θέλω

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. ἐθέλω and add ὅστις ἂν θέλῃ IG12.49.12; ἐὰν δέ τις θέλῃ ib.6.106; ἐάν τις μὴ θέλῃ ib.40.27.

German (Pape)

[Seite 1193] s. ἐθέλω.

French (Bailly abrégé)

v. ἐθέλω.

Russian (Dvoretsky)

θέλω: (fut. θελήσω) Her., Trag., NT = ἐθέλω.

Greek (Liddell-Scott)

θέλω: μέλλ. θελήσω, συντετμημένος τύπος τοῦ ἐθέλω, ὅπερ ἴδε ἐν τέλει.

English (Slater)

θέλω (cf. ἐθέλω. θέλοντι; θέλοι; θέλων, -οντι, -οντες.) be ready to, wish c. inf. ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν (sc. Ζεύς) (O. 8.85) θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (P. 1.62) Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.5) “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν> (N. 10.84) Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ, ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28) ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (codd., def. van Leeuwen: θέλον nom., coni. Coppola: θέλει Wil.) (O. 2.97) part. abs., ready, willing, τὸ Καστόρειον θέλων ἄθρησον (P. 2.69) “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” (I. 6.43) ]θέλοντι δόμεν[ (Pae. 16.4)

English (Abbott-Smith)

θέλω (the strengthened form ἐθέλω is found in Hom., and is the more freq. in Attic; v. Rutherford, NPhr., 415f.), [in LXX for חפץ,אבה; c. neg., מאן pi., etc.;]
to will, be willing, wish, desire (more freq. than βούλομαι, q.v., in vernac. and late Gk., also in MGr.; for various views as to its relation to β., v. Thayer, 286; but v. also BL, §24, s.v.): absol., Ro 9:16, I Co 4:19 12:18, Ja 4:15; τ. θεοῦ θέλοντος, Ac 18:21; c. acc. rei, Mt 20:21, Mk 14:36, Jo 15:7, Ro 7:15, 16 I Co 4:21 7:36, Ga 5:17; c. inf., Mt 5:40, Mk 10:43, Jo 6:21, 67 Ro 7:21, Ga 4:9; c. acc. et inf., Mk 7:24, Lk 1:62, Jo 21:22, 23 Ro 16:19, I Co 14:5, Ga 6:13; οὐ θέλω, Mt 18:30, al.; id. c. inf., Mt 2:18, Mk 6:26, Jo 5:40, I Co 16:7; seq. ἵνα, Mt 7:12, Mk 6:25, Jo 17:24; opp. to ποιέω, πράσσω, ἐνεργέω, Ro 7:15, 19 II Co 8:10, 11 Phl 2:13; seq. ἤ (ICG, in l.; Deiss., LAE, 179:24), I Co 14:19; θέλων ἐν ταπεινοφροσυνῄ (of his own mere will, by humility, R, mg), Col 2:18; in OT quotations, for Heb. חפץ, c. acc. pers., Mt 27:43; c. acc. rei, Mt 9:13 12:7, He 10:5, 8; c. inf., I Pe 3:10; for אמר, c. inf., Ac 7:28 (v. Cremer, 726ff.).

English (Strong)

or ethelo, in certain tenses theleo, and etheleo, which are otherwise obsolete apparently strengthened from the alternate form of αἱρέομαι; to determine (as an active option from subjective impulse; whereas βούλομαι properly denotes rather a passive acquiescence in objective considerations), i.e. choose or prefer (literally or figuratively); by implication, to wish, i.e. be inclined to (sometimes adverbially, gladly); impersonally for the future tense, to be about to; by Hebraism, to delight in: desire, be disposed (forward), intend, list, love, mean, please, have rather, (be) will (have, -ling, - ling(-ly)).

Greek Monolingual

(AM θέλω και ἐθέλω)
1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.)
2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ' ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.)
3. απαιτώ, αξιώνω, διατάζω («θέλει καλά και σώνει» — απαιτεί)
νεοελλ.
1. επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, («θέλησε να μάς εξοντώσει, αλλά δεν το κατόρθωσε»)
2. συγκατατίθεμαι, δέχομαι («δεν θέλει να κουβεντιάσουμε»)
3. δέχομαι ως σύζυγο ή ως εραστή («αυτόν δεν τον θέλει η κόρη μου»)
4. μού αξίζει κάτι, είμαι άξιος για κάτι («θέλει ξύλο»)
5. ζητώ, γυρεύω, ψάχνωποιόν θέλετε;»)
6. οφείλω, χρωστώκάτι λίγα σού θέλω ακόμη και ξόφλησα»)
7. φρ. α) «θέλεις δε θέλεις» ή «θέλεις και δε θέλεις» ή «είτε το θέλεις είτε όχι» ή «θέλοντας και μη» — με τη θέληση σου ή χωρίς αυτήν, εκουσίως ή ακουσίως
β) (για γυναίκα) «τά θέλει» — είναι πρόθυμη για ερωτοτροπίες
γ) «λίγο ήθελε (ακόμη)» — παραλίγο, λίγο έλειψε
δ) «το καλό που σού θέλω» — σε προειδοποιώ ή σε συμβουλεύω
ε) «θέλω να πω» — εννοώ
στ) «τί τά θέλεις» ή «τί τά θες, τί τά γυρεύεις» — όπως κι αν έχει το πράγμα, ούτως ή άλλως
ζ) «δεν το ήθελα» — έγινε χωρίς τη θέληση μου
η) «θέλεις... θέλεις» ή «θέλει... θέλει» — είτε, είτε («θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε»)
8. παροιμ. α) «όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν κάτι, ιδίως κοπιαστικό
β) «ποιός στραβός δε θέλει το φως του» — όλοι επιθυμούν τα ωφέλιμα
γ) «το καλό που μέ θέλεις να το 'χεις» — γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι επιζητούν το συμφέρον κάποιου, ενώ συμβαίνει το αντίθετο
δ) «πε του, πε του το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει» — με την επιμονή κερδίζεις αυτήν που αγαπάς
ε) «θέλει τριανταεννιά να το κάμει γρόσι» — γι' αυτούς που στερούνται τα αναγκαία και αισιοδοξούν
στ) «να βάνω θέλω φούντα στα παλιά μου τα τσαρούχια» — για ουτοπικές προθέσεις ή σχέδια
ζ) «ως θέλεις τα δε γίνονται, θέλε τα κι ως γίνονται» — πρέπει να συμβιβάζεται κάποιος με τις καταστάσεις, ακόμη και όταν δεν γίνονται αυτά που επιθυμεί
η) «ήθελα να 'χω τά 'θελα και τά 'χω να μην έχω» — γι' αυτούς που επιζητούν κάτι και, όταν το αποκτήσουν, δεν το επιθυμούν πια
νεοελλ.-μσν.
1. ζητώ κάτι από τη φύση μου, έχω ανάγκη («η γλάστρα θέλει πότισμα»)
2. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαιθέλω ακόμη χίλιες δραχμές»)
3. φρ. «θε να» — θα
μσν.-αρχ.
(σε δυνητική χρήση, θέλω με απαρέμφατο για δήλωση του μέλλοντος) πρόκειται να... («εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι το ῥέεθρονΝεῖλος», Ηρόδ.)
αρχ.
1. επιτρέπω («ἐθελήσεις τί μοι οὖν, ὦ πάτερ, ἤν σοῦ τι δεηθῶ», Αριστοφ.)
2. (με άρνηση) δύναμαι, μπορώμένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον», Ομ. Ιλ.)
3. είμαι εκ φύσεως τέτοιος ώστε..., συνηθίζω να («αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσι εἰς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι», Ιπποκρ.)
4. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω («αυτοί δέ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν εἶναι τῶν ὁμοῦ Τηλέφῳ διαβάντων εἰς τὴν Ἀσίαν», Παυσ.)
5. φρ. «τί ἐθέλει λέγειν» ή «τί ἐθέλει» — τί θέλει να πει, τί σημαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εθέλω με σίγηση του προτονικού φωνήεντος ήδη στους αρχ. χρόνους. Στη νέα ελλ. έχουν επιβιώσει, ωστόσο, αρκετά παράγωγα και σύνθετα με το θ. εθελ-. Η γλώσσα του Ησυχίου φαλίζει
θέλει επιτρέπει την υπόθεση ότι ο αρχικός φθόγγος της άγνωστης ΙΕ ρίζας θα πρέπει να ήταν χειλοϋπερωικό gwh- και μαζί τη σύνθεση της λ. με το αρχ. σλαβ. želej-, želěti «επιθυμώ». Ορισμένοι τή συνδέουν με το αρμ. gelĵ «επιθυμία» (< ĵelĵ, με ανομοίωση). Οπωσδήποτε, παραμένει σκοτεινή η προέλευση του αρχικού φθόγγου ε- της αρχ. ελλ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή εθελο- και τις σημασίες «εκούσιος» και «προσποιούμενος». Για τη σημασιολογική σχέση του εθέλω με το βούλομαι, βλ. το τελευταίο.
ΠΑΡ. εθελοντής, εθελοντ(ε)ί, εθελούσιος, θέλημα, θέληση, θελητής
αρχ.
(ε)θελημός, εθελήμων, εθελοντήρ, εθελόντως, θέλεος, θελήμη, θελημοσύνη, θελητός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εθελοδουλεία, εθελόδουλος, εθελοδούλως, εθελοκακία, εθελόκακος, εθελοκακώ
αρχ.
εθελακρίβεια, εθελακριβής, εθελάστειος, εθέλεχθρος, εθελεχθρώ, εθελέχθρως, εθελήσυχος, εθελοακρότης, εθελοβλέπω, εθελοβοηθώ, εθελοδιδάσκαλος, εθελοδικαιοσύνη, εθελοδόκησις, εθελοδοξία, εθελοδουλώ, εθελοευλάβεια, εθελοθρησκεία, εθελοθρησκευτικός, εθελοθρησκεύω, εθελοκάκησις, εθελοκάκως, εθελόκαλος, εθελοκίνδυνος, εθελοκινδύνως, εθελοκωφία, εθελόκωφος, εθελοπερισσοθρησκεία, εθελοπονία, εθελόπονος, εθελόπορνος, εθελοπρόξενος, εθελοσέβεια, εθελοσοφία, εθελόσοφος, εθελόσυχνος, εθελοταπεινοφροσύνη, εθελουργία, εθελουργός, εθελουργώ, εθελουργώς, εθελοφιλόσοφος
(αρχ. -μσν.) εθελοκωφώ, εθελότρεπτος
μσν.
εθελοθρησκώ, εθελόθυτος, εθελοκακούργος, εθελόρμητος, εθελοσφαγούμαι, εθελοψυχώ
νεοελλ.
εθελαπάτη, εθελοδουλεύω, εθελοθυσία. εθελοκωφεύω, εθελότυφλος, εθελοτυφλώ. (Β' συνθετικό) αρχ. συν(ε-) θέλω, κακοθέλω
νεοελλ.
καλοθέλω, ματαθέλω, μισοθέλω, ξαναθέλω, παραθέλω, πολυθέλω].

Greek Monotonic

θέλω: μέλ. θελήσω· σύντομος τύπος του ἐθέλω, βλ. αυτ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐθέλω.

Frisk Etymology German

θέλω: {thélō}
See also: s. ἐθέλω.
Page 1,660

Chinese

原文音譯:qšlw 帖羅
詞類次數:動詞(209)
原文字根:意志 相當於: (אָבָה‎) (אָהַב‎) (חֵפֶץ‎)
字義溯源:決定,意願,意欲,心意,情願,要,想要,希圖,故意,偏要,想望,隨意,肯,敢,喜愛,願,願意,巴不得,顯明,准,許可,寧可,立志,決意去行;源自(αἱρέομαι)*=取為己有)。 (θέλημα)是名詞, (θέλω)是動詞,兩編號的意義相似。編號 (βούλομαι)的意義也與 (θέλω)很接近。參讀 (βούλομαι) (ἐκζητέω)同義字
同源字:1) (θέλημα)旨意 2) (θέλησις)決心 3) (θέλω)決定,願意
出現次數:總共(209);太(42);可(24);路(28);約(23);徒(16);羅(15);林前(17);林後(8);加(9);腓(1);西(3);帖前(2);帖後(1);提前(3);提後(1);門(1);來(4);雅(2);彼前(2);彼後(1);約叄(1);啓(5)
譯字彙編
1) 要(25) 太16:24; 太16:25; 太18:23; 可8:34; 可8:35; 可10:36; 路1:62; 路8:20; 路9:23; 路9:24; 路10:24; 路14:28; 路19:27; 約6:67; 約7:44; 約9:27; 約9:27; 徒7:28; 徒16:3; 徒17:18; 徒19:33; 徒25:9; 羅9:22; 加4:17; 彼前3:17;
2) 願意(13) 太1:19; 可9:35; 路23:20; 羅7:21; 林後5:4; 林後8:11; 加6:13; 西1:27; 提後3:12; 來13:18; 雅4:15; 彼前3:10; 約叄1:13;
3) 想要(13) 太5:40; 可6:19; 路13:31; 路16:26; 路23:8; 徒10:10; 徒14:13; 徒24:27; 加1:7; 提前1:7; 來12:17; 啓11:5; 啓11:5;
4) 我⋯願意(10) 太15:32; 路13:34; 羅1:13; 羅11:25; 林前7:32; 林前10:1; 林前10:20; 林前12:1; 林前16:7; 林後12:6;
5) 願(9) 太20:26; 太20:27; 可6:26; 可7:24; 可10:43; 可10:44; 約7:1; 約17:24; 提前2:4;
6) 你要(8) 太20:21; 太26:17; 可10:51; 可14:12; 路9:54; 路18:41; 路22:9; 徒9:5;
7) 你們願意(8) 太7:12; 太26:15; 可14:7; 路6:31; 約15:7; 林前4:21; 林前10:27; 腓2:13;
8) 肯(7) 太2:18; 太18:30; 太23:4; 太27:34; 路15:28; 徒7:39; 帖後3:10;
9) 我願意(6) 可6:25; 羅16:19; 林前7:7; 林前11:3; 林前14:5; 西2:1;
10) 我⋯願意的(5) 路12:49; 羅7:15; 羅7:16; 羅7:19; 羅7:19;
11) 你們要(4) 太20:32; 太27:17; 太27:21; 可15:9;
12) 你願意(4) 可6:22; 徒25:9; 羅13:3; 雅2:20;
13) 我們⋯願意(3) 路19:14; 林後1:8; 帖前4:13;
14) 你們⋯願意(3) 路13:34; 加4:21; 加5:17;
15) 我肯(3) 太8:3; 可1:41; 路5:13;
16) 意(3) 太17:12; 可9:13; 林前12:18;
17) 情願(2) 約5:35; 加4:9;
18) 意思(2) 徒2:12; 徒17:20;
19) 我⋯願(2) 太21:29; 門1:14;
20) 你⋯願意(2) 太17:4; 太23:37;
21) 你肯(2) 太8:2; 可1:40;
22) 你們⋯肯(2) 太11:14; 約5:40;
23) 想(2) 太5:42; 路5:39;
24) 他願意(2) 羅9:18; 羅9:18;
25) 願意的(2) 羅7:20; 啓22:17;
26) 立志(2) 約7:17; 羅7:18;
27) 我⋯要(2) 約21:22; 約21:23;
28) 好(2) 可12:38; 路20:46;
29) 我們願意(2) 太12:38; 約12:21;
30) 他想要(2) 太14:5; 約1:43;
31) 所願的(2) 可14:36; 林前7:36;
32) 我喜愛(2) 太9:13; 太12:7;
33) 她⋯願(1) 啓2:21;
34) 所願意的(1) 啓11:6;
35) 你要⋯嗎(1) 太13:28;
36) 你願意的(1) 來10:8;
37) 我們有意(1) 帖前2:18;
38) 故意的(1) 西2:18;
39) 就想要(1) 提前5:11;
40) 你所願的(1) 來10:5;
41) 他們⋯喜歡(1) 約6:21;
42) 故意(1) 彼後3:5;
43) 你⋯要(1) 太19:17;
44) 他⋯喜悅(1) 太27:43;
45) 隨⋯意思(1) 可3:13;
46) 他⋯願意(1) 可9:30;
47) 你⋯肯(1) 路5:12;
48) 你所⋯願意(1) 約21:18;
49) 我曾⋯願意(1) 太23:37;
50) 希圖(1) 加6:12;
51) 你⋯願(1) 太19:21;
52) 他⋯准(1) 路18:4;
53) 他們⋯肯(1) 太22:3;
54) 你要⋯麼(1) 約5:6;
55) 定意的(1) 羅9:16;
56) 敢(1) 路18:13;
57) 要顯明(1) 路10:29;
58) 隨意(1) 約3:8;
59) 自己所願的(1) 約5:21;
60) 你們偏要(1) 約8:44;
61) 他們所要的(1) 約6:11;
62) 我心意(1) 路4:6;
63) 願你(1) 可10:35;
64) 我願意的(1) 太20:14;
65) 你所要的(1) 太15:28;
66) 我意欲(1) 太20:15;
67) 所意願的(1) 太26:39;
68) 意欲(1) 可6:48;
69) 他們所要(1) 太27:15;
70) 他們要(1) 約16:19;
71) 你所願意的(1) 約21:18;
72) 心意(1) 林後8:10;
73) 己意(1) 林前15:38;
74) 尋找(1) 林後11:12;
75) 我所想望的(1) 林後12:20;
76) 我要(1) 加3:2;
77) 你們所想望的(1) 林後12:20;
78) 她們願意(1) 林前14:35;
79) 我寧可(1) 林前14:19;
80) 有意(1) 徒24:6;
81) 若許可(1) 徒18:21;
82) 他們肯(1) 徒26:5;
83) 許(1) 林前4:19;
84) 她隨意(1) 林前7:39;
85) 我巴不得(1) 加4:20