πνέω
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
English (LSJ)
poet. πνείω as always in Hom. exc. Od.5.469: fut. πνεύσομαι (ἐκ-) E.HF886 (lyr.), (ἐμ-) Id.Andr.555, (παρα-) Hp.Mul.2.133; also
A πνευσοῦμαι Ar.Ra.1221, Arist.Mete.367a13, Thphr.Sign.34, Palaeph.17; πνεύσω Thphr.Sign.32, LXXPs.147.7(18), Si.43.20, Gp. 1.12.34, AP9.112 (Antip.Thess.), (ἀνα-) Q.S.13.516 (συμ-πνευσόντων is f.l. in D.18.169): aor. 1 ἔπνευσα Hes.Op.506, Hdt.2.20, etc., (ἐν-) Il.17.456, (ἀν-) S.Aj.274: pf. πέπνευκα (ἐπι-) Pl.Phdr.262d, (ἐκ-) Arist.Pr.904a1:—Pass., fut. πνευσθήσομαι (δια-) Aret.CA1.1: aor. ἐπνεύσθην (δι-) Thphr.HP5.5.6, etc.—Hom. and early Prose writers use the simple Verb only in pres. and impf., to which Trag. add fut. and aor. 1 Act.—For the form ἄμπνυε, v. ἀναπνέω; for ἀμπνύνθη, -πνυτο, v. ἄμπνυτο; and for pf. Pass. πέπνῡμαι, part. πεπνῡμένος, v. πέπνυμαι.—Like other disyll. Verbs in -έω, this Verb contracts only εε, εει; but ἐκπνέων is disyll. in A.Ag.1493, 1517 (both lyr.):—blow, of wind and air, οὐδέ ποτ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ' Od.4.361; αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει 5.469; ἐτησίαι . . οὐκ ἔπνευσαν Hdt.2.20, etc.; τῷ πνέοντι (sc. ἀνέμῳ or πνεύματι) Luc. Cont.3; ἡ πνέουσα (sc. αὔρα) Act.Ap.27.40; also of a flute-player, μέγα πνέων Poll.4.72; and of the flutes themselves, αὐλοὺς ἡδὺ πνέοντας AP6.254 (Myrin.); πνεῖται flutes are sounding, Mnesim.4.57 (anap.). II breathe, send forth an odour, ἀμβροσίη . . ἡδὺ πνείουσα Od.4.446; π. εὐῶδες, δυσῶδες, Poll.2.75, etc.: abs., Dsc.3.80. 2 c. acc., breathe out, send forth, Ζεφύρου πνείοντος ἐέρσην Call.Ap. 82. 3 c. gen., breathe or smell of a thing, οὐ μύρου πνέον S.Fr. 565; τράγου π. AP11.240 (Lucill.); μόγοιο Q.S.6.164; λύθρου καὶ αἵματος Id.5.120 (ἐπιπν- codd.): rarely c. dat., μύροισι π. smell with . ., AP5.199: freq. metaph., breathe, be redolent of, Χαρίτων πνείοντα μέλη Simon.184.3; ὄμματα . . πόθου πνείοντα AP5.258 (Paul. Sil.); φόνου π. cj. in Tryph.505; αὐθαδείας πολὺς ἔπνει D.H.7.51. III of perceptible breathing, [ἵππω] πνείοντε κατ' ὤμων Il.13.385; π. ὕπνῳ A.Ch.621 (lyr.). IV generally, draw breath, breathe: hence, live, Il.17.447; οἱ πνέοντες, = οἱ ζῶντες, S.Tr.1160; ὄλβος ἀεὶ πνεῖ Simm.25.12; ἥμισύ μευ ψυχῆς ἔτι τὸ πνέον Call.Epigr.42. V metaph., c. acc. cogn., breathe forth, μένεα πνείοντες breathing spirit, epith. of warriors, Il.2.536,3.8, 11.508, etc.; so πῦρ π. Hes.Th.319, Pi. Fr.146; φόνον δόμοι πνέουσιν A.Ag.1309; κότον πνέων Id.Ch.34 (lyr.), cf. 951 (lyr.); φρενὸς πνέων τροπαίαν Id.Ag.219 (lyr.); Ἄρη πνεόντων ib.376 (lyr.); πνέων χάριν τινί ib.1206; πῦρ πνειόντων . . ἄστρων S.Ant. 1146 (lyr.); πῦρ π. καὶ φόνον E.IT288; ὠδῖνας Id.HF862: paratrag. in Com., πνέοντας δόρυ καὶ λόγχας Ar.Ra.1016; τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων, of a swift runner, Id.Av.1121, etc.; and in a rhetorical passage, οἱ πῦρ πνέοντες, οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους X.HG7.5.12. 2 with neut. Adjs. or Prons., πνέοντες μεγάλα giving themselves airs, E.Andr.189; τόσονδ' ἔπνευσας ib.327; κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93; χαμηλὰ πνέων Id.P.11.30: abs., ὑπὲρ σακέων πνείοντες breathing over their shields, i. e. unable to repress their rage for war, Hes.Sc. 24; θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pi.P.10.44: with nom., Ἄρης . . μέγας πνέων E.Rh.323; πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρός D.25.57; οὗτος . . καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437; ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος on whom thou breathest not favourably, Call.Epigr.10.3.
German (Pape)
[Seite 640] poet. πνείω (Wurzel πνυ), fut. πνεύσω, Sp. πνεύσομαι, πνευσεῖται, Ar. Ran. 1221, aor. ἔπνευσα, aor. pass. ἐπνεύσθην (das perf. πέπνυμαι s. oben besonders), – a) wehen, blasen, hauchen, von Wind u. Luft; Od. 4, 361. 5, 469. 7, 119; Hes. O. 508; ἀνέμων ἀήματα πνέοντα, Aesch. Eum. 866, u. öfter; auch in Prosa, πνέοντος ἀνέμου, Plat. Theaet. 152 b. – Auch b) hauchen, duften, einen Geruch von sich geben; ἡδύ, Od. 4, 446; οὐ μύρου πνέον, Soph. frg. 147, wie Anacr. 14, 3. 15, 9 u. öfter in der Anth.; selten μύροις πνείοντες, Ep. ad. 111 (V, 200). – Bes. c) von Menschen u. Thieren, heftig, mit Anstrengung athmen, schnauben, keuchen, Il. 13, 385, ὕπνῳ, Aesch. Ch. 612. – Uebh. d) Athem holen, athmen, leben, Il. 17, 447 Od. 18, 131; οἱ πνέοντες, die Lebenden, im Ggstz von θανεῖν, Soph. Trach. 1150. – Uebertr., μένεα πνείοντες, die Muth hauchenden, Muthbeseelten, bei Hom. häufiges Beiwort der Krieger; vgl. Soph. El. 610; auch Ἄρεα πνεῖν, wie Martem spirare, Aesch. Ag. 366. 1209; πῦρ πνεῖν, Feuer schnauben, Hes. Th. 319, wie Pind. Ol. 13, 87; vgl. Soph. Ant. 1132; εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο, Eur. Alc. 496; u. übertr., οἱ πῦρ πνέοντες οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους, Xen. Hell. 7, 5, 12; auch Dem. sagt übertr. ὡς πολὺς παρ' ὑμῖν ἔπνει καὶ λαμπρὸς ἦν, 25, 57, vom gewaltigen Stolz; vgl. D. Hal. 8, 52; θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ, Pind. P. 10, 44; auch χαμηλὰ πνέων, niedrigen Sinn haben, 11, 30; κενεὰ πνεύσαις, Ol. 11, 97, eitlen Sinn haben; vgl. ὑπὲρ σακέων πνείοντες, die über ihre Schilder hinausschnaubenden, die ihre Kriegslust nicht mehr hinter den Schildern bergen können, Hes. Sc. 24; Aesch. σιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων ἔπνει, Spt. 53; φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν, Ag. 212; φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ, Ag. 1282; κότον, Ch. 34. 940, Zorn schnauben; auch Πᾶνα μοῦσαν ἡδύθροον πνέοντα, Eur. El. 704; vgl. Cereal. 3 (VII, 369), u. öfter in der Anth.; θυμὸν πνέουσαι, Eur. Rhes. 786; u. übertr., ὅταν θεοῦ μαντόσυνοι πνεύσωσ' ἀνάγκαι, I. A. 761; Ar. sagt auch πνεῖν συκοφαντίας, Equ. 435. – e) aus b) folgt die allgemeinere Bdtg wonach riechen, einen Beischmack wovon haben, von einer Sache so voll sein, daß man gleichsam danach duftet, πνεῖν χαρίτων, ἐρώτων, voll sein von Anmuth, Liebe athmen, Simonid. (VII, 25) u. A.; vgl. Wern. Tryph. 505. – Mit einem vom günstigen Winde entlehnten Bilde sagt Callim. ep. 9, 3 ᾡ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος, wem du nicht günstig bist. – Sp. auch vom heftigen Ausdruck im Sprechen. – [Zuweilen wird ε mit dem folgdn Vocal im Verse in eine Sylbe zusammengezogen, Aesch. Ag. 1502; vgl. Herm. Soph. Ant. 1132.]
Greek (Liddell-Scott)
πνέω: ποιητ. πνείω ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν ἐν Ὀδ. Ε. 469 (ἴδε ἐπιπνέω)· Ἰων. παρατ. πνείεσκον Ἀνθ. Π. 8. 193, κτλ.· ― μέλλ. πνεύσομαι (ἐμ-) Εὐρ. Ἀνδρ. 555, (παρα-) ·Ἱππ. 648. 40· Δωρ. πνευσοῦμαι ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1221, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 17· πνεύσω μόνον παρὰ μεταγεν. ποιητ., ὡς Κόϊντ. Σμ. 13, 516, Ἀνθ. Π. 9. 112 (διότι τὸ πνευσόντων παρὰ Δημ. 284. 17 νῦν διορθοῦται)· ― ἀόρ. α΄ ἔπνευσα Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 506, Τραγ., κτλ., (ἐν-) Ὅμ.· (ἀν-) Σοφ., κτλ. ― πρκμ. πέπνευκα (ἐπι-) Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, (ἐκ-) Ἀριστ. Προβλ. 11. 41. ― Παθ., μέλλ. πνευσθήσομαι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1· ― ἀόρ. ἐπνεύσθην (δι-) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6, κτλ.· πρκμ. πέπνευσμαι Ἰουστῖν. Μάρτ. ― Ὁ Ὅμ. καὶ οἱ δοκιμώτατοι τῶν πεζογράφων χρῶνται τῷ ἁπλῷ ῥήματι μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., εἰς οὓς οἱ Ἀττ. ποιηταὶ προσθέτουσι τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. ― Περὶ τῶν Ἐπικ. τύπων ἄμπνυε, -πνύνθη, -πνυτο, ἴδε ἐν λ. ἀναπνέω· καὶ περὶ τοῦ παθ. πρκμ. πέπνῡμαι, μετοχ. πεπνῡμένος ἴδε ἐν λ. πέπνυμαι. ― Ὡς ἄλλα δισύλλαβα ῥήματα εἰς -έω, τὸ ῥῆμα τοῦτο πάσχει συναίρεσιν μόνον ὅπου συμπέσωσιν εε, εει, ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1493, 1517 (ἅπερ ἀμφότερα εἶναι χωρία λυρικὰ) τὸ ἐκπνέων εἶναι δισύλλαβ. (Ἐκ τῆς √ΠΝΥ· πρβλ. πέπνυμαι, πνοή, πνεῦμα, πινυτός, πινύσκω, ἀπινύσσω, ποιπνύω, ἴδε καὶ ἐν λ. πνεύμων· πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. fneh-an (amhelare), fnast (anhelitus)· ― τὸ πνίγω δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ τροποποίησιν παραγόμενον ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, Κούρτ. ἀρ. 370.) Ὡς καὶ νῦν, πνέω, φυσῶ, ἐπὶ ἀνέμου, καὶ αὔρας, κλπ., οὐδὲ ποτ’ οὖροι πνείοντες φαίνοντ’ Ὀδ. Δ. 361· αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ε. 469· ἐτησίαι... οὐκ ἔπνευσαν Ἡρόδ. 2. 20· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· τῷ πνέοντι (δηλ. ἀνέμῳ ἢ πνεύματι) Λουκ. Χάρων 3· ἡ πνέουσα (δηλ. αὔρα) Πράξ. Ἀπ. κζ΄, 40· ― ἐπὶ τῶν αὐλητῶν, Πολυδ. Δ΄, 72· αὐλοὺς ἡδὺ πνέοντας Ἀνθ. Π. 6. 254· καὶ ἐπὶ αὐτῶν τῶν αὐλῶν, πνεῖται, αὐλοὶ ἠχοῦσι, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 57. ΙΙ. πνέω, ἐκπέμπω ὀσμήν, ἀμβροσίη... ἡδὺ πνείουσα Ὀδ. Δ. 446, πν. εὐῶδες, δυσῶδες Πολυδ. Β΄, 75, κτλ. 2) μετὰ γεν., ἐκπέμπω ὀσμὴν πράγματός τινος, οὐ μύρον πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· τράγου πν. Ἀνθ. Π. 11. 240· σπανίως μετὰ δοτ., μύροισι πν. αὐτόθι 5. 200· ― ὡσαύτως συχνάκις πνέω, ἀποπνέω, χαρίτων πνείοντα μέλη Σιμωνίδ. 116· πνείων εὐεπίης Χριστοδ. Ἔκφρ. 417· ἠνορέης αὐτόθι 231· ὄμματα... πόθου… πνείοντα Ἀνθ. Π. 5. 259, Vern. εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 505 αὐθαδείας Διον. Ἁλ. 7. 51. ΙΙΙ. ἐπὶ ζῴων ἀναπνέω δυνατὰ ἢ βαθέως, ἀσθμαίνω, Ἰλ. Ν. 385· ὕπνῳ πνεῖν Αἰσχύλ. Χο. 622. IV. καθόλου, ἀναπνέω, ὅθεν ζῶ, Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131· οἱ πνέοντες, = οἱ ζῶντες, Σοφ. Τρ. 1160· ὄλβος ἀεὶ πνεῖ Ἀνθ. Π. 15. 22. V. μεταφορ., μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μένεα πνείοντες, πνέοντες τόλμην, ὡς ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν, Ἰλ. Β. 536, Γ. 8, Λ. 508, κτλ.· οὕτω, πῦρ, φλόγα πν. Ἡσ. Θ. 319, Πινδ. Ἀποσπ. 112· φόνον δόμοι πνέουσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1309· κότον πνέων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 34, πρβλ. 952· φρενὸς πνέων τροπαίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 219· Ἄρη πνεόντων αὐτόθι 376· πνέων χάριν τινὶ αὐτόθι 1209· πῦρ πνεόντων... ἄστρων Σοφ. Ἀντ. 1146· πῦρ καὶ φόνον πν. Εὐρ. Ι. Τ. 288· ὠδῖνας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 862· πν. ἔρωτα (ὡς παρ’ Ὁρατ. spirabat amores) Ἀνθ. Π. 2. 170· οὕτως ἐν παρῳδουμένοις τῶν τραγικῶν χωρίοις παρὰ τοῖς κωμικοῖς, πνέοντας δόρυ καὶ λόγχας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016· τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων, ἐπὶ ὠκύποδος δρομέως, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1121, κτλ.· καὶ ἐν ῥητορικῷ τινι χωρίῳ, οἱ πῦρ πνέοντες, οἱ νενικηκότες Λακεδαιμονίους Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12. 2) μέγα πνεῖν, μεγάλα φρονεῖν, ὑπερηφανεύεσθαι, Λατ. magnum spirare, Εὐρ. Ἀνδρ. 189· τόσονδ’ ἔπνευσας αὐτόθι 327· κενεὰ πνεύσαις Πινδ. Ο. 10 (11), 111: χαμηλὰ πνέων ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 46· ― ὡσαύτως ἀπολ., ὑπὲρ σακέων πνείοντες, πνέοντες ὑπεράνω τῶν ἀσπίδων των, δηλ. μὴ δυνάμενοι νὰ καθησυχάσωσι τὴν πρὸς πόλεμον ὁρμήν των, ὡς τὸ τοῦ Στατίου animus ultra thoracas anhelus, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· οὕτω, θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Πινδ. Π. 10. 69· ― ὡσαύτως μετ’ ὀνομ., ὡσεὶ ὁ πνέων ἦν ἄνεμος, μέγας πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 323· πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρὸς ἦν Δημ. 787. 20· οὗτος... καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437· ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος, εἰς ὃν σὺ μὴ πνεύσῃς εὐνοϊκῶς, μὴ ἴσθι εὔνους, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 9. 3.
French (Bailly abrégé)
f. πνεύσω, att. πνευσοῦμαι, ao. ἔπνευσα, pf. πέπνευκα;
Pass. ao. ἐπνεύσθην, pf. πέπνυμαι;
A. intr.
I. souffler en parl. du vent : ὁ πνέων (s.e. ἄνεμος) LUC le vent qui souffle;
II. respirer;
1 en gén. ; fig. (avec un acc.) πνεῖν μένεα IL, OD respirer le courage ; Ἄρεα ESCHL respirer Arès, càd les combats ; πῦρ SOPH souffler le feu, càd flamboyer, étinceler en parl. d’astres ; au mor. respirer le feu, càd être ardent, être enflammé ; πνεῖν φόνον ESCHL respirer le meurtre ; πνεῖν τινι κότον ESCHL souffler la colère contre qqn ; avec un adj. adv. πνεῖν μεγάλα EUR avoir des sentiments d’orgueil;
2 souffler avec force : ὕπνῳ ESCHL respirer bruyamment pendant le sommeil;
III. exhaler une odeur : ἡδύ OD une odeur agréable;
B. tr. inspirer ; au pf. Pass. πεπνῦσθαι être sensé ; πεπνυμένος inspiré, càd prudent, sage.
Étymologie: R. Πνυ, souffler, > par renforc. πνεύ-, πνεϜ- > πνέω ; cf. πνεῦμα, πνοή, etc.
English (Autenrieth)
(πνέϝω), πνέει, πνείει, aor. subj. πνεύσῃ, mid. perf. 2 sing. πέπνῦσαι, inf. πεπνῦσθαι, part. πεπνῦμένος, plup. 2 sing. πέπνῦσο: (1) breathe, sometimes synonymous with live, Il. 17.447, Od. 18.131; of the wind and air, odors, Od. 4.446; fig., μένεα πνείοντες, ‘breathing might’; ἐν (adv.) δὲ θεὸς πνεύσῃ μένος ἀμφοτέρο<<><>>ν, ‘inspire,’ Il. 19.159.—(2) the perf. mid. comes to mean, be prudent, discreet, Il. 24.377, Od. 10.495; esp. freq. the part. πεπνῦμένος, sensible.
English (Slater)
πνέω (πνέομεν; πνέοις; πνέων, -οντος, -όντων, -οισαν: impf. πνέον: aor. πνεύσαις.)
1 breathe
a lit. πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων (O. 7.71) Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν (O. 13.90) φλόγ ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον sc. the bulls of Aietes (P. 4.225) πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ fr. 146.
b met., live, have life ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) (N. 6.1) “ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών, ἥμισυ δ' οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” Zeus addresses Kastor (N. 10.87)
c be minded, have aspirations
I c. n. pl. adj. κενεὰ πνεύ- σαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30) ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί (οὐκ ἀεὶ τὰ αὐτὰ φρονῶν Σ: of inconstant purpose ) (N. 3.41)
II c. dat. θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς (P. 10.44)
d frag. ]πνευς[ Πα. 8A. 9.
Spanish
expulsar el aire, brotar, estar animado, vivo
English (Strong)
a primary word; to breathe hard, i.e. breeze: blow. Compare ψύχω.
English (Thayer)
1st aorist ἔπνευσα; from Homer down; to breathe, to blow: of the wind, τῇ πνεούσῃ namely, αὔρα (cf. Winer s Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72))), ἐκπνέω, ἐνπνέω, ὑποπνέω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α
1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.)
2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πνέει άνεμος ελευθερίας» — η ελευθερία έχει επικρατήσει
β) «πνέω τα λοίσθια» — εκπνέω, βγάζω την τελευταία μου πνοή
νεοελλ.-αρχ.
φρ. «μένεα πνέω» — είμαι πολύ οργισμένος, διάκειμαι εχθρικά εναντίον κάποιου
αρχ.
1. (για αυλητή) αυτός που παίζει αυλό
2. (παθ. απρόσ.) πνεῑται
(για αυλό) ηχεί
3. αναδίδω οσμή, μυρίζω, όζω (α. «οὐ μύρου πνέον», Σοφ.
β. «λύθρου καὶ αἵματος πνέειν», Κόιντ.
γ. «Χαρίτων πνείοντα μέλη», Σιμων.)
4. (για πρόσ.) δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, πάσχω από άσθμα
5. αναπνέω
6. ζω («ἀνδρῶν πνεόντων μηδενὸς θανεῑν ὕπος», Σοφ.)
7. βγάζω κάτι με την αναπνοή, ξεφυσώ
8. σπεύδω
9. διάκειμαι ευμενώς, παρέχω εύνοια («ᾧ σὺ μὴ πνεύσῃς ἐνδέξιος», Καλλ.)
10. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ πνέουσα
η απαλή αύρα
11. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πνέων
ο άνεμος
12. φρ. α) «μένος πνέω» — αναδίδω ανδρεία, γενναιότητα
β) «πῡρ πνέω»
i) βγάζω από το στόμα φωτιά
ii) (για αστέρες) εκπέμπω φως, λάμπω
γ) «φλέγων πνέω τινί» — καιγόμενος από κάτι βράζω («σιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων ἔπνει», Αισχύλ.)
δ) «πνέω ἐπὶ τινι κότον» — μισώ κάποιον
ε) «Ἄρη πνέω» — έχω άγριες, πολεμικές διαθέσεις
στ) «πνέω μόγον» — είμαι πολύ κουρασμένος
ζ) «πνέω φόνον»
i) παρέχω αποδείξεις για τη διάπραξη ενός φόνου
ii) (για οίκημα) αναδίδω την οσμή αίματος ενός φόνου που έγινε
η) «ώδῑνας πνέω» — βγάζω κραυγές όπως η ετοιμόγεννη γυναίκα («οὔτε γῆς σεισμὸς κεραυνοῡ τ' οἶστρος ὠδῑνας πνέων», Ευρ.)
θ) «πνέω χάριν» — εμπνέω αγάπη, συμπάθεια
ι) «τρέχω πνέων» — τρέχω γρήγορα σαν τον άνεμο
ια) «μεγάλα πνέω» — περιφανεύομαι, κομπάζω
ιβ) «πολὺς πνέω παρά τινι» — θεωρούμαι μεγάλος και τρανός
ιγ) «μέγας πνέω» — αποβαίνω καταστροφικός
ιδ) «πνέω πολύ»
i) φυσώ δυνατά
ii) δημιουργώ δυσκολίες
ιε) «κενεὰ πνέω» — σκέπτομαι άσκοπα, ματαιοφρονώ
ιστ) «χαμηλὰ πνέω» — έχω ταπεινό φρόνημα, είμαι μικρόψυχος
ιζ) «ὑπὲρ σακέων πνέω»
i) ξεφυσώ από πολεμική μανία
ii) μάχομαι πρόσωπο με πρόσωπο («βοιωτοὶ πλήξιπποι, ὑπὲρ σακέων πνείοντες», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πνέω (< πνέ(F)ω) ανάγεται σε εκφραστική ηχομιμητική ΙΕ ρίζα pneu- «ασθμαίνω, αναπνέω» και συνδέεται με τα: αρχ. νορβ. fnysa «ασθμαίνω, λαχανιάζω» και αγγλοσαξ. fnēosan «πταρνίζομαι». Όλα τα ονοματικά παράγωγα του ρ. πνέω, πνεῦμα, πνεύσις, πνευστός, εκτός από την πνοή (ετεροιωμένη βαθμίδα), εμφανίζουν την απαθή βαθμίδα της ρίζας, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα πνυ- εμφανίζεται στις συνθ. προστ. ἄμπνυε, ἄμπνυτο και στον συνθ. παθ. αόρ. ἀμπνύ(ν)θη. Η σύνδεση του ρ., εξάλλου, με τον τ. παρακμ. πέπνυμαι και το επίθ. πνυτός
ἔμφρων, σώφρων (Ησύχιος) προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. λ. πέπνυμαι). Για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας του πνέω, βλ. λ. πνεύμα.
ΠΑΡ. πνεύμα, πνεύσις, πνευστός, πνοή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπνέω, αποπνέω, διαπνέω, εισπνέω, εκπνέω, εμπνέω, υποπνέω
αρχ.
επαναπνέω, επικαταπνέω, επιπνέω, καταπνέω, μεταπνέω, παραπνέω, περιπνέω, προσπνέω.
Greek Monotonic
πνέω: Επικ. πνείω, Ιων. παρατ. πνείεσκον· μέλ. πνεύσομαι, Δωρ. πνευσοῦμαι, αόρ. αʹ ἔπνευσα, παρακ. πέπνευκα· όπως άλλα δισύλ. ρήμ. σε -έω, και αυτό το ρήμα συναιρεί μόνο τα εε, εει·
I. φυσάω, φυσώ, λέγεται για τον άνεμο και τον αέρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· ἡπνέουσα (ενν. αὔρα), αναπνοή, ανάσα, σε Καινή Διαθήκη
II. αναπνέω, βγάζω ανάσα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πνέω ή αποπνέω οσμή ενός πράγματος, σε Ανθ.
III. λέγεται για ζώα, ανασαίνω βαριά, ασθμαίνω, λαχανιάζω, αγκομαχώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
IV. γενικά, παίρνω ανάσα, αναπνέω, και συνεπώς ζω, σε Όμηρ.· οἱ πνέοντες = οἱ ζῶντες, σε Σοφ.
V. 1. μεταφ., με σύστ. αντ., ανασαίνω, αναπνέω, μένεα πνείοντες, ομοίως πνέοντες τόλμη, λέγεται για τους πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πῦρ πνέω, σε Ησίοδ.· φόνον, κότον, Ἄρη, σε Αισχύλ.· ομοίως, πνέοντας δόρυ και λόγχας, σε Αριστοφ.· Ἀλφειὸν πνέων, λέγεται για γρήγορο δρομέα, στον ίδ.
2. μέγα πνεῖν, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, υπερηφανεύομαι, σε Ευρ.· τόσονδ' ἔπνευσας, στον ίδ.· επίσης με ονομ., σαν να υπήρχε άνεμος, μέγας πνέων, στον ίδ.· πολὺς ἔπνει καὶ λαμπρὸς ἦν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πνέω: эп. πνείω (fut. πνεύσω и πνεύσομαι - редко πνευσοῦμαι, aor. ἔπνευσα, эп. aor. 2 ἔπνῠον, pf. πέπνευκα; pass.: aor. ἐπνεύσθην, pf. πέπνῡμαι, ppf. ἐπεπνύμην - эп. πεπνύμην с ῡ)
1) дуть, веять (οὖροι πνείοντες Hom.): ἐτησίαι οὐκ ἔπνευσαν Her. этесийские ветры не дули; ὁ πνέων (sc. ἄνεμος) Luc. ветер;
2) (о духовых инструментах) издавать звуки, играть: ἡδὺ π. Anth. издавать сладостные звуки;
3) издавать запах, пахнуть: ἡδὺ π. Hom. благоухать; π. τινος Soph., Anth., реже τινι Anth. пахнуть чем-л.;
4) дышать (ὅσσα πνείει τε καὶ ἕρπει Hom.): οἱ πνέοντες Soph. живущие, живые;
5) сопеть, храпеть (οἱ πνείοντες ἵπποι Hom.; ὕπνῳ π. Aesch.);
6) перен. дышать, быть исполненным: πόθου π. Anth. дышать (гореть) страстью; πῦρ π. Soph. извергать пламя, пылать; μένεα πνείοντες Hom. преисполненные храбрости; π. κενεά Pind. быть одержимым пустым тщеславием; π. κότον Aesch. пылать гневом; π. μέγα и μεγάλα Eur. быть охваченным гордостью, быть высокомерным; Ἄρη πνέων Aesch. охваченный воинственным жаром; πνέοντες δόρυ καὶ λόγχας Arph. целиком преданные копьям и пикам, т. е. помышляющие лишь о войне; μέγας или πολὺς πνέων Eur., Dem. надменный, неукротимый; π. χαρίτων Anth. быть исполненным прелести;
7) вдыхать, вдохновлять, pf. pass. быть разумным: πεπνυμένος Hom. разумный; οὔ σ᾽ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἀχαιοί Hom. неправильно называли тебя разумным мы, ахейцы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνέω, ep. en poët. πνείω, praes. contr. alleen εε > ει; Ιon. en ep. imperf. ἔπνεον ἔπνεες ἔπνεε; ep. aor. (ἄμ)πνυε (zie ἀναπνέω ), med. alleen ep. (ἄμ)πνυτο (zie ἀναπνέω ); aor. pass. ἐπνεύσθην; perf. πέπνυμαι, inf. perf. med.-pass. πεπνῦσθαι, ptc. πεπνῡμένος, ep. plqperf. med.-pass. 2 sing. πέπνῡσο; fut. med. πνεύσομαι en πνευσοῦμαι blazen, waaien:; Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει (de) Zephyr doet met zijn wind het ene groeien Od. 7.119; ptc. subst. ὁ πνέων ( sc. ἄνεμος ) de wind ἐπιτρέψαντες οὖν τῷ πνέοντι nadat we ons aan de wind hadden overgegeven Luc. 13.6 = ἡ πνέουσα ( sc. αὔρα ). NT Act. Ap. 27.40. ademen, adem halen, leven:; πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει van alles wat op aarde leeft en beweegt Od. 18.131; ptc. subst..; οἱ πνέοντες de levenden Soph. Tr. 1160; hierbij perf. med.-pass. πέπνυμαι bewustzijn hebben, verstandig zijn:; τῷ, καὶ τεθνεῶτι, νόον πόρε Περσεφόνεια... πέπνυσθαι aan hem had Persephone geschonken om, ook al was hij dood, bewustzijn te hebben Od. 10.495; πέπνυσαι νόῳ jij bent verstandig Il. 24.377; ptc. πεπνυμένος verstandig, wijs:. τὰ θεῖα πεπνυμένος met verstand van goddelijke zaken Plut. Num. 4.2. (uit)ademen, blazen, met acc.:; πῦρ πνειόντων χοράγ ’ ἄστρων koorleider van de vuur blazende sterren Soph. Ant. 1146; overdr. ademen, (door adem) verspreiden, met acc.:; μένεα πνείοντες Ἀχαιοί de van strijdlust blakende Grieken Il. 3.8; φόνον δόμοι πνέουσιν het huis ademt dood en verderf Aeschl. Ag. 1309; ὠδῖνας πνέων de lucht met pijn vervullend Eur. HF 862; met acc. adv..; οἱ πνέοντες μεγάλα lieden die hoog van de toren blazen Eur. Andr. 189; geur verspreiden:; ἡδὺ μάλα πνείουσαν heel lekker geurend Od. 4.446; zelden met dat.. μύροισιν ἔτι πνείοντες nog ruikend naar parfums AP 5.200.1. zwaar ademen, hijgen:; πνέονθ ’... ὕπνῳ zwaar ademend in de slaap Aeschl. Ch. 621; met acc. v. h. inw. obj.. τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων er komt iemand aanrennen die Olympisch hijgt (Olympia ligt aan de Alpheus) Aristoph. Av. 1121.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to blow, to breathe, to respire, to smell.
Other forms: ep. πνείω (metr. length.), aor. πνεῦσαι (Il.), ipv. ἄμπνυε, midd. -υτο, -ύ(ν)θη (Hom.), fut. πνεύ-σομαι (IA.). -σοῦμαι (Ar., Arist.), -σω (hell.), perf. πέπνευκα (Att.), pass. πνευσ-θῆναι (Thphr.), -θήσομαι (Aret.).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, ἐν-, ἐπι-, προσ-.
Derivatives: 1. πνοή, Dor. πνο(ι)ά, ep. πνοιή (-οι- metr. condit. after πνείω, Risch 119; on other explanations, which are not to be preferred, Scheller Oxytonierung 83 n. 2 w. lit.) f. wind, breeze, breath (Il.); ἀνα-, δια-, ἐκ-πνέω etc. etc.; very often as 2. member, e.g. ἡδύ- (ἁδύ-)πνοος, -πνους with a pleasant wind, breath (Pi., S., E.), ἐπί-πνοος, -πνους inspired with ἐπίπνο-ια f. inspiration (A., Pl.); -πνοια also beside -πνοή in ἀνά-, ἀπό-, διά- πνέω a.o.; here ἀναπνο-ϊκος concerning breathing (Ptol.). 2. πνεῦμα (ἄμ-, πρόσ- πνέω) n. wind, breeze, breath, ghost (Pi., IA.) with πνευμά-τιον (hell.), -τικός concerning the wind etc. (Arist.; on the further life (Nachleben) in the westeur. languages. Chantraine Studii clasice 2, 70f.), -τιος bringing wind (Arat.), -τώδης wind-, breathlike of nature, windy (Hp., Arist.), -τίας m. asthmatic (Hp.) with -τιάω to gasp (sch.); -τόω, -τόομαι to blow up, to (cause to) vaporize (Anaxipp., Arist.) with -τωσις, -τωτικός; -τίζω (ἀπο-) to fan by blowing (Antig., H.) with -τισμός. 3. πνεῦσις f. blowing, more usu. the compp., e.g. ἀνάπνευ-σις to breathe again, to inhale, respite (Il.). 4. With second. σ and τ-suffix as in ἄ-πνευσ-τος, -τί, -τία: πνευσ-τικός belonging to breathing (Gal.), more usu. ἀνα-πνέω (Arist.) a.o.; -τιάω to gasp (Hp., Arist.). 5. εἴσπν-ηλος, -ήλας loving, lover (Call., Theoc., EM), from εἰσ-πνέω to inspire (love) with analog. -ηλος; cf. Chantraine Form. 242.
Origin: IE [Indo-European] [838] *pneu- breathe, cough, clow, smell
Etymology: The regular structure of the above forms is clearly the result of a generalising development, which will also have had zero grade formations as πνεῦσις, ἄπνευστος. Outside the general pattern there are only the isolated ep. forms ἄμ-πνυ-ε etc. take breath = recover from, which may provide a bridge to the semantically slightly deviating but certainly belonging here πέ-πνυ-μαι, -μένος, mentally active, animated, be sedate; cf. Ruijgh L'élém. ach. 134 f. Not here prob. πινυ-τή, πινυτός a. cognates, which have only been connected on difficult assumptions; s.v. In any case ἄμπνυε, πέπνυ-μαι are not with Schulze Q. 322 ff. to be separated from πνέω. -- From other languages only some Germ. formations can be compared: OWNo. fnýsa sniff, OE fnēosan sneeze, which like πνευ- may contain an IE eu-diphthong; beside them there are however several variants, e.g. OWNo. fnasa, OHG fnehan, which show the unstable character of these orig. onomatop. words. Uncertain is the connection of Skt. abhi-knū́yate be moist, sound, stink (Dhātup., Lex.) with dissim. from *abhi-pn- (Mayrhofer s. knū́yate). -- The further analysis of πνέ(Ϝ)-ω in *p-ne-u-mi with nasal infix to the root pu- (assumption by Schwyzer 696 α after Pedersen IF 2, 314) is in the case of a word of this meaning hardly convincing. Further forms w. lit. in WP. 2, 85, Pok. 838f. Here also ποιπνύω; cf. also πνίγω.