παριστάνω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παριστάνω (zie ook παρίστημι ) in dienst stellen. | |elnltext=παριστάνω (zie ook παρίστημι ) in dienst stellen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=late form of [[παρίστημι]], Polyb.] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
= sq. (q.v.), Plb.3.96.3, 3.113.8, Phld. Sign.29, Ep.Rom.6.13, etc. :—also παριστάω, A.D. Synt.272.13 (v.l.), S.E. P.2.42, 108, etc. :—Pass.,
A παριστᾶται Parm.16.2 ; cf. παραστάνω.
German (Pape)
[Seite 523] Nebenform von παρίστημι, Pol. 3, 113, 8 u. öfter. Eben so παριστάω, S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
παριστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ παρίστημι, Πολύβ. 3. 96, 3., 113, 8, κτλ.· ὡσαύτως παριστάω, Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 2. 42, 108, κτλ.
English (Thayer)
(παρίστημι) and (in later writings, and in the N. T. in παριστάνω; future παραστήσω; 1st aorist παρέστησα; 2nd aorist παρέστην; perfect παρέστηκα, participle παρεστηκώς and παρεστως; pluperfect 3rd person plural παρειστήκεισαν (WH παριστηκεισαν; see ἵστημι, at the beginning)); 1future middle παραστήσομαί; from Homer down.
1. The present, imperfect, future and 1st aorist active have a transitive sense (the Sept. chiefly for הֶעֱמִיד), a. to place beside or near (παρά, IV:1); to set at hand; to present; to proffer; to provide: κτήνη, σκάφη, τινα or τί τίνι, to place a person or tiring at one's disposal, to present or show, τινα orτί with an accusative of the quality which the person or thing exhibits: οἷς παρέστησεν ἑαυτόν ζῶντα, te vegetum nobis in Graeeia siste, Cicero, ad Att. 10,16, 6); τινα with a predicate accusative followed by κατενώπιον τίνος, ἑαυτόν ὡς (ὡσεί) τινα τίνι, to bring, lead to, in the sense of presenting, without a dative: τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ... τῷ Θεῷ, Polybius 16,25, 7; Josephus, Antiquities 4,6, 4; Lucian, deor. concil. 13; Latin admoveo, Vergil Aen. 12,171; sisto, Stat. Theb. 4,445); τινα (a firstborn) τῷ κυρίῳ, to bring to, bring near, metaphorically, i. e. to bring into one's fellowship or intimacy: τινα τῷ Θεῷ, τῷ Θεῷ, to present (show) by argument, to prove: τί, Epictetus diss. 2,23, 47; followed by πῶς, id. 2,26, 4; τίνι τί, Xenophon, oec. 13,1; τίνι, ὅτι, Josephus, Antiquities 4,3, 2; de vita sua §6).
2. Middle and perfect, pluperfect, 2nd aorist active, in an intransitive sense (the Sept. chiefly for עָמַד, also for נִצַּב), to stand beside, stand by or near, to be at hand, be present;
a. universally, to stand by: τίνι, to stand beside one, ὁ παρεστηκώς, a by-stander, T Tr WH παρεστῶσιν); Tdf. παρεστωτων, WH marginal reading ἑστηκότων), L marginal reading Tr marginal reading παρεστωτων); ὁ παρεστως, to appear: with a predicate nominative followed by ἐνώπιον τίνος, A. V. stand here); before a Judges , Καίσαρι, τῷ βήματι τοῦ Θεοῦ (R G Χριστοῦ), to be at hand, stand ready: of assailants, absolutely, A. V. stood up) (from to be at hand for service, of servants in attendance on their master (Latin appareo), τίνι, ἐνώπιον τίνος, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, of a presence-angel (A. V. that stand in the presence of God), οἱ παρεστῶτες, them that stood by, αὐτῷ added (viz. the high-priest), to stand by to help, to succor (German beistehen): τίνι, Homer, Iliad 10,290; Hesiod th. 439; Aristophanes vesp. 1388; Xenophon; Demosthenes, p. 366,20; 1120,26, and in other authors).
e. to be present; to have come: of time, Mark 4:29.
Greek Monolingual
και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, -άω, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση του Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά»)
2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν ρόλο στο θέατρο, υποκρίνομαι, παίζω ρόλο («παράστησε την Αντιγόνη»)
3. υποδεικνύομαι, επιδιώκω να φαίνομαι κάτι που δεν είμαι («μάς παριστάνει τον σπουδαίο»)
4. ανεβάζω θεατρικό έργο στη σκηνή («οι μαθητές θα παραστήσουν τον Αγαμέμνονα»)
5. (και παθ.) (για θεατρικό έργο) παίζομαι («η κωμωδία παραστάθηκε πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο»)
6. εικονίζω με περιγραφή κατά κάποιο τρόπο, παρουσιάζω, δείχνω, εμφανίζω («για πολύ άγιο τον παριστάνεις»)
7. μεσ. παρίσταμαι
α) (νομ.) ασκώ υπεράσπιση κάποιου σε δικαστήριο ως δικηγόρος, ως συνήγορος («δεν θα παραστεί συνήγορος στην υπόθεση»
β) είμαι παρών, παρευρίσκομαι
γ) παρουσιάζομαι, υπάρχω
μσν.
1. παρουσιάζω κάποιον μπροστά σε κάποιον, συνιστώ, συστήνω κάποιον («νά μὲ παραστήσετε εἰς αὐτόν», Αραβ. Μύθ.)
2. μέσ. παρουσιάζω τον εαυτό μου, συστήνομαι («λαμβάνω το θάρρος να παρασταθῶ», Αραβ. Μύθ.)
αρχ.
1. στήνω, τοποθετώ κάποιον κοντά σε κάποιον («τοὺς ἱππέας εἰς ἐκάτερον παρέστησε τὸ κέρας», Πολ.)
2. παρουσιάζω μπροστά σε κάποιον («παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλους», ΚΔ)
3. τοποθετούμαι, στέκομαι κοντά ή παραπλεύρως κάπου («θέων δὲ οἱ ἄγχι παρέστη», Ομ. Ιλ.)
4. μέσ. στέκομαι δίπλα ως βοηθός, υπερασπιστής, παραστέκω, υπερασπίζω, προστατεύω
5. μέσ. είμαι με πάθος αφοσιωμένος σε κάτι («ἵπποισι παρεστεῶτες», Ιππ.)
6. έχω έλθει, έχω φθάσει, έφθασα («νῆες δ' έκ Λήμνοιο παρέστασαν οἶνον ἄγουσαι», Ομ. Ιλ.)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεστηκώς, -υῑα, -ός και αττ. τ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς
ο παρών, ο τωρινός, αυτός που βρίσκεται ήδη μπροστά σε κάποιον (α. «ό νῡν παρεστηκὼς ἡμῑν λόγος», Πλάτ.
β. «τοῡ παρεστῶτος θέρους», Σοφ.)
8. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) παρεστηκός
(απολ.) αφού ήταν στην εξουσία, στο χέρι κάποιου
9. (για συμβάντα) επίκειμαι, πλησιάζω («παρέστηκε θάνατος καὶ μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ.)
10. (για χρόνο) έρχομαι, φθάνω («παρέστηκεν ο θερισμός», ΚΔ)
11. συγκρίνω, παραβάλλω («ταῑς πόλεσι παριστάναι μὴ τὰς μικρὰς ταῑς μεγάλαις», Ισοκρ.)
12. συμβαίνω, υπάρχω, παρουσιάζομαι («κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῑν», Ομ. Ιλ.)
13. φέρνω, παρουσιάζω μπροστά σε κάποιον («παραστησάμενος δύο ἱερεῑα, ἐθύστο τῷ Διί», Ξεν.)
14. μεταβάλλω κάτι σε... («[η πίσσα] τὸν οἶνον εὔποτον παρίστησι», Πλούτ.)
15. μέσ. παρουσιάζω στο δικαστήριο πρόσωπα οικεία στον κατηγορούμενο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών («τοὺς παῑδας παραστησάμενοι», Λυσ.)
16. μέσ. προσχωρώ, συντάσσομαι με τη γνώμη («παραστῆναι εἰς τὴν Περσέων γνώμην», Ηρόδ.)
17. υποχωρώ, υποτάσσομαι («οι πολέμιοι παραστήσονται», Ηρόδ.)
18. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, εμπνέω κάποιον να... («τοῡτο Ἐπαμεινώνδᾳ παρέστησεν ὀπίσω Θηβαίους ἀπαγαγεῑν»
Παυσ.)
19. μέσ. έρχομαι στον νου κάποιου, παρουσιάζομαι ως ιδέα («δόξα μοι παμεστάθη ναούς ἱκέσθαι», Σοφ.)
20. (απρόσ. με απρμφ. ή με ειδ. πρότ.) α) έρχεται στον νου κάποιου, του έρχεται η ιδέα, του κατεβαίνει («εἰ τῶν οἰκετῶν παρέστη μοι μηδὲν φροντίζειν», Λυσ.)
β) φαίνεται σε κάποιον, νομίζει κάποιος («οὐχὶ παρίσταταί μοι ταυτὰ γιγνώσκειν», Δημοσθ.)
21. μέσ. διαθέτω ή πείθω κάποιον για κάτι («παρεστήσατο τὸν νεανίσκον πρὸς τῷ κοινωνεῑν τῷ Περσεῑ τῶν αὐτῶν ἐλπίδων», Πολ.)
22. μέσ. φέρνω κάποιον με τη βία προς το μέρος μου, εξαναγκάζω κάποιον σε κάτι («Ναξίοις δ' ἀποστάσι... ἐπολέμησαν καὶ παρεστήσαντο», Θουκ.)
23. προσελκύω κάποιον, τον τραβώ με το μέρος μου, τον παρασύρω σε κάτι («ἱκανοί ἦσαν Πολυκράτεα παραστήσασθαι», Ηρόδ.)
24. (για συγγραφείς, γλύπτες κ.λπ.) περιγράφω, παριστάνω, παρουσιάζω («Όμηρος τὸν Νέστορα παρέστησε πείθοντα», Φιλόδ.)
25. κάνω φανερό κάτι, αποδεικνύω («ταῡτα ἐγὼ πολλοῑς τεκμηρίοις παραστήσω», Λυσ.)
26. δίνω, παραδίνω
27. μέσ. συνέρχομαι, συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου («ἀνεθάρρουν καὶ παρίσταντο τῷ καιρῶ πρὸς ἀπολογίαν», Πλούτ.)
28. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ παρεστῶτα
οι σημερινές περιστάσεις, τα τωρινά
29. φρ. α) «προς τὸ παρεστώς» — προς το παρόν, για την ώρα
β) «ἡ γῆ παρέστηκεν» — η γη έφθασε στην εποχή του θερισμού
γ) «ὅταν ὁ πρώιμος σπόρος παραστή» — όταν ωριμάσει, όταν γίνει ο σπόρος
δ) «παρίστημί τινά τι» — παρουσιάζω κάποιον ως κάτι, δημιουργώ, κάνω κάποιον κάτι
ε) «οἶνος παρίσταται» — το κρασί πίνεται, ωριμάζει
στ) «παρίσταμαί τίνα» — παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο
ζ) «παρίσταμαί τινα εἰς τὴν κρίσιν» — υποβάλλω κάποιον σε κρίση, σε έλεγχο
η) «παρίσταμαί τινί τινα» — συνιστώ, μιλώ επαινετικά σε κάποιον για έναν άλλο, καλοσυστήνω
θ) «παρίστημί τινί τι» — υποβάλλω, εμπνέω κάτι σε κάποιον
ι) «παρίσταταί τινι» — έρχεται στον νου κάποιου η ιδέα, του κατεβαίνει η ιδέα
ια) «ἐκ τοῡ παρισταμένου λέγειν» — το να μιλάει κανείς εκ του προχείρου
ιβ) «παριστάσθω ὅτι» — ας υποτεθεί ότι
ιγ) «παρέστηκα τῶν φρενῶν» — έχασα το λογικό μου, παραφρόνησα
30. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ παριστάμενον
η ιδέα, αυτό που έρχεται στον νου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρίστημι < παρ(α)- + ἵστημι. Ο τ. παριστάνω < παρίστημι κατά τα ρήματα σε -άνω. Ο τ. παρασταίνω < παράστησα, νεώτερο τ. του αορ. του παρίστημι, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. ανασταίνω: ανίστημι). Ο τ., τέλος, παριστῶ < παρίστημι κατά τα συνηρημένα σε -άω / -ῶ (πρβλ. καθιστῶ: καθίστημι)].
Greek Monotonic
παριστάνω: μεταγεν. τύπος του παρίστημι, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παριστάνω: Polyb., NT = παρίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παριστάνω (zie ook παρίστημι ) in dienst stellen.
Middle Liddell
late form of παρίστημι, Polyb.]