auch προθυμίαν, φρόνησιν, Trach. 670 Phil. 1078; auch ψόγον, Eur. Hel. 852; γέλωτ' ἐν αὐτοῖς μωρίαν τε λήψομαι Ion 600; θέαν, Soph. Phil. 652; Ertrag, Frucht, Nutzen ziehen von Etwas, οὔτ' οἶνον οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου Ar. Nubb. 1123; Xen. Hem. 2, 7, 2; ähnl. τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν Pol. 1, 4, 11. – So auch δίκην, ποινάς, Eur. Bacch. 1313 Troad. 360 u. Folgde; παρά τινος, Lys. 4, a. E.; τιμωρίας, Pol. 37, 2, 7 (vgl. auch unten 3); – τὴν Ἴδην ἐς ἀριστερὴν χέρα, Her. 7, 42, das Idagebirge auf die linke Hand bekommen, so marschiren, daß das Gebirge links liegen bleibt. – Auch geradezu kaufen, λαμβάνειν τι ὀβολοῦ, Ar. Ran. 1236 u. öfter; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖσμα λάβοι; Xen. Conv. 2, 4. – 3) freundlich, gastlich aufnehmen, Od. 7, 255, vgl. Il. 11, 842; τὸν ἱκέτην, Soph. O. C. 284. – 4) bei den Dialektikern, annehmen für Etwas, als ausgemacht annehmen, Arist. u. Sp. – Dah. = erklären, bestimmen, ὀρθῶς τὸν φιλοκερδῆ Plat. Hipparch. 227 c; – aufnehmen, ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ, als Geschenk mit Dank, Pol. 1, 36, 6; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονός, Plut. Alc. 18; τοῦτο πρὸς ἀτιμίαν ὁ δῆμος ἔλαβεν, legte es so aus, Cic. 13; πρὸς ὀργήν, auch πρὸς ὀργῆς u. ä., vgl. Lob. zu Phryn. p. 10. – Auch = eine Stelle eines Schriftwerkes auslegen, erklären. – 5) annehmen, nehmen, was gegeben wird, nach B. A. 106 nur von Dingen, σκεῦος, nicht ἵππον, ἂψ ὅγε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι' ἄποινα Il. 6, 427, wie Soph. τῆς θυγατρὸς ἀντίπ οινα λ. El. 582; τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπ ὸν Ἥβας Pind. Ol. 6, 57; παρ' οὗπερ ἔλαβον τάδε τὰ τόξα Soph. Phil. 1216; καὶ μὴν χάριν γ' ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ O. R. 1004; δῶρον τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών 1022; βούλει τῶν ταλάντων ἓν λαβὼν σιωπᾶν Ar. Equ. 439; δῶρα λάμψεται Her. 8, 10; Folgde; παρὰ δὲ τοῦ Ἰνδοῦ ἡδέως ἂν λάβοιμι χρήματα εἰ διδοίη Xen. Cyr. 3, 2, 28, der τοὺς λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα vrbdt, 1, 4, 26; vgl. Dem. 19, 139; μισθούς, χρήματα, Plat. Gorg. 514 a Rep. VIII, 368 c; λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι Thuc. 2, 97, u. oft so entgegengesetzt; vgl. οὐχ ὥς τι δώσοντ' ἀλλ' ὅπως τι λήψεται Ar. Eccl. 783; auch πιστὰ δοὺς καὶ λαβών, Xen. oft, wie σπ ονδὰς λαμβάνειν καὶ δεξιάν, Hell. 4, 1, 29; ähnlich ὅρκον, Eur. Suppl. 1188; ὅρκον παρά τινος, Einem einen Eid abnehmen, Is. 2, 39; – λαμβάνειν τὴν θυγατέρα, die Tochter zur Frau nehmen, Xen. Hell. 4, 1, 14; vollständiger ἢν τὴν θυγατέρα μου γυναῖκα λαμβάνῃς Cvr. 8, 4, 16; δι' ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατήρ Plat. Crit. 50 d; γυναῖκα Eur. Alc. 324; ähnl. λαβεῖν γάμους I. A. 486; – ἐσθῆτα, ein Kleid anlegen, Her. 2, 37. 4, 78; – ὄνομα, einen Namen annehmen, erhalten, Plat. Soph. 267 d; παρά τινος Crat. 409 d; ἐπωνυμίαν Conv. 173 d; – λαμβάνειν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, Einen in Eid und Pflicht nchmen, Her. 3, 74; – δίκην, Strafe empfangen, erleiden, Her. 1, 115; auch τὴν ἀξίαν, sc. δίκην, die verdiente Strafe erleiden, 7, 39. Aehnl. κακὸν λαβεῖν, Schaden leiden, Xen. Oec. 1, 8 Conv. 4, 50; ὅταν τὸ σῶμα κακόν τι λάβῃ Dem. 18, 198; πληγὰς εἰληφέναι 54, 14; Xen. u. A.; bei den Tragg., τοὐπιτίμιον, Aesch. Spt. 1021; τοιαῦτ' ὀνείδη, Soph. O. R. 1494, leiden, λύπην, πημονάς u. ä., συμφοράν, Eur. Med. 43; u. im Ggstz genießen, ἄπονον χάρμα, Pind. Ol. 11, 23; τέρψιν, Soph. Tr. 820, u. ä. öfter bei Eur. u. Folgdn. – Von der Frau empfangen, vollständig ἐν γαστρί, Hippocr. (vgl. κῦμα). – In sich aufnehmen, fassen, enthalten, Pol. 3, 107, 10. – Med. wie act. sich an Etwas halten, anfassen, c. gen., ἀρχῆς, Soph. O. C. 379; χειρὸς δεξιᾶς, Eur. Med. 899, χειρὶ γενειάδος, Andr. 575, πέπλων, Heracl. 48; λάβεσθέ μου, λάβεσθε τοῦ σκέλους Ar. Ach. 1214; τῆς κεφαλῆς Her. 4, 64; γονάτων, ἱερῶν, Andoc. 1, 19. 2, 15; καιροῦ, die Gelegenheit benutzen, Is. 2, 28; Dem. u. A.; εἴ τίς σου λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι Plat. Gorg. 486 a, dich ergreift u. fortführt; καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ἔφη Parm. 126 a, öfter. – Uebertr., βραχείας ἐλπίδος Pol. 37, 2, 7; τῆς ἀληθείας Plat. Phil. 65 b. – Bei Sp. auch = sich an Jemand halten, ihn tadeln, vgl. Plat. Legg. I, 637 b; – λαβέσθαι ἑαυτοῦ, an sich halten, sich zurückhalten, Heliod. – Das partic. λαβών steht bes. bei den Attikern oft scheinbar pleonastisch, die Handlung ausführlich u. anschaulich beschreibend, wobei man von Beispielen, wie λαβὼν κύσε χεῖρα, er nahm die Hand u. küßte sie, Od. 24, 398 ausgehen kann; κτεῖναι λαβών Soph. O. R. 641; στρατὸν λαβὼν ἔπακτον ἔρχεται Trach. 258. Vgl. Valck. Phoen. 481.

Greek (Liddell-Scott)

λαμβάνω: μέλλ. λήψομαι (λήψω μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Α΄. Μακκ. Δ΄, 18)˙ Ἰων. λάμψομαι Ἡρόδ., Δωρ. λαψεῦμαι ἢ -οῦμαι Ἐπίχ. 18 Ahr., Θεόκρ. 1. 4, 10˙ λήμψομαι ἐπιγραφ. Λυκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4224c (προσθῆκαι), 4244 κ. ἀλλ.˙ - ἀόρ. β΄ ἔλᾰβον. Ἐπ. ἔλλ-, Ὅμ., κτλ.˙ Ἰων. λάβεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, Ἡρόδ. 4. 78, 130˙ προστ. λαβὲ Ἰλ. Α. 407, κτλ.˙ φέρεται λάβε ἐν τῷ Μεδ. Χφῳ τῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 130˙ εὐκτ. λάβοιν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 6˙ - πρκμ. εἴληφα Ἀττ., Ἰων. λελάβηκα Ἡρόδ. 4. 79, ὡσαύτως παρ’ Εὐπόλ. ἐν Ἀδήλ. 76˙ ὑπερσ. εἰλήφειν Θουκ. 2. 88˙ Ἰων. λελαβήκει (κατα-) Ἡρόδ. 3. 42˙ - Μέσ. ἀόρ. β΄ ἐλαβόμην, Ἐπικ. ἐλλ-, Ὀδ. Ε. 255, Ἀττ.˙ Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. λελαβέσθαι Ὀδ. Δ. 388. - Παθ. μέλλ. ληφθήσομαι Εὐρ., κτλ.˙ (κατα-)λελήψομαι Ἀριστείδ. σ. 677 Δινδ.˙ - ἀόρ. ἐλήφθην Ἀττ., ἐλάμφθην Ἰων.˙ παρὰ μεταγεν. ἐλήμφθην Ἐπιγρ. Ἑλλ. 722, 1˙ - πρκμ. εἴλημμαι Ἀττ.˙ ἀλλὰ παρὰ Τραγ. σχεδὸν ἀείποτε λέλημμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, Εὐρ. Ἴων 1113, Ι. Α. 363, Κύκλ. 433, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1090, ἴδε Elmsl. εἰς Βάκχ. 1100˙ Ἰων. λέλαμμαι Ἡρόδ. καὶ Ἱππ.˙ ἀπαρ. ἀναλελάμφθαι Ἱππ. 744F˙ περὶ τῶν τύπων τούτων ἴδε Veitch. Cr. Verbs ἐν λέξ. ἐκ τούτων τῶν χρόνων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἀόρ., καὶ τὸν μέσ. ἀόρ. δὶς (ἴδε ἀνωτ.). (Ἡ √ΛΑΒ φαίνεται ἐν τῷ λαβεῖν, λαβή, λαβίς, ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ΛΑΦ, πρβλ. εἴληφα, ἀμφιλαφής, λάφυρα, πρὸς τὸ Σανσκρ. labh, labh-ê (adipisci, concipere), lâbh-as (lucrum, λῆμμα)˙ -λάζομαι, λάζυμαι εἶναι ὡσαύτως συγγενῆ, ἴδε Ζζ ΙΙ, 5. ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ἀπολαύω ἴδε ἐν λέξ.). Ἡ πρώτη ἔννοια τῆς λέξεως εἶναι διπλῆ, ἡ μὲν (μᾶλλον ἐνεργητικὴ) λαμβάνω «παίρνω»˙ ἡ δὲ (μᾶλλον παθητικὴ) λαμβάνω (προσφερόμενον), δέχομαι. Ι. λαμβάνω, «παίρνω», 1) πιάνω, λαμβάνω τι εἰς χεῖρας, ἁρπάζω τι, μάστιγα καὶ ἡνία Ὀδ. Ζ. 81˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον προστιθεμένου τοῦ χειρὶ ἢ χερσί, ἔγχος, δέπας χειρὶ λ. Ἰλ., κτλ.˙ χειρὶ χεῖρας λαβεῖν Φ. 286, κτλ.˙ ἐν χείρεσσι λάβ’ ἡνία Θ. 116, κτλ.˙ ἐν χεροῖν λ. Σοφ. Ο. Τ. 912˙ διὰ χερῶν λαβὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 916˙ ἐς χέρας Εὐρ. Ἑκ. 1242˙ ἐν ἀγκάλαις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 481, κτλ.˙ ἐπὶ ἀετοῦ, ποσὶ λ. ἄγραν Πινδ. Ν. 3. 141˙ - τὸ λαμβανόμενον πρᾶγμα τίθεται κατ’ αἰτ., λ. γούνατα Ἰλ. Ω. 465, καὶ ἴδε ἀνωτ.˙ ἀλλ’ ὅτανπρᾶξις αὕτη ἀναφέρηται μόνον εἰς μέρος, τὸ μέρος τοῦτο τίθεται κατὰ γενικήν, ἐνῷ τὸ ὅλον μένει κατ’ αἰτιατ., π.χ. τὴν πτέρυγος λάβεν, τὴν ἔλαβεν («τὴν ἔπιασεν») ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἰλ. Β. 316˙ τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε Δ. 463˙ γούνων λάβε κούρην Ὀδ. Ζ. 142, κτλ.˙ - ὅθεν παραλειπομένης τῆς αἰτιατ. τοῦ ὅλου τὸ λαμβάνω συντάσσεται μετὰ μόνης γενικῆς τοῦ μέρους, ποδῶν, γούνων, κόρυθος λάβεν, ἔλαβεν, ἐπίασεν ἀπό..., Ἰλ. Α. 407., Σ. 155, κτλ.˙ ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην, ἔλαβον ἀλλήλους διὰ τῶν βραχιόνων, ἐνηγκαλίσθησαν ἀμοιβαίως, Ψ. 711˙ καὶ οὕτω συχνάκις ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἴδε κατωτ. Β.). β) λαμβάνω διὰ τῆς βίας, ἁρπάζω, ἀποκομίζω ὡς λείαν, Ὀδ. Λ. 4, Ἰλ. Ε. 273., Θ. 191, κτλ.˙ οὕτως, Ἡρόδ. 4. 130, Σοφ. Φ. 68, 1431, κτλ.· ἐκ πόλιος... ἀλόχους καὶ κτήματα Ὀδ. Ι. 41· οὕτως ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Λ. 114· ἵνα δαῖτα λάβῃσιν Ω. 43˙ ἐπὶ ἀετοῦ, Ρ. 678· ἐπὶ δελφῖνος, Φ. 24. γ) λ. δίκην, ποινάς, Λατ. sumere poenas, λαμβάνω ἱκανοποίησιν, ἐπιβάλλω ποινήν, Λυσ. 94. 27., 95. 5, Ἰσοκρ. 78Ε, Εὐρ. Τρῳ. 360, (σπανίως ἀντὶ τοῦ δοῦναι δίκην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. δ) οὕτω λ. ζημίαν, τιμωρίαν Δημ. 155, 12., 319. 12. 2) ἐπὶ παθῶν, αἰσθημάτων κτλ., καταλαμβάνω κυριεύω, μένος ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· Ἀτρείωνα... χόλος λάβε Α. 387· κάματος, τρόμος λάβε γυῖα Δ. 230., Ω. 170· λαμβάνει τινὰ ἀμφασίη, ἄλγος, ἄχος, πένθος, φόβος, χόλος Ὀδ. Δ. 704, ἀλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 2. 29, 92, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 6, Πλάτ. Νόμ. 699C· ἀκολούθως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, προσβάλλω, καταλαμβάνω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 417, Ἱππ. 453 ἐν τέλ., κτλ. (πρβλ. λάζομαι, λῆψις)· καὶ ἐν τῷ παθ. λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ νόσου Σοφ. Τρ. 446, Ἡρόδ. 1. 138· ἔρωτι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· - τἀνάπαλιν ἐπὶ τοῦ προσώπου, λ. θυμόν, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. β) ἐπὶ θεότητος καταλαμβάνω, κατέχω, τινὰ Ἡρόδ. 4. 79· Παθ., Ρέᾳ ληφθῆναι Λουκ. Νιγρ. 37· πρβλ. Νυμφόληπτος. γ) ἐπὶ σκότους καὶ τῶν τοιούτων, καταλαμβάνω, κατέχω, κνέφας λ. τέμενος αἰθέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 365. 3) καταλαμβάνω, ἐπέρχομαι ὡς ἐχθρός, Ἰλ. Ε. 159, Λ. 106, 126, κτλ.· τινὰ στείχοντα θύραζε Ὀδ. Ι. 418· ζῶντες ἐλάμφθησαν Ἡρόδ. 9. 119· ἀκολούθως, ἁπλῶς, καταλαμβάνω, εὑρίσκω, ἐπέρχομαι, λ. τινὰ μοῦνον ὁ αὐτ. 1. 116, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1031, Εὐρ. Ἴων 1339· - παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ὡσαύτως, καταλαμβάνω, εὑρίσκω, ἀνακαλύπτω, Λατ. deprehendo, Ἡρόδ. 2. 89· ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ’ αἰτιάματι Αἰσχύλ. Πρ. 194· τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. Σοφ. Ο. Τ. 266· συχν. μετὰ μετοχ., κἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον αὐτόθι 461· κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ἀριστοφ. Σφ. 759· λ. τινὰ ψευδόμενον Πλάτ. Πολ. 389D· τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες Δημ. 546. 5· οὕτως ἐν τῷ Παθ., δρῶσ’ ἐλήφθης Σοφ. Τρ. 808· ἐπ’ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶν εἰλημμένος Ἀριστοφ. Πλ. 455· ληφθεῖσαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Ἀντιφῶν 111. 47· μοιχὸς ἐλήφθη Λυσ. 136. 3. 4) λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, δένω, ὑποχρεῶ τινα διά..., Ἡρόδ. 3. 74· (οὕτω καταλαβεῖν 9. 106)· ἀραῖον λαβεῖν τινα Σοφ. Ο. Τ. 276· - ἀπολ., συμβαίνω, γίνομαι, ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε Θουκ. 2. 34· ἐνταῦθα ὁ Bekk. ἀνέγνω καιρόν, ἀλλ’ ἡ φράσις ἐπαναλαμβάνεται παρὰ Δίωνι Κ. 44. 19· πρβλ. ὡσαύτως καταλαμβάνω ΙΙ. 5) λαμβάνω τινὰ ὡς..., παῖδα λ. πρόβλημα αὐτοῦ Σοφ. Φιλ. 1008· ξυμπαραστάτην λ. τινὰ αὐτόθι 675· τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Ἰσοκρ., κτλ. 6) παρ’ Ἡροδ. 7. 42, τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα, τηρῶν ἔχε πρὸς τὰ ἀριστερά σου τὴν Ἴδην (ὡς τὸ ἔχων ὀλίγῳ κατωτέρω)· οὕτω, λ. ἐν δεξιᾷ Θουκ. 7. 1· λ. κατὰ νώτου, ὄπισθεν, δηλ. εἶμαι ὀπίσω, Ἡρόδ. 1. 75· πρβλ. ἀπείργω. 7) λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα ὁ αὐτ. 4. 78, πρβλ. 2. 37· λ. ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 172. 8) ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθήσεων, θέαν ὄμμασιν Σοφ. Φιλ. 537, πρβλ. 656· πρόσφθεγμά τινος αὐτόθι 234· ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Πλάτ. Πολ. 524D. β) λαμβάνω διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, «καταλαμβάνω», «παίρνω» (κοινῶς), φρενὶ Ἡρόδ. 9. 10. νόῳ ὁ αὐτ. 3. 41· θυμῷ Πινδ. Ο. 8. 8· τῇ διανοίᾳ Πλάτ. Παρμ. 143Α· λ. ἐν τῇ γνώμῃ βεβαίως Ξεν. Κύρ. 3. 3, 51· ἐν νῷ Πολύβ. 2. 35, 6· - καὶ ἀπολ., λ. τὴν ἀλήθειαν Ἀντιφῶν 112. 19· μνήμην παρὰ φήμης λ. Λύσ. 190. 30, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246D, κτλ. γ) ὑπολαμβάνω, «ἐκλαμβάνω», ἐννοῶ πρᾶγμά τι ὡς ἔχον κατά τινα τρόπον, π.χ. χωρίον συγγραφέως, Λατ. accipere, μετ’ ἐπιρρ. πρὸς δήλωσιν τοῦ τρόπου, ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Ἡρόδ. 7. 142· λάβετε τοὺς λόγους μὴ πολεμίως Θουκ. 4. 17· τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον, ἀντελαμβάνοντο τὸ πρᾶγμα ὡς σπουδαιότερον, ὁ αὐτ. 6. 27· ὀρθῶς λ. Πλάτ. Ἵππαρχ. 227C· λ. τι οὕτω, ὁμοίως, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7, κτλ.· σπανιώτερον μετ’ ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, ὡς μεθυστικὰς λ. τὰς ἁρμονίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 14, πρβλ. 4. 11, 17· τοῦτο λ. γιγνόμενον ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 8, 14· - ὡσαύτως, περί τινος χαλεπῶς λαβεῖν Θουκ. 6. 61· λ. περί τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 1, πρβλ. 6. 5, 1, κ. ἀλλ.· -ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., λ. τι εἶναί τι ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 11, 2, κ. ἀλλ.· καὶ μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, λ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 18, κ. ἀλλ.· λ. ποσαχῶς τι λέγεται ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 1. δ) ὡς τὸ Λατ. accipere in malam partem, πρὸς δέος λ. τι Πλουτ. Φλαμ. 7· πρὸς ἀτιμίαν ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 13· λ. δι’ οἴκτου Εὐρ. Ἱκέτ. 194. ε) ἐν τῇ λογικῇ, λαμβάνω ὡς δεδομένον, τὸν ἄνθρωπον ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον δεῖ λ. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1, 31, 3· λ. τὰς περὶ ἑκάστου ἀρχὰς αὐτόθι 2. 1, 1, κτλ.· - παθ., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα αὐτ. 1. 4, 4, τέλ.· αἱ εἰλημμέναι προτάσεις αὐτόθι 1. 14, 6, κτλ. ζ) λαμβάνω, δηλ. καθορίζω, ἐκτιμῶ, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Θουκ. 3. 20· τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Λυκοῦργ. 156. 15· τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Θουκ. 2. 42. 9) λαμβάνω εἰς χεῖρας, ἀναλαμβάνω (ἴδε ἐν λέξ. ληπτέον), λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, ἀντίθετ. τῷ συνταχύνειν, Ἡρόδ. 3. 71· μηδένα πόνον λαβόντες, μὴ λαμβάνοντες μηδεμίαν ἐνόχλησιν, ὁ αὐτ. 7. 24· παλαισμάτων φροντίδα λ. Πινδ. Ν. 10. 40. 10) περιλαμβάνω, Πολύβ. 3. 107, 10. 11) ἡ μετοχ. λαβὼν πολλάκις κατὰ τὸ φαινόμενον κεῖται πλεοναστικῶς, ἀλλὰ πράγματι προσθέτει εἰς τὸ δραματικὸν ἀποτέλεσμα τῆς περιγραφῆς, ὡς, λαβὼν κύσε χεῖρα, ἔλαβε καὶ ἐφίλησεν, Ὀδ. Ω. 398, πρβλ. Ο. 269, Ἰλ. Φ. 36· συχν. παρ’ Ἀττ., στρατὸν λαβών... ἔρχεται Σοφ. Τρ. 259· τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 6, κτλ.· ἴδε ἔχω Α. Ι. 6, φέρω Χ. 2. ΙΙ. λαμβάνω τι (προσφερόμενον), δέχομαι· 1) λαμβάνω τι διδόμενον, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων (Α. Β. 106), ἄποινα Ἰλ. Ζ. 427· τὰ πρῶτα Ψ. 275· ἀντίποινα Σοφ. Ἠλ. 592 (ἴδε κατωτ. δ.)· τὶ παρά τινος Ἡρόδ. 8. 10, κτλ.· πρός τινος Σοφ. Ἠλ. 12, κτλ.· ἀπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4· - κερδαίνω, ἀποκτῶ, κλέος Ὀδ. Α. 298, Σοφ. Φιλ. 1347, κτλ.· κόσμον Πινδ. Ν. 3. 54· ἀλκὴν Σοφ. Ο. Τ. 218, κτλ.· πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν, φθάνω εἰς..., Ἰσοκρ. 215Ε· λ. νόστον Εὐρ. Ι. Τ. 1016, κτλ.· λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Ἰσοκρ. 94C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1163· τέρψιν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 820· χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1004· δῶρα Ἡρόδ. 8. 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 439· κέρδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 906: - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς ἐννοίας, λ. ὄνειδος Σοφ. Ο.Τ. 1494· ξυμφορὰν Εὐρ. Μήδ. 43· θάνατον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 201· γέλωτα μωρίαν τε, ἐπισύρω κατ’ ἐμαυτοῦ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 600· αἰτίαν ἀπό τινος Θουκ. 2. 18, κτλ.· - περὶ τοῦ λ. θυμόν, κτλ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 2 καὶ κατωτ. 3. β) ὑποδέχομαι φιλοξένως, φιλοξενῶ, ὡς τὸ δέχομαι, Ὀδ. Ζ. 255· ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη εἶναι ἀμφίβ., καὶ ὁ στίχ. εἶναι πιθ. νόθος, ἴδε Nitzsch.· τὸ τοῦ Σοφ. Ο. Κ. 284 (ἱκέτην ἔλαβες ἐχέγγυον) πλησιάζει εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν· - λαμβάνω εἰς γάμον, Ἡρόδ. 1. 199., 9. 108, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 14, κτλ. γ) λ. ὄνομα, ἀποκτῶ, Πλάτ. Σοφιστ. 267D, πρβλ. Συμπ. 173D. δ) λ. δίκην, δέχομαι, δηλ. ὑποφέρω τιμωρίαν, τιμωροῦμαι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115· τὴν ἀξίην λ., ἀξίως τῶν πεπραγμένων κτλ., ὁ αὐτ. ἐν 7. 39· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν Εὐρ. Βάκχ. 1313· - ἀλλ’ αὕτη δὲν εἶναι συνήθης σημασία, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. γ., καὶ Elmsl. Ἡρακλ. 852. ε) λ. ὅρκον, πιστὰ (ἴδε ἐν λ. ὅρκος, Ι. 2, πιστὸς ΙΙ. 2)· λ. λόγον, ἀπαιτῶ λογαριασμόν, τινός, διά τι πρᾶγμα, ἀπό τινος, ἔκ τινος προσώπου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, πρβλ. Δημ. 101. 17. ζ) λ. ἐν γαστρί, συλλαμβάνω, ἐγγαστρώνομαι, Ἱππ. Προρρ. 107· κῦμα λ., ἐπὶ τῆς γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 128. η) λαμβάνω ὡς εἰσόδημα, κέρδος κττ., ἐκ τοῦ χωρίου Ἀριστοφ. Νεφ. 1123· μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Πολ. 347Β. - λ. τι δραχμῆς, ὀβολοῦ, ἀγοράζω ἀντί..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1263, Βάτρ. 1236, πρβλ. Νεφ. 1396, Ξεν. Συμπ. 2, 4. θ) λ. πεῖράν τινος, ἴδε ἐν λ. πεῖρα. 2) δέχομαι, παραδέχομαι, ὁ μέγας κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Πινδ. Ο. 1. 131. 3) ἐπὶ προσώπων ὑποκειμένων εἰς αἰσθήματα κ.τ.τ., λ. θυμόν, «παίρνω καρδιά», Ὀδ. Κ. 461· συχν. ὡς ἁπλῆ περίφρασις, λ. φόβον = φοβεῖσθαι, Σοφ. Ο. Κ. 729· αἰδῶ λ. = αἰδεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 345· λ. ὀργὴν = ὀργίζεσθαι, Εὐρ. Ἱκετ. 1050· λ. ἀρχὴν = ἄρχεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1124· λ. ὕψος, αὔξησιν = ὑψοῦσθαι, αὐξάνεσθαι, Θουκ. 1. 91, Ἰσοκρ., κτλ.· λ. κακόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1310· λ. νόσον Πλάτ. Πολ. 640D· λ. μορφήν, τέλος, κτλ., Ἀριστ., κτλ., οὕτως, αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι, λαμβάνουσαι προσθέτους ἐπάλξεις, Θουκ. 4. 69, πρβλ. 115. Β. Μέσ., «πιάνομαι ἀπό τινος», μετὰ γεν., σχεδίης Ὀδ. Ε. 325· τῆς κεφαλῆς Ἡρόδ. 4. 64, πρβλ. 9. 76, Εὐρ. Μήδ. 899, κτλ.· τοῦ βωμοῦ Ἀνδοκ. 16. 34, κτλ.· - «πιάνομαι ἀπό τινος», καταλαμβάνω τι, ἀρχῆς Σοφ. Ο. Κ. 373· λαβέσθαι τοῦ καιροῦ, τῆς εὐκαιρίας, Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλήρ. § 35· λ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φιλήμ. 65Β· ἐλπίδος Πολύβ. 37. 2, 7. 2) ἐπιβάλλω βαρείας χεῖρας ἐπί τινος, συλλαμβάνω, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Δ. 388· ἀλλὰ χαλεπῶς λαμβάνομαί τινος, ἐπιβάλλω βαρείας χεῖρας ἐπί τινα, φέρομαι σκληρῶς πρός τινα, Ἡρόδ. 2. 121, 4. 3) ἐπὶ τόπου, λ. τῶν ὀρῶν, καταφεύγω εἰς τὰ ὄρη, φθάνω εἰς τὰ ὄρη, Θουκ. 3. 24, πρβλ. 160· Δήλου λαβόμεναι (δηλ. αἱ νῆες) ὁ αὐτ. ἐν 8. 80. 4) εὑρίσκω σφάλμα εἴς τινα, ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, τινος Πλάτ. Νόμ. 637Β. 5) λαβέσθαι ἑαυτοῦ, ἀναχαιτίσαι ἑαυτόν, Ἡλιόδ. 2. 24.

French (Bailly abrégé)

f. λήψομαι, ao.2 ἔλαβον, pf. εἴληφα;
Pass. f. ληφθήσομαι, ao. ἐλήφθην, pf. εἴλημμαι;
I. prendre :
1 prendre dans ses mains, saisir, acc. ; en parl. de suppliants λαβεῖν γούνατα IL prendre les genoux de (qqn) ; τινα ποδῶν λ. IL saisir qqn par les pieds ; τὴν πτέρυγος λάβεν IL il le saisit (le passereau) par l’aile ; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόνταν XÉN ils saisirent Orontas par la ceinture ; ζῶντες ἐλάμφθησαν HDT ils furent pris vivants ; λαβεῖν πόλιν THC, Σικελίαν THC s’emparer d’une ville, de la Sicile ; λ. αἰχμαλώτους THC faire des prisonniers ; fig. λαβεῖν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοσι HDT lier qqn par une promesse et des serments ; ἀραῖον λ. τινά SOPH contraindre qqn par des imprécations ; avec un suj. de chose Ἀτρειῶνα χόλος λάβε IL la colère s’empara du fils d’Atrée ; Pass. λαμβάνεσθαι νόσῳ SOPH, ὑπὸ νόσου HDT être pris par la maladie ; λαμβάνεσθαι ἔρωτι XÉN être pris par l’amour ; avec un suj. de chose τρόμος ἔλλαβε poét. γυῖα IL un tremblement avait saisi vos membres ; κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος ESCHL l’obscurité envahit la voûte du ciel;
2 prendre, découvrir : τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου SOPH l’auteur du meurtre ; prendre à l’improviste, surprendre : κλέπτοντά τινα λ. AR prendre qqn en flagrant délit de vol ; Pass. δρῶσ’ ἐλήφθης SOPH on t’a prise sur le fait;
3 saisir fortuitement, trouver, rencontrer : λ. τινά, qqn;
4 prendre sur soi : Ἑλληνίδα ἐσθῆτα HDT prendre le costume grec;
5 prendre avec soi, amener ou emmener : ξυμπαραστάτην λ. τινά SOPH prendre qqn comme assistant, comme secours ; ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα ἦλθον OD j’ai pris avec moi des compagnons et un vaisseau et je suis parti;
6 prendre en échange : λ. δίκην ou ποινάς, ζημίαν ou τιμωρίαν, litt. prendre le châtiment (en échange de la faute), càd châtier, punir;
7 prendre possession de, occuper ; en parl. de la divinité s’emparer de, posséder : λ. τινά, posséder qqn ; Pass. être possédé d’un dieu, d’une déesse;
8 fig. atteindre par les sens ou par l’intelligence : λ. θέαν ὄμμασιν SOPH voir un spectacle de ses yeux ; λ. νόῳ HDT, ἐν τῇ γνώμῃ XÉN atteindre par l’intelligence, saisir dans son esprit ; juger, apprécier : τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων THC prendre la mesure correspondante des échelles ; avec un attribut : τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. THC juger plus désirable la vengeance ; prendre en tel ou tel sens, comprendre de telle ou telle façon : ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον HDT c’est ainsi qu’ils expliquaient ces événements ; λ. τοὺς λόγους μὴ πολεμίως THC accueillir les paroles non en ennemi ; avec une prép. : πρὸς δέος λ. τι PLUT prendre qch en crainte, càd s’effrayer de qch ; λ. πρὸς ἀτιμίαν PLUT prendre qch comme une injure litt. comme une cause de déshonneur;
9 abs. parvenir à, atteindre : τὴν ἡλικίαν ISOCR l’âge de qch ; κλέος OD gagner de la gloire ; en mauv. part λ. αἰτίαν THC encourir une accusation;
II. recevoir :
1 propr. prendre des mains de qqn : λ. τι παρά τινος, πρός τινος, ἀπό τινος, recevoir qch de qqn ; avec un suj. de chose : οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι THC maisons qui reçoivent des créneaux ; fig. recevoir une impression, éprouver un sentiment, une passion, etc. : λ. θυμόν OD prendre courage ; λ. φόβον = φοβεῖσθαι SOPH s’effrayer ; λ. εὔνοιαν THC concevoir de la bienveillance;
2 recueillir, retirer : οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου AR du vin du terrain;
3 recevoir en échange ; fig. λ. δίκην HDT être puni ; τὴν ἀξίην λ. HDT recevoir le juste châtiment (d’une faute);
Moy. λαμβάνομαι prendre pour soi, sur soi ou avec soi :
1 sans idée de violence λ. σχεδίης OD saisir un radeau;
2 avec idée de violence λ. τινά, se saisir de qqn ; avec un gén. : λ. ἀρχῆς SOPH s’emparer du pouvoir;
3 prendre possession de ; s’engager dans : τῶν ὀρῶν THC dans les montagnes ; parvenir à : Δήλου THC à Délos.
Étymologie: R. Λαβ, prendre ; primitiv. Λαφ, > pf. εἴληφα.

English (Autenrieth)

only aor. 2 act. and mid., ἔλλαβ(ε), ἐλλάβετ(ο), inf. redupl. λελαβέσθαι: take, receive, mid., take hold of; freq. w. part. gen.; sometimes of ‘seizing,’ ‘taking captive,’ Od. 11.4, Il. 11.114; in friendly sense, ‘take in,’ Od. 7.255; met., of feelings, χόλος, πένθος, τρόμος, etc.

English (Slater)

λαμβᾰνω (λαμβάνει; -αν(ε): aor. ἔλᾰβες, ἔλᾰβεν, λᾰβε(ν), ἔλᾰβον; λᾰβε; λᾰβών, -όντα; λᾰβεῖν.)
   a take up ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.18) φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93) χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν (P. 4.193) λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν (I. 5.62) λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α πεδά.ς[ (supp. Lobel: sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. assumed (O. 6.57) μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν win (O. 8.6) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες won (O. 10.22) [[[οἴκοθεν]] μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν (ἔλαχες Bergk e Σ.) (N. 3.31) ] κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (Pae. 6.130)
   b fall upon, seize “αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (P. 4.48) ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) met., ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes (O. 1.81) Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom Death? seized Θρ. 3. 8.
   c take (to mind) καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22) τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.

English (Abbott-Smith)

λαμβάνω, [in LXX chiefly for לקח, also for אחז ,לכד ,נשׂא, etc.;]
1.to take, lay hold of: absol., Mt 26:26, Mk 14:22; c. acc. rei, Mt 5:40 26:52, al. mult.; c. acc. pers., Mt 21:35, Mk 12:3, al.; pleonastic λαβών (M, Pr., 230; Bl., §74, 2), Mt 13:31 14:19, al.; so also indic., Mk 7:27, Jo 19:1, 40 Re 8:5, al.; metaph., c. acc. rei, ἀφορμήν, Ro 7:8, 11; ὑδόδειγμα, Ja 5:10; id. c. acc. pers., φόβος, Lk 7:16; πνεῦμα, Lk 9:39; πειρασμός, I Co 10:13; aoristic pf. (M, Pr., 145, 238; BL, §59, 4), Re 5:7 8:5, al.
2.to receive: absol., opp. to αἰτεῖν, Mt 7:8, al.; διδόναι, Mt 10:8, Ac 20:35; c. acc. rei, Mt 27:6, Mk 10:3o, al. mult.; c. acc. pers., Jo 6:21 13:20 19:27, II Jo 10; ῥαπίσμασιν (a vulgarism; Bl., §38, 3), Mk 14:65; metaph., τ. λόγον, Mt 13:20, Mk 4:16; τ. μαρτυρίαν, Jo 3:11; τ. ῥήματα,Jo 12:48; πρόσωπον (Heb. נָשָׂא פָּנִים, Dalman, Words, 30), Lk 20:21, Ga 2:6; ζωὴν αἰώνιον (Dalman, op. cit., 124f.), Mk 10:30 (cf. ἀνα-, ἀντι-, συν-αντι- (-μαι), ἀπο-, ἐπι-, κατα-, μετα-, παρα-, συν-παρα-, προ-, προσ-, συν-, συν-περι-, ὑπο-λαμβάνω).