πορεύω: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(33) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[πόρος]]<br /><b>μέσ.</b> [[πορεύομαι]]<br />α) [[βαδίζω]], [[οδοιπορώ]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]] («ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πλέω]] διά θαλάσσης, [[ταξιδεύω]] (α. «βραδέως επορεύετο το [[σκάφος]]», Καλλιγ. β. «[[νέας]] τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[περνώ]] τη ζωή, ζω («με φρόνεψι πορεύεται, με γνώσιν ορδινιάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξοικονομώ]] τα [[προς]] το ζην («καλά τά πόρεψα» — τά κατάφερα)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[πορεμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[εύπορος]], [[ευκατάστατος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[έβγα]] έξω και πομπέψου, [[έμπα]] [[μέσα]] και πορέψου» — λέγεται για εκείνους που δέχονται εξευτελισμούς [[έναντι]] υλικής ωφέλειας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «και τ' αρφανό πορεύεται κι η [[χήρα]] κυβερνιέται» — για όλους υπάρχει [[θεός]] και [[κανείς]] δεν χάνεται<br />β) «πορεύου εν [[ειρήνη]]» — πήγαινε στην [[ευχή]] του θεού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]], [[βαδίζω]] την ύστατη οδό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] κάποιον [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[διαπορθμεύω]] κάποιον, [[περνώ]] κάποιον [[απέναντι]] με [[σκάφος]] («γυναῑκ' ἀρίσταν λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύσας ἐλάτᾳ δικώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] («τάσδ' ἐπιστολὰς πατρὶ ταχεῑ 'πόρευσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξευρίσκω]], [[προμηθεύομαι]]<br /><b>5.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εισέρχομαι]]<br />β) [[ακολουθώ]] ορισμένη μέθοδο<br />γ) [[προβαίνω]] σε δικαστική [[πράξη]], [[εγείρω]] [[αγωγή]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι («πρὸς βίαν [[πορεύομαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πορεύομαι]] [[παρά]] τινος» — [[μεταβαίνω]] κατ' εντολήν ή εκ μέρους κάποιου<br />β) «[[πορεύομαι]] εἴς τι» — [[πέφτω]] [[μέσα]]<br />γ) «[[πορεύομαι]] ἐπὶ τι» — [[προχωρώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός έργου, στην [[πραγματοποίηση]] μιας ενέργειας. | |mltxt=ΝΜΑ [[πόρος]]<br /><b>μέσ.</b> [[πορεύομαι]]<br />α) [[βαδίζω]], [[οδοιπορώ]], [[πηγαίνω]] [[κάπου]] («ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[πλέω]] διά θαλάσσης, [[ταξιδεύω]] (α. «βραδέως επορεύετο το [[σκάφος]]», Καλλιγ. β. «[[νέας]] τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[περνώ]] τη ζωή, ζω («με φρόνεψι πορεύεται, με γνώσιν ορδινιάζει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξοικονομώ]] τα [[προς]] το ζην («καλά τά πόρεψα» — τά κατάφερα)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[πορεμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[εύπορος]], [[ευκατάστατος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[έβγα]] έξω και πομπέψου, [[έμπα]] [[μέσα]] και πορέψου» — λέγεται για εκείνους που δέχονται εξευτελισμούς [[έναντι]] υλικής ωφέλειας<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «και τ' αρφανό πορεύεται κι η [[χήρα]] κυβερνιέται» — για όλους υπάρχει [[θεός]] και [[κανείς]] δεν χάνεται<br />β) «πορεύου εν [[ειρήνη]]» — πήγαινε στην [[ευχή]] του θεού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]], [[βαδίζω]] την ύστατη οδό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[μεταφέρω]] κάποιον [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[διαπορθμεύω]] κάποιον, [[περνώ]] κάποιον [[απέναντι]] με [[σκάφος]] («γυναῑκ' ἀρίσταν λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύσας ἐλάτᾳ δικώπῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] («τάσδ' ἐπιστολὰς πατρὶ ταχεῑ 'πόρευσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξευρίσκω]], [[προμηθεύομαι]]<br /><b>5.</b> [[θέτω]] σε [[κίνηση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εισέρχομαι]]<br />β) [[ακολουθώ]] ορισμένη μέθοδο<br />γ) [[προβαίνω]] σε δικαστική [[πράξη]], [[εγείρω]] [[αγωγή]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι («πρὸς βίαν [[πορεύομαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πορεύομαι]] [[παρά]] τινος» — [[μεταβαίνω]] κατ' εντολήν ή εκ μέρους κάποιου<br />β) «[[πορεύομαι]] εἴς τι» — [[πέφτω]] [[μέσα]]<br />γ) «[[πορεύομαι]] ἐπὶ τι» — [[προχωρώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός έργου, στην [[πραγματοποίηση]] μιας ενέργειας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πορεύω:''' ([[πόρος]]), μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόρευσα</i> — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>πορεύσομαι</i> και <i>πορευθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορευσάμην</i> και <i>ἐπορεύθην</i>, παρακ. <i>πεπόρευμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., [[στέλνω]], [[φέρω]], [[μεταβιβάζω]], σε Πίνδ., Σοφ.· με διπλ. αιτ., [[μεταφέρω]] ή [[διαπορθμεύω]], <i>Νέσσος ποταμὸν βροτοὺς ἐπόρευσε</i>, σε Σοφ.· <i>γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν πορεύσας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[φέρω]], [[παρέχω]], [[παραχωρώ]], [[βρίσκω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. και Μέσ., οδηγούμαι ή μεταφέρομαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[πορεύομαι]], [[βαδίζω]], [[βηματίζω]], [[οδηγώ]] κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· περνώ [[απέναντι]], [[διαβαίνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. τόπου, εισάγομαι, [[μπαίνω]], [[πορεύω]] στέγας, σε Σοφ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., μακρὰν ὁδὸν [[πορεύω]], σε Ξεν.· με αιτ. τόπου, [[διαβαίνω]], [[διέρχομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[βαδίζω]], [[βαίνω]], δηλ. ζω, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -σω E.Hec.447 (lyr.), etc.: aor. ἐπόρευσα, poet. πόρευσα Pi.P.11.21:—Pass. and Med., fut. πορεύσομαι S.OT676, Pl.Smp.190d; πορευθήσομαι IG22.141.2, LXX 3 Ki.14.2: aor.ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep.313d, Plb.2.27.2); ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec.1099 (lyr.), etc.: pf.πεπόρευμαι Pl.Plt.266d, D.53.6:(πόρος): I Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους S.Ph. 517 (lyr.); ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα . . τις πορευσάτω Id.OC1476; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος E.Tr.1086 (lyr.); ποντιὰς αὔρα, . . ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec.447(lyr.); βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med.181 (lyr.); στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν . . Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr.560; γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν . . πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc.443 (lyr.). 2 of things, bring, carry, ἐπιστολὰς πατρί S.OC1602; furnish, bestow, χρυσόν E.Ph.985; set in motion, κίνησις . . βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη . . π. Pl.Lg.893d. 3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.). II Pass. and Med., to be driven or carried, μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj.1254; πρὸς βίαν π. Id.OC 845. 2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.; ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp.190d; σύνδρομά τινι Id.Plt.266d; ταχέως X.An. 2.2.12; τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107; π. δι' Εὐρίπου Th.7.29: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr.392, E.Hipp.1156; εἰς ἀγρόν Pl.R.563d; εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1; ἐξ . . ἐς . . Hdt.4.35; ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd.113d: c.acc.loci, enter, π.στέγας S.Tr. 329, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95; παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc.ὁδόν) π. X.An.2.2.11, etc.; π.φυγάν E.Ion 1239(lyr.); τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx.236d: c.acc.loci, γῆν πολλὴν π. go over, trauerse, Arr.An.6.23.1; π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27; τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into... E.El.965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or.1068, Pl.Phlb.23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of... D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60. 3 walk, i.e. live, εἴ τις ὑπέροπτα . . π. S.OT884 (lyr.); freq. in LXX, as π. τοῖς νομίμοις Le.18.3. 4 metaph., ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24; of discourse, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg.812a; διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31. 5 proceed at law, PEleph.3.5,4.6 (iii B.C.). 6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.
German (Pape)
[Seite 682] auf den Weg bringen, in Bewegung setzen, fahren, gehen, reisen lassen; ὃν ἐν ναυσὶ πόρευσαν πρὸς πόλιν, Pind. N. 7, 29; ἐμὲ πόρευσον ἐφ' ἁρμάτων ἐς Ἆλιν, Ol. 1, 77; Κασσάνδραν πόρευσε παρ' Ἀχέροντος ἀκτάν, P. 11, 21; ποῖ με πορεύσεις, Eur. Hec. 447; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος, Troad. 1086, u. oft; auch Soph., ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους, Phil. 512, vgl. Tr. 557 El. 791; einzeln in Prosa: στρατιὰν μέλλων πεζῇ πορεύσειν ὡς Βρασίδαν, Thuc. 4, 132; ᾡ προστέτακται τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε πορεῦσαι, Plat. Phaed. 107 e; auch im praes., Legg. X, 893 d. – Gew. pass. mit fut. med. (προπορευσαμένους ist Pol. 3, 27, 2 v. l. für προπορευομένους), eigentlich in Bewegung gesetzt werden, gehen, Aesch. Prom. 569 (die passive Bdtg tritt noch hervor in Verbindungen, wie βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς ὅμως μάστιγος πορεύεται, wird angetrieben und geht, Soph. Ai. 1233, πρὸς βίαν πορεύομαι, ich werde mit Gewalt weggeführt, O. C. 849); überall in Prosa: παρά τινος, von Einem herkommen, Her. 6, 95, παρά τινα, sich zu Einem hinbegeben; π αρ' ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, züchtiger Ausdruck vom Beischlafe, des Mannes, des Weibes Bett besteigen, Her. oft, vgl. Erkl. zu 2, 115. 4, 1; auch πρὸς ἄνδρα, Schäf. D. Hal. C. V. p. 43; πρὸς περίπατον, Plat. Phaedr. 227 a; πορεύονται τὴν εἱμαρμένην πορείαν, Menex. 236 d; πορεύσονται ἐφ' ἑνὸς σκέλους, Conv. 190 d; πεπόρευμαι, Polit. 266 c; πορευθῆναι, Tim. 81 e u. oft; adj. verb. πορευτέον, Rep. V, 432 c; oft übtr., in der Rede auf Etwas kommen; πορεύεσθαι διὰ τῶν ἡδονῶν, Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. oft mit einem acc., ὁδόν, σταθμούς, auch ὄρη, An. 2, 2, 11. 12. 5, 18; u. absol., zu Lande marschiren, im Ggstz des zu Schiffe Fahrens, 5, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πορεύω: μέλλ. -σω· ἀόρ. ἐπόρευσα, κτλ.· ― Παθ. καὶ μέσ. μέλλ. πορεύσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 676, Πλάτ. Συμπ. 190D· πορευθήσομαι, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 87, Ἑβδ. ― ἀόρ. ἐπορευσάμην (μόνον ἐν συνθέτοις ἐν-, προ-, Πλάτ. Ἐπιστ. 313D, Πολύβ. 2. 27, 2)· ἐπορεύθην Πινδ. Ἀποσπ. 45. 8, Ἡρόδ. 8. 107, Θουκ. 1. 26, Εὐρ., κτλ.· ― πρκμ. πεπόρευμαι Πλάτ. Πολιτικ. 266C, Δημ. 1248. 11· (πόρος). Ι. ἐνεργ., πέμπω, ἄγω, φέρω, μεταβιβάζω, μεταφέρω διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, τινὰ Ἀρίων ἐν Bgk. Lyr σ. 567, Πινδ. Ο. 1. 125, Π. 11. 32, κτλ.· ἐπ’ εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ’ ἂν ἐς δόμους Σοφ. Φιλ. 516· ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα... τις πορευσάτω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1476· ἐμὲ πόντιον σκάφος Ἄργος πορεύσει Εὐρ. Τρῳ 1086· ποντιὰς αὔρα, ποῖ με πορεύσεις; ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 447· βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 181· στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Θουκ. 4. 131, κτλ.· ― μετὰ διπλ. αἰτ., διαβιβάζω ἢ διαπορθμεύω, ὃς τὸν ποταμόν... βροτοὺς μισθοῦ πόρευε Σοφ. Τρ. 559· γυναῖκ’ ἀρίσταν λίμναν... πορεύσας ἐλάτᾳ Εὐρ. Ἄλκ. 444. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κομίζω, Σοφ. Ο. Κ. 1602· παρέχω, δίδω, εὑρίσκω, χρυσὸν Εὐρ. Φοίν. 985· θέτω εἰς κίνησιν, κίνησις βραδύτητάς τε καὶ τάχη... π. Πλάτ. Νόμ. 893D. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., ἄγομαι, ἐλαύνομαι, μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Σοφ. Αἴ. 1254· πρὸς βίαν π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 845. 2) ὡς καὶ νῦν, πορεύομαι, βαδίζω, ὑπάγω, Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· π. ἐφ’ ἑνὸς σκέλους Πλάτ. Συμπ. 190D· ξύνδρομά τινι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 266C· ταχέως Ξεν. Ἀν. 2. 2, 12· τοῖν ποδοῖν ὁ αὐτ. 4. 3, 13· ὑπάγω διὰ ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ ὑπάγω διὰ θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 3, 1· περῶ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, διαπορθμεύομαι, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ, quibus transiret rex, Ἡρόδ. 8. 107· π. δι’ Εὐρίπου Θουκ. 7. 29· ― συχν. μετὰ προθέσεων, π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων Σοφ. Τρ. 392, κτλ.· εἰς ἀγρὸν Πλάτ. Πολ. 563D· ἐκ… ἐς... Ἡρόδ. 4. 35· ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Πλάτ. Φαίδων 113D· καὶ μετ’ αἰτ. τόπου, εἰσέρχομαι, π. στέγας Σοφ. Τρ. 329, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 51· π. διά..., ὑπάγω διά…, Ξεν., κτλ.· ― πορεύομαι παρὰ βασιλέος, ἔρχομαι παρὰ βασιλέως, Ἡρόδ. 6. 95· παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10· ― πορεύεσθαι παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα, συχνὸν παρ’ Ἡροδ., πρβλ. Valck. καὶ Schwgh. εἰς 2. 115., 4. 1· ὡσαύτως, πρὸς ἄνδρα πορεύεσθαι Θεανὼ παρὰ Διογ. Α. 7. 43: ― συχν. μετὰ συστοίχ. αἰτ., μακρὰν ὁδὸν π. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11, κτλ.· π. φυγὴν Εὐρ. Ἴων. 1238· τὴν εἱμαρμένην πορείαν Πλάτ. Μενέξ. 236D· σταθμοὺς μακροτάτους Ξεν. Ἀν. 2. 9, 12· ― μετ’ αἰτ. τόπου, π. πολλὴν γῆν Ἀρρ. Ἀν. 6. 23· π. τὰ δύσβατα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 27· τοσαῦτα ὄρη ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 18. ― Ἰδιαίτεραι φράσεις, π. ἐς ἄρκυν, ἐμπίπτειν εἰς..., Εὐρ. Ἠλ. 965· π. ἐπ’ ἔργον, εἰς πόνους ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1068, Πλάτ.· π. εἰς τὰ κτήματα, ἔρχομαι εἰς..., Δημ. 1090. 9. 3) πορεύομαι, δηλ. ζῶ, εἴ τις... ὑπέροπτα π. Σοφ. Ο. Τ. 884. 4) μεταφορ., ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24· ἐπὶ λόγου, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Πλάτ. Νόμ. 812Α· διὰ τῶν ὁμολογουμένων Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπόρευσα, pf. inus.
1 faire passer, transporter : ἐπιστολάς τινι SOPH apporter les choses demandées par qqn ; ποταμόν τινα πορεύειν SOPH transporter qqn au delà d’un fleuve ; πορεύειν στρατιὰν πεζῇ ὡς Βρασίδαν THC amener par terre une armée à Brasidas ; πορεύειν τινὰ ὡς ἑαυτόν ÉL faire venir qqn vers soi;
2 envoyer, députer, acc.;
Moy. πορεύομαι (f. πορεύσομαι, ao. ἐπορεύθην, pf. πεπόρευμαι) aller, marcher : ταχὺ πορεύεσθαι XÉN marcher vite ; πορεύεσθαι τοῖν ποδοῖν XÉN voyager ou marcher à pied ; abs. voyager par terre ; en parl. de navigation πορεύεσθαι δι’ Εὐρίπου THC naviguer à travers l’Euripe ; πορεύεσθαι πρός τινα, aller vers qqn ; μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι ISOCR faire une longue marche ; πορεύεσθαι τὰ δύσβατα XÉN, τὰ ὄρη πορεύεσθαι XÉN traverser les régions d’un accès difficile, les montagnes ; abs. παρ’ ἄνδρα, παρὰ γυναῖκα HDT monter dans le lit de l’homme, de la femme.
Étymologie: πόρος.
English (Slater)
πορεύω (πορεύεν: impf. πόρευ(ε): aor. πόρευσαν; πόρευσον: pass. πορευθέντα.)
a make to go, let go “ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” (O. 1.77) Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (v. l. πόρευσ) (P. 11.21) (Αἴαντα) Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (N. 7.29)
b ?intrans., travel ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν (v. l. πορεύειν: fort. trans.: v. ὁρμάω) (O. 3.25)
c pass. pro med., be sped travel Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8.
English (Thayer)
to lead over, carry over, transfer (Pindar, Sophocles, Thucydides, Plato, others); middle (from Herodotus down), present πορεύομαι; imperfect ἐπορευόμην; future πορεύσομαι; perfect participle πεπορευμένος; 1st aorist subjunctive 1st person plural πορευσώμεθα ( st Griesbach); 1st aorist passive ἐπορεύθην; (πόρος a ford (cf. English pore i. e. passage through; Curtius, § 356; Vanicek, p. 479)); the Sept. often for הָלַך, הִתְהַלֵּך, יָלַך; properly, to lead oneself across; i. e. to take one's way, betake oneself, set out, depart;
a. properly: τήν ὁδόν μου, to pursue the journey on which one has entered, continue one's journey (A. V. go on one's way), πορεύειν followed by ἀπό with a genitive of place, to depart from, R G); ἀπό with a genitive of the person, ἐκεῖθεν, ἐντεῦθεν, εἰς with an accusative of place, to go, depart, to some place: εἰς εἰρήνην, ἐν εἰρήνη, εἰρήνη, 3); εἰς θάνατον, ἐπί with an accusative of place, ἐπί with the accusative of a person ἕως with a genitive of place, ποῦ (which see) for ποῖ, οὗ (see ὅς, II:11a.) for ὅποι, πρός with the accusative of a person, κατά τήν ὁδόν, διά with a genitive of place, L text Tr text WH text); the purpose of the journey is indicated by an infinitive: ἐπί with an accusative (cf. ἐπί, C. I:1f.), ἵνα, σύν with a dative of the attendance, ἔμπροσθεν τίνος, to go before one, to depart, go one's way: to be on one's way, to journey: (L Tr marginal reading); to enter upon a journey; to go to do something: πορευόμενος or πορευθείς is placed before a finite verb which designates some other action (cf. ἀνίστημι, II:1c. and ἔρχομαι, I:1a. α., p. 250b bottom): וּלְמֹד צֵא (cf. Schoettgen or Wetstein at the passage)); α. to depart from life: הָלַך, β. ὀπίσω τίνος, to follow one, i. e. become his adherent (cf. Buttmann, 184 (160)): to seek (cf. English run after) anything, γ. to lead or order one's life (see περιπατέω, b. α. and ὁδός, 2a.); followed by ἐν with a dative of the thing to which one's life is given up: ἐν ἀσελγείαις, ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ κυρίου, κατά τάς ἐπιθυμίας, ταῖς ὁδοῖς μου, dative of place (to walk in one's own ways), to follow one's moral preferences, τῇ ὁδῷ τίνος, to imitate one, to follow his ways, τῷ φόβῳ τοῦ κυρίου, Winer s Grammar, § 31,9; Buttmann, § 133,22b.; ὑπό μεριμνῶν, to lead a life subject to cares, ὑπό, I:2a.; Winer s Grammar, 369 (346) note; Buttmann, § 147,29; R. V. as they go on their way they are choked with cares, etc. Compare: διαπορεύω, εἰσπορεύω (μαι), ἐκπορεύω (ἐκπορεύομαι), ἐνπορεύω (ἐνπορεύομαι), ἐπιπορεύω (ἐπιπορεύομαι), παραπορεύω (παραπορεύομαι), προπορεύω, προσπορεύω (προσπορεύομαι), συνπορεύω (συνπορεύομαι). Synonym: see ἔρχομαι, at the end)
Greek Monolingual
ΝΜΑ πόρος
μέσ. πορεύομαι
α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.)
β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ πότιμα ὕδατα», Ηρόδ.)
γ) περνώ τη ζωή, ζω («με φρόνεψι πορεύεται, με γνώσιν ορδινιάζει», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. (ενεργ. και μέσ.) εξοικονομώ τα προς το ζην («καλά τά πόρεψα» — τά κατάφερα)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πορεμένος, -η, -ο
εύπορος, ευκατάστατος
3. παροιμ. «έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου» — λέγεται για εκείνους που δέχονται εξευτελισμούς έναντι υλικής ωφέλειας
2. παροιμ. φρ. α) «και τ' αρφανό πορεύεται κι η χήρα κυβερνιέται» — για όλους υπάρχει θεός και κανείς δεν χάνεται
β) «πορεύου εν ειρήνη» — πήγαινε στην ευχή του θεού
μσν.-αρχ.
πεθαίνω, βαδίζω την ύστατη οδό
αρχ.
1. οδηγώ, μεταφέρω κάποιον κάπου
2. διαπορθμεύω κάποιον, περνώ κάποιον απέναντι με σκάφος («γυναῑκ' ἀρίσταν λίμναν Ἀχεροντίαν πορεύσας ἐλάτᾳ δικώπῳ», Σοφ.)
3. προσκομίζω («τάσδ' ἐπιστολὰς πατρὶ ταχεῑ 'πόρευσαν», Σοφ.)
4. εξευρίσκω, προμηθεύομαι
5. θέτω σε κίνηση
6. μέσ. α) εισέρχομαι
β) ακολουθώ ορισμένη μέθοδο
γ) προβαίνω σε δικαστική πράξη, εγείρω αγωγή
7. παθ. οδηγούμαι («πρὸς βίαν πορεύομαι», Σοφ.)
8. φρ. α) «πορεύομαι παρά τινος» — μεταβαίνω κατ' εντολήν ή εκ μέρους κάποιου
β) «πορεύομαι εἴς τι» — πέφτω μέσα
γ) «πορεύομαι ἐπὶ τι» — προχωρώ στην εκτέλεση ενός έργου, στην πραγματοποίηση μιας ενέργειας.
Greek Monotonic
πορεύω: (πόρος), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐπόρευσα — Μέσ. και Παθ., μέλ. πορεύσομαι και πορευθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπορευσάμην και ἐπορεύθην, παρακ. πεπόρευμαι·
I. 1. Ενεργ., στέλνω, φέρω, μεταβιβάζω, σε Πίνδ., Σοφ.· με διπλ. αιτ., μεταφέρω ή διαπορθμεύω, Νέσσος ποταμὸν βροτοὺς ἐπόρευσε, σε Σοφ.· γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν πορεύσας, σε Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, φέρω, παρέχω, παραχωρώ, βρίσκω, στον ίδ.
II. 1. Παθ. και Μέσ., οδηγούμαι ή μεταφέρομαι, σε Σοφ.
2. πορεύομαι, βαδίζω, βηματίζω, οδηγώ κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· περνώ απέναντι, διαβαίνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. τόπου, εισάγομαι, μπαίνω, πορεύω στέγας, σε Σοφ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., μακρὰν ὁδὸν πορεύω, σε Ξεν.· με αιτ. τόπου, διαβαίνω, διέρχομαι, στον ίδ.
3. βαδίζω, βαίνω, δηλ. ζω, σε Σοφ.