φόβος
English (LSJ)
ὁ, (φέβομαι)
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf. φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2); once in Od., οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57; freq. in Il., Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396; πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597; ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib.666; φόβονδ' ἔχε μώνυχας ἵππους 8.139; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε = counsel not to flight, 5.252; ἀΐξαντα φόβονδε 17.579; ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145.
2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299; Δεῖμός τε Φ. τε 11.37, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th.934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.
II panic fear, [στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69; generally, fear, terror (distinguished from δέος (q.v.)), τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32 (lyr.); διάτορος φ. Id.Pr.183 (lyr.); ταρβόσυνος Id.Th.240 (lyr.); νεανικός E.Hipp.1204; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg.644c; sometimes in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς.. Id.Sph.268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being, τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17 (iii A.D.); θεοῦ LXX Ps.35(36).1, PLond.2.418.4 (iv A.D.): τοῦ κυρίου Act.Ap.931.—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of... A.Pers.116 (lyr.), Th.3.54, etc.; φόβος τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18: c. dupl.gen., ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC730: with Preps., φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37 codd.; ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φόβος Id.Cyr.3.3.53; οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929; πρός τινος S.El.783; πρός τινας D.16.10, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ = fear for or concerning... Th.4.88; φόβος ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b; ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41; τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18; τῷ καθ' ἑαυτὸν φόβῳ = from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.
b with Verbs, τεύχειν φόβον A.Pr.1090 (anap.); κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th.386; φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18; παρασχεῖν E.Hec.1113, etc.; παρασκευάζειν D.59.86; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1; ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38, 11.25; ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11; ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, φόβους δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp.548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. = I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph.1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6; ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12, cf. Th.2.81; ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e; φ. μ' ἔχει A.Ag.1243, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib.1324, S.Ph.1231; τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or.757 (troch.), Pl.Lg.791b: opp. φόβον λύειν A.Th. 270, E.Or.104; διαλῦσαι Pl.Mx.241b; φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23; ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10; φόβου ἀπαλλάξεσθαι = to get rid of fear, ib.5.2.32; φόβου ἐκλύσασθαί τινα S.OT1002; φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh.1415b18; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel.555; φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El.901; ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3; οὐ φ. μὴ.. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ.. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade... E.Med.184 (anap.); ἡμέας ἔχει φ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ.. Hdt.4.115 (φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT1380): adverbial usages, φόβῳ = by fear or through fear, A.Supp.786 (lyr.), Th.240 (lyr.), etc.; ἀνάγκῃ καὶ φόβῳ Pl.R. 554d: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φόβον, Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24; ἐκ τίνος φόβου; S.OC887; μετὰ φόβων Isoc.2.26; ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT585; προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25; Poet., ἀμφὶ φόβῳ E.Or.825 (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th.134 (prob. l.), S.Aj.531, etc., but also in Prose, φόβους καὶ δείματα Th.7.80; πόνους καὶ φόβους Pl. Lg.635c; κινδύνους καὶ φόβους Id.Tht.173a.
2 object or cause of terror, S.OC1652; φόβος ἀκοῦσαι = a terror to hear, Hdt.6.112: pl., ἢν φόβους λέγῃ S.OT917; πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23.
German (Pape)
[Seite 1294] ὁ, Furcht, Schrecken, Besorgniß vor einem Uebel, mit dem Willen, sich diesem zu entziehen (φέβομαι); Flucht, nach Aristarch. bei Hom. nur in dieser Bdtg; Il. oft, Gegensatz von ἀλκή, 13, 48, in der Od. nur einmal, 24, 57; φόβονδε ἵππους ἄγειν, zur Flucht, wie φόβονδε τρωπᾶσθαι, φόβονδε ἀΐσσειν, Il. 8, 139. 15, 666. 17, 579; auch φόβονδε ἀγορεύειν, zur Flucht rathen, 5, 252; Her. 7, 10, 5; – Furcht: ἐν δαιμονίοισι φόβοις Pind. N. 9, 27, vgl. P. 5, 61. 9, 33; φόβου πλέα τις εἶ Aesch. Prom. 798, u. oft, wie die andern Tragg.; φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ Aesch. Pers. 115; φόβον βλέπων Spt. 480; φόβος μ' ἔχει Ag. 1216; auch φόβος μ' ἔχει φρένας Suppl. 374; ἀνέπταν φόβῳ Soph. Ant. 1292; ὡς μ' ὑπῆλθέ τις φόβος Phil. 1215, vgl. El. 1001; Eur. oft; u. in Prosa: Gegensatz θάῤῥος Plat. Legg. I, 647 b; Tim. 49 d; auch im plur. oft, z. B. οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῦνται Prot. 360 b; φόβον παρέχειν, ἐμβάλλειν τινί, Furcht einflößen, Xen. u. A. oft; φόβον ἀπελαύνειν, Furcht vertreiben, Xen. Cyr. 4, 2,10; φόβου ἀπαλλάττεσθαι 5, 2,32; τῷ καθ' ἑαυτὸν φόβῳ Dem. 19, 2; häufig φόβος ἐστί, μή, Xen Mem. 2, 1,15; – οἱ φόβοι, Furcht erregende Gegenstande, Xen. An. 4, 1,23; vgl. ἢν φόβους λέγῃ Soph. O. R. 917; μ εγάλους φόβους καὶ κινδύνους ἔτι ἁπαλαῖς ψυ χαῖς ἐπιβάλλουσα Plat. Theaet. 173 e; φόβος ἀπὸ τῶν πολεμίων Xen. Cyr. 3, 3,53, ἔκ τινος Aesch. Ch. 930; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρο υς φόβος, den die Griechen den Barbaren einflößen, Xen. An 1, 2,18; ὁ φόβος ὁ πρὸς ὑμᾶς Dem. 25, 93.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. action de faire fuir en effarouchant ; action d'effaroucher, d'effrayer ; objet d'épouvante, épouvantail ; au pl. οἱ φόβοι = objets excitant la crainte (spectre, fantôme, etc.) ; action de mettre en fuite;
II. le fait d'être effarouché ; le fait d'être mis en fuite par la crainte :
1 fuite : φόβου ἄρχεσθαι IL commencer à prendre la fuite;
2 postér. crainte, frayeur, effroi : φόβον ποιεῖν IL, τεύχειν IL exciter la crainte ; φόβον ἐπιβάλλειν IL, ἐμβάλλειν XÉN jeter la crainte dans l'esprit de qqn ; εἰς φόβον καταστῆναι THC entrer en crainte ; φόβος ἐστί ou simpl. φόβος il est à craindre, il est scabreux ; ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνῄσκειν XÉN mourir d'avance de peur ; πρὸς τὸν πρῶτον φόβον dans le premier effroi ; φόβος βαρβάρων XÉN crainte éprouvée par les barbares.
Étymologie: φέβομαι.
Russian (Dvoretsky)
φόβος: ὁ
1 страх, ужас, боязнь: φ. ἀπό, παρά, πρός и ἔκ τινος Soph., Xen., Luc. или πρός τινα (τι) Dem., Plut. страх перед кем(чем)-л. или чей-л. страх; φ. περί τινος Thuc., Plat. περί τινι Isocr. и περί τινα Polyb. страх из-за кого(чего)-л.; φ. ὑπέρ τινος Thuc., Plut. страх за кого-л.; ὀρθόθριξ φ. Aesch. страх, от которого волосы становятся дыбом; φ. (τοῦ) στρατεῦσαι ἐπί τινα Xen. боязнь воевать против кого-л.; φ. ὡς …, (ὡς) μὴ …, (ὅπως) μὴ … или (ὥστε) μὴ … Eur., Xen., Plat. боязнь (опасение), как бы не …; φ., εἰ πείσω τινά Eur. боюсь, смогу ли убедить кого-л.; ὁ αὐτός που φ. Plat. (здесь) то же самое опасение, т. е. и здесь есть повод сомневаться; φόβῳ (φόβοις), ἐκ и διὰ φόβου, διὰ (τὸν) φόβον Trag., Xen., Plat. из страха; ὑπὸ του φόβου Xen. от страха; ἀμφὶ φόβῳ θανάτου ἰάχησε Eur. охваченная страхом смерти, она воскликнула;
2 страшная пора, ужасное время: ἀπὸ τούτου τοῦ φόβου Polyb. после этого страшного времени;
3 ужасная вещь, страшное событие, ужас (φόβοι καὶ δείματα Thuc.; κίνδυνοι καὶ φόβοι Plat.; φόβους λέγειν Soph.): πολλῶν φόβων προσαγομένων Xen. при наличии многих ужасов, т. е. несмотря на страшные угрозы;
4 (паническое), бегство (πρῶτος ἦρξε φόβοιο Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
φόβος: ὁ, (φέβομαι) φυγή, Λατ. fuga, ἡ μόνη παρ’ Ὁμήρῳ σημασία τῆς λέξεως (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 71, ἴδε φοβέω Β. Ι)· μόνον ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ., οἱ δ’ ἔσχοντο φόβου Ω. 57· συχν. ἐν τῇ Ἰλ., Δαναῶν γίνετο ἰαχή τε φ. τε Ο. 396 φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ι. 2· πρῶτος Πηνέλεως, ἦρξε φόβοιο Σ. 396· ἐς φόβον ἀνδρῶν Ο. 310· ― οὕτω, φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τροπάασθε φόβονδε Ο. 666· φόβονδ’ ἔχε μώνυχας ἵππους Θ. 139· μή τι φόβονδ’ ἀγόρευε, μὴ συμβούλευε φυγήν, Ε. 252· ἀΐξαντα φόβονδε Ρ. 579· ― ὁ φόβος προσωποποιεῖται ὡς υἱὸς τοῦ Ἄρεως, Ν. 299, πρβλ. Ο. 119· Δεῖμός τε Φόβος τε Λ. 37, πρβλ. Δ. 440· οὕτως ἐν Ἡσ. Θεογ. 934, Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. ΙΙ. μέγας καὶ ἀκατάσχετος φόβος, πανικὸς φόβος, οἷος ὁ κινῶν εἰς φυγήν, στρατῷ φ. ἐμβάλλειν Ἡρόδ. 7. 10, 5· ἐν τῷ γινομένῳ φ. ὁ αὐτ. 9. 69· ― εἶτα καθόλου, φόβος, τρόμος, κυρίως δὲ ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωσις αὐτοῦ, ὅθεν καὶ διαστέλλεται ἀπὸ τοῦ δέος (ἴδε ἐν λέξει δέος), τορὸς ὀρθόφριξ φ. Αἰσχύλ. Χο. 32· διάτορος φ. ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 181· ταρβοσύνῳ φόβῳ ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 240· νεανικὸς Εὐρ. Ἱππ. 1204· συνημμένον μετὰ τῶν λέξεων δέος καὶ δεῖμα, ἴδε τὰς λέξ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θάρσος, Πλάτ. Νόμ. 644C, πρβλ. Αἰσχύλ. ἐπὶ Θηβ. 270· ἐνίοτε ἐπὶ ἠπιωτέρας σημασίας, = δισταγμός, ἀμφιβολία, Πλάτ. Φαίδων 101Β, Σοφιστ. 268Α. ― Συντάσσεται α) τιθεμένου τοῦ ἀντικειμένου τοῦ φόβου κατὰ γενικ., τὸ φοβεῖσθαι ἢ τρέμειν τι, φόβῳ... Περσικοῦ στρατεύματος τοῦδε Αἰσχύλου Πέρσ. 115, Θουκ. 3. 54, κλπ.· φ. τοῦ στρατεῦσαι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 18 μετὰ διπλ. γεν., ὀμμάτων εἰληφότας φόβον... τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου Σοφ. Οἰδ. Κολ. 729· ― οὕτω μετὰ προθ., φ. ἀπό τινος Ξεν. Ἀν. 7. 2, 37 (διάφορ. γραφ. ὑπό), Κύρου Παιδ. 3. 3. 53, κλπ.· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 930, Ξεν.· πρός τινος Σοφ. Ἠλ. 784· πρός τινα Δημ. 204. 19., 798. 3· ― οὕτω, φ. περί τινος, ὡς πρός τι, Θουκ. 4. 88, Πλάτ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 7. 41· τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. Ξεν. Ἀν. 1. 2, 18· τῷ καθ’ ἑαυτὸν φ., ἐκ προσωπικοῦ ἢ ἰδιαιτέρου φόβου, Δημ. 341. 21· ― ἐκ τῆς φράσεως, φ. τοῦ στρατεύειν, καὶ τῶν ὁμοίων προῆλθεν ἡ χρῆσις τῆς λέξεως μετ’ ἀπαρ. φ. στρατεύειν, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3· φόβῳ εἰσορᾶν, ἐκ φόβου τοῦ βλέπειν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1342· ― περὶ τοῦ: τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, ἴδε θνήσκω Ι. 2, δέος Ι. β) μετὰ ῥημάτων, φόβον τεύχειν Αἰσχύλ. Πρ. 1090· φ. βλέπειν ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 498, πρβλ. 386 ποιεῖν τινι Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18· παρέχειν Εὐρ. Ἑκάβ. 1113, Ξεν., κλπ.· παρασκευάζειν Δημ. 1374. 13· φόβον ἐμβάλλειν, ἐντιθέναι τινί, Λατ. metum incutere alicui, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 7, 18, Ἀνάβ. 7. 4, 1· ἐνεργάζεσθαί τινι Ἰσοκρ. 147C, 226C· φόβῳ διδόναι τινὰ Πινδ. Π. 5. 81· ― ἐπὶ τοῦ αἰσθανομένου τὸν φόβον, τοῦ κατεχομένου ὑπὸ φόβου, φόβον λαμβάνειν, ἔχειν Εὐρ. Ἡλ. 39, Ξεν. Ἱέρ. 11. 11· τρέφειν Σοφ. Τραχ. 28· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φόβον φοβεῖσθαι, δεδοικέναι Πλάτ. Πρωτ. 360Β, Εὐρ. Ἱκ. 548· τὸν σὸν οὐ ταρβῷ φ., δὲν φοβοῦμαι κατὰ τὸν σὸν φόβον, δηλ. δὲν φοβοῦμαι ὡς σύ, Σοφ. Φιλ. 1251· οὕτω, Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 6 ― ὡσαύτως, ἐς φ. καθίστασθαι Ἡρόδ. 8. 12, Θουκ. 2. 81· ἔρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 635C· ἐν φ. γενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 578Ε· ὡσαύτως, φόβος ἔχει με Αἰσχύλ. Ἀγ. 1243, Εὐρ. Ὀρ. 1255· εἰσέρχεται, ἐπέρχεταί με φ. αὐτόθι 1324, Σοφ. Φιλ. 1231· φ. ἐμπίπτει μοι Ξεν. Ἀν. 2, 2, 19, κλπ.· διὰ φόβου ἔρχομαι, γίγνομαι Εὐρ. Ὀρ. 757, Πλάτ. Νόμ. 791Β· ἀντίθετα πᾶσι τούτοις εἶναι τά, φόβον λύειν Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 270, Εὐρ. Ὀρ. 104· ἐξαιρεῖν Ἰσοκρ. 19C· ἀπελαύνειν τινὶ Ξεν. Κ. Παιδ. 4. 2, 10· φόβου ἀπαλλάττεσθαι αὐτόθι 5. 2, 32· φόβου ἐκλύεσθαί τινα Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1002· φόβους ἀπολύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 10· φόβου μεθεῖσα (Ἕρμανν. φόβους) Εὐρ. Ἑλ. 555· φόβου ἔξωθεν εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 901· ― φόβος [ἐστί], μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3· μή... ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 25· ὅπως μή... Πλάτ. Συμπ. 193Α· ἀλλά, φόβος εἰ πείσω, vereor ut..., Εὐρ. Μήδ. 84· οὕτω, φόβος ἔχει με ὅπως χρή... Ἡρόδ. 4. 115 φόβον ἔχει τι ὡς..., παρέχει φόβον ὅτι…, Πλάτ. Σοφ. 268Α· φόβος ἦν ὥστε τέγξαι Εὐρ. Ἰ. ἐν Ταύρ. 1380. ― Ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: φόβῳ, ἐκ φόβου, διὰ φόβον, ἕνεκα φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 786, Θουκ. 240, Πλάτ., κλπ.· οὕτω μετὰ προθέσεων, διὰ φόβον, διὰ τὸν φ. Ξεν. Ἱέρων 1. 38, Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24· ἐκ φόβου Σοφ. Οἰδ. Κολ. 887 μετὰ φόβων Ἰσοκρ. 20Α· ἄρχειν ξὺν φόβοισι Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 585· ὑπὸ τοῦ φ. ἀποθνήσκειν Ξέν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 25· ποιητικ., ἀμφὶ φόβῳ (ἴδε ἀμφὶ Β. IV. 2)· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., οὐ μόνον παρὰ ποιηταῖς, οἷον Πινδ. Ν. 9. 64, Αἰσχύλ. Θήβ. 134, Σοφ. Αἴ. 531, κλπ.· ἀλλὰ καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, φόβους καὶ δείματα Θουκ. 7. 80· πόνους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 635C· κινδύνους καὶ φ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173Α. 2) πρᾶγμα προξενοῦν φόβον, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1652· φόβος ἀκοῦσαι, τρομερὸν πρᾶγμα τὸ νὰ ἀκούσῃ τις, Ἡρόδ. 6. 112· ― πληθ., φόβοι, ὡς τὸ Λατιν. terrores, ἢν φόβους λέγῃ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 917· πολλῶν φ. προσαγομένων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 23.
English (Autenrieth)
flight in consequence of fear, and once fear, Il. 11.544; φόβονδε, to flight.—Personified, Φόβος, son and attendant of Ares, Il. 4.440, Il. 11.37, Il. 13.299, Il. 15.119.
English (Slater)
φόβος fear ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ (P. 5.61) “φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” (P. 9.32) οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν (N. 3.39) ]νόρουσε περὶ φόβῳ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.15) pl., panics ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν (N. 9.27)
English (Strong)
from a primary phebomai (to be put in fear); alarm or fright: be afraid, + exceedingly, fear, terror.
English (Thayer)
φοβοῦ, ὁ (φέβομαι; like φόρος, τρόμος, πόνος, from φέρω, τρέμω, πένομαι), from Homer down, the Sept. for יִרְאָה, פַּחַד, אֵימָה (terror), חִתִּית (terror);
1. fear, dread, terror; in a subjective sense (οὐδέν ἐστι φόβος εἰ μή προδοσία τῶν ἀπό λογισμοῦ βοηθημάτων, προσδοκίαν λέγω κακοῦ τοῦτο, εἴτε φόβον, εἴτε δέος καλεῖτε, Plato, Protag., p. 358d.): universally, φόβος ἐπί τινα πίπτει (L Tr); ἐπιπίπτει, R G T WH; L T Tr WH); ἐγένετο, λαμβάνει τινα, Homer Iliad 11,402); γίνεται τίνι, πλησθῆναι φοβοῦ, συνέχεσθαι φόβῳ, ἔχειν φόβον, Herodotus 8,12); κατεργάζεσθαι; τίνι φόβον, φοβεῖσθαι φόβον (see φοβέω, 2), Winer's Grammar, § 32,2; others subject. genitive); ἀπό φοβοῦ, for fear, ἀπό τοῦ φοβοῦ, for the fear, with which they were struck, εἰς φόβον, unto (that ye may) fear, μετά φοβοῦ, καί τρόμου added, ἐν φόβῳ καί ἐν τρόμῳ (see τρόμος), τινα ἐν φόβῳ σῴζειν ( ), ἐλεαν (L T Tr WH), with anxious heed lest ye be defiled by the wickedness of those whom ye are rescuing, φόβοι, feelings of fear, fears (Winer's Grammar, 176 (166)), φόβος τίνος, genitive of the object (our fear of one): τῶν Ἰουδαίων, βασανισμοῦ, θανάτου, Xenophon, mem. l, 4,7). In an objective sense, that which strikes terror: φόβος ἀγαθῶν ἔργων, or more correctly (with L T Tr WH) τῷ ἀγαθῷ ἔργῳ, a terror to (or for), reverence, respect (for authority, rank, dignity): ἡ ἐν φόβῳ ἀναστροφή, behavior coupled with (cf. ἐν, I:5e.) reverence for one's husband, φόβος with a genitive of the object: τοῦ κυρίου, Χριστοῦ, ); Θεοῦ, ); Θεοῦ is omitted as suggested by the context, יְהוָה יִרְאַת and אֱלֹהִים יִרְאַת). (Synonyms: see δειλία, δέος, at the end; cf. φοβέω.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. συναίσθημα που προκαλεί ένας επαπειλούμενος κίνδυνος, πραγματικός ή και φανταστικός, και το οποίο τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας της ανθρώπινης δράσης, δέος, τρόμος (α. «τόσος ήταν ο φόβος του, ώστε έχασε τη φωνή του» β. «φόβῳ δ' ἄφθογγος ἐστάθην», Αισχύλ.)
2. ως κύριο όν. Φόβος
μυθ. θεότητα ή δαιμονική μορφή που προσωποποιούσε το παραπάνω συναίσθημα και που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του θεού Αρη και της θεάς Αφροδίτης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) α) συναίσθημα αγωνίας που αισθάνεται το υποκείμενο στην παρουσία ή την σκέψη ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου
β) ανησυχία, δειλία, δέος μπροστά σε έναν οποιονδήποτε κίνδυνο, που ωθεί το άτομο σε φυγή
γ) ανησυχία ότι δημιουργείται κάτι που θεωρείται ως επικίνδυνο ή πολύ δυσάρεστο
2. (νομ.) έντονο πιεστικό συναίσθημα προκαλούμενο εξαιτίας απειλούμενου κινδύνου, με διάφορες συναρτήσεις στη σφαίρα του αστικού και ποινικού δικαίου
3. μία από τις βασικές έννοιες του υπαρξισμού
4. ως κύριο όν. αστρον. ο εσωτερικός από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη
5. φρ. α) «δεν έχει φόβο» — είναι ασφαλής, δεν διατρέχει κίνδυνο
β) «για τον φόβο τών Ιουδαίων»
μτφ. επειδή φοβάται την τιμωρία
γ) «φόβος εξαρτημένος
(ψυχολ.) φόβος ο οποίος, μέσω μιας διαδικασίας εξάρτησης, συνδέεται με ένα ερέθισμα περιβαλλοντικό, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες είναι ουδέτερο, και στο εξής προκαλείται από το ερέθισμα αυτό
3. παροιμ. «ο φόβος φυλάει τ' αμπέλια [ή τα έρμα]» — δηλώνει ότι ο φόβος της τιμωρίας ή τών συνεπειών του νόμου προστατεύει τις ιδιοκτησίες, ιδίως τις αφύλακτες
αρχ.
1. (κυρίως στον Όμ.) φυγή («ἀτάρ Δαναῶν γένετο ἱαχή τε φόβος τε», Ομ. Ιλ.)
2. ο πανικός που καταλαμβάνει ηττημένο στράτευμα και το τρέπει σε άτακτη φυγή
3. δισταγμός, αμφιβολία
4. σεβασμός προς τις αρχές ή τα θεϊκά πράγματα
5. φόβητρο
6. (η δοτ. ως επίρρ.) φόβῳ
λόγω φόβου
7. στον πληθ. οἱ φόβοι
φόβητρα
8. φρ. α) «φόβος περί τίνος» και «φόβος ὑπέρ τινος» — φόβος για κάτι (Θουκ.)
β) «διὰ φόβον» και «ἐκ φόβου» — από φόβο, λόγω φόβου
γ) «φόβος ἐστί [τινι]» — αντιμετωπίζει κάποιος με φόβο την περίπτωση να γίνει κάτι (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβ-, ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. φέβομαι + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπος)].
Greek Monotonic
φόβος: ὁ (φέβομαι)·
I. φυγή, Λατ. fuga, η μόνη σημασία στον Όμηρ.· φόβονδε, = φύγαδε, μή τι φόβονδ' ἀγόρευσε, συμβούλευσε να μην τραπεί σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φόβος, προσωπ. ως γιος του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. 1. φόβος γεμάτος πανικός, όπως προξενεί η άτακτη φυγή, στρατῷ φόβος ἐμβάλλειν, σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, φόβος, τρόμος, κυρίως η εξωτερική εκδήλωση του φόβου, και έτσι διακρίνεται από το δέος (η αίσθηση του φόβου), σε Αισχύλ. κ.λπ.· το αντικείμενο του φόβου βρίσκεται σε γεν., φόβος για κάποιον άλλο, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά, φόβοςπερί ή ὑπέρ τινος, φόβος για ή όσον αφορά..., σε Θουκ.· με ρήμ., ποιεῖν ή παρέχειν τινί, σε Ξεν.· φόβον ἐμβάλλειν, ἐντιθέναι τινί, προξενώ, δημιουργώ φόβο σε κάποιον, Λατ. metum incutere alicui, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τον άνθρωπο που νιώθει φόβο, φόβον λαμβάνειν, σε Ευρ.· φόβος ἔχει με, σε Αισχύλ.· φόβος ἐμπίπτει μοι, σε Ξεν.· διὰ φόβου ἔρχομαι, σε Ευρ.· επίσης σε πληθ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. αντικείμενο τρόμου, τρομερό πράγμα, φόβοςἀκοῦσαι, τρομερό να το ακούσεις, σε Ηρόδ.· σε πληθ., ἢν φόβους λέγῃ, σε Σοφ.
Middle Liddell
φόβος, ὁ, φέβομαι
I. flight, Lat. fuga, the only sense in Hom.; φόβονδε = φύγαδε, μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, Il., etc.:— Φόβος is personified as son of Ares, Il., Hes.
II. panic fear, such as causes flight, στρατῷ φ. ἐμβάλλειν Hdt.:—then generally, fear, terror, properly of the outward show of fear, and so distinguished from δέος (the sensation of fear), Aesch., etc.: the Object of fear is in gen., fear of another, Aesch., etc.; so φ. ἀπό τινος Xen.; ἔκ τινος Aesch.; πρός τινος Soph.;—but, φ. περί or ὑπέρ τινος fear for or concerning . ., Thuc.:—with Verbs, ποιεῖν or παρέχειν τινί Xen.; φόβον ἐμβάλλειν, ἐντιθέναι τινί to strike terror into one, Lat. metum incutere alicui, Xen., etc.;—of the person who feels fear, φόβον λαμβάνειν Eur.; φόβος ἔχει με Aesch.; f. e)mpi/ptei moi Xen.; διὰ φόβου ἔρχομαι Eur.:—also in plural, Aesch., etc.
2. an object of terror, a terror; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.:—pl., ἢν φόβους λέγῃ Soph.
Frisk Etymology German
φόβος: {phóbos}
See also: s. φέβομαι.
Page 2,1031
Chinese
原文音譯:fÒboj 賀波士
詞類次數:名詞(47)
原文字根:懼怕 相當於: (מֹורָא / מֹורָה) (פַּחַד)
字義溯源:恐懼,懼怕,怕,害怕,嚇得,可畏,威嚇,驚慌,敬畏,尊敬;源自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)
出現次數:總共(47);太(3);可(1);路(7);約(3);徒(5);羅(5);林前(1);林後(5);弗(2);腓(1);提前(1);來(1);彼前(5);約壹(3);猶(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 懼怕(16) 路1:65; 路5:26; 路8:37; 約20:19; 徒5:5; 徒5:11; 徒19:17; 羅13:3; 羅13:7; 林前2:3; 林後7:5; 提前5:20; 約壹4:18; 約壹4:18; 約壹4:18; 猶1:23;
2) 敬畏(10) 路7:16; 徒2:43; 徒9:31; 羅3:18; 林後7:1; 弗5:21; 彼前1:17; 彼前2:18; 彼前3:2; 彼前3:15;
3) 怕(7) 可4:41; 路1:12; 路2:9; 約7:13; 約19:38; 啓18:10; 啓18:15;
4) 恐懼(5) 林後7:11; 林後7:15; 弗6:5; 腓2:12; 來2:15;
5) 害怕(4) 太14:26; 太28:8; 羅8:15; 啓11:11;
6) 嚇得(2) 太28:4; 路21:26;
7) 威嚇(1) 彼前3:14;
8) 當懼怕(1) 羅13:7;
9) 可畏(1) 林後5:11
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ποιητ. ρῆμα φέβομαι (=τρέπομαι σέ φυγή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φοβέω -ῶ.
Lexicon Thucydideum
timor, fear, 1.9.2, 1.9.3. 1.33.3, 1.123.1. 1.140.5. 1.141.1. 2.53.4, 2.87.4, 2.89.10. 2.91.4, 3.42.4. 3.54.5, 3.79.3, 3.112.7. 4.10.5. 4.59.2. 4.88.1, 4.106.1. 5.11.1. 5.16.3. 5.71.1. 5.97.1. 5.111.1. 6.34.9. 6.36.2, 6.63.2. 6.70.1. 6.86.1, 7.56.2, 7.61.2. 7.71.2, 7.75.3. 7.80.3, 8.1.2, 8.73.3.
timorem incutere, to inspire fear, 1.23.6, 1.49.4. 2.89.5, 3.11.4. 3.12.1. 7.44.6. 8.92.11,
conterrere, to terrify greatly, 8.105.3,
conterreri, to be greatly frightened, 2.81.6. 4.96.5. 7.44.7.
timere, to fear, 6.34.2, 6.59.2.
Translations
fear
Afrikaans: vrees; Albanian: frikë, druaj; Amharic: ፍርሃት; Arabic: خَوْف, وَهَل; Egyptian Arabic: خوف; Moroccan Arabic: خوف, خْلعة; Armenian: վախ, երկյուղ, ահ; Assamese: ভয়; Asturian: mieu; Azerbaijani: qorxu; Bashkir: ҡурҡыу; Basque: herstura; Bats: ჴერლʻომ; Belarusian: страх, баязнь, боязнь, боязь; Bengali: ভয়, ডর, ত্রাস; Breton: aon; Bulgarian: страх, боязън, опасение; Burmese: ဘယာ; Catalan: por, paüra, basarda, temor; Cebuano: hadlok; Cherokee: ᎤᎾᏰᎯᏍᏗ; Chinese Mandarin: 恐怖; Cantonese: 恐懼; Classical Chinese: 惧; Cimbrian: dabòrte; Czech: strach, bázeň, obava; Danish: angst, frygt; Dutch: angst, vrees; Esperanto: timo; Estonian: hirm, kartus; Even: ҥэл-; Evenki: ӈэлэтчэми; Extremaduran: mieu; Faroese: ótti, ræðsla, angist, bangilsi; Finnish: pelko, kammo; French: peur, crainte; Friulian: pôre, timôr; Galician: medo, receo, temor; Georgian: ზარი, შიში; German: Angst, Bange, Schreck, Furcht; Alemannic German: Angscht, Engschti; Gothic: 𐌰𐌲𐌹𐍃, 𐍆𐌰𐌿𐍂𐌷𐍄𐌴𐌹; Greek: φόβος; Ancient Greek: δεῖμα, δέος, ἔκπληξις, ὄκνος, ὀρρωδία, ὀρρωδίη, πτόησις, πτοίησις, τάρβος, τρόμος, φόβος; Hawaiian: makaʻu; Hebrew: פָּחַד; Higaonon: haduk; Hiligaynon: hadlok; Hindi: डर, भय, ख़ौफ़, खौफ, सहम; Hungarian: félelem; Icelandic: hræðsla, beygur, ótti; Indonesian: takut; Interlingua: timor, pavor; Irish: eagla; Istriot: tamur, pagura; Italian: paura, timore; Japanese: 恐れ, 恐怖; Javanese: wedi; Kannada: ಭಯ, ಹೆದರಿಕೆ; Kashubian: strach; Kazakh: қорқыныш, үрей; Khmer: សេចក្ដីខ្លាច; Korean: 공포(恐怖), 겁; Kurdish Central Kurdish: ترس; Northern Kurdish: tirs; Kyrgyz: коркунуч, коркуу; Ladino: espanto, ispantu, temor; Lao: ຫວາດ, ຄວາມຢ້ານ, ຄວາມກົວ; Latgalian: baime, baile; Latin: timor, metus, pavor; Latvian: bailes, bažas; Ligurian: poîa, póia; Lithuanian: baimė, bijojimas; Low German: Furcht; Luxembourgish: Angscht, Fuercht; Macedonian: страв; Malay: ketakutan, takut; Malayalam: ഭയം, പേടി; Maltese: biża; Manx: aggle; Maore Comorian: fazaa 9, trisidzo; Marathi: भीती; Middle English: fer, ferd; Mirandese: miedo; Mongolian: аймшиг; Nanai: нгэлэ-; Nepali: डर, भय, त्रास; Ngazidja Comorian: uhara; Norwegian Bokmål: frykt, redsel, redsel; Occitan: paur; Old Church Slavonic Cyrillic: страхъ, боꙗзнь; Glagolitic: ⱄⱅⱃⰰⱈⱏ; Old East Slavic: страхъ; Old English: eġe; Old French: peor; Old Javanese: wĕdi; Old Norse: ótti, hræðsla, uggr; Old Occitan: paor; Oriya: ଡର; Oromo: sodaa; Ossetian: тас; Pashto: ډار; Persian: ترس, بیم, هراس, خوف; Plautdietsch: Forcht; Polabian: stroch; Polish: strach, niepokój, bojaźń; Portuguese: medo, temor, receio; Romanian: frică, teamă; Romansch: tema; Russian: страх, боязнь, опасение; Rusyn: страх; Sanskrit: भय; Sardinian: timoria; Scottish Gaelic: eagal, uabhas, oillt; Serbo-Croatian Cyrillic: стра̑х, бо̏ја̄зан; Roman: strȃh, bȍjāzan; Sicilian: paura, pagura; Sinhalese: බය; Slovak: strach, obava; Slovene: strah, bojazen; Sorbian Lower Sorbian: tšach; Upper Sorbian: trach; Spanish: miedo, temor, pavor, pavura; Svan: მაყალ; Swahili: woga, hofu; Swedish: skräck, rädsla; Sylheti: ꠒꠞ; Tagalog: takot; Tajik: тарс, ҳарос, ваҳм, хавф; Tamil: பயம்; Tatar: курку; Telugu: భయము; Tetum: ta'uk; Divehi: ބިރުވެރިކަމަކީ; Thai: ความกลัว; Tibetan: ཞེད་སྣང; Tocharian B: īwate, parskalñe; Turkish: korku; Turkmen: gorky, heder; Ukrainian: страх, боязнь, ляк; Urdu: ڈر, خوف, بھی; Uyghur: قورقۇش; Uzbek: qoʻrquv, doʻq; Vietnamese: sự khiếp đảm, sự sợ hãi; Volapük: dred; Walloon: paw, peu; Welsh: ofn; White Hmong: ntshai; Yiddish: שרעק, מורא; Yoruba: ẹ̀rù
doubt
Albanian: dyshim; Arabic: شَكّ; Egyptian Arabic: شك; Aragonese: dubda; Armenian: կասկած, տարակույս, երկմտանք, երկբայություն, երկբայանք, կասկածելիություն; Assamese: সন্দেহ; Asturian: duda, dulda; Azerbaijani: şübhə, şəkk; Bashkir: шикләнеү, шөбһәләнеү, икеләнеү, шик, шөбһә; Belarusian: сумнеў, сумненне; Bengali: সন্দেহ; Bulgarian: съмнение; Burmese: သံသယ; Catalan: dubte; Chechen: шеко; Chinese Mandarin: 懷疑, 怀疑, 疑惑, 疑問, 疑问; Czech: pochyba, pochybnost; Danish: tvivl; Dutch: twijfel; Esperanto: dubo; Estonian: kõhklus, kahtlus; Faroese: ivi; Finnish: epäily, epäilys; French: doute; Old French: doutance; Galician: dúbida; Georgian: ეჭვი; German: Zweifel; Greek: αμφιβολία; Ancient Greek: ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, τὸ ἀμφίλογον, ἀμφίλογον, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, εἰκασίη, ἐνδοίασις, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, ἐπαπόρημα, τὸ ἄπιστον, τὸ διστακτικόν, φόβος; Hebrew: סָפֵק; Hindi: संदेह, शक; Hungarian: kétely, kétség; Icelandic: efasemd, efi, vafi; Ido: dubito; Indonesian: kebimbangan, keraguan; Interlingua: dubita; Irish: aincheas; Italian: dubbio, perplessità; Japanese: 不審, 疑問, 疑い; Kazakh: күмән, шүбә, шек; Khmer: កង្ខា; Korean: 의혹(疑惑); Kurdish Northern Kurdish: guman, gûş, hulhul, şik, şube, şûf; Kyrgyz: күмөн, шек; Lao: ສົງໄສ; Latin: dubitas, dubitatio, dubium; Latvian: šaubas; Lithuanian: abejonė, dvejonė; Luxembourgish: Zweiwel; Macedonian: сомнеж, сомневање; Malay: keraguan; Malayalam: സംശയം; Manx: dooyt, ourys; Maori: kumukumu; Mongolian Cyrillic: сэжиг, эргэлзээ, дамжиг; Norwegian: tvil; Occitan: dobte; Old English: twēo; Oromo: mamii, shakkii; Pashto: شک, شبهه; Persian: شک; Polish: wątpliwość; Portuguese: dúvida, incerteza; Romanian: dubiu, îndoială; Russian: сомнение; Scottish Gaelic: amharas, mì-chinnt, teagamh; Serbo-Croatian Cyrillic: сумња; Roman: súmnja; Sicilian: dùbbitu; Slovak: pochybnosť; Slovene: dvom; Spanish: duda, incertidumbre; Swahili: shaka; Swedish: tvekan, tvivel; Tagalog: duda, alinlangan; Tajik: шак, шубҳа; Tamil: சந்தேகம், ஐயம்; Tatar: шик; Telugu: సందేహము, శంక; Thai: สงสัย; Tocharian B: sklok; Turkish: kuşku, şüphe, şek, güman; Turkmen: şübhe; Ukrainian: сумнів; Urdu: شک; Uyghur: شۈبھە, گۇمان, شەك; Uzbek: shubha, gumon, shak; Vietnamese: nghi ngờ; Volapük: dot; Welsh: amheuaeth; West Frisian: twivel; Yiddish: צווייפֿל; Zazaki: şek