θέλω
English (LSJ)
A v. ἐθέλω and add ὅστις ἂν θέλῃ IG12.49.12; ἐὰν δέ τις θέλῃ ib.6.106; ἐάν τις μὴ θέλῃ ib.40.27.
German (Pape)
[Seite 1193] s. ἐθέλω.
Greek (Liddell-Scott)
θέλω: μέλλ. θελήσω, συντετμημένος τύπος τοῦ ἐθέλω, ὅπερ ἴδε ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
v. ἐθέλω.
English (Slater)
θέλω (cf. ἐθέλω. θέλοντι; θέλοι; θέλων, -οντι, -οντες.)
1 be ready to, wish c. inf. ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν (sc. Ζεύς) (O. 8.85) θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (P. 1.62) Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.5) “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν> (N. 10.84) Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ, ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28) ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (codd., def. van Leeuwen: θέλον nom., coni. Coppola: θέλει Wil.) (O. 2.97) part. abs., ready, willing, τὸ Καστόρειον θέλων ἄθρησον (P. 2.69) “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” (I. 6.43) ]θέλοντι δόμεν[ (Pae. 16.4)
English (Abbott-Smith)
θέλω (the strengthened form ἐθέλω is found in Hom., and is the more freq. in Attic; v. Rutherford, NPhr., 415f.), [in LXX for חפץ ,אבה; c. neg., מאן pi., etc.;]
to will, be willing, wish, desire (more freq. than βούλομαι, q.v., in vernac. and late Gk., also in MGr.; for various views as to its relation to β., v. Thayer, 286; but v. also BL, §24, s.v.): absol., Ro 9:16, I Co 4:19 12:18, Ja 4:15; τ. θεοῦ θέλοντος, Ac 18:21; c. acc. rei, Mt 20:21, Mk 14:36, Jo 15:7, Ro 7:15, 16 I Co 4:21 7:36, Ga 5:17; c. inf., Mt 5:40, Mk 10:43, Jo 6:21, 67 Ro 7:21, Ga 4:9; c. acc. et inf., Mk 7:24, Lk 1:62, Jo 21:22, 23 Ro 16:19, I Co 14:5, Ga 6:13; οὐ θέλω, Mt 18:30, al.; id. c. inf., Mt 2:18, Mk 6:26, Jo 5:40, I Co 16:7; seq. ἵνα, Mt 7:12, Mk 6:25, Jo 17:24; opp. to ποιέω, πράσσω, ἐνεργέω, Ro 7:15, 19 II Co 8:10, 11 Phl 2:13; seq. ἤ (ICG, in l.; Deiss., LAE, 179:24), I Co 14:19; θέλων ἐν ταπεινοφροσυνῄ (of his own mere will, by humility, R, mg), Col 2:18; in OT quotations, for Heb. חפץ, c. acc. pers., Mt 27:43; c. acc. rei, Mt 9:13 12:7, He 10:5, 8; c. inf., I Pe 3:10; for אמר, c. inf., Ac 7:28 (v. Cremer, 726ff.).
English (Strong)
or ethelo, in certain tenses theleo, and etheleo, which are otherwise obsolete apparently strengthened from the alternate form of αἱρέομαι; to determine (as an active option from subjective impulse; whereas βούλομαι properly denotes rather a passive acquiescence in objective considerations), i.e. choose or prefer (literally or figuratively); by implication, to wish, i.e. be inclined to (sometimes adverbially, gladly); impersonally for the future tense, to be about to; by Hebraism, to delight in: desire, be disposed (forward), intend, list, love, mean, please, have rather, (be) will (have, -ling, - ling(-ly)).
Greek Monolingual
(AM θέλω και ἐθέλω)
1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.)
2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ' ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.)
3. απαιτώ, αξιώνω, διατάζω («θέλει καλά και σώνει» — απαιτεί)
νεοελλ.
1. επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, («θέλησε να μάς εξοντώσει, αλλά δεν το κατόρθωσε»)
2. συγκατατίθεμαι, δέχομαι («δεν θέλει να κουβεντιάσουμε»)
3. δέχομαι ως σύζυγο ή ως εραστή («αυτόν δεν τον θέλει η κόρη μου»)
4. μού αξίζει κάτι, είμαι άξιος για κάτι («θέλει ξύλο»)
5. ζητώ, γυρεύω, ψάχνω («ποιόν θέλετε;»)
6. οφείλω, χρωστώ («κάτι λίγα σού θέλω ακόμη και ξόφλησα»)
7. φρ. α) «θέλεις δε θέλεις» ή «θέλεις και δε θέλεις» ή «είτε το θέλεις είτε όχι» ή «θέλοντας και μη» — με τη θέληση σου ή χωρίς αυτήν, εκουσίως ή ακουσίως
β) (για γυναίκα) «τά θέλει» — είναι πρόθυμη για ερωτοτροπίες
γ) «λίγο ήθελε (ακόμη)» — παραλίγο, λίγο έλειψε
δ) «το καλό που σού θέλω» — σε προειδοποιώ ή σε συμβουλεύω
ε) «θέλω να πω» — εννοώ
στ) «τί τά θέλεις» ή «τί τά θες, τί τά γυρεύεις» — όπως κι αν έχει το πράγμα, ούτως ή άλλως
ζ) «δεν το ήθελα» — έγινε χωρίς τη θέληση μου
η) «θέλεις... θέλεις» ή «θέλει... θέλει» — είτε, είτε («θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε»)
8. παροιμ. α) «όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αναβάλλουν ή αποφεύγουν να κάνουν κάτι, ιδίως κοπιαστικό
β) «ποιός στραβός δε θέλει το φως του» — όλοι επιθυμούν τα ωφέλιμα
γ) «το καλό που μέ θέλεις να το 'χεις» — γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι επιζητούν το συμφέρον κάποιου, ενώ συμβαίνει το αντίθετο
δ) «πε του, πε του το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει» — με την επιμονή κερδίζεις αυτήν που αγαπάς
ε) «θέλει τριανταεννιά να το κάμει γρόσι» — γι' αυτούς που στερούνται τα αναγκαία και αισιοδοξούν
στ) «να βάνω θέλω φούντα στα παλιά μου τα τσαρούχια» — για ουτοπικές προθέσεις ή σχέδια
ζ) «ως θέλεις τα δε γίνονται, θέλε τα κι ως γίνονται» — πρέπει να συμβιβάζεται κάποιος με τις καταστάσεις, ακόμη και όταν δεν γίνονται αυτά που επιθυμεί
η) «ήθελα να 'χω τά 'θελα και τά 'χω να μην έχω» — γι' αυτούς που επιζητούν κάτι και, όταν το αποκτήσουν, δεν το επιθυμούν πια
νεοελλ.-μσν.
1. ζητώ κάτι από τη φύση μου, έχω ανάγκη («η γλάστρα θέλει πότισμα»)
2. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι («θέλω ακόμη χίλιες δραχμές»)
3. φρ. «θε να» — θα
μσν.-αρχ.
(σε δυνητική χρήση, θέλω με απαρέμφατο για δήλωση του μέλλοντος) πρόκειται να... («εἰ ὦν ἐθελήσει ἐκτρέψαι το ῥέεθρον ὁ Νεῖλος», Ηρόδ.)
αρχ.
1. επιτρέπω («ἐθελήσεις τί μοι οὖν, ὦ πάτερ, ἤν σοῦ τι δεηθῶ», Αριστοφ.)
2. (με άρνηση) δύναμαι, μπορώ («μένος καὶ χεῖρας Ἀχαιῶν μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐναντίον», Ομ. Ιλ.)
3. είμαι εκ φύσεως τέτοιος ώστε..., συνηθίζω να («αἱ πλευραὶ οὐκ ἐθέλουσι εἰς τὸ εὐρὺ αὔξεσθαι», Ιπποκρ.)
4. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω («αυτοί δέ Ἀρκάδες ἐθέλουσιν εἶναι τῶν ὁμοῡ Τηλέφῳ διαβάντων εἰς τὴν Ἀσίαν», Παυσ.)
5. φρ. «τί ἐθέλει λέγειν» ή «τί ἐθέλει» — τί θέλει να πει, τί σημαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εθέλω με σίγηση του προτονικού φωνήεντος ήδη στους αρχ. χρόνους. Στη νέα ελλ. έχουν επιβιώσει, ωστόσο, αρκετά παράγωγα και σύνθετα με το θ. εθελ-. Η γλώσσα του Ησυχίου φαλίζει
θέλει επιτρέπει την υπόθεση ότι ο αρχικός φθόγγος της άγνωστης ΙΕ ρίζας θα πρέπει να ήταν χειλοϋπερωικό gwh- και μαζί τη σύνθεση της λ. με το αρχ. σλαβ. želej-, želěti «επιθυμώ». Ορισμένοι τή συνδέουν με το αρμ. gelĵ «επιθυμία» (< ĵelĵ, με ανομοίωση). Οπωσδήποτε, παραμένει σκοτεινή η προέλευση του αρχικού φθόγγου ε- της αρχ. ελλ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή εθελο- και τις σημασίες «εκούσιος» και «προσποιούμενος». Για τη σημασιολογική σχέση του εθέλω με το βούλομαι, βλ. το τελευταίο.
ΠΑΡ. εθελοντής, εθελοντ(ε)ί, εθελούσιος, θέλημα, θέληση, θελητής
αρχ.
(ε)θελημός, εθελήμων, εθελοντήρ, εθελόντως, θέλεος, θελήμη, θελημοσύνη, θελητός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εθελοδουλεία, εθελόδουλος, εθελοδούλως, εθελοκακία, εθελόκακος, εθελοκακώ
αρχ.
εθελακρίβεια, εθελακριβής, εθελάστειος, εθέλεχθρος, εθελεχθρώ, εθελέχθρως, εθελήσυχος, εθελοακρότης, εθελοβλέπω, εθελοβοηθώ, εθελοδιδάσκαλος, εθελοδικαιοσύνη, εθελοδόκησις, εθελοδοξία, εθελοδουλώ, εθελοευλάβεια, εθελοθρησκεία, εθελοθρησκευτικός, εθελοθρησκεύω, εθελοκάκησις, εθελοκάκως, εθελόκαλος, εθελοκίνδυνος, εθελοκινδύνως, εθελοκωφία, εθελόκωφος, εθελοπερισσοθρησκεία, εθελοπονία, εθελόπονος, εθελόπορνος, εθελοπρόξενος, εθελοσέβεια, εθελοσοφία, εθελόσοφος, εθελόσυχνος, εθελοταπεινοφροσύνη, εθελουργία, εθελουργός, εθελουργώ, εθελουργώς, εθελοφιλόσοφος
(αρχ. -μσν.) εθελοκωφώ, εθελότρεπτος
μσν.
εθελοθρησκώ, εθελόθυτος, εθελοκακούργος, εθελόρμητος, εθελοσφαγούμαι, εθελοψυχώ
νεοελλ.
εθελαπάτη, εθελοδουλεύω, εθελοθυσία. εθελοκωφεύω, εθελότυφλος, εθελοτυφλώ. (Β' συνθετικό) αρχ. συν(ε-) θέλω, κακοθέλω
νεοελλ.
καλοθέλω, ματαθέλω, μισοθέλω, ξαναθέλω, παραθέλω, πολυθέλω].
Greek Monotonic
θέλω: μέλ. θελήσω· σύντομος τύπος του ἐθέλω, βλ. αυτ.
Russian (Dvoretsky)
θέλω: (fut. θελήσω) Her., Trag., NT = ἐθέλω.