μελέτη

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτη Medium diacritics: μελέτη Low diacritics: μελέτη Capitals: ΜΕΛΕΤΗ
Transliteration A: melétē Transliteration B: meletē Transliteration C: meleti Beta Code: mele/th

English (LSJ)

ἡ,
A care, attention, Hes.Op.412, Epich. [284]: pl., Emp.110.2: c. gen. objecti, μελέτη πλεόνων care for many things, Hes.Op.380; μελέτην τινὸς ἐχέμεν, = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ib.457; ἔργων ἐκ πολλοῦ μελέτη long-continued attention to action, Th.5.69: c. gen. subjecti, care taken by one, θεῶν μελέτῃ S.Ph.196 (anap.); of a trainer, B.12.191: abs., μελέτῃ κατατρύχεσθαι E.Med.1099 (anap.): pl., Emp.131.2.
2 Medic., treatment, Hp.Fract.31, 35 (pl.), Art.50.
II practice, exercise, ὀξεῖα μελέτη Pi.O.6.37; ἔχων μελέτη Id.N.6.54; ἡ δι' ὀλίγου μελέτη their short practice, Th.2.85; πόνων μελέτη = painful exercises, of the Spartan discipline, ib.39; μάθησις καὶ μελέτη Pl.Tht.153b; μελέτη θανάτου Id.Phd.81a; ἡ ἐγκύκλιος τῶν προπαιδευμάτων μελέτη Ph.1.157.
b in a military sense, exercise, drill, μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι to go through one's exercises in actual war, Th.1.18; ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέτας Id.2.39; μ. ἐν ὅπλοις ποιεῖσθαι IG22.1028.19, al.
c freq. of orators, rehearsal, declamation, ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας D.18.309, al.; of actors, νήστεις ὄντες τὰς μελέτας ποιούμενοι making their rehearsals, Arist.Pr.901b3.
d matter for discussion, μ. σοφισταῖς προσβαλεῖν Pi.I.5(4).28; branch of study or object of study, Pl.Grg.500d, al.; ὁ νόμος σου μ. μού ἐστιν LXX Ps.118(119).77.
2 later, theme, lecture, Str.1.2.2, Plu.2.41d, Luc.Rh.Pr.17; declamation, μελέτῃσί τ' ἄριστον IG3.625; τὰς μελέτας μισθοῦ ποιεῖσθαι Philostr.VS1.21.5.
3 pursuit, μία οὐχ ἅπαντας θρέψει μ. Pi.O.9.107, cf. Pl.Phd.82a.
III practice, usage, ἃς οἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν μ. Th.1.85.
2 habit, Hp.Mul.1.17; ἢν ἐς μελέτην ἥκῃ τοῦ κακοῦ ὥνθρωπος Aret.CA1.5; ἐν μελέτῃ γίγνεσθαι ψόφων become accustomed to noises, Stob.App.p.22 G.
IV threatening symptom or threatening condition, of disease, μελέτη καὶ προοίμιον ἐπιληψίας Posidon. ap. Aët. 6.12; ὀδύνη… μ. λύσεως Aët.5.100, cf. Steph. in Hp.1.191 D.

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, Sorge, Fürsorge, auch Wartung, Pflege, Hes. O. 414, πλεόνων, Sorge für Mehreres, ib. 382; μελέτην τινὸς ἔχειν, für Etwas sorgen, 459; u. absolut, Pind. N. 6, 56; μελέταν ἔργοις ὀπάζων, Sorge darauf verwendend, I. 5, 62; μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον, ib. 4, 31; Soph. Phil. 196; μελέτῃ κατατρυχόμενος, Eur. Med. 1099; – bes. sorgfältige Betreibung einer Sache, Übung, Thuc. 2, 85; ἔργων ἐκ πολλοῦ μελέτη, 5, 69; μελέτη σώζει τὴν ἐπιστήμην, Plat. Conv. 208 a; mit ἔθος vrbdn, Phaed. 82 b; mit μάθησις, Theaet. 153 h u. öfter; κατὰ μελέτην τὴν πρὸς πόλεμον, Legg. IX, 865 a; Isocr. 1, 18; bei Xen. oft μελέτην ποιεῖσθαι, dem ἀσκεῖν entsprechend, wie Thuc. 1, 18; von Redeübungen, Disputationen, καὶ ἐπιμέλεια, Dem. 18, 308; μελέτην ποιεῖσθαι, Luc. Nigr. 6. Auch = Gewöhnung an Etwas, ἐν μελέτῃ γίγνεσθαι τῶν ψόφων, Stob. fl. app. 5, 16.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. soin, càd :
1 souci, inquiétude;
2 sollicitude;
II. action de s'occuper de, d'où
1 pratique, exercice : πόνων μελέτη THC la pratique des fatigues en parl. de la discipline Spartiate ; θανάτου μελέτη PLAT la pratique de la mort, càd du sommeil, l'habitude du sommeil ; αἱ μελέται exercices ou manœuvres militaires;
2 exercice oratoire, déclamation.
Étymologie: μέλει.

Russian (Dvoretsky)

μελέτη: дор. μελέτα
1 забота, попечение (τινός Hes., περί τινος и πρός τι Plut.): θεῶν του μελέτῃ Soph. по воле кого-л. из богов;
2 забота, тревога, беспокойство (μελέτῃ κατατρυχόμενος Eur.);
3 упражнение, обучение (μ. καὶ μύησις Plat.): πόνων μ. Thuc. приучение (себя) к перенесению трудностей; μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι Thuc. закаляться в опасностях;
4 наставление или учение, завет (μελέται, ἃς οἱ πατέρες τε ἡμῖν παρέδοσαν Thuc.);
5 ораторское упражнение, публичное выступление (μ. καὶ ἐπιμέλεια Dem.);
6 предмет, тема (μελέται ἀείδων Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελέτη: ἡ, ἄλλο ὄνομα τοῦ καὶ χαμαιλέοντος καλουμένου φυτοῦ, Apul. herb. 25.
ἡ, φροντίς, ἐπιμέλεια, μελέτη [δέ] τοι ἔργον ὀφέλει Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 410· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, πλείων μὲν πλεόνων μελέτη, μείζων δ’ ἐπιθήκη, περισσότερα μὲν εἶναι ἡ φροντὶς καὶ ἡ δαπάνη περὶ πλειόνων (παίδων), μεῖζον δὲ τὸ ἐπιγιγνόμενον κέρδος ἐκ τῆς ἐργασίας αὐτῶν· λέγει δὲ περὶ γεωργικῶν παίδων, αὐτόθι 378· οὕτω, μελέτην τινὸς ἔχειν = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ὡς τὸ curam genere rei, αὐτόθι 455· εἰδότες ἔργων ἐκ πολλοῦ μελέτην πλείω σῴζουσαν ἢ λόγων δι’ ὀλίγου καλῶς ῥηθεῖσαν παραίνεσιν, γνωρίζοντες ὅτι ἡ ἐκ πολλοῦ χρόνου μελέτη τῶν ἔργων εἶναι μᾶλλον σωτήριος ἢ ἡ διὰ λόγων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ μετ’ εὐγλωττίας ῥηθεῖσα παραίνεσις, Θουκ. 5. 69· - μετέπειτα ὡσαύτως, μ. περί τινος Πλάτ. Πολιτικ. 286Α· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Α· - ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ὑποκειμένου, φροντίς, πρόνοια, θεῶν του μελέτῃ, τῇ προνοίᾳ θεοῦ τινος, Σοφ. Φιλοκ. 196. 2) ἐπιμέλεια, ἄσκησις, Λατ. meditatio, Πινδ. Ο. 6. 63· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 93· ἡ δ’ ὀλίγου μ., βραχεῖα, ὀλιγοχρόνιος ἄσκησις, Θουκ. 2. 85· πόνων μ., κοπώδεις ἀσκήσεις, ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς παιδείας, ὁ αὐτ. 2. 39· μάθησις καὶ μ. Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· θανάτου μ., ὁ ὕπνος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 81Α. β) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ἄσκησις, γύμνασις, «γυμνάσια», μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιοῦμαι, ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἐν τῷ πολέμῳ, Θουκ. 1. 18, πρβλ. μελετάω Ι. 2· ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. 2. 39 ἐν ἀρχ. γ) παρ’ Ἀττ. συχν. ἐπὶ ῥήτορος, ἡ μελέτηἀπαγγελία λόγου, Λατ. commentatio, ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας Δημ. 328. 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ὑποκριτικῶν, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιοῦνται, ἀσκοῦνται, μελετῶσι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 22· - ὡσαύτως, ὑπόθεσις ῥητορικῆς συζητήσεως, μ. σοφισταῖς προβάλλειν Πινδ. Ι. 5 (4). 36. 3) ἐπιτήδευμα, μία δ’ οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα, «οὐ γάρ... ἓν ἐπιτήδευμα πάντας ἡμᾶς δύναται τρέφειν» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 161. ΙΙ. φροντίς, μέριμνα, ἀνησυχία, μελέτῃ κατατρύχεσθαι Εὐρ. Μήδ. 1099. ΙΙΙ. ἄσκησις, συνήθεια, Θουκ. 1. 85· ἐν μ. γίγνεσθαί τινος Στοβ. παράρτ. σ. 22 Gaisf.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑM μελέτη, Α δωρ. τ. μελέτα)
η ενέργεια του μελετώ, επισταμένη έρευνα, ανάλυση και σπουδή για εκμάθηση ή κατανόηση (α. «η μελέτη τών ηθών και τών εθίμων του λαού» β. «μελέτη δὲ πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ τῆς άπιούσης μνήμην σώζει τὴν επιστήμην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μεθοδική διαπραγμάτευση και έκθεση, ιδίως γραπτή, ενός ειδικού θέματος, πραγματείαμελέτη για το θέατρο της Επιδαύρου»)
2. συστηματικός επιστημονικός σχεδιασμός και προγραμματισμός της κατασκευής ενός έργου («η μελέτη για το μετρό θα ολοκληρωθεί σύντομα»)
3. διάβασμα, ανάγνωση μαθημάτων («απόψε έχω πολλή μελέτη»)
μσν.
1. σκοπός, σχέδιο, πρόθεση
2. σκέψη, ενθύμηση
μσν.-αρχ.
φροντίδα, πρόνοια, επιμέλεια, μέλημα, μέριμναμελέτη δὲ τοι ἔργον ὀφέλλει», Ησίοδ.)
αρχ.
1. (σχετικά με στράτευμα) εκγύμναση, άσκηση, γυμνάσια («καὶ ἐμπειρότεροι ἐγένοντο μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιούμενοι», Θουκ.)
2. (σχετικά με ρήτορα) δημηγορία, απαγγελία λόγου
3. (σχετικά με υποκριτή) άσκηση, δοκιμή, πρόβα
4. θέμα, υπόθεση συζήτησης, ιδίως ρητορικής («μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι», Πίνδ.)
5. διάλεξη, μάθημα, διδασκαλία
6. ανησυχία, έγνοια, σκοτούραμελέτη κατατρύχεσθαι», Ευρ.)
7. επιτήδευμα, ασχολία
8. εθισμός, συνήθεια
9. έθος, έθιμο («ἅς oἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν μελέτας», Θουκ.)
10. ιατρ. επιμελής χρήση, καλή μεταχείρηση
11. (σχετικά με αρρώστια) απειλητικό σύμπτωμα ή ανησυχητική κατάσταση
12. φρ. «μελέτην ἔχω τινός» — φροντίζω για κάτι, επιμελούμαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μελετῶ (πρβλ. ἀγάπη < ἀγαπῶ)].
(II)
μελέτη, ἡ (Α)
άλλη ονομασία του φυτού χαμαιλέων.

Greek Monotonic

μελέτη: ἡ (μέλω),·
I. 1. φροντίδα, προσοχή, σε Ησίοδ.· μελέτη πλεόνων, φροντίδα για πολλά πράγματα, στον ίδ.· ἔργων μελέτη, προσοχή κατά την ανάληψη δράσης, σε Θουκ.· αλλά με γεν. υποκ., φροντίδα που προσφέρεται από κάποιον, θεῶν του μελέτῃ, σε Σοφ. 2. α) πρακτική, εξάσκηση, Λατ. meditatio, σε Πίνδ.· ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, η σύντομη εξάσκησή τους, σε Θουκ.· πόνων μελέται, κοπιαστικές ασκήσεις, λέγεται για στρατιωτική εκπαίδευση της Σπάρτης, στον ίδ. β) με στρατιωτική έννοια, εξάσκηση, άσκηση, γυμνάσια, στον ίδ. γ) λέγεται για ρήτορα, δοκιμή, πρόβα του λόγου, σε Δημ.
3. επιδίωξη, σε Πίνδ.
II. έγνοια, ανησυχία, μελέτῃ κατατρύχεσθαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελέτη, ἡ, μέλω
I. care, attention, Hes.; μ. πλεόνων care for many things, Hes.; ἔργων μ. attention to action, Thuc.:—but c. gen. subjecti, care paid by one, θεῶν του μελέτῃ Soph.
2. practice, exercise, Lat. meditatio, Pind.; ἡ δι' ὀλίγου μ. their short practice, Thuc.; πόνων μελέται painful exercises, of the Spartan discipline, Thuc.
b. in a military sense, exercise, practice, drill, Thuc.
c. of an orator, rehearsal, Dem.
3. a pursuit, Pind.
II. care, anxiety, μελέτῃ κατατρύχεσθαι Eur.

English (Woodhouse)

attention, care, diligence, exercise, practice, regard, training, trouble, pains

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπό τό μέλομαι (=φροντίζω), μέσ. τοῦ μέλω (=φροντίζω καί πιό συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: μέλει μοί τινος μεταμέλει μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό μερτῆς λέξης μέριμνα. Παράγωγα τοῦ μέλω: μέλημα, μελητέον, μελέτη, μελετῶ, μελέτημα, μελετηρός, μελετητέον, μελετητήριον, μελετητικός, μελετητός, μελέτωρ (=τιμωρός), μέλησις, ἐπιμελής, ἐπιμελοῦμαι, ἀμεταμέλητος, ἀμελετησία, μετάμελος, μεταμέλεια, μεμελημένως, μεταμελητί, μεταμελητός, μελεδαίνω (=φροντίζω), μελέδημα (=φροντίδα), μελεδώνη (=φροντίδα).

Lexicon Thucydideum

meditatio, exercitatio, practice, training, 1.18.3, 1.85.1, 1.121.4, 1.138.3, (de Themistocle concerning Themistocles) 2.39.1, 2.39.4, 2.85.2, 3.115.4, 5.69.2, 6.72.4.

Translations

habit

Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة‎; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל‎, מִנְהָג‎; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت‎; Persian: عادت‎; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت‎; Uyghur: ئادەت‎; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט‎