τίνω

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s. v.l." to "s. v.l.")

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίνω Medium diacritics: τίνω Low diacritics: τίνω Capitals: ΤΙΝΩ
Transliteration A: tínō Transliteration B: tinō Transliteration C: tino Beta Code: ti/nw

English (LSJ)

Il.3.289, al., (ἀπο-) IG5(1).1390.76 (Andania, i B.C.), etc.: Ion. impf. A τίνεσκον A.R.2.475: fut. τείσω (ἐκ-) IG22.412.6 (iv B.C.), (ἀπο-) Epigr.Gr.1132 (Att. vase, iv B.C.), PPetr.3p.55 (iii B.C.), IG7.3073.1 (Lebad., ii B.C.), etc.; Cypr. 3sg. πείσει Inscr.Cypr.135.12 H.: aor. ἔτεισα (ἀπ-) SIG47.15 (Locr., v B.C.), 663.25 (Delos, iii/ii B.C.), PPetr.3p.41 (iii B.C.), etc.: freq. written τίσω ἔτισα in Hellenistic and later Inscrr. and Pap., and in codd. of all authors (fut., Od.8.348, A.Ch.277, S.Aj.113, etc.; aor., Od. 24.352, Pi.O.2.58, S.OT810, etc.): in Hom. confused (both in codd. and printed texts) with τίσω ἔτισα fut. and aor. of τίω, and only to be distinguished by the sense: pf. τέτεικα (ἀπο-) SIG437.6 (Delph., iii B.C.); part. τετεικώς Lyc.765 (τετικώς, τεθεικώς codd.) (v. ἐκτίνω):—Med., pres. first in Thgn.204 (only τίνυμαι in Hom.): fut. τείσομαι Od.13.15, al.: aor. ἐτεισάμην 3.197, 15.236, al. (τισ- codd.):—Pass., aor. ἐξ-ετείσθην IG22.1613.198, D.39.15, 59.7: pf. 3sg. ἐκ-τέτεισται Pl.Phdr.257a, D.24.187. [τῑνω (from *τίνϝω) in Ep., also Thgn.204, Herod.2.51, AP7.657 (Leon.); τῐνω in Trag., as A.Pr.112, S.OC635, E.Or.7; also in Pi.P.2.24 (Med.) and Sol. 13.31; also in some Epigrammatists, as Simm.25.1, AP9.286 (Marc. Arg.).] I Act., pay a price by way of return or recompense, mostly in bad sense, pay a penalty, with acc. of the penalty, τ. θωήν Od.2.193; τιμήν τινι Il.3.289; ποινάς Pi.O.2.58, A.Pr.112, Theodect. 8.9; δίκην S.Aj.113, El.298, Fr.107.9, 2 Ep.Thess.1.9, etc.; also τ. ἴσην (sc. δίκην) S.OT810; διπλῆν Pl.Lg.946e; τὸ ἥμισυ ib.767e (s. v.l.); μείζονα τὴν ἔκτ<ε>ισίν τινι ib.933e; τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν ib.905a, cf. Trag.Adesp.490:—but also b in good sense, pay a debt, acquit oneself of an obligation, ζωάγρια τ. Il.18.407; τείσειν αἴσιμα πάντα Od.8.348; εὐαγγέλιον (reward for bringing good news) 14.166; τ. χάριν τινί render one thanks, A.Pr.985; τ. γῇ δασμόν S.OC635; ἰατροῖς μισθόν X.Mem.1.2.54:—also simply, c repay, c. acc. rei, τροφάς τινι E.Or.109:—in various phrases, τ. ἀντιποίνους δύας repay equivalent sorrows, A.Eu.268 (lyr.); φόνον φόνου ῥύσιον τ. S.Ph.959; αἱμάτων παλαιτέρων τ. μύσος send one pollution in repayment for another, A.Ch.650(lyr., Lachm., for τείνει) ; ἀρᾶς τ. χρέος Id.Ag.457 (lyr.).--Constr.: 1 c. acc. of the thing paid or of the thing repaid (v. supr.). 2 less freq. c. dat., κράατι τείσεις with thy head, Od.22.218; ψυχῇ A.Ch.277. 3 c. dat. of pers. to whom payment is made (v. supr.). 4 c. dat. of the penalty, τ. θανάτῳ ἅπερ ἦρξεν Id.Ag.1529 (anap.); τύμμα τύμματι ib.1430 (lyr.). 5 with genitive of the thing for which one pays, τ. ἀμοιβὴν βοῶν τινι pay him compensation for the cows, Od.12.382; τ. τινὶ ποινήν τινος pay one retribution for . ., Hdt.3.14, 7.134; τ. μητρὸς δίκας for thy mother, E.Or.531; ἀντὶ πληγῆς πληγὴν τ. A.Ch.313 (anap.): also with acc. of the thing for which one pays, the price being omitted, pay or atone for a thing, τείσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Il.1.42; τ. ὕβριν Od.24.352; τ. φόνον or λώβην τινός, Il.21.134, 11.142; κακά Thgn.735; διπλᾶ δ' ἔτεισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια A. Ag.537: less freq. c. acc. pers., τείσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες thou shalt make atonement for the brother thou hast slain, Il.17.34. 6 abs., make return or requital, Sol.13.29; παθόντα οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν S.OC 1203, cf. 230 (lyr.). II Med., have a price paid one, make another pay for a thing, avenge oneself on him, punish him, freq. from Hom. downwards.--Constr.: 1 c. acc. pers., Il.2.743, Od.3.197, Hdt.1.10,123, S.OC996, etc. 2 c. gen. criminis, τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος punish him for his wickedness, Il.3.366, cf. Od.3.206, Thgn. 204 (where ἀμπλακίης, v.l. -ίας), Hdt.4.118, etc.; τ. τινὰ ἐφ' ἁμαρτωλῇ Thgn.1248; ὑπέρ τινος Hdt.1.27,73. 3 c. acc. rei, take vengeance for a thing, τείσασθαι φόνον, βίην τινός, Il.15.116, Od.23.31; λώβην Il.19.208, etc. 4 c. dupl. acc. pers. et rei, ἐτείσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα he made Neleus pay for the misdeed, visited it on his head, Od.15.236; Ζεῦ ἄνα, δὸς τείσασθαι, ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργε, δῖον Ἀλέξανδρον Il.3.351; τείσασθαί τινα δίκην exact retribution from a person, E.Med.1316 (dub.l.). 5 c. dat. modi, τίνεσθαί τινα ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς, φυγῇ, repay or requite with... Pi.P.2.24, A.Th. 638. 6 abs., repay oneself, indemnify oneself, ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τεισόμεθ' Od.13.15. (Root qu̯ǐ- [alternating with qu̯ei- and qu̯oi-] 'pay': τῐ-νϝ-ω, τῐ-σις, τεί-σω [Cypr. πείσει], ἔ-τει-σα [cf. ἀππεισάτου s.v. [[ἀποτίνω], ποι-νή]] (q.v.): Skt. cáy-ate 'avenge, punish': ápa-ci-tis 'vengeance':—not related to τίω.)

German (Pape)

[Seite 1117] nur praes. u. impf., die übrigen tempp. werden von τίω gebildet (w. m. s.), – büßen, eine Buße entrichten; τιμὴν τίνειν, Il. 3, 289; θωὴν τίνειν, Od. 2, 193; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112. 176. 623; ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω, Ch. 311; τίνει ταύτην δίκην, Eur. Or. 7; auch ἀδικίας τίνοντες, lon 447; übh. eine Schuld abtragen, ζωάγρια τίνειν, Il. 18, 407; ὕβριν, einen Frevel abbüßen, Od. 24, 352; δίκην τίνουσι, Plat. Theaet. 177 a; βλάβην, Legg. VIII, 943 e, u. oft; δίκην τῆς τροφῆς, Phaed. 81 d; ποινάς, Xen. Cyr. 6, 1, 11. – Aber auch χάριν τίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 796; vgl. Soph. ἱκέτης δαιμόνων ἀφιγμένος γῇ τῇδε κἀμοὶ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει, O. C. 641; εὖ πάσχειν, παθόντα δ' οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν, vergelten, 1205; u. so auch pass., εὐεργέταν ἀμοιβαῖς τίνεσθαι, Pind. P. 2, 24; τίνοι γ' ἂν τῇ τεθνηκυίᾳ τροφάς, Eur. Or. 109. – Med. τίνομαι, bei Hom. im praes. nur τίνυμαι (s. oben), eigtl. sich bezahlen lassen, dah. Einen wegen eines Vergehens büßen lassen, τινά, Her. 1, 10 u. oft; τινὰ ὑπέρ τινος, 1, 27. 73; τινά τινος, Theogn. 204; dah. strafen, züchtigen, und mit dem acc. der Sache, rächen, Hes. Th. 165. 472 Sc. 17; τὸν αἴτιον τίνοι' ἄν, Soph. G. C. 1000. – [Ι ist bei den Epikern lang, bei den Attikern in der Regel kurz, z. B. Aesch. Prom. 112 Soph. O. C. 1203 Eur. Or. 7; so auch Solon 5, 31; Pind. P. 2, 24 und Anth.]

Greek (Liddell-Scott)

τίνω: Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα αὐτόθι· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε ἐκτίνω). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον τίνυμαι παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε ἐκτίνω)· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· ὡσαύτως ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., οἷον Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, καταβάλλω (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προσφέρω τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν πρόστιμον τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι πρόστιμον τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· ὡσαύτως, τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ αὐτόθι 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι αὐτόθι 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν αὐτόθι 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ ὡσαύτως β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω χρέος ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. ζωάγρια Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. χάριν τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - ὡσαύτως ἁπλῶς, γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, μετὰ γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου ῥύσιον τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει μύσος, πληρώνει τὸ ἔγκλημα παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία τίσις ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται τιμωρία ἐκ τῆς μοίρας, ὅστις ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. χρέος (ἴδε ἐν λ. χρέος Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον μετὰ δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) μετὰ δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) μετὰ δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ ἅπερ ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· τύμμα τύμματι αὐτόθι 1430. 4) μετὰ γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς βοῦς, Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· ὡσαύτως, τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις εἶναι πιθανῶς ἡ πλήρης ἢ τελεία σύνταξις) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ τίμημα παραλείπεται, πληρώνω, παρέχω ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., κάμνω τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, παιδεύω, Λατιν. poenas sumere de aliquo, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· ὡσαύτως, τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγματος, λαμβάνω ἐκδίκησιν διά τι πρᾶγμα, τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν ἔργον, ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· ὡσαύτως, τίσασθαί τινα δίκην, λαμβάνω ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-τίνω. 5) μετὰ δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν λαμβάνω, ἐκδικοῦμαι, ἡμεῖς δ’ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 (ἔνθα τὸ τῖσαι εἶναι προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. εἶναι συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ σημασία τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου οὐδέποτε ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. τίνυμαι, τιμωρέω.

French (Bailly abrégé)

f. τίσω, att. τείσω, ao. ἔτισα, att. ἔτεισα, pf. τέτικα, att. τέτεικα;
Pass. ao. ἐτίσθην, att. ἐτείσθην, pf. τέτισμαι, att. τέτεισμαι;
I. payer, acquitter :
1 avec l’acc. de la chose donnée en paiement ζωάγριά τινι IL s’acquitter envers qqn en lui témoignant sa reconnaissance pour vous avoir sauvé la vie ; τ. χάριν τινί ESCHL s’acquitter d’une dette de reconnaissance envers qqn ; abs. rendre après avoir reçu, remercier, marquer sa reconnaissance;
2 avec l’acc. de la chose pour laquelle on est redevable τ. εὐαγγέλιον OD payer pour une bonne nouvelle;
II. en mauv. part obliger à rendre en échange de ; faire payer, punir, venger : μύσος ESCHL un homicide ; expier :
1 avec l’acc. de la peine τ. θωήν OD payer une indemnité ; τ. τιμήν τινι IL payer une amende à qqn ; τ. ποινήν τινί τινος HDT donner à qqn une indemnité, une compensation pour qch ; τ. δίκην τινός EUR subir une peine pour qch ; ἴσην τίνειν SOPH subir un châtiment égal ; ἀξίαν δίκην avoir le châtiment qu’on mérite ; σῷ κράατι τίσεις OD tu l’expieras, tu le paieras de ta tête;
2 avec l’acc. du délit ὕβριν OD expier son insolence ; φόνον τινός IL expier le meurtre de qqn ; τίσειαν ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν IL qu’ils expient par tes flèches les larmes que j’ai versées;
3 avec l’acc. de la pers. pour le meurtre de laquelle on expie τίσεις γνωτόν, τὸν ἔπεφνες IL tu dois une expiation pour le frère que tu m’as tué;
Moy. τίομαι (f. τίσομαι, ao. ἐτισάμην) se faire rembourser : abs. ἡμεῖς δ’ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα OD nous nous ferons restituer cela par le peuple, nous nous ferons indemniser (des présents que nous allons faire à Ulysse) ; avec l’acc. de la pers. par qui l’on se fait payer punir, châtier, se venger de : τινα punir qqn ; τ. Ἀλέξανδρον κακότητος IL faire expier à Pâris son crime ; avec l’acc. de la chose pour laquelle on se venge ou l’on se fait payer une indemnité punir châtier, se venger de qch : φόνον τινός IL, OD venger le meurtre de qqn ; avec double acc. ἔργον Νηλῆα OD faire expier à Nélée son crime.
Étymologie: R. Τι, payer ; cf. τίω, τίνυμι.

English (Autenrieth)

(τίω), fut. τίσω, aor. ἔτῖσα, inf. τῖσαι, mid. fut. τίσομαι, aor. ἐτῖσάμην, τίσατο, opt. 3 pl. τῖσαίατο, inf. τίσασθαι: I. act., pay a debt or a penalty, atone for; in good sense, ζωάγρια, αἴσιμα πάντα, ἀμοιβὴν βοῶν, Od. 5.407, θ 3, Od. 12.382; in bad sense, τῖμήν τινι, θωήν, Od. 2.193; w. acc. of the thing atoned for, Il. 1.42, Od. 24.352; rarely acc. of the person atoned for, Il. 17.34; ‘reward,’ Od. 14.166.—II. mid., exact satisfaction, make one pay you for something, τινά τι, τινά τινος, ο 23, Il. 3.366; hence punish.

English (Slater)

τῐνω (fut. τείσομεν: aor. ἔτεισαν: med. τίνεσθαι.)
   a act., pay θανόντων μὲν ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν (Schr.: ἔτισαν codd.) (O. 2.58) ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (Schr.: τίσομεν codd.) (O. 10.12)
   b med., repay τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι (P. 2.24)

English (Strong)

strengthened for a primary tio (which is only used as an alternate in certain tenses) to pay a price, i.e. as a penalty: be punished with.

English (Thayer)

future τίσω; from Homer down; to pay, to recompense: δίκην, to pay penalty, suffer punishment, Plato, Phaedo, p. 81d.; Theact., p. 177a.; Aelian v. h. 13,2; δίκας, id. 1,24; θωην, Homer, Odyssey 2,193; ποινας, Pindar Ol. 2,106; ζημίαν, the Sept. ἀποτίνω.)

Greek Monolingual

Α
1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.)
2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ' ἄν τίνοιμ' αὐτῷ χάριν», Αισχύλ.)
3. (ιδίως με κακή σημ.) επανορθώνω ζημία που έχω κάνει, υφίσταμαι ποινή για κάτι κακό που διέπραξα, πληρώνω το τίμημα που μού επιβλήθηκε (α. «δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου του Κυρίου», ΚΔ
β. «τίσεις δὲ αὐτῶν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν», Πλάτ.)
4. μέσ. τίνομαι
α) εκδικούμαι, τιμωρώ («ἦ τ' ἐφάμην τίσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.)
β) (με καλή σημ.) ανταποδίδω καλό («τὸν εὐεργέταν ἀγαναῑς ἀμοιβαῑς... τίνεσθαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τίνω (< τίνF-ω, από όπου το μακρό -- της ιων. διαλ., ενώ στην αττ. διάλεκτο το -F- σιγάται χωρίς αντέκταση) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kwei-/ kwi- «προσέχω, παρατηρώ, επιτηρώ», απ' όπου η σημ. «τιμωρώ, εκδικούμαι, ανταποδίδω, πληρώνω πρόστιμο». Παράλληλα με τον θεματικό ενεστ. τίνω, -ομαι, μαρτυρείται και αθέματος ενεστ. με έρρινο ένθημα -νυ-, τίνυμαι, ο οποίος αντιστοιχεί ακριβώς με τα αρχ. ινδ. cinuti, cinoti «παρατηρώ» και cayate «τιμωρώ, εκδικούμαι» (πρβλ. αρκαδ. ἀπυ-τειέτω), καθώς και με το αβεστ. cikay- «τιμωρώ». Ο αθέματος ενεστ., εξάλλου, τείνυμαι, με φωνηεντισμό -ει- έχει σχηματιστεί πιθανότατα κατ' επίδραση του αορ. -τεισα, ενώ ο παθ. αόρ. ἐτείσθην και οι παρακμ. τέτεικα και τέτεισμαι είναι σχηματισμοί της Ελληνικής. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του τίνω ανάγεται η λ. ποινή βλ. λ. με ευρύτερη σημ. από το συνώνυμο παράγωγο τίσις (πρβλ. αρχ. ινδ. apa-citi- «εκδίκηση»). Απίθανη θεωρείται, τέλος, η σύνδεση τών τίνω / ποινή με τα τίω / τιμή (βλ. και λ. τίω, τιμή), καθώς και με το ρ. τηρῶ].

Greek Monotonic

τίνω: (με τους χρόνους σχημ. από το τίω) ( Επικ., Αττ. )· μέλ. τίσω [ῑ], αόρ. ἔτῑσα — Μέσ., μέλ. τίσομαι, αόρ. ἐτισάμην — Παθ., αόρ. ἐτίσθην·
I. 1. Ενεργ., πληρώνω τίμημα ως ανταπόδοση, πληρώνω ποινή (ενώ ο ενεστ. τίω σημαίνει αποδίδω τιμή, τιμώ), σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, πληρώνω χρέος, απαλλάσσομαι από υποχρέωση, τίσειν αἴσιμα πάντα, σε Ομήρ. Οδ.· τίνω χάριν τινί, υποβάλλω σε κάποιον τις ευχαριστίες μου, σε Αισχύλ.· τίνω ἰατροῖς μισθόν, σε Ξεν.· επίσης, πληρώνω για κάτι, ανταμείβω, εὐαγγέλιον, σε Ομήρ. Οδ.· τροφάς τινι, σε Ευρ.· με γεν. του πράγμ. το οποίο κάποιος πληρώνει, τίνω ἀμοιβὴν βοῶν τινί, πληρώνω αποζημίωση για τα βόδια, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τίνω πληγὴν ἀντὶ πληγῆς, σε Αισχύλ.· αλλά επίσης, με αιτ. του πράγμ. το οποίο κάποιος πληρώνει, όταν το τίμημα παραλείπεται, πληρώνω, παρέχω εξιλέωση για κάποιο πράγμα, τίνειν ὕβριν, σε Όμηρ.· τίνω μητρὸς δίκας, για τη μητέρα σου, σε Ευρ.· σπανιώτερα με αιτ. προσ., τίσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες, να δώσεις τιμωρία, εξιλέωση για τον γιο μου που φονεύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ανταποδίδω, σε Σόλωνα, Σοφ.
II. 1. Μέσ., κάνω κάποιον να πληρώσει για κάτι, εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ, κολάζω, παιδεύω, Λατ. poenas sumere de aliquo, με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.
2. με γεν. του εγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος, να τον τιμωρήσεις για την κακία του, σε Όμηρ., Ηρόδ.
3. με αιτ. πράγμ., λαμβάνω εκδίκηση για κάποιο πράγμα, σε Όμηρ.
4. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκανε το Νηλέα να πληρώσει για το κακό έργο, τον τιμώρησε γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τίσασθαί τινα δίκην, λαμβάνω εκδίκηση από κάποιο πρόσωπο, σε Ευρ.
5. απόλ., εκδικούμαι, λαμβάνω εκδίκηση, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τίνω: (эп. ῑ, атт. ῐ) τίω (fut. τίσω с ῑ, aor. ἔτῑσα; pass.: aor. ἐτίσθην, pf. τέτισμαι)
1) платить, уплачивать (μισθόν τινι Xen.; δασμόν τινι Soph.): τ. ἀμοιβήν τινός τινι Hom. возмещать кому-л. стоимость чего-л.; τίσασθαι πολυπλάσιά τινος Anth. получить взамен во много раз больше; τ. ἔκτισίν τινι Plat. уплачивать кому-л. возмещение убытков;
2) отплачивать, воздавать, вознаграждать: ζωάγρια τ. τινί Hom. отблагодарить кого-л. за спасение жизни; ἃ δεῖ τῖσαί τινι Eur. воздать кому-л. должное; τ. τινὶ χάριν Aesch. отплачивать кому-л. за услугу;
3) делать, оказывать: ὀλίγην χάριν τ. Anth. оказывать маленькую услугу;
4) перен. платить, расплачиваться, искупать: τ. τί τινι и ἀντί τινος Aesch. искупать что-л. чем-л.; τ. λοιγόν τινος Hom. расплачиваться за чью-л. гибель; σῷ δ᾽ αὐτοῦ κράατι τίσεις Hom. ты поплатишься собственной головой;
5) нести (наказание), подвергаться (каре): τ. τι Hom., Plat. и τ. δίκην τινός Eur., Plat. нести наказание за что-л.; τίσειν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν Plat. понести надлежащую кару; οὐκ ἴσην ἔτισεν Soph. он подвергся неравному наказанию, т. е. был непомерно жестоко наказан;
6) med. наказывать, карать (τινά τινος Hom., Her., Soph. и τινά τι Hom., Eur.): τίσασθαί τινά τινι Aesch. покарать кого-л. чем-л.; τίσασθαί τινα ὑπέρ τινος Her. отомстить кому-л. за кого-л.

Middle Liddell

with tenses formed from τίω]
I. Act. to pay a price by way of return, to pay a penalty (whereas τίω means to pay, honour), Hom., Soph., etc.:—also to pay a debt, acquit oneself of an obligation, τίσειν αἴσιμα πάντα Od.; τ. χάριν τινί to render one thanks, Aesch.; τ. ἰατροῖς μισθόν Xen.:—also to pay for, repay, εὐαγγέλιον Od.; τροφάς τινι Eur.:—with genitive of the thing for which one pays, τ. ἀμοιβὴν βοῶν τινί to pay compensation for the oxen, Od.; also, τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς Aesch.:—but also with acc. of the thing for which one pays, the price being omitted, to pay or atone for a thing, τίνειν ὕβριν Hom.; τ. μητρὸς δίκας for thy mother, Eur.:—more rarely c. acc. pers., τίσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες thou shalt make atonement for the son thou hast slain, Il.
2. absol. to make return or requital, Solon, Soph.
II. Mid. to have a price paid one, make another pay for a thing, avenge oneself on him, to chastise, punish, Lat. poenas sumere de aliquo, c. acc. pers., Hom., Trag., etc.
2. c. gen. criminis, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος to punish him for his wickedness, Hom., Hdt.
3. c. acc. rei, to take vengeance for a thing, Hom.
4. c. dupl. acc. pers. et rei, ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα he made Neleus pay for the misdeed, visited it on his head, Od.; also, τίσασθαί τινα δίκην to exact retribution from a person, Eur.
5. absol. to repay oneself, take vengeance, Hom.

Frisk Etymology German

τίνω: -ομαι (ion. ι, att. ι),
{tínō}
Forms: auch τείνυμαι (Hom., Hes., Hdt.), kret. Ipv. ἀποτεινύτω (Va), hell. u. sp. (ἀπο-)τείνυμι, -τίννυμι, -τιννύω, ark. ἀπυτειέτω, Aor. τεῖσαι (äol. πεῖσαι), -ασθαι, Fut. τείσω (kypr. πείσει), -ομαι (seit Hom.), Pass. Aor. τεισθῆναι, Perf. τέτεισμαι (att.), Akt. τέτεικα (hell.),
Grammar: v.
Meaning: Akt. bezahlen, entrichten, büßen, Med. ‘(sich) bezahlen od. büßen lassen, bestrafen, sich rächen’.
Composita : auch m. Präfix, bes. ἀπο- und ἐκ- (wozu προσαπο-, προσεκ- u.a.),
Derivative: Wenige Ableitungen: τίσις f. Bezahlung, Entschädigung, Buße, Strafe, Rache (ep. ion. poet. seit Il.); von ἐκτίνω : ἔκτισις (auch -ει- nach τεῖσαι, τείσω), ark. ἔστεισις f. Bezahlung, Büßung (att. hell. u. sp.), ἔκτεισμα n. ib. (Pl., hell.); von ἀποτίνω : ἀπότισις f. ‘Rückzahlung (Ath.; vgl. unten), ἀπότεισμα n. ib. (Amorgos). — Auch τιτυς in Gen. τιτυϝος Buße (Gortyn; Fraenkel Nom. ag. 1, 32 m. A. 2, Ruijgh L’élém. ach. 109f. m. Lit.); τίτας dor. für *τίτής m. Rächer, rächend (A. Ch. 67 [lyr.]), auch Bez. einer Behörde (Gortyn), τίται· εὔποροι, ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων H.; auch ἀτίτας Nichtbüßer, Nichtzahler (A. Eu. 256 [lyr.]), s. Fraenkel Nom. ag. 1, 183 f.
Etymology : Aus dem Quantitätswechsel in τίνω, τίνομαι ergibt sich als Grundform ein thematisches Nasalpräsens *τινϝω; daneben das athematische τείνυμαι (meistens geschr. τιν(ν)-; darüber Wackernagel Unt. 77 ff. mit wichtigen Einzelheiten) mit sekundärer Hochstufe für *τι-νυμαι nach τείσασθαι, τείσομαι; zu den letztgenannten Formen trat ark. ἀπυτειέτω. Die später bezeugten τεισθῆναι, τέτεισμαι, τέτεικα sind Neubildungen. Weiteres bei Schwyzer 642, 685, 697 m. A. 4, 782, Chantraine Gramm. hom. 1, 303 f. — Ein urspr. *τίνυται deckt sich formal mit aind. ci-nu-te = idg. *qʷi-nu-tai (Akt. ci-no-ti), das indessen erst episch u.zw. im Sinn von wahrnehmen, beobachten belegt ist. (Über ein anderes cinóti, cinuté s. ποιέω). Unter Annahme einer Bed.entwicklung wahrnehrnen, beobachten, animadvertere > rächen, strafen, verbindet man damit das hochstufige thematische cáyate rächen, strafen (wäre gr. *τείεται = idg. *qʷeietai; vgl. Akt. ark. ἀπυτειέτω), wozu mit Reduplikation das akt. aw. ci-kayat̃ soll büßen, ἀποτεινύτω (aind. Ind. cikéti nimmt wahr, bemerkt). Daneben die dehnstufige Aktivform cā́yati wahrnehmen, beobachten, Scheu, Besorgnis haben das zu τίω ehren (s.d.) eine Brücke schlagen kann (vgl. noch τηρέω). Hochstufige außerpräs. Formen, die rein strukturell an τείσω, τείσασθαι erinnern, sind aind. Fut. ceṣyati, Aor. aceṣṭa (ep. klass.). Altes Erbgut kann stecken in τίσις (s. oben) = aind. ápa-citi- f. Vergeltung, idg. *(apo-)qʷi-ti-. — Für weitere Diskussion s. τίω und ποινή.
Page 2,902-903

Chinese

原文音譯:t⋯nw 提挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:價值
字義溯源:付款,償還*,受,受刑罰,付罰款
同源字:1) (ἀποτίνω)完全付清 2) (ἀτιμάζω / ἀτιμάω)用不正當的手法 3) (ἀτιμία)卑賤 4) (ἄτιμος)未受重視的 5) (ἀτιμόω)淩辱 6) (βαρύτιμος)極有價值的 7) (ἔντιμος)有價值的 8) (ἐπιτιμάω)斥責 9) (ἰσότιμος)相等價值的 10) (πολύτιμος)極有價值的 11) (τιμάω)珍視 12) (τιμή)價值 13) (τίμιος)有價值的 14) (τιμιότης)珍寶 15) (τιμωρέω)為要保護名譽 16) (τιμωρία)辯明後的處置 17) (τίνω)償還 18) (φιλοτιμέομαι)渴望尊貴
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 要受(1) 帖後1:9