ἀργός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(T21)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀργόν, and in [[later]] writings from [[Aristotle]], hist. anim. 10,40 (vol. i., p. 627{a}, 15) on and [[consequently]] [[also]] in the N. T. [[with]] the [[feminine]] ἀργῇ, [[which]] [[among]] the [[early]] Greeks [[Epimenides]] [[alone]] is said to [[have]] used, Lob. ad Phryn., p. 104 f; id. Paralip., p. 455ff; Winer s Grammar, 68 (67) (cf. 24; Buttmann, 25 (23)) ([[contracted]] from [[ἀεργός]] [[which]] [[Homer]] uses, from alpha privative and [[ἔργον]] [[without]] [[work]], [[without]] labor, doing [[nothing]]), [[inactive]], [[idle]];<br /><b class="num">a.</b> [[free]] from labor, at [[leisure]] (ἀργόν [[εἶναι]], [[Herodotus]] 5,6): ); [[lazy]], shunning the labor [[which]] [[one]] [[ought]] to [[perform]] ([[Homer]], Iliad 9,320 ὁ, τ' [[ἀεργός]] [[ἀνήρ]], ὁ, τέ [[πολλά]] ἐοργως): [[πίστις]], L T Tr WH for R G νεκρά); γαστέρες ἀργαί i. e. [[idle]] gluttons, from [[Epimenides]], Nicet. ann. 7,4, 135d. [[εἰς]] ἀργᾷς γαστερας ὀχετηγησας); [[ἀργός]] καί [[ἄκαρπος]] [[εἰς]] τί, [[unprofitable]], ῤῆμα ἀργόν, by litotes equivalent to [[pernicious]] ([[see]] [[ἄκαρπος]]): SYNONYMS: [[ἀργός]], [[βραδύς]], [[νωθρός]]: [[ἀργός]], [[idle]], involving blameworthiness; [[βραδύς]] [[slow]] ([[tardy]]), having a [[purely]] [[temporal]] [[reference]] and no [[necessary]] [[bad]] [[sense]]; [[νωθρός]] [[sluggish]], descriptive of [[constitutional]] qualities and [[suggestive]] of [[censure]]. Schmidt, [[chapter]] 49; Trench, § civ.]  
|txtha=ἀργόν, and in [[later]] writings from [[Aristotle]], hist. anim. 10,40 (vol. i., p. 627{a}, 15) on and [[consequently]] [[also]] in the N. T. [[with]] the [[feminine]] ἀργῇ, [[which]] [[among]] the [[early]] Greeks [[Epimenides]] [[alone]] is said to [[have]] used, Lob. ad Phryn., p. 104 f; id. Paralip., p. 455ff; Winer s Grammar, 68 (67) (cf. 24; Buttmann, 25 (23)) ([[contracted]] from [[ἀεργός]] [[which]] [[Homer]] uses, from alpha privative and [[ἔργον]] [[without]] [[work]], [[without]] labor, doing [[nothing]]), [[inactive]], [[idle]];<br /><b class="num">a.</b> [[free]] from labor, at [[leisure]] (ἀργόν [[εἶναι]], [[Herodotus]] 5,6): ); [[lazy]], shunning the labor [[which]] [[one]] [[ought]] to [[perform]] ([[Homer]], Iliad 9,320 ὁ, τ' [[ἀεργός]] [[ἀνήρ]], ὁ, τέ [[πολλά]] ἐοργως): [[πίστις]], L T Tr WH for R G νεκρά); γαστέρες ἀργαί i. e. [[idle]] gluttons, from [[Epimenides]], Nicet. ann. 7,4, 135d. [[εἰς]] ἀργᾷς γαστερας ὀχετηγησας); [[ἀργός]] καί [[ἄκαρπος]] [[εἰς]] τί, [[unprofitable]], ῤῆμα ἀργόν, by litotes equivalent to [[pernicious]] ([[see]] [[ἄκαρπος]]): SYNONYMS: [[ἀργός]], [[βραδύς]], [[νωθρός]]: [[ἀργός]], [[idle]], involving blameworthiness; [[βραδύς]] [[slow]] ([[tardy]]), having a [[purely]] [[temporal]] [[reference]] and no [[necessary]] [[bad]] [[sense]]; [[νωθρός]] [[sluggish]], descriptive of [[constitutional]] qualities and [[suggestive]] of [[censure]]. Schmidt, [[chapter]] 49; Trench, § civ.]  
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀργός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], γρήγορος<br /><b>3.</b> [[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[αργός]] (Ι) συνδέεται με το <b>αρχ. ινδ.</b> επίθ. <i>rj</i> -<i>ra</i> - «[[λαμπρός]]» και προήλθε ανομοιωτικά από <i>αργρός</i>, [[πράγμα]] που πιστοποιεί η εμφάνισή του στο α' συνθετικό αρχαίων λέξεων με τη [[μορφή]] <i>αργι</i> - ([[νόμος]] Caland -Wackernagel). Η [[διπλή]] [[σημασία]] της λ. («[[λαμπρός]]», «[[ταχύς]]») γεννά το [[ερώτημα]] αν προέρχεται από την [[ίδια]] ή από διαφορετικές ρίζες. Επικρατέστερη φαίνεται η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία η [[έννοια]] της λάμψης (και της λευκότητας) απορρέει από αυτήν της ταχείας κίνησης. Πρόκειται δηλ. για δύο διαφορετικές σημασίες μιας και της αυτής λέξης, όπου σημειώθηκε μια πολύ πρώιμη [[μεταβολή]] σημασίας, [[κατά]] την οποία η [[έννοια]] της κίνησης παραγκωνίστηκε [[τελείως]]. Ακόμη προτιμότερη [[είναι]] η [[αποδοχή]] μιας ρίζας, η οποία εκφράζει συγχρόνως τόσο τη [[λαμπρότητα]] όσο και την [[ταχύτητα]] της κίνησης (<b>[[πρβλ]].</b> <b>(γερμ.)</b> <i>blitzschnell</i> «αστραπιαία», [[αργικέραυνος]]). Όσοι δέχονται δύο διαφορετικές ρίζες αδυνατούν να αιτιολογήσουν ετυμολογικά τη [[σημασία]] «[[ταχύς]], γρήγορος». Το θ. <i>αργ</i>-, που απαντά σε μια [[σειρά]] συναφών [[προς]] το [[αργός]] (Ι) λέξεων (<b>[[πρβλ]].</b> [[αργεννός]], [[αργεστής]] <b>κ.ά.</b>) και με [[παρέκταση]] στο <i>αργυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άργυρος]], [[άργυφος]]), απαντά [[επίσης]] σε αρκετές λέξεις άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>argentum</i> «[[άργυρος]]», αρχ. ινδ. <i>arjuna</i> - «[[λευκός]], [[φωτεινός]]», τοχ. A' <i>ā</i><i>rki</i>, B <i>arkwi</i> «[[λευκός]]», χεττ. <i>harkiš</i> «[[λευκός]], [[φωτεινός]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αργαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθ.) <b>αρχ.</b> [[αργόθριξ]], [[αργόχρως]]<br />β' συνθετ.) [[κνήμαργος]], [[λέπαργος]], <i>λίθαργος</i>, [[λίταργος]], [[νίφαργος]], [[πελαργός]], [[πύγαργος]], [[πόδαργος]], [[χαλαργός]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀργός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν εργάζεται, [[οκνηρός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος κινείται [[αργά]], [[βραδυκίνητος]]<br /><b>2.</b> [[απρόθυμος]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) [[ακίνητος]], [[αναίσθητος]]<br /><b>4.</b> (για ιερείς) αυτός που καταδικάστηκε σε [[αργία]], που έχασε το [[δικαίωμα]] να ιερουργεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για στρατιωτικούς) αυτός που παύει να [[είναι]] [[αξιωματικός]] εξαιτίας απόλυσης ή πρόσκαιρης παύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν εργάζεται, που δεν γεωργεί τη γη, [[άνεργος]], [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> [[ελεύθερος]], απαλλαγμένος από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) αυτός που δεν τοκίζεται, που δεν αποφέρει [[εισόδημα]]<br /><b>4.</b> (για γη) [[αγεώργητος]], [[ακαλλιέργητος]], [[χέρσος]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) [[ακατέργαστος]], [[αδούλευτος]]<br />β) [[ασυντέλεστος]], [[ακάμωτος]]<br />γ) (για [[συζήτηση]]) αυτός που δεν έχει συζητηθεί, που μένει [[ακόμη]] [[ασυζήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αεργός]], με [[συναίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άεθλον]], <i>άθλον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αργεύω]], [[αργία]], [[αργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργότης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αργώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αργολογώ]], [[αργομέτωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αργοποιός]], [[αργοτροφώ]], [[αργοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αργοφωνία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αργοπορώ]], [[αργοπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργοκηρήθρα]], [[αργοκυλώ]], [[αργόμισθος]], [[αργοσαλεύω]], [[αργοσέρνομαι]], [[αργόσχολος]], <i>αργοφλογιστία</i>, [[αργοψήνω]]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργός Medium diacritics: ἀργός Low diacritics: αργός Capitals: ΑΡΓΟΣ
Transliteration A: argós Transliteration B: argos Transliteration C: argos Beta Code: a)rgo/s

English (LSJ)

(A), ή, όν,

   A shining, glistening, of a goose, Od.15.161; of a sleek, well-fed ox, Il.23.30; in Hom. mostly in the phrase πόδας ἀργοί, of hounds, swift-footed, because all swift motion causes a kind of glancing or flickering light, 18.578, Od.2.11, etc.; κύνες ἀργοί Il. 1.50, 18.283, cf. D.S.4.41, Corn.ND16.    2 white, Arist.Top.149a7.    II parox. as pr. n., Ἄργος, ὁ, name of a dog, Swift-foot, Od. 17.292: also of the herdsman Argus (i.e. bright-eyed, A.Pr.567 (lyr.), Supp.305) who was so called from his eyes being ever open and bright. (By dissimilation from *ἀργρός, cf. Skt. ṛjrá-, = (1) shining, (2) swift, Vedic pr. n. [Rnull ]ji-śvan-, lit. = possessing κύνες ἀργοί.)
ἀργός (B), όν, later ή, όν Arist.EN1167a11, Mete.352a13, Thphr. Lap.27, Ath.Mech.12.11, etc.: (contr. from ἀεργός):—prop.

   A not working the ground, Hdt.5.6; idle, lazy, opp. ἐργάτις, S.Ph.97, cf. Ar. Nu.53, etc.; γαστέρες ἀ. Epimenid.1; ἀ. ἐπιθυμίαι Pl.R.572e; ἀ. τὴν διάνοιαν ib.458a; τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀ. Th.3.82; ἂν ἀ. ᾖ if he have no trade, Antiph.123.3; πότερον ἀνθρώπου οὐδέν ἐστιν [ἔργον] ἀλλ' ἀργὸν πέφυκεν; Arist.EN1097b30: c. gen. rei, idle at a thing, free from it, τῶν οἴκοθεν from domestic toils, E.IA1000; πόνων σφοδρῶν Pl.Lg.835d; γυναῖκας ἀργοὺς ταλασίας ib.806a; ἀ. αἰσχρῶν slow to evil, A.Th.411; ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν τι Th.7.67; ἀ. περί τι Pl.Lg. 966d.    2 of things, δόρυ E.Ph.1387; of money, lying idle, yielding no return, opp. ἐνεργός, D.27.7 and 20; of land, lying fallow, Isoc.4.132, X.Cyr.3.2.19, Thphr.HP9.12.2; opp. πεφυτευμένος, IG7.2226B (Thisbe, iii A.D.); διατριβὴ ἀ. in which nothing is done, fruitless, Ar. Ra.1498 (lyr.), Isoc.4.44; χρόνον ἀργὸν διάγειν Plu.Cor.31. Adv. ἀργῶς, ἐπιμέλεσθαι X.Mem.2.4.7; ἔχειν D.6.3: Comp. and Sup. ἀργότερον, -ότατα, X.Oec.15.6 and 1.    b ἀ. λόγος, name of a sophism, Chrysipp.Stoic.2.277, cf.Plu.2.574e.    II Pass.,unwrought, ἁρμός, κυμάτιον, IG1.322b23,59; πυροὶ ἀ. unprepared for eating, Hp.VM13; ἄργυρος Paus.3.12.3; βύρσαι undressed hides, Ath.Mech. l.c.; unpolished, Thphr.Lap.27.    2 not done, left undone, κοὐκ ἦν ἔτ' οὐδὲν ἀ. S.OC1605; ἓν δ' ἐστὶν ἡμῖν ἀ. E.Ph.766; οὐκ ἐν ἀργοῖς not among things neglected, S.OT287; τὰ μὲν προβέβηκεν ἀμήχανόν ἐστι γενέσθαι ἀργά Thgn.584.    3 unattempted, μάχη Pl.Euthd.272a.    4 Astrol., τόπος ἀ., name of the 8th of the 12 'houses', Ptol.Tetr.128, Paul.Al.M.4; πλανήτης Plot.2.3.3; ζῴδιον S.E.M.5.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργός: -ή, -όν, στίλβων, «ὑαλιστερὸς» ἀργυρολαμπής ἐπὶ χηνός, αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πελώριον Ὀδ. Ο. 161· λεῖος, εὐτραφὴς βοῦς, Λατ. nitidus, ἀλλὰ δυνατὸν νὰ σημαίνῃ ἐνταῦθαλέξις καὶ τὸν μὴ ἐργαζόμενον βοῦν, τὸν ἀργοῦντα δηλ. καὶ βοσκόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, Ἰλ. Ψ. 30· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει πόδας ἀργοί, ὡς ἐπίθ. τῶν κυνῶν ἢ μᾶλλον τῶν θηρευτικῶν κυνῶν (οὕτω καὶ ἀργίποδες Ἰλ. Ω. 211, καὶ μόνον ἀργοὶ Α. 50., Σ. 283), ταχύπους, ἐπειδὴ πάσα ταχεῖα καὶ ὁρμητικὴ κίνησις περιαστράπτει τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὸ κινούμενον φαίνεται ὡς στιλπνόν τι πρᾶγμα, Σ. 578, Ὀδ. Β. 11, κτλ.· πρβλ. πόδαργος. Ὑπάρχει παρομοία σχέσις ἐννοιῶν καὶ ἐν τῷ αἰόλος. Ἡ παλαιὰ ἑρμηνεία λευκὸς ἢ λευκόπους πρὸ πολλοῦ ἐγκατελείφθη ὡς μὴ δυναμένη νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς πάντας τοὺς κύνας, ἴδε Nitzsch Ὀδ. Β. 11· πρβλ. ἑπομ. 2) λευκός, ἔστι δὲ μείζων ἁμαρτία, εἰ καὶ ἀγνωστοτέρων ὀνομάτων τὴν μετάληψιν ἐποιήσατο, οἷον ἀντὶ ἀνθρώπου λευκοῦ βροτὸν ἀργὸν Ἀριστ. Τοπ. 6. 11, 3. ΙΙ. παροξ. ὡς κύρ. ὄνομα Ἄργος, ὁ, ὄνομα κυνός, ὁ ταχύπους, Ὀδ. Ρ. 292: - ἀλλ’ ὁ μυθολογούμενος βουκόλος Ἄργος (γηγενὴς Αἰσχύλ. Πρ. 568, πρβλ. Ἱκ. 305) ἐκλήθη οὕτως ἐκ τῶν ἀείποτε ἀνοικτῶν καὶ λαμπρῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. (Ἐκ τῆς √ΑΡΓ παράγονται καὶ τὰ ἀκόλουθα, ἀργής, ἀργήεις, ἀργινόεις, ἀργεννός, ἄργυρος, ἀργύφεος, ἄργῑλος, πρβλ. Σανσκριτ. râǵâmi (λάμπω), arǵunas (φῶς), raǵatas (λευκός), raǵatam (ἄργυρος)· Λατ. argentum (Ὀσκ. arageton), argilla).

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 brillant, luisant;
2 rapide, agile, léger, à cause du rapport entre l’idée de lumière et celle de vitesse : πόδας ἀργοί IL, OD ou simpl. ἀργοί IL aux pieds agiles.
Étymologie: R. Ἀργ être blanc.
2ός, όν :
I. intr. 1 qui ne travaille pas, inactif ; particul. qui ne travaille pas à la terre ; en mauv. part paresseux, oisif ATT ; ἀργός τινος EUR n’ayant pas à s’occuper de qch ; ἀργὸς πρός τι PLUT paresseux pour qch;
2 qui n’aboutit à rien : ἀργὸς διατριβή AR exercice stérile ; νῆες ἀργότεραι ἐς τὸ δρᾶν τι THC vaisseaux impuissants à faire qch;
II. 1 non travaillé : λίθοι ἀργοί pierres brutes (sur lesquelles se tenaient l’accusé et l’accusateur) ; γῆ ἀργός XÉN terre non cultivée, inculte;
2 non fait, inachevé, négligé ; οὐκ ἐν ἀργοῖς SOPH qui n’est pas parmi les choses négligées ; qui reste à faire;
Cp. ἀργότερος, Sp. ἀργότατος.
Étymologie: contr. de ἀεργός, de ἀ, ἔργον.

English (Autenrieth)

(root ἀργ): (1) white shining; goose, Od. 15.161; of oxen, ‘sleek,’ Il. 23.30.— (2) swift; epith. of dogs, with and without πόδας, Α , Od. 2.11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 brillante, reluciente, lustroso βόες Il.23.30
blanco χήν Od.15.161, cf. Arist.Top.149a7, Corn.ND 16.
2 veloz, ligero κύνες Il.1.50, κύνες πόδας ἀργοί Od.2.11, cf. AP 7.211 (Tymn.), D.S.4.41, Corn.ND 16.

• Etimología: De una raíz *H2erg-/H2r̥g-, que da lugar a ἀργι- y ἀργός (prob. de *ἀργρός) y fuera del gr. a het. ḫarki- ‘blanco’, ‘claro’; ai. r̥ji-pyá- epít. de un águila, r̥jrá- ‘brillante’, toc. A ārki ‘id.’, lat. argentum. Significaría a la vez ‘rápido’ y ‘brillante’.
-όν

• Alolema(s): ép., jón. ἀεργός Od.19.27, Hes.Op.303, Call.Ap.16

• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Epimenid.B 1, Arist.EN 1167a11, Thphr.Lap.27, 1Ep.Ti.5.13]
I 1de abstr. no hecho, dejado sin hacer, no realizado τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γενέσθαι ἀργόν lo pasado es imposible hacer que no haya tenido lugar Thgn.584, κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο S.OC 1605, ἓν δ' ἐστὶν ἡμῖν ἀργόν E.Ph.766, οὐ δυνάμενος δὲ λαβεῖν οὐδὲν ἀργόν Plb.2.66.3, cf. S.OT 287, Pl.Euthd.272a, Plb.4.40.1.
2 de concr. no trabajado, no preparado πυροὶ ... ὠμοὶ καὶ ἀργοί Hp.VM 13
no labrado, no pulido hαρμός IG 13.474.130 (V a.C.), τō κυματίο ἓξς πόδες ἀργοί IG 13.474.152, λίθοι Hecat.Abd.21.198, Paus.1.28.5, ἡ σμάραγδος Thphr.l.c.
no curtido βύρσαι Ath.Mech.12.11
no hilado ἔρια Paus.10.24.6
no acuñado, en bruto ἄργυρος Paus.3.12.3, χρυσίον PMasp.6ue.27 (VI d.C.).
3 no trabajado, de la tierra no cultivado e improductivo χώρα Isoc.4.132, γῆ X.Cyr.3.2.19, πεδίον D.S.19.42, cf. Thphr.HP 9.12.2, IG 7.2227.15 add. (Tisbe III a.C.), cf. tb. ἀργή· στεῖρα Hsch.
fig. οὐδεμία ἀργὸς χώρα παρείθη τῷ θεῷ τούτῳ para esta divinidad no hay ningún terreno inculto Aristid.Or.45.19
no utilizado, de dinero no invertido, improductivo τὸ χρυσίον PCair.Zen.21.25 (III a.C.), cf. D.27.7, 20
que no está en explotación, fuera de servicio o de uso μυλαῖον BGU 2220.9 (II d.C.), ἐλαιούργιον PAmh.97.9 (II d.C.), κιβωτός POxy.1269.22 (II d.C.), κέλλα PMich.620.57 (III d.C.).
II 1de pers. inactivo, desocupado, ocioso ὅ τ' ἀεργὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὰ ἐοργώς Il.9.320, οὐ γὰρ ἀεργὸν ἀνέξομαι ὅς ... no voy a dejar que esté sin hacer nada quien ..., Od.19.27, cf. Hes.Op.44, 303, Hdt.5.6, E.El.80, LXX Pr.15.19, 2Ep.Petr.1.8
que no cumple su trabajo, que pierde el tiempo, holgazán ὁρῶν δέ μιν ἀργὸν ἐπεστεῶτα Hdt.3.78, οὐ μὴν ἐρῶ γ' ὡς ἀργὸς ἦν, ἀλλ' ἐσπάθα no, realmente yo no diré que era una holgazana, ella batía el tejido (c. alusión sexual), Ar.Nu.53, ἀργοὶ κάθηνταί μοι γυναῖκες τέτταρες Com.Adesp.590K., cf. Antiph.123.3, Men.Dysc.366, 755, 1Ep.Ti.5.13, Eu.Matt.20.3, de los cretenses γαστέρες ἀργαί Epimenid.B 1
que está en reposo de atletas ἀργοὶ κείμενοι Philostr.Gym.58
que ha interrumpido el trabajo o que está sin trabajo, desempleado καθήμεθα ἀργοί PBremen 13.5 (II d.C.), τῶν ἀπὸ Μέμφεως ἀργῶν BGU 833.5 (II d.C.), cf. PLond.915.8 (II d.C.), Stud.Pal.20.11.20, 27, 32 (II d.C.)
sin función específica ἀλλ' ἀργὸν πέφυκεν (el hombre) ha nacido sin función específica Arist.EN 1097b30
ref. a anim. inactivo, incapaz para el trabajo de los zánganos Hes.Op.305, cf. μελίτται ... φαναὶ καὶ λαμπραὶ, ὥσπερ γυναῖκες ἀργαί Arist.HA 627a15
que esta sin trabajar ἐκ τοῦ τοιούτου οἱ ὄνοι μου ἀργοὶ καθεστήκασι SB 9150.38 (I d.C.), cf. PLond.1170ue.474, 483 (III d.C.)
c. determ. ὥσπερ οἱ ἀργοὶ τὴν διάνοιαν Pl.R.458a, ἐν μάχαις ἀργός Gorg.B 11a.32, ἐπὶ πᾶν Th.3.82, ἐς τὸ δρᾶν τι D.C.59.20.4, περὶ τὰ τοιαῦτα Pl.Lg.966d
neutr. compar. como adv. despreocupadamente, con negligencia ἀργότερόν πως ἐπιδεδραμηκέναι τῷ λόγῳ X.Oec.15.6, cf. 15.1, ἀργότερον ἱσταμένους Apollon.Cit.1.4.
2 de pers., c. gen. que se abstiene, exento de, libre de ἔργων αἰσχρῶν ἀπαθὴς καὶ ἀεργός Thgn.1177, cf. A.Th.411, ἀργὸς ὢν τῶν οἴκοθεν E.IA 1000, πόνων δὲ σφοδρῶν ... ἀργοί Pl.Lg.835d, γυναῖκας ... ἀργοὺς μὲν ταλασίας Pl.Lg.806a, θεὸν ἀργὸν εἶναι ἔργων συμπάντων Numen.12.13.
3 de cosas ineficaz, inoperante δόρυ E.Ph.1387, χέλυς Call.Ap.16
c. determ. πολλαὶ (νῆες) ἀργότεραι μὲν ἐς τὸ δρᾶν τι Th.7.67, πόδες ... ἀργοὶ πρὸς ἐπίβασιν de los ídolos, LXX Sap.15.15.
4 medic. poco activo, inerte, de la enfermedad estacionaria Hp.Hum.7, de flujos y humores ἡ ῥοή Hp.Gland.7, τὸ δὲ ὑγρόν Aret.SD 1.9.3.
5 de abstr. vacuo, vano, inoperante ἐπιθυμίαι Pl.R.572e, φιλία Arist.EN l.c., τὰ τῆς σοφίας σου ἔργα LXX Sap.14.5, ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων Ep.Iac.2.20
del pasatiempo como pérdida de tiempo διατριβὴν ἀργὸν ποεῖσθαι Ar.Ra.1498, cf. Isoc.4.44, Arist.Pol.1331b19
de ciertos pasajes de una tragedia carente de acción ἐν τοῖς ἀργοῖς μέρεσιν Arist.Po.1460b3
del discurso inútil, estéril γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα ἐργάτιν S.Ph.97, λόγος Pythag.Sent.7, ῥῆμα Eu.Matt.12.36, Sud.
de cierto sofisma estoico ὁ ἀργὸς καλούμενος λόγος el llamado razonamiento perezoso Chrysipp.Stoic.2.278, cf. Plu.2.574e
de la belleza femenina inexpresiva κάλλος γυναικὸς τὸ μήτ' ἀργὸν ... ἀλλὰ μεμιγμένον χάριτι καὶ κινητικόν Plu.2.685e
del sonido de la voz inexpresivoγλῶσσα ... οὐ ... φωνὴν ἀργὴν ... ἀπεργάζεται Ph.1.625
de un contrato que no tiene validez ἔγγραφος PMich.659.220 (VI d.C.).
6 del tiempo en el que no se trabaja, propio para el descanso τὸν ἀργὸν τοῦ χρόνου PRev.Laws 46.12 (III a.C.), τὸν χρόνον τοῦτον ... οὐκ ἀργὸν διῆγεν Plu.Cor.31, de las vacaciones de verano τὰς θερινὰς μὲν ἄγοντος ἀργούς Porph.Plot.5, ἀργὸν ἔτος el año sabático Sud.
7 astrol. débil, con escasa influencia, inefectivo del octavo signo del zodíaco, Paul.Al.61.6, de otros signos, Plot.2.3.3, S.E.M.5.15.
III que entorpecen ἀεργοὶ μάλκαι Nic.Th.381.
IV adv. -ῶς sin esforzarse, descuidadamente ἔχειν D.6.3, Plb.1.45.7, ἀ. ἔχων πρὸς χρηματισμόν Plu.Per.16, ἐπιμέλεσθαι X.Mem.2.4.7, λέγειν Str.15.1.72, λόγον ἀργῶς ἐδήξατο D.S.17.79
sin trabajar, ociosamente ἀργῶς κάθημαι estoy de brazos cruzados, POxy.2729.30 (IV d.C.).

• Etimología: De *ἀϝεργός, cf. ἔργον.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and ἔργον; inactive, i.e. unemployed; (by implication) lazy, useless: barren, idle, slow.

English (Thayer)

ἀργόν, and in later writings from Aristotle, hist. anim. 10,40 (vol. i., p. 627{a}, 15) on and consequently also in the N. T. with the feminine ἀργῇ, which among the early Greeks Epimenides alone is said to have used, Lob. ad Phryn., p. 104 f; id. Paralip., p. 455ff; Winer s Grammar, 68 (67) (cf. 24; Buttmann, 25 (23)) (contracted from ἀεργός which Homer uses, from alpha privative and ἔργον without work, without labor, doing nothing), inactive, idle;
a. free from labor, at leisure (ἀργόν εἶναι, Herodotus 5,6): ); lazy, shunning the labor which one ought to perform (Homer, Iliad 9,320 ὁ, τ' ἀεργός ἀνήρ, ὁ, τέ πολλά ἐοργως): πίστις, L T Tr WH for R G νεκρά); γαστέρες ἀργαί i. e. idle gluttons, from Epimenides, Nicet. ann. 7,4, 135d. εἰς ἀργᾷς γαστερας ὀχετηγησας); ἀργός καί ἄκαρπος εἰς τί, unprofitable, ῤῆμα ἀργόν, by litotes equivalent to pernicious (see ἄκαρπος): SYNONYMS: ἀργός, βραδύς, νωθρός: ἀργός, idle, involving blameworthiness; βραδύς slow (tardy), having a purely temporal reference and no necessary bad sense; νωθρός sluggish, descriptive of constitutional qualities and suggestive of censure. Schmidt, chapter 49; Trench, § civ.]

Greek Monolingual

(I)
ἀργός, -ή, -όν (Α)
1. στιλπνός, λαμπρός, γυαλιστερός
2. ταχύς, γρήγορος
3. λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. αργός (Ι) συνδέεται με το αρχ. ινδ. επίθ. rj -ra - «λαμπρός» και προήλθε ανομοιωτικά από αργρός, πράγμα που πιστοποιεί η εμφάνισή του στο α' συνθετικό αρχαίων λέξεων με τη μορφή αργι - (νόμος Caland -Wackernagel). Η διπλή σημασία της λ. («λαμπρός», «ταχύς») γεννά το ερώτημα αν προέρχεται από την ίδια ή από διαφορετικές ρίζες. Επικρατέστερη φαίνεται η άποψη, σύμφωνα με την οποία η έννοια της λάμψης (και της λευκότητας) απορρέει από αυτήν της ταχείας κίνησης. Πρόκειται δηλ. για δύο διαφορετικές σημασίες μιας και της αυτής λέξης, όπου σημειώθηκε μια πολύ πρώιμη μεταβολή σημασίας, κατά την οποία η έννοια της κίνησης παραγκωνίστηκε τελείως. Ακόμη προτιμότερη είναι η αποδοχή μιας ρίζας, η οποία εκφράζει συγχρόνως τόσο τη λαμπρότητα όσο και την ταχύτητα της κίνησης (πρβλ. (γερμ.) blitzschnell «αστραπιαία», αργικέραυνος). Όσοι δέχονται δύο διαφορετικές ρίζες αδυνατούν να αιτιολογήσουν ετυμολογικά τη σημασία «ταχύς, γρήγορος». Το θ. αργ-, που απαντά σε μια σειρά συναφών προς το αργός (Ι) λέξεων (πρβλ. αργεννός, αργεστής κ.ά.) και με παρέκταση στο αργυ- (πρβλ. άργυρος, άργυφος), απαντά επίσης σε αρκετές λέξεις άλλων γλωσσών (πρβλ. λατ. argentum «άργυρος», αρχ. ινδ. arjuna - «λευκός, φωτεινός», τοχ. A' ārki, B arkwi «λευκός», χεττ. harkiš «λευκός, φωτεινός»).
ΠΑΡ. αρχ. αργαίνω.
ΣΥΝΘ. (α' συνθ.) αρχ. αργόθριξ, αργόχρως
β' συνθετ.) κνήμαργος, λέπαργος, λίθαργος, λίταργος, νίφαργος, πελαργός, πύγαργος, πόδαργος, χαλαργός.———————— (II)
-ή, -ό (AM ἀργός, -ή, -όν)
αυτός που δεν εργάζεται, οκνηρός
μσν.- νεοελλ.
1. όποιος κινείται αργά, βραδυκίνητος
2. απρόθυμος
3. (για μέλος του σώματος) ακίνητος, αναίσθητος
4. (για ιερείς) αυτός που καταδικάστηκε σε αργία, που έχασε το δικαίωμα να ιερουργεί
νεοελλ.
(για στρατιωτικούς) αυτός που παύει να είναι αξιωματικός εξαιτίας απόλυσης ή πρόσκαιρης παύσης
αρχ.
1. αυτός που δεν εργάζεται, που δεν γεωργεί τη γη, άνεργος, αδρανής
2. ελεύθερος, απαλλαγμένος από κάτι
3. (για χρήματα) αυτός που δεν τοκίζεται, που δεν αποφέρει εισόδημα
4. (για γη) αγεώργητος, ακαλλιέργητος, χέρσος
5. παθ. α) ακατέργαστος, αδούλευτος
β) ασυντέλεστος, ακάμωτος
γ) (για συζήτηση) αυτός που δεν έχει συζητηθεί, που μένει ακόμη ασυζήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αεργός, με συναίρεση (πρβλ. άεθλον, άθλον).
ΠΑΡ. αργεύω, αργία, αργώ
αρχ.
αργότης
αρχ.-μσν.
αργώδης
μσν.- νεοελλ.
αργά.
ΣΥΝΘ. αργολογώ, αργομέτωπος
αρχ.
αργοποιός, αργοτροφώ, αργοφάγος
μσν.
αργοφωνία
μσν.- νεοελλ.
αργοπορώ, αργοπορία
νεοελλ.
αργοκηρήθρα, αργοκυλώ, αργόμισθος, αργοσαλεύω, αργοσέρνομαι, αργόσχολος, αργοφλογιστία, αργοψήνω].