ὅτε
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
also Cypr., Inscr.Cypr.135.1 H., Dor. ὅκα, Aeol. ὄτα (qq. v.), Relat. Adv., formed from the Relat. stem ὁ- and τε (v. τε B), answering to demonstr. τότε and interrog. πότε; prop. of Time, but sts. passing into a causal sense (cf. ὁπότε). A of Time, when, at the time when, I Constr.: 1 with ind. to denote single events or actions in past time, with impf. or aor., when, Il.1.397,432, etc.: rarely with plpf., 5.392: the Verb is sts. to be repeated from the apodosis, Καλλίξενος δὲ κατελθών, ὅ. καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς (sc. κατῆλθον) X.HG1.7.35: freq. in ellipt. phrases, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅ. δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι; whither are gone the boasts, [which we made] when we said . . ? Il.8.229: so after Verbs of perception and the like, ἦ οὐ μέμνῃ, ὅ. τ' ἐκρέμω . . ; rememberest thou not [the time] when . . ? 15.18, cf. 21.396, Od.24.115, Ar.V.354, Th.2.21, etc.; ἄκουσα εὐχομένης ὅτ' ἔφησθα . . Il.1.397, cf. Pl.Lg.782c; οὐδ' ἔλαθ' Αἴαντα Ζεύς, ὅ. δὴ Τρώεσσι δίδου . . νίκην Il.17.627. b with pres., of a thing always happening or now going on, 2.471; νῦν, ὅ . . . σοι ὀξέως ὑπακούω X.Cyr.2.4.6; ᾔδεα μὲν γὰρ ὅ. . . Δαναοῖσιν ἄμυνεν, οἶδα δὲ νῦν ὅ. τοὺς . . κυδάνει Il.14.71. c rarely with fut., of a definite future, Od.18.272. 2 with opt., to denote repeated events or actions in past time, ἔνθα πάρος κοιμᾶθ', ὅ. μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι whenever, as often as, Il.1.610, cf. Od.8.87, etc.; ὅ. δή Il.3.216. b sts. of future events which are represented as uncertain, in clauses dependent on a Verb in the opt. or subj., οὐκ ἄν τοι χραίσμῃ κίθαρις... ὅτ' ἐν κονίῃσι μιγείης 3.55, cf. 18.465, 21.429, A.Eu.726. c ὅ. μή, in early authors always with opt., for εἰ μή, unless, except, save when, Il.13.319, Od.16.197, Arist.Pol.1277a24: used by A.R. with subj., 1.245, 4.409. 3 with subj., only in Ep. and Lyr., Il.4.259, 19.337, 21.323, etc., prob. in A.Ag.766(lyr.). II Special usages: 1 in Hom. to introduce a simile, ὡς δ' ὅτε as when, mostly with subj., Il. 2.147, 4.130,141, 6.506, al.: sts. with ind., 16.364, 21.12: the Verb must freq. be supplied from the context, as in 2.394, 4.462. 2 in the Ep. phrase πρίν γ' ὅτε δή... ἤ is omitted before ὅτε, 9.488, 12.437, cf. Od.13.322. III ὅτε with other Particles, 1 ὅτ' ἄν, ὅτε κεν, v. ὅταν. 2 ὅτε δή and ὅτε δή ῥα, stronger than ὅτε, freq. in Hom. and Hes., ὅτε δή Il.5.65, al., Hes.Th.280, al.; ὅτε δή ῥα Il.4.446, al., Hes. Th.58,al.; v. infr. IV. I; so ὅτ' ἄρ' Il.10.540. 3 ὅτε τε (where τε is otiose, v. τε B. I) 2.471, 10.83, etc. 4 ὅτε περ even when, 5.802, 14.319, al., Hdt.5.99, Th.1.8, etc.; ὅτε πέρ τε Il.4.259, 10.7. IV the proper correl. Adv. is τότε, as ὅ. δὴ... τότε δὴ . . 10.365; ὅ. δή ῥ'... δὴ τότε 23.721; ὅ. δὴ... καὶ τότε δὴ . . 22.208; ὅ. δή ῥα... καὶ τότ' ἄρ' 24.31: for τότε we sts. have ἔπειτα, 3.221; αὐτίκα δ', 4.210; δὲ... 5.438; also νῦν... ὅ . . . S.Aj.710 (lyr.), etc.; μεθύστερον, ὅ. . . Id.Tr.711; ἤματι τῷ, ὅ . . . Il.2.743, etc.; so in Att., ἦν ποτε χρόνος, ὅ . . . Pl.Prt.320c, cf. Phd.75a, Hdt.1.160. 2 elliptical in the phrase ἔστιν ὅ. or ἔσθ' ὅ., there are times when, sometimes, now and then, ἔστι ὅ. Id.2.120; ἔστιν ὅ. Pl.Phd.62a; ἔσθ' ὅ. S.Aj.56 (v. infr. c). B ὅτε sts. has a causal sense, when, seeing that, mostly with pres. ind., Il.16.433 (v.l. ὅ τε) ὅ. δή 20.29; and in Trag. and Att. Prose, as S.Aj.1095, OT918, Pl.Smp.206b, R.581e, Prt.356c, Sph.254b, etc.; so ὅ. γε Hdt.5.92.ά: with pf. used as pres., S.Ph.428, Ar.Nu. 34. 2 sts. where ὥστε would be more usual, οὕτω . . πόρρω κλέος ἥκει, ὅ. καὶ βασιλεὺς ἠρώτησεν Id.Ach.647. C ὁτέ Indef. Adv., sometimes, now and then, used like ποτέ at the beginning of each of two corresponding clauses, now... now... sometimes... sometimes . . (not in early Prose, ὁτὲ μὲν... ὁτὲ δὲ . . Arist. Pol.1290a4, al.), ὁτὲ μὲν... ἄλλοτε . . Il.20.49sq.; ὁτὲ μὲν... ἄλλοτε δ' αὖ . . 18.599 sq.; ὁτὲ μέν τε... ἄλλοτε δὲ . . 11.64; ὁτὲ μὲν... ὁτὲ δ' αὖτε . . A.R.1.1270; ὁτὲ μέν τε... ὅτ' αὖ . . Id.3.1300; ὁτὲ μὲν... ποτὲ δὲ . . Plb.6.20.8; ὁτὲ μὲν... ὁτὲ δὲ... καὶ ἄλλοτε . . D.L.2.106; ὁτὲ μὲν... πάλιν δὲ . . Arist.EN1100a28; ἐνίοτε μὲν... ὁτὲ δὲ . . Id.Mete.360b3; ὁτὲ μὲν... ἢ . . Id.Po.1448a21 (s. v.l.): also reversely, ἄλλοτε μὲν... ὁτὲ δὲ . . Il.11.568; also ὁτὲ δέ in the second clause, without any correlative in the first, 17.178; S. joins ἔσθ' ὅτε... ὅτ' ἄλλοτ' ἄλλον Aj.56; ὁτὲ δέ alone, at the beginning of a clause, X.Cyn.5.8 and 20, 9.8 and 20.ὅτε, neut. of ὅστε: also Ion. masc. for ὅστε,
A v. ὅς, ἥ, ὅ.
German (Pape)
[Seite 402] als, da, relatives Correlativum zu πότε, dem Demonstrativum τότε entsprechend; ὅτε δή – τότε δή, Il. 10, 365; ἀλλ' ὅτε δὴ ἀνίαζον –, δὴ τότε μιν προσέειπε, 23, 721; so καὶ τότε δή, 22, 209; καὶ τότ' ἄρα, 24, 32; für τότε steht auch ἔνθα, ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκίχανε –, ἔνθ' ἐπορεξάμενος – οὔτασε, 5, 334, wie 2, 303; Od. 1, 16. 18; auch ἔπειτα, Il. 3, 221. 422; ἤτοι, 9, 553; αὐτίκα, 4, 210; ἤματι τῷ, 2, 743. 5, 210. 6, 345; mit einfachem δέ, 5, 438; am häufigsten fehlt das Demonstrativum ganz. – Es wird verbunden – 1) c. ind.; auf die vergangene Zeit gehend, eine wirkliche Thatsache, etwas wirklich Vergangenes bezeichnend, ὅτ' ἔφησθα, Il. 1, 397; ὅτε δὴ ἵκοντο, 432; ὅτε Φῆρας ἐτίσατο, 2, 743; ἥδε δέ μοι νῦν ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτ' εἰς Ἴλιον εἰλήλουθα, als, seit ich gekommen bin, 21, 156; ὅτε μιν κρατερὸς παῖς ὀϊστῷ βεβλήκει, 5, 394; ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο, Pind. Ol. 1, 20, öfter; ἀνωλόλυξα μὲν πάλαι, ὅτ' ἦλθε, Aesch. Ag. 574, u. öfter so c. aor. ind.; Soph. οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤθελον, παρίεσαν, O. C. 597; ὅτε ἐχώρει, παρεδίδοσαν Phil. 395; u. in Prosa überall, ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησεν, Plat. Prot. 310 e; σχεδὸν δ' ὅτε ταῦτα ἦν καὶ ἥλιος ἐδύετο, Xen. An. 1, 10, 15; Folgde; – auch c. ind. praes., dann wann, einen einzelnen Fall der Gegenwart bezeichnend, oder rein beschreibend, ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει (vgl. τε), Il. 2, 471; τὸ δ' ἐμὸν κῆρ ἄχνυται, ὅθ' ὑπὲρ σέθεν αἴσχε' ἀκούω, 6, 523, vgl. 23, 599. 24, 363; Hes. O. 526 Sc. 397; νῦν γὰρ οἰμῶξαι πάρα ὅθ' ὧδ' ἔχων πρὸς τήνδ' ὑβρίζει μητρός, Soph. El. 779, vgl. Ai. 696, öfter, d. i. jetzt – da. Auch ὅτ' οὖν παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς πλέον ποιῶ, πρὸς σὲ ἱκέτις ἀφῖγμαι, da ich Nichts ausrichte, bin ich zu dir gekommen, O. R. 918, vgl. El. 1310. 1321; – c. indic. fut., ὅτε μ' ἐφήσεις, Il. 1, 518 (s. ὅταν); auch wie da, sintemal, einen Grund angebend, νῦν δ' ὅτε δὴ καὶ θυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, δείδω, 20, 29, vgl. 16, 433 Od. 12, 22; so auch ὅτε γε, Her. 5, 92, 1; ὅτ' οὖν τοιαύτην ἧμιν ἐξήκεις ὁδόν, ἄρχ' αὐτός, Soph. El. 1310; τί δῆτα δεῖ σκοπεῖν, ὅθ' οἵδε μὲν τεθνᾶσι, Phil. 427, öfter; ὅτε τοίνυν τοῦθ' οὕτως ἔχει, προσήκει προθύμως ἐθέλειν, Dem. 1, 1; ὅτε γε μηδ' ὑμᾶς δύναμαι πείθειν, Plat. Phaed. 84 e, vgl. Soph. 254 b; Sp., wie Pol. 3, 29, 6; – ἔστιν ὅτε, es ist wann, bisweilen, Pind. Ol. 10, 1 Soph. Ai. 56; ἔστιν ὅτε Her. 2, 120 (vgl. εἰμί) l. d. – 2) c. optat., eine wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend, jedesmal wenn, so oft als, ἔνθα πάρος κοιμᾶθ', ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι, wo er früher zu schlafen pflegte, so oft ihn der Schlaf ankam, Il. 1, 610; σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεὶ ἕστηχ' ὥςπερ ἐμοί, πιέειν, ὅτε θυμὸς ἀνώγοι, 4, 262, vgl. 17, 732. 18, 566. 19, 132. 20, 226. 22, 502; auch ὅτε δή, 3, 216. 17, 732, ἄλλως τε πάντως χὥτε δεόμενος τύχοι, Aesch. Eum. 696; u. in indirecter Rede, dem τότε entsprechend, Soph. O. C. 783; ὅτε ζέσειε, Plat. Tim. 70 b; θαμινὰ παρήγγειλεν ὁ Ξενοφῶν ὑπομένειν, ὅτε οἱ πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπικέοιντο, Xen. An. 4, 1, 16. – Auch wenn im Hauptsatze der optat. steht, αἲ γάρ μιν θανάτοιο ὧδε δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, wenn ihn vielleicht das Todesgeschick trifft, Il. 18, 464, vgl. 3, 55. 21, 429 Od. 9, 31. 9, 333; Theocr. 7, 108; – ὅτε μή, wie εἰ μή, außer wenn, wenn nicht, οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην οὐδὲ κατευνήσαιμ', ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι, Il. 14, 247, vgl. 13, 319 Od. 16, 197; auch ohne besonderes Verbum, οὔ τέ τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διῒ πατρί, außer dem Vater Zeus, Il. 16, 227. – Hom. setzt übrigens zu dem optat. noch κέν hinzu, οὕτω καὶ τῶν πρόσθεν ἐπευθόμεθα κλέα ἀνδρῶν, ὅτε κέν τιν' ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι, Il. 9, 524, vgl. ὅταν. – 3) bei Hom. auch cum conj. statt ὅταν, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς, ὅτε μιν θάπτωσιν Ἀχαιοί, Il. 21, 523, vgl. 16, 245. 12, 55 Od. 10, 486, öfter; bes. in Gleichnissen, ὡς δ' ὅτε, wie wenn einmal, ὡς δ' ὅτε τις στατὸς ἵππος δεσμὸν ἀποῤῥήξας θείῃ, Il. 6, 506, vgl. 14, 414. 15, 263. 22, 162; doch steht auch der indicat. in dieser Vrbdg, τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροός, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, 4, 130; ῥεῖα μάλ' ὡς ὅτε τις τροχὸν κεραμεὺς πειρήσεται, 18, 600, kann als conj. aor. mit kurzem Modusvocal erscheinen, man vgl. aber ὡς δ' ὅτε κινήσει Ζέφυρος βαθὺ λήϊον, Il. 2, 147 u. 395, wo Spitzner u. Bekker nach den mss. κινήσῃ lesen; ὅτε κεν c. indic. fut., ξυμβλήσεαι, steht Il. 20, 335. Zuweilen ist zu ὡς ὅτε das Verbum aus dem Hauptsatze zu ergänzen, 'Ἀργεῖοι δὲ μέγ' ἴαχον, ὡς ὅτε κῦμα, Il. 2, 394. 18, 219; aber 4, 319, ἐθέλοιμι καὶ αὐτὸς ἃς ἔμεν ὡς ὅτε δῖον Ἐρευθαλίωνα κατέκταν, ist zu ὡς ein eigenes Verbum ἦν zu ergänzen, »wie ich damals war«, so daß ὅτε eine einfache Zeitbestimmung enthält; vgl. noch ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν οἷον ὅ τε πρῶτόν περ ἐμισγέσθην φιλότητι, Il. 14, 295; εἰσόκε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι λάβητε, οἷον (sc. ἐλάβετε) ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν, Od. 10, 462. – 4) Hom. vrbdt ὅτε auch mit μέμνημαι, wie Il. 15, 18, ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ' ἐκρέμω ὑψόθεν, erinnerst du dich nicht an die Zeit, als du hingst, wo wir einfacher zu sagen pflegen »daß du hingst«; vgl. 20, 188. 21, 396; eben so ἄκουσα εὐχομένης, ὅτ' ἔφησθα, ich hörte dich rühmen, als du sagtest, 1, 397; nach λαθεῖν, 17, 627; nach μέμνημαι auch Ar. Av. 1054 Vesp. 354; u. in Prosa, Ἀθηναῖοι μεμνημένοι καὶ Πλειστοάνακτα ὅτε εἰσβαλὼν ἀπεχώρησε πάλιν, Thuc. 2, 21; μέμνημαι καὶ τοῦτο ὅτε σοῦ λέγοντος συνεδόκει καὶ ἐμοί, Xen. Cyr. 1, 6, 8; vgl. Plat. Men. 79 d; u. vollständig Lys. 18, 76: ἐκείνου τοῦ χρόνου μνησθέντας ὅτ' ἐνομίζετε, wo man ungenau sagt, daß es für ὅτι steht; τοὐναντίον ἀκούομεν ἐν ἄλλοις ὅτε οὐδὲ βοὸς ἐτολμῶμεν γεύεσθαι, Plat. Legg. VI, 782 c, vgl. Alc. II, 141 d. Auch mit οἶδα vrbdt es Eur. Hec. 112, οἶσθ' ὅτε χρυσέοις ἐφάνη ξὺν ὅπλοις, wie Hom. sagt ᾔδεα μὲν γάρ, ὅτε πρόφρων Δαναοῖσιν ἄμυνεν, Il. 14, 71. Daraus erklärt sich denn, wie Xen. Hell. 6, 5, 46 sagt τῶν ὑμετέρων προγόνων καλὸν λέγεται, ὅτε τοὺς Ἀργείων τελευτήσαντας οὐκ εἴασαν ἀτάφους γενέσθαι, es wird eine schöne That erzählt aus der Zeit, als sie, für »daß sie«; – ὅτ' ἄν, = ὅταν (s. oben), u. eben so ὅτε κεν, – ὅτε δή, und ὅτε δή ῥα, oft bei Hom., alsnun, als nun also, gewöhnlich mit dem indic., auch ὅτε κεν δή, Il. 8, 180; – ὅτε τε, wie ὅςτε u. ä. (s. τέ), das Relativum mit dem vorhergehenden Satze enger verbindend, oft bei Hom. u. Hes., auch ὅτε πέρ τε, wie Il. 4, 259, ἐν δαίθ' ὅτε πέρ τε γερούσιον αἴθοπα οἶνον κέρωνται, wenn ja auch, vgl. 10, 7, öfter; ὅτε περ allein, 5, 802. 14, 319. 323 u. öfter; Hes. Th. 291. – Auch πρίν γ' ὅτε wird verbunden, bevor, eher als, Od. 13, 322, u. πρίν γ' ὅτε δή, Il. 9, 488. 12, 437 Od. 23, 43, u. πρίν γ' ὅτ' ἄν, c. conj. aor., Od. 2, 374. 4, 477, wie auch εἰς ὅτε κεν, für die Zeit, wenn etwa, c. conj. aor., 2, 99. 19, 144. Vgl. εἰσόκε. Durch den Accent unterscheidet man hiervon
Greek (Liddell-Scott)
ὅτε: ἀναφορ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ἀναφορικοὺ στελέχους ὁ- καὶ τε (ἴδε τε Β), ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ δεικτ. τότε, καὶ τὸ ἐρωτημ. πότε, κυρίως ἐπὶ χρόνου, ἀλλ’ ἐνίοτε, ὡς τὸ Λατ. quum. μεταβαίνει καὶ εἰς τὴν αἰτιολογικὴν σημασίαν (πρβλ. ὁπότε). Α. ἐπὶ χρόνου, ἀλλὰ χωρὶς ἀναφορᾶς εἴτε εἰς προηγούμενον χρόνον (ὡς ἐν τῷ ἐπεὶ = postquam), εἴτε εἰς μεταγενέστερον (ὡς τὸ πρὶν = priusquam). Ι. Συντάσσεται: 1) μεθ’ ὁριστ., πρὸς δήλωσιν μεμονωμένων γεγονόντων ἐν τῷ παρελθόντι μετὰ παρατ. ἢ ἀορ., Ἰλ. Α. 397, 432, κτλ.· σπανίως μεθ’ ὑπερσ., Ε. 392: - τὸ ῥῆμα ἐνίοτε δέον νὰ ἐπαναληφθῇ ἐκ τῆς ἀποδόσεως, Καλλίξενος δὲ κατελθών, ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς (ἐξυπ. κατῆλθον) Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 35· - συχν. ἐν ἐλλειπτικαῖς φράσεσι, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι, ποῦ ἀπῆλθον αἱ καυχήσεις [τὰς ὁποίας ἐκάμναμεν] ὅτε ἐλέγομεν...; Ἰλ. Θ. 229· οὕτως ἡγουμένων ῥημάτων ἀντιλήψεως ἢ κρίσεως, μνήμης κ.τ.τ., ἦ οὐ μέμνῃ, ὅτε τ’ ἐκρέμω ..., δὲν ἐνθυμεῖσαι [τὸν καιρὸν] ὅτε..; Ο. 18, πρβλ. Φ. 396, Ὀδ. Ω. 115, Ἀριστοφ. Σφ. 354, Θουκ. 2. 21, κτλ.· ἄκουσα εὐχομένης ὅτ’ ἔφησθα..., Ἰλ. Α. 397, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782C· οὐδ’ ἔλαθ’ Αἴαντα Ζεύς, ὅτε δὴ Τρώεσσι δίδου ... νίκην Ἰλ. Ρ. 627· σπαν. μετὰ πρκμ., Ε. 392. β) μετ’ ἐνεστ. ἐπὶ πράγματος ἤδη γιγνομένου, Β. 471· Δ. 259· νῦν, ὅτε ... σοι ὀξέως ὑπακούω Ξεν. Κύρ. 2. 4, 6· πρβλ. Ἰλ. Ξ. 71, ᾔδεα μὲν γὰρ ὅτε... Δαναοῖσιν ἄμυνεν, οἶδα δὲ νῦν ὅτε τοὺς ... κυδάνει. γ) σπανίως μετὰ μέλλ., ὅταν τὸ μέλλον γενέσθαι εἶναι ὡρισμένον, Ὀδ. Σ. 272· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ μὴ ὡρισμένον μέλλον, ὃ ἐκφέρει τὸ ὅταν μεθ’ ὑποτ., Ἰλ. Α. 518, πρβλ. Ζ. 448. 2) μετ’ εὐκτ. εἰς δήλωσιν γεγονότων ἢ ἐνεργειῶν ἐπαναλαμβανομένων ἐν τῷ παρελθόντι, ἔνθα πάρος κοιμᾶθ’, ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι, ὁποτεδήποτε, ὁσάκις, Ἰλ. Α. 610, πρβλ. Δ. 263, κτλ.· οὕτως, ὅτε δὴ Γ. 216. β) ἐνίοτε ἐπὶ μελλότων γενέσθαι, ἅπερ παρίστανται ὡς ἀβέβαια, ἐν προτάσεσιν αἵτινες ἐξαρτῶνται ἐκ ῥήμ. κατ’ εὐκτ. ἢ ὑποτ., οὐκ ἄν τοι χραίσμῃ κίθαρις ..., ὅτ’ ἐν κονίῃσι μιγείης Γ. 55, πρβλ. Σ. 465., Φ. 429, Αἰσχύλ. Εὐμ. 726. γ) οὕτως ὅτε μή. ἐν ἀρίστοις συγγραφεῦσιν ἀείποτε κατ’ εὐκτ. ἀντὶ τοῦ εἰ μή, ἄν, πλὴν ὅταν, Ἰλ. Ν. 319, Ὀδ. Π. 197, Ἀριστ. Πολιτ. - ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ. μεθ’ ὑποτ., Α. 245, θ’ ὑποτ., μόνον παρ’ Ἐπικ. καὶ λυρ. ποιηταῖς (ἐπειδὴ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. μεθ’ ὑποτακτ. τίθεται ἀείποτε τὸ ὅταν, ὡς τὸ ὅτ’ ἄν ἢ ὅτε κεν συνήθως παρ’ Ὁμ. ἴδε λ. ὅταν), Ἰλ. Τ. 337, Φ. 323, κτλ. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι χρήσεις· 1) παρ’ Ὁμ. πρὸς εἰσαγωγὴν παρομοιώσεως, ὡς δ’ ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεθ’ ὑποτ., Ἰλ. Β. 147, Δ. 130, 141, Ζ. 506, κτλ.· ἐνίοτε μεθ’ ὁριστ., Π. 364, Φ. 12, Ὀδ. Κ. 462· - τὸ ῥῆμα συχνάκις παραλαμβάνεται ἐκ τῶν συμφραζομένων ὡς ἐν Ἰλ. Β. 394, Δ. 462. 2) ἐν τῇ Ἐπικ. φράσει πρίν γ’ ὅτε δή..., ἢ, παραλείπεται πρὸ τοῦ ὅτε, Ἰλ. Ι. 488, Μ. 437, Ὀδ. Ν. 322. ΙΙΙ. ὅτε μετ’ ἄλλων μορίων, 1) ὅτ’ ἄν, ὅτε κεν, ἴδε ἐν λ. ὅταν. 2) ὅτε δὴ καὶ ὅτε δή ῥα, ἰσχυρότερον τοῦ ὅτε, συχν. παρ’ Ὁμ., Ἡσ.· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1· - οὕτως, ὅτ’ ἄρ’, Ἰλ. Κ. 540. 3) ὄτε τε (ἔνθα τό τε ἠρεμεῖ ἴδε ἐν λ. τε Β. Ι), Ἰλ. Β. 471, Κ. 83, κτλ. 4) ὅτε περ, ἔτι καὶ ὅτε, Ε. 802, Ξ. 319, κλ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 5. 99, Θουκ. 1. 8, κλ.· ὡσαύτως ὅτε πέρ τε, Ἰλ. Δ. 259, Κ. 7. IV. τὸ κύριον συσχετικὸν ἐπίρρ. εἶναι τότε, οἷον ὅτε δή..., τότε δή..., Ἰλ. Κ. 365· ὅτε δή..., δὴ τότε Ψ. 722· ὅτε δή..., καὶ τότε δή..., Χ. 209· ὅτε δή ῥα..., και..., τότ’ ἄρ’ Ω. 32· - ἀντὶ τοῦ τότε ἐνίοτε κεῖται ἔνθα Α. 610, κλ.· ἔπειτα Γ. 221· αὐτίκα δ· Δ. 210· δέ ... Ε. 438· οὕτω καί, νῦν..., ὅτε ... Σοφ. Αἴ. 711, κτλ.· μεθύστερον ..., ὅτε ... ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 711· ἤματι τῷ, ὅτε ... Ἰλ. Β. 743 κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἧν γάρ ποτε χρόνος, ὅτε..., Πλάτ. Πρωτ. 320C, πρβλ. Φαίδωνα 74Ε, Ἡρόδ. 1. 160. 2) ἐλλειπτικὸν ἐν τῇ φράσει: ἔστιν ὅτε ἢ ἔσθ’ ὅτε, ὡς τὸ Λατ. est ubi, ὑπάρχει καιρὸς ὅτε, ἐνίοτε, ἔστι ὅτε Ἡρόδ. 2. 120· ἔσθ’ ὅτε Σοφ. Αἴ. 56, Πλάτ. Β. τὸ ὅτε ἐνίοτε μεταβαίνει εἰς αἰτιολογικὴν σημασίαν, ὡς τὸ Λατ. quum, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἐνεστ. ὁριστ., Ἰλ. Π. 433· ὅτε δὴ Υ. 29 καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Αἴ. 1095, Ο. Τ. 918· ὅτε δὴ Πλάτ. Συμπ. 206Α, κτλ.· ὅτε δὴ τοῦτο οὕτως ἔχει ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 354C· οὕτως, ὅτε γε Ἡρόδ. 5. 92, 1· - ὡσαύτως μετὰ πρκμ. ἐν χρήσει ὡς ἐνεστ., Σοφ. Φιλ. 428, Ἀριστοφ. Νεφ. 34. 2) ἐνίοτε κεῖται ὅπου τὸ ὥστε θὰ ἦτο συνηθέστερον, οὕτω ... πόρρω κλέος ἥκει, ὅτε καὶ βασιλεὺς ἠρώτησεν Ἀριστοφ. Ἀχ. 647. Γ. ὅτε ἀπόλ. ἐπίρρ., ὡς τὸ ἔσθ’ ὅτε, ἐνίοτε, ἐν χρήσει ὡς τὸ ποτὲ ἐν ἀρχῇ δύο ἀντιστοιχουσῶν προτάσεων, ἄλλοτε μέν..., ἄλλοτε δέ..., μόνον παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δέ..., Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2. 16, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ., ὁτὲ μέν..., ἄλλοτε ..., Υ. 29 κἑξ· ὁτὲ μέν..., ἄλλοτε δ’ αὖ ..., Σ. 599 κἑξ.· ὁτὲ μέν τε..., ἄλλοτε δέ..., Λ. 64· ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δ’ αὖτε ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1270· ὁτὲ μέν τε .., ὅτ’ αὖ .., Γ. 1300· ὁτὲ μέν..., ποτὲ δέ..., Πολύβ. 6. 20, 8· ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δέ..., καὶ ἄλλοτε ..., Διογ. Λ. 2. 106· ὁτὲ μέν..., πάλιν δέ..., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 5· ἐνίοτε ..., ὁτὲ δέ..., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 13, 2· ὁτὲ μέν..., ἢ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 3, 2· - ὡσαύτως τἀνάπαλιν, ἄλλοτε μέν..., ὁτὲ δέ..., Ἰλ. Λ. 566· ὁμοίως, ὁτὲ δέ, ἐν τῇ δευτέρᾳ προτάσει ἄνευ ἀντιστοίχου ἐν τῇ πρώτῃ, Ρ. 178· ὁ Σοφοκλ. συνάπτει ἔσθ’ ὅτε ..., ὅτ’ ἄλλοτ’, Αἴ. 56· ὁτὲ δὲ καθ’ ἑαυτό, ἐν ἀρχῇ προτάσεως, Ξεν. Κυν. 5, 8 καὶ 20., 9. 8 καὶ 20.
French (Bailly abrégé)
conj.
avec idée de temps quand, lorsque, chaque fois que;
1 abs. οὐκ ἄν τοι χραίσμῃ κίθαρις, ὅτ’ ἐν κονίῃσι μιγείης IL la lyre ne te servira de rien, quand tu seras étendu dans la poussière;
2 en corrélat. avec un adv. de temps : τότε… ὅτε, alors… que ; ὅτε δή…, τότε, lorsque…, alors ; νῦν ὅτε SOPH maintenant que ; μεθύστερον ὅτε SOPH après que ; ἤματι τῷ ὅτε, le jour où IL ; elliptiq. ἔσθ’ ὅτε ou ἔστιν ὅτε, il y a des temps où, parfois.
Étymologie: ὅς, τε.
2neutre de ὅστε, ou masc. épq. et ion. c. ὅστε.
English (Autenrieth)
see ὅστε.
when, since.—(1) temporal, w. the same constructions as other relative words, see ἄν, κέν. Freq. in similes, ὡς δ' ὅτε, ὡς δ ὁτ ἄν, and without verb, ὡς ὅτε, just like; there is nothing peculiar in such a usage.—(2) less often causal, Il. 1.244.
English (Slater)
ὅτε
1 when, at the time when
a c. impf. ind. ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον, ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον (O. 1.67) φαντὶ δ' οὔπω, ὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι, φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.55) ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ fr. 140a. 66 (40).
b c. aor. ind. νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν, ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο (O. 1.20) ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος, ὅτ' πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν (O. 9.72) ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις, ὅτ' ἀμφό- τεροι κράτησαν (O. 9.84) οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον, μαινομέναις φρασὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο (P. 2.27) ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224) ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας (I. 7.10) ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί, Ζεὺς ὅτ ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ (I. 8.27)
c ἔστιν ὅτε. ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις (O. 11.1) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2.
d fragg. ]ὅτ' ἦσαν[ fr. 111a. 3. ]οιδ' ὅτ ἐστρα[[[τευ]] fr. 111a. 6.
2 ὡς ὅτε, in comparisons, like
a without verb. χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας ὡς ὅτε θαητὸν μέγαρον πάξομεν (O. 6.2) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες (N. 9.16) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)
b dub., followed by verb. αὔξεται δ' ἀρετά, χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον ᾄσσει (Boeckh: ἀίσσει codd.: locus suspicionem multis metri, sensus causa movit, unde Fel. Vogt lacunam pro ᾄσσει statuit) (N. 8.40)
English (Abbott-Smith)
ὅτε, temporal particle (correlat. of πότε, τότε),
when; c. indic., (so generally in cl., but also c. optat., subjc.; LS, s.v.), most freq. c. aor., Mt 9:25, Mk 1:32, Lk 4:25, Jo 1:19, Ac 1:13, Ro 13:11, Ga 1:15, Re 1:17, al.; c. impf., Mk 14:12, Jo 21:18, Ro 6:20, I Th 3:4, al.; c. pf., since, now that, I Co 13:11 (B, ἐγένομην); c. praes., Mk 11:1, Jo 9:4, He 9:17, c. fut. (Hom.; of a def. fut. as opp. to the indef. fut. of ὅταν c. subjc.), Lk 17:22, Jo 4:21, 23 5:25 16:25, Ro 2:16 (T, txt., WH, mg.), II Ti 4:3 (in all which instances, and c. pres., Jo, l.c., ὅ. follows a subst. of time, and is equiv. to a rel. phrase, ἐν ᾧ or ᾗ).
English (Strong)
from ὅς and τέ; at which (thing) too, i.e. when: after (that), as soon as, that, when, while.
English (Thayer)
a particle of time (from Homer down), when;
1. with the indicative (Winer s Grammar, 296f (278f)); indicative present (of something certain and customary, see Herm. ad Vig., p. 913 f), while: R G; quom with pluperfect (Winer s Grammar, § 40,5; (Buttmann, § 137,6)): R G); L T WH), Tdf. ὡς), etc.; than when we gave in our allegiance to Christ; Latin quom Christo nomen dedissemus (R. V. than when we first believed)); R Tr marginal reading ὅτε εἶδεν, when it had presented itself to his sight (but best texts ὅτι: because he saw etc.)). ἐγένετο, ὅτε ἐτέλεσεν, a common phrase in Matthew , viz. ὅτε ... τότε, since (R. V. now that I am become), R G T Tr text WH marginal reading) (where Lachmann ἡ (others besides)); ἕως ἄν ἥξῃ, ὅτε εἴπητε (where ὅταν, might have been expected), until the time have come, when ye have said, R G (cf. Tr brackets)); cf. Matthiae, ii., p. 1196f; Bornemann, Scholia in Lucae evang., p. 92; Winer s Grammar, 298 (279); (Bernhardy (1829), p. 400; cf. Buttmann, 231 f (199)).
Greek Monotonic
ὅτε:I. το ουδ. της ὅσ-τε. ΙI. Ιων. αρσ. αντί ὅσ-τε, σε Ομήρ. Ιλ.
• ὅτε: αναφορ. επίρρ. χρόνου, που σχηματίζεται από την αναφορ. ρίζα ὁ και το τε (βλ. τε Β)· στο δεικτ. τότε, και στο ερωτημ. πότε·
I. 1. όταν, Λατ. quum, quando, και ακολουθ. από οριστ., σε Όμηρ. κ.λπ.· από ευκτ.· λέγεται για μελλοντικά γεγονότα που παρουσιάζονται στον λόγο ως αβέβαια, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Όμηρ., μερικές φορές αντί ὅταν, με υποτ.
2. ελλειπτικό στη φράση ἔστιν ὅτε ή ἔσθ' ὅτε, όπως το Λατ. est ubi, υπάρχουν φορές που, μερικές φορές, που και που, σε Ηρόδ., Αττ.
II. με αιτιολογική σημασία, όπως το Λατ. quum, επειδή, αφού, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
III. το ὁτέ απόλ. ως επίρρ. όπως το ἔσθ' ὅτε, μερικές φορές, ὁτὲ μέν..., ἄλλοτε..., ὁτὲ μέν..., ἄλλοτε δ' αὖ..., σε Ομήρ. Ιλ.· ὅτε μέν..., ὅτε δέ..., σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὅτε: I или (во избежание смешения с ὅτε II) ὅ, τε или ὅ τε n а тж. эп.-ион. m к ὅστε.
II conj.
1) когда, в то время как (νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅ. θ᾽ εὕδουσι βροτοί Hom.): τότε … ὅ. Hom. тогда … когда; ὅ. … τηνικαῦτα или τοτηνίκα Soph. когда … тогда; ἦν ποτε χρόνος, ὅ. θνητὰ γένη οὐκ ἦν Plat. было некогда время; когда смертных не существовало; ἔσθ᾽ и ἔστι(ν), ὅ. … Her., Soph., Xen. случается, когда … (бывает, что …); ὅ. οἱ πολέμιοι ἑπικέοιντο Xen. всякий раз как враги наседали; ὅ. μὴ (= εἰ μὴ) αὐτός γε κελεύοι Hom. если только он сам не прикажет; ὡς ὅ. κῦμα ἀκτῇ ἐφ᾽ ὑψηλῇ, ὅ. κινήσῃ Νότος Hom. (ахейцы зашумели), словно когда волна (шумит) о высокий берег, когда поднимет (ее) Нот;
2) ибо, так как (ὤ μοι ἐγών, ὅ. Σαρπηδόνα μοῖρ᾽ ὑπὸ Πατρόκλοιο δαμῆναι Hom.): ὅ. δὴ τοῦτο ὁ ἔρως ἐστὶν ἀεί Plat. поскольку любовь всегда такова;
3) (после verba sciendi, audiendi и т. п. = ὅτι) что, как: οὐδ ἔλαθ᾽ Αἴαντα Ζεύς, ὅ. δὴ Τρώεσσι δίδου νίκην Hom. не ускользнуло от Эанта, что Зевс троянцам даровал победу; μεμνημένοι τὸν βασιλέα, ὅ. ἐσβαλὼν τῆς Ἀττικῆς ἐς Ἐλευσῖνα Thuc. вспоминая, как (спартанский) царь вторгся в Аттику до Элевсина.
Frisk Etymological English
Grammatical information: conj.
Meaning: when, as, mostly temporal (IA. Arc. Cypr.).
Other forms: ὅτα (Aeol.), ὅκα (Dor.).
Dialectal forms: Myc. ote.
Origin: IE [Indo-European] [283] *i̯o- if, when
Etymology: Usually, prob. correctly, explained from the relative ὅ- (IE *i̯o-) and the part. -τε, -τα, -κα (cf. on εἶτα, ἡνίκα and Schwyzer 629). Diff. on ὅτε Wackernagel KZ 67, 1ff. (Kl. Schr. 1, 257ff.): ὅ-τε = Skt. sa ca in sa ced (< ca-id), Pāli sace when, if (mostly condit.).
Middle Liddell
I. relat. adv. of Time, formed from the relat. stem ὁ and τε ( v. τε B), answering to demonstr. τότε, and interrog. πότε;— when, Lat. quum, quando, foll. by Ind., Hom., etc.;—by Opt.:—of future events represented as uncertain, Il.:—in Hom. sometimes for ὅταν, with Subj.
2. elliptical in phrase ἔστιν ὅτε or ἔσθ' ὅτε, like Lat. est ubi, there are times when, sometimes, now and then, Hdt., attic
II. in Causal sense, like Lat. quum, whereas, Il., attic
III. ὁτέ absol. adv., like ἔσθ' ὅτε, sometimes, ὁτὲ μὲν. . , ἄλλοτε . . , ὁτὲ μὲν . . , ἄλλοτε δ' αὖ . . , Il.; ὅτε μὲν . . , ὅτε δὲ . . , Arist.